«Ο ανάλγητος, (δηλαδή ο αναίσθητος
πνευματικά), είναι άφρων φιλόσοφος. Είναι
αυτός που εξηγεί το θέλημα του Θεού στους άλλους προς δική του κατάκριση. Αυτός
που φιλολογεί εις βάρος του εαυτού του. Αυτός που είναι τυφλός, και διδάσκει τους
άλλους πώς να βλέπουν. Μιλάει στους άλλους για τη θεραπεία του τραύματός τους,
ενώ συνεχώς ερεθίζει και χειροτερεύει το δικό του. Μιλάει εναντίον του πάθους,
και συνεχώς τρέφεται με όσα το προκαλούν. Εναντίον του πάθους προσεύχεται και
αμέσως σπεύδει να το ικανοποιήσει. Ικανοποιώντας το εξοργίζεται κατά του εαυτού
του και δεν ντρέπεται τα λόγια του ο ταλαίπωρος. «Άσχημα κάνω» φωνάζει, και με
ευχαρίστηση επιμένει στην αμαρτία. Το στόμα προσεύχεται εναντίον του πάθους,
αλλά το σώμα υπέρ αυτού αγωνίζεται. Περί θανάτου φιλοσοφεί, και συμπεριφέρεται
σαν αθάνατος. Για τον χωρισμό στενάζει, και σαν να είναι αιώνιος αμελεί και
νυστάζει. Μιλάει για την εγκράτεια, και δίνει αγώνες για τη γαστριμαργία.
Μακαρίζει την υπακοή, και πρώτος αυτός παρακούει. Επαινεί τους απροσπαθείς,
(αυτούς που δεν είναι εμπαθώς προσκολλημένοι σε κάτι), και δεν ντρέπεται να μνησικακεί και να φιλονικεί για ένα κουρέλι.
Παρασυρόμενος στην οργή πικραίνεται, και εν συνεχεία οργίζεται και πάλι επειδή
πικράθηκε. Και έτσι προσθέτει ήττα στην ήττα χωρίς να το αισθάνεται. Διαβάζει
για την Κρίση, και αρχίζει να χαμογελά. Για την κενοδοξία, και κενοδοξεί την
ώρα της ανάγνωσης. Αποστηθίζει λόγους περί αγρυπνίας, και παρευθύς
καταβυθίζεται στον ύπνο. Εγκωμιάζει την προσευχή, και την αποφεύγει σαν
μαστίγιο. Μόλις χορτάσει φαγητό μετανοεί, και ύστερα από λίγο τρώγει και
χορταίνει περισσότερο. Μακαρίζει τη σιωπή, και την εγκωμιάζει με πολυλογία.
Διδάσκει περί πραότητος, και πολλές φορές οργίζεται την ώρα της διδασκαλίας.
Μόλις συνήλθε από το σφάλμα του στέναξε, και αφού κούνησε το κεφάλι πάλι
υπέκυψε στο πάθος του. Κατηγορεί το γέλιο και χαμογελαστός διδάσκει περί
πένθους. Κατηγορεί πολύ μπροστά σε άλλους τον εαυτό του ως κενόδοξο, και με την
κατηγορία αυτή κοιτάζει να προσπορίσει στον εαυτό του δόξα… Πάντοτε γίνεται
κατήγορος του εαυτού του, αλλά να συνέλθει δεν θέλει, για να μην πω δεν μπορεί»
(λόγ. ιζ΄ 3).
Μην
αρνείσαι όλα τα παραπάνω. Ούτε και να δικαιολογηθείς. Κλίνε το κεφάλι σου και
αποδέξου τα με ταπείνωση. Και ζήτα από τον μόνο που μπορεί να σε βοηθήσει, τον
Κύριο, μετάνοια. Γιατί είναι αλήθεια.
Ψυχή μου, για σένα τα λέει. «Κύριε, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με».