Πέμπτη 27 Μαρτίου 2025

ΝΑ ΖΗΛΕΨΟΥΜΕ ΤΗ ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΤΟΥ ΤΕΛΩΝΗ

«Ζηλώσωμεν οἱ πιστοί τοῦ Τελώνου τήν μετάνοιαν, καί μή Φαρισαϊκῶς ἐγκαυχησώμεθα˙ ἀλλ’ ἐκ βάθους καρδίας στεναγμόν προσοίσωμεν τῶ εὐεργέτῃ τῶν ὅλων Θεῷ˙ αὐτός γάρ ἐνετείλατο, λέγων, ὅτι πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτόν ταπεινωθήσεται˙ ὁ δέ ταπεινῶν ἑαυτόν ὑψωθήσεται. Διό ὁμοφρόνως βοήσωμεν αὐτῷ˙ Ὁ Θεός ἱλάσθητι ἡμῖν τοῖς ἁμαρτωλοῖς καί σῶσον ἡμᾶς» (απόστ. Αίνων Πέμπτη Δ΄ Νηστειών).

(Ας ζηλέψουμε οι πιστοί τη μετάνοια του Τελώνη και ας μην καυχηθούμε με τον τρόπο του Φαρισαίου. Ας προσφέρουμε δηλαδή από το βάθος της καρδιάς μας στεναγμό στον ευεργέτη των όλων Θεό. Διότι αυτός έδωσε εντολή λέγοντας ότι καθένας που υψώνει τον εαυτό του θα ταπεινωθεί, ενώ αυτός που ταπεινώνει τον εαυτό του θα υψωθεί. Γι’ αυτό από κοινού με ένα φρόνημα ας φωνάξουμε δυνατά σ’ αυτόν: Θεέ μου, ελέησέ μας τους αμαρτωλούς και σώσε μας).  

Ο Τελώνης της γνωστής παραβολής του Κυρίου προβάλλεται για μία ακόμη φορά από την Εκκλησία μας, τώρα που υπερμεσάσαμε τη Σαρακοστή, ως πρότυπο του χριστιανού. Λόγω βεβαίως της μετανοίας του και της ορθής στάσης του ενώπιον του Θεού - η δική του προσευχή, το «ελέησέ με Κύριε τον αμαρτωλό», δικαιώθηκε, που σημαίνει ότι έλαβε τη χάρη της αφέσεως των αμαρτιών του και της ενδύσεώς του από τον Κύριο. Και ποιο είναι το καίριο στοιχείο για τον άγιο υμνογράφο της μετανοίας του; Ο στεναγμός του από τα βάθη της καρδιάς του για την κατάντια του. Που σημαίνει: αμέσως μόλις νιώσουμε ότι έχουμε εκτραπεί από την ορθή οδό του Κυρίου και πονέσουμε γι’ αυτό στρέφοντας το βλέμμα μας ικετευτικά προς Αυτόν, Εκείνος σπεύδει προς εναγκαλισμό μας προσφέροντάς μας όχι κάτι από τα δικά Του αλλά όλο τον Εαυτό Του! Το είδαμε στο κατεξοχήν παράδειγμα μετανοίας, τον άσωτο υιό.

Είναι η στάση της ταπείνωσης, σημειώνει ο άγιος ποιητής. Μετάνοια και ταπείνωση συμβαδίζουν, μετάνοια και στεναγμός και δάκρυα πένθους πάνε μαζί, και τα τρία συνιστούν μία «αγία τριάδα» που την αποδέχεται ο Κύριος ως το πολυτιμότερο λιβάνι που μπορούμε να κάψουμε γι’ Αυτόν. Με τα λόγια του μεγάλου οσίου Ιωάννου της Κλίμακος, του Πατέρα της Σαρακοστής: «Η μετάνοια που γίνεται με συνεχή φροντίδα και το πένθος που είναι καθαρισμένο από κάθε κηλίδα και η οσιωτάτη των αρχαρίων ταπείνωση διαφέρουν και διακρίνονται μεταξύ τους όσο ο άρτος από τη ζύμη και το αλεύρι. Διότι συντρίβεται πρώτα η ψυχή και λεπτύνεται με την πραγματική μετάνοια. Έπειτα ενώνεται κατά κάποιον τρόπο και, ας το ειπώ έτσι, συμφύρεται με τον Θεό με το ύδωρ του αληθινού πένθους. Εν συνεχεία, αφού ανάψει με το πυρ του Κυρίου, εμφανίζεται ως στερεός άρτος η μακαρία ταπείνωση, η άζυμη και άτυφη, (η οποία δηλαδή είναι απαλλαγμένη από τη ζύμη της κακίας και της υπερηφάνειας). (Λόγος 25, Περί ταπεινοφροσύνης).

Και που οδηγεί η χαρισματική αυτή κατάσταση; Μας υπενθυμίζει ο υμνογράφος μας και το αναφέραμε και παραπάνω: στην ύψωση του ανθρώπου στον ίδιο τον Θεό. Γιατί το βεβαίωσε το αψευδές στόμα του ενανθρωπήσαντος Θεού: «πας ο ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται» - ταπεινώνεσαι με τον τρόπο του Χριστού και εκτοξεύεσαι στον Ουρανό. Το ακριβώς δηλαδή αντίθετο προς ό,τι συμβαίνει στους κοσμικά σκεπτομένους ανθρώπους, χριστιανούς και μη: να ξεπέφτεις στο έσχατο επίπεδο γιατί υπερηφανεύεσαι. Μία επανάληψη του τραγικού πνευματικού όντος, που υπερηφανεύτηκε και βρέθηκε ξεπεσμένος στον απόλυτο βαθμό. «Εθεώρουν τον σατανά ως αστραπήν εκ του Ουρανού πεσόντα». Δεν θα ήμασταν υπερβολικοί αν λέγαμε ότι κάθε αμαρτία για την οποία δεν μετανοούμε, συνεπώς δεν πενθούμε και δεν ταπεινωνόμαστε, μας οδηγεί στην άκρη του πνευματικού γκρεμού – χωρίς να το καταλαβαίνουμε βρισκόμαστε μπροστά στο βάραθρο της απώλειάς μας, ένα βήμα για την (πνευματική) αυτοκτονία μας!

Τετάρτη 26 Μαρτίου 2025

ΚΑΘΑΡΙΣΕ ΜΕ ΜΕ ΤΗ ΦΩΤΙΑ ΤΩΝ ΕΝΤΟΛΩΝ ΣΟΥ!

 

«Πυρί με καθάρισον τῶν ἐντολῶν σου, φιλάνθρωπε, και σοῦ τά σωτήρια δίδου Παθήματα νῦν θεάσασθαι, καί πόθῳ προσκυνῆσαι, Σταυρῷ τειχιζόμενον καί συντηρούμενον» (ωδή α΄Τριωδίου Τετάρτης Δ΄ Νηστειών).

(Φιλάνθρωπε Κύριε, καθάρισέ με με τη φωτιά των εντολών σου, και δώσε μου να δω τώρα τα Παθήματά Σου που έσωσαν το ανθρώπινο γένος, και να τα προσκυνήσω με πόθο, καθώς ο Σταυρός είναι ο φρουρός και ο φύλακάς μου).

Ο άγιος υμνογράφος Θεοφάνης σε λίγες λέξεις περικλείει όλο το βάθος θα λέγαμε της θεολογίας του Σταυρού. Τι επισημαίνει;

Πρώτον, ότι ο Σταυρός για τον πιστό, τον ίδιο και τα άλλα μέλη της Εκκλησίας, συνιστά το τείχος του, τον φύλακα και τον φρουρό του. Διότι ως μέλος Χριστού και της Εκκλησίας, είναι ενδεδυμένος Εκείνον – «ὅσοι γάρ εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε» - συνεπώς τον  Σταυρό έχει εγκολπωθεί, που θα πει ότι η ζωή του στον κόσμο τούτο αν θέλει να είναι χριστιανός έχει χαρακτήρα σταυρικό. Ο ίδιος ο Κύριος δεν το απεκάλυψε; «Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθείτω μοι». Κι ο απόστολος Παύλος φανερώνοντας το εσωτερικό του βίωμα σημείωνε: «Χριστῷ συνεσταύρωμαι˙ ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός». Συνεπώς, ο Σταυρός του Κυρίου δεν τελειώνει σ’ Εκείνον μόνον. Γίνεται «ζυγός», «χρηστός» όμως, για κάθε χριστιανό - Χριστός και πιστός συνθεωρούνται πάντοτε και συνορώνται.

Δεύτερον, παρ’ όλη τη συγκλονιστική αυτή θεώρηση του χριστιανού ως συνέχειας του Χριστού, απαιτείται διαρκώς η συνέργειά του για να ενεργοποιείται η δοσμένη σ’ αυτόν χάρη. Μπορεί δηλαδή ο Θεός να μας τα έχει δώσει όλα, αν όμως δεν βρίσκεται και η δική μας θέληση στην ίδια πορεία θελήσεως Εκείνου, τότε  όλα «ακυρώνονται», με την έννοια ότι ενώ υπάρχουν, παραμένουν ανενέργητα και λειτουργούν δυστυχώς προς «κρίμα και κατάκριμα» του ανθρώπου. Γι’ αυτό και ο άγιος Θεοφάνης ενώ αναγνωρίζει ως πιστός ότι ο Χριστός με τη Σταυρική Του θυσία κυρίως έσωσε τον άνθρωπο: μπορεί και πάλι να έχει ζωντανή συνειδητή σχέση με τον Δημιουργό του, όμως ζητά από τον Κύριο να του δώσει τη δωρεά να δει, να μετάσχει δηλαδή, στα Παθήματά Του, με τον τρόπο που αναφέραμε παραπάνω: να ζει κι ο ίδιος σταυρικά τη ζωή του, με θυσιαστική αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο, γεγονός που ισοδυναμεί με την αληθινή και με πόθο  προσκύνηση του Σταυρού.

Και τρίτον, η θέα του Σταυρού του Χριστού ως αληθινή προσκύνησή Του με την έννοια της συσταύρωσης του πιστού με τον Χριστό – και πάλι το τονίζουμε: βλέπει και προσκυνά τον Σταυρό μόνον εκείνος που αγωνίζεται να ζει την αγάπη του Εσταυρωμένου Χριστού – απαιτεί την κάθαρση της καρδιάς από ό,τι εμπαθές ταλαιπωρεί αυτήν στον κόσμο τον πεσμένο στην αμαρτία. «Καθάρισέ με με τη φωτιά των εντολών Σου», είναι η προϋπόθεση για όλες τις χαρισματικές μεγάλες δωρεές του Κυρίου στον πιστό άνθρωπο. Κι αυτό διότι ο απόλυτα καθαρός από αμαρτία Θεός μπορεί να προσεγγιστεί μόνον από εκείνον που αγωνίζεται να καθαρίσει με τη δύναμη του Θεού την καρδιά του. Ο λόγος του υμνογράφου αγίου Θεοφάνους έχει την ίδια σημασία μ’ αυτό που ο ίδιος ο Κύριος απεκάλυψε ήδη από τον πρώτο μακαρισμό του στην επί του Όρους ομιλία Του: «μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται». Θα δει τον Θεό, θα δει συνεπώς το μυστήριο και το βάθος του Σταυρού ως σωτηρίας του κόσμου, μόνον εκείνος που έχει καθαρή την καρδιά. (Θυμόμαστε εν προκειμένω την περίπτωση της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας, που μόνον όταν μετανόησε και άρχισε να καθαρίζεται η καρδιά της μπόρεσε να προσεγγίσει τον Σταυρό!)

Και η συμβολή εν προκειμένω του αγίου υμνογράφου είναι η συγκεκριμενοποίηση του τρόπου καθάρσεως της καρδιάς: διά των εντολών του Χριστού, που λειτουργούν στον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου ως φλόγα, ως πυρ. Κι αξίζει την εικόνα αυτή, εικόνα πάλι της αγίας Γραφής, να την έχουμε συχνά πυκνά μπροστά στα μάτια μας: οι εντολές του Χριστού όταν τίθενται σε εφαρμογή από τον χριστιανό, έχουν τη δύναμη του πυρός, που οδηγεί σε διπλό αποτέλεσμα: κατακαίει όλα τα αγκάθια των παθών και της αμαρτίας, φωτίζει την ψυχή του ανθρώπου. Όπου είναι ο Χριστός δηλαδή: μέσα στις εντολές Του, στο σώμα και το αίμα Του, στο ζωντανό σώμα Του την Εκκλησία, εκεί έχουμε την παρουσία της καθαρτικής και φωτιστικής φωτιάς. Άλλωστε ο Ίδιος το είπε: «Πῦρ ἦλθον βαλεῖν επί τῆς γῆς καί τί θέλω εἰ ἤδη ἀνήφθη». Φωτιά ήλθε να βάλει με το Πνεύμα Του και η χαρά Του είναι ακριβώς αυτή!

Λοιπόν: η αγία Σαρακοστή ως η κατεξοχήν περίοδος προβολής και θέασης του Σταυρού του Κυρίου (και της ακολουθούσης βεβαίως Ανάστασής Του) είναι σαν καμίνι. Πρέπει να είμαστε φωτιά κι εμείς για να μπορούμε να πούμε ότι σωστά την «περπατάμε». Να πορευόμαστε δηλαδή στον δρόμο των αγίων εντολών του Κυρίου!  

