Πέμπτη 30 Απριλίου 2015

Ο ΑΓΙΟΣ ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΙΕΡΕΜΙΑΣ (1 ΜΑΪΟΥ)



«Ο θαυμάσιος του Κυρίου προφήτης, που αγιάστηκε ήδη από τη μήτρα της μητέρας του, καταγόταν από την Ανανώθ. Στις Τάφνες της Αιγύπτου λιθοβολήθηκε από τον λαό και πέθανε, τοποθετήθηκε δε στον τόπο της κατοίκησης των Φαραώ. Διότι οι Αιγύπτιοι τον δόξασαν, επειδή ευεργετήθηκαν από αυτόν: με τη προσευχή του, ψόφησαν και τα δηλητηριώδη φίδια (ασπίδες) που τους εξολόθρευαν, και τα θηρία των υδάτων, που οι Αιγύπτιοι τα ονομάζουν Εφώθ και οι Έλληνες κροκόδειλους. Και όσοι είναι πιστοί μέχρι σήμερα, έρχονται στον τόπο εκείνο, και παίρνοντας από το χώμα, θεραπεύουν τα δαγκώματα των ασπίδων.
Λένε ότι ο Αλέξανδρος ο Μακεδών, όταν έφτασε στον τάφο του προφήτη και έμαθε τα σχετικά μ᾽ αυτόν, μετέφερε τα λείψανά του στην Αλεξάνδρεια και τα διέσπειρε σε κάθε μέρος της πόλης και γύρω από αυτήν, με αποτέλεσμα να εκδιώξει τις ασπίδες από εκεί. Στη θέση τους δε έβαλε τα φίδια που ονομάζονταν αργαλοί, τα οποία έφερε από το Άργος, εξ ου και έχουν την ονομασία αυτή.
Έδωσε μάλιστα ο προφήτης σημάδι στους ιερείς της Αιγύπτου, ότι θα σειστούν τα είδωλά τους και θα πέσουν χάμω, μέσω ενός παιδιού Σωτήρα, που θα γεννιόταν από Παρθένο σε φάτνη. Γι᾽ αυτό μέχρι τώρα έχουν ως θεά μία παρθένο λεχώνα, ενώ βάζουν σε φάτνη ένα βρέφος και το προσκυνούν. Γι᾽ αυτό επίσης κι όταν ρώτησε ο βασιλιάς Πτολεμαίος ποια είναι η αιτία αυτού, έλεγαν ότι το μυστήριο αυτό είναι πατροπαράδοτο, που παραδόθηκε στους πατέρες μας από κάποιον όσιο προφήτη, και πιστεύουμε, είπαν, ότι θα εκπληρωθεί το μυστήριο.
Λέγεται δε για τον προφήτη ότι πριν από την άλωση του Ναού άρπαξε την κιβωτό του Νόμου και όσα υπήρχαν μέσα σ᾽αυτήν και τα κατέθεσε κάτω από βράχο και είπε στους παρευρισκομένους: ῾Απεδήμησε ο Κύριος που αποκαλύφτηκε στο Σινά προς τον Ουρανό και πάλι θα έλθει για να νομοθετήσει στο Σινά με δύναμη, ενώ θα υπάρξει σημάδι σε σας της παρουσίας του, όταν δηλαδή όλα τα έθνη θα προσκυνήσουν το ξύλο᾽. Είπε δε ότι κανείς δεν θα βγάλει την κιβωτό αυτή, παρά μόνον ο ο ιερέας Ααρών, και κανείς δεν θα ανοίξει τις πλάκες σ᾽αυτήν καθόλου, ούτε από ιερείς ούτε από προφήτες, παρά μόνον ο Μωυσής ο εκλεκτός του Θεού. Και κατά την ανάσταση, πρώτα η κιβωτός θα σηκωθεί και θα εξέλθει και θα τεθεί στο όρος Σινά, και όλοι οι άγιοι θα μαζευτούν προς αυτήν, περιμένοντας τον Κύριο και εκδιώκοντας τον εχθρό που θέλει να τους σκοτώσει. Στον βράχο έβαλε ως σφραγίδα με το δάκτυλό του το όνομα του Θεού, κι έγινε ο τύπος σαν ανάγλυφο από σίδερο. Και φωτεινή νεφέλη επισκίασε το όνομα και κανείς δεν θα αναγνωρίσει τον τόπο ούτε θα μπορέσει να το διαβάσει, μέχρι την ημέρα εκείνη. Είναι δε ο βράχος στην έρημο, όπου φτιάχτηκε  καταρχάς η κιβωτός μεταξύ των ορέων, εκεί που βρίσκονται θαμμένοι  ο Μωυσής και ο Ααρών, και κατά τη νύκτα η νεφέλη έρχεται πάνω στον τόπο σαν φωτιά, κατά τον τύπο τον παλιό. Ήταν δε ο προφήτης Ιερεμίας προχωρημένος στην ηλικία, μικρός στο ανάστημα, έχοντας γένι που κατέληγε σε οξύ σχήμα. Τελείται δε η σύναξή του στον Ναό του αγίου αποστόλου Πέτρου, που βρίσκεται δίπλα στην αγιότατη μεγάλη Εκκλησία».

Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας για τον ῾συμπαθέστατον πάντων των προφητών᾽ (ωδή δ´), τον προφήτη Ιερεμία, πρωτίστως επικεντρώνουν στην ήδη από κοιλίας μητρός κλήση του στο προφητικό αξίωμα, κι ακόμη πιο πίσω, στην επιλογή του από τον Θεό, πριν καν συλληφθεί στη μήτρα της μητέρας του. Κατά τα λόγια του ίδιου του υμνογράφου ῾Κύριε, Συ προγνώρισες τον ένδοξο Ιερεμία πριν να πλαστεί, και πριν να τεχθεί από τη μήτρα της μητέρας του τον καθαγίασες σαν προφήτη Σου᾽(῾Κύριε, συ προ του πλασθήναι προέγνως, Ιερεμίαν τον ένδοξον, και προ του τεχθήναι εκ μήτρας, υποφήτην καθηγίασας῾(στιχηρό εσπερινού). Ο υμνογράφος μάλιστα εικονίζει τον προφήτη του Θεού ως ῾εκλεκτό βέλος που ο Δεσπότης Κύριος είχε κρυμμένο στη φαρέτρα του, ώστε να το βγάλει και να το χρησιμοποιήσει στον κατάλληλο καιρό᾽ (῾Βέλος εκλεκτόν εν φαρέτρα σε κρυπτόμενον, Ιερεμία, τη προγνώσει αυτού, ο σος Δεσπότης, οις έδει καιροίς ανέδειξεν᾽) (ωδή ε´). Σπεύδει όμως να διευκρινίσει ότι η εκλογή αυτή και ο καθαγιασμός του προφήτη και πριν ακόμη έρθει στη ζωή δεν σημαίνει κατάργηση της ελευθερίας του. Δεν έχουμε δηλαδή έναν απόλυτο προορισμό, σύμφωνα με τον οποίο ο Θεός αυθαιρέτως εκλέγει κάποιον και καθορίζει την περαιτέρω πορεία του. Κατά τον άγιο υμνογράφο που εκφράζει εν προκειμένω την πίστη της Εκκλησίας μας, έχουμε ένα είδος σχετικού προορισμού, με την έννοια ότι ο Θεός προγνωρίζοντας ως παντογνώστης που είναι τη μελλοντική ανταπόκριση της ελευθερίας του ανθρώπου στην κλήση Του, τον ετοιμάζει για το έργο που έχει αποφασίσει να τον καλέσει. ῾Σε καθαγίασε ο Κύριος, Ιερεμία, διότι προγνώριζε αληθινά την ελευθερία της γνώμης σου᾽(῾Κύριε, Ιερεμίαν τον ένδοξον υποφήτην καθηγίασας, ως προειδώς αληθώς της γνώμης το ελεύθερον᾽) (στιχηρό εσπερινού). Κι αλλού: ῾Ιερεμία θεοφάντορα, προθεωρώντας ο Κύριος, που προγνωρίζει τα πάντα, τις κινήσεις της διάνοιάς σου σε έκανε καθηγητή του λαού᾽(῾Ο πάντων την γνώσιν προειληφώς, σου της διανοίας τας κινήσεις προθεωρών, ω Ιερεμία θεοφάντορ, καθηγητήν σε λαού προχειρίζεται᾽) (ωδή α´).

Η πρόγνωση της ελεύθερης ανταπόκρισης του προφήτη στην κλήση του Θεού βεβαίως επιβεβαιώθηκε, κάτι που σημαίνει για τον εκκλησιαστικό ποιητή ότι ο προφήτης όχι μόνο δέχτηκε την κλήση από τον Κύριο, αλλά και ο ίδιος αγωνίστηκε να καθαρίσει τους πνευματικούς του οφθαλμούς από κάθε μολυσμό της αμαρτίας, ώστε να μπορέσει να σταθεί στο ύψος της κλήσης του. ῾Καθάρισες καλά το οπτικό της διάνοιάς σου σαφώς από τους μολυσμούς της αμαρτίας, γι᾽ αυτό και αναδείχτηκες από τον Δημιουργό σου αγαπητότατος μάρτυρας της αλήθειας᾽(῾Σου της διανοίας το οπτικόν σαφώς εκκαθάρας μολυσμάτων των της σαρκός, αληθείας μάρτυς ανεδείχθης τω Ποιητή σου ποθεινότατος᾽) (ωδή α´). Κι είναι τούτο μία γενική αλήθεια στην πνευματική ζωή: ο Θεός καλεί τον άνθρωπο και τον θέλει ως συνεργό Του, όταν κι ο άνθρωπος ανταποκρίνεται στην κλήση αυτή με τον αγώνα του κατά της αμαρτίας και των παθών του.

