Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2025

ΟΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΑΙ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ, ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

«Η αιτία της σημερινής εορτής είναι αυτή: Επί της βασιλείας του Αλεξίου Κομνηνού, ο οποίος πήρε τα σκήπτρα της βασιλείας μετά τον Βοτανειάτη, υπήρξε διαφωνία στην Κωνσταντινούπολη μεταξύ των λογίων και εναρέτων ανδρών:  Άλλοι εκθείαζαν τον μέγα Βασίλειο, λέγοντας ότι είναι μεγαλοπρεπής στον λόγο, αφού ερεύνησε με αυτόν  τη φύση των όντων και συναγωνιζόταν ως προς τις αρετές σχεδόν και τους αγγέλους, κι επίσης ότι δεν συγχωρούσε τις αμαρτίες των ανθρώπων με πρόχειρο τρόπο, κι ήταν σπουδαίος στο ήθος του, χωρίς να έχει κάτι το γήινο, από την άλλη δε υποβίβαζαν τον θείο Χρυσόστομο, διότι τάχα ήταν αντίθετος προς τον Βασίλειο λόγω της προχειρότητάς του να συγχωρεί εύκολα και να γίνεται ευχάριστος στους ανθρώπους. Άλλοι πάλι υπερύψωναν τον θεϊκό Χρυσόστομο και έλεγαν ότι προηγείται του Μεγάλου Βασιλείου και του Γρηγορίου του Θεολόγου, διότι στεκόταν πιο κοντά στον άνθρωπο με τις διδασκαλίες του, καθοδηγώντας και προσκαλώντας όλους με την πιο απλή γλώσσα του στη μετάνοια, όπως και με το πλήθος των γλυκών σαν μέλι λόγων του και την ερμηνευτική του δεινότητα. Άλλοι τέλος έπαιρναν το μέρος του Θεολόγου Γρηγορίου, λόγω της κομψότητας και της φροντισμένης φράσης του, της διεισδυτικότητας των λόγων του και της ζωντάνιας των λέξεων, ο οποίος υπερέβαινε όλους τους φημισμένους για την ελληνική παιδεία τους, αλλά και τους δικούς μας της Εκκλησίας, και έδιναν σ’ αυτόν την ψήφο της νίκης και βεβαίως τον έθεταν υπεράνω των άλλων. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν να διαιρεθούν τα πλήθη και άλλοι να ονομάζονται Ιωαννίτες, άλλοι Βασιλείτες και οι υπόλοιποι Γρηγορίτες.

Επειδή λοιπόν διαφωνούσαν έντονα και ήταν χωρισμένοι οι λόγιοι, λίγα χρόνια αργότερα φανερώνονται σε όραμα οι μέγιστοι αυτοί Πατέρες, ο καθένας χωριστά κι έπειτα όλοι μαζί, όχι σε όνειρο αλλά όταν ήταν ξύπνιος,  στον Επίσκοπο Ιωάννη τον μεγάλο, τον δάσκαλο των ιερών γραμμάτων της πόλεως των Ευχαΐτων, άνδρα λόγιο μεν κατά τα άλλα, με παιδεία ελληνική όχι ευκαταφρόνητη (όπως δείχνουν τα κείμενά του), ενάρετο δε σε μέγιστο βαθμό. Και με μια γλώσσα λένε προς αυτόν: Εμείς είμαστε ένα, όπως βλέπεις, ενώπιον του Θεού, και δεν υπάρχει τίποτε ενάντιο και εχθρικό μεταξύ μας, αλλά ο καθένας μας στον δικό του καιρό, με φωτισμό του θείου Πνεύματος, συγγράψαμε τις διδασκαλίες που οδηγούν στη σωτηρία των ανθρώπων, και τους δώσαμε όσα είχαμε μυηθεί από τον Θεό. Πρώτος μεταξύ μας δεν υπάρχει, γι’ αυτό βεβαίως και ούτε δεύτερος. Αλλά αν θα πεις για τον ένα, είναι σαν να λες και για τους άλλους. Γι’ αυτό σήκω και διάταξε αυτούς που μαλώνουν να μη χωρίζονται εξ αιτίας μας. Διότι η έγνοια και η φροντίδα μας, και όσο ζούσαμε και τώρα στη μετάστασή μας στους ουρανούς, ήταν και είναι  να ειρηνεύουν οι πάντες και να είναι μονοιασμένοι μεταξύ τους. Κι ακόμη: σε μία ημέρα βάλε τη μνήμη μας και, όπως εσύ ξέρεις, φτιάξε τα σχετικά με την εορτή μας και κάνε το τούτο παράδοση για τους μεταγενεστέρους, διότι εμείς είμαστε ένα στον Θεό. Οπωσδήποτε δε και εμείς θα βοηθήσουμε στη σωτηρία αυτών  που θα εκτελούν τη μνήμη μας, αφού νομίζουμε ότι έχουμε κάποια δύναμη μπροστά στον Θεό. Αυτά είπαν και φάνηκαν πάλι να ανεβαίνουν προς τον ουρανό, μέσα σε άπειρο φως λάμψης, προσφωνώντας ο ένας τον άλλον με τα ονόματά τους.

Ο δε θεϊκός εκείνος άνδρας σηκώθηκε, ο Ιωάννης Ευχαΐτων δηλαδή, και έκανε όπως τον προέτρεψαν οι άγιοι: και το πλήθος και τους διαφωνούντες ησύχασε (διότι ο άνδρας θεωρείτο φημισμένος για την αρετή του), και την εορτή αυτή παρέδωσε στην Εκκλησία, ώστε να την εορτάζουν σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Και πρόσεξε το φρόνημα του άνδρα: Επειδή βρήκε τον μήνα Ιανουάριο να έχει και τους τρεις αυτούς, δηλαδή κατά την πρώτη του μηνός, τον μέγα Βασίλειο, κατά την εικοστή Πέμπτη, τον θείο Γρηγόριο, και κατά την εικοστή έβδομη, τον θείο Χρυσόστομο, τους μάζεψε πάλι κατά την τριακοστή, στέφοντάς τους με κανόνες και τροπάρια και εγκώμια, όπως τους αρμόζει. Κι όλα αυτά -  που έγιναν, όπως νομίζω, και με τη σύμφωνη γνώμη τους - δεν υπολείπονται διόλου από τίποτε που  είναι άξιο επαίνου, ώστε να ξεπερνούν και όλα όσα από εκείνον και έγιναν και θα γίνουν».

Ο άγιος Ιωάννης ο Ευχαῒτων είναι όχι μόνον αυτός που δέχτηκε την κατά χάρη Θεού εμφάνιση των αγίων τριών Ιεραρχών, ώστε να επιλυθεί η διαφωνία των λογίων της Κωνσταντινουπόλεως περί του ποιος είναι ο μεγαλύτερος από τους τρεις, αλλά και αυτός που εμπνεύστηκε να γράψει «κανόνες και τροπάρια και εγκώμια» κατά το συναξάρι. Και πράγματι, η σημερινή υμνολογία αποτελεί εν πρώτοις έναν εγκωμιασμό από τον άγιο Ευχαΐτων του πνευματικού ύψους και των τριών Ιεραρχών, οι οποίοι υπήρξαν μεταξύ άλλων «άλλοι άγγελοι μετά σαρκός», «κατά μέθεξιν θεοί, διότι είχαν μέσα τους ζωντανό και λαλούντα τον από τη φύση Του μόνο αληθινό Θεό», «οι διορθωτές των ηθών και οι φροντιστές των ψυχών, οι κοινοί σωτήρες όλων, αυτοί που έδειξαν σε εμάς τα παραδείγματα των πράξεων και των λόγων, οι εκπαιδευτές του βίου μας, όπως και «οι μεγάλοι φωστήρες, οι αρραγείς πύργοι της Εκκλησίας», «οι λαβόντες σοφίαν παρά Θεού, ως άλλοι τρεις απόστολοι του Χριστού». Δεν υπάρχει εγκώμιο που δεν χρησιμοποιεί ο άγιος υμνογράφος, για να αποδώσει πρώτον, αυτό που οραματικά και θεοπτικά έζησε: την παρουσία των αγίων στη ζωή του, δεύτερον, την τεράστια θεολογική συμβολή τους στη ζωή της Εκκλησίας.

Κι ως προς το πρώτο. Η υπέρ φύσιν εμπειρία του να δει οραματικά τους αγίους προβάλλεται δεόντως από τον άγιο. Προκειμένου μάλιστα να προβάλει την ισότητά τους, όπως ήταν και ο κύριος σκοπός του οράματος, χρησιμοποιεί φράσεις που αναφέρονται στη συζυγία του άνδρα με τη γυναίκα. «Ους ο Θεός συνέζευξε, άνθρωπος μη χωριζέτω», λέει ο λόγος του Θεού, «αυτούς που ο Θεός συνένωσε σε ομότιμη ένωση, άνθρωπος εγκωμιαστής ας μη τους χωρίζει», λέει ο υμνογράφος. Για να συνεχίσει: «θεωρώντας τους ίσους στα χαρίσματά τους,  ας τους καθιστά με τους ύμνους του άξιους και ίσων ύμνων».   Μπορεί να φαίνεται υπερβολική η σύγκριση, αλλά ο υμνογράφος στηρίζεται στην προσωπική του εμπειρία και κάνει υπακοή: εξαγγέλλει ό,τι οι άγιοι, συνεπώς και ο Κύριος, του είπαν. Και προχωρεί και σε άλλη εικόνα για να αποδώσει και πάλι την ίδια αλήθεια: «Από τον Ουρανό δύο μεγάλα λυχνάρια φωτίζουν όλον τον κόσμο με διαδοχή του ενός προς το άλλο: ο ήλιος και η σελήνη. Από τη γη με πολύ φανερό τρόπο φωτίζουν όλη την οικουμένη τρεις ίδιοι υπερμεγέθεις ήλιοι, που λάμπουν μαζί: ο Βασίλειος, ο Γρηγόριος, ο Ιωάννης Χρυσόστομος».

Και ως προς το δεύτερο: η τεράστια θεολογική συμβολή τους στην Εκκλησία. Ο υμνογράφος βρίσκει την ευκαιρία να μιλήσει για τον αγώνα των αγίων υπέρ της αληθούς πίστεως: τη διακράτηση της αλήθειας για την αγία Τριάδα. Και οι τρεις αγωνίστηκαν να φανερώσουν ανόθευτη την αποκάλυψη του Χριστού και το κήρυγμα των Αποστόλων περί του Θεού. Για παράδειγμα: «Διδαχθήκαμε να θεολογούμε την Μοναδική Τριάδα και παραλάβαμε να υμνούμε την Τριαδική Μονάδα. Μάθαμε να προσκυνούμε από τους Πατέρες μία τρισυπόστατη Φύση». «Ο Υιός και Λόγος του Θεού ήταν από την αρχή συνάναρχος με τον Πατέρα. Συνυπήρχε το άγιον Πνεύμα με τον Λόγο του Θεού, αλλά προερχόμενο από τον Γεννήτορα Πατέρα. Απλή, ομοούσια, συμφυής Θεότητα, όπως κηρύσσουν οι θείοι Κήρυκες, οι τρεις Ιεράρχες».

Ο άγιος υμνογράφος όμως εν προκειμένω προβαίνει σε μία σημαντική επισήμανση: Βεβαίως οι άγιοι Πατέρες αυτοί εξήγγελλαν  ό,τι ο Κύριος απεκάλυψε και οι Απόστολοι κήρυσσαν, αλλά με τη σοφία που τους δόθηκε από τον Θεό και τη βοήθεια βεβαίως των ανθρωπίνων γνώσεών τους, αυτό που οι απόστολοι κήρυσσαν με απλό τρόπο, εκείνοι το στερέωσαν και το περιχαράκωσαν, ώστε να είναι απρόσβλητο από τις φιλοσοφικές ενστάσεις της εποχή τους. Με άλλα λόγια την αλήθεια που αποκαλύφθηκε εν Χριστώ, οι άγιοι Πατέρες προσπάθησαν να  την διατυπώσουν με τέτοιον ισχυρό ανθρώπινο λόγο, ώστε να μην μπορούν οι διάφοροι αιρετικοί να την αλλοιώσουν με τα φληναφήματά τους – κάτι που έγινε δεκτό από την Εκκλησία μας, διά του στόματός της, της Οικουμενικής Συνόδου, και της συνειδήσεως της Εκκλησίας, του φρονήματος των πιστών.  Κι είναι αυτοί συνεπώς που προέβησαν στη σύνθεση αυτού που λέμε «ελληνορθοδοξία». Ελληνορθοδοξία δηλαδή είναι η αποκαλυμμένη από τον Χριστό πίστη, δοσμένη όμως με κατηγορίες ελληνικές και με όρους φιλοσοφικούς. Περιεχόμενο ο χριστιανισμός, ένδυμα ο ελληνισμός. Κι αυτό το έκαναν, διότι αυτή τότε ήταν η πρόκληση της εποχής: να δοθεί η πίστη μέσω του ελληνισμού. Δεν ήταν σκοπός τους η διάσωση του ελληνισμού. Αυτό που τους ενδιέφερε ήταν η προβολή της αληθινής πίστεως, της ίδιας της αλήθειας, δηλαδή ο Χριστός. Στην εποχή τους όμως το ένδυμα για να διατυπωθεί αυτή η αλήθεια ήταν ο ελληνισμός. Κι από την άποψη αυτή ο ελληνισμός αναβαπτίστηκε και εσαεί παραμένει λαμπρυσμένος, λόγω ακριβώς της σύνδεσής του με τη χριστιανική πίστη. Σ’ ένα από τα καθίσματα του όρθρου λοιπόν λέει ο υμνογράφος: «Λάβατε τη σοφία από τον Θεό, σαν άλλοι τρεις Απόστολοι του Χριστού, και με τον λόγο της γνώσεως στερεώνετε τα δόγματα με τη δύναμη του αγίου Πνεύματος, τα οποία προηγουμένως με απλά λόγια αλλά και με γνώση έδωσαν οι αλιείς απόστολοι του Χριστού. Διότι έπρεπε και με αυτόν τον τρόπο ο απλός σεβασμός μας να γίνει στέρεος και να αποκτήσει σύσταση, μέσα από σας, πανσεβάσμιοι Πατέρες».

Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2025

«ΣΩΜΑ ΜΟΥ, ΠΛΑΣΜΕΝΟ ΑΠΟ ΠΗΛΟ…»

«Μην εμπιστευθείς στη ζωή σου το πήλινο σώμα, και μη ξεθαρρέψεις μαζί του, μέχρις ότου συναντήσεις τον Χριστό» (Άγιος Ιωάννης Κλίμακος, λόγ. ιε΄ 13).

Μην τυχόν σκεφτείς ότι ο όσιος έχει κάτι κατά του… σώματος – αυτό συνιστά αιρετικό δυαλισμό και φιλοσοφική πνευματοκρατία! Ο όσιος απλώς έχει πλήρη γνώση του τι είναι ο άνθρωπος, μετά την πτώση στην αμαρτία: ο «βραχύ τι παρ’ αγγέλους ηλαττωμένος» που ακριβώς ξέπεσε· ο «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού» δημιουργημένος, ως ενιαία ψυχοσωματική οντότητα, που η αμαρτία όμως ζόφωσε το κατ’ εικόνα, τον έχασε να χάσει την προοπτική του καθ’ ομοίωσιν και διέσπασε την ενότητα της ύπαρξής του. Ο άνθρωπος της πτώσης: μία ταλαίπωρη ύπαρξη. «Ποιος θα με σώσει από το σώμα του θανάτου αυτού»;

Κι ο Χριστός βεβαίως ήλθε και μας αποκατέστησε. Μας ενέταξε στον εαυτό Του και μας έδωσε τη δυνατότητα να ζήσουμε όχι μόνο και πάλι το αρχικό μεγαλείο, αλλά πολύ περισσότερο: να είμαστε πια στον κόσμο μία δική Του προέκταση - Εκείνος μέσω ημών! «Εγώ ειμι η άμπελος, υμείς τα κλήματα»! Τα ξέρει αυτά ο άγιος, γι’ αυτό και στέκεται με μεγάλο δέος και σεβασμό μπροστά στο μυστήριο του ανθρώπου: μιλάει διαρκώς για τον ηγεμόνα νου που βρήκε και πάλι τη θέση του εν Χριστώ, μιλάει για το σώμα που μπορεί να γίνει δοχείο του αγίου Πνεύματος. Η μυροβολία και η αφθαρσία των λειψάνων αποτελούν στοιχεία γι’ αυτόν που επιβεβαιώνουν την παραπάνω αλήθεια.

Ξέρει όμως καλά και το μυστήριο της ανομίας που ενεργείται στον κόσμο και μετά Χριστόν. Ξέρει δηλαδή ότι ναι μεν σωθήκαμε, αλλά ακόμη, στον κόσμο τούτο, εξακολουθούμε και παλεύουμε για τη σωτηρία μας: ο απόηχος της πτώσης δεν μας έχει αφήσει. Ο ήχος της αμαρτίας ακούγεται στον καθένα, αλλά στον βαθμό που ο ίδιος πια επιτρέπει το άκουσμά του. Κι αυτή είναι η δεύτερη και συνεχιζόμενη τραγωδία του ανθρώπου μετά την πρώτη της πτώσης: να έχει σωθεί, να έχει γκρεμιστεί η φυλακή, κι αυτός να στρέφεται και πάλι στην ανύπαρκτη κατ’ ουσίαν φυλακή του! Κι εδώ αναλαμβάνει και τον ρόλο του ο Πονηρός, τον οποίο ο Χριστός ενώ κατήργησε, τον άφησε – ελεγχόμενο εννοείται – να μας πειράζει. Και μάλιστα: να επικάθηται πολλές φορές στο σώμα του ανθρώπου, όπως και στα μέλη της ψυχής του ασφαλώς, και να του υποβάλλει λογισμούς ανταρσίας απέναντι στον Θεό, να τον σπρώχνει διαρκώς προς την απώλεια. Κι είναι η απορία του οσίου: «Ποιο είναι το μυστήριο που με περιβάλλει; Πώς εξηγείται η μείξη που παρατηρείται σ’ εμένα; Πώς στον εαυτό μου είμαι και φίλος και εχθρός;» «Σύζυγος το σώμα με την ψυχή, η ίδια η φύση του ανθρώπου» (83).

Λοιπόν, πώς μπορείς να εμπιστευτείς το πήλινο σώμα σου; Πώς να ξεθαρρέψεις απέναντί του; Λειτουργούν ακόμη τα πάθη, παραμονεύει χωρίς σταματημό ο Πονηρός… Γι’ αυτό και η εγκράτεια είναι κεντρική αρετή στον πιστό. Γι’ αυτό και «ο υποπιασμός και η δουλαγώγησις» του σώματος θεωρούνται δεδομένα στοιχεία της πνευματικής ζωής – φέρνουν μαζί με την ταπείνωση την παρουσία της χάρης του Θεού, που μόνη αυτή τελικώς γαληνεύει τον άνθρωπο.  Θυμήσου και πάλι τον λόγο του αγίου Γέροντα Επιφανίου: «το θέμα σαρξ, τελειώνει με το θέμα πλαξ». Μέχρι να συναντήσεις τον Χριστό, πρόσωπο με πρόσωπο, να 'σαι σ’ επιφυλακή!

Η ΑΝΑΚΟΜΙΔΗ ΤΩΝ ΛΕΙΨΑΝΩΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΥ ΑΝΔΡΟΣ ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΦΟΡΟΥ

«Ο άγιος Ιγνάτιος ήταν διάδοχος των αγίων Αποστόλων και  χρημάτισε επίσκοπος Αντιοχείας. Μαζί με τον άγιο Πολύκαρπο, τον Πρόεδρο της Εκκλησίας των Σμυρναίων, υπήρξε μαθητής του ευαγγελιστή Ιωάννου του Θεολόγου. Οδηγήθηκε λοιπόν ενώπιον του βασιλιά Τραϊανού κι αφού υπέστη όλα τα είδη των βασανιστηρίων, δεν κάμφθηκε, γι’ αυτό και εστάλη στη Ρώμη, προκειμένου να ριχτεί στα θηρία. Όταν έγινε αυτό, κάποιοι άνδρες Χριστιανοί μάζεψαν και έφεραν τα άγια λείψανά του από τη Ρώμη στην Αντιόχεια και τα δώρισαν στους αδελφούς Αντιοχείς που τα ήθελαν με μεγάλο πόθο. Αυτοί λοιπόν τα έβαλαν κάτω από τη γη  με κάθε τιμή και σεβασμό. Χάριν τούτου η Εκκλησία πανηγυρίζει εορτή χαρμόσυνη».

Τον άγιο Ιγνάτιο τον θεοφόρο τον εορτάζει η Εκκλησία μας κατεξοχήν την ημέρα του μαρτυρίου του, την 20ή Δεκεμβρίου. Και γίνεται αφορμή η εορτή να τονίζονται αφενός το θεολογικό ύψος των επιστολών που μας άφησε – σημαντική συμβολή πράγματι στην υπέρβαση εκκλησιαστικών διαστρεβλώσεων – αφετέρου ο βαθύς έρωτας και η αγάπη του προς τον Κύριο Ιησού Χριστό.  Κι είναι αυτή η αγάπη του που και σήμερα προβάλλουν οι ύμνοι της Εκκλησίας μας εξ αφορμής της ανακομιδής των τιμίων λειψάνων του. Δεν είναι άλλωστε δυνατόν να μιλάει κανείς, με οποιαδήποτε αφορμή,  για τον άγιο Ιγνάτιο και να μη συγκινείται με το καμίνι της καρδιάς του -  τον έρωτα που έτρεφε για τον Χριστό μέσα στο στήθος του! Όπως το λέει ο άγιος υμνογράφος: «Θεοφόρε Ιγνάτιε, είχες στο στήθος σου τον έρωτά σου, τον Χριστό» (δοξ. εσπ.). Κι αλλού: «Αξιομακάριστε Ιγνάτιε! Εσύ λοιπόν έχοντας σταθερή την έφεσή σου προς τον αληθινό εραστή σου έλεγες: Δεν υπάρχει μέσα μου φλόγα που να με σπρώχνει στα υλικά, αλλά μάλλον ζωντανό νερό που μιλάει μέσα μου και μου λέει: Πήγαινε στον Πατέρα» (δοξ. εσπ). Και από τον κανόνα του όρθρου: Αγάπησες την ωραιότητα του Δεσπότου Χριστού και Αυτόν ανυποχώρητα επιθυμούσες»∙ «Ο θειότατος έρωτας, μακάριε, κυριάρχησε στην ψυχή σου».

Ο άγιος Θεοφάνης ο υμνογράφος σχετίζει την αγάπη του αγίου προς τον Χριστό με το ίδιο το μαρτύριό του. Θεωρεί ότι η επιθυμία του για το μαρτύριο ήταν ο μισθός που έλαβε από τον Θεό λόγω ακριβώς της αγάπης του αυτής και της διακονίας του στην Εκκλησία να ιερουργεί το ευαγγέλιο Εκείνου. «Έβαλες στο στήθος σου τον έρωτά σου, τον Χριστό, και πήρες σαν μισθό της ιερουργίας του Ευαγγελίου Του το να φτάσεις στην τελείωση με το μαρτύριο του αίματος». Με άλλα λόγια το μαρτύριο – ό,τι χειρότερο για έναν άνθρωπο που κινείται με κοσμικά και όχι χριστιανικά κριτήρια – είναι η χάρη που δίνει ο Θεός για να ανέβει στην τελείωσή του ο άνθρωπος, όπως το διατυπώνει μάλιστα και ο απόστολος Παύλος: «ημίν εχαρίσθη ου μόνον το εις Αυτόν πιστεύειν, αλλά και το υπέρ Αυτού πάσχειν», δηλαδή, δόθηκε σε εμάς ως χάρη όχι μόνον να πιστεύουμε στον Χριστό, αλλά και να πάσχουμε γι’ Αυτόν. Κι αυτό συμβαίνει, διότι το μαρτύριο στη ζωή αυτή – κι όχι μόνον του αίματος, αλλά και οι διάφορες θλίψεις και δοκιμασίες που με πίστη αντιμετωπίζονται από τον χριστιανό -αποτελεί συμμετοχή στο μαρτύριο του πρώτου Μάρτυρα, του ίδιου του Κυρίου: Σταυρός η ζωή Εκείνου, σταυρός και η ζωή του Χριστιανού, εφόσον «επακολουθεί τοις ίχνεσιν Αυτού». Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι «μιμητήν του πάθους του Χριστού» τον χαρακτηρίζει η Εκκλησία μας.

Δεν μπορούμε να μη μνημονεύσουμε και έναν παραλληλισμό που κάνει ο άγιος Θεοφάνης για τον ιερομάρτυρα του Χριστού. Τον παραλληλίζει, στον οίκο του κοντακίου, με τον προφήτη Ιερεμία, τον οποίο ο Θεός αγίασε εκ μήτρας, προκειμένου να αναγγείλει τον ερχομό Του στον κόσμο. Κι όταν ήλθε στον κόσμο βρήκε το βρέφος Ιγνάτιο άξιο της χάρης Του – και μάλλον εννοεί ο υμνογράφος αυτό που διασώζει η παράδοση της Εκκλησίας, ότι δηλαδή το νήπιο που κράτησε ο Κύριος στην αγκαλιά Του και είπε ότι σαν κι αυτό πρέπει να γίνουν οι άνθρωποι για να εισέλθουν στη Βασιλεία του Θεού, ήταν ο άγιος Ιγνάτιος – προκειμένου να γίνει αργότερα ο κήρυκας του Ευαγγελίου Του. «Ο Θεός που αγίασε από την κοιλιά της μάνας του τον προφήτη Ιερεμία, και πριν ακόμη γεννηθεί σαν προγνώστης που είναι γνώριζε ότι αυτός θα είναι δοχείο του αγίου Πνεύματος, τον γεμίζει αμέσως με το Πνεύμα αυτό ήδη από νεαρή ηλικία, και τον στέλνει προφήτη και κήρυκά Του σε όλους, για να προαναγγείλει την αγία στη γη παρουσία Του. Όταν γεννήθηκε λοιπόν ο ίδιος ο Θεός από την Παρθένο Μαρία και ήλθε στο κήρυγμα, βρήκε από τη βρεφική ηλικία άξιο κήρυκα της χάρης Του τον θεοφόρο και θείο Ιγνάτιο» Κι αλλού εμφανέστερα: «Έλκυσες το φως από την πηγή του φωτός, Ιγνάτιε. Διότι ο Χριστός αφού σε κράτησε στα άχραντα χέρια Του σε άγιασε» (ε΄ωδή). 

Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι στα πρόσωπα τέτοιων αγίων σαν τον άγιο Ιγνάτιο βλέπουμε τη συνέχεια των μεγάλων αναστημάτων της Παλαιάς Διαθήκης, των Πατριαρχών και των Προφητών. Ό,τι διαβάζουμε στην Παλαιά Διαθήκη γι’ αυτούς, για την πνευματοφορία και τη χάρη τους, το έχουμε άμεσα μπροστά μας με τους αγίους μας, ίσως δε και περισσότερο, αφού οι άγιοί μας ευτύχησαν να ζήσουν την οντολογική αμεσότητά τους με τον Χριστό, ως ηγιασμένα από Εκείνον μέλη Του.

Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2025

ΠΡΟΣΟΧΗ ΣΤΗ... ΣΥΝΗΘΕΙΑ!

«Μη συνηθίζεις να ηττάσαι στον πνευματικό πόλεμο, γιατί η συνήθεια γίνεται δεύτερη φύση στον άνθρωπο» (όσιος Εφραίμ ο Σύρος).

Μία βαθειά ψυχολογική αλλά και πνευματική παρατήρηση κάνει με τη φράση του ο μέγας όσιος Πατήρ Εφραίμ ο Σύρος. Μία παρατήρηση που την αλήθεια της τη διαπιστώνουμε όλοι στην καθημερινότητά μας: ποιος αμφιβάλλει για τη δύναμη της συνήθειας; Ό,τι κάναμε μία φορά και το επαναλάβαμε έπειτα, είναι δύσκολο να το σταματήσουμε. Τόσο που η επανάληψή του που μας έγινε συνήθεια καταστάθηκε τελικώς δεύτερη φύση μας – η προσπάθεια να σταματήσουμε μία συνήθειά μας βιώνεται συχνά ως... ξεριζωμός! Κι εδώ αναδεικνύεται η σημασία της συνήθειας στον πνευματικό πόλεμο, τον αγώνα δηλαδή του πιστού ανθρώπου να πορεύεται κατά το θέλημα του Θεού και όχι κατά το δικό του αμαρτωλό θέλημα: αν ο πιστός είναι χαλαρωμένος πνευματικά και ηττάται διαρκώς ή πολύ συχνά στη χριστιανική του πορεία – δεν μιλάμε για μία ήττα περιστασιακή που υφίσταται σε όλους και έχει γρήγορη μετάνοια -, τότε δυστυχώς η συνήθεια της ήττας του τον κάνει να βρίσκεται σχεδόν μόνιμα σε αντίθεση προς τον Θεό, που θα πει ότι τα πάθη και οι αδυναμίες του τον έχουν υποδουλώσει, όπως το δηλώνει και ο λόγος του αποστόλου: «σε ό,τι κανείς έχει ηττηθεί, σ’ αυτό και έχει υποδουλωθεί». Συμβαίνει κάτι παρόμοιο με το ξερίζωμα ενός φυτού: όσο είναι μικρό εύκολα ξεριζώνεται, όσο βγάζει ρίζες βαθειές και μεγαλώνει, τα πράγματα δυσκολεύουν μέχρι πλήρους αδυναμίας. Οπότε καταλαβαίνει κανείς την αξία του λόγου του οσίου Εφραίμ: μη συνηθίζεις την πτώση στην αμαρτία σου, γιατί όταν θελήσεις να την ξεπεράσεις θα δυσκολευτείς απεριόριστα – είναι σαν να πολεμάς πια τον βαθύτερο εαυτό σου!

Από την άλλη όμως υπάρχει το θετικό στοιχείο: όταν κανείς επιμένει στο θέλημα του Θεού, έστω και διά της βίας, τότε η συνήθεια της επιμονής και της υπομονής του αυτής τον κάνει να νικά τον εαυτό του, οπότε η πνευματική του ζωή γίνεται διαρκώς και ευκολότερη. Μπορεί ο πονηρός διάβολος, κατά θεία παραχώρηση, να πολεμά περισσότερο έναν τέτοιο χριστιανό, όμως και η χάρη του Θεού τον ενισχύει αντιστοίχως, συνεπικουρούμενη από την αυτοκυριαρχία πια του χριστιανού – η συνήθεια της θετικής προς τον Θεό πορείας του καθιστά τη χριστιανοσύνη του πορεία από δόξης εις δόξαν, μία άνοδο δηλαδή χωρίς σταματημό.

Κι ένα στοιχείο που συντελεί στην αδιάκοπη καλή συνήθεια του «γενηθήτω το θέλημά Σου» και όχι στην επιπόλαιη χαλαρή αντιμετώπιση της πνευματικής ζωής είναι η υπενθύμιση ότι στην πνευματική αυτή ζωή διαλείμματα και στάσεις δεν υπάρχουν – ή προχωρεί κανείς μαζί με τον Χριστό ή Τον εγκαταλείπει και αρχινά την κατακρύλα ως δέσμιος του πονηρού. Ο λόγος του Ίδιου ακούγεται με τον πιο ηχηρό τρόπο και επιβεβαιώνεται καθημερινά από κάθε πιστό: «όποιος δεν είναι μαζί Μου είναι εναντίον Μου και όποιος δεν μαζεύει μαζί Μου σκορπίζει».

 Και το παρήγορο βεβαίως στοιχείο: ακόμη και στη μεγαλύτερη κακή συνήθεια υπάρχει ελπίδα, όταν ο άνθρωπος μετανοήσει με την καρδιά του. Τότε αν ζητήσει τη βοήθεια του Θεού με πόνο και πόθο, τότε η δύναμη Εκείνου θα επιτελέσει το ακατόρθωτο: ο άνθρωπος θα απεμπλακεί από το κακό στρεφόμενος προς το Αγαθό. Διότι «τα αδύνατα στους ανθρώπους είναι δυνατά στον Θεό».

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΕΦΡΑΙΜ Ο ΣΥΡΟΣ

«Ὁ ὅσιος Ἐφραίμ ἦταν ἀπό τήν Ἀνατολή, Σύρος στήν καταγωγή. Διδάχτηκε τήν εὐσέβεια καί τήν κατά Χριστόν πίστη ἀπό τούς προγόνους του κι ἔζησε στούς χρόνους τοῦ Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου. Ἀσπάστηκε ἀπό τά παιδικά του χρόνια τόν μοναχικό βίο, καί λέγεται ὅτι ἐκχύθηκε χάρη ἀπό τόν Θεό πάνω του, διά τῆς ὁποίας, ἀφοῦ ἔγραψε πάρα πολλά κατανυκτικά συγγράμματα, καθοδήγησε πολλούς πρός τήν ἀρετή κι ἔγινε παράδειγμα ἀσκητικῆς ἀρετῆς στίς ἑπόμενες γενιές. Τελεῖται δέ ἡ σύναξή του στό Μαρτύριο τῆς ἁγίας Ἀκυλίνας, στόν τόπο τοῦ Φιλόξενου, πλησίον τοῦ φόρου».

Ὁ ὅσιος Ἐφραίμ ὁ Σύρος εἶναι ἀπό τούς γνωστότερους ὁσίους καί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, μέ τήν ἔννοια ὅτι τόν γνωρίζουν καί ἐκεῖνοι πού δέν τόν γνωρίζουν. Τί θέλουμε νά ποῦμε; Μπορεῖ κανείς νά μήν ἔχει ὑπ’ ὄψιν του ὅτι ἡ κατεξοχήν προσευχή τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς, τό «Κύριε καί Δέσποτα τῆς ζωῆς μου», εἶναι δική του προσευχή, σίγουρα ὅμως τήν ἔχει ἀκούσει, τήν ἔχει καί αὐτός ψιθυρίσει, μπορεῖ νά τήν ἔχει ἐντάξει καί στίς δικές του προσευχές. Κι αὐτό σημαίνει ὅτι ἔχει προκληθεῖ καί προκαλεῖται κάθε φορά μέ τήν προσευχή αὐτή νά ζήσει τή μετάνοια, ὡς ἀγώνα ἀποφυγῆς τῶν κακῶν παθῶν: τῆς ἀργίας, τῆς περιεργείας, τῆς φιλαρχίας, τῆς ἀργολογίας, καί ἀποκτήσεως τῶν ἀρετῶν: τῆς σωφροσύνης, τῆς ταπεινοφροσύνης, τῆς ὑπομονῆς καί τῆς ἀγάπης, διά τῶν ὁποίων ζεῖ κανείς τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ. Δέν εἶναι τυχαῖο λοιπόν πού ὁ ὑμνογράφος του ἅγιος Θεοφάνης ἀφενός τόν προβάλλει ὡς κήρυκα τῆς μετανοίας, ἀφετέρου ὡς «θεῖον κρατῆρα τῆς κατανύξεως». Ὅπως τονίζει τό κοντάκιο καί ὁ οἶκος τοῦ κοντακίου μάλιστα «ἐν τοῖς λόγοις καί ἔργοις σου ραθύμους ἐγείρεις πρός μετάνοιαν» (μέ τά λόγια καί μέ τά ἔργα σου ξυπνᾶς ὅλους γιά νά μετανοήσουν).  

Τά δάκρυα τῆς κατανύξεως ἀποτελοῦσαν τό κύριο στοιχεῖο τῆς ζωῆς τοῦ ὁσίου, ὅπως καί δάκρυα κατανύξεως προκαλοῦσαν καί προκαλοῦν τά συγγράμματα πού ἔγραψε. Κατά τόν ἅγιο Θεοφάνη «ἀμέμπτως ἤνυσας τόν βίον δάκρυσι σεαυτόν ἀποπλύνας» (Πέρασες τή ζωή σου μέ ἄμεμπτο τρόπο, ἀφοῦ ξέπλυνες τόν ἑαυτό σου μέ τά δάκρυά σου). Ἐκεῖνο πού ἔκανε τόν ὅσιο νά ζεῖ μέ δάκρυα καί νά ἔχει τήν κατάνυξη κυριολεκτικά σύνοικο τῆς ζωῆς του ἦταν ἡ διαρκής μνήμη τοῦ θανάτου καί τῆς κρίσεως πού τόν ἀκολουθεῖ. Πράγματι, ὅποιος ἐνθυμεῖται τόν θάνατό του μέ ἐπίγνωση, ὅποιος ἔχει τή μνήμη ὅτι ἀκολουθεῖ ἡ κρίση, ἐκεῖνος εἶναι πού φτάνει σέ μεγάλα ὕψη ἁγιότητας, διότι ἔχει διαρκή ἀφορμή στό νά μή ἁμαρτάνει. Ὅπως τό λέει καί ἡ Γραφή: «Μιμνῄσκου τά ἔσχατά σου καί οὐ μή ἁμάρτῃς εἰς τόν αἰῶνα» (Θυμήσου τό τέλος τῆς ζωῆς σου καί δέν θά ἁμαρτήσεις ποτέ).

Κι ἀσφαλῶς ὁ ὅσιος δέν ζοῦσε σέ μία φοβική, δηλαδή ἀρρωστημένη, ἀτμόσφαιρα. Ὁ φόβος τῆς κρίσεως δέν λειτουργοῦσε γι’ αὐτόν ὡς μία πνευματική τρομοκρατία, ἡ ὁποία ἀλλοιώνει ἀρνητικά τήν ψυχή, ἀλλά καί τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ φόβος αὐτός ἦταν καρπός τῆς ἀγάπης του πρός τόν Κύριο, μή τυχόν δηλαδή ἐκπέσει ἀπό τήν ἀγκαλιά Του, μήπως χάσει τή χάρη Του. «Πληγώθηκες ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Παντοκράτορος Κυρίου, γι’ αὐτό καί πέρασες ὅλη τή ζωή σου μέ θρήνους, ὅσιε, φωνάζοντας μέ ἔκπληξη: πάρε μου πίσω, Σωτήρα, τά κύματα τῆς χάρης Σου, κρατώντας την γιά μένα πλούσια, κατά τή μέλλουσα ζωή». Ζητοῦσε ὁ ὅσιος νά μήν ἔχει τόσο μεγάλη χάρη στή ζωή αὐτή, μή τυχόν συμβεῖ καί μειωθεῖ αὐτή κατά τή μέλλουσα ζωή. Τό κύριο γνώρισμα τῆς ζωῆς του δηλαδή ἦταν ὁ βαθύς ἔρωτάς του πρός τόν Κύριο. Αὐτός ὁ ἔρωτας τόν ἔκανε νά δακρυρροεῖ διαρκῶς καί νά ζεῖ πάντοτε μέ τήν προσμονή τῆς συναντήσεώς του μέ τόν Κύριο.