Η ΣΥΝΑΞΙΣ ΤΟΥ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΥ ΓΑΒΡΙΗΛ


«Τήν 26η τοῦ μηνός Μαρτίου ἐπιτελοῦμε τή σύναξη τοῦ ἀρχαγγέλου Γαβριήλ, ἡ ὁποία μᾶς παραδόθηκε ἀπαρχῆς καί ἐκ Θεοῦ, διότι ὁ ἀρχάγγελος αὐτός διακόνησε στό θεῖο καί ὑπερφυές καί ἀπόρρητο μυστήριο τῆς οἰκονομίας τοῦ Χριστοῦ.Κατά τή σημείωση μάλιστα τοῦ ὁσίου Νικοδήμου τοῦ ἁγιορείτου στόν Μέγα Συναξαριστή του, «Γαβριήλ θά πεῖ Θεός καί ἄνθρωπος, (ἄνθρωπος Θεοῦ δηλαδή), κατά τόν Κωνσταντινουπόλεως Πρόκλο. Γι᾽ αὐτό κι εἶναι ἐκεῖνος πού ὑπηρέτησε στό μυστήριο τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ Λόγου. Λέγει δέ καί ὁ Θεοφάνης ὁ Κεραμεύς, ὁ ἐπίσκοπος τῆς Ταυρομενίας, ὅτι τά ἑπτά στοιχεῖα πού περιέχει τό ὄνομα τοῦ Γαβριήλ σημαίνουν ὅτι ὁ Χριστός τοῦ ὁποίου τή Γέννηση εὐαγγελίστηκε ὁ Γαβριήλ θά ἔλθει γιά τή σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου, ὁ ὁποῖος μετρᾶται ἀπό τήν ἑβδομάδα καί τελειώνει σέ ἑπτά αἰῶνες».

῾Ο ἅγιος ὑμνογράφος ᾽Ιωσήφ κινεῖται ἐκστατικά, καθώς ἀναφέρεται στόν ῾παμμέγιστον Γαβριήλ᾽. Δέν ὑπάρχει σχεδόν τροπάριο εἴτε στόν ἑσπερινό εἴτε στόν κανόνα γιά τόν ἀρχάγγελο πού νά μή φανερώνει τόν θαυμασμό καί τή γεμάτη δέος στάση του ἀπέναντί του, ὄχι μόνο γιά τό γεγονός τῆς συμμετοχῆς τοῦ Γαβριήλ στή φανέρωση τοῦ μυστηρίου τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο ὡς ἀνθρώπου στήν ἁγνή παιδούλα Μαριάμ, ἀλλά καί γιά τή διπλή ἀδιάκοπη καί ἀέναη στάση του ἀπέναντι στόν Κύριο τοῦ Παντός, τόν Τριαδικό Θεό: τή δοξολογία τοῦ ἁγίου ὀνόματός Του καί τήν ἑτοιμότητα ὑπακοῆς στά κελεύσματα τῆς βουλήσεώς Του. Γιά παράδειγμα: «Γαβριήλ ὁ μέγιστος νοῦς...παρατηρώντας καί βλέποντας τό τρισήλιο φῶς τοῦ Θεοῦ... φτάνοντας στήν Παρθένο μετέφερε σ᾽ αὐτήν τή χαρμόσυνη εἴδηση τοῦ θείου καί φρικώδους μυστηρίου (ὅτι θά γεννήσει τόν Θεό ὡς ἄνθρωπο)» (στιχηρό ἑσπερινοῦ). «Γεμᾶτος ἀπό φῶς πάντοτε καί πράττοντας τό θέλημα καί ἐκτελώντας τά προστάγματα τοῦ Παντοκράτορος, ἀρχηγέ ᾽Αγγέλων, Γαβριήλ πανάριστε...» (στιχηρό ἑσπερινοῦ). «Καθώς φωτίζεσαι μετέχοντας στό φῶς τοῦ πρώτου Νοῦ, τοῦ Θεοῦ, φάνηκες δεύτερο φῶς κι ἐσύ, κραυγάζοντας μαζί μέ τίς ἄπειρες τάξεις τῶν ἀγγέλων: ῞Αγιος ὁ Θεός ὁ παντουργός, ὁ Υἱός ὁ συνάναρχος, καί τό Πνεῦμα τό σύνθρονο»  (ὠδή ε´).

Ἡ ἀρχιστρατηγία τοῦ Γαβριήλ καί ἡ πρωτιά του ἔναντι τῶν ἄλλων ἀγγέλων φάνηκε κατά τόν ὑμνογράφο κυρίως ἀπό τό γεγονός ὅτι αὐτόν ὁ παντοκράτωρ Κύριος ἐπέλεξε προκειμένου νά τοῦ ἐμπιστευτεῖ τή φανέρωση τοῦ ἀπ᾽ αἰῶνος μυστηρίου, τοῦ ἐρχομοῦ Του στόν κόσμο ὡς ἀνθρώπου, στήν ἁγνή θεόπαιδα Μαριάμ. Κι εἶναι ἡ ἀνάθεση αὐτή τῆς ἐξαιρετικῆς διακονίας ἀποκάλυψη ταυτοχρόνως καί τῆς δόξας τοῦ συγκεκριμένου ἀρχαγγέλου, κάτι πού σημαίνει ὅτι ὅσο σπουδαῖο εἶναι ἕνα διακόνημα, τόσο σπουδαία γίνεται καί ἡ προσωπικότητα αὐτοῦ πού τό ἀναλαμβάνει καί τό φέρει εἰς πέρας. «Τό μέγα μυστήριον πού ἦταν ἄγνωστο προηγουμένως στούς ἀγγέλους καί ἀπόκρυφο προαιωνίως, μόνο σ᾽ ἐσένα τό ἐμπιστεύτηκε ὁ Θεός, Γαβριήλ» (στιχηρό ἑσπερινοῦ). «᾽Αξιώθηκες μέγιστη δόξα, καθώς μᾶς φανέρωσες τό μέγα μυστήριο, μέγιστε ἀρχάγγελε» (ὠδή γ´).

Βεβαίως ὁ ἅγιος ὑμνογράφος δέν παραλείπει μαζί μέ τίς παραπάνω ἐκτιμήσεις του νά κάνει καί δύο παρατηρήσεις: πρῶτον, ὅτι ὁ ἅγιος ἀρχάγγελος Γαβριήλ διακόνησε τό μυστήριο τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου καί πρό τοῦ εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, δεδομένου ὅτι τόν βρίσκουμε καί στόν προφήτη Δανιήλ: νά τόν φωτίζει καί νά τοῦ ἀποκαλύπτει τά μέλλοντα ἐν πνεύματι Θεοῦ (ὠδή δ´), καί στόν ἱερέα Ζαχαρία, τόν πατέρα ᾽Ιωάννου τοῦ Προδρόμου: νά τοῦ ἀποκαλύπτει ὅτι ἡ γυναίκα του ᾽Ελισάβετ θά γεννήσει τόν ᾽Ιωάννη καί νά τόν ῾τιμωρεῖ᾽ μέ κωφαλαλία λόγω τῆς ἀπιστίας πού ἐπέδειξε (ὠδή ε´)· δεύτερον, ὅτι ἐνῶ ὅλη ἡ ἀκολουθία ἐπικεντρώνεται δικαίως στόν ἅγιο ἀρχάγγελο Γαβριήλ, ὁ ὑμνογράφος θυμᾶται αἴφνης καί τόν ἄλλο μέγιστο ἀρχάγγελο ἅγιο Μιχαήλ, ἀφιερώνοντάς του ἕνα τροπάριο στό τέλος τῆς ἀκολουθίας, προφανῶς γιά νά δείξει ὅτι καί οἱ δύο εἶναι ἰσοστάσιοι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. «Πανέμορφη καί πανένδοξη δυάδα,  Μιχαήλ καί Γαβριήλ, πού στέκεστε στόν θρόνο τῆς θείας δόξας...» (ὠδή θ´).

῾Ο ἐκκλησιαστικός ποιητής ὅμως, παρ᾽ ὅλο τό θάμβος πού νιώθει μπροστά στόν ἅγιο τοῦ Θεοῦ ἀρχάγγελο, δέν παύει νά τονίζει ὅτι καί αὐτός συνιστᾶ δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, συνεπῶς εἶναι περιορισμένος καί στή δύναμη καί στή γνώση. ᾽Επανειλημμένως, ὅπως ἤδη εἴδαμε, σημειώνει ὅτι τό μυστήριο τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο ἦταν ἀπόκρυφο καί γιά τούς ἀγγέλους, ὁ ἴδιος δέ ὁ Γαβριήλ, ὁ ὑπηρέτης τοῦ θαύματος, ἀδυνατοῦσε νά κατανοήσει ὅ,τι διαδραματιζόταν. Τό δοξαστικό μάλιστα τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς, ἔργο ὄχι τοῦ ᾽Ιωσήφ ἀλλά τοῦ ἐξίσου γνωστοῦ ὑμνογράφου ᾽Ιωάννου τοῦ μοναχοῦ, εἶναι ἀπό τά ὡραιότερα τροπάρια πού ὑπάρχουν στήν ὑμνολογία τῆς ᾽Εκκλησίας μας. «Στάλθηκε ἀπό τόν Θεό ὁ ἀρχάγγελος Γαβριήλ γιά νά εὐαγγελιστεῖ στήν Παρθένο τή σύλληψη. Κι ὅταν ἦλθε στή Ναζαρέτ, σκεπτόταν μέσα του τό θαῦμα μέ ἔκπληξη, ὅτι δηλαδή πῶς ὁ ἀκατάληπτος Θεός θά γεννηθεῖ ἀπό Παρθένο! Αὐτός πού ἔχει θρόνο Του τόν οὐρανό καί ὑποπόδιο τή γῆ, πῶς θά χωρέσει στή μήτρα μίας γυναίκας! Αὐτόν πού δέν μποροῦν νά Τόν ἀτενίσουν τά ἑξαπτέρυγα καί τά πολυόμματα, θέλησε μέ μόνο τόν λόγο Του νά σαρκωθεῖ ἀπό αὐτήν! Αὐτός πού παρευρίσκεται εἶναι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ. Τί λοιπόν στέκομαι καί δέν λέγω στήν Κόρη: Χαῖρε Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος εἶναι μαζί Σου;»

Παράλληλα δέ μέ τήν ἔκπληξη τοῦ ἀρχαγγέλου, τονίζεται καί ἡ ἔκπληξη τῆς πανάγνου Μαριάμ, ἡ ὁποία μέ τή φανέρωση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, ὅτι δι᾽ αὐτῆς θά γεννηθεῖ ὁ Θεός ὡς ἄνθρωπος, ἀποκαλύπτεται ἀφενός σοφότατη καί διακριτικότατη, κυριολεκτικά ὁ ἀντίποδας τῆς πρώτης Εὔας, καθώς δέν σπεύδει νά ἀποδεχτεῖ τό παράδοξο καί τό θαῦμα, ἀφετέρου πράγματι Παναγία, καθώς μετά τίς ἐξηγήσεις σπεύδει νά κάνει ὑπακοή σέ ὅ,τι συνιστᾶ θέλημα τοῦ Θεοῦ: «᾽Ιδού ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά τό ρῆμα Σου».  «Τί σημαίνει ἡ σάν φλόγα μορφή σου; Εἶπε ἡ Σεμνή μέ ἔκπληξη στόν Γαβριήλ. Ποιό εἶναι τό ἀξίωμά σου καί ποιό τό νόημα τῶν λόγων σου; Μοῦ ὑπόσχεσαι παιδοποιΐα, ἀλλά ἐγώ δέν ἔχω πεῖρα ἄνδρα. Φύγε μακριά, μή μέ πλανέψεις, ἄνθρωπε, ὅπως παλιά πλάνεψε ὁ δόλιος ὄφις  τήν προμήτορα Εὔα» (ἀπόστιχο ἑσπερινοῦ).

Δέν εἶναι δυνατόν βεβαίως ὁ ἅγιος ποιητής, μπροστά στήν ἁγιότητα τοῦ ἀρχαγγέλου,  νά μή καταλήγει σέ ὅ,τι ἀποτελεῖ ζητούμενο τοῦ κάθε πιστοῦ: τήν ἐπέμβαση καί τή μεσιτεία του γιά τή σωτηρία τοῦ ἴδιου καί τῆς ᾽Εκκλησίας. «Χάλασε τίς ἄσχημες σκέψεις ἐναντίον μας τῶν ἀπίστων ἀνθρώπων, στέριωσε τήν ὀρθόδοξη πίστη, πάψε τά σχίσματα τῆς ᾽Εκκλησίας, ἀρχάγγελε, μέ τίς παρακλήσεις σου πρός τόν Κτίστη ὅλων» (ὠδή στ´). ᾽Αλλά ἀκόμη περισσότερο, αἰτεῖται ὁ ποιητής τή χάρη νά γίνεται  ὁ ἅγιος ἀρχάγγελος καθοδηγητής τῆς ζωῆς τοῦ ἴδιου καί τῶν ἀνθρώπων. Γιατί ἀκριβῶς οἱ ἄγγελοι ὡς δεύτερα φῶτα μετά τό Πρῶτο, τόν ἴδιο τόν Τριαδικό Θεό, εἶναι οἱ ὁδηγοί τῶν ἀνθρώπων. «᾽Αρχιστράτηγε Θεοῦ, λειτουργέ τῆς θεϊκῆς δόξας, τῶν ἀνθρώπων ὁδηγέ καί ἀρχηγέ τῶν ἀσωμάτων...» (κοντάκιο). 