Ο προφήτης λοιπόν με καθαρά τα πνευματικά του αυτιά, ώστε να ακούει τι το Πνεύμα του Θεού του υπαγόρευε (῾ώτα καθαρά διανοίας έχων, κατηξιώθης επακροάσασθαι του Πνεύματος προσομιλούντος σοι᾽) (ωδή ε´), ξεκίνησε το έργο του, το οποίο κινείτο σε δύο επίπεδα: το επίπεδο της κλήσης του λαού σε μετάνοια και το επίπεδο της αναφοράς του στον μέλλοντα να έλθει λυτρωτή Μεσσία Κύριο. Στην κλήση μετανοίας δυστυχώς, όπως συνέβαινε σχεδόν πάντοτε με τους προφήτες, δεν έβλεπε θετικά αποτελέσματα. Όχι μόνο ο λαός δεν ανταποκρινόταν, αλλά αντιθέτως τον διακωμωδούσε και επιχειρούσε παντοιοτρόπως να του κλείσει το στόμα με βίαιο τρόπο, κάτι που τελικώς το κατάφερε, διά λιθοβολισμού (῾Πέτρινες ψυχές και ξένες από θείο φόβο, σκότωσαν με πέτρες τον θείο Ιερεμία᾽(῾Ψυχαί λιθώδεις και ξέναι θείου φόβου, λίθοις ανείλον θείον Ιερεμίαν᾽) (στίχοι συναξαρίου).  Ο προφήτης πέρασε βεβαίως πολλά βάσανα πάνω στο προφητικό του έργο, όπως για παράδειγμα το ρίξιμό του σε βρόμικο λάκκο – είναι πολύ ωραία μάλιστα η ερμηνεία που δίνει ο υμνογράφος στη δαιμονική αυτή κίνηση των συμπατριωτών του προφήτη: ῾Δεν άντεχε ο βρόμικος λαός του Ισραήλ το μύρο της ευωδίας σου και σε έκλεισε μέσα στον λάκκο᾽ (ωδή γ´) - παρ᾽όλα αυτά όμως συνέχιζε να καλεί σε μετάνοια τον λαό, προλέγοντάς του τις καταστροφές που θα υφίστατο αν θα συνέχιζε να είναι ανυπάκουος στο θέλημα του Θεού. Ο προφήτης, ακριβώς γιατί ήταν προφήτης, βλέπει ως βέβαιη την καταστροφή, γι᾽αυτό και θρηνεί ήδη την πτώση της Ιερουσαλήμ. Οι θρήνοι του Ιερεμία έχουν μείνει παροιμιώδεις στην ιστορία – οι γνωστές ῾Ιερεμιάδες᾽ - οι οποίοι όμως αφενός διεκτραγωδούν την καταστροφή του Ισραήλ, αφετέρου όμως στρέφουν τον λαό με ελπίδα στη διέξοδο που σίγουρα θα έλθει, αν ο λαός μετανοήσει και επικαλεστεί τον Κύριο. Όπως το λέει και ο υμνογράφος: ῾Θρήνησες για τον παράνομο λαό, που οδηγείτο σε βίαια αιχμαλωσία από αθέους βαρβάρους, προφήτη μακάριε᾽(῾Άνομον λαόν εθρήνησας υπό βαρβάρων αθέων απαγόμενον αιχμαλωσία βιαία, προφήτα μακάριε᾽) (κάθισμα όρθρου). Και εν προκειμένω υποκλίνεται ο χριστιανός στη μεγάλη ψυχή του προφήτη, ο οποίος παρ᾽όλα τα βάσανα που υφίστατο από τους συμπατριώτες του, δεν έπαυε να θρηνεί γι᾽ αυτούς, να συνεχίζει να τους νουθετεί, να προσεύχεται για τη σωτηρία τους.

Είπαμε όμως ότι ο προφήτης δεν μένει μόνο στο κήρυγμα της μετανοίας και τους θρήνους για την καταστροφή. Βλέπει και το μέλλον που έρχεται στο πρόσωπο του λυτρωτή Χριστού. Κι αυτό είναι χαρούμενο και ευφρόσυνο. Ο άγιος υμνογράφος επανειλημμένως σημειώνει τη διάσταση αυτή. ῾Συγγράφοντας θρήνους, προφήτη, δεν αμαύρωσες τη θεϊκή ευφροσύνη, με την οποία ανατράφηκες ήδη από βρέφος᾽ (῾Θρήνους συγγράφων, ω προφήτα, ουκ ημαύρωσας την θείαν ευφροσύνην, η εκ βρέφους συνήκμασας᾽) (ωδή ζ´). Και η μελλοντική ευφροσύνη είναι η παρουσία του Μεσσία, ο Οποίος θα σώσει τον Ισραήλ και όλον τον κόσμο, περνώντας όμως μέσα από την οδύνη του Σταυρού. ῾Φανέρωνες εκ των προτέρων με τρόπο μυστικό τον θάνατο του Λυτρωτή, θεηγόρε. Διότι πράγματι ο άνομος λαός των Ιουδαίων ύψωσε τον Χριστό πάνω στο ξύλο του Σταυρού, σαν αμνό, τον Χριστό που είναι ο αρχηγός της ζωής και ο ευεργέτης όλης της κτίσεως᾽ (῾Θάνατον του Λυτρωτού προεδήλους μυστικώς, θεηγόρε. Ως γαρ αμνόν τω ξύλω τον Χριστόν απηώρησε, της ζωής τον αρχηγόν, δήμος ο άνομος Ιουδαίων, τον ευεργέτην πάσης κτίσεως᾽) (ωδή ς´).

