Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2022

«ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ ΕΙΝΑΙ ΑΙΩΝΙΟ ΚΗΡΥΓΜΑ!»

«Ο όσιος Παΐσιος επέμενε πολύ οι αγιογράφοι να κάνουν καλές εικόνες, γιατί θεωρούσε ότι “μια εικόνα είναι αιώνιο κήρυγμα, ενώ το κήρυγμα του ιεροκήρυκα διαρκεί λίγο. Βλέπουμε λ.χ. μια εικόνα της Παναγίας και παρηγορούμαστε. Βεβαίως, αν η εικόνα δεν είναι καλή, αν έχη άγριο πρόσωπο, μάτια κ.λπ. κάνει αρνητικό κήρυγμα. Μου έλεγε κάποιος: “Πάω κάτω από την εικόνα του Χριστού και θέλω ν’ ανοίξω την καρδιά μου, αλλά βλέπω τον Χριστό σαν Γερμανό στρατιώτη να με αγριοκοιτάζη και σφίγγομαι”» (Ιερομ. Ισαάκ, Βίος Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου, Άγιον Όρος, σελ. 455).

Ποιος δεν θα προσυπέγραφε τα λόγια αυτά του οσίου Παϊσίου; Κι όχι μόνο χριστιανός, αλλά και κάθε καλοπροαίρετος άνθρωπος όπου γης. Η εικόνα ενός αγίου είναι η εικόνα του ίδιου του Χριστού «εν ετέρα μορφή». Αυτό δεν είναι κάθε άγιος της Εκκλησίας; Ένα «μίμημα Χριστού» για να θυμηθούμε τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος. Ένας άνθρωπος δηλαδή ερχόμενος κατ’ ευδοκία Θεού στον πεσμένο στην αμαρτία κόσμο, αλλά που από νωρίς ή όχι αποδέχτηκε στη ζωή του τον ερχομό του Θεού ως ανθρώπου εν προσώπω Ιησού Χριστού, εντάχτηκε στο σώμα Του διά του αγίου βαπτίσματος, έλαβε τα χαρίσματα του Πνεύματός Του διά του αγίου χρίσματος, τα επιβεβαίωσε έως τέλους της ζωής του αγωνιζόμενος στον αγώνα της μετανοίας, που θα πει στον αγώνα της τηρήσεως των αγίων εντολών Του. Οπότε έχοντας πλούσια τη χάρη του Θεού αυτήν και προσφέρει μέσω της αισθητής αποτύπωσής του, (πέρα βεβαίως των θαυμάτων που επιτελεί από την επίκλησή του ή από τα άγια λείψανά του) – πόσοι άνθρωποι πράγματι βρήκαν τον Χριστό στη ζωή τους και μόνον βλέποντας είτε την εικόνα Εκείνου είτε της Παναγίας Μητέρας Του είτε και κάποιου γνησίου φίλου Του, δηλαδή ενός αγίου;  

Η Εκκλησία μας την πραγματικότητα αυτή την εξέφρασε και συνοδικά με την Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο (787), όταν παρουσιάστηκαν αιρετικοί άνθρωποι που αμφισβήτησαν τη δυνατότητα εξεικονισμού του Κυρίου αλλά και των αγίων Του. Και η Εκκλησία τι έκανε; Απήντησε ότι η άρνηση αυτή υποκρύπτει άρνηση της πραγματικότητας της ενσάρκωσής Του, ολοφάνερη εξαγγελία ότι βρισκόμαστε μπροστά σε χριστολογική αίρεση: ο Χριστός δεν γίνεται αποδεκτός κατά το ανθρώπινό Του, μία συνέχεια του αιρετικού μονοφυσιτισμού. «Η προσκύνησις επί το πρωτότυπον διαβαίνει», ήταν η φράση των Πατέρων, που είχε πρωτοεκφράσει ο άγιος μέγας Βασίλειος και την ανέπτυξε θεολογικά ο μέγας εξίσου άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Η εικόνα δεν είναι καθεαυτή το όριο – δεν τιμάμε και δεν προσκυνούμε το ξύλο ούτε και τα χρώματα ως να είμαστε ειδωλολάτρες. Το εικονιζόμενο πρόσωπο είναι η αναφορά, συνεπώς ο ίδιος ο Κύριος που οι άγιοι Τον ντύθηκαν και Τον έζησαν και Τον άφησαν να μιλήσει και να ζήσει μέσω αυτών. Και έγινε και γίνεται η εικόνα έτσι και «το βιβλίο των αγραμμάτων» - και γράμματα να μην ξέρει κανείς για να διαβάσει το Ευαγγέλιο και τους βίους των αγίων, βλέπει την εικόνα και καταλαβαίνει τι γίνεται ως να ακροάται ένα κήρυγμα. Με τη διαφορά ότι το κήρυγμα κρατάει λίγα λεπτά, επισημαίνει ο άγιος Αγιορείτης, ενώ η εικόνα συνιστά «αιώνιο κήρυγμα», γιατί την εικόνα μπορεί να την έχει κανείς διαρκώς μαζί του είτε στο σπίτι του είτε στη δουλειά του είτε και πάνω του.

Η εικόνα από την άποψη αυτή γίνεται μέσον προσευχής, γι’ αυτό και έχει πολύ μεγάλη σημασία να αποτυπώνεται σ’ αυτήν ο άγιος κατά τον τρόπο του Χριστού: όλος αγάπη και στοργή και ταπείνωση και αποδοχή του πονεμένου ανθρώπου. Αν ο ίδιος ο Χριστός ή οι άγιοί Του εξεικονίζονται ως «αγριάνθρωποι», ως «Γερμανοί στρατιώτες», τότε όχι μόνο δεν παρηγορείται ο άνθρωπος προκειμένου να μετανοήσει και να ανοίξει την καρδιά του, αλλά το αντίθετο˙ κλείνεται και σφίγγεται, κάνοντας το «αυτονόητο»: βάζοντάς το στα πόδια! Το κήρυγμα στην περίπτωση αυτή γίνεται «αρνητικό» - απωθεί ακριβώς τον άνθρωπο. Δεν είναι τυχαίο ότι η εκκλησιαστική παράδοση θεωρεί την αγιογραφία ως λειτούργημα της Εκκλησίας, γι’ αυτό και συνιστά  ο αγιογράφος πριν ξεκινήσει το έργο του να ετοιμάζει τον εαυτό του πνευματικά, ώστε η χάρη της μετανοίας του να αποτυπώνεται και στα υλικά που χρησιμοποιεί. «Η εσωτερική κατάσταση της ψυχής αντανακλάται στο εργόχειρο», έλεγε και πάλι ο μέγας όσιος Αγιορείτης. Διότι «κάθε τι που κάνομε δοσμένο τελείως στον Θεό αποκτά χάρι. Αν έχης ευλάβεια, το εργόχειρό σου θα είναι ποτισμένο με ευλάβεια. Αν έχης άγχος, έχει κάποιο δαιμονισμό και τον μεταδίδει» - σκληρά πράγματα!

Κι αυτό βεβαίως ισχύει ευρύτερα σε ό,τι κι αν κάνουμε και λέμε, κατεξοχήν όμως στα εκκλησιαστικά έργα. Η ίδια λογική δεν διέπει και τα ψαλσίματα της Εκκλησίας; Πνεύμα Θεού περικλείουν ως εμπνευσμένα από το Πνεύμα αυτό, αλλά η εκφορά τους έχει και πάλι ξεχωριστή σημασία. Ακούει κανείς μία ψαλμωδία από έναν ευλαβή ιεροψάλτη και κατανύσσεται. Ακούει κανείς την ίδια ψαλμωδία από κάποιον «κενόδοξο» ψάλτη που θέλει να επιδείξει κυρίως τις φωνητικές του δυνατότητες, και θέλει να φύγει – ό,τι συνέβη με τον άγιο Παΐσιο και πάλι, που ευρισκόμενος μέσα σε όχημα και ακούγοντας κάποιον εκκλησιαστικό ψαλμό, διέκρινε ότι η εκφορά των ύμνων από κάποιον ψάλτη δεν ήταν αυτό που έπρεπε, οπότε παρεκάλεσε τον οδηγό να κλείσει το ραδιόφωνο!  Ο άγιος με τα οξυμμένα πνευματικά του κριτήρια και τις ευαίσθητες «κεραίες» της ψυχής του έπιανε «συχνότητες» πέραν των κοινών μέτρων!

Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2022

ΜΥΓΕΣ Ή ΜΕΛΙΣΣΕΣ; Ή ΤΙ "ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ" ΕΧΟΥΜΕ!

Όλες οι αντιπαλότητες που ζούμε δυστυχώς οι άνθρωποι μεταξύ μας, γνωστοί ή άγνωστοι, φίλοι ή εχθροί, θρησκευόμενοι ή όχι, επιβεβαιώνουν το γεγονός ότι βρισκόμαστε, δύο χιλιάδες τόσα χρόνια μετά τον ερχομό του Ιησού Χριστού, σε κατάσταση αγνωσίας του ήδη αποκαλυμμένου Θεού μας και αγνωσίας για τον λόγο αυτό του ίδιου του εαυτού μας – η έχθρα και το μίσος και η κάθε λογής αντιπαλότητα φανερώνουν την πνευματική τύφλωση του ανθρώπου, δηλαδή την προτεραιότητα του εγώ του ως απόλυτου κριτηρίου στις όποιες σχέσεις του. Πού είναι η αγάπη ως ρυθμιστικός παράγων της ζωής μας, ό,τι δηλαδή αποτελεί τη φυσιολογία μας ως ανθρώπων, αφού δημιουργηθήκαμε κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν του Θεού που είναι Αγάπη; Ζούμε, ακόμη και οι χριστιανοί, ως «άθεοι» συχνά στον κόσμο, ακυρώνοντας έτσι την όποια μαρτυρούμενη στα λόγια χριστιανικότητά μας. Η τραγική αυτή κατάσταση που την βλέπουμε να υπερβαίνεται μόνο από τους αγίους μας, τα «μιμήματα» του Χριστού μας, μας οδηγεί στο να θυμόμαστε πολύ έντονα την επισήμανση του οσίου Παϊσίου του αγιορείτου:  ο καθένας τοποθετείται ανάλογα με το περιεχόμενο της καρδιάς του στις όποιες εκτιμήσεις του - ανάλογα με το «έχει» του πυροβολεί ή αγκαλιάζει. Όπως συνήθως το έλεγε: «να γίνεις εργοστάσιο καλών λογισμών», που σημαίνει να αγωνίζεσαι αδιάκοπα και με ένταση να βρίσκεσαι εκεί που σε παραπέμπουν οι εντολές του Χριστού. Για να διευκρινίσει με τον τρόπο του: «και χρυσάφι να σου δώσουν, αν μέσα σου είσαι κακότροπος, χρυσές σφαίρες θα ρίχνεις κατά των άλλων· αν είσαι καλοπροαίρετος και καλλιεργείς καλούς λογισμούς, και το σίδερο και το όποιο «κακό» υλικό θα το βλέπεις με καλό μάτι και θα το κάνεις βάλσαμο για τις ψυχές των ανθρώπων».