Δευτέρα 24 Μαρτίου 2025

ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΗΣ... ΜΑΚΡΟΖΩΪΑΣ

 

Δεν είναι η μακροζωία βεβαίως η προοπτική και ο στόχος ενός πιστού χριστιανού – αυτό συνιστούσε και συνιστά προοπτική ανθρώπου που έχει εξολοκλήρου δέσει την ύπαρξή του με τον κόσμο αυτόν τον παρερχόμενο. Όμως και ο πιστός επιζητεί τη μακροζωία, αφενός γιατί αναγνωρίζει ότι η ζωή αποτελεί δώρο του ίδιου του Δημιουργού, καθώς ψαύει τις ενέργειές Του στα πάντα, όπως και στον ίδιο τον εαυτό του, την ψυχή και το σώμα του, και αφετέρου γιατί αγωνίζεται αδιάκοπα στον αγώνα της μετανοίας, την οποία βλέπει ότι δεν μπορεί να την κατορθώσει στην πληρότητά της όσο χρόνο και καιρό κι αν έχει. Θυμάται κανείς τον όσιο αββά του Γεροντικού που έκλαιγε έστω και στο τέλος της ζωής του, ζητώντας περισσότερο χρόνο από τον Κύριο για να ολοκληρώσει τη μετάνοιά του. Η μετάνοια άλλωστε δεν είναι ο σκοπός για τον οποίο ο Κύριος παρατείνει την παραμονή μας στον κόσμο τούτο;  «Έδωσα χρόνο στον άνθρωπο για να μετανοήσει» λέει το Πνεύμα του Θεού στην Αποκάλυψη του Ιωάννου. Λοιπόν, θέλουμε τον χρόνο και την παράταση της ζωής, για να μπορούμε να βαθαίνουμε αδιάκοπα τη σχέση μας με τον Κύριο. Κι αυτό σημαίνει ότι ήδη ανοίγουμε τις προοπτικές της βιώσεως της αιώνιας ζωής και μέσα στον παρερχόμενο και φθειρόμενο τούτον κόσμο.

Και να, μερικές πράγματι σοφές συμβουλές:

- Να τρώμε το μισό από όσο ίσως θα θέλαμε να φάμε – μία άσκηση εγκρατείας που προβάλλει η Εκκλησία μας ιδίως με τη νηστεία που καθορίζει, ανεξάρτητα από τη νηστεία της ποιότητας των τροφών τις εποχές των Νηστειών. Γιατί και η ιατρική το τονίζει κατά κόρον: ο κόρος και η πλήρωση του στομάχου με τα φαγητά είναι ό,τι χειρότερο για την υγεία του ανθρώπου.

- Να περπατάμε διπλά από όσο ίσως περπατάμε καθημερινά, με την έννοια ότι η σωματική άσκηση είναι αυτή που ασκεί μεν το σώμα, αλλά και την ψυχή, γιατί ο άνθρωπος κινητοποιούμενος έτσι αντιμετωπίζει τη φθοροποιό κατάσταση της ακινησίας ως αργίας και τεμπελιάς. Δεν είναι τυχαίο ότι ο απόστολος Παύλος σημειώνει πως «υποπιάζει» το σώμα του προκειμένου να το έχει σε ετοιμότητα διακονίας του συνανθρώπου του, αλλά και υπακοής στο θέλημα του Θεού. Χωρίς την άσκηση αυτή θα φανώ, λέει, αδόκιμος στην πίστη μου. Το βλέπουμε και στους ασκητές και μοναχούς και όχι μόνο: καθημερινώς ασκούν το σώμα τους όχι μόνο με τη νηστεία, αλλά και με τη σωματική κινητοποίηση μέσα από τις μετάνοιες, μικρές και ιδίως μεγάλες. Και η ιατρική βεβαίως κατεξοχήν μας προειδοποιεί: άνθρωπος, ανεξάρτητα από τα πιστεύω του, που δεν κινείται και δεν ασκείται, που δεν περπατάει το λιγότερο, με μαθηματική ακρίβεια θα αναπτύξει πολλές ασθένειες, όχι μόνο σωματικής φύσεως αλλά και ψυχικής.

- Να γελάμε τριπλά. Να αγωνιζόμαστε δηλαδή να βρισκόμαστε σε κατάσταση ψυχικής ευφορίας, σε κατάσταση που γελά ιδίως η ψυχή μας, γεγονός που σημαίνει ότι πρέπει να φροντίζουμε την εσωτερική κατάσταση της καρδιάς μας. Γιατί το γέλιο ως ευφρόσυνη διάθεση αναφέρεται στην καρδιά του ανθρώπου και όχι βεβαίως σε μία εξωτερική σύσπαση μόνο των μυώνων του προσώπου του. Οπότε, χρειάζεται να διαφυλάσσει κανείς την καρδιά του από ό,τι της προκαλεί θλίψη και στενοχώρια, που θα πει να τη διαφυλάσσει από την πηγή της θλίψης που είναι η αμαρτία. «Διά της αμαρτίας ο θάνατος» αποκαλύπτει ο λόγος του Θεού, γι’ αυτό και κάθε πιστός εν επιγνώσει εκεί ρίχνει το βάρος της πνευματικής του ζωής: να κρατάει την κάθε ημέρα του όσο μπορεί αναμάρτητη, για να μπορεί να διακρατεί τη χάρη του Θεού που είναι ταυτοχρόνως και χαρά. Στην περίπτωση αυτή όχι μόνο ο άνθρωπος γελά τριπλά, αλλά πολλαπλά και έτι πλέον, έστω κι αν οι εξωτερικές συνθήκες της ζωής του είναι συχνά οδυνηρές.

- Κι ασφαλώς το τελευταίο είναι το κριτήριο: να αγαπάμε ατελείωτα, χωρίς διακοπές, όπως το σημειώνει και πάλι ο απόστολος: «Η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει». Πρόκειται για την αγάπη όπως την δίδαξε και την έδειξε ο ίδιος ο Κύριος, ως ανιδιοτελές άνοιγμα της ψυχής μας σε κάθε συνάνθρωπό μας, στο πρόσωπο του οποίου «διαβάζουμε» τη δική Του παρουσία. «Εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου, εμοί εποιήσατε». Και λέμε ότι η αγάπη συνιστά το κριτήριο, γιατί χωρίς την αγάπη του Χριστού ούτε την καρδιά μας μπορούμε να κρατήσουμε καθαρή, συνεπώς χαρούμενη, ούτε και η όποια άσκησή μας, είτε ως σωματική γυμνασία είτε ως νηστεία, θα έχει το οποιοδήποτε νόημα.

ΚΑΙ ΜΟΝΟ Ο ΤΥΠΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΣΧΗΜΑ ΤΟΥ ΔΙΩΧΝΕΙ ΚΑΘΕ ΣΚΟΤΕΙΝΙΑ

«Ἡ χάρις σου, καί τῷ τύπῳ σου φοιτᾷ ἐλαύνουσα τῶν δαιμόνων τήν ἀχλύν, Σταυρέ Χριστοῦ, ὅπλον ἀπροσμάχητον» (ωδή δ΄ Τριωδίου).

(Η χάρη σου, Σταυρέ του Χριστού, που είσαι ανίκητο και ακαταμάχητο όπλο, επέρχεται και μόνο με τον τύπο και το σχήμα σου, αποδιώκοντας τη σκοτεινιά και την ταραχή των δαιμόνων).

Ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος, κινούμενος μέσα στην ατμόσφαιρα της προβολής του Σταυρού του Κυρίου και λόγω εν γένει της Σαρακοστής, αλλά κυρίως λόγω της εορτής της Σταυροπροσκυνήσεως, στο σύντομο τροπάριο τονίζει τη δύναμη που έχει ο Σταυρός. Κι είναι ευνόητο βεβαίως ότι η δύναμή Του οφείλεται στον επ’ αυτού αναρτηθέντα Κύριο και όχι στο ίδιο το ξύλο, όπως η Εκκλησία μας το ψάλλει διαρκώς: «Σταυρός ἐπάγη ἐπὶ γῆς, καὶ ἥψατο τῶν οὐρανῶν, οὐχ ὡς τοῦ ξύλου φθάσαντος τὸ ὕψος, ἀλλὰ σοῦ τοῦ ἐν αὐτῷ πληροῦντος τὰ σύμπαντα, Κύριε δόξα σοι» (Ο Σταυρός μπήχθηκε στη γη κι ακούμπησε τους ουρανούς, όχι επειδή το ξύλο καθεαυτό έφθασε το ουράνιο ύψος, αλλά επειδή Συ Κύριε, σταυρωμένος πάνω σ’ αυτό, γεμίζεις τα σύμπαντα. Δόξα Σοι).

Ο Σταυρός λοιπόν του Κυρίου, που μετά τη θυσία Του πάνω στο ξύλο του σταυρού καταστάθηκε το κατεξοχήν σύμβολο του χριστιανισμού και συνυπάρχει πάντοτε με Εκείνον, έχει τεράστια δύναμη. Είναι για τον χριστιανό το όπλο με το οποίο πορεύεται στον κόσμο τούτο, όπλο μάλιστα ακαταμάχητο απέναντι στον Πονηρό διάβολο και την ταραχή που θέλει πάντοτε να δημιουργεί στον άνθρωπο, απέναντι στα στοιχεία του κόσμου τούτου, απέναντι στα ίδια τα πάθη του. «Σταυρός ὁ φύλαξ πάσης τῆς οἰκουμένης, Σταυρός ἡ ὡραιότης τῆς Ἐκκλησίας, Σταυρός βασιλέων τό κραταίωμα, Σταυρός πιστῶν τό στήριγμα, Σταυρός Ἀγγέλων ἡ δόξα καί τῶν δαιμόνων τό τραῦμα», μάς καθοδηγεί μέσα στην «απειρία» των ύμνων της η Εκκλησία. Όχι μόνο στα συναξάρια των αγίων μας, αλλά και στου κάθε χριστιανού την καθημερινότητα μπορεί  να δει κανείς την επέμβαση του Σταυρού, δηλαδή της θυσιαστικής αγάπης του Δημιουργού μας απέναντί μας. Ποιος χριστιανός σε δυσκολία ευρισκόμενος και επικαλούμενος τον Κύριο, προσβλέποντας μάλιστα στον Σταυρό Του, δεν πήρε δύναμη και κουράγιο; Δεν είναι τυχαίο ότι ο Σταυρός θεωρείται το όπλο με το οποίο κατεξοχήν κατακαίεται ο διάβολος και κάθε πονηρή του ενέργεια.

Και ο υμνογράφος μας βεβαίως σημειώνει αυτό που κάνουμε όλοι οι χριστιανοί: όχι μόνο να βλέπουμε το βάθος του Σταυρού του Κυρίου, δηλαδή την άρση της αμαρτίας μας και τη διάνοιξη του Παραδείσου, αλλά και τον ίδιο τον τύπο και το σχήμα του. Και μόνο δηλαδή σχηματίζοντας το σημείο του Σταυρού πάνω στο σώμα μας (πόση προσοχή χρειάζεται εδώ για να κάνουμε σωστά το σημείο του Σταυρού και όχι μία «παράδοξη» και ακατανόητη κίνηση!), και μόνο κρατώντας έναν Σταυρό στο χέρι μας, και μόνον στήνοντας έναν Σταυρό σε οποιοδήποτε σημείο είτε στο σπίτι μας είτε στην εργασία μας είτε οπουδήποτε αλλού, επέρχεται αμέσως η χάρη του Εσταυρωμένου Κυρίου. Κι όπου υπάρχει η χάρη του Κυρίου, εκεί βεβαίως δεν έχει χώρο ύπαρξης ο Πονηρός και κάθε ενέργειά του. Αρκεί βεβαίως ο τύπος και ο σχηματισμός Του να γίνεται με πίστη, δηλαδή με έμπρακτη προσπάθεια να ζούμε σταυρικά: ταπεινά και με αγάπη. Διαφορετικά, η χρήση του Σταυρού λειτουργώντας ως ένα «μαγικό» δεν φέρνει κανένα αποτέλεσμα. Μη ξεχνάμε ότι η πίστη μας είναι λογική λατρεία, της λογικής νοουμένης ως επίκλησης και ενέργειας του Λόγου του Θεού, του Χριστού.

Κυριακή 23 Μαρτίου 2025

ΧΑΙΡΟΙΣ Ο ΖΩΗΦΟΡΟΣ ΣΤΑΥΡΟΣ!

«Χαίροις ὁ ζωηφόρος Σταυρός, τῆς εὐσεβείας τό ἀήττητον τρόπαιον, ἡ θύρα τοῦ Παραδείσου, ὁ τῶν πιστῶν στηριγμός, τό τῆς Ἐκκλησίας περιτείχισμα· δι’ οὗ ἐξηφάνισται, ἡ ἀρά καί κατήργηται, καί κατεπόθη, τοῦ θανάτου ἡ δύναμις καί ὑψώθημεν, ἀπό γῆς πρός οὐράνια· ὅπλον ἀκαταμάχητον, δαιμόνων ἀντίπαλε, δόξα Μαρτύρων, Ὁσίων, ὡς ἀληθῶς ἐγκαλλώπισμα, λιμήν σωτηρίας, ὁ δωρούμενος τῷ Κόσμῳ, τό μέγα ἔλεος». (Στιχηρό εσπερινού Κυριακής της Σταυροπροσκυνήσεως σε ήχο πλάγιο του α΄).