Τετάρτη 29 Απριλίου 2015

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΙΑΚΩΒΟΣ, ΑΔΕΛΦΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ (30 ΑΠΡΙΛΙΟΥ)



«Ο άγιος Ιάκωβος ήταν υιός του Ζεβεδαίου και αδελφός του Ιωάννου του Θεολόγου. Μετά από την κλήση του Ανδρέου και του Πέτρου, προσκλήθηκε από τον ίδιο τον Σωτήρα μαζί με τον αδελφό του να μαθητεύσουν σ᾽ Εκείνον.  Αυτοί αμέσως και τον πατέρα και το πλοίο, και μ᾽ έναν λόγο τα πάντα άφησαν και ακολούθησαν τον Κύριο. Και τόσο πολύ αγάπησε αυτούς ο Κύριος, ώστε στον μεν ένα να χαρίσει την ανάκληση πάνω στο στήθος Του (την ώρα του Μυστικού Δείπνου), στον δε άλλον να πιει το ποτήριο που ο Ίδιος ήπιε. Ο άγιοι Ιάκωβος και Ιωάννης επέδειξαν τέτοιον ζήλο υπέρ του Χριστού, ώστε να θελήσουν να κατεβάσουν φωτιά από τον Ουρανό και να καταστρέψουν τους απίστους. Κι ίσως και θα το έκαναν, αν δεν τους εμπόδιζε η αγαθότητα Εκείνου. Γι᾽ αυτό λοιπόν ο Κύριος έπαιρνε αυτούς και τον Κορυφαίο Πέτρο πάντοτε στις προσευχές Του και στις άλλες οικονομίες Του, μυσταγωγώντας τους στα υψηλότερα και μυστικότερα από τα δόγματα. Αυτόν τον μακάριο Ιάκωβο, μετά από το Πάθος και την Ανάληψη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, επειδή δεν άντεχε ο Ηρώδης να μιλάει με θάρρος και να εξαγγέλλει το σωτήριο κήρυγμα, τον συνέλαβε και τον φόνευσε με μαχαίρι, δεύτερον αυτόν μετά τον Στέφανο τον μάρτυρα, στέλνοντάς τον έτσι στον Δεσπότη Χριστό».

Υψηλοτάτη η ποίηση του μεγάλου υμνογράφου της Εκκλησίας μας αγίου Θεοφάνους για τον ῾άρχοντα όλης της γης᾽, όπως τον χαρακτηρίζει, άγιο Ιάκωβο, τον πρόκριτο μεταξύ των αποστόλων μαζί με τον αδελφό του Ιωάννη τον Θεολόγο και τον άγιο Πέτρο, ανεψιό μάλιστα του Κυρίου μας Ιησού, ως υιό της Σαλώμης, κόρης του Ιωσήφ του μνήστορος της Υπεραγίου Θεοτόκου. Και τον χαρακτηρίζει άρχοντα,  και διότι υπήρξε μαθητής του Κυρίου, αλλά και για τον θερμότατο ζήλο του υπέρ Αυτού, τόσο που πρώτος αυτός από τους δώδεκα έδωσε τη ζωή του για Εκείνον. ῾Καταστάθηκες, ένδοξε, άρχοντας τώρα σε όλη τη γη, όπως γράφτηκε για σένα, γιατί έγινες μαθητής Αυτού που δημιούργησε τα πάντα. Και λόγω του θερμότατου ζήλου σου υπέμεινες τον φόνο με μαχαίρι από ανόμους, πάνσοφε, φεύγοντας από τη ζωή αυτή πρώτος εσύ από τη σεπτή ομήγυρη των δώδεκα συμμαθητών σου, μακάριε᾽ (῾Άρχων κατεστάθης, ένδοξε, νυν επί πάσαν την γην, περί σου ώσπερ γέγραπται, μαθητής γενόμενος του τα πάντα ποιήσαντος· και διά ζήλον σου τον θερμότατον, υπό ανόμων μαχαίρα, πάνσοφε, φόνον υπέμεινας, της σεπτής των δώδεκα συμμαθητών, μάκαρ, ομηγύρεως προαναιρούμενος᾽) (στιχηρό εσπερινού και ωδή η´).

Ο άγιος Θεοφάνης εμμένει με τους ύμνους του στον θερμό πόθο του αγίου Ιακώβου για τον Κύριο: ῾Ω, τι θερμός είναι ο πόθος σου προς τον Δεσπότη Χριστό!᾽ (῾Ω του θερμού πόθου σου προς τον Δεσπότην Χριστόν!᾽) (ωδή δ´). Πόθος τέτοιος μάλιστα που έβαινε διαρκώς και αυξανόμενος: ῾Προσλάμβανες ατελείωτο πόθο πάνω στον πόθο, γι᾽αυτό και απέκτησες την έσχατη μακαριότητα των επιθυμητών πραγμάτων, την ίδια την αρχή της αγαθότητας, τον Θεό᾽(῾τω πόθω πόθον ακατάσχετον προσειληφώς, την των ορεκτών της αγαθαρχίας εσχάτην μακαριότητα κατέλαβες᾽) (ωδή δ´). Γεγονός που σημαίνει: αν δεν ανταποκριθεί με αγάπη ο άνθρωπος στην αγάπη του Δημιουργού - ῾ημείς αγαπώμεν ότι Αυτός πρώτον ηγάπησεν ημάς᾽ - δύσκολα, αν όχι καθόλου δεν  μπορεί να προχωρήσει σε ζωντανή σχέση μαζί Του· και: όσο ανοίγεται κανείς με αγάπη στον Κύριο, τόσο και νιώθει την αγάπη του αυτή να φουντώνει.  ῾Πρόσφερες ολόκληρο τον εαυτό σου στην κλήση του Δεσπότη, θεοδίδακτε μύστη, γι᾽αυτό και έφτασες εμφανώς προς την υψηλότατη και θεία πράγματι κορυφή των αρετών᾽(῾Όλον σαυτόν νεύμασιν εμπαρεχόμενος του Δεσπότου, μύστα θεοδίδακτε, των αρετών ήρθης εμφανώς προς υψηλοτάτην και θείαν όντως ακρώρειαν᾽) (ωδή δ´).