 Την ίδια αλήθεια την έλεγε χρησιμοποιώντας και το παράδειγμα της μύγας και της μέλισσας: «Η μύγα και σε τόπο που έχει παντού λουλούδια, τελικά θα βρει την ακαθαρσία να σταθεί· η μέλισσα και σε τόπο που είναι γεμάτος από ακαθαρσίες, αλλά έχει και κάποιο λουλούδι, στο λουλούδι θα σταθεί».

Πόσο ευχόμαστε να πληθυνθούν οι μέλισσες! Αρχίζοντας ασφαλώς από εμάς τους ίδιους!

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΖΗΝΟΒΙΟΣ ΚΑΙ ΖΗΝΟΒΙΑ Η ΑΔΕΛΦΗ ΑΥΤΟΥ

«Οι άγιοι ζούσαν επί της βασιλείας του Διοκλητιανού και ήταν τέκνα ευσεβών γονέων. Και ο μεν Ζηνόβιος συνελήφθη και οδηγήθηκε ενώπιον του ηγεμόνα. Καθώς λοιπόν ανακρινόταν, παρουσιάστηκε από μόνη της και η αδελφή του Ζηνοβία. Κτυπώνται λοιπόν κα οι δύο και ρίχνονται σε λέβητα πίσσας. Διατηρήθηκαν όμως με τη χάρη του Χριστού αβλαβείς, οπότε και δέχονται τον διά ξίφους θάνατο».

 

Οι άγιοι μάρτυρες Ζηνόβιος και Ζηνοβία έλαβαν το στεφάνι του μαρτυρίου, πνίγοντας μέσα στο αίμα τους τον πονηρό διάβολο. «Έγιναν αυτοί υπέρμαχοι της αγίας Τριάδος. Και στο στάδιο με ανδρεία απέπνιξαν τον αόρατο εχθρό διάβολο μέσα στο σεπτό αίμα τους και έλαβαν έτσι ένδοξα το στεφάνι της νίκης». Η επισήμανση είναι σπουδαιότατη. Διότι, πράγματι, δεν υπάρχει, κατά την πίστη μας, ισχυρότερο όπλο που κατακαίει τον διάβολο, από το αίμα των μαρτύρων. Όπου δορυφορούνται μάλιστα τα λείψανά τους, εκεί φυγαδεύεται η όποια δαιμονική ενέργεια. Δεν είναι τυχαίο ότι ένας εγκαινιασμένος ναός, στον οποίο τελείται η αναίμακτη λατρεία, η Θεία Ευχαριστία, θεωρείται ό,τι ισχυρότερο κατά του Πονηρού. Διότι ακριβώς εκεί υπάρχει το αίμα του Κυρίου μας – το απόλυτο όπλο – και μαζί με Αυτό τα λείψανα των μαρτύρων που είναι κατατεθειμένα μέσα στην αγία Τράπεζα. Μακάρι οι πιστοί να είχαμε επίγνωση των δυνάμεων που έχουμε μαζί μας, ιδιαιτέρως όταν βρισκόμαστε μέσα στον Ναό – ενισχυόμαστε για να ζούμε τον Σταυρό του Κυρίου ως προσωπικό γεγονός.

Ο άγιος υμνογράφος  Ιωσήφ συνδέει στενότατα την ιερωσύνη του αγίου Ζηνοβίου με το μαρτύριό του. Παριστάμενος ο Ζηνόβιος ενώπιον του θρόνου του Κυρίου φορεί την ιερατική του στολή έντονα κόκκινη λόγω και του αίματός του – «Αφού χρωμάτισες έντονα τη στολή σου, Ζηνόβιε, με το αίμα του μαρτυρίου σου, την έκανες ιερότερη με τη χάρη του Θεού». Κι ο υμνογράφος  εν προκειμένω επισημαίνει μία βασική αλήθεια: τη μαρτυρική  διάσταση της ιερωσύνης – ιερωσύνη και μαρτύριο βρίσκονται στο ίδιο μήκος κύματος, δείγμα ότι ο ιερέας του Χριστού βρίσκεται πάντοτε στον Σταυρό˙ η διακονία του είναι οδύνη και πάθος. Ορθά όμως βιούμενη αποκαλύπτει και την περικλειόμενη σ’ αυτήν ανάσταση. Κι είναι ευνόητο ότι τούτο πρέπει να το εννοήσουμε και ως προς την πνευματική ιερωσύνη του κάθε βαπτισμένου και χρισμένου πιστού. Μη ξεχνάμε ότι ο κάθε πιστός, έστω και ο απλός λαϊκός, είναι μέτοχος και αυτός της ιερωσύνης του Κυρίου.

Εκθέτοντας ο άγιος Ιωσήφ τα της ιερωσύνης του αγίου Ζηνοβίου, μέσα στα πλαίσια της μαρτυρικής διαστάσεώς της στον κόσμο τούτο, αναφέρεται στον τρόπο ασκήσεώς της: «ιεράτευσεν ως άγγελος», με δύναμη προσευχής τέτοια υπέρ του ποιμνίου του, ώστε να γίνεται αυτή δεκτή από τον Κύριο «ως θυμίαμα». Κι αυτή «η δέησις της ενθέου ψυχής του» συνδυαζόταν με τη διδασκαλία του, η οποία λειτουργούσε ως ποτιστική βροχή στις καρδιές των πιστών που του ενεπιστεύθη Εκείνος. Η εικόνα που χρησιμοποιεί ο άγιος ποιητής είναι πολύ ωραία: «Η γλώσσα σου, Ζηνόβιε, έγινε σαν σύννεφο που φέρνει βροχή και που βρέχει την ευσέβεια, ποτίζοντας τις καρδιές των πιστών και οδηγώντας τις διάνοιες για να καρποφορούν τις ενάρετες πράξεις».  Έτσι η ιερατική διακονία του ευσεβούς Ζηνοβίου οδηγούσε σε διπλό αποτέλεσμα. Πρώτον: σώζονταν όλο και περισσότεροι άνθρωποι, αυξανόμενοι στον δρόμο της αρετής∙ Δεύτερον: διαρκώς και μειωνόταν η ασέβεια από την αύξηση της ευσεβείας, δηλαδή της αληθινής πίστεως. «Λιγόστεψες την ασέβεια, Μάρτυς, με την αύξηση της αληθινής ευσέβειας… και έσωσες αυτούς που θαλασσοδέρνονταν από τα κύματα της πλάνης».

Είναι ευνόητο πόσο σημαντική είναι αυτή η αλήθεια και για εμάς σήμερα: η μείωση της ασεβείας, ως αίρεσης και ως εγωιστικού τρόπου ζωής, έρχεται στον βαθμό που εμείς αυξάνουμε την ευσέβειά μας. Αν σήμερα υπάρχουν τόσες αιρέσεις και τόσες αποκλίσεις από τον ορθό τρόπο ζωής, σε ένα μεγάλο ποσοστό οφείλεται και στο δικό μας έλλειμμα ευσεβείας.

Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2022

ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΜΑΣ; ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ!

Ἡ Ἐκκλησία μᾶς καλεῖ νά θυμόμαστε καί κυρίως νά ζοῦμε ἀδιάκοπα αὐτό πού σημαίνει τό ὄνομά μας: τό γενικό τοῦ χριστιανοῦ καί τό συγκεκριμένο πού πήραμε κατά τή βάπτισή μας. Διότι τό ἀληθινό ὄνομα πρωτίστως κάθε πιστοῦ εἶναι τό ῾χριστιανός᾽. ῞Ολοι γνωρίζουμε ὅτι ἡ ἀπάντηση τῶν ἁγίων μαρτύρων τῆς πίστεώς μας κατά τήν περίοδο τῶν διωγμῶν, ὅταν τούς ρωτοῦσαν γιά τό ὄνομά τους, ἦταν: «χριστιανός εἶναι τό ὄνομά μου». ῎Ηξεραν οἱ ἅγιοι ὅτι ἡ ἔνταξή τους στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί ἡ χριστιανικότητά τους ἔκτοτε ἦταν ὅ,τι ἀνώτερο καί ἱερότερο ὑπῆρχε στή ζωή τους, αὐτό πού πράγματι χάραζε καί χαρακτήριζε τήν ὕπαρξή τους. Τό κέντρο βάρους τους ἦταν ὁ Χριστός καί ὄχι ὁτιδήποτε ἐπίγειο, ὅσο σπουδαῖο καί μεγάλο κι ἄν φάνταζε αὐτό. Γι᾽ αὐτό καί κατέθεταν καί τήν ἴδια τή ζωή τους. Κι ἔπειτα καί τό βαπτιστικό μας ὄνομα: εἶναι τό ὄνομα τοῦ ἁγίου μας, τό ὁποῖο καί αὐτό παραπέμπει στόν ἴδιο τόν Κύριο, τοῦ ῾Οποίου ἄλλωστε μιμητής ὑπῆρξε  ὁ ἅγιος καί γι᾽ αὐτό καί ἅγιασε.

Εἴτε λοιπόν μέ τό ὄνομα χριστιανός εἴτε μέ τό ὄνομα τοῦ ἁγίου μας θυμόμαστε ὅτι εἴμαστε μέλη Χριστοῦ, εἰκόνες δικές Του, ναοί τοῦ ἁγίου Του Πνεύματος. Κι αὐτό δέν εἶναι φαντασία, ἀλλά ἡ ἀληθινή πραγματικότητα. ῞Οπως ὁ δαιμονισμένος τῆς περιοχῆς τῶν Γαδαρηνῶν πού λέει τό Εὐαγγέλιο ζοῦσε δυστυχῶς τήν ξενική κατοχή χωρίς ὄνομα δικό του, τό ἴδιο κι ἐμεῖς ἐκ τοῦ ἀντιθέτου: ζοῦμε τήν «κατοχή» μας ἀπό τό ῞Αγιο Πνεῦμα, τόν Θεό μας, ὁ ῾Οποῖος ὅμως μᾶς ἐλευθερώνει («οὗ τό Πνεῦμα Κυρίου ἐκεῖ καί ἐλευθερία») καί μᾶς κάνει νά νιώθουμε παιδιά τοῦ Θεοῦ, μέ διαρκή μέσα μας τήν κραυγή: «᾽Αββᾶ, ὁ Πατήρ»! Νά νιώθω παιδί τοῦ Θεοῦ καί νά Τόν προσφωνῶ ῾Πατέρα᾽ εἶναι αὐτό πού μοῦ προσφέρει τό ὄνομά μου. Τό χριστιανικό ἀσφαλῶς ὄνομά μου καί ὄχι ὁποιοδήποτε περίεργο, παράδοξο, ὑποκοριστικό τέτοιο πού λειτουργεῖ ἐντελῶς κατά ἀποπροσανατολιστικό τρόπο. Καί προσφωνώντας τόν Θεό Πατέρα ὡς μέλος Χριστοῦ εἶναι αὐτονόητο ὅτι καλοῦμαι νά ζῶ κι ἐγώ ὅπως καί ὁ Χριστός: μέ ὑπακοή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, μέ ταπείνωση, μέ ἀγάπη. Ἄλλωστε αὐτό σημαίνει χριστιανός: «μίμημα Χριστοῦ κατά τό δυνατόν ἀνθρώπῳ» (ἅγ. Ἰωάννης τῆς Κλίμακος).

Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ΄ ΛΟΥΚΑ (ΑΓ. ΙΑΚΩΒΟΥ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΘΕΟΥ)

«Τό Εὐαγγέλιον τό εὐαγγελισθέν ὑπ᾽ ἐμοῦ οὐκ ἔστι κατά ἄνθρωπον...ἀλλά δι᾽ ἀποκαλύψεως ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ» (Γαλ. 1, 11.12)

Τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα ἀναφέρεται στή βεβαιότητα τοῦ ἀποστόλου Παύλου ὅτι τό κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου πού κήρυξε στούς Γαλάτες δέν τό ἄκουσε καί δέν τό παρέλαβε ἀπό ἀνθρώπους, ἀλλά μέ ἀποκάλυψη τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ. Πρός ἐπίρρωση μάλιστα τῆς βεβαιότητός του αὐτῆς φέρνει τήν προγενέστερη ζωή του, πῶς δηλαδή ἀπό ζηλωτής τῶν ἰουδαϊκῶν παραδόσεων καί διώκτης γι᾽ αὐτό τῶν χριστιανῶν μεταστράφηκε καί ἔγινε ὁ ἴδιος ἔνθερμος πιστός τοῦ Κυρίου ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ καί ἀπόστολός Του στά ἔθνη, κάτι πού σφραγίστηκε ἀπό τήν ἐπικοινωνία του καί μέ τούς ἀποστόλους μαθητές τοῦ Κυρίου, ἰδίως τόν Πέτρο καί τόν ᾽Ιάκωβο.

1. Τό Εὐαγγέλιο βεβαίως γιά τό ὁποῖο κάνει λόγο ὁ ἀπόστολος Παῦλος δέν εἶναι ἄλλο ἀπό τόν ἴδιο τόν Χριστό, τόν ἐρχομό τοῦ Θεοῦ δηλαδή ὡς ἀνθρώπου στόν κόσμο. ῾Η γέννησή Του ἀπό τήν Παρθένο Μαρία συνιστᾶ τήν πιό χαρμόσυνη ἀγγελία, αὐτό τό ἴδιο τό εὐαγγέλιο. ῞Ο,τι εἶχε προαναγγελθεῖ ἀπαρχῆς ἀπό τόν Θεό στούς πρωτοπλάστους μετά τήν πτώση τους στήν ἁμαρτία μέ τό λεγόμενο πρωτευαγγέλιο, ὅτι θά ἔλθει κάποια ἐποχή πού ὁ ἀπόγονος τῆς γυναίκας θά συνέτριβε τήν κεφαλή τοῦ φιδιοῦ- διαβόλου, ὅ,τι ἔπειτα προαναγγέλετο ἀπό τούς προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἔγινε πραγματικότητα στό ταπεινό σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ. ῾Ο ἐμφανισθείς ἄγγελος τοῦ Θεοῦ στούς ἔκθαμβους ἁπλούς ποιμένες τῆς περιοχῆς αὐτό ἀκριβῶς μαρτυρεῖ: ῾ἰδού εὐαγγελίζομαι ὑμῖν χαράν μεγάλην, ἥτις ἔσται παντί τῷ λαῷ, ὅτι ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον Σωτήρ, ὅς ἐστι Χριστός Κύριος, ἐν πόλει Δαυΐδ᾽. Τό εὐαγγέλιο ἔκτοτε πού κήρυσσαν οἱ ἀπόστολοι καί ἡ ᾽Εκκλησία, κατ᾽ ἐντολήν πιά τοῦ Χριστοῦ,  ἦταν ἀκριβῶς τοῦτο: ὁ ἐρχομός ᾽Εκείνου ὡς Σωτήρα, ὁ ῾Οποῖος ἔσωσε τόν κόσμο ἀπό τήν ἁμαρτία, τόν θάνατο, τόν διάβολο - ὅ,τι συνιστᾶ τήν πλήρη ἀπελευθέρωση τοῦ ἀνθρώπου.

2. ῾Ο ἀπόστολος Παῦλος λοιπόν στοιχεῖ στήν παράδοση αὐτή τῶν ὑπολοίπων μαθητῶν καί ἀποστόλων: κηρύσσει τόν Χριστό καί τό εὐαγγέλιό Του, κατόπιν ἀποκαλύψεως τοῦ ῎Ιδιου. Τό ἰδιάζον ὅμως ἐν προκειμένῳ εἶναι ὅτι ὁ ἅγιος Παῦλος ἔπρεπε νά ἀπαντήσει καί στίς ἐνστάσεις ὁρισμένων ῾ψευδαδέλφων᾽, οἱ ὁποῖοι εὐκαίρως ἀκαίρως τόν ἀμφισβητοῦσαν ὡς γνήσιο ἀπόστολο, διότι δέν ἀνῆκε στούς δώδεκα μαθητές τοῦ Χριστοῦ. Κι ὁ λόγος του εἶναι γι᾽ αὐτό ἀπόλυτος: δέν ἔχει μικρότερη σημασία τό κήρυγμά του, γιατί κι ἐκεῖνος, ὅπως οἱ ἄλλοι ἀπόστολοι, κλήθηκε ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο. Τόν συνέχει πάντοτε ἡ συγκλονιστική ἐμπειρία του ἀπό τήν ἐπέμβαση τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ στή ζωή του – τότε πού τοῦ ἐμφανίστηκε στήν πορεία του πρός τή Δαμασκό καί τόν κάλεσε νά γίνει μαθητής καί ἀπόστολός Του.  ῾Η αὐτοσυνειδησία του λοιπόν ὡς ἀποστόλου τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἀπόλυτη. ῾Η ἴδια ἡ μεταστροφή του καί οἱ θλίψεις καί δοκιμασίες πού τή συνόδευσαν ἀποτελοῦν τήν ἐγγύηση γι᾽ αὐτό. Εἶναι τόσο βέβαιος γιά ὅ,τι κηρύσσει, ὥστε σέ ἄλλο σημεῖο τῆς ἴδιας ἐπιστολῆς θά πεῖ τόν φοβερό ἐκεῖνο λόγο: κι ἄν ἄγγελος κατέβη καί σᾶς πεῖ ἀντίθετα πρός αὐτά πού ἐγώ σᾶς κηρύσσω, νά εἶναι ἀνάθεμα.

῎Ετσι ὁ ἀπόστολος καθιστᾶ γνωστό στούς Γαλάτες ὅτι μέσω τοῦ  ἴδιου πού τούς κηρύσσει τό εὐαγγέλιο ἔρχονται σέ ἄμεση ἐπαφή μέ τή ζωντάνια τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ. ῾Ο ἴδιος ὁ Χριστός τόν κάλεσε  καί τόν ἴδιο τόν Χριστό τούς φέρνει ἀνάμεσά τους. Δέν πρέπει συνεπῶς νά νιώθουν μειονεκτικά γιατί τάχα δέν εἶναι ἀποστολική ἡ θεμελίωση τῆς ᾽Εκκλησίας τους.

3. Παρ᾽ ὅλα αὐτά! ῾Ο ἀπόστολος εἶναι διακριτικός. Μπορεῖ νά ἔχει τήν ἐσωτερική βεβαιότητα τῆς αὐθεντικῆς κλήσης του ἀπό τόν Χριστό, ὅμως θέλει καί τήν ἔξωθεν ἐπιβεβαίωση. Μετά ἀπό ἕνα διάστημα ἀπόσυρσής του στήν ᾽Αραβία, ἐπανέρχεται στή Δαμασκό γιά νά ἀνέβη ὅμως στή συνέχεια στά ῾Ιεροσόλυμα, προκειμένου νά συναντήσει τόν ἀπόστολο Πέτρο καί τόν ἀδελφόθεο ᾽Ιάκωβο. Κι ἐπί δεκαπέντε ἡμέρες ἔμεινε μαζί μέ τόν Πέτρο, προφανῶς ἐκθέτοντάς του τό τί τοῦ συνέβη καί πῶς ἄλλαξε. Κι ὄχι μόνο τοῦτο: μετά κι ἀπό ἄλλο διάστημα, κατ᾽ ἐντολήν τοῦ Κυρίου, ἐπανέρχεται καί πάλι στά ῾Ιεροσόλυμα, ὅπως θά πεῖ σέ ἄλλο σημεῖο τῆς ἐπιστολῆς του, γιά νά παρουσιάσει στούς ἐκεῖ χριστιανούς τό κήρυγμά του ῾μήπως εἰς κενόν τρέχει ἤ ἔδραμε᾽. ῾Απλῶς ὅμως καί μέ τόν τρόπο αὐτό σφραγίζεται γιά μία ἀκόμη φορά ἡ γνησιότητα τοῦ εὐαγγελικοῦ του κηρύγματος: ῾ἐμοί γάρ οἱ δοκοῦντες οὐδέν προσανέθεντο, ἀλλά τοὐναντίον ἰδόντες ὅτι πεπίστευμαι τό εὐαγγέλιον τῆς ἀκροβυστίας καθώς Πέτρος τῆς περιτομῆς...καί γνόντες τήν χάριν τήν δοθεῖσαν μοι, ᾽Ιάκωβος καί Κηφᾶς καί ᾽Ιωάννης, οἱ δοκοῦντες στῦλοι εἶναι, δεξιάς ἔδωκαν ἐμοί καί Βαρνάβᾳ κοινωνίας᾽. Οἱ σπουδαῖοι ἀπόστολοι δέν τοῦ πρόσθεσαν κάτι, ἀλλά τοῦ ἔδωσαν καί τό δεξί τους χέρι σέ ἔνδειξη ἐπικοινωνίας καί ὁμόνοιας.

Κι εἶναι νά θαυμάζει κανείς τό ἐκκλησιαστικό φρόνημα τοῦ μεγάλου ἀποστόλου Παύλου καί τήν ταπείνωσή του. ῞Οπως εἴπαμε: μολονότι ἀπόλυτα σίγουρος γιά τήν ἐν Χριστῷ ἐμπειρία του, νιώθει ὅτι ἀπαιτεῖται καί ἡ ἐκκλησιαστική μαρτυρία, γεγονός πού προσδίδει στή θεοπτία του ἀπόλυτο καί ἀναμφισβήτητο κύρος, ἐνῶ διδάσκει ὅτι ὁποιαδήποτε πνευματική ἐμπειρία γιά νά εἶναι βεβαία πρέπει ἀκριβῶς νά σφραγίζεται ἀπό τήν ἐκκλησιαστική παραδοχή.