(Χαίρε Σταυρέ που κρατάς τη Ζωή, Συ που είσαι το αήττητο τρόπαιο, η θύρα του Παραδείσου, το στήριγμα των πιστών και της Εκκλησίας το οχυρό τείχος. Με τον Σταυρό εξαφανίστηκε και καταργήθηκε η κατάρα (που έφερε η αμαρτία), και καταπόθηκε η δύναμη του θανάτου, και υψωθήκαμε από τη γη στα ουράνια. Σταυρέ, το ακαταμάχητο όπλο, αντίπαλε των δαιμόνων, η δόξα των Μαρτύρων, πραγματικά το κόσμημα των Οσίων, το λιμάνι της σωτηρίας, είσαι Αυτός που δωρίζεις στον Κόσμο το μέγα έλεος).

Ο δοξολογικός ύμνος για τον ζωηφόρο σταυρό  δεν είναι από την εβδομάδα των Παθών, και μάλιστα από την Μ. Παρασκευή. Είναι από τη σημερινή εορτή της Σταυροπροσκυνήσεως, κατά την  οποία η Εκκλησία μας προβάλλει τον Σταυρό κατά το μέσον της Σαρακοστής, σαν ένα είδος αναψυχής για τον αγωνιστή χριστιανό, που ίσως έχει αρχίσει να παρουσιάζει σημάδια κόπωσης. Μετέχεις κι εσύ στον Σταυρό του Κυρίου, είναι σαν να λέει η Εκκλησία, οπότε η κόπωσή σου από την άσκηση της νηστείας και της προσευχής έχει πνευματικό νόημα, τέτοιο που σε οδηγεί στη χαρά της Αναστάσεως. Διότι Σταυρός και Ανάσταση συμβαδίζουν πάντοτε: πρόκειται για τις δύο όψεις του ενός νομίσματος, που θα πει πως ο Σταυρός, άρα και η κάθε θλίψη και κόπωση, περικλείει και τη χαρά της Αναστάσεως, όπως και η Ανάσταση ως χαρά προϋποθέτει υποχρεωτικά και την οδύνη του Σταυρού.

 Έτσι ζώντας ο πιστός τον Σταυρό ζει από τώρα τη ζωή του Χριστού, ζει τη νίκη του αιώνιου Νικητή, ζει μέσα στην ασφάλεια της παντοδυναμίας Του, έχει βρει τη θύρα για να ’ναι μέσα στον Παράδεισο, έχει ξεπεράσει την αμαρτία και τον θάνατο, είναι ήδη στα ουράνια μαζί με τους αγίους και τους οσίους, αναπαύεται στο λιμάνι του Παραδείσου.

Οπότε, χριστιανός χωρίς σταυρικό φρόνημα και ζωή δεν υφίσταται. Όσο Χριστός χωρίς Σταυρό δεν υπάρχει, το ίδιο και χριστιανός χωρίς άρση σταυρού είναι ουτοπία. Διότι είναι σαν να διαγράφει ο χριστιανός τον Χριστό από τη ζωή του! Τι χριστιανός τότε είναι; Ο ίδιος ο Κύριος το καθόρισε έτσι: «όποιος θέλει να με ακολουθήσει, ας απαρνηθεί τον (αμαρτωλό) εαυτό του, ας σηκώνει τον σταυρό του καθημερινά, και ας με ακολουθεί». Κι ο μέγιστος απόστολος Παύλος αποκαλύπτοντας το εσωτερικό του βίωμα θα ομολογήσει: «Είμαι σταυρωμένος μαζί με τον Χριστό, γι’ αυτό δεν ζω εγώ, ζει μέσα μου ο Χριστός». Και σταυρώνεται ο πιστός, όπως είπαμε, όταν περπατώντας στη ζωή του μαζί με τον Χριστό υπομένει τις θλίψεις και τους πειρασμούς, αλλά και αγκαλιάζει τον κόσμο όλο με την αγάπη του, αγάπη Χριστού στην πραγματικότητα, καίγοντας στον βωμό αυτόν της αγάπης κάθε τι δικό του εγωιστικό, έστω και «νόμιμο»!

Είπαν για τον μεγάλο όσιο της εποχής μας Πορφύριο ότι αδιάκοπα τις τελευταίες του ώρες, και μάλλον κι όλη τη ζωή του, ψιθύριζε τον λόγο αυτόν του αποστόλου: «Ζω ουκέτι εγώ, ζη εν εμοί Χριστός»! Κι είμαστε βέβαιοι ότι αυτός ο χαρισματικός του ψίθυρος συντονιζόταν με τον εξίσου χαρισματικό κτύπο της καρδιάς του που αντιφωνούσε: «Χριστώ συνεσταύρωμαι». Που θα πει με άλλα ίσως λόγια: «Χριστέ μου, είμαι Εσύ. Άνθρωπε, είσαι εγώ και σου προσφέρω το σώμα και το αίμα μου για να ζήσεις!»  

Σάββατο 22 Μαρτίου 2025

ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (ΣΤΑΥΡΟΠΡΟΣΚΥΝΗΣΕΩΣ) (ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ)

 

«Όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι» (Μάρκ. 8, 34)

Ο Σταυρός του Κυρίου προβάλλεται από την Εκκλησία μας στο μέσον της Σαρακοστής ως όραμα και τελική αναφορά, αλλά και ως αναψυχή και ανάπαυλα, προκειμένου ο χριστιανός να μπορέσει να ακολουθήσει τον Κύριο. Ακολουθώ τον Χριστό δηλαδή σημαίνει σταυρώνομαι μαζί Του, που θα πει  αποκτώ τις προϋποθέσεις ανάστασης με την Ανάστασή Του.  Το Ευαγγελικό ανάγνωσμα της ημέρας στοιχεί ακριβώς πάνω στο σκεπτικό αυτό, καθώς ακούμε τα λόγια του ίδιου του Κυρίου:  «Όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι».

1. Ο Κύριος μέσα στο πλαίσιο της άπειρης αγάπης Του προς τον άνθρωπο, αγάπης που Τον οδήγησε  πάνω στον Σταυρό, μας καλεί να Τον ακολουθήσουμε, γιατί Αυτός είναι ο Σωτήρας μας. Προς τούτο  έρχεται και όχι μόνο μας ανοίγει τα μάτια για να δούμε τον ορθό προσανατολισμό μας, αλλά μας εντάσσει μέσα στον εαυτό Του, ώστε με τη δική Του δύναμη να βρούμε τον βηματισμό μας. Αν δεν συνέβαινε αυτό, αν ο Κύριος ερχόταν απλώς για να μας πει μόνοι μας να Τον ακολουθήσουμε, δεν θα διέφερε από τους άλλους τυράννους της ανθρωπότητας, και μάλιστα ακόμη περισσότερο: όντως θα «έπαιζε» μαζί μας, «διασκεδάζοντας» με τις αδυναμίες μας και την επίγνωση από εμάς αυτών των αδυναμιών.

2. Η κλήση λοιπόν του Χριστού να Τον ακολουθήσουμε γίνεται, αφού έχει δώσει όλες τις δυνατότητες για κάτι τέτοιο. Κι είναι σημαντική η επισήμανση ότι η κλήση αυτή γίνεται σε χρόνο διαρκείας: «ακολουθείτω μοι». Να ακολουθούμε τον Χριστό, πάντοτε και χωρίς διακοπές. Μία διακεκομμένη ακολουθία του Χριστού – μία μαζί Του και μία όχι – συνιστά τη διψυχία που λέει ο άγιος Ιάκωβος, κύριο γνώρισμα της οποίας είναι η ακαταστασία. Ο ίδιος ο Κύριος μάλιστα σε άλλο σημείο απεκάλυψε ότι κάθε μη ακολουθία Του δεν είναι στάση, που μπορεί να φέρει την επανεκκίνηση από το ίδιο σημείο, αλλά οπισθοδρόμηση και εναντίωσή Του. «Ο μη ων μετ’  εμού κατ’  εμού εστι, και ο μη συνάγων μετ’  εμού σκορπίζει».

3. Ακριβώς λοιπόν πάνω σ’  αυτήν την αδιάκοπη ακολουθία του Χριστού, για να μην υπάρχουν οι αποκλίσεις που ακυρώνουν τη σωτηρία του ανθρώπου, έρχονται οι προϋποθέσεις που θέτει ο Ίδιος.

(1) Και πρώτη προϋπόθεση είναι η ελευθερία του ανθρώπου. «Όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν». Όσο κι αν είναι εντελώς απαραίτητη η ακολουθία του Κυρίου – πιο απαραίτητη κι από τον ίδιο τον αέρα που αναπνέουμε – όμως ο Θεός δεν μας εκβιάζει. Μας δίνει την ώθηση, παρακολουθεί την πορεία μας, αλλά δεν μας υποκαθιστά. Τον τελευταίο λόγο για τη σωτηρία του δηλαδή τον έχει ο ίδιος ο άνθρωπος. Κι ο λόγος είναι γνωστός: ο Θεός μάς δημιούργησε ελεύθερους. Η χριστιανική πίστη αναπτύσσεται μέσα στον αέρα της ελευθερίας.

(2) Δεύτερη προϋπόθεση είναι η απάρνηση του εαυτού. «Απαρνησάσθω εαυτόν». Πρόκειται περί του εγωιστικού εαυτού, εκείνου που «τραβάει» τον άνθρωπο πάντοτε προς τα κάτω, στα πάθη της φιληδονίας, της φιλαργυρίας, της φιλοδοξίας. Διότι ναι μεν μας δόθηκε η ελευθερία από τον Κύριο, αφότου μάλιστα ενωθήκαμε με Αυτόν διά του αγίου βαπτίσματος, αλλά το τρεπτό της θελήσεώς μας εξακολουθεί και υφίσταται, συνεπώς εναπόκειται σε εμάς αν θα επιβεβαιώνουμε τη ζωή μας ως ακόλουθοι του Χριστού ή ως ακόλουθοι των παθών μας. Εδώ κατανοούμε την άσκηση βίας στον εαυτό μας, που λέει ο Κύριος: «Η βασιλεία του Θεού βιάζεται και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν». Οπότε η  ακολουθία του Χριστού απαιτεί  συνεχή κίνηση: μία αδιάκοπη και στο έπακρο ενεργητικότητά του. Η νήψη, ως εγρήγορση, λοιπόν είναι το κύριο χαρακτηριστικό του πιστού.

(3) Και η τρίτη προϋπόθεση: «Και αράτω τον σταυρόν αυτού». Πρόκειται για τη συσταύρωσή μας με Εκείνον, όπως το διατυπώνει ο απόστολος Παύλος: «Χριστώ συνεσταύρωμαι. Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός».

Καταλαβαίνουμε ότι δεν υπάρχει περίπτωση να παρακάμψουμε τον σταυρό, ακολουθώντας τον Κύριο, αφού ο Σταυρός υπήρξε το κύριο γνώρισμα της ζωής Του, απαρχής μέχρι τέλους. Τι σημαίνει όμως άρση του σταυρού; Σημαίνει ζωή κατά το πρότυπο του Κυρίου: απόλυτης υπακοής στον Θεό, θυσιαστικής αγάπης στον συνάνθρωπο, ταπείνωσης ως προς τον εαυτό. Με άλλα λόγια, κάνω κέντρο της ζωής μου το θέλημα του Θεού, άρα αγαπώ Εκείνον και την εικόνα Του τον άνθρωπο, κι αυτό με τη βεβαιότητα ότι απλώς πορεύομαι στη φυσιολογία της ζωής μου: «Όταν ποιήσητε πάντα τα διατεταγμένα υμίν, λέγετε ότι αχρείοι δούλοι εσμέν, ότι ο οφείλομεν ποιήσαι, πεποιήκαμεν».

Η χριστιανική πίστη μάς καλεί σε μία συνεχή υπέρβαση του εαυτού μας. Όποιος είπε ότι ο χριστιανισμός είναι εύκολη υπόθεση, μάλλον είναι άγευστος της ζωής του. Το παρήγορο όμως είναι ότι κι αν κάπου αποκλίνουμε, αν στην καθημερινή ζωή μας βλέπουμε την αδυναμία μας, όμως δεν απελπιζόμαστε. Η κάθε πτώση μας, αν μας οδηγεί σε ταπείνωση, λειτουργεί ανυψωτικά, γιατί και εκεί έρχεται ο Κύριος, ο Οποίος μας προσφέρει πολλαπλασίως τη χάρη Του. Το θέμα είναι μήπως ακολουθούμε δαιμονική οδό: να αμαρτάνουμε και να καυχόμαστε γι’  αυτό.

ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (ΣΤΑΥΡΟΠΡΟΣΚΥΝΗΣΕΩΣ) (ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ)

 

«Προσερχώμεθα οὖν μετά παρρησίας τῷ θρόνῳ τῆς χάριτος, ἵνα λάβωμεν ἔλεον καί χάριν εὕρωμεν εἰς εὔκαιρον βοήθειαν» (῾Εβρ. 4, 16)

(῎Ας πλησιάσουμε λοιπόν μέ θάρρος τόν θρόνο τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, γιά νά μᾶς σπλαγχνιστεῖ καί νά μᾶς δωρίσει τήν χάρη Του, τήν ὥρα πού τήν χρειαζόμαστε).

Στό μέσον τῆς Σαρακοστῆς ἡ ᾽Εκκλησία προβάλλει τόν Σταυρό τοῦ Κυρίου πρός ἐνίσχυση γιά τό ὑπόλοιπο διάστημα τῆς Νηστείας, λόγω τῶν καμάτων πού ὁ καθένας κατά τίς ἀντοχές του ἔχει καταθέσει στόν πνευματικό ἀγώνα. Τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα σχετίζεται μέ τόν Σταυρό τοῦ Κυρίου, γιατί ἀναφέρεται στό ἀρχιερατικό ἀξίωμά Του, ὅτι δηλαδή ὁ Κύριος εἶναι ὁ μέγας καί ἀληθινός ἀρχιερέας, ὁ ῾Οποῖος μέ τήν σταυρική Του θυσία, ῾αἵρων τάς ἁμαρτίας ἡμῶν᾽, μᾶς ἕνωσε καί πάλι μέ τόν Θεό κι εἶναι ἕτοιμος νά μᾶς βοηθήσει στήν ὅποια ἀδυναμία παρουσιάζουμε κατά τήν πορεία μας στόν κόσμο τοῦτο. ῾Η παραπάνω προτροπή λοιπόν τοῦ ἀποστόλου εἶναι εὐνόητη.

1. ῾Ο θρόνος τῆς χάριτος εἶναι ἀνοικτός πιά γιά τούς ἀνθρώπους. ῾Ο Κύριος γενόμενος ἄνθρωπος καί καταργώντας τήν ἁμαρτία πού μᾶς χώριζε ὡς φράγμα ἀπό τόν Θεό, μᾶς προσέλαβε καί μᾶς ἔκανε ἕνα μέ ᾽Εκεῖνον, ὁπότε δι᾽ Αὐτοῦ καί ἐν Αὐτῷ ὡς μέλη Του ἔχουμε δίοδο στήν Βασιλεία Του: μέ Αὐτόν μποροῦμε καί βλέπουμε καί πάλι τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Πατέρα, ἤ ἀλλιῶς  γινόμαστε μέτοχοι τῆς κοινῆς ἐνέργειας ὅλης τῆς Τριαδικῆς θεότητος.  ῾Ο ἄνθρωπος μπορεῖ καί ζεῖ ἤδη ἀπό τώρα στά ὅρια τῆς ὕπαρξής του, τοῦ σώματος καί τῆς ψυχῆς, τήν παρουσία τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ. ᾽Εν Χριστῷ ὁ ἄνθρωπος γίνεται ναός τοῦ ζῶντος Θεοῦ, ναός δηλαδή τοῦ ἐν αὐτῷ οἰκοῦντος ῾Αγίου Πνεύματος. Γι᾽ αὐτό καί δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὁ Σταυρός τοῦ Κυρίου, διά τοῦ ὁποίου ἐπῆλθε ἡ κατάργηση τῆς ἁμαρτίας, χαρακτηρίζεται ἀπό τήν ᾽Εκκλησία μας ὡς κλειδί τοῦ Παραδείσου καί θυρῶν αὐτοῦ ἀνοικτήριον.

2. ῾Η προτροπή ὅμως τοῦ ἀποστόλου: «προσερχώμεθα» (ἄς προσερχόμαστε, ἄς πλησιάσουμε) ὑπονοεῖ καί τό αὐτονόητο: ὅτι βεβαίως ὁ Κύριος μᾶς ἔχει προσφέρει τό σημαντικότερο ὅλων τῶν ἀγαθῶν, δηλαδή τήν ἀποκατάστασή μας καί τήν ἐν Θεῷ πιά παραμονή μας, ὅμως ἀπαιτεῖ ἀντιστοίχως καί τήν δική μας συγκατάθεση. ῾Ο δρόμος εἶναι ἀνοικτός, ἡ χάρη Του μᾶς ἐνισχύει, ἄν ὅμως κι ἐμεῖς δέν κάνουμε τό βῆμα πού χρειάζεται ἡ χάρη αὐτή παραμένει ἀνενέργητη. ῾Η συνέργεια Θεοῦ καί ἀνθρώπου εἶναι δεδομένη στήν πίστη μας γιά τό γεγονός τῆς σωτηρίας. ῾Συνεργοί Θεοῦ ἐσμεν᾽ θά σημειώσει ὁ ἀπόστολος. Λοιπόν, τά πάντα μπορεῖ ἤδη νά ἔχουν ἀνοιχθεῖ, ἡ φυλακή τῆς ἁμαρτίας μπορεῖ νά ἔχει γκρεμισθῆ, τά δεσμά δέν ὑφίστανται, ἀλλά πρέπει καί ὁ ἄνθρωπος νά ἀνοίξει τά μάτια του γιά νά δεῖ τήν ἐλευθερία πού τοῦ δόθηκε καί νά θελήσει νά φύγει ἀπό τά δεσμά. Διαφορετικά, ὁ ἴδιος ξαναθέτει τόν ἑαυτό του μέσα σέ αὐτά, ὅταν μάλιστα καραδοκεῖ καί ὁ αἰώνιος ἐχθρός, ὁ ὁποῖος μπορεῖ μέν νά εἶναι ἡττημένος, ἀποκτᾶ ὅμως συνθῆκες νίκης του ὅταν τόν καλεῖ ἡ ἀμέλεια τοῦ ἴδιου τοῦ ἀνθρώπου.

3. ῾Ο ἀπόστολος προχωρεῖ ὅμως περαιτέρω. Καλεῖ τόν πιστό πού ἐν πίστει ἔχει ἀποδεχθῆ τόν Χριστό καί ἔχει γίνει μέλος Του ἐν ᾽Εκκλησίᾳ νά προσέλθει μέν καί νά ἀπολαύσει τίς δωρεές πού ἀπέρρευσαν ἀπό τήν Σταυρική Του θυσία, ἀλλά «μετά παρρησίας», μέ θάρρος. Σάν νά λέει ὁ ἀπόστολος: μήν πλησιάζετε τόν Θεό σάν φτωχοί συγγενεῖς. Εἶστε μέ τόν Χριστό παιδιά τοῦ Πατέρα καί γι᾽ αὐτό ὅπως τά παιδιά ἔχουν θάρρος ἀπέναντι στόν πατέρα τους, ἔτσι κι ἐσεῖς. Κι αὐτό σημαίνει ὅτι ὄχι μόνο ὅ,τι μᾶς πρόσφερε ὁ Χριστός γιά τήν σωτηρία μας ἦταν καρπός τῆς ἀγάπης Του, ἀλλά αὐτή ἡ ἀγάπη Του παραμένει ἀνεξάντλητη. ᾽Εκεῖνος πού μᾶς ἔδωσε τήν χάρη Του, πού θά πεῖ ὁλόκληρο τόν ῾Εαυτό Του, ὁ ῎Ιδιος νιώθει χαρά νά Τήν γευόμαστε διαρκῶς, ὅπως τά παιδιά κατά τρόπο φυσικό γεύονται τά ἀγαθά στό σπίτι τοῦ πατέρα τους.

Καί νά πού ἡ ᾽Εκκλησία μας αὐτήν τήν ἀλήθεια μᾶς καλεῖ νά τήν βιώνουμε πάντοτε βεβαίως, κυρίως ὅμως σέ ὅ,τι συνιστᾶ κέντρο καί πυρήνα τῆς ζωῆς της, τήν Θεία Λειτουργία. Στήν Θεία Λειτουργία, ὅταν πιά ἔχουν μείνει οἱ πραγματικοί πιστοί, οἱ βαπτισμένοι καί χρισμένοι στό ἅγιο ὄνομα τοῦ Κυρίου, ἀκοῦνε τήν προτροπή τοῦ ἱερέα ῾καί καταξίωσον ἡμᾶς, Δέσποτα, μετά παρρησίας, ἀκατακρίτως, τολμᾶν ἐπικαλεῖσθαι Σέ τόν ἐπουράνιον Θεόν Πατέρα᾽ (καταξίωσέ μας, Δέσποτα, μέ θάρρος καί ἀκατάκριτη συνείδηση, νά τολμοῦμε νά Σέ προσφωνοῦμε Πατέρα). ᾽Εκεῖ λοιπόν στό μυστήριο αὐτό τῶν μυστηρίων βρίσκουμε τό σημεῖο συντονισμοῦ μας μέ τήν δικαίωση τοῦ ἀνθρώπου διά τῆς σταυρικῆς θυσίας τοῦ Κυρίου. Στή Θεία Λειτουργία καί στή μετοχή συνεπῶς τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Κυρίου νιώθουμε πραγματικά παιδιά τοῦ μεγάλου Πατέρα μας, νιώθουμε κυριολεκτικά σάν στό σπίτι μας.

4. ῾Οπότε στήν χαρισματική αὐτή κατάσταση λειτουργίας τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ εὑρισκόμενος ὁ πιστός ὡς μέλος ᾽Εκείνου, συντονισμένος μέ τόν ρυθμό τῆς κεφαλῆς πού εἶναι ὁ Χριστός, τῶν ἐξαιρέτων μελῶν πού εἶναι ἡ Παναγία καί οἱ ἅγιοί μας, τῶν ἀδυνάτων λοιπῶν μελῶν πού συνιστοῦμε τήν στρατευόμενη ᾽Εκκλησία, ἔχει τήν βεβαιότητα λήψεως τῆς χάρης καί τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ. ῾῞Ινα λάβωμεν ἔλεον καί χάριν εὕρωμεν᾽. Καί μάλιστα ῾τήν ὥρα πού χρειαζόμαστε τήν χάρη αὐτή᾽ (῾εἰς εὔκαιρον βοήθειαν᾽). Πού σημαίνει: στό ὅποιο πρόβλημά μας ἤ καί στήν μεγαλύτερη χαρά μας τό πιό δυνατό σημεῖο μας, ἡ ὥρα τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ καί γιά ἐμᾶς εἶναι ὁ ἐκκλησιασμός μας. Καί πῶς μπορεῖ νά εἶναι διαφορετικά, ἀφοῦ μετά ἀπό λίγο ὁ πιστός θά κληθεῖ νά κοινωνήσει ῾μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως καί ἀγάπης᾽ τόν ἴδιο τόν Κύριο ὑπό τά εἴδη τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου, κατά τήν ἀψευδῆ βεβαίωσή Του; Τότε θά γίνει κι αὐτός κατά χάριν ἕνας μικρός θεός, κατά συνέπεια ὅλα τά ἀνθρώπινα θά ῾λιώσουν᾽ κάτω ἀπό τό πῦρ τῆς θεότητος!

Μιλᾶμε ὅμως γιά συντονισμό τοῦ πιστοῦ μέ τόν ρυθμό τοῦ σώματος καί τῆς κεφαλῆς, πού σημαίνει ὅτι ὄχι μόνο ὁ πιστός πιστεύει στόν Χριστό καί τήν ᾽Εκκλησία, ἀλλά καθορίζει καί ὅλη τήν πορεία τῆς ζωῆς του μέ βάση τό ἅγιο θέλημα ᾽Εκείνου, δηλαδή τήν ἀγάπη. Πιστός πού δέν ἔχει μπεῖ σ᾽ αὐτόν τόν ρυθμό δέν εἶναι ἀληθινός πιστός, γι᾽ αὐτό καί ἀφενός ἡ μετοχή του στήν Θεία Λειτουργία μπορεῖ νά τοῦ προκαλέσει πνευματικό ῾ἔμφραγμα᾽, ἀφετέρου ἡ ὅποια ἐνδεχόμενη παρρησία του ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ θά λειτουργεῖ ὡς θράσος ἀπέναντί Του. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι οἱ ἅγιοι Πατέρες μας ἀποτρέπουν ἀπό τήν συμμετοχή στήν Θεία Εὐχαριστία ἐκείνους πού δέν ζοῦν μέ ἀγάπη καί κρατᾶνε κακία στήν ψυχή τους ἀπέναντι στόν ὁποιοδήποτε συνάνθρωπό τους· γιά τόν λόγο ἀκριβῶς ὅτι ἡ θεία Κοινωνία θά τούς κάνει κακό καί θά εἶναι ῾εἰς κρίμα καί κατάκριμά᾽ τους.

Νά προσερχόμαστε μέ θάρρος στόν θρόνο τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ. Δέν θυμίζει τοῦτο τήν πορεία τοῦ ἀσώτου ὅταν ἔπαιρνε τόν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς πρός τόν Πατέρα του; Κι ἐκεῖνος προσερχόταν, παρ᾽ ὅλες τίς ἐπιφυλάξεις του, μέ θάρρος, γιατί πίστευε στήν ἀγάπη τοῦ Πατέρα. Καί τελικῶς τό παράδειγμά του μᾶς ἀνοίγει πλήρως τά μάτια: ἡ παρρησία πρός τόν Θεό ἀποκτᾶται ἐκεῖ πού ὑπάρχει μετάνοια. ῞Οσο τό ῾ἥμαρτον εἰς τόν Οὐρανόν καί ἐνώπιόν Σου᾽ θά βρίσκεται στήν καρδιά καί τά χείλη μας, τόσο καί ἡ αἴσθηση τῆς υἱότητός μας ἔναντι τοῦ Θεοῦ θά φουντώνει μέσα μας.