Γι᾽αυτό και ο άγιος υμνογράφος θεωρεί ότι η κλήση του αγίου Ιακώβου να γίνει απόστολος του Κυρίου ξεκίνησε στην πραγματικότητα πολύ πριν από την εξωτερική κλήση του. Ο Θεός δηλαδή ως προγνώστης, βλέποντας εκ των προτέρων την ευγένεια της ψυχής του, αλλά και τη δύναμη και την παλληκαριά της διάνοιάς του τον κάλεσε ως διακεκριμένο απόστολό Του να κηρύσσει στα έθνη Εκείνον. ῾Νενοηκώς σου την ψυχής ευγένειαν σε ο προγνώστης Θεός, και το στερρόν, μύστα, και ακαταμάχητον της διανοίας, ένδοξε, τοις αυτού υπηρέταις προκεκριμένως ενέταξεν, έθνεσιν αυτόν καταγγέλλοντα᾽ (ωδή α´). Και: ῾Φάνηκες, Ιάκωβε, άξιος πρόσληψης από τον Κύριο και μύστης της οικονομίας Του, ακόμη και πριν από την κλήση σου, γιατί είδε σε σένα την ιλαρότητα της αγνής ψυχής σου᾽ (῾Ακηλιδώτου σου ψυχής το ιλαρόν τω Δεσπότη οραθέν και προ της κλήσεως, μάκαρ, αξιόληπτος αυτώ εφάνης, ω Ιάκωβε, και της οικονομίας μύστης της τούτου γεγένησαι᾽(ωδή γ´). Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι χαρακτηρίζει ο Θεοφάνης ῾τη γέννηση του Ιακώβου ιερή και φωτοφόρα, που έλαμψε ακόμη περισσότερο λόγω της συγγενείας που είχε με τον ίδιο τον Κύριο᾽(῾Ιερωμένος σου, σοφέ, ο τόκος και φωτοφόρος, του Θεού τη συγγενεία παμμάκαρ φαιδρυνόμενος τρανώς᾽) (ωδή γ´).

Το θάμβος που νιώθει ο άγιος Θεοφάνης μπροστά στην τεράστια και λαμπερή προσωπικότητα του αγίου Ιακώβου - αποτέλεσμα όχι μόνο της κλήσεώς του από τον Κύριο και της αγιασμένης βιοτής του, αλλά και από τη φλόγα του Παρακλήτου Πνεύματος που έλαβε την ημέρα της Πεντηκοστής: ῾Η βίαιη ουράνια πνοή του Παρακλήτου σε έκανε σαν φωτιά και σε ανέδειξε σοφό κήρυκα, να εξαγγέλλεις τα μεγαλεία του σαρκωθέντος Λόγου, του οποίου και έγινες αυτόπτης᾽(῾Η εκ του ύψους σε πνοή βιαία του Παρακλήτου εκπυρώσασα, σοφόν θεηγόρον ρητορεύοντα σαφώς τα μεγαλεία δείκνυσι του σαρκωθέντος Λόγου, ου και αυτόπτης γεγένησαι᾽) (ωδή γ´) – τον κάνει σε ένα τροπάριό του να φτάσει σε επίπεδα υπερβολής, καθώς αποπειράται να δικαιολογήσει με καλό λογισμό το πρωτείο που ζήτησε αυτός με τον αδελφό του και τη μητέρα τους από τον Κύριο. Θυμόμαστε όλοι ότι η μητέρα τους και οι ίδιοι ζήτησαν από τον Χριστό, λίγο πριν από τα πάθη Του, παρεξηγώντας προφανώς την πνευματική βασιλεία του Κυρίου και εκλαμβάνοντάς την γήινα,  να σταθούν δίπλα Του πρωτόθρονοι. Και ο Κύριος απήντησε ότι ναι μεν ῾δεν ξέρουν τι ζητούν᾽, αλλά ῾το ποιος θα σταθεί πρώτος δίπλα Του είναι κάτι που δεν το δίνει ο Ίδιος, αλλά ο Πατέρας Του, ανάλογα με την αγάπη που τρέφει ο άνθρωπος προς Εκείνον μέχρι σημείου θυσίας᾽. Ο υμνογράφος μας λοιπόν ερμηνεύει ως εξής το αίτημά του: ῾Ανέβηκες στα φτερά της μεγαλύτερης αρετής με την αγάπη, και πόθησες, ένδοξε, να έχεις τα πρωτεία των πρώτων θρόνων του Δεσπότη. Όχι γιατί αγαπούσες τη μάταιη δόξα, αλλά για να βλέπεις με άμεσο τρόπο Αυτόν που αγάπησες᾽ (῾Επιβάς ακροτάτης αρετής πτερούμενος δι᾽αγαπήσεως, των εγκρίτων θρόνων του Δεσπότου επόθησας, ένδοξε, τα πρωτεία φέρειν, ουχ ως ερών δόξης ματαίως, αλλά βλέπειν αμέσως ον έστερξας᾽) (ωδή ε´). Καταλαβαίνει όμως ο άγιος Θεοφάνης την υπερβολή, γι᾽αυτό και στην επόμενη ωδή ῾διορθώνει᾽: ῾Ζήτησες από τον Χριστό, σαν να είναι γήινος Βασιλιάς, να σου δώσει την επίγεια δόξα, και πέτυχες, μακάριε Ιάκωβε, τη βασιλεία όχι την κάτω και φθαρτή, αλλά την αθάνατη, που την έλαβες όμως με την άθλησή σου᾽ (῾Δόξαν την επί γης εκζητήσας τω Χριστώ παρασχείν σοι, ως Βασιλεί γηίνω, βασιλείας επέτυχες, ου της κάτω και φθαρτής, μάκαρ Ιάκωβε, αλλ᾽ αφθάρτου, ην δι᾽αθλήσεως απέλαβες᾽) (ωδή ς´).