Καί δέν πρέπει νά ἀφήσουμε κατά μέρος ἐκεῖνο πού ἔκανε τόν ὅσιο νά ζεῖ μέ καρδιακό πένθος καί μετάνοια, προκειμένου νά εἶναι στήν ἀγάπη τοῦ Κυρίου∙ τήν ἐγκράτεια. Ὁ ὅσιος ζοῦσε μέ ἀδιάκοπη ἐγκράτεια – τήν προϋπόθεση τῆς ἀγάπης πρός τόν Θεό καί τῆς χαρισματικῆς κατανύξεως – κάτι πού ὁ ὑμνογράφος ἐπισημαίνει στόν οἶκο τοῦ κοντακίου καί πάλι, μέ ἕνα συγκεκριμένο περιστατικό. «Θέλοντας νά ἀκολουθεῖς τά ἴχνη τοῦ δρόμου τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, ἔφυγες ἐσύ μόνος σου ἀπό τόν κόσμο καί κατοίκησες στήν ἔρημο. Βλέποντας λοιπόν ὁ ἐχθρός διάβολος ἐσένα τόν δίκαιο νά ζεῖς ἔτσι, ξεσήκωσε μία πολύ ἀναιδή γυναίκα τοῦ δρόμου, νομίζοντας ὅτι θά καταβάλει τήν ἀνδρεία σου μέ τό ἀρχαῖο ὅπλο, δηλαδή τή λαγνεία, καί θά μολύνει τήν ἁγνότητά σου». Τό περιστατικό δηλαδή εἶναι γνωστό: ὁ ἐχθρός διάβολος ἔβαλε στή σκέψη μίας πόρνης γυναίκας νά παρασύρει τόν ὅσιο. Πῆγε λοιπόν καί τοῦ ἔκανε ἀνήθικες προτάσεις. Κι ἐκεῖνος, μή πτοούμενος, μᾶλλον λυπούμενος βαθιά γιά τήν κατάντια της, τήν πῆρε καί τήν ὁδήγησε στό μέσο μίας πλατείας, κι ἐκεῖ τήν προέτρεψε νά τοῦ πεῖ τί ἀκριβῶς θέλει νά κάνει. Κι ἐκείνη ἐκφράζοντας τήν ἀπορία της ὅτι αὐτά δέν γίνονται στό μέσο τοῦ δρόμου, ἄκουσε τόν λόγο του: Πῶς λοιπόν νά κάνω κάτι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἐσύ ντρέπεσαι νά τό κάνεις μπροστά στούς ἀνθρώπους; Ἀμέσως τό μυαλό μας πηγαίνει ἐδῶ στόν ἅγιο Ἰωσήφ τόν πάγκαλο, τόν γιό τοῦ Ἰακώβ, πού προκαλούμενος παρομοίως ἀπό τή γυναίκα τοῦ ἀφεντικοῦ του στήν Αἴγυπτο, εἶπε τά ἴδια λόγια: «Πῶς ποιήσω τό ρῆμα τοῦτο τό γεγονός καί ἁμαρτήσομαι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ μου;»

Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2025

Η ΕΓΝΟΙΑ ΚΑΙ Η ΞΑΓΡΥΠΝΙΑ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ

«Ἐντολαῖς τοῦ Δεσπότου ἐπαγρυπνῶν, ἐφ’ ὁμοίοις τε τρόποις παῖδας τούς σούς ρυθμίζων, μακάριε Ξενοφῶν, καί τήν σύζυγον, σύν αὐτοῖς τά ἄνω κληροῦσαι βασίλεια, πειρασμῶν παντοίων λιπών τό κλυδώνιον˙ ὅθεν εὐφημοῦμεν εὐσεβῶς ὑμᾶς πάντας καί πόθῳ γεραίρομεν καί πιστῶς ἀνακράζομεν˙ Θεοφόροι πανόλβιοι, πρεσβεύσατε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ τήν ἁγίαν μνήμην ὑμῶν» (κάθισμα όρθρου).

(Ξαγρυπνώντας στις εντολές του Δεσπότου Χριστού και ρυθμίζοντας τα παιδιά σου και τη σύζυγό σου στον ίδιο τρόπο ζωής, μακάριε Ξενοφών, μαζί μ’ αυτούς απέκτησες κλήρο στη Βασιλεία του Θεού, αφού άφησες πίσω σου τα κύματα των διαφόρων πειρασμών. Γι’ αυτό και σας υμνολογούμε ευσεβώς όλους σας και σας δοξολογούμε με πόθο και με πίστη φωνάζουμε δυνατά: Θεοφόροι μακάριοι, πρεσβεύσατε στον Χριστό τον Θεό μας, να δωρίσει σ’ εμάς που εορτάζουμε με πόθο την αγία μνήμη σας την άφεση των αμαρτιών μας).

Πλούσιος με μεγάλη περιουσία ο όσιος Ξενοφών ζούσε με πίστη στον Θεό μαζί με την οικογένειά του στην Κωνσταντινούπολη. Κι είναι από τους ανθρώπους που έδειξαν ότι ναι μεν είναι πολύ δύσκολη η είσοδος στη Βασιλεία του Θεού όταν κανείς έχει μεγάλη περιουσία, κατά τον λόγο του Κυρίου: «πόσο δύσκολα οι πλούσιοι θα εισέλθουν στη Βασιλεία του Θεού. Πιο εύκολο είναι ένα καραβόσχοινο να περάσει από την τρύπα μιας βελόνας, παρά ένας πλούσιος να μπει στη Βασιλεία του Θεού», δεν είναι όμως τούτο τελικώς ακατόρθωτο. Διότι το θέμα δεν είναι το έχειν και το βιος του ανθρώπου, αλλά ο τρόπος που διαχειρίζεται αυτό. Κι ο όσιός μας διαχειρίστηκε την περιουσία του κατά τρόπο όντως θεάρεστο: κάλυπτε βεβαίως τις ανάγκες της οικογενείας του, αλλά παράλληλα με πόθο καρδιάς κάλυπτε και τις ανάγκες των φτωχών συνανθρώπων του, όπως και εκείνων που έβλεπε πλούσια τη χάρη του Θεού σ’ αυτούς: των πτωχών καλογέρων που έφθαναν στην Κωνσταντινούπολη. Ο κάθε καλόγερος έβρισκε κατάλυμα στη φιλόξενη κατοικία του, όπως και ο οποιοσδήποτε αναγκεμένος, δείχνοντας έτσι ο Ξενοφών ότι βρίσκεται στον κόσμο ως ένας δεύτερος Αβραάμ.

Κι ο άγιος υμνογράφος Θεοφάνης μάς επισημαίνει με τον πιο καθαρό τρόπο τι συνιστούσε αγία βιοτή του Ξενοφώντα και κατ’ επέκταση και όλης της οικογενείας του: ο αγώνας του να βρίσκεται πάνω στις εντολές του Κυρίου Ιησού Χριστού. Κι είναι σημαντική η παρατήρηση του υμνογράφου: όχι απλώς είχε την έγνοια να πορεύεται κατά τις εντολές, αλλά ξαγρυπνούσε πάνω σ’ αυτές, που σημαίνει ότι αυτή ήταν η προτεραιότητά του νυχθημερόν. Ξεκινώντας η ημέρα του αλλά και κλείνοντας το βράδυ του ο νους του ήταν προσκολλημένος στον λόγο του Κυρίου, ώστε να τον κάνει πράξη. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλές φορές ο άγιος Θεοφάνης ο υμνογράφος το εξαγγέλλει: «η πράξη είναι το σκαλοπάτι για τη θεωρία», δηλαδή στην κίνηση του ανθρώπου να εφαρμόζει τον λόγο του Θεού ανοίγονται τα μάτια του για να θεάται, να βλέπει την παρουσία Εκείνου στη ζωή του.

Κι ο υμνογράφος προσθέτει: στον τρόπο της ζωής αυτής προσπαθούσε να συντονίσει, να ρυθμίσει και τη σύζυγό του και τα παιδιά του. Όχι ασφαλώς με τρόπο «στανικό», με το ζόρι. Γιατί κάτι τέτοιο θα σήμαινε αυτόματα ότι ξεφεύγει και ο ίδιος από τις εντολές του Κυρίου που επιτάσσουν την ταπείνωση και την αγάπη – η ταπείνωση και η αγάπη τοποθετούν τον άνθρωπο με απόλυτο σεβασμό έναντι του όποιου συνανθρώπου του, ιδίως δε των οικείων και συγγενών του. Αλλά με το παράδειγμά του, χωρίς πολλά ή περιττά λόγια. Φανταζόμαστε τον δίκαιο Ξενοφώντα να ομιλεί με τη σύζυγό του γεμάτος ευγένεια, να παίζει με τα παιδιά του και να τα διαπαιδαγωγεί γεμάτος υπομονή και χιούμορ, να υπηρετεί μαζί τους τους φτωχούς και τους δυσκολεμένους αδελφούς. Γι’ αυτό και γνωρίζουμε ότι λειτουργούσε για την οικογένεια ως μαγνήτης – ήταν το «κεφάλι» που όλοι ήταν στραμμένοι προς αυτό. Γιατί; Διότι έβλεπαν ό,τι πιο καλό και ευχάριστο, όπως όταν βλέπει κανείς τον ίδιο Χριστό παρόντα στη ζωή του. Έτσι δεν γίνεται «αρχηγός» ο πατέρας στην οικογένεια; Αυτή δεν είναι και η ερμηνεία της «κεφαλής» για τη γυναίκα του άνδρα, κατά τον λόγο του αποστόλου Παύλου; Όπως κεφαλή για το σώμα Του την Εκκλησία είναι ο ίδιος ο Κύριος: με τη θυσιαστική αγάπη Του απέναντι σ’ αυτήν!

Ο όσιος Ξενοφών είναι το άμεσο παράδειγμα για το πώς λειτουργεί η χριστιανική οικογένεια και τι σημαίνει «κατ’ οίκον Εκκλησία». Μας δείχνει με τον πιο ανάγλυφο τρόπο τι ήθελε να πει και στις ημέρες μας ο άγιος μέγας Πορφύριος, όταν διαρκώς επεσήμαινε ότι τα προβλήματα των παιδιών στην οικογένεια και στην κοινωνία μας είναι κυρίως προβλήματα των γονέων. Γονιός, έλεγε, που έχει ως προτεραιότητα τον αγιασμό του είναι αυτός που θα έχει και μία ευλογημένη οικογένεια, που τα παιδιά του – ακόμη κι αν αποκλίνουν κάποια στιγμή – θα μεγαλώσουν χωρίς ψυχολογικά προβλήματα και πάντα θα έχουν μπροστά στα μάτια τους ως πολικό αστέρι τον Κύριο!

Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2025

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ

«Ο μέγας Γρηγόριος ο Θεολόγος έζησε επί της βασιλείας του Ουάλεντα. Πατρίδα του επίγεια μεν ήταν η δεύτερη των Καππαδοκών, η Ναζιανζός, (γεννήθηκε περί το 329/30), ουράνια δε, η άνω Ιερουσαλήμ. Γονείς του, ευγενείς και δίκαιοι, ήταν ο Γρηγόριος και η Νόννα. Ο πατέρας του ανήκε για πολύ στην ιουδαιο-ειδωλολατρική αίρεση των Υψισταρίων, την οποία εγκατέλειψε με την επιμονή και τις προσευχές της ευσεβεστάτης γυναίκας του, έγινε μάλιστα και επίσκοπος της πόλεως της Ναζιανζού. Όταν ο υιός Γρηγόριος μεγάλωσε και έλαβε μόρφωση και παιδεία, όπως κανείς άλλος (ως γνωστόν σπούδασε στην Ναζιανζό, στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, όπου γνωρίστηκε με τον άγιο Βασίλειο, στην Καισάρεια της Παλαιστίνης, στην Αλεξάνδρεια και τέλος στην Αθήνα, όπου και δίδαξε  ρητορική) έγινε εξηγητής και διδάσκαλος της ζωής των περί αυτόν. Μεταξύ τούτων τιμά τον Μέγα Βασίλειο, τον πατέρα του Γρηγόριο, τον αδελφό του Καισάριο και την αδελφή του Γοργονία, με επιτάφιους λόγους. Γι’ αυτό και όσοι έγραψαν για τον ίδιο όχι από αλλού, αλλά από τους λόγους του πήραν τις αφορμές για όσα είπαν. Αυτό λοιπόν είναι ανάγκη μόνο να πούμε, ότι εάν έπρεπε να κατασκευαστεί μία εικόνα και στήλη στους ανθρώπους, η οποία να αποτελείται κατά μέρος από όλες τις αρετές, αυτό ήταν ο μέγας Γρηγόριος. Διότι αφού ξεπέρασε όλους τους εναρέτους ανθρώπους με τη λαμπρότητα της ζωής του, τόσο πολύ προχώρησε στη θεωρία, ώστε όλοι να ηττώνται από τη σοφία του, την αποτυπωμένη και στους λόγους και στα δόγματα. Γι’ αυτό και απέκτησε την επωνυμία «Θεολόγος». Έγινε μάλιστα και προεστώς της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως για δώδεκα έτη, μέχρι τη Δευτέρα Οικουμενική Σύνοδο (381). Ήταν δε κατά τον τύπο του σώματος, μέτριος στο ύψος, λίγο ωχρός και ευχάριστος στην όψη, με πλατιά μύτη και σε ευθεία γραμμή τα φρύδια. Ο ένας από τους δύο οφθαλμούς, ο δεξιός, ήταν πιο αυστηρός, από μία ουλή στα βλέφαρα. Τα γένια του δεν ήταν πολύ μακριά, αλλά αρκετά πυκνά, ήταν φαλακρός, λευκότριχος, με τα άκρα της γενειάδας όμως γκριζωπά. Τελείται δε η σύναξή του στην αγιότατη μεγάλη Εκκλησία και στο Μαρτύριο της Αγίας Αναστασίας στα έμβολα του Δομνίκου, και στην Εκκλησία των Μεγάλων Αποστόλων, όπου ο φιλόχριστος και πανευσεβής βασιλιάς μας Κωνσταντίνος ο πορφυρογέννητος, αφού έφερε το τίμιο λείψανό του από τη Ναζιανζό της Καππαδοκίας, το κατέθεσε εκεί».