 

Παρασκευή 21 Μαρτίου 2025

Γ΄ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ

 "Χαῖρε, στοργή πάντα πόθον νικῶσα"

(Χαῖρε, Σύ Παναγία, πού εἶσαι η σφοδρή αγάπη 

κι ὁ ἔρωτας που νικάει κάθε άλλον πόθο).

 1. Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, γιά τόν ποιητή (συνεπῶς καί γιά ὅλους τούς πιστούς, στόμα τῶν ὁποίων εἶναι ἐκεῖνος), δέν εἶναι ἁπλῶς μία ὑπέρ τούς ἄλλους ἁγίους Ἁγία, ἡ ὁποία κάθεται ἐπί τοῦ θρόνου της καί ρίχνει ἀφ’ ὑψηλοῦ τό βλέμμα της στήν ἀνθρωπότητα καί δή στούς πιστούς. Μία τέτοια θέασή της μπορεῖ νά φαίνεται ὅτι περιέχει στοιχεῖα ἀληθείας, μά ἀπέχει πόρρω τῆς πραγματικότητάς της. Διότι ἡ Παναγία μας, ἄν ἔχει τέτοια σπουδαία θέση, τή σπουδαιότερη ἀνθρώπινα, μέσα στήν Ἐκκλησία, εἶναι διότι φανερώνει τή ζωή καί τό ἦθος τοῦ Υἱοῦ καί Θεοῦ της. Τό μεγαλεῖο της ἦταν ὅτι ἐλεύθερα ὑποτάχθηκε στό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ἔγινε ἡ πιό κρυστάλλινη καί διαυγής δίοδος, κυριολεκτικά ἡ «μόνη πύλη», προκειμένου νά περάσει δι’ αὐτῆς ὄχι κάτι ἀπό τόν Θεό, ἀλλά ὁ ἴδιος ὁ Θεός ὡς ἄνθρωπος μέσα στόν κόσμο. Κι αὐτό σημαίνει ὅτι ὅπως ὁ Θεός μας «ἔκλινεν οὐρανούς καί κατέβη», διότι μᾶς ἀγάπησε μέ τή μεγαλύτερη ἀγάπη καί τόν μεγαλύτερο ἔρωτα (:«οὕτω γάρ ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον ὥστε τόν Υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἔδωκεν», καί: «ὄντων ἡμῶν ἁμαρτωλῶν Χριστός ὑπέρ ἡμῶν ἀπέθανεν»), ἔτσι καί ἡ Παναγία μας, συντονισμένη μέ τή σφοδρή ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο, κινεῖται στόν ἴδιο  μέ Ἐκεῖνον ρυθμό: στέκεται θυσιαστικά, πλήρης ἀγάπης καί ἔρωτος, ἀπέναντι στόν κάθε ἄνθρωπο, ἰδίως δέ τόν πιστό πού ἀφήνει χῶρο στήν ψυχή καί τήν καρδιά του γιά νά βρεῖ «τόπον καταπαύσεως» ἡ ἀπόλυτη καί μοναδική αὐτή ἀγάπη. Τά ἄπειρα καταγεγραμμένα ἤ μή θαύματα τῆς Παναγίας μας ἀνά τούς αἰῶνες πιστοποιοῦν τήν πραγματικότητα αὐτή.

2. Μπροστά λοιπόν σ’ αὐτήν τή στάση της πού φανερώνει τή στάση τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ μας, (νά εἶναι δηλαδή ἡ Μάνα πού τό μόνο πού ἐπιζητεῖ γιά τά παιδιά της εἶναι νά τά ἔχει στή θερμή ἀγκαλιά της), ὁ πιστός διά στόματος τοῦ ἁγίου ὑμνογράφου κινεῖται ἐξίσου θερμά καί μέ σφοδρή ἀγάπη: κινεῖται σάν τό παιδί πού πέφτει στήν ἀνοικτή ἀγκάλη τῆς Μάνας του καί τήν καταφιλεῖ δεχόμενη τούς δικούς της ἀσπασμούς καί τά δικά της φιλιά. Πόσο θυμᾶται κανείς ἐδῶ τούς ἁγίους μας, ὄχι μόνο τούς παλαιοτέρους, μά καί τούς νεωτέρους μας, σάν γιά παράδειγμα τόν ἅγιο Νεκτάριο ἤ σάν τόν ἅγιο Γέροντα Παΐσιο! Ὁ ἅγιος Νεκτάριος μπρός στήν Παναγία τή Συλημβριανή πού εἶχε στό κελλί του, τῆς μιλοῦσε τόσο θερμά καί τήν προσκυνοῦσε καί φιλοῦσε τήν εἰκόνα της τόσο πολύ, πού δημιούργησε βαθούλωμα ὁ ἔνδακρυς ἀσπασμός του. Κι ὁ ἅγιος Παΐσιος, κατά τήν ὁμολογία τοῦ Ἴδιου, πάντοτε ἀναφερόταν στήν Παναγία – «τήν κρατάω διαρκῶς ἀπό τό φουστάνι» συνήθιζε νά λέει – κι ὑπῆρχαν φορές, πάμπολλες πρέπει νά ὑποθέσουμε, πού ἀγκάλιαζε τήν ἁγία εἰκόνα της καί τήν καταφιλοῦσε «γιά νά βυζάξει λίγο τή χάρη της».

3. Ἔτσι ἡ Παναγία μας, κατά τόν ὑμνογράφο, εἶναι κατ’ ἀντανάκλαση τοῦ Υἱοῦ καί Θεοῦ της, τό ἐρώμενο ἀπό τούς πιστούς πρόσωπο, γιατί εἶναι ἡ κατεξοχήν ἐρῶσα τούς ἀνθρώπους. Ἀγαπάει μέ ἄλλα λόγια κι ἐπειδή ἀγαπάει ἀγαπιέται. Γιατί πῶς θά μπορούσαμε ἐμεῖς οἱ ἀδύνατοι καί πεσμένοι στήν ἁμαρτία ἄνθρωποι νά ἀγαπήσουμε τόν Θεό καί ὅ,τι εἶναι τοῦ Θεοῦ, πρωτίστως τήν Παναγία Μητέρα τοῦ Κυρίου, ἄν δέν μᾶς ἔδινε ὁ Ἴδιος χέρι βοηθείας; Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι μποροῦμε νά ἀγαπᾶμε τόν Θεό, γιατί Ἐκεῖνος πρῶτος ἀγάπησε ἐμᾶς. Ἐκεῖνος εἶχε καί ἔχει πάντοτε τήν πρωτοβουλία, Ἐκεῖνος στήνει τή σκάλα καί κατέρχεται, προκειμένου νά ἀνέβουμε κι ἐμεῖς. Ὅπως τό διατυπώνει καί ὁ μέγας Ἰωάννης ὁ Θεολόγος: «Ἡμεῖς ἀγαπῶμεν ὅτι Αὐτός πρῶτος ἠγάπησεν ἡμᾶς». Τό τραγικό γιά ἐμᾶς εἶναι ὅτι ἐνῶ ὁ Θεός μᾶς ἀγαπάει χωρίς ἐκπτώσεις καί χωρίς διακοπές, (εἶναι «ὁ μόνος πιστός»), ἐμεῖς συνεχῶς ἀπιστοῦμε καί ταλαντευόμαστε, ἐμεῖς πότε λίγο καταλαβαίνουμε καί θέλουμε νά ἀνταποκριθοῦμε καί πότε κλεινόμαστε στόν ἑαυτό μας καί στά πάθη μας, ἀφήνοντας ἔξω ἀπό ἐμᾶς τήν ἀγάπη Του αὐτή, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ καί τή λύση καί τή διέξοδο σέ ὅλα τά προβλήματά μας - ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι κυριολεκτικά ὁ Παράδεισός μας.  

4. Καί τί μᾶς λέει περαιτέρω καί ἐντελῶς παρηγορητικά ὁ ἅγιος ποιητής, κατά τόν χαιρετισμό; Ὅτι μόλις ἀρχίζουμε μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ νά νιώθουμε λίγο τή θερμή ἀγάπη τῆς Παναγίας ἀπέναντί μας, συνεπῶς τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μας, τότε ἀρχίζουμε νά ἀπεμπλεκόμαστε καί ἀπό ὅ,τι ἐμπαθές μᾶς δένει μέ τόν κόσμο τοῦτο. Νά «ξεκολλᾶμε» δηλαδή καί ἀπό τόν πόθο τῶν σαρκικῶν μας ἐπιθυμιῶν καί ἀπό τόν πόθο γιά ν’ ἀποκτοῦμε διαρκῶς καί περισσότερα ὑλικά ἀγαθά καί ἀπό τόν πόθο γιά νά φαινόμαστε καί νά ἐπιζητοῦμε τόν ἀνθρώπινο ἔπαινο σέ ὅλα τά ἔργα μας. Μέ ἄλλα λόγια μόνο μία σφοδρή καθαρή ἀγάπη, σάν αὐτήν πρός τή Μάνα μας Παναγία, μπορεῖ νά μᾶς γλιτώσει ἀπό τίς ἐμπαθεῖς ἀγάπες καί προσκολλήσεις μας. Κι αὐτό γιατί; Διότι οἱ ἐμπαθεῖς ἀγάπες καί οἱ ὅποιοι ἁμαρτωλοί πόθοι μας ὁδηγοῦν πάντοτε μέ μαθηματική ἀκρίβεια σέ μία ἀπ’ αὐτήν τή ζωή κόλαση, μέ τά στοιχεῖα τῆς θλίψης καί τῆς μελαγχολίας καί τοῦ ἄγχους καί τῆς ἀνοησίας τῆς ζωῆς πού περικλείει. Εἶναι ἡ τραγική ὁμολογία πού κάνουμε ὅλοι μας, ὅταν φτάσουμε στό σημεῖο τόν πρῶτο λόγο στή ζωή μας νά τόν ἔχει ἡ ἁμαρτία καί ὄχι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, νά τόν ἔχει δηλαδή ἡ κλίση τῆς καρδιᾶς μας σέ ὅ,τι δέν εἶναι Θεός καί Χριστός. Ἐν ἀντιθέσει πρός τήν ἄλλη περίπτωση: πόσο καλά αἰσθανόμαστε, πόση χάρη Θεοῦ καί «Παράδεισο» ζοῦμε, ὅταν ἡ κλίση τῆς καρδιᾶς μας εἶναι πρός τόν Χριστό καί πρός τούς ἁγίους μας, κυρίως δέ πρός τήν Παναγία μας!

Ο ΗΛΙΟΣ ΤΟ ΦΩΣ ΤΟΥ ΤΟ ΕΚΑΝΕ ΣΚΟΤΑΔΙ!

«Σέ ὡς ἐθεάσατο σαρκί κρεμάμενον, Χριστέ, ἐν ξύλῳ, τό φῶς εἰς σκότος μετέβαλεν ἥλιος˙ καί γῆ ἐσαλεύθη καί πέτραι διερράγησαν» (ωδή ε΄).

(Καθώς Σε είδε, Χριστέ, να κρέμεσαι ως άνθρωπος στο ξύλο του Σταυρού ο ήλιος, το φως του το έκανε σκοτάδι. Και η γη σαλεύτηκε και οι πέτρες έσπασαν).

Ο άγιος Ιωσήφ μάς μεταφέρει στα συγκλονιστικά γεγονότα της Μεγάλης Παρασκευής: τη Σταύρωση του Υιού και Λόγου του Θεού ως ανθρώπου, του Κυρίου Ιησού Χριστού. Κι ενώ σε πολλούς άλλους ύμνους αναφέρεται στη σωτηρία που πήγασε από τον Σταυρό, καθώς ο Εσταυρωμένος «αἴρει τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» και ανοίγει την κλεισμένη θύρα του Παραδείσου δίνοντας και πάλι τη ζωή στον άνθρωπο – «τῷ Σταυρῷ Σου, οἰκτίρμον, ἀνεζωώθημεν» (κάθισμα όρθρου) -, στον συγκεκριμένο ύμνο θυμίζει την αντίδραση της φύσης μπροστά σ’ αυτά που υπέστη ο Δημιουργός της, όπως βεβαίως περιγράφεται στο Ευαγγέλιο. Διότι δεν πρέπει ποτέ να μας διαφεύγει ότι «τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καί τό πλήρωμα αὐτῆς» και ότι ο Κύριος είναι ο Παντοκράτωρ Δημιουργός Κύριος, διά του Οποίου «πάντα ἐγένετο καί χωρίς Αὐτοῦ ἐγένετο οὐδέ ἕν ὅ γέγονε» (όλα δημιουργήθηκαν από τον Χριστό και χωρίς Αυτόν δεν έγινε τίποτε από αυτά που υπάρχουν). Το ομολογούμε άλλωστε διαρκώς και στο Σύμβολο της Πίστεως. Ο Χριστός είναι ο «δι’ Οὗ τά πάντα ἐγένετο». Και μας προκαλεί με την υπόμνησή του αυτή ο άγιος υμνογράφος να μη ξεχνάμε ότι η φύση, μέρος της οποίας είμαστε και εμείς, συνιστά την αδελφή μας, συνιστά «ιερό τόπο» αφού διακρατείται από τις άκτιστες ενέργειες του Δημιουργού της, αποτελεί μία άλλη Βίβλο, στην οποία μπορούμε να διαβάζουμε την παρουσία του Τριαδικού Θεού μας – «οἱ οὐρανοί διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ, ποίησιν δέ χειρῶν αὐτοῦ ἀναγγέλλει τό στερέωμα». Κι αυτό θα πει κατ’ επέκταση ότι προσεγγίζοντας έτσι τη Δημιουργία του Θεού, η οποία κινείται από τον Κύριο για να εκφράσει τον αποτροπιασμό της για όσα εχθρικά συνέβησαν πάνω στον Γολγοθά από πλευράς του πρώτου της Κτίσεως ανθρώπου, την σεβόμαστε και την αγαπάμε. Γιατί «σκοποῦμεν οὐ τά βλεπόμενα ἀλλά τή μή βλεπόμενα» κατά τον απόστολο, τη χάρη όπως είπαμε και την ενέργεια του Θεού μας.  Η άλογη φύση γίνεται εν προκειμένω ο δάσκαλος και ο καθοδηγητής μας.