Μπροστά λοιπόν στον μαθητή του Κυρίου, μπροστά στον πρώτο που έδωσε από τους δώδεκα τη ζωή του για Εκείνον, μπροστά στη φλογισμένη από αγάπη Χριστού καρδιά του αποστόλου και τον ζήλο του που τον έκανε να είναι ῾ένας νέος Ηλίας᾽(ωδή ε´), ῾όλη η Εκκλησία στήνει χορό, γιατί γιορτάζει την παναγία μνήμη του, κατά την οποία  τον δοξολογούμε᾽ (῾άπασα η Εκκλησία χορεύει, εορτάζουσα την παναγία σου μνήμην, εν η ευφημούμεν σε᾽)(῾κάθισμα όρθρου).


ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΑΠΟΣΤΟΛΟΙ ΕΚ ΤΩΝ ΕΒΔΟΜΗΚΟΝΤΑ ΙΑΣΩΝ ΚΑΙ ΣΩΣΙΠΑΤΡΟΣ (29 ΑΠΡΙΛΙΟΥ)



Από τους αποστόλους αυτούς ο Ιάσων ήταν από την Ταρσό και πρώτος οδηγήθηκε από εκεί προς τη χριστιανική πίστη. Ο Σωσίπατρος  καταγόταν από την Αχαϊα και δέχτηκε την πίστη στον Χριστό μετά από αυτόν. Και οι δύο υπήρξαν μαθητές του αποστόλου Παύλου και ο μεν Ιάσων καταστάθηκε διδάσκαλος της πόλεώς του, ο δε Σωσίπατρος ανέλαβε τη διαποίμανση της Εκκλησίας των Ικονιέων.
Οι απόστολοι αυτοί αφού ποίμαναν τις Εκκλησίες τους με καλό τρόπο πήγαν Δυτικά. Έφτασαν στη νήσο των Κερκυραίων και ανήγειραν περικαλή ναό προς τιμήν του πρωτομάρτυρα Στεφάνου. Εκεί λειτουργούσαν στον Θεό και οδήγησαν έτσι πολλούς προς την πίστη του Χριστού. Κατηγορήθηκαν όμως στον βασιλιά Κερκυλλίνο και κλείστηκαν στη φυλακή, όπου ήταν ήδη κλεισμένοι και επτά λήσταρχοι, των οποίων τα ονόματα ήταν τα παρακάτω: ο Σατορνίνος, ο Ιακίσχολος, ο Φαυστιανός, ο Ιανουάριος, ο Μαρσάλιος, ο Ευφράσιος και ο Μαμμίνος. Αυτούς με όσα τους είπαν και έκαναν τους μετέστρεψαν στη χριστιανική πίστη, κάνοντάς τους πρόβατα αντί λύκων. Οι άνθρωποι αυτοί μετά, ρίχτηκαν σε λέβητες γεμάτους από πίσσα και θειάφι και κηρό και έλαβαν τα στεφάνια του μαρτυρίου από τον Χριστό. Το ίδιο και ο δεσμοφύλακας, που πίστεψε κι αυτός στον Χριστό, αφού του κόψανε το δεξί χέρι και τα δύο πόδια, του κόψανε στη συνέχεια και τον αυχένα, την ώρα που επικαλείτο το όνομα του Χριστού.
Ο βασιλιάς έβγαλε από τη φυλακή τους αγίους Ιάσονα και Σωσίπατρο και τους παρέδωσε στον έπαρχο Καρπιανό, προκειμένου να τους τιμωρήσει. Ο Καρπιανός τους εξέτασε και τους έριξε και πάλι δέσμιους στη φυλακή. Όταν τους είδε έτσι δεμένους η Κερκύρα, η κόρη του βασιλιά, και έμαθε ότι πάσχουν για τον Χριστό, είπε ότι είναι και αυτή Χριστιανή, ενώ όλα τα στολίδια που φορούσε τα έδωσε στους φτωχούς. Το έμαθε ο πατέρας της κι επειδή δεν μπόρεσε να την μεταστρέψει από τον σκοπό της, την κλείνει και αυτήν στη φυλακή και την παραδίδει μάλιστα σε κάποιον Αιθίοπα άσωτο για να την διαφθείρει. Όταν όμως αυτός πλησίασε τη θύρα της φυλακής, κατασπαράχτηκε από θηρίο. Η Κερκύρα το έμαθε και τον έκανε καλά, λυτρώνοντάς τον από το θηρίο. Με τα θαύματα αυτά τον έκανε χριστιανό, οπότε ο Αιθίοπας φώναξε δυνατά: ῾Μέγας ο Θεός των χριστιανών᾽, με αποτέλεσμα να βασανισθεί φοβερά αμέσως από τον τύραννο και να φύγει από τη ζωή αυτή. Οι στρατιώτες τότε έφεραν ξύλα κοντά στη φυλακή, τα άναψαν και προσπάθησαν να κατακάψουν τη μάρτυρα. Έγινε κι αυτό αλλά η Κερκύρα παρέμεινε άφλεκτη, οπότε πολλοί βλέποντας το θαύμα οδηγήθηκαν στην πίστη του Χριστού. Για τον λόγο αυτό αναρτάται σε ξύλο και υποβάλλεται σε πνιγηρό καπνό τόσο πολύ, έως ότου παρέδωσε το πνεύμα της στον Θεό. Μετά από αυτά ο βασιλιάς ξεκίνησε διωγμό κατά των χριστιανών, κι επειδή οι άγιοι είχαν διαφύγει σε ένα παρακείμενο μικρό νησί, ο ίδιος μπήκε σε πλοίο για να πάει να τους τιμωρήσει. Ευρισκόμενος όμως στο μέσο του πελάγους, όπως παλιά ο Φαραώ, καταποντίστηκε στη θάλασσα. Και ο μεν λαός του Κυρίου πρόσφερε ευχαριστήριους ύμνους στον Θεό, ο Ιάσων δε και ο Σωσίπατρος που απολύθηκαν από τη φυλακή, δίδασκαν χωρίς εμπόδιο πια τον λόγο του Θεού.