4. Τήν ἐμπειρία τοῦ ἀποστόλου Παύλου, κατά τήν ὁποία γνώρισε τόν Θεό ἐν Χριστῷ προσωπικά καί ἄμεσα, καλούμαστε νά ἀποκτήσουμε κι ἐμεῖς. ῾Η πίστη μας ἔχει ἐμπειρικό καί ὄχι νοησιαρχικό χαρακτήρα, πού σημαίνει ὅτι ὁ Θεός μας φανερώνεται σέ ὅλους, ἀρκεῖ νά Τόν ἀναζητοῦμε γνήσια καί ἀληθινά. ῾Πᾶς ὁ ὤν ἐκ τῆς ἀληθείας – σημείωσε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος - ἀκούει μου τῆς φωνῆς᾽. Καθένας πού ἀγαπᾶ τήν ἀλήθεια ἀκούει τή φωνή τοῦ Χριστοῦ. Βεβαίως, δέν περιμένει κανείς τήν ἔνταση καί τό βάθος τῆς ἐμπειρίας τοῦ ἀποστόλου Παύλου – αὐτό εἶναι μία ἐξαιρετική εὐλογία χάρης πού ἐξαρτᾶται ἀπολύτως μόνο ἀπό τόν Θεό - ἀλλά στόν καθένα δωρίζεται ὁ Θεός κατά τό μέτρο τῆς μετανοίας του, δηλαδή κατά τό μέτρο ὅπως εἴπαμε τῆς ἀναζήτησης τοῦ Χριστοῦ. Τότε τό εὐαγγέλιο γίνεται κατάσταση τῆς καρδιᾶς, δηλαδή γίνεται τραγούδι πού ὁδηγεῖ σέ ἀδιάκοπη δοξολογία τοῦ Θεοῦ.

Ταυτοχρόνως ὅμως πρέπει νά ἔχουμε ὑπόψη ὅτι αὐτή ἡ δωρεά τοῦ εὐαγγελίου στή ζωή μας συνιστᾶ καί ἀνάθεση ἀπό τόν Θεό κάποιας διακονίας. Τήν ὥρα δηλαδή πού ὁ Θεός μᾶς χαριτώνει καί μᾶς ἀποκαλύπτεται, τήν ἴδια ὥρα μᾶς θέτει σέ τροχιά διακονίας ἐν ἀγάπῃ τῶν συνανθρώπων μας, ὅπως συνέβη καί μέ τόν ἀπόστολο Παῦλο: ῾ὅτε εὐδόκησεν ὁ Θεός...ἀποκαλύψαι τόν υἱόν αὐτοῦ ἐν ἐμοί, ἵνα εὐαγγελίζωμαι αὐτόν ἐν τοῖς ἔθνεσιν...᾽. Μέ ἄλλα λόγια ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ μᾶς δίνεται ὄχι γιά νά ἐπαναπαυτεῖ σέ μᾶς ἀλλά γιά νά ἀντιδωρηθεῖ ἐν ταπεινώσει καί ἀγάπῃ στόν συνάνθρωπό μας. Μᾶς δίνεται γιά νά μοιραστεῖ. Καί μοιραζόμενη πλουτίζει καί αὐξάνει.

Ὁ Κύριος εἶναι ἕτοιμος ὡς ὁ Αἰωνίως Παρών νά φανερωθεῖ σέ καθέναν πού ἔχει γνήσια ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας. Τό ἔκανε στόν ἀπόστολο Παῦλο, τό ἔκανε σέ ἑκατομμύρια ἄλλους ἀνθρώπους, τό κάνει καί θά τό κάνει πάντοτε καί στή δική μας ἐποχή. Τό ζητούμενο γι᾽ αὐτό δέν εἶναι ἡ δική Του προσφερομένη χάρη, ἀλλά ἡ δική μας ἀνύπαρκτη πολλές φορές καλή προαίρεση.

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΣΤ΄ ΛΟΥΚΑ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Λουκ. 8, 26-39)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, κατέπλευσεν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὴν χώραν τῶν Γαδαρηνῶν, ἥτις ἐστὶν ἀντίπερα τῆς Γαλιλαίας. Ἐξελθόντι δὲ αὐτῷ ἐπὶ τὴν γῆν ὑπήντησεν αὐτῷ ἀνήρ τις ἐκ τῆς πόλεως, ὃς εἶχε δαιμόνια ἐκ χρόνων ἱκανῶν, καὶ ἱμάτιον οὐκ ἐνεδιδύσκετο καὶ ἐν οἰκίᾳ οὐκ ἔμενεν, ἀλλ᾿ ἐν τοῖς μνήμασιν. Ἰδὼν δὲ τὸν Ἰησοῦν καὶ ἀνακράξας προσέπεσεν αὐτῷ καὶ φωνῇ μεγάλῃ εἶπε· τί ἐμοὶ καὶ σοί, Ἰησοῦ, υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου; δέομαί σου, μή με βασανίσῃς. Παρήγγειλε γὰρ τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ ἐξελθεῖν ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου. Πολλοῖς γὰρ χρόνοις συνηρπάκει αὐτόν, καὶ ἐδεσμεῖτο ἁλύσεσι καὶ πέδαις φυλασσόμενος, καὶ διαρρήσσων τὰ δεσμὰ ἠλαύνετο ὑπὸ τοῦ δαίμονος εἰς τὰς ἐρήμους. Ἐπηρώτησε δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς λέγων· τί σοί ἐστιν ὄνομα; ὁ δὲ εἶπε· λεγεών· ὅτι δαιμόνια πολλὰ εἰσῆλθεν εἰς αὐτόν· καὶ παρεκάλει αὐτὸν ἵνα μὴ ἐπιτάξῃ αὐτοῖς εἰς τὴν ἄβυσσον ἀπελθεῖν. Ἦν δὲ ἐκεῖ ἀγέλη χοίρων ἱκανῶν βοσκομένων ἐν τῷ ὄρει· καὶ παρεκάλουν αὐτὸν ἵνα ἐπιτρέψῃ αὐτοῖς εἰς ἐκείνους εἰσελθεῖν· καὶ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς. Ἐξελθόντα δὲ τὰ δαιμόνια ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου εἰσῆλθον εἰς τοὺς χοίρους, καὶ ὥρμησεν ἡ ἀγέλη κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν λίμνην καὶ ἀπεπνίγη. Ἰδόντες δὲ οἱ βόσκοντες τὸ γεγενημένον ἔφυγον, καὶ ἀπήγγειλαν εἰς τὴν πόλιν καὶ εἰς τοὺς ἀγρούς. Ἐξῆλθον δὲ ἰδεῖν τὸ γεγονός, καὶ ἦλθον πρὸς τὸν Ἰησοῦν καὶ εὗρον καθήμενον τὸν ἄνθρωπον, ἀφ᾿ οὗ τὰ δαιμόνια ἐξεληλύθει, ἱματισμένον καὶ σωφρονοῦντα παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ, καὶ ἐφοβήθησαν. Ἀπήγγειλαν δὲ αὐτοῖς οἱ ἰδόντες πῶς ἐσώθη ὁ δαιμονισθείς. Καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν ἅπαν τὸ πλῆθος τῆς περιχώρου τῶν Γαδαρηνῶν ἀπελθεῖν ἀπ᾿ αὐτῶν, ὅτι φόβῳ μεγάλῳ συνείχοντο· αὐτὸς δὲ ἐμβὰς εἰς τὸ πλοῖον ὑπέστρεψεν. Ἐδέετο δὲ αὐτοῦ ὁ ἀνήρ, ἀφ᾿ οὗ ἐξεληλύθει τὰ δαιμόνια, εἶναι σὺν αὐτῷ· ἀπέλυσε δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς λέγων· ὑπόστρεφε εἰς τὸν οἶκόν σου καὶ διηγοῦ ὅσα ἐποίησέ σοι ὁ Θεός. καὶ ἀπῆλθε καθ᾿ ὅλην τὴν πόλιν κηρύσσων ὅσα ἐποίησεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἐκεῖνο τόν καιρό, ὁ Ἰησοῦς κατέπλευσε στήν περιοχή τῶν Γαδαρηνῶν, πού βρίσκεται στήν ἀπέναντι ὄχθη ἀπό τή Γαλιλαία. Ὅταν βγῆκε στήν ξηρά, τόν συνάντησε κάποιος ἄντρας ἀπό τήν πόλη, πού εἶχε μέσα του δαιμόνια ἀπό πολύν καιρό. Ροῦχο δέν ντυνόταν οὔτε ἔμενε σέ σπίτι, ἀλλά ζοῦσε στά μνήματα. Ὅταν εἶδε τόν Ἰησοῦ, ἔβγαλε μιά κραυγή, ἔπεσε στά πόδια του καί τοῦ εἶπε μέ δυνατή φωνή: «Τί δουλειά ἔχεις ἐσύ μ’ ἐμένα Ἰησοῦ, Υἱέ τοῦ ὕψιστου Θεοῦ; Σέ παρακαλῶ μή μέ βασανίσεις». Αὐτά τά εἶπε, γιατί ὁ Ἰησοῦς εἶχε διατάξει τό δαιμονικό πνεῦμα νά βγεῖ ἀπό τόν ἄνθρωπο. Ἀπό πολλά χρόνια τόν εἶχε στήν ἐξουσία του, καί γιά νά τόν συγκρατήσουν τόν ἔδεναν μέ ἁλυσίδες καί τοῦ ἔβαζαν στά πόδια σιδερένια δεσμά. Ἐκεῖνος ὅμως ἔσπαζε τά δεσμά, καί τό δαιμόνιο τόν ὁδηγοῦσε στίς ἐρημιές. Ὁ Ἰησοῦς τόν ρώτησε: «Ποιό εἶναι τό ὄνομά σου;» Ἐκεῖνος ἀπάντησε: «Λεγεών»· γιατί εἶχαν μπεῖ μέσα του πολλά δαιμόνια. Τά δαιμόνια, λοιπόν, τόν παρακαλοῦσαν νά μήν τά διατάξει νά πᾶνε στήν ἄβυσσο. Ἐκεῖ κοντά ἦταν ἕνα κοπάδι ἀπό πολλούς χοίρους πού ἔβοσκαν στό βουνό, καί τά δαιμόνια παρακαλοῦσαν τόν Ἰησοῦ νά τούς ἐπιτρέψει νά μποῦν στούς χοίρους, καί τούς τό ἐπέτρεψε. Βγῆκαν, λοιπόν, ἀπό τόν ἄνθρωπο καί μπῆκαν στούς χοίρους. Τότε τό κοπάδι ὅρμησε πρός τόν γκρεμό καί πνίγηκε στή λίμνη. Μόλις οἱ βοσκοί εἶδαν τί ἔγινε, ἔφυγαν καί τό εἶπαν στήν πόλη καί στήν ὕπαιθρο. Βγῆκαν οἱ ἄνθρωποι νά δοῦν τί ἔγινε καί ἦρθαν κοντά στόν Ἰησοῦ. Βρῆκαν τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν ὁποῖο βγῆκαν τά δαιμόνια νά κάθεται δίπλα στόν Ἰησοῦ, νά φοράει ροῦχα καί νά φέρεται λογικά, καί φοβήθηκαν. Ὅσοι εἶχαν δεῖ τί εἶχε γίνει, τούς εἶπαν γιά τό πῶς ὁ δαιμονισμένος σώθηκε. Τότε ὅλο τό πλῆθος ἀπό τήν περιοχή τῶν Γαδάρων παρακαλοῦσαν τόν Ἰησοῦ νά φύγει ἀπό κοντά τους, γιατί τούς εἶχε πιάσει μεγάλος φόβος. Ἐκεῖνος μπῆκε στό πλοιάριο γιά νά γυρίσει πίσω. Ὁ ἄνθρωπος ἀπό τόν ὁποῖο εἶχαν βγεῖ τά δαιμόνια τόν παρακαλοῦσε νά τόν πάρει μαζί του. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως τοῦ εἶπε νά φύγει, μέ τά παρακάτω λόγια: «Γύρισε στό σπίτι σου καί διηγήσου ὅσα ἔκανε σ’ ἐσένα ὁ Θεός». Ἐκεῖνος ἔφυγε διαλαλώντας σ’ ὅλη τήν πόλη ὅσα ἔκανε σ’ αὐτόν ὁ Ἰησοῦς.