Και οι δύο υμνογράφοι του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, ο άγιος Θεοφάνης και ο άγιος Κοσμάς ο Μαϊουμά, κυριολεκτικά δεν φείδονται επαίνων και εγκωμίων, προκειμένου να τονίσουν την υψηλότατη κορυφή της θεολογίας, τον άγιο Γρηγόριο. Δεν είναι μόνο ότι τον χαρακτηρίζουν, εκφράζοντας τη συνολική θέση της Εκκλησίας μας, ως «Πατέρα Πατέρων και Ποιμένα Ποιμένων και δόξαν Πιστών και φωστήρα Ιερέων και οικουμένης το κλέος», αλλά ακόμη, επιμένοντας στη θεολογική συμβολή του, τον  ονομάζουν «Θεολόγον τον δεύτερον και μύστην της θείας ελλάμψεως», «τον δεύτερον Επιστήθιον, τον του Λόγου αυτόπτην, τοις δόγμασι γενόμενον» (αυτόν που έγινε με τα δόγματά του δεύτερος επιστήθιος φίλος του Χριστού, σαν τον Ιωάννη τον αυτόπτη του Λόγου),  «Τριαδικόν Θεολόγον», «Θεολογίας Θεολόγον» (ωδή γ΄) – είναι ο δεύτερος μετά τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο συνεπώς που τιμήθηκε από την Εκκλησία με τον τίτλο του Θεολόγου.  Ο άγιος Γρηγόριος υπήρξε πράγματι, μοναδικός αυτός, ο Θεολόγος της ίδιας της Θεολογίας. Κατά τον μακαριστό καθηγητή της Πατρολογίας Σ. Παπαδόπουλο «ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο Ναζιανζηνός, είναι ο επιφανέστερος, ο «άριστος» θεολόγος της Εκκλησίας μετά τον Ευαγγελιστή Ιωάννη. Το θεολογικό του βάθος και η έντονη ποιητικότητα στο έργο του τον ύψωσαν σε πρότυπο μοναδικού κάλλους και λάμψεως». Γι’ αυτό για την Εκκλησία μας ο άγιος Γρηγόριος τελικώς είναι το δώρο του Θεού σ’ αυτήν την ίδια: «Ο άναρχος Θεός Λόγος, μακάριε, σε χαρίζει σαν δώρο στην Εκκλησία, σαν σε Μητέρα, αφού χαρίτωσε τον νου σου με λόγο και σοφία».

Παραξενεύει το γεγονός ότι και οι δύο υμνογράφοι στους κανόνες τους για τον άγιο Γρηγόριο δεν κάνουν καθόλου μνεία της σχέσεώς του για παράδειγμα με τον άλλο μεγάλο φωστήρα της Εκκλησίας, τον άγιο Βασίλειο - σε άλλη περίπτωση αυτό θα προβαλλόταν ως καίριο στοιχείο της μεγαλωσύνης ενός αγίου. Η μόνη εξήγηση που μπορεί να δοθεί είναι ότι έχουν μείνει έκθαμβοι μπρος στη θεολογική δεινότητα του αγίου Γρηγορίου, τον ιδιαίτερο φωτισμό που δέχτηκε από τον Θεό, ώστε ως θεόπτης να μπορεί να εκφράσει και την εμπειρία της θέας και της αλήθειας του Θεού. Είναι ίσως μία έμμεση αναφορά τους ότι εκείνος που είναι τόσο φίλος με τον ίδιο τον Κύριο, που διείσδυσε τόσο πολύ στα της Τριαδικής Θεότητος, δεν έχει ανάγκη άλλων «εξωτερικών» βοηθημάτων, για να κατανοηθεί η μεγαλωσύνη του. «Μπόρεσες και χώρεσες μέσα σου τους θείους φωτισμούς, γι’ αυτό και μας φώτισες έντονα, Γρηγόριε, ώστε να σεβόμαστε τον ένα Θεό σε τρία πρόσωπα». Η είσδυση του αγίου μέσα στο φως της τρισηλίου θεότητος, ώστε με τη λάμψη αυτής να φωτίζει και τους πιστούς, γίνεται αγαπημένο κεντρικό θέμα των ύμνων των κανόνων. Κι αυτό όχι τυχαία: ο ίδιος ο άγιος Γρηγόριος στον 28ο ιδιαιτέρως λόγο του μιλάει προσωπικά και εμπειρικά για ό,τι έπαθε: «Τι είναι αυτό που έπαθα, φίλοι και μύστες και συνεραστές της αλήθειας; Έτρεχα για να κατανοήσω τον Θεό και έτσι ανέβηκα στο όρος (την θεολογία) και πέρασα μέσα από τη νεφέλη και βρέθηκα μέσα…Όταν δε κοίταξα, μόλις και είδα τα οπίσθια του Θεού…και εκεί έσκυψα». Οι υμνογράφοι λοιπόν ακολουθώντας πιστά τα λόγια του ίδιου του αγίου επισημαίνουν την ίδια πραγματικότητα: «Ανέβηκες στο όρος της θεολογίας, οδηγούμενος στη μύηση των θείων, θεοφάντορ Γρηγόριε. Κι αφού μπήκες μέσα στο μυστήριο του φωτός του Θεού, δέχτηκες την θεοτύπωτη νομοθεσία, γραμμένη ως ομοούσια Τριάδα».

Ο άγιος Γρηγόριος είχε συνεπώς την αίσθηση ότι κινείται σαν τον Μωυσή στην Παλαιά Διαθήκη. Όπως εκείνος πήρε τον γραπτό Νόμο του Θεού, τις δέκα εντολές στο όρος Σινά, έτσι κι ο ίδιος, κατά νοερό τρόπο, εν Πνεύματι, γίνεται ένας νέος Μωυσής, που φωτίζεται σαν σε νέο Σινά, για να γνωρίσει την αλήθεια της ομοουσίου Τριάδος, και αυτήν την αλήθεια έπειτα και να εξαγγείλει. Ο ύμνος του αγίου Θεοφάνους στην ε΄ ωδή είναι σαφέστατος και επ’ αυτού: «Κατά τρόπο γνωστό πόθησες και συ, όπως παλιά ο Μωυσής, να δεις τον αιώνιο Θεό. Και αξιώθηκες να δεις τα «οπίσθια» αυτού, δηλαδή όχι την ουσία αλλά την ενέργειά Του, αφού είχες το κάλυμμα του Χριστού, που είναι η πέτρα, και μυήθηκες έτσι στο πέλαγος της θείας ουσίας, το οποίο φανερώνεται κατά τρόπο ακατάληπτο». Ο άγιος Γρηγόριος λοιπόν, δείχνοντας και την ουσία  της αληθινής θεολογίας, δηλαδή ότι πρόκειται περί εκφράσεως της αλήθειας του Θεού, την οποία όμως ζει εμπειρικά και θεοπτικά, ήταν μυημένος στα της Τριαδικής Θεότητος – «μύστης της τρισυποστάτου Μοναρχίας και Θεότητος της εν Τριάδι» - γι’ αυτό και δίδαξε «ίσον τον Λόγον και το άγιον Πνεύμα με τον Θεό Πατέρα, ως προς την αγαθότητα και τη βασιλική εξουσία, γνωρίζοντας ο άγιος ότι η ταυτότητα και η ένωση μεταξύ τους των θείων προσώπων είναι ουσιαστική και φυσική».

Ο τονισμός της ισότητας του αγίου Πνεύματος και του Υιού και Λόγου του Θεού με τον Θεό Πατέρα (κάτι που διατυπώθηκε επισήμως στη Β΄ Οικουμενική Σύνοδο, η οποία συμπλήρωσε με πέντε ακόμη άρθρα τα επτά πρώτα  του Συμβόλου της Πίστεως, εξ ου και Σύμβολο Νικαίας (από την Α΄ Σύνοδο) – Κωνσταντινουπόλεως (από την Β΄ Σύνοδο) ονομάζεται) δεν ήταν βεβαίως μία αυθαιρεσία του αγίου Γρηγορίου. Φωτίστηκε όπως είπαμε από τον ίδιο τον Θεό, διείσδυσε στα της Θεότητας εν Πνεύματι, ακολουθώντας την ίδια την Αγία Γραφή και τους προγενεστέρους Πατέρες της Εκκλησίας, γι’ αυτό και ο ίδιος λέει ότι «σκεπάστηκε από την πέτρα, δηλαδή τον Χριστό». Με άλλα λόγια ο άγιος Γρηγόριος προέκτεινε ό,τι η Εκκλησία μέχρι εκείνη την ώρα είχε διατυπώσει, με την έννοια ότι γνώρισε πιο βαθιά, με φωτισμό Θεού, αυτό που  η Εκκλησία είχε διατυπώσει μέχρι την εποχή του. Και το γεγονός ότι η Εκκλησία αποδέχτηκε Συνοδικά αυτό που εκείνος κατεξοχήν εξήγγελλε, απέδειξε την αλήθεια της θεοπτίας και εμπειρίας του. Μη ξεχνάμε ότι τελικό κριτήριο για ό,τι μπορεί να διατυπώσει ακόμη και ένας μεγάλος άγιος είναι η ίδια η Εκκλησία, όταν μάλιστα αυτή εκφράζεται διά του στόματός της, της Οικουμενικής Συνόδου.

Ο άγιος Γρηγόριος βεβαίως αναφέρεται και στις προϋποθέσεις της Θεολογίας. Θεολογεί για την θεολογία, λέγοντας ότι αυτή δεν είναι θέμα των αμυήτων και επιπολαίων. Απαιτεί «σχολάσαι και γνώναι Θεόν», να αφιερωθεί κανείς στον Θεό και να Τον γνωρίσει, προϋποθέτει δε η γνώση αυτή κάθαρση καρδιάς, για να υπάρξει ο φωτισμός. Κι αυτή η κάθαρση πραγματοποιείται στον βαθμό που ο πιστός τηρεί τις εντολές του Θεού. Είναι κλασικό μάλιστα το χωρίο του περί της θεολογίας και του αληθινού θεολόγου: «Θέλεις να γίνεις κάποτε θεολόγος και άξιος της θεότητας; Τας εντολάς φύλαττε, διά των προσταγμάτων όδευσον: φύλαγε τις εντολές του Θεού, περπάτα πάνω στα προστάγματα Εκείνου. Πράξις γαρ επίβασις θεωρίας: η πράξη είναι το σκαλοπάτι για τη θεωρία». Ότι οι άγιοι υμνογράφοι καταγράφουν και αυτήν την αλήθεια στους κανόνες τους για τον άγιο είναι περιττό και να πούμε. Ο άγιος Θεοφάνης επισημαίνει μεταξύ άλλων: «Κάνοντας τον νου σου ηγεμόνα, κυριάρχησες στα πάθη της σαρκός. Κι έτσι μπόρεσες και χώρεσες τους θείους φωτισμούς».

Μακρηγορούμε, αλλά δεν μπορούμε να μην αναφέρουμε ότι ο άγιος μάς έμαθε και πώς να βλέπουμε και να μελετούμε και την αγία Γραφή: όχι ως ένα κοινό βιβλίο, όχι ως κείμενο που απαιτεί είτε τη μία μέθοδο προσέγγισης: την ιστορικογραμματική, είτε την άλλη: την αλληγορική. Ο άγιος φανερώνει: την αγία Γραφή την προσεγγίζουμε αγιοπνευματικά, δηλαδή με φωτισμό Θεού, κατά την αναλογία όπως είπαμε της καθάρσεως της καρδιάς. Τότε ξεπερνάμε το γράμμα, την επιφάνεια της Γραφής και οδηγούμαστε στο «απόθετον κάλλος», την κρυμμένη ομορφιά, εκεί που αποκαλύπτεται το ίδιο το Πνεύμα του Θεού. Κατά πώς το λέει και ο άγιος Κοσμάς ο ποιητής: «Ο το ευτελές ένδυμα του νομικού περιρρήξας γράμματος και το εν αυτώ θείον κάλλος και μυστικόν των θείων του Πνεύματος ημίν αναπτύξας Γραφών, παμμακάριστε Πάτερ, σε μεγαλύνομεν» (Συ, παμμακάριστε Πατέρα, που έσχισες το επιφανειακό ένδυμα του νομικού γράμματος, τον τρόπο δηλαδή με τον οποίο ερμήνευαν την Γραφή οι Ιουδαίοι, και μας άνοιξες τη θεϊκή και μυστική ομορφιά των θείων Γραφών του Πνεύματος, που κρύβεται στο γράμμα της Γραφής, εσένα δοξάζουμε).

Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2025

ΧΩΡΙΣ ΒΙΑ ΖΩΗ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ!