Όταν ανέλαβε άλλος βασιλιάς την εξουσία και έμαθε τα σχετικά με τους αγίους, διέταξε να φέρουν σιδερένιο βόδι, να ρίξουν μέσα πίσσα και ρητίνη και κηρό, να το φλογίσουν πάρα πολύ και να ρίξουν τους αγίους σ᾽αυτό. Όταν έγινε αυτό και οι άγιοι διαφυλάχτηκαν άφλεκτοι, πολλοί από τους απίστους άλλοι μεν καταφλέχτηκαν, άλλοι δε έγιναν χριστιανοί. Ο δε βασιλιάς, αφού κρέμασε στον τράχηλό του λιθάρι, θρηνούσε με τα λόγια: ῾Θεέ του Ιάσονα και του Σωσιπάτρου, ελέησέ με᾽. Ο δε μακάριος Ιάσων, παρόντος του βασιλιά,  νουθέτησε όλον τον λαό, τον δίδαξε, τον κατήχησε και τους βάπτισε όλους στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, επονομάζοντας μάλιστα τον βασιλιά Σεβαστιανό. Μετά από λίγες ημέρες, ο υιός του βασιλιά αρρώστησε και πέθανε. Προσευχήθηκε όμως ο απόστολος και τον ανέστησε. Από τότε λοιπόν έκανε πολλά θαύματα και ανἠγειρε περικαλείς ναούς, και αφού τα τακτοποίησε όλα καλά και όσια και αύξησε το ποίμνιο του Χριστού, σε προχωρημένα γεράματα πήγε προς τον αγαπημένο του Χριστό᾽.

Οι άγιοι Ιάσων και Σωσίπατρος για μία ακόμη φορά προβάλλουν αυτό που συνιστά την προτεραιότητα όλων των συνεπών χριστιανών: την αγάπη προς τον Χριστό, μπροστά στην οποία τα πάντα θεωρούνται δεύτερα και μικρά. Δεν παύει η Εκκλησία μας διά της υμνολογίας της να εξαγγέλλει την αλήθεια αυτή, δεδομένου ότι η αγάπη προς τον Χριστό  αποτελεί τη μοναδική οδό της σωτηρίας. Χωρίς την αγάπη προς Εκείνον τα πάντα γίνονται αποστεωμένα, άνευρα, ανόητα. Εκπίπτει και  η χριστιανική πίστη σε έναν ηθικισμό, που μπορεί να έχει ωραίους κανόνες ζωής, δεν έχει όμως την ίδια τη ζωή. Κι αυτήν τη ζωή την προσφέρει μόνον η θερμότητα της καρδιάς προς τον Θεό. Πρόκειται για την ίδια την εντολή του Θεού που καλεί τον άνθρωπο να Τον αγαπήσει ῾εξ όλης της ψυχής, εξ όλης της καρδίας, εξ όλης της διανοίας, εξ όλης της ισχύος᾽, όπως και  για την προϋπόθεση που έθετε ο ίδιος ο Κύριος, για να μπορεί κανείς να Τον ακολουθεί και να συντονίζεται με την ενέργεια της χάρης Του: ῾Εάν αγαπάτε με, τας εντολάς τας εμάς τηρήσατε῾. Το ερμηνευτικό κλειδί λοιπόν και της ζωής των αγίων Ιάσονα και Σωσιπάτρου, αυτό που δίνει τη δυνατότητα κατανοήσεως της όλης πορείας τους είναι ακριβώς η αγάπη τους προς τον Κύριο. Εκείνον αγάπησαν υπεράνω όλων, Σ᾽ Εκείνον κόλλησαν τις ψυχές τους, τα ίχνη Εκείνου ακολούθησαν. ῾Όλα τα ωραία της ζωής αυτής τα αφήσατε κατά μέρος, γιατί αγαπήσατε τον Χριστό, στον Οποίο κολλήσατε τις ψυχές σας, ένδοξοι. Ακολουθήσατε λοιπόν τα ίχνη Του με πίστη, Ιάσων και Σωσίπατρε᾽(῾Πάντα κατελίπετε τερπνά, Χριστόν αγαπήσαντες, ου τα ψυχάς εκολλήθητε, οπίσω ένδοξοι· ίχνεσί τε τούτου πίστει προσηνέχθητε, Ιάσων και Σωσίπατρε πάνσοφοι᾽) (στιχηρό εσπερινού).