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Γαλ. 1, 11-19)

Ἀδελφοί, γνωρίζω ὑμῖν τὸ εὐαγγέλιον τὸ εὐαγγελισθὲν ὑπ' ἐμοῦ ὅτι οὐκ ἔστι κατὰ ἄνθρωπον· οὐδὲ γὰρ ἐγὼ παρὰ ἀνθρώπου παρέλαβον αὐτὸ οὔτε ἐδιδάχθην, ἀλλὰ δι' ἀποκαλύψεως  ̓Ιησοῦ Χριστοῦ. ̓Ηκούσατε γὰρ τὴν ἐμὴν ἀναστροφήν ποτε ἐν τῷ  ̓Ιουδαϊσμῷ, ὅτι καθ' ὑπερβολὴν ἐδίωκον τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπόρθουν αὐτήν, καὶ προέκοπτον ἐν τῷ  ̓Ιουδαϊσμῷ ὑπὲρ πολλοὺς συνηλικιώτας ἐν τῷ γένει μου, περισσοτέρως ζηλωτὴς ὑπάρχων τῶν πατρικῶν μου παραδόσεων.  ̔́Οτε δὲ εὐδόκησεν ὁ Θεὸς ὁ ἀφορίσας με ἐκ κοιλίας μητρός μου καὶ καλέσας διὰ τῆς χάριτος αὐτοῦ ἀποκαλύψαι τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἐν ἐμοί, ἵνα εὐαγγελίζωμαι αὐτὸν ἐν τοῖς ἔθνεσιν, εὐθέως οὐ προσανεθέμην σαρκὶ καὶ αἵματι, οὐδὲ ἀνῆλθον εἰς  ̔Ιεροσόλυμα πρὸς τοὺς πρὸ ἐμοῦ ἀποστόλους, ἀλλὰ ἀπῆλθον εἰς  ̓Αραβίαν, καὶ πάλιν ὑπέστρεψα εἰς Δαμασκόν.  ̓́Επειτα μετὰ ἔτη τρία ἀνῆλθον εἰς  ̔Ιεροσόλυμα ἱστορῆσαι Πέτρον, καὶ ἐπέμεινα πρὸς αὐτὸν ἡμέρας δεκαπέντε· ἕτερον δὲ τῶν ἀποστόλων οὐκ εἶδον εἰ μὴ  ̓Ιάκωβον τὸν ἀδελφὸν τοῦ Κυρίου.

 

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἀδελφοί, πρέπει νά ξέρετε πώς τό εὐαγγέλιο πού σᾶς κήρυξα ἐγώ δέν προέρχεται ἀπό ἄνθρωπο. Γιατί κι ἐγώ οὔτε τό παρέλαβα οὔτε τό διδάχτηκα ἀπό ἄνθρωπο, ἀλλά μοῦ τό ἀποκάλυψε ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ἀσφαλῶς ἔχετε ἀκούσει γιά τή διαγωγή μου ὅσον καιρό ἀνήκα στήν ἰουδαϊκή θρησκεία, ὅτι καταδίωκα μέ πάθος τήν ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ καί προσπαθοῦσα νά τήν ἐξαφανίσω. Καί πρόκοβα στόν ἰουδαϊσμό πιό πολύ ἀπό πολλούς συνομήλικους συμπατριῶτες μου, γιατί εἶχα μεγαλύτερο ζῆλο γιά τίς προγονικές μου παραδόσεις. Ὁ Θεός ὅμως μέ εἶχε ξεχωρίσει ἀπό τήν κοιλιά τῆς μάνας μου καί ἡ χάρη του μέ εἶχε καλέσει νά τόν ὑπηρετήσω. Ὅταν, λοιπόν, εὐδόκησε νά μοῦ ἀποκαλύψει τόν Υἱό του γιά νά φέρω στούς ἐθνικούς τό χαρμόσυνο μήνυμα γι’ αὐτόν, δέ στηρίχθηκα σ’ ἀνθρώπινες δυνάμεις· οὔτε ἀνέβηκα στά Ἱεροσόλυμα νά δῶ ἐκείνους πού ἦταν ἀπόστολοι πρίν ἀπό μένα, ἀλλά ἔφυγα στήν Ἀραβία, καί ὕστερα ξαναγύρισα στή Δαμασκό. Ἔπειτα, μετά ἀπό τρία χρόνια, ἀνέβηκα στά Ἱεροσόλυμα νά γνωρίσω ἀπό κοντά τόν Πέτρο, κι ἔμεινα κοντά του δεκαπέντε μέρες. Ἄλλον ἀπόστολο δέν εἶδα, παρά τόν Ἰάκωβο, τόν ἀδερφό τοῦ Κυρίου.

Παρασκευή 21 Οκτωβρίου 2022

Η ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΤΑ… ΦΤΙΑΣΙΔΙΑ ΤΗΣ!

«Η ταπεινοφροσύνη είναι ανώνυμη χάρη της ψυχής, η οποία μπορεί να ονομαστεί μόνο από όσους την δοκίμασαν εκ πείρας. Είναι ανέκφραστος πλούτος, ονομασία του Θεού, δωρεά του Θεού» (Άγιος Ιωάννης Κλίμακος, λόγ. κε΄ 3).

Θέλει πολλή προσοχή με την αρετή της ταπεινοφροσύνης. Μπορεί να νομίζεις ότι την… κατέχεις, γιατί βλέπεις ίσως ότι είσαι απλός άνθρωπος, μα τελικώς να δουλεύεις στον εγωισμό σου και τον Πονηρό διάβολο! Κι αυτό γιατί η ταπεινοφροσύνη παρουσιάζεται με πολλά  ενδύματα που εξωτερικά και μόνο μοιάζουν μ’ αυτήν. Η ταπεινοσχημία για παράδειγμα και η ταπεινολογία - μία υπόκριση δηλαδή συμπεριφοράς και λόγων που παραπέμπει στην αληθινή εικόνα της - αποτελούν τις συνηθέστερες μορφές διαστροφής της. Δεν είναι τυχαίο γι’ αυτό που ο μέγας Γέρων της εποχής μας όσιος Πορφύριος ο καυσοκαλυβίτης συνήθιζε να λέγει όταν μιλούσε γι’ αυτήν: «να λέτε η  α γ ί α  ταπείνωση, κι όχι απλώς ταπείνωση που μπορεί να είναι και ψεύτικη».

Ακόμη και η αληθινή εικόνα της στη ζωή των αγίων ίσως να μην αποτελεί αυτό που και πράγματι είναι – άλλο κάποια σημάδια της παρουσίας της και άλλο η ίδια η ταπείνωση στον πυρήνα της! Κι αυτό για δύο λόγους: Πρώτον, έχει πολλές διαβαθμίσεις: «άλλο πράγμα είναι το να ταπεινοφρονεί κανείς, και άλλο το να αγωνίζεται να ταπεινοφρονεί, και άλλο το να επαινεί τον ταπεινόφρονα» (18). Δεύτερον, αποτελεί  ένδυμα της ίδιας της θεότητας. Κι αυτό το δεύτερο κυρίως τονίζει ο όσιος: «είναι ανώνυμη χάρη της ψυχής», λέει. Γιατί; Διότι φανερώνει την παρουσία του ίδιου του Θεού μέσα στον άνθρωπο. Του Θεού που υπέρκειται όλων των ονομάτων, γι’ αυτό και είναι ανώνυμος. Όταν μιλάμε λοιπόν για την ταπείνωση, μιλάμε τελικώς για τον ίδιο τον Θεό, ο Οποίος είναι μεν αγάπη, αλλ’ είναι και ταπείνωση. Τα δύο αυτά πάνε αδιάλυτα, γιατί Εκείνος μας τα αποκάλυψε. «Ο Θεός αγάπη εστί», και «μάθετε απ’ ε μ ο ύ  ότι πράος ειμι και ταπεινός τη καρδία». «Αγάπη και ταπείνωση! Ιερό ζεύγος!» θα πει θαυμαστικά και πάλι ο όσιος Ιωάννης (36).

Οπότε μη ψάχνουμε να βρούμε αγάπη, όπως και όποια άλλη αρετή,  όπου ελλείπει η ταπείνωση: δεν υπάρχει. Κι όπου θεωρείται παρούσα αποτελεί υποκρισία και πονηρία! «Βγάλε την ταπείνωση και όλα τα κατορθώματά μας είναι άχρηστα!» (15).

Και το τελικό αποτέλεσμα; Μόλις αρχίζουμε και οσμιζόμαστε την αγία αυτή ταπείνωση, δηλαδή μόλις αρχίζει η ενεργής εμφάνιση του Κυρίου στη ζωή μας, καταπαύουν όλοι οι πειρασμοί! Φυγαδεύεται και ο ίδιος ο δαίμων! Ας θυμηθούμε τον λόγο του οσίου μεγάλου Αντωνίου: «Είδα απλωμένες στη γη όλες τις παγίδες του διαβόλου. Και τρόμαξα και στέναξα και είπα: Ποιος θα τις διέλθει χωρίς να πέσει μέσα; Κι άκουσα φωνή που μου έλεγε: Μόνον ο ταπεινόφρων!»

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ Ο ΕΝ ΠΑΤΜΩ

«Μέγας μὲν Ἀντώνιος ἀρχὴ Πατέρων. Θεῖος δἐ Χριστόδουλος, ἕνθεον τἐλος» (Είναι μέγας μεν ο Αντώνιος, η αρχή των Πατέρων. Θείος δε ο Χριστόδουλος, το ένθεο τέλος).

«Ο Όσιος Χριστόδουλος γεννήθηκε σε μία κωμόπολη κοντά στη Νίκαια της Βιθυνίας γύρω στο 1020 (και εκοιμήθη το 1093). Το κοσμικό του όνομα ήταν Ιωάννης. Από πολύ νέος επιθύμησε να εγκαταλείψει τον κόσμο και ν΄ αφοσιωθεί στην μοναχική ζωή. Ξεκίνησε από κάποια Μονή στον Όλυμπο της Βιθυνίας, όπου μετά από λίγο καιρό εκάρη Μοναχός. Από εκεί μετέβη στους Αγίους Τόπους και για μικρό διάστημα μόνασε εκεί σε κάποιο ερημικό μέρος. Οι επιδρομές όμως των Σαρακηνών ανάγκασαν τους Μοναχούς να εγκαταλείψουν τον τόπο τους και να επανέλθουν στην Μικρά Ασία, οπότε και εγκαταστάθηκαν  στο Όρος Λάτρος της Μυσίας. Εκεί διέπρεψε σ΄ όλες τις αρετές και οι Μοναχοί τον εξέλεξαν πρώτον επιστάτη με το αξίωμα του Αρχιμανδρίτη, γεγονός που του έδωσε και το προσωνύμιο του Λατρηνού. Οι επιδρομές όμως των Μουσουλμάνων τον ανάγκασαν σε φυγή και από το Λάτρος.