Καθημερινά πια γινόμαστε μάρτυρες περιστατικών βίας είτε στον χώρο των ενηλίκων είτε δυστυχώς και στον χώρο των ανηλίκων. Δυσανασχετούμε, επαναστατούμε, αγανακτούμε, ψάχνουμε να βρούμε τις αιτίες, επιρρίπτουμε συνήθως τις ευθύνες στην πολιτεία και το κράτος, μας φταίνε συνήθως όλοι και όλα, εκτός «αυτονοήτως» από τον ίδιο τον εαυτό μας! Αλλά εκεί που η είδηση για βία έρχεται με πιο οδυνηρό τρόπο να διαπεράσει ως ξίφος την καρδιά μας είναι στον χώρο των ανηλίκων, όχι μόνο της πρώτης εφηβικής ηλικίας, όπου τα πράγματα εκ των πραγμάτων γίνονται πιο οξυμμένα λόγω των αναταραχών που προξενεί η ίδια αυτή περίοδος της εφηβείας και σωματικά και ψυχολογικά, αλλά και ακόμη πιο κάτω: στα μικρά παιδιά του Δημοτικού Σχολείου, σ’ αυτά που τα βλέπεις και σου ανοίγει η ψυχή, γιατί διακρίνεις τη χάρη που έχει κατά φυσικό τρόπο η άδολη αυτή ηλικία.

Κι όμως! Ακόμη και σ’ αυτά πια ή σε κάποια από αυτά βλέπεις συχνά μία ένταση, ένα πάθος και μία οργή που σε ξαφνιάζει, που σε σοκάρει, γιατί δεν το περιμένεις – κινείσαι ακόμη με τα δεδομένα ίσως παλαιότερων, πιο «ειδυλλιακών» θεωρούμενων εποχών! Οι λέξεις: συμμορία, bulling, περιθωριοποίηση, γρονθοκοπήματα, ακόμη και «μαχαίρια» είναι σε ημερήσια διάταξη. Σχεδόν δεν υπάρχει δελτίο ειδήσεων στην τηλεόραση ή στο ραδιόφωνο που να μην περιλαμβάνει τέτοιου περιεχομένου ρεπορτάζ, τα οποία συνήθως συνοδεύονται και από ανάλογα βίντεο που έχουν τραβηχτεί από άλλα παιδιά που παρακολουθούσαν(;) τις «μάχες»!

Δεν θα έπρεπε όμως τελικά να απορούμε και να χαρακτηρίζουμε παράδοξα τα γεγονότα αυτά. Διότι τα παιδιά και οι νέοι μας πορεύονται συνήθως κατά αντιστοιχία με τον χώρο των μεγάλων. Τι εικόνα ζωής δίνουμε σ’ αυτά οι μεγαλύτεροι στην ηλικία; Την εικόνα ενός συνεχούς πολέμου που τον χαρακτηρίζει η σφοδρή επιθυμία της κυριαρχίας του ενός πάνω στον άλλον και που τον διαπιστώνουμε και μέσα στην οικογένεια και μέσα στους επαγγελματικούς χώρους, αλλά και σε διεθνές επίπεδο στις σχέσεις μεταξύ των χωρών. Πόλεμοι, πόλεμοι, πόλεμοι, απ’ άκρου σε άκρο σχεδόν του πλανήτη μας, με αμείωτη ένταση και με κλιμακούμενη προς τα πάνω σκληρότητα. Και μόλις πάει κάπου να σταματήσει η οδύνη του ενός πολέμου, ευθύς ήδη έχει ξεκινήσει ένας άλλος κάπου αλλού! Και όπως είπαμε: και μέσα στην οικογένεια! Σύζυγοι και σύντροφοι που διαπληκτίζονται, τις περισσότερες φορές μπροστά στα παιδιά τους, εξαγριωμένα πρόσωπα που είναι έτοιμα να κατασπαραχτούν μεταξύ τους, ο πόθος να επιβληθεί ο καθένας στον άλλον – η πιο ισχυρή «παιδαγωγική» για ανάλογη δράση και του παιδιού. Και πράγματι, ό,τι συμβαίνει και διαδραματίζεται στην οικογένεια, ό,τι ακούγεται και λέγεται αυτό και επαναλαμβάνεται από τα παιδιά, τα παιδιά με τις καταπληγωμένες βεβαίως ψυχές που μαθαίνουν από πρώτο χέρι ότι η επιβολή επί του άλλου, του «αντιπάλου», είναι ο μόνος δρόμος για να πορευτεί κανείς στη ζωή του.

Κι ασφαλώς δεν είναι έτσι σε όλες τις οικογένειες. Σε πολλές ή αρκετές όμως είναι, κι αυτό προβαλλόμενο και επαναλαμβανόμενο από τα Μ.Μ.Ε. καθίσταται σχεδόν «κανονικότητα», γίνεται αποδεκτό ως κατάσταση που εντάσσεται στη ζωή μας, λοιπόν δεν θέλει και πολύ για να «σπρώχνει» κυρίως τα παιδιά προς τη συγκεκριμένη αυτή πλευρά αντιμετώπισης των προβλημάτων της ζωής. «Η βία γεννάει τη βία» λέει ένα γνωμικό και όχι άστοχα. Κι ακόμη: ό,τι συνηθίζει κανείς – κι έχει γίνει συνήθειο πια η βία! – καθίσταται δεύτερη φύση του, γίνεται το έτερο εγώ, ο άλλος εαυτός, η βία όπως είπαμε ως «κανονικός» τρόπος ζωής!

Η αιτία της όλης αυτής τραγικότητας είναι προφανής. Είναι η κυριαρχία της αμαρτίας, η κυριαρχία δηλαδή του εγωισμού που κάνει τον άνθρωπο, τον «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού» δημιουργημένο, αντί να λειτουργεί με τον φυσικό τρόπο που ζει ο Πατέρας του Θεός, με την αγάπη δηλαδή αφού «ο Θεός είναι αγάπη», να κινείται διεστραμμένα με τη νοσηρή αγάπη που έχει κέντρο μόνο τον εαυτό του και τα του εαυτού του. Οπότε, πράγματι ό,τι δεν εξυπηρετεί τον άρρωστο εαυτό του θέλει να το κάνει πέρα, να το υποτάξει, να το καταστρέψει. Κι από την άποψη αυτή η θεραπεία είναι μονόδρομος: να μάθει ο άνθρωπος, έμπρακτα όμως με το βίωμά του, να εγκαταλείπει τη νοσηρότητά του για να βρίσκεται εκεί που είναι η υγεία του, ο αληθινός εαυτός του, γεγονός που τον παραπέμπει στο άγιο θέλημα του Θεού. Διότι σ’ αυτό οδηγεί το θέλημα του Θεού: στην υγεία και την αποκατάσταση του ανθρώπου, στην ανάδειξή του στην ομορφιά της απαρχής κτιστότητάς του.

Η εγκατάλειψη όμως της νοσηρότητας που έχει γίνει δεύτερη φύση και «κανονικότητα» δεν είναι κάτι εύκολο. Απαιτεί «αιματηρό» αγώνα, τον αγώνα της απάρνησης του εαυτού και της άρσης ενός σταυρού – ό,τι ο Κύριος προέτρεψε: «Όποιος θέλει να με ακολουθήσει ας απαρνηθεί τον (αμαρτωλό) εαυτό του, ας σηκώνει τον σταυρό του (της υπομονής και της αγάπης) και ας με ακολουθεί». Μόνο με την ταύτιση αυτή προς τον Κύριο ως ακολουθία Του, που αποτελεί και τη μεγαλύτερη δύναμη που υπάρχει γιατί ενισχύεται από την ίδια τη χάρη Εκείνου εν Εκκλησία, ο άνθρωπος καθίσταται ικανός να απεμπλακεί και να αποκολληθεί από την προσκόλληση προς το κακό και το πονηρό.

 Από την άποψη αυτή η ορθή κανονικότητα, η υγεία η πραγματική του ανθρώπου, το να βρίσκεται στη θέση του υιού προς τον Πατέρα του Θεό, προϋποθέτει μία διαρκή και αδιάκοπη βία. Βία ακριβώς προς τον διεστραμμένο εαυτό. Για να αποκτήσει την απλότητα και την ευθύτητά του, να «ισιώσει» για να πορεύεται τις «ευθείες οδούς» του Κυρίου συντονισμένος με Αυτόν. Δεν είναι τυχαίο ότι όλοι οι άγιοί μας θεωρούν ότι το αγωνιστικό αυτό στοιχείο αποτελεί τη βάση του κατά Χριστόν πνευματικού αγώνα, δεν υπάρχει δηλαδή περίπτωση να είναι κανείς χριστιανός χωρίς άσκηση βίας απέναντι στον… εαυτό του! «Η βασιλεία του Θεού βιάζεται» είπε άλλωστε ο Κύριος «και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν». Κάτοικοι του Παραδείσου είναι και θα είναι μόνο… «βιασταί» του είδους αυτού. Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, ο μέγας αυτός ασκητικός διδάσκαλος, εξέφρασε την αλήθεια αυτή με μία φράση: Τι είναι ο μοναχός, αλλά και κάθε χριστιανός; «Βία φύσεως διηνεκής»!

Λοιπόν, όντως: «ζωή χωρίς βία δεν υπάρχει»!

Ο ΑΛΗΘΙΝΟΣ ΑΡΧΗΓΟΣ

«Η αρχή, (η εξουσία), έγινε αιτία υψηλοφροσύνης σ’ έναν Άγγελο· αλλά βεβαίως δεν του δόθηκε η εξουσία για να πέσει στην υψηλοφροσύνη» (Άγιος Ιωάννης Κλίμακος, λόγ. κε΄ 55).

Ένα βαθύ μυστήριο που σχετίζεται όχι πια με τους αγγέλους, αλλά κυρίως μ’ εμάς τους ανθρώπους: η αρχή, η εξουσία. Δωρεά του Θεού στον πρώτο αρχάγγελο καταρχάς, τον εωσφόρο: για να δοξολογεί πληρέστερα τον Θεό, συνεπώς να αυξάνει εν Θεώ, για να καθοδηγεί και τους άλλους αγγέλους, και με προοπτική να βοηθάει αργότερα τα άλλα πλάσματα του Θεού. Κι η δοσμένη αυτή από τον Θεό εξουσία γίνεται στα χέρια του αρχαγγέλου εκείνου από πρόκληση δοξολογίας και διακονίας,  πρόσκομμα και θανατερή πτώση: η ελευθερία του, ελευθερία για διαρκή χαρισματική αύξησή του, μεταποιεί το δώρο σε κατοχή και αλαζονικό λογισμό· σε υψηλοφροσύνη: «δεν είμαι κι εγώ Θεός; Θα στήσω τον θρόνο μου απέναντι στον Ύψιστο»!

«Εθεώρουν τον σατανά ως αστραπήν εκ του ουρανού πεσόντα». Η αποκάλυψη από τον Κύριο της τραγικής στιγμής του εωσφόρου, του πρώτου αγγέλου: η θανατερή και οριστική και αμετάκλητη πτώση του. Ουδέποτε θα επανερχόταν. Μονίμως και αιωνίως σατάν, αντίπαλος δηλαδή του Θεού, δαίμονας, διάβολος, πονηρός, βεελζεβούλ, άρχων του σκότους! Κι αυτό λόγω του ζόφου που περικλείουν αφενός η ελευθερία των λογικών κτισμάτων του Θεού, αφετέρου η θέση της εξουσίας, η αρχή!

Ισχύει το ίδιο και με τον άνθρωπο! Η εξουσία, η αρχή -  επίζηλη για τους πολλούς, μαγνήτης κυριολεκτικά – πρέπει να περικλείει μέσα της κάποιες περίεργες δυνάμεις: σαν να ζαλίζει αυτόν που την κατακτά. Και την ώρα που την κατακτά, κατακτιέται από αυτήν! Πρέπει να εισέρχεται ο «άρχων» πια σ’ ένα είδος περιδίνησης που προκαλεί το έσχατο βάθος της ψυχής του – ενεργοποιούνται όλες οι δυνάμεις και οι… αντοχές του. Και γίνεται έτσι η εξουσία το κριτήριο της ποιότητάς του: του βγάζει ό,τι κυριαρχεί μέσα του· το αγαθό ή το πονηρό. Η εξωτερική εξουσία δηλαδή που ανασύρει ό,τι είναι... εξουσία μέσα στην ψυχή!

Είναι τυχαίο ότι ήδη από την αρχαία εποχή οι φιλόσοφοι Έλληνες το είχαν επισημάνει; «Αρχή άνδρα δείκνυσι»! Η εξουσία φανερώνει τον άνθρωπο. Μπορεί να φαίνεσαι καλός, σεμνός, πειθήνιος και υπάκουος. Ο αληθινός εαυτός σου θα φανεί όμως την ώρα που θα αποκτήσεις κάποιο είδος εξουσίας. Κι εκεί θα φανερωθεί η αλήθεια ή η υποκρισία σου. Μην πας μακριά! Δες τον εαυτό σου την ώρα που… οδηγείς! Εξουσία δεν είναι και η θέση σου στο κάθισμα του οδηγού; Ηγείσαι μίας μηχανής, που έχει πολλές αναμφισβήτητα δυνατότητες. Και τι βλέπεις; Ανάλογα με το μέγεθος της μηχανής αυτής, τον κυβισμό και τη δύναμή της, νιώθεις αντιστοίχως και πιο… σπουδαίος και πιο ηγεμόνας! Στο τιμόνι, έχουν πει, βγαίνει ό,τι πιο πρωτόγονο στον άνθρωπο!