Δεν ήταν δυνατόν όμως να μην αγαπήσουν τον Χριστό και να μην ακολουθήσουν τα ίχνη της ζωής Του, όταν ξέρει κανείς ότι υπήρξαν μαθητές και ακόλουθοι εκείνου που αγάπησε με πάθος τον Κύριο και χάριν του ευαγγελίου Του γύρισε όλον τον κόσμο, δίνοντας στο τέλος και την ίδια τη ζωή του για το όνομά Του: του αποστόλου των Εθνών, του αγίου Παύλου, ο οποίος διετράνωνε πάντοτε ῾ηγούμαι πάντα σκύβαλα είναι, ίνα Χριστόν κερδήσω᾽, όλα τα θεωρώ σκουπίδια, προκειμένου να κερδίσω τον Χριστό. Όπως το σημειώνει και ο άγιος υμνογράφος: ῾Γίνατε φοιτητές του Παύλου, σοφοί, και τρέξατε σ᾽όλον τον κόσμο ακολουθώντας τα ίχνη εκείνου, κηρύσσοντας τον σωτήριο λόγο᾽(῾Του Παύλου φοιτηταί, σοφοί, γενόμενοι, κατ᾽ίχνος εκείνου τε πορευθέντες διαδράμετε τα σύμπαντα, τον σωτήριον λόγον καταγγέλλοντες᾽) (ωδή γ´). Έτσι οι άγιοι μιμήθηκαν τον Παύλο που μιμήθηκε τον Κύριο, κατά το ῾μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς καγώ Χριστού᾽. Κι αυτό σημαίνει πόση σημασία έχει για την πνευματική ζωή μας εκείνος στον οποίο προσκολληθήκαμε σαν σε δάσκαλό μας. Ανάλογα με τον δάσκαλο διαμορφώνεται και η πνευματική ζωή του μαθητή, με άλλα λόγια το φως ή ο ζόφος του δασκάλου γίνεται φως ή ζόφος και του μαθητή. ῾Φωτιστήκατε πλούσια από τα δόγματα του Παύλου και γίνατε φωστήρες της οικουμένης, τρισμακάριοι᾽ (῾Τοις δόγμασι του Παύλου καταυγασθέντες, γεγόνατε φωστήρες της οικουμένης, τρισμακάριοι᾽) (κοντάκιο).

Και βεβαίως το φως των αποστόλων Ιάσονα και Σωσίπατρου, φως του Χριστού στην πραγματικότητα, καταύγασε την Ανατολή και τη Δύση - ῾καταλάμψατε την Ανατολή και φτάσατε και δύσατε στη Δύση᾽(῾Ανατολήν γαρ καταλάμψαντες, προς Δύσιν φθάσαντες έδυτε᾽) (ωδή ζ´) -  κατεξοχήν όμως τη νήσο Κέρκυρα, διότι εκεί κυρίως έδρασαν, θαυματούργησαν, έδωσαν τη ζωή τους, γι᾽αυτό και ο υμνογράφος τους Κερκυραίους πρωτίστως καλεί να χαρούν και να γεμίσουν από πνευματική ευφροσύνη. ῾Η πάμφωτη και θεϊκή εορτή των Αποστόλων καλεί τα πλήθη των Κερκυραίων να χαρούν. Εμπρός λοιπόν γεμίστε μέχρι κορεσμού όλοι από πνευματική ευφροσύνη᾽ (῾Η παμφαής και θεία των Αποστόλων εορτή, των Κερκυραίων τα πλήθη προς ευωχίαν συγκαλεί. Δεύτε κορέσθητε πάντες πνευματικής ευφροσύνης᾽) (εξαποστειλάριο). Η κλήση όμως της εορτής και της ευφροσύνης είναι και για όλους τους πιστούς, όπου γης. Οι άγιοι αποτελούν τα εντρυφήματα όλων. Κι ο λόγος είναι σαφής, κατά τον υμνογράφο: ῾Ολοι είμαστε ποίμνιό σας, που λυτρωθήκαμε από την πλάνη με τη χάρη του Θεού᾽ (῾Πάντες γαρ εσμεν ποίμνιον υμών, λυτρωθέντες της πλάνης εν χάριτι᾽) (οίκος κοντακίου).