Αναζητώντας τόπο ασκήσεως ο Όσιος έφτασε στη Στρόβιλο, μια θαλάσσια περιοχή στα παράλια της Μικράς Ασίας, όπου κι έμεινε για λίγο καιρό, γιατί μια νέα επιδρομή τον εξανάγκασε να διαφύγει τη φορά αυτή στη Λέρο και στη συνέχεια στην Κω, όπου ίδρυσε και Μονύδρια. Οι διαφορές όμως με τους εκεί κατοίκους τον κατέστησαν ανέστιο για άλλη μία φορά. Ύστερα από περιπλανήσεις στα γύρω νησιά έφτασε στην Πάτμο, από την οποία γοητεύεται λόγω της ησυχίας και της ηρεμίας της. Αμέσως έφυγε για την Κωνσταντινούπολη και ζήτησε από τον Αυτοκράτορα Αλέξιο Α' τον Κομνηνό την άδεια «ίνα φροντιστήριον των ψυχών καταστήση ταύτην». Ο Αυτοκράτορας με Χρυσόβουλλο του παραχωρεί την Πάτμο και τα γύρω νησιά μαζί με εργάτες και χρήματα. Με την εγκατάσταση του στην Πάτμο ο Όσιος ξεκινά το χτίσιμο Μοναστηριού τιμώμενο επ΄ ονόματι του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου.

Οι επιδρομές όμως των Μουσουλμάνων δεν θα τον αφήσουν ήσυχο ούτε αυτή τη φορά. Ο Όσιος αφήνει την Πάτμο και καταφεύγει στην Εύβοια κατά το έτος 1092. Η διαμονή του Οσίου Χριστοδούλου στην Εύβοια ήταν, σύμφωνα με επιστημονικές έρευνες, μικρής διάρκειας. Υπάρχει η πληροφορία ότι ένας ευσεβής και πλούσιος κάτοικος του Ευρίπου προσέφερε την πολυτελή οικία του στον Όσιο, ο οποίος την ανέδειξε σε μοναστήρι, αν και οι φροντίδες του Οσίου, εξαιτίας της μεγάλης περιουσίας του μοναστηριού στην Πάτμο, απαιτούσαν την παραμονή του όχι στην έρημο αλλά κοντά στον κόσμο. Εξάλλου, στην Εύβοια ανέκαθεν υπήρχε παράδοση, σύμφωνα με την οποία ο Όσιος Χριστόδουλος παρέμεινε ασκητεύοντας στο σπήλαιο στο δυτικό άκρο της κωμόπολης Λίμνη (Ελύμνιον). Ο Όσιος κατά την διαμονή του στον Εύριπο συνέταξε την «Διαθήκη» και τον «Κωδίκελλό» του (Μάρτιος 1093 λίγο πριν φύγει από τη ζωή). Τη Διαθήκη αυτή, για να έχει ισχύ, την υπέγραψαν επτά αξιωματούχοι της επισκοπικής αρχής και της πόλεως Ευρίπου (Χαλκίδος), ήτοι Λέων πρεσβύτερος και σακελλάριος της πόλεως Ευρίπου, Ιωάννης πρεσβύτερος και νοτάριος της καθέδρας Ευρίπου, Μιχαήλ.... της καθέδρας Ευρίπου, Βασίλειος ο ευτελής διάκονος.... και νοτάριος Ευρίπου κ.α. Το λείψανο του Οσίου φυλάσσεται ως σήμερα στο μικρό φερώνυμο Παρεκκλήσιο του Οσίου Χριστοδούλου, στη Νοτιοδυτική πλευρά του Καθολικού της Μονής Πάτμου» (Από το ιστολόγιο, «Ορθόδοξος Συναξαριστής»).

Ο σοφός υμνογράφος της ακολουθίας του οσίου Χριστοδούλου διδάσκαλος Ιάκωβος Αναστάσιος Πάτμιος διακρίνεται για τη βαθειά γνώση της πνευματικής ζωής της Εκκλησίας, που σημαίνει ότι μπορεί με άνεση να διακρίνει τα σημάδια της αγιότητας του οσίου και να μας τα προσφέρει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Ισχύει γι’ αυτόν ο λόγος του αποστόλου Παύλου που λέει ότι «ο πνευματικός άνθρωπος που έχει το Πνεύμα του Θεού μπορεί να εξετάσει τα πάντα, ο ίδιος όμως δεν μπορεί να ελεγχθεί από οιονδήποτε που δεν έχει το Πνεύμα αυτό». Παρ’ όλα αυτά όμως, αισθανόμενος τη μικρότητά του, επικαλείται απαρχής, όπως γίνεται συνήθως με τους υμνογράφους, τον φωτισμό και τη χάρη του Θεού προκειμένου να υμνολογήσει σωστά τον άγιο και να μη διαστρεβλώσει την εικόνα του (ωδή α΄).

Όντως λοιπόν ο εκκλησιαστικός ποιητής παρουσιάζει τον άγιο σε όλη θα λέγαμε την έκταση της ζωής του, και της επίγειας και της επουράνιας. Και τι μας λέει σε γενικές γραμμές; Ότι ο άγιος, όπου κι αν πήγε, σε όποιον τόπο κι αν ασκήθηκε, στην Όλυμπο, στη Λάτρο, στην Πάτμο, στην Εύβοια, ένα πράγμα είχε κατά προτεραιότητα ενώπιόν του: πώς να ευαρεστήσει τον Κύριο, πώς να διακρατήσει ζωντανή τη σχέση του με τον Ιησού Χριστό, τον Κύριό του. Και αγωνιζόμενος βεβαίως γι’ αυτό αφενός απεμπλεκόταν από οτιδήποτε εμπαθές τον έδενε με τον κόσμο (στιχ. εσπ.), αφετέρου ένιωθε τη μεγάλη επιθυμία να καθοδηγήσει και τους άλλους συνανθρώπους του, όταν μάλιστα τους έβλεπε να βρίσκονται μέσα στο σκοτάδι της άγνοιας του Θεού. Διαπιστώνει μάλιστα ο ποιητής ότι ο όσιος μπορεί να παραβληθεί με τα μεγάλα αναστήματα των αγίων προφητών και πατριαρχών της Παλαιάς Διαθήκης, διότι η ζωή του οσίου Χριστοδούλου αντιστοιχεί με γνωρίσματα της δικής τους ζωής. Γι’ αυτό και χαρακτηρίζει τον όσιο ως άλλον Σαμουήλ, ως νέο Μωυσή, ως δεύτερο Ιωάννη τον Πρόδρομο, ως επίσης προφήτη Ηλία, ως Δανιήλ κ.ο.κ. Για παράδειγμα: Είναι ένας άλλος Σαμουήλ ο όσιος, διότι κι αυτός «ἀπό βρέφους Θεῶ ἀνατέθη ὡς Σαμουήλ» (στιχ. εσπ.)˙ είναι δεύτερος Μωυσής, διότι «ἐκ σκοτασμοῦ ἀγνωσίας λαούς ὑπεξήγαγε καί Θεῷ προσενήνοχε» (στιχ. εσπ.)˙ είναι άλλος Πρόδρομος, διότι «ὑπεδείκνυε λαοῖς ὡς Ἰωάννης τό πρίν τήν ὁδόν Κυρίου τήν σωτήριον» (στ. εσπ.).

Κι εκείνο βεβαίως που αδιάκοπα τονίζει ο υμνογράφος ως κινητήρια δύναμη του αγίου και ερμηνευτικό κλειδί των όλων θαυμασίων της ζωής του είναι η αγάπη του προς τον Θεό, ο σφοδρός σαν φωτιά πόθος του γι’ Αυτόν, ο έρωτάς του κυριολεκτικά για τον Χριστό που πλήγωσε την καρδιά του με αποτέλεσμα να γίνει ο όσιος κατοικητήριο δικό Του – «ἐν ἑαυτῷ γάρ εἶχε τόν Κύριον» και «Χριστόν ἔχων ἐν ἑαυτῷ οἰκοῦντα» (λιτή) θα πει για παράδειγμα μεταξύ άλλων. Κι ένα μικρό δείγμα αυτής της θερμότητας που τον διακατείχε είναι και ο παρακάτω ύμνος από την πρώτη ωδή του κανόνα του: «Σοφίας τῷ ἔρωτι τρωθείς τῆς ὄντως τῷ φόβῳ τῷ κρείττονι νουνεχῶς ἐρρύθμισας νοός κινήματα˙ ὅθεν καί ἔτυχες σοφέ τῆς σῆς ἐφέσεως» (Επειδή πληγώθηκες από τον έρωτα της αληθινής σοφίας, δηλαδή του Χριστού, με τον ανώτερο και καλύτερο φόβο που υπάρχει ρύθμισες με σύνεση τα κινήματα του νου σου. Γι’ αυτό και πέτυχες, σοφέ, ό,τι ήταν η έφεση της καρδιάς σου).  

Ποιο είναι το εξόχως σημαντικό στον συγκεκριμένο ύμνο; Η ρύθμιση των κινημάτων του νου με τρόπο συνετό. Διότι είναι γνωστό ότι ο νους έχει «τρεπτότητα» τέτοια, δηλαδή κινητικότητα και εναλλαγή διαρκή, που είναι πολύ δύσκολο να τιθασευτεί. Κι αυτό συνιστά το κεντρικότερο πρόβλημα στην πνευματική ζωή ενός πιστού χριστιανού. Αγόμαστε και φερόμαστε με άλλα λόγια από τους λογισμούς του νου μας, που προέρχονται άλλοτε από τα πάθη μας κι άλλοτε από τον πονηρό διάβολο, με αποτέλεσμα ο νους να χαρακτηρίζεται ως «αλήτης» - αδιάκοπα περιπλανάται. Τι είναι εκείνο που μπορεί να τον θέσει υπό έλεγχο; Ο φόβος του Θεού, λέει ο υμνογράφος βλέποντας τη ζωή του οσίου Χριστοδούλου, φόβος που αποτελεί καρπό της πληγωμένης από αγάπη προς τον Χριστό καρδιάς του ανθρώπου. Και ο φόβος αυτός φανερώνεται στη χαρισματική της διάσταση, όταν βρίσκεται στον δρόμο τηρήσεως των αγίων εντολών του Χριστού. Αγαπά δηλαδή κανείς τον Χριστό, στέκεται με απόλυτο δέος και σεβασμό (φόβο) απέναντί Του – η αγάπη προς τον Θεό δεν εκτρέπεται σε «παιδιαρίσματα» και ελευθεριότητες – τηρεί τις εντολές Του, ρυθμίζει τα κινήματα του νου του ελέγχοντας τους λογισμούς του. Δεν είναι τυχαίο ότι και στην ακολουθία της μεταλήψεως αναφέρεται μεταξύ των άλλων η πολύ σοβαρή παράκληση του πιστού ο Κύριος με τη Θεία Κοινωνία να ρυθμίσει τη ζωή του. «Ἅγνιζε καί κάθαρε καί ρύθμιζέ με». Ο όσιος Χριστόδουλος ήταν έμπειρος στον πνευματικό αγώνα, ο νους του ήταν ρυθμισμένος με βάση τις εντολές του Χριστού, γι’ αυτό όχι με απλό βηματισμό αλλά με τεράστια άλματα έφτασε στο άκρως εφετό της ζωής του: τη θέα του Χριστού του!

Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2022

Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΙΩΗΛ ΚΑΙ Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΟΥΑΡΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝ ΑΥΤΩ


Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΙΩΗΛ

«Το όνομα του προφήτου Ιωήλ ερμηνεύται αγάπη Κυρίου ή αρχή ή απαρχή Θεού. Ο προφήτης καταγόταν από τη γενιά του Ρουβίμ και προφήτευσε για πείνα που θα επισυμβεί και για έκλειψη θυσιών και για το πάθος του δικαίου Προφήτη (του Ιησού Χριστού) Μέσω του πάθους αυτού όλη η γη ανακαινίζεται και σώζεται. Ο προφήτης μετά την προφητική του δράση απέθανε και ετάφη στην πατρίδα του».

Ο προφήτης Ιωήλ είναι γνωστός για τις «οράσεις» του περί του Πνεύματος του Θεού που θα εκχυνόταν στους ανθρώπους, μετά τον ερχομό του Μεσσία. Είναι εκείνος που κατεξοχήν προφήτευσε την ημέρα της Πεντηκοστής, κάτι που το επισημαίνουν και οι ίδιοι οι απόστολοι του Κυρίου, κατεξοχήν δε ο απόστολος Πέτρος: «Αυτό που βλέπετε, άνδρες Ιουδαίοι, (η επιφοίτηση του αγίου Πνεύματος δηλαδή) είναι εκείνο που είπε ο Θεός μέσω του προφήτη Ιωήλ: Αυτό θα συμβεί στις έσχατες ημέρες, λέει ο Θεός: Θα χαρίσω πλουσιοπάροχα το Πνεύμα μου σε κάθε άνθρωπο∙ έτσι, οι γιοι σας κι οι θυγατέρες σας θα κηρύξουν την αλήθεια∙ οι νέοι σας θα δουν οράματα κι οι γέροντές σας θα ονειρευτούν όνειρα θεϊκά» (Πρ. Αποστ. 2, 16-17). Την πραγματικότητα αυτή βεβαίως υμνολογεί και η ακολουθία του προφήτη, όπως για παράδειγμα στην δ΄ ωδή: «Ως προήγγειλας, ένδοξε, παρά Θεού εκκέχυται το Πνεύμα, επί πάσαν σάρκα ήδη πιστεύσασαν». Όπως προανήγγειλες, ένδοξε, εκχύθηκε το Πνεύμα από τον Θεό, σε κάθε άνθρωπο που ήδη πίστεψε.

Ο υμνογράφος τονίζει επομένως το γεγονός ότι η Εκκλησία πια, δεδομένου ότι από την ημέρα της Πεντηκοστής ξεκινά η ενεργοποίησή της, ζει μέσα στο Πνεύμα του Θεού, το Οποίο εκχεόμενο επί πάντας τους πιστούς, ιδίως με το μυστήριο του χρίσματος, καθιστά αυτούς προφήτες. Είναι βασική πίστη της Εκκλησίας μας δηλαδή, ότι ο άνθρωπος που θα πιστέψει στον Χριστό, θα βαπτιστεί, ώστε να γίνει μέλος Εκείνου, και θα χριστεί, ώστε να λάβει τα χαρίσματα του αγίου Πνεύματος, με τα οποία θα μπει σε λειτουργία το καινούργιο αυτό μέλος του Χριστού. Η χρίση αυτή ως λήψη του αγίου Πνεύματος κάνει τον κάθε πιστό και έναν προφήτη. «Το θείον Πνεύμα εκκέχυται, ως ο σεπτός Ιωήλ, προφητεύων εθέσπισε…και προφητεύουσιν οι την ενέργειαν την αυτού δεξάμενοι». Το θείον Πνεύμα εκχύθηκε, όπως ο σεπτός Ιωήλ θέσπισε με τις προφητείες του…και προφητεύουν όσοι δέχτηκαν την ενέργειά Του.

Έτσι από την προφητεία της Παλαιάς Διαθήκης, ως χάρισμα ελέγχου της αμαρτίας και προαναγγελίας του ερχόμενου Μεσσία, ερχόμαστε διά του αγίου Πνεύματος στην προφητεία της Εκκλησίας, ως χάρισμα που έχει ο κάθε βαπτισμένος και χρισμένος πιστός, ώστε να ακροάται τον λόγο του Θεού, να μπορεί να κηρύσσει αυτόν τον λόγο, όταν του αναθέτει κάτι τέτοιο  η Εκκλησία, να μετέχει στα μυστήρια, να μετέχει στην οργάνωση και διοίκηση της Εκκλησίας. Θα πρέπει κάποτε ίσως να συνειδητοποιήσουμε οι πιστοί της Εκκλησίας το μεγαλείο και το ύψος που μας έδωσε η χάρη του Θεού: να είμαστε μέλη Χριστού και έμπλεοι του Πνεύματός Του. Αρκεί βεβαίως να αγωνιζόμαστε σαν τον προφήτη Ιωήλ στη βασική προϋπόθεση που έχει αυτή η δωρεά, για να μπορεί κανείς να τη διακρατεί: την κάθαρση της καρδίας από τους μολυσμούς της αμαρτίας. «Των μολυσμών προκαθαρθείς της καρδίας, δοχείον ώφθης καθαρόν θεορρήμον, του Παναγίου Πνεύματος».  Δηλαδή: Καθάρισες πρώτα τον εαυτό σου από τους μολυσμούς  της καρδιάς, κι έτσι φάνηκες, θεορρήμον προφήτη, καθαρό δοχείο του Παναγίου Πνεύματος. Κι είναι ευνόητο και γνωστό: ο απόλυτα καθαρός από κάθε αμαρτία Θεός αναπαύεται μόνον στην καρδιά που παλεύει για την αντίστοιχη καθαρότητά της. Γι’  αυτό και θα τονίσει ο υμνογράφος ότι όσοι ακολουθούμε τις διδαχές του προφήτη Ιωήλ με όλη την καρδιά και τη διάνοιά μας, εκζητούμε τον Θεό με δάκρυα και προσευχές, (με τα οποία καθαρίζεται βεβαίως η καρδιά). «Οι ταις σαις διδαχαίς ακολουθήσαντες, εξ όλης καρδίας και διανοίας, εν κλαυθμώ τε και δεήσεσι, τον Θεόν εκζητούμεν αξιάγαστε».

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΟΥΑΡΟΣ

«Ο άγιος Ούαρος έζησε επί της βασιλείας του Μαξιμιανού και ήταν στρατιωτικός στην Αίγυπτο. Καταγόταν δε από επίσημο και λαμπρό και ευσεβές γένος. Όταν φυλακίστηκαν κάποιοι άγιοι λόγω της πίστεώς τους στον Χριστό για μεγάλο διάστημα, επτά τον αριθμό, τους φρόντιζε καθημερινά ο άγιος Ούαρος. Έτυχε λοιπόν ο ένας από τους επτά να αναπαυτεί εν Κυρίω, οπότε ο άγιος μπήκε στη θέση εκείνου, κάτι που προκάλεσε την αντίδραση του ηγεμόνα. Τους οδήγησε όλους μαζί ενώπιόν του και έδωσε εντολή να κτυπηθεί πρώτος από όλους ο Ούαρος με ρόπαλα, να ξεστούν οι πλευρές του επί πολύ, και επειδή παρατάθηκαν τα βασανιστήρια επί πέντες ώρες, παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο».

Ο άγιος Ούαρος θυμίζει άλλους μάρτυρες, οι οποίοι οδηγήθηκαν στο μαρτύριο κατ’ αντανάκλαση: ζήλεψαν δηλαδή την άθληση προηγηθέντων από αυτούς μαρτύρων, κι έτσι παρακινήθηκαν για να εισέλθουν στο μαρτύριο οικειοθελώς. Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας δεν παύουν βεβαίως να τονίζουν τη μεγάλη αγάπη, έως σημείου γλυκυτάτου έρωτα,  και αυτού του αγίου προς τον Θεό, τέτοια αγάπη, που τον έκανε να απαρνηθεί τον εαυτό του και να προσχωρήσει στα μαρτύρια με πολύ θάρρος και δύναμη: «Θείας αγάπης, παμμάκαρ, κατασχεθείς, τω γλυκίστω έρωτι, απηρνήσω σεαυτόν, και προς πάσαν βάσανον σαρκός, προσεχώρησας στερρώς αγωνισάμενος».  Πρέπει να σημειώσουμε την παρατήρηση του υμνογράφου: το άμεσο αποτέλεσμα της αγάπης προς τον Θεό είναι η υπέρβαση του φόβου και το μεγάλο θάρρος. Είναι αυτό που σημειώνει και ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος: «Η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον». Όπου πέσει η αγάπη του Θεού, εκεί πράγματι ο οποιοσδήποτε φόβος εξαφανίζεται. Ο πραγματικός χριστιανός, όπως είναι ο άγιος, είναι και ο πιο θαρραλέος και γενναίος άνθρωπος. Ο ύμνος εν προκειμένω της Εκκλησίας μας, και όχι μόνο ένας, είναι αποκαλυπτικότατος: Ο άγιος Ούαρος έβλεπε κατά το μαρτύριό του να πέφτουν κάτω οι σάρκες του μαζί με τα αίματά του, και ήταν σαν να έπασχε, λέει, άλλος: «Σάρκας συν τοις αίμασι καταπιπτούσας εώρας, και ως άλλου πάσχοντος, Αθλητά, διέκεισο γενναιότατε».