Να φοβάσαι τις θέσεις εξουσίας. Είναι θέσεις για διακονία και υπηρεσία του συνανθρώπου κι όχι για υψηλοφροσύνη. Ο Κύριος το ξεκαθάρισε: «Όποιος θέλει να είναι πρώτος, ας είναι τελευταίος και υπηρέτης των άλλων». Κατά το πρότυπο του Ίδιου: «Ουκ ήλθον διακονηθήναι αλλά διακονήσαι και δούναι την ψυχήν μου λύτρον αντί πολλών». Και: «Εγώ ειμι εν μέσω υμών ως ο διακονών». Βρίσκομαι ανάμεσά σας ως υπηρέτης. (Γιατί) δεν ήρθα να υπηρετηθώ αλλά να υπηρετήσω και να θυσιαστώ για να λυτρωθεί ο κόσμος.

 Πάλεψε λοιπόν για μία τέτοια πρωτιά όταν αποκτάς θέσεις κι εσύ εξουσίας. Γιατί σου δίνουν την ευκαιρία να δεις τον εαυτό σου. Να φτιάξεις τον εαυτό σου. Να γίνεις…, ναι!, Χριστός «εν ετέρα μορφή». Και θέσεις εξουσίας έχουν όχι μόνο οι πολιτικοί ή εκκλησιαστικοί άρχοντες, αλλά σχεδόν όλοι: ο γονιός, ο δάσκαλος, ο κάθε άνθρωπος που είναι υπεύθυνος σ’ ένα τομέα εργασίας. Είναι αξίωμα: όποιος σπεύδει να υπηρετήσει εν αγάπη τους άλλους γίνεται κατά ένα μυστικό τρόπο ο… αρχηγός τους! Ο αληθινός αρχηγός που έχει κατακτήσει την πρώτη θέση στην καρδιά τους! 

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΤΙΜΟΘΕΟΣ, ΜΑΘΗΤΗΣ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΑΥΛΟΥ

«Ο άγιος Τιμόθεος ήταν από την πόλη Λύστρα, από πατέρα ειδωλολάτρη και  μητέρα Ιουδαία, που λεγόταν Ευνίκη. Μαθήτευσε στον απόστολο Παύλο και έγινε συνεργός του και κήρυκας του θείου Ευαγγελίου, οπότε πήγε με τον άγιο Ιωάννη τον ιδιαιτέρως αγαπημένο μαθητή του Κυρίου και κατέστη από τον ίδιο τον απόστολο Παύλο επίσκοπος Εφέσου. Όταν λοιπόν εκβράστηκε ο άγιος Ιωάννης από τη θάλασσα (όπως ιστορεί και στα συγγράμματά του ο Ειρηναίος ο επίσκοπος Λουγδούνων) και πήγε πίσω στην Έφεσο, κι ύστερα οδηγήθηκε στη νήσο Πάτμο από τον βασιλιά Δομετιανό ως εξόριστος, αυτός ο μακάριος Τιμόθεος πήρε τη θέση του στην επισκοπή των Εφεσίων. Κάποτε λοιπόν που οι ειδωλολάτρες, σε κάποια πατροπαράδοτη εορτή τους που ονομαζόταν «Καταγώγιο», στην πόλη των Εφεσίων, κρατούσαν είδωλα στα χέρια τους και έβαζαν κάποια από αυτά σαν προσωπεία πάνω τους και τραγουδούσαν με αυτά και επετίθεντο σε άνδρες και γυναίκες με ληστρικό τρόπο και έκαναν φονικά, ο μακάριος Τιμόθεος δεν άντεξε να βλέπει το άτοπο των ενεργειών τους, αλλά αντιθέτως έλεγχε τη μάταια αυτή πλάνη τους, προτρέποντάς τους να αφήσουν τις αισχρές  πράξεις, οπότε φονεύτηκε από αυτούς, καθώς του επετέθησαν με ρόπαλα. Ύστερα δε το άγιο λείψανό του μετακομίστηκε στην Κωνσταντινούπολη και κατατέθηκε στον ναό των αγίων Αποστόλων, όπου τελείται και η Σύναξή του».

Ο άγιος απόστολος Τιμόθεος θεωρείται ο αγαπημένος μαθητής του αποστόλου Παύλου, τον οποίον ακολουθούσε συχνά στις ιεραποστολικές περιοδείες του και από τον οποίο δέχτηκε και τις δύο γνωστές ομώνυμές του επιστολές της Καινής Διαθήκης, την Α΄ και Β΄ προς Τιμόθεον. Και ως μαθητής του Παύλου, η αναφορά του ήταν προς τον Χριστό - αυτό είναι το γνώρισμα της ορθής μαθητείας στους αποστόλους: να ακολουθούν τα ίχνη του Κυρίου. Διότι οι απόστολοι, ως γνωστόν, δεν είχαν γύρω τους μαθητές-οπαδούς, δεν δημιουργούσαν ένα είδος πνευματικού «γκέτο», αλλά αυτούς που τους ακολουθούσαν τους προσανατόλιζαν αμέσως στον μόνον Σωτήρα των ανθρώπων, τον Ιησού Χριστό. Εκείνον φανέρωναν οι ίδιοι, Εκείνον λοιπόν και «έβλεπαν» οι μαθητές τους. Η υμνολογία της εορτής του αγίου Τιμοθέου  απαρχής, ήδη από τα πρώτα στιχηρά του εσπερινού, το ξεκαθαρίζει: «Θεόφρον Τιμόθεε, ήπιες τον χείμαρρο της ομορφιάς του Θεού και φρονώντας σαν Εκείνον πότισες αυτούς που ποθούν θερμά τη γνώση Του, μιμούμενος τον Χριστό». Ενώ ήταν μαθητής του Παύλου, τον Θεό «έπινε», Εκείνον δίδασκε, τον Χριστό εμιμείτο. Ο απόστολος Παύλος υπήρξε «καταπέλτης» σ’ εκείνους που θέλησαν να αλλοιώσουν την αλήθεια αυτή στην Κόρινθο. Όταν κάποιοι αποπειράθηκαν να ομαδοποιηθούν με κέντρο κάποιους αποστόλους και όχι τον Χριστό, εκείνος αμέσως αντέδρασε με οξύτητα: «Τι είναι ο Πέτρος ή ο Παύλος ή ο Απολλώς; Μήπως αυτοί σταυρώθηκαν για χάρη σας; Του Χριστού είμαστε όλοι και σε Εκείνον ανήκουμε».

Η κλήση του να γίνει χριστιανός και η συγκατάλεξή του μάλιστα στη χορεία των αποστόλων δεν ήταν του Παύλου ή κάποιου άλλου αποστόλου. Μπορεί ο απόστολος Παύλος να ήταν το μέσο της κλήσεώς του, όμως Εκείνος που γοήτευσε την καρδιά του και την έλκυσε προς Αυτόν ήταν ο ίδιος ο Θεός, ο Οποίος «βλέποντας ως προγνώστης και παντογνώστης  την ομορφιά της διανοίας του τον αξίωσε να συλλειτουργεί με τους θείους αποστόλους, Αυτός που με τη σοφή Του πρόνοια φροντίζει για εμάς». Η θέση αυτή του αγίου υμνογράφου Θεοφάνους για τον άγιο Τιμόθεο  συνιστά αποκάλυψη στην ουσία του ίδιου του Χριστού για όλους τους ανθρώπους. «Ουδείς δύναται ελθείν προς με – είπε ο Κύριος – εάν μη ο Πατήρ ο πέμψας με ελκύση αυτόν», κανείς δεν έρχεται προς τον Χριστό, χωρίς να ελκυστεί από τον Θεό Πατέρα. Κανείς με άλλα λόγια δεν γίνεται χριστιανός από μόνος του, άρα κανείς άνθρωπος, όσο σπουδαίο ευαγγελικό έργο και αν επιτελεί, δεν μπορεί να καυχηθεί γι’ αυτό: ούτε για τη δύναμη του κηρύγματός του ούτε για τη μεθοδικότητα και την οργανωτικότητά του. Αυτά είναι απλά μέσα, συνιστούν ίσως το πλαίσιο, δεν είναι όμως ο πυρήνας. Η χάρη του Θεού είναι η ουσία, γι’ αυτό και ο απόστολος Παύλος σε άλλο σημείο των λόγων του φτάνει στο σημείο να λέει, εξαφορμής κάποιων που κήρυσσαν το όνομα του Χριστού από αντιπαλότητα προς τον ίδιο: είτε από καλή διάθεση το κάνουν είτε αντιδραστικά, αυτό που με ενδιαφέρει είναι ότι «Χριστός καταγγέλλεται», ο Χριστός κηρύσσεται.

Η αλήθεια ότι ο Θεός κινεί τα νήματα της κλήσεως τελικώς του ανθρώπου με τη συνέργεια απλώς των ανθρώπων, δεν πρέπει να μας οδηγήσει σε μία υποβάθμιση όμως του ανθρώπινου παράγοντα. Η ισορροπία είναι λεπτή. Αν ο ίδιος ο Κύριος επανέλαβε τον Γραφικό λόγο ότι «δι’ υμάς βλασφημείται το όνομά μου εν τοις έθνεσι», δηλαδή ότι το όνομα του Θεού βλασφημείται από τους απίστους εξαιτίας των θεωρουμένων κακών εκπροσώπων Του, αυτό σημαίνει ότι και ο ανθρώπινος παράγων δεν είναι αμελητέος ως προς το να κερδηθεί ή να χαθεί ο συνάνθρωπος. Γι’ αυτό και έχει τεράστια σημασία να εκφράζεται η ορθή πίστη στον άνθρωπο ως ορθή πράξη. Ο άγιος υμνογράφος στην τρίτη ωδή του κανόνα του για τον άγιο Τιμόθεο επισημαίνει και τη διάσταση αυτή. «Με τη νέκρωση των μελών της σαρκός σου, δηλαδή του αμαρτωλού σου φρονήματος, μακάριε Τιμόθεε,  υπέταξες το χειρότερο στον φωτισμένο από τον Θεό λόγο, δίνοντας την ηγεμονία στο ανώτερο. Και έτσι κυριάρχησες στα πάθη σου και έκανες φαιδρά και λαμπρή  την ψυχή σου, καθώς ρυθμιζόσουν από τα διδάγματα του Παύλου».

Ο απόστολος Παύλος ήταν ο Γέροντας, για να χρησιμοποιήσουμε μεταγενέστερο εκκλησιαστικό όρο, του Τιμοθέου. Εκείνος τον ρύθμιζε, τον καθοδηγούσε για να υπερβεί ο Τιμόθεος τα πάθη του, να καθαρίσει την καρδιά του, να φωτιστεί από τον Θεό, να βρει τον Θεό. Κι αυτό το έκανε μ’ έναν διπλό τρόπο: πρώτα με την αγιασμένη του ζωή: «Ο σταθερός μαθητής του θείου Παύλου, ακολουθεί τα ίχνη του διδασκάλου»∙ έπειτα με τη διδασκαλία του, είτε την προφορική είτε τη γραπτή μέσω των επιστολών του. Οι επιστολές μάλιστα που του έστελνε δεν είχαν χαρακτήρα  τυπικό ή απλώς συναισθηματικό, αλλά ήταν κατά κυριολεξία «ιερουργία του ευαγγελίου». Ο απόστολος παντού και πάντοτε βρισκόταν «κατ’ ενώπιον του Θεού», «πάντα ενεργών εις δόξαν Θεού». «Ιερουργούσε το ευαγγέλιο του Χριστού από το ύψος των αρετών ο θειότατος Παύλος και με χαρά σού έστειλε ως μαθητή του, Τιμόθεε, θεόγραφες επιστολές».  Θα ήταν μεγάλη ευλογία να μελετούσαμε ή να ξαναμελετούσαμε τις επιστολές αυτές του αποστόλου Παύλου. Θα ήταν και πάλι ένας ευαγγελισμός των ψυχών μας.

Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2025

ΟΡΓΗ, ΘΥΜΟΣ

 

«Νυνί δέ ἀπόθεσθε καί ὑμεῖς τά πάντα, ὀργήν, θυμόν...» (Κολ. 3, 8)

Μία σειρά προτροπῶν γιά τό τί δέν πρέπει νά κάνει ὁ χριστιανός ἀκοῦμε στό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα ἀπό τήν πρός Κολασσαεῖς ἐπιστολή τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Μία σειρά ἀπό ῾μή᾽ καί ῾δέν πρέπει᾽, πού ἄν δέν τά δεῖ κανείς μέσα στό πλαίσιο πού τά θέτει ὁ ἀπόστολος, ἀσφαλῶς καί μπορεῖ νά τά παρεξηγήσει. Γιατί συχνά ἀκοῦμε καί διαβάζουμε ὅτι ἡ χριστιανική πίστη δέν ἔχει ῾μή᾽. Δέν εἶναι πορεία ἄρνησης. Εἶναι πολύ περισσότερο θέση, δηλαδή πορεία πρός τά ἐμπρός πάνω στά ἴχνη τοῦ Κυρίου ᾽Ιησοῦ. Καί πράγματι ἔτσι εἶναι: τά ῾μή᾽ καί τά ῾δέν πρέπει᾽ θεωροῦνται ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ἀκολουθίας τοῦ Χριστοῦ.  Ὅταν πορεύομαι μαζί μέ τόν Χριστό πάνω στόν δρόμο πού εἶναι ἡ ζωή Του, κατ᾽ ἀνάγκην θά ἀπαμακρυνθῶ ἀπό ὅ,τι εἶναι ἀλλότριο τῆς ζωῆς αὐτῆς. «Οὐδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν». Λοιπόν, βγάλτε καί πετάξτε ἀπό πάνω σας κι ἐσεῖς, σάν ἀκάθαρτο ἔνδυμα, ὅλα τά κακά: τήν ὀργή, τόν θυμό... «Νυνί δέ ἀπόθεσθε καί ὑμεῖς τά πάντα, ὀργήν, θυμόν...».