Πέμπτη 20 Μαρτίου 2025

ΑΜΑΡΤΙΑ ΣΤΗΝ ΑΜΑΡΤΙΑ (Πέμπτη Γ΄ Νηστειών)

«Ὀλισθαίνων τοῖς χείροσι προσεπεκτείνομαι καί τῷ μώλωπι τραῦμα προσεπιτίθημι˙ ἴασαι, Χριστέ, τήν λιθώδη μου πώρωσιν, ταῖς τῶν Ἀποστόλων, Οἰκτίρμον, ἱκεσίαις» (ωδή η΄).

(Την ώρα που γλιστράω στην αμαρτία, επεκτείνομαι ακόμη περισσότερο στα χειρότερα, όπως και στους μώλωπες που μου προξενούν οι αμαρτίες εγώ προσθέτω κι άλλο τραύμα. Γιάτρεψε, Χριστέ, την πώρωσή μου που ’ναι σκληρή σαν λίθος, με τις ικεσίες των Αποστόλων Σου).

Ο άγιος υμνογράφος Ιωσήφ επισημαίνει στον ύμνο την τραγωδία στην οποία βρίσκεται ο άνθρωπος, δηλαδή ο καθένας μας, όταν αμαρτάνει και δεν μετανοεί όπως πρέπει. Όπως είναι γνωστό, η αμαρτία δεν είναι μία επιλογή του ανθρώπου χωρίς επιπτώσεις στη ζωή του. Δυστυχώς τα αποτελέσματά της είναι ο ίδιος ο θάνατος, πνευματικός και σωματικός – «τά γάρ ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος» κατά τον Απόστολο – που σημαίνει ότι η αμαρτία όχι μόνο έχει αντίκτυπο στην υγεία του σώματος, αλλά πρώτιστα της ίδιας της ψυχής: ο αμαρτάνων αλλοιώνεται ψυχολογικά, συναισθηματικά, βουλητικά, με άμεση επίπτωση και στις σκέψεις του.  Το συνολικό αποτέλεσμα, κατά τον υμνογράφο μας, είναι ότι σκληραίνει την ψυχή μας, την κάνει σαν πέτρα, γεγονός που κάνει τον άνθρωπο να νιώθει τις απαρχές της κόλασης. Κόλαση δεν είναι «καζάνια που βράζουν» ή φωτιές αναμμένες, αλλά η ανυπαρξία «σάρκινης καρδιάς», η έλλειψη δηλαδή οποιασδήποτε αγάπης και ορθής κοινωνίας με τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Ας θυμηθούμε το περιστατικό του Γεροντικού με τον άγιο Μακάριο, που το πνεύμα ενός ιερέα των ειδώλων μίλησε στον άγιο, καθώς τον κίνησε η αγιότητα του Μακαρίου όταν συνάντησε το κρανίο του, για να του πει ότι κόλαση είναι ακριβώς η έλλειψη επικοινωνίας των ανθρώπων – είμαστε πλάτη με πλάτη, είπε – και παρηγοριά προσωρινή υπάρχει όταν κάποιος άγιος προσεύχεται για εμάς και γυρίζουμε και βλέπουμε ο ένας το πρόσωπο του άλλου.

Ο άγιος Ιωσήφ όμως, κινούμενος αγιογραφικά αλλά και εμπειρικά, επισημαίνει όχι μόνο τη λιθώδη πώρωση της καρδιάς που φέρνει η αμαρτία αλλά και τη λειτουργία της αμαρτίας μέσα στην ύπαρξη του ανθρώπου. Ο αμαρτάνων και μη σπεύδων να μετανοήσει αμαρτάνει διαρκώς αυξητικά! Βλέπει το κακό που του κάνει η αμαρτία και η αντίδρασή του είναι να… προσθέτει και άλλη αμαρτία. Αμαρτία στην αμαρτία, το ένα κακό πάνω στο άλλο. Η Αγία Γραφή, ήδη από την Παλαιά Διαθήκη, το επισημαίνει: «ο ρυπαρός ας γίνεται πιο ρυπαρός ακόμη, και ο κακός ακόμη χειρότερος»! Και πάλι θυμίζει η περίπτωση το άλλο περιστατικό του Γεροντικού, όπου ένας όσιος ασκητής κατάλαβε τι συμβαίνει με τους ανθρώπους, όταν είδε κάποιον να μην μπορεί να σηκώσει ένα μεγάλο δεμάτι από ξύλα. Και τι έκανε ο άνθρωπος αυτός; Αντί να ελαφρύνει το φορτίο, έκοβε κι άλλα ξύλα και τα πρόσθετε στο ήδη μεγάλο δεμάτι. Η πληροφορία που έλαβε από τον Θεό ο όσιος στην απορία του ήταν ακριβώς αυτή: οι άνθρωποι έτσι δυστυχώς συμπεριφέρονται. Αμαρτάνουν και αντί να μετανοούν προσθέτουν και άλλες αμαρτίες στην ήδη βαριά καρδιά τους.

Η θεραπεία είναι μονόδρομος για τον άγιο και κάθε χριστιανό: να στραφεί ο άνθρωπος εν μετανοία στον μόνο Ιατρό των ψυχών και των σωμάτων, τον Κύριο Ιησού Χριστό, γιατί είναι ο Μόνος ως ο ενανθρωπήσας Θεός που ήλθε ακριβώς για την ίαση του ανθρώπου. «Ἐγώ ἦλθον ἵνα ζωήν καί περισσόν ζωῆς ἔχωσιν οἱ ἄνθρωποι». Και στη μετάνοια αυτή μεγάλη βοήθεια, υπενθυμίζει ο άγιος, προσφέρουν οι άγιοι Απόστολοι. Γιατί είμαστε όλοι μέλη Χριστού, συνεπώς ο καθένας, και μάλιστα τα εξαίρετα μέλη όπως η Παναγία μας και οι Απόστολοι, μπορούν να βοηθήσουν τα υπόλοιπα ασθενικά μέλη σαν κι εμάς. Όπως το ψάλλουμε  διαρκώς και στην περίοδο της Σαρακοστής: «Ἱκετεύσατε ὑπέρ ἡμῶν ἅγιοι Ἀπόστολοι καί ἅγιοι Πάντες, ἵνα ῥυσθῶμεν κινδύνων καί θλίψεων. Ὑμᾶς γάρ θερμούς προστάτας πρός τόν Σωτῆρα κεκτήμεθα».  

Τετάρτη 19 Μαρτίου 2025

ΔΟΥΛΟΣ ΣΤΙΣ ΗΔΟΝΕΣ ΚΑΙ ΑΔΕΙΑ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ (Τετάρτη Γ΄ Νηστειών)

«Ἐν τιμῇ ὤν υἱότητος Πατρός ἀγαθοῦ, ὁ ἄνους ἐγώ οὐ συνῆκα, ἀλλ’ ἐμαυτόν τῆς δόξης ἐστέρησα, τόν πλοῦτον κακῶς δαπανήσας τῆς χάριτος· λειπόμενος δέ θείας τροφῆς, παράσιτος γέγονα μιαρῷ πολίτῃ· ὑπ’ αὐτοῦ δέ πεμφθείς εἰς τόν αὑτοῦ ψυχοφθόρον ἀγρόν, ζῶν ἀσώτως συνεβοσκόμην τοῖς κτήνεσι, καί ταῖς ἡδοναῖς δουλεύων, οὐκ ἐνεπλησκόμην. Ἀλλ’ ὑποστρέψας, βοήσω τῷ εὐσπλάγχνῳ καί οἰκτίρμονι Πατρί· Εἰς τόν Οὐρανόν, καί ἐνώπιόν σου, ἥμαρτον, ἐλέησόν με» (Ἀπόστιχα τῶν Αἴνων, ἰδιόμελον, ἦχος β΄).

(Ἐνῶ εἶχα τήν τιμή νά εἶμαι υἱός ἀγαθοῦ Πατέρα, ὁ ἀνόητος ἐγώ δέν κατάλαβα, ἀλλά στέρησα τόν ἑαυτό μου ἀπό τή δόξα, ἀφοῦ ξόδεψα μέ κακό τρόπο τόν πλοῦτο τῆς χάρης. Κι ἐπειδή μοῦ ’λειπε ἡ θεϊκή τροφή, ζοῦσα παρασιτικά κοντά σέ μιαρό πολίτη, ὁ ὁποῖος μέ ἔστειλε στόν δικό του ψυχοφθόρο ἀγρό. Ἐκεῖ ζώντας ἄσωτα βοσκοῦσα κι ἐγώ μαζί μέ τά κτήνη· κι ἐνῶ ἤμουν δοῦλος στίς ἡδονές, ἔνιωθα ἄδεια τήν καρδιά μου. Ἀλλά θά γυρίσω πίσω στόν εὔσπλαγχνο καί οἰκτίρμονα Πατέρα μου καί θά τοῦ φωνάξω δυνατά: Ἁμάρτησα στόν Οὐρανό καί ἐνώπιόν Σου, ἐλέησέ με).

Ἡ παραβολή τοῦ ἀσώτου ἔρχεται καί ἐπανέρχεται ἀενάως στήν ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀνεξάρτητα ἀπό τή συγκεκριμένη Κυριακή τῶν ἀρχῶν τοῦ Τριωδίου. Κι αὐτό γιατί ὁ ἄσωτος ἀποτελεῖ τύπο τοῦ κάθε ἀνθρώπου, ἀπαρχῆς μέχρι σήμερα καί ὅσο θά ὑπάρχει κόσμος, ὁ ὁποῖος ἀπομακρύνεται ἀπό τό σπίτι τοῦ Πατέρα Θεοῦ καί περιπίπτει γι’ αὐτό σέ μία κατάσταση κόλασης, στοιχεῖα τῆς ὁποίας εἶναι ἡ προσκόλληση σέ μιαρό πολίτη, δηλαδή τόν Πονηρό διάβολο, ἡ δουλεία στά σαρκικά πάθη, τό κενό ὡς ὀδυνηρό βίωμα τῆς καρδιᾶς. Ἡ συγκεκριμένη παραβολή μέ ἄλλα λόγια προβάλλει ἐν συντόμῳ τήν ὅλη πορεία τῆς ἀνθρωπότητας, ἀλλά γίνεται κατανοητή μόνον ἀπό τόν πιστό πού ἔχει ἀποδεχτεῖ τήν ἀποκάλυψη τοῦ Χριστοῦ. Κι ἡ κατανόηση αὐτή περιλαμβάνει, πέραν βεβαίως τῆς ἔκπτωσης τοῦ ἀνθρώπου, καί τήν ἀποκατάστασή του ὡς ἐν μετανοίᾳ ἐπιστροφή στό σπίτι τοῦ Πατέρα. Ἡ παραβολή μᾶς ὑπενθυμίζει ὅτι τό κρισιμότερο σημεῖο βρίσκεται στήν πίστη ὅτι ἀφενός ὁ Θεός εἶναι τό σπίτι μας, ἐκεῖ λοιπόν βρίσκουμε τόν ἑαυτό μας, ἀφετέρου ὅτι Αὐτός ὁ Θεός εἶναι ἀκριβῶς ὁ Πατέρας μας, ὁ γεμᾶτος ἀγάπη καί ἔλεος ἀπέναντί μας. Ἡ παραβολή τοῦ ἀσώτου - ἡ σύνοψη τοῦ Εὐαγγελίου κατά πολλούς - ἔχει ἐντελῶς δυναμικό χαρακτήρα· γιατί φωτίζει μέ ἄμεσο τρόπο ὅ,τι διαδραματίζεται στήν καθημερινότητα ὅλων τῶν πιστῶν: κάθε ἁμαρτία μας εἶναι μία ἀσωτία πού μᾶς ἀπομακρύνει ἀπό τήν ἀγκαλιά τοῦ Πατέρα, ρίχνοντάς μας σέ μία κόλαση· κάθε ἀπόφαση ἐπιστροφῆς μας, κάθε στιγμή μετανοίας μας δηλαδή, συνιστᾶ τήν πρόκληση τῆς χαρᾶς τοῦ Πατέρα μας Θεοῦ καί τήν ἀγαπητική κινητοποίησή Του προκειμένου νά μᾶς ξαναθερμάνει στήν ἀδειανή ἀπό ἐμᾶς ἀγκαλιά Του. (Ὁ σεμνός καί ἁπαλός ἦχος β΄ ἔρχεται ὡς γλυκιά ὑπόκρουση τῆς καθημερινῆς ἐσωτερικῆς αὐτῆς πορείας μας).    

