Εκεί
που αποκαλύπτεται περίτρανα η αγιότητα του παπα-Νικόλα είναι στον λειτουργικό τομέα. Ο άγιος υπήρξε
άφθαστος λειτουργός του Υψίστου, όχι γιατί ήταν καλλίφωνος
ή έβγαζε ωραία κηρύγματα – τίποτε από αυτά – αλλά γιατί λειτουργούσε με αίσθηση
ψυχής, «κατεβάζοντας στη γη τον ουρανό». Τα παιδιά ιδιαιτέρως, και όσοι είχαν καρδιά παιδιού,
τον έβλεπαν να λειτουργεί μαζί με τους αγγέλους και να ίπταται
πάνω από το έδαφος. «Από τη θεϊκή δόξα σου, φάνηκες στα μάτια των παιδιών, πάτερ,
σαν λαμπτήρας φωτεινότατος, και όταν ιερουργούσες
με λαμπρούς αγγέλους φαινόσουν να μη πατάς πάνω στη γη» («Λαμπτήρ φαεινότατος, επί τη θεία δόξη σου,
φαίνει οφθαλμοίς παιδίων, πάτερ,
ιερουργών δε μετά αγγέλων φαιδρών ώφθης μη πατών επί της γης»)
(ωδή ε΄). Σαν τον άγιο Σπυρίδωνα,
που απλός και αυτός ως άνθρωπος, «αγγέλους
έσχε συλλειτουργούντας αυτώ». Γι’ αυτό και δεν είναι
τυχαίο ότι οι πράγματι σπουδαίοι άνθρωποι της εποχής του, οι μεγάλοι Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και
Αλέξανδρος Μωραϊτίδης, όπως και πλήθος άλλων, αυτόν προτιμούσαν για λειτουργό στις διάφορες ακολουθίες, αυτόν κυρίως ένιωθαν ως μύστη των αρρήτων και αθεάτων μυστηρίων,
αυτόν έρχονταν να βοηθήσουν στο ψαλτήρι του. Ο υμνογράφος, συνεσκιασμένα είναι αλήθεια,
κάνει λόγο και για τη σχέση του, χωρίς
ο ίδιος να το επιδιώκει, με τους ανθρώπους αυτούς των
γραμμάτων. Οι εγγράμματοι θέλγονταν από τον αγράμματο.
Όχι βεβαίως για την αγραμματοσύνη του, αλλά για την πλησμονή της χάρης του Θεού που ζούσε πλούσια στην καρδιά
του. «Είχες άξιους συνεργάτες, που
τραγουδούσαν και έψαλλαν με την καρδιά τους στον Κύριο. Τα ονόματα αυτών είναι πασίγνωστα στους εραστές των γραμμάτων,
αλλά και γραμμένα από τον Θεό στο βιβλίο της ζωής» («Αξίους έσχες συνεργούς, άδοντας και ψάλλοντας
εν τη καρδία αυτών τω Κυρίω. Τούτων τα ονόματα περίπυστα
τοις των γραμμάτων ερασταίς, τω δε Θεώ γεγραμμένα εν βίβλω
ζωής») (λιτή).