1. Ποιό εἶναι τό πλαίσιο τῆς ζωῆς τοῦ χριστιανοῦ, μέσα στό ὁποῖο, κατά τόν ἀπόστολο, δέν μπορεῖ νά χωράει ὁποιαδήποτε κακία, μέ πρῶτα τήν ὀργή καί τόν θυμό; Μᾶς τό λέει ὁ ἀπόστολος καί στή συγκεκριμένη ἐπιστολή του ἀλλά καί στίς ἄλλες, δείγμα τοῦ πόσο θεμελιακό θεωρεῖται τοῦτο γιά τόν πιστό: ὁ ἄνθρωπος ἀφότου ἔγινε χριστιανός διά τοῦ βαπτίσματος, ντύθηκε τόν Χριστό – «ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε» - ἔγινε δηλαδή Χριστός καί ὁ ἴδιος , «ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ» μία ἄλλη δική Του παρουσία στόν κόσμο· συνεπῶς ἐνσωματωμένος στόν Χριστό καλεῖται νά ἐπιβεβαιώνει κάθε στιγμή τή ζωή ᾽Εκείνου. «᾽Απεθάνετε γάρ», εἶπε στούς Κολασσαεῖς μόλις πρίν τούς δώσει τίς ῾κανονιστικές᾽ ἀρνητικές ἐντολές, «καί ἡ ζωή ὑμῶν κέκρυπται σύν τῷ Χριστῷ ἐν τῷ Θεῷ». Δηλαδή: Μέ τό ἅγιο βάπτισμα πεθάνατε μυστηριακά μαζί μέ τά παλαιά καί γήινα φρονήματά σας. Καί ἡ θεία χάρη σᾶς ἔδωσε νέα ζωή, ἡ ὁποία εἶναι κρυμμένη μαζί μέ τόν Χριστό μέσα στούς κόλπους τοῦ Θεοῦ. Καί παρακάτω: τούς τονίζει νά μή λένε ψέματα μεταξύ τους, γιατί ξεντύθηκαν τόν παλαιό ἄνθρωπο τῆς ἁμαρτίας καί ντύθηκαν τόν καινούργιο πού συνεχῶς ἀνανεώνεται κατ᾽ εἰκόνα τοῦ Δημιουργοῦ Χριστοῦ. «Μή ψεύδεσθε εἰς ἀλλήλους, ἀπεκδυσάμενοι τόν παλαιόν ἄνθρωπον σύν ταῖς πράξεσιν αὐτοῦ καί ἐνδυσάμενοι τόν νέον τόν ἀνακαινούμενον εἰς ἐπίγνωσιν κατ᾽ εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτόν». ῾Ως ῾ἄλλος Χριστός᾽ λοιπόν ὁ χριστιανός μετά τό βάπτισμά του δέν μπορεῖ νά ἐπανέρχεται στήν προ-χριστιανική ἐποχή του, νά ζεῖ δηλαδή μέ κακία, μέ ὀργή καί θυμό.

2. Ἡ χαρισματική αὐτή πραγματικότητα: νά εἶναι κανείς μέλος Χριστοῦ, ἡ ὁποία συνιστᾶ ὅ,τι πιό καίριο καί οὐσιαστικό στήν πίστη μας, εἶναι κρυμμένη ἀπό τούς σωματικούς ὀφθαλμούς, μᾶς λέει ὁ ἀπόστολος. Βιώνεται ἐσωτερικά στό βάθος τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου – «ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ὑμῶν ἐστι» λέει ὁ Κύριος – γι᾽ αὐτό καί ὁ ἐν αἰσθήσει χριστιανός ἀφενός εἶναι στραμμένος πρός τόν ἐσωτερικό του κόσμο γιά τήν εὕρεση καί τή βίωση τοῦ θησαυροῦ αὐτοῦ,  ἀφετέρου προσδοκᾶ  τήν ἔλευση τοῦ Κυρίου ᾽Ιησοῦ στή Δευτέρα Του Παρουσία προκειμένου τότε μαζί μέ ᾽Εκεῖνον νά φανερωθεῖ καί ὁ ἴδιος ὡς μέλος Του  ἐν δόξῃ. «῞Οταν ὁ Χριστός φανερωθῇ, ἡ ζωή ὑμῶν, τότε καί ὑμεῖς σύν αὐτῷ φανερωθήσεσθε ἐν δόξῃ».

Μέχρι τότε ὅμως, παρ᾽ ὅλη τήν κεκρυμμένη δόξα τῆς χάρης ἀπό τόν ἐνδεδυμένο ἀπό αὐτόν Χριστό, βρίσκεται ὁ πιστός στόν κόσμο τοῦτο  ὅπως ὁ Κύριος στήν πρώτη Του παρουσία: ταπεινός καί ἄδοξος ἐξωτερικά,  μέ θλίψεις καί δοκιμασίες, ἀλλά καί μέ ἀγώνα νά ἐνεργοποιεῖ τή δοσμένη σ᾽ αὐτόν χάρη τοῦ βαπτίσματος, ἡ ὁποία κινδυνεύει ἀνά πᾶσα στιγμή νά ἀπολεσθεῖ, ἄν δέν προσέξει καί χαλαρώσει τόν πνευματικό του ἀγώνα. ῾Ο πονηρός καιροφυλακτεῖ, ὡς γνωστόν, «ὡς λέων ὠρυόμενος», νά διαρπάσει αὐτό πού ἀνήκει στόν Κύριο, τόν ἄνθρωπο, γι᾽ αὐτό καί δέν χωρεῖ στήν πορεία τοῦ χριστιανοῦ χαλάρωση καί λησμοσύνη.

3. Μακριά λοιπόν – φωνάζει ὁ ἀπόστολος - ἀπό κάθε κακία, καί μάλιστα τήν ὀργή καί τόν θυμό. Εἴμαστε ντυμένοι τόν Χριστό, συνιστοῦμε μέλη Του, εἴμαστε προορισμένοι νά μετάσχουμε στήν πληρότητα τῆς δόξας τῆς Βασιλείας Του, γι᾽ αὐτό δέν πρέπει νά ἐπανερχόμαστε στά πρό Χριστοῦ πάθη μας. ᾽Επικεντρώνει μάλιστα ὁ ἅγιος Παῦλος πρῶτα ἀπό ὅλα στήν ὀργή καί τόν θυμό, διότι γνωρίζει ὅτι ἡ ἔξαψη τοῦ θυμικοῦ στόν ἄνθρωπο ταράζει καί τό λογιστικό του - ὁ ταραγμένος συναισθηματικά ἄνθρωπος δέν σκέφτεται καί σωστά: γίνεται ῾ἔξω φρενῶν᾽ - ἐνῶ ἡ ἔξαψη αὐτή τῆς ὀργῆς προϋποθέτει συνήθως ἐπιθυμίες μή σύμφωνες πρός τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Μέ ἄλλα λόγια ἡ ἐμπαθής ἁμαρτωλή ἐπιθυμία γιά ἱκανοποίηση τῆς φιληδονίας ἤ τῆς φιλαργυρίας ἤ τῆς φιλοδοξίας προκαλεῖ ταραχή τῶν συναισθημάτων καί θόλωση τῆς διανοίας. Τό ἀποτέλεσμα εἶναι δεδομένο: ὁ ἡγεμών νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, ἔστω καί βαπτισμένου,  χάνει τήν ἐνέργεια τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ λόγω τοῦ ἐγωιστικοῦ φρονήματός του, μένει μόνος καί μετέωρος μέσα στά πάθη του, ἕρμαιο κυριολεκτικά τοῦ ἀνθρωποκτόνου διαβόλου.  «Ανήρ θυμώδης οὐκ εὐσχήμων», σημειώνει λόγος τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ταυτοχρόνως βεβαιώνει ὅτι Κύριος ἐπιβλέπει «ἐπί τόν πρᾶον καί ἡσύχιον, καί τρέμοντα τούς λόγους αὐτοῦ».

4. Πῶς μπορεῖ λοιπόν κανείς νά ξεπεράσει τά πάθη αὐτά, τήν ὀργή καί τόν θυμό; Πῶς μπορεῖ νά διακρατηθεῖ στή χάρη τοῦ ἁγίου βαπτίσματός του; ῎Οχι βεβαίως ῾νεκρώνοντας᾽ τόν θυμό ὡς δύναμη τῆς καρδιᾶς – ὁ θυμός κατά τήν πίστη μας ἀποτελεῖ τήν κινητήρια δύναμη γιά νά πορευτεῖ ὁ ἄνθρωπος στόν δρόμο τῆς ἁγιότητας: πρόκειται γιά τήν ἀρετή τῆς ἀνδρείας πού λένε οἱ ἅγιοί μας - ἀλλά στρέφοντάς τον ἐκεῖ πού εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, στήν ταπεινή ἀγάπη.  ῞Οσο κανείς θά ὑπενθυμίζει στόν ἑαυτό του ὅτι ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τόν συνάνθρωπο εἶναι προτεραιότητα τοῦ χριστιανοῦ, ὅσο θά κινητοποιεῖ τή βούλησή του σέ ἔμπονη προσευχή καί σέ διακονία τοῦ πλησίον του, τόσο καί θά βλέπει ὅτι τό πάθος τῆς ὀργῆς θά μειώνεται καί θά μορφοποιεῖται σέ ὀργή μόνον κατά τῆς κακίας καί κατά τοῦ ἀρχεκάκου δαίμονος.

5. ῾Η πορεία μάλιστα αὐτή τῆς ἀοργησίας ὡς πορεία τῆς ἀγάπης περνᾶ καί ἀπό ὁρισμένα στάδια πού μᾶς τά ἔχουν ἐπισημάνει οἱ ἅγιοι Πατέρες μας, σάν τόν ἅγιο ᾽Ιωάννη τῆς Κλίμακος. Τί μᾶς διδάσκει ὁ μεγάλος αὐτός ἀσκητικός διδάσκαλος ἐπί τοῦ θέματος; Πρῶτο στάδιο τῆς ἀοργησίας, μᾶς λέει, εἶναι νά σιωποῦν τά χείλη μας, ὅταν ἡ καρδιά μας εἶναι πολύ ταραγμένη. Μπορεῖ δηλαδή κανείς νά σκέφτεται ἄσχημα γιά τόν ἄλλον, παλεύει ὅμως νά μή βγεῖ κακός καί ὑβριστικός λόγος γι᾽ αὐτόν. Τότε ἔρχεται στό δεύτερο στάδιο: νά σιωποῦν οἱ λογισμοί του, ἔστω κι ἄν ἀκόμη εἶναι ἐλαφρῶς ταραγμένη ἡ διάνοια. ᾽Ελέγχει τούς λογισμούς του καί δέν σκέπτεται κάτι ἄσχημο γιά τόν συνάνθρωπό του, ὁ ὁποῖος γιά διαφόρους λόγους τόν ἐξόργισε. Κι ὅταν κι αὐτό μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ τό κατορθώσει, τότε φθάνει καί στήν τελειότητα: ὅ,τι κι ἄν συμβαίνει κι ὅ,τι ταραχή μπορεῖ νά ὑπάρχει, ὁ πιστός εἶναι μέσα του γαληνεμένος κρατώντας τήν ἀληθινή ἀγάπη.

Μέ τά ἴδια τά λόγια τοῦ ὁσίου: «᾽Αρχή ἀοργησίας, σιωπή χειλέων ἐν σφοδρᾷ ταραχῇ καρδίας· μεσότης, σιωπή λογισμῶν ἐν ψιλῇ ταραχῇ διανοίας· τέλος δέ, πεπηγμένη γαλήνη ἐν πνοῇ ἀνέμων ἀκαθάρτων».

Μακάρι νά ἀποδυόμαστε πάντοτε στόν ἀγώνα αὐτόν τῆς ἀοργησίας καί τοῦ ἐλέγχου τοῦ ἐμπαθοῦς θυμοῦ. Μέσα σ᾽ ἕναν κόσμο πού ἔχουν περισσέψει δυστυχῶς τά νεῦρα καί ἡ ὀργή – δείγμα τῆς μεγάλης ἐπήρειας σ᾽ αὐτόν τοῦ πονηροῦ - ἕνας τέτοιος ἀγώνας θά φανέρωνε πολύ ἁπτά καί ἄμεσα ὅτι ζοῦμε τό ἔνδυμα τοῦ βαπτίσματός μας, τόν ἴδιο τόν Χριστό, καί φανερώνουμε Αὐτόν μέ τόν πυρήνα τῆς ζωῆς καί τῆς διδασκαλίας Του, τήν ἀγάπη. Αὐτό θά συνιστοῦσε καί τή μεγαλύτερη κοινωνική προσφορά μας.