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ ΚΑΙ ΔΑΡΕΙΑ

«Οἱ ἅγιοι αὐτοί ἔζησαν ὅταν βασιλιᾶς ἦταν ὁ Νουμεριανός (περί τά τέλη τοῦ 3ου αἰ.). ῾Ο Χρύσανθος εἶχε πατέρα συγκλητικό ἀπό τήν ᾽Αλεξάνδρεια, ὀνόματι Πολέμονα, ἐνῶ ἡ Δαρεία ἦταν ἀπό τήν ᾽Αθήνα. ᾽Επειδή δέ ὁ Χρύσανθος μυήθηκε τά θεῖα ἀπό κάποιο χριστιανό, βαπτίστηκε καί κήρυττε τόν Χριστό μέ παρρησία, μέ ἀποτέλεσμα ὁ ἴδιος ὁ πατέρας του νά τόν κλείσει στή φυλακή. Καθώς ὅμως δέν ὑποχωροῦσε, ἀλλά παρέμενε σταθερός καί ἀσάλευτος στήν πίστη του, ὁ πατέρας του ἔστειλε καί ἔφερε ἀπό τήν ᾽Αθήνα μία κόρη ὄμορφη καί ὡραία, ὀνόματι Δαρεία, γιά νά τόν νυμφεύσει, ὥστε μέ τόν ἔρωτα πρός αὐτήν νά τόν μετακινήσει ἀπό τήν πίστη τῶν χριστιανῶν. ῾Η Δαρεία ὅμως ἀντί νά πείσει τόν Χρύσανθο, μᾶλλον πείστηκε, κι ἀφήνοντας τήν ἀσέβεια τῆς εἰδωλολατρίας δέχτηκε τό βάπτισμα. Συμφώνησαν μάλιστα νά διαφυλάξουν τήν παρθενία τους καί οἱ δύο.

῞Οταν μαθεύτηκε τό γεγονός τῆς μεταστροφῆς καί τῆς Δαρείας,  κατηγορήθηκαν πρός τόν ἔπαρχο Κελλερίνο, ὁ ὁποῖος τούς ἔδωσε πρός ἐξέταση στόν τριβοῦνο Κλαύδιο τόν ἔπαρχο. Αὐτός τότε τούς τιμώρησε μέ πολλῶν εἰδῶν βασανιστήρια, ἀλλά καθώς τούς εἶδε νά τά ξεπερνοῦν καί νά μή ὑποκύπτουν, ἄλλαξε καί πίστεψε στόν Χριστό, μαζί μέ τή γυναίκα του ᾽Ιλαρία καί τά δύο τους παιδιά, τόν ᾽Ιάσωνα καί τόν Μαῦρο, ὅπως συνέβη καί μέ τούς στρατιῶτες πού ἦταν ὑπό τίς διαταγές τους, οἱ ὁποῖοι ἀργότερα δέχτηκαν καί τό στεφάνι τοῦ μαρτυρίου, κατά τήν δεκάτη ἐνάτη τοῦ μηνός Μαρτίου. Καί ὁ μέν Κλαύδιος, ἀφοῦ δέθηκε σέ λίθο καί ρίχτηκε στή θάλασσα τελειώθηκε, τῶν δέ παιδιῶν του καί τῶν στρατιωτῶν του ἔκοψαν τά κεφάλια. ῾Ο ἅγιος Χρύσανθος καί ἡ Δαρεία ρίχτηκαν σέ βόθρο, κι ἀφοῦ ἔριξαν ἀπό πάνω χῶμα, καταχώθηκαν, ὁπότε δέχτηκαν καί τό τέλος τοῦ μαρτυρίου».

Δέν εἶναι μόνον ἡ ἁγία Φιλοθέη ἡ ᾽Αθηναία, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ κόσμημα καί σέμνωμα τῆς πόλης τῶν ᾽Αθηνῶν, ἀλλά πολύ πιό πίσω ἀπό αὐτήν ἡ ἁγία Δαρεία λάμπει καί κοσμεῖ τήν πόλη. Γιατί ἡ ᾽Αθήνα ὑπῆρξε ἡ γενέτειρα καί τῶν δύο. Καί μπορεῖ βεβαίως ὁ ἅγιος ὑμνογράφος νά μή μπορεῖ νά κάνει ὁποιοδήποτε συσχετισμό τῶν ἁγίων σπουδαίων αὐτῶν γυναικῶν μαρτύρων, δεδομένου ὅτι ἡ Δαρεία ἔζησε πρίν ἀπό τήν ἐποχή τῆς ἁγίας Φιλοθέης, ὅμως εἴμαστε βέβαιοι ὅτι καί οἱ δύο ᾽Αθηναῖες χαίρουν καί ἀγάλλονται μπροστά στόν θρόνο τοῦ Κυρίου μας ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ, στεφανωμένες μέ τό διπλό στεφάνι τῆς ἄσκησης καί τοῦ μαρτυρίου. Στήν ἁγία Δαρεία μάλιστα ἴσως λάμπει περισσότερο τό στεφάνι τῆς ἄσκησης, διότι λαμπρύνθηκε καί ἀπό τόν ἀγώνα τῆς παρθενίας μέ τόν ἰδιότυπο τρόπο τῆς «λευκῆς» συζυγίας της μέ τόν ἅγιο Χρύσανθο. Κι εἶναι κάτι πού ἀξίζει κανείς νά τονίσει ἐν προκειμένῳ: χωρίς νά εἶναι κἄν χριστιανή ἡ Δαρεία, πείθεται στά λόγια τοῦ συζύγου της Χρυσάνθου, πιστεύει στόν Χριστό, ἀφιερώνεται σ᾽ Αὐτόν ὁλοκληρωτικά, δίνει καί τό αἷμα της γιά χάρη Του. Πόσο καλοπροαίρετη πρέπει νά ἦταν, πόσο ἕτοιμη γιά τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ, γιά νά πειστεῖ στόν σύζυγό της γιά κάτι πού φαίνεται καί εἶναι ὑπεράνω τῆς φυσικῆς τάξης τῶν πραγμάτων: τήν ἐν συζυγίᾳ παρθενία καί τό μαρτύριο τοῦ αἵματος!  Καί πόση δύναμη λόγων πρέπει νά εἶχε ὁ Χρύσανθος, πόση φωτεινή προσωπικότητα, ὥστε νά πείσει μία νέα κοπέλα γιά ἕνα τέτοιο ἐγχείρημα! Τά λόγια του κυριολεκτικά πρέπει νά ἦταν χρυσά, δηλαδή γεμάτα ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, γιά νά μποροῦν νά διεισδύσουν στήν καρδιά τῆς νεαρῆς Δαρείας. «῾Υπακούεις σ᾽ αὐτόν πού ἀγαποῦσες, πάνσοφη, ὁ ὁποῖος σέ ὁδηγοῦσε ὡς νύμφη στόν Χριστό, ἐγκαταλείποντας τόν ἔρωτα τῆς σάρκας μέ τήν ἱερή πίστη» (ὠδή γ´). «῾Οδήγησες, Χρύσανθε μακάριε, στόν Χριστό τήν ἔνδοξη Δαρεία μέ τά χρυσά λόγια σου, ἡ ὁποία ἔκανε ἄθλους καί ντρόπιασε τούς τυράννους» (κάθισμα ὠδῆς γ´).

Ποιητικό αἴτιο τῶν θαυμασίων τῆς μεγάλης αὐτῆς προσωπικότητας πού λέγεται Χρύσανθος ἦταν βεβαίως, κατά τόν ὑμνογράφο, ἡ σφοδρή ἀγάπη του γιά τόν Κύριο. ῾Η ἀγάπη αὐτή, κυριολεκτικά ἔρωτας πρός τόν Χριστό, ἦταν ἐκείνη πού τόν φτέρωνε γιά νά ξεπερνᾶ ὅ,τι θεωρεῖται φυσικό καί ἀποδεκτό καί νόμιμο: ἡ συζυγία, ἡ ἀγάπη τῶν θελγήτρων τῆς ζωῆς αὐτῆς, ἡ ἀπόλαυση τῶν ἡδέων τοῦ βίου. «Πληγώθηκες ἀπό τόν γλυκύτατο ἔρωτα τοῦ Δημιουργοῦ, μάρτυρα Χρύσανθε, κι ἀφοῦ περιφρόνησες τά τερπνά τοῦ βίου, ἔδωσες ὅλη τή ροπή τῆς καρδιᾶς σου σ᾽ Αὐτόν πού ποθοῦσες μέ μεγάλη προθυμία» (ὠδή α´). Κι εἶναι μία ἀλήθεια πού ἡ ᾽Εκκλησία μας τονίζει διαρκῶς: κανείς δέν μπορεῖ νά ἀπεμπλακεῖ ἀπό τά ὡραῖα τῆς ζωῆς αὐτῆς, ἄν δέν ὑπάρχει κάτι ἄλλο ὡραιότερο καί ἰσχυρότερο ὡς δύναμη ροπῆς, πού δέν εἶναι ἄλλη ἀπό τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Σάν νά ἔχει κάποιος ὡραῖα ἐνδύματα νά φορέσει, ὅμως μπροστά σέ ἀπείρως ὡραιότερα ἐπιλέγει τά δεύτερα. Καί πράγματι ὁ ἅγιος ᾽Ιωσήφ ὁ ὑμνογράφος ἔτσι τοποθετεῖ τά πράγματα: «῾Ο Δημιουργός σέ ἔντυσε, μακάριε Χρύσανθε, μέ ἄφθαρτο χιτώνα πού τόν ὕφανε ἀπό τόν οὐρανό ἡ θεία χάρη, γιατί κράτησες τό σῶμα σου καθαρό, γι᾽ αὐτό καί σέ στεφάνωσε ὡς νικητή» (ὠδή δ´).

Ἡ ἀγάπη τοῦ ἁγίου Χρύσανθου καί τῆς ἁγίας Δαρείας βεβαίως γιά τόν Χριστό ἦταν ἐκείνη πού ἔκανε τόν λογισμό τους νά κρατεῖται στέρεος ἀκόμη καί μπροστά στά βασανιστήρια. ᾽Αγάπη πού ἐνισχυόταν  καί ἀπό τήν ἴδια τή χάρη καί τή δύναμη τοῦ Θεοῦ, δεδομένου ὅτι «χωρίς Αὐτῆς οὐ δύναται ὁ ἄνθρωπος ποιεῖν οὐδέν». Ἡ βούληση τοῦ Θεοῦ δηλαδή ἐνίσχυσε τήν ἀγάπη τους γιά τόν Χριστό, ὥστε καί νά κρατήσουν ἁγνή τή σχέση τους καί νά μή δειλιάσουν μπροστά στά μαρτύρια. «Μέ τή θέληση τοῦ Θεοῦ κυριαρχήσατε στά πάθη τῆς σάρκας, γι᾽ αὐτό καί ὁ Χρύσανθος καί ἡ Δαρεία δροσισμένοι ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἀποτέφρωσαν τή φωτιά τῶν κολάσεων» (ὠδή η´). Μ᾽ αὐτόν τόν τρόπο ἔφτασαν στό χαρισματικό σημεῖο τῶν τριῶν παίδων στήν κάμινο τοῦ πυρός τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. «᾽Αντιτάχτηκες, μακάριε Χρύσανθε, στόν ματαιόφρονα τύραννο μέ τή σταθερότητα τοῦ λογισμοῦ, κι ἔτσι ὑπέφερες τούς γδαρμούς τοῦ σώματος. Κι ἐνῶ φλογιζόσουν ἀπό τή φλόγα, δέν καταφλέχτηκες, ψάλλοντας μαζί μέ τούς τρεῖς παῖδες: Εὐλογεῖτε, πάντα τά ἔργα Κυρίου τόν Κύριον» (ὠδή η´).

Δέν εἶναι λοιπόν παράδοξη ἡ ἐκτίμηση τοῦ ἁγίου ὑμνογράφου γιά τούς ἁγίους: εἶναι σάν καθαρά κειμήλια  πού ὁ Δημιουργός ἔχει ἀφιερώσει στόν ἐπουράνιο Ναό Του, εὑρισκόμενα μέσα σέ ἄπειρη δόξα. «᾽Αποφύγατε τήν σαρκική ἕνωση μέ τήν ἕνωση τῆς ψυχῆς, καί φανήκατε σάν ἁγνά κειμήλια τοῦ Παντοκράτορος, ἀφιερωμένα στόν ἐπουράνιο Ναό» (ὠδή η´). «῾Υψωθήκατε πρός ἄπειρη δόξα, Χρύσανθε μάρτυς καί Δαρεία, καί βρίσκεστε στεφανωμένοι μπροστά στόν Παντοκράτορο Λόγο, πρεσβεύοντας γιά ἐμᾶς πού σᾶς μακαρίζουμε πάντοτε» (ὠδή θ´).