Κι είναι νομίζουμε πολύ επίκαιρη αυτή η επισήμανση λόγω της όλης ατμόσφαιρας που ζει η παγκόσμια κοινότητα: φόβου, ανασφάλειας, άγχους, γιατί συχνά οδηγείται κανείς σε μελαγχολία και απελπισία και απόγνωση. Λοιπόν, η Εκκλησία μας με τους αγίους, όπως με τον άγιο Ούαρο, μάς προσανατολίζει  σε κάτι διαφορετικό: τη με γενναιότητα υπομονή των δεινών, γιατί μάς λέει ότι υπάρχει το αντίδοτο: η θέαση του Χριστού και η αγάπη μας σ’  Εκείνον. Με άλλα λόγια, η περίπτωση του αγίου Ούαρου μας δίνει μία αισιόδοξη «νότα», μέσα στη «μαυρίλα» της εποχής: να αρχίσουμε να αγαπάμε περισσότερο τον Χριστό, ώστε με την αγάπη αυτή να θωρακίσουμε τους εαυτούς μας με τη γενναιότητα και το θάρρος. Εκεί ίσως υπάρχει και το έλλειμμα που έχουμε οι σημερινοί χριστιανοί, οι οποίοι απελπιζόμαστε εύκολα και τα «χάνουμε». Δεν έχουμε την αγάπη που πρέπει. Λοιπόν, θέλουμε να αποκτήσουμε τα «νεύρα», δηλαδή τη δύναμη και τη θέληση, για να αντέχουμε τα πάντα; Οι ελπίδες μας πρέπει να στραφούν πρωτίστως στον Θεό και στην υπέρβαση των δεινών που φέρνει πάντοτε η ελπίδα σ’  Αυτόν. Όπως συνέβη και στον άγιο Ούαρο: «Υπήλθες γνώμη σταθηρά τους ανδρείους αγώνας, νευρωθείς ταις ελπίσι των μελλόντων αγαθών». Μπήκες με γενναιότητα και σταθερή γνώμη στους αγώνες, γιατί «νευρώθηκες» με τις ελπίδες των μελλόντων αγαθών.

Με τον άγιο Ούαρο όμως είναι συνδεδεμένη και η συγκινητική ιστορία μίας γυναίκας, της Κλεοπάτρας,  με τον νεαρό υιό της, ιστορία που καταγράφεται και σε διάφορα Γεροντικά, και που μνημονεύεται αρκετές φορές και από τον υμνογράφο της ακολουθίας του αγίου. «Αλείφουσα μύροις σε, η θαυμαστή Κλεοπάτρα, υπό γην κατέθετο, και ναόν πανάγιον ανεδείματο, εορτήν άγουσα, θαυμαστήν Ούαρε, και πιστώς σε λιτανεύουσα∙ ης το παιδάριον, νοητή στρατεία κατέλεξας, και δόξη κατεκάλλυνας, και χοροίς Αγίων συνέταξας».  Αποδίδουμε με πιο ελεύθερο τρόπο τον ύμνο: η θαυμαστή Κλεοπάτρα,  μετά το μαρτύριό σου, Ούαρε, πήρε το άγιο λείψανό σου, το άλειψε με μύρα, το έθαψε κάτω από τη γη και σου έφτιαξε πανάγιο ναό. Όταν ήλθε η ημέρα της εορτής σου και σε λιτάνευσε με τρόπο πιστό, είδε ότι ο υιός της, από τον μεγάλο κάματο της ημέρας, πέθανε. Κι όταν εκείνη με δάκρυα μπροστά στον τάφο σου έκλαιγε γοερά, της παρουσιάστηκες με λαμπρό τρόπο, έχοντας μαζί σου και τον υιό της, ο οποίος απευθύνθηκε παρηγορητικά στη μητέρα του, λέγοντας πόσο καλά περνά εκεί που βρίσκεται, γεγονός που έκανε την Κλεοπάτρα να κατανοήσει ότι και ο υιός της συγκαταλέχτηκε στη νοητή στρατιά, είναι και αυτός δοξασμένος, μαζί με τους χορούς των αγίων. Η Κλεοπάτρα παρηγορήθηκε και παραμένοντας έκτοτε στον ναό, υπηρετώντας διαρκώς τον άγιο Ούαρο, παρέδωσε και αυτή εν ειρήνη την αγία ψυχή της.

Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2022

Ο ΧΡΙΣΤΟΣ: ΤΟ ΜΕΤΡΟ ΟΛΩΝ!

 

«Δεν ενδιαφερόμαστε για τη θέση που έχουμε μέσα στον κόσμο. Το μόνο πράγμα που μας ελκύει είναι ο Χριστός, το πρόσωπό Του. Και πρέπει να βιώνουμε τον Χριστό ως το μέτρο όλων των πραγμάτων, θείων και ανθρωπίνων» (όσιος Σωφρόνιος Έσσεξ).

Ο όσιος Σωφρόνιος μιλώντας κατά τα τέλη της ζωής του στους μοναχούς και τις μοναχές της ιεράς Μονής του, αλλά και στους προσκυνητές που παρευρίσκονταν, τους εφιστά την προσοχή για ό,τι θεωρεί ως απόλυτο για την πραγμάτωση της σωτηρίας τους, τη ζωντανή σχέση τους με τον Θεό. Με τα ίδια τα λόγια του: «Θα ήθελα, πριν από τον θάνατό μου, να σας αφήσω αυτά τα λόγια ως μαρτυρία, ως την έκφραση της αγάπης μου για όλους σας. Προσπαθήστε να τα βάλετε σε πράξη και θα δείτε ότι η ζωή σας θα αλλάξει ριζικά». Και τα λόγια αυτά, όπως και παρόμοια άλλα βεβαίως, συγκεφαλαιώνονται στο τι αποτελεί προτεραιότητα για τον χριστιανό, πολύ περισσότερο για έναν μοναχό, τον κατά τεκμήριο πιο αφοσιωμένο στον Κύριο και τον λόγο Του.

1. «Δεν ενδιαφερόμαστε για τη θέση που έχουμε μέσα στον κόσμο». Στον κόσμο ζούσε και ο άγιος Γέρων. Συνεπώς ήταν υποχρεωμένος, κι αυτός και οι μοναχοί του, να λειτουργούν μέσα στους περιορισμούς που επιβάλλει η ζωή αυτή – η επίγεια ζωή έχει κανόνες για να την αντιμετωπίσει κανείς: πρέπει να τραφεί, πρέπει να ενδυθεί, να έχει μία σκέπη πάνω από το κεφάλι του. Δεν εννοεί αυτό όμως ο Γέρων. Μπορεί να κινείται μέσα στον κόσμο κατ’ ανάγκη, όμως το ενδιαφέρον του, συνεπώς και η προσοχή του, δεν είναι στραμμένα προς αυτόν. Ο κόσμος δεν απορροφά τον νου του πιστού ανθρώπου. Γιατί; Διότι «ὁ κόσμος κεῖται ἐν τῷ πονηρῷ». Μετά την πτώση του ανθρώπου στην αμαρτία, δυστυχώς ο κόσμος όλος αλλοιώθηκε από τη φυσιολογική εν Θεώ κατάστασή σου και η αμαρτία ως ανταρσία κατά του Θεού σφράγισε την πορεία του. Ο κόσμος πια νοείται αρνητικά, όχι διότι σταματά να είναι δημιουργία του Θεού – ο κόσμος πάντοτε ανήκει σ’ Εκείνον και διακρατείται από Εκείνον – αλλά διότι κυριαρχεί «τό φρόνημα τῆς σαρκός», ό,τι δηλαδή ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος περιγράφει «ὡς ἐπιθυμία τῆς σαρκός, ἐπιθυμία τῶν ὀφθαλμῶν, ἀλαζονεία τοῦ βίου». Πρόκειται για την ίδια στάση ζωής που μαρτυρεί ο απόστολος Παύλος, ο οποίος και αυτός χαρακτηρίζει τον κόσμο με την παραπάνω έννοια ως σκουπίδια και γι’ αυτό δεν μπορεί να δώσει την προσοχή του. «Ἡγοῦμαι πάντα σκύβαλα εἶναι, ἵνα Χριστόν κερδήσω». Κι είναι ευνόητο ότι και οι απόστολοι και όλοι οι άγιοι, όπως εν προκειμένω ο άγιος Σωφρόνιος, ακολουθούν την εν Χριστώ αποκάλυψη για τις εκτιμήσεις τους. Ο ίδιος ο Κύριος σημείωνε την αντιθετική σχέση του κόσμου με τον Θεό. Δεν μπορεί κανείς να είναι στραμμένος προς τον κόσμο και να είναι ταυτοχρόνως σε σχέση με τον Θεό. «Ὅς ἄν θέλῃ φίλος εἶναι τοῦ κόσμου, ἐχθρός τοῦ Θεοῦ καθίσταται». Καί: «οὐδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν».

Από την άποψη αυτή ο λόγος του αγίου Σωφρονίου αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα. Γιατί εκφράζει τον αιώνιο λόγο του Θεού. Μπορεί ο κόσμος με τα πάθη και τις αμαρτίες του να επιζητεί την πρωτιά, τις ανέσεις του, την επιβολή επί των άλλων, την προβολή του, αλλά όλα αυτά έχουν διαγραφεί από τη συνείδηση του αγίου και των χριστιανών. Για τον χριστιανό ό,τι θεωρείται αξία ιδιαίτερη στον κόσμο χάνεται. Διότι το κέντρο βάρους και η προσοχή του βρίσκονται αλλού. Στον μόνο που έχει απόλυτη αξία, τον ίδιο τον Χριστό.

2. «Το μόνο πράγμα που μας ελκύει είναι ο Χριστός, το πρόσωπό Του». Πράγματι, ο απόλυτος «μαγνήτης» για τον χριστιανό είναι το πανάχραντο πρόσωπο του Χριστού. Δεν αναφέρεται σε μία ιδέα ή σε μία απρόσωπη αρχή ο άγιος Γέροντας – τέτοιες ιδέες και αρχές, όσο κι αν φαίνονται καλές και σπουδαίες, τελικώς είναι υποταγμένες στον κόσμο τούτο κι εκφράζουν τον αυτονομημένο από τον Θεό νου του ανθρώπου. Αναφέρεται στο πρόσωπο του Χριστού, τον Υιό και Λόγο του Θεού, το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος που «ἔκλινεν Οὐρανούς» - κατ’ εὐδοκίαν του Πατρός και με τη συνέργεια του Αγίου Πνεύματος - και κατέβηκε στον κόσμο, γινόμενος άνθρωπος καθ’ όλα όμοιος με εμάς, «πλήν ἁμαρτίας». «Μέσα στον Χριστό έχουμε τον Θεό, τον Δημιουργό μας», λέει ο όσιος, όπως παρεμφερώς το λέει και ο απόστολος Παύλος: «Ἐν Αὐτῷ κατοικεῖ πᾶν τό πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς».

Το ερώτημα βεβαίως είναι: γιατί άλλοι δέχονται τον Χριστό και άλλοι Τον απορρίπτουν; Τι είναι εκείνο που κάνει έναν άνθρωπο να «διαβλέπει» ότι ο Χριστός είναι ο ενανθρωπήσας Θεός και να ελκύεται προς Αυτόν; Κι η απάντηση είναι δεδομένη από το Ευαγγέλιο: η καλή προαίρεση του ανθρώπου, που νιώθει την έλξη που ασκεί στην καρδιά του ο ίδιος ο Θεός Πατέρας για να τον τραβήξει προς τον Χριστό. «Οὐδείς δύναται ἐλθεῖν πρός με, ἐάν μή ὁ Πατήρ ὁ πέμψας με ἑλκύσῃ αὐτόν», λέει ο Ίδιος ο Κύριος. Αν όμως δεν υπάρχει η καλή προαίρεση, αν δηλαδή η αμαρτία ως πονηρία έχει διαβρώσει την ψυχή του ανθρώπου, δυστυχώς η όποια έλξη του Θεού πέφτει στο κενό. Τα πάθη του ανθρώπου έχουν κυριαρχήσει στην υπαρξή του, κάνοντας τον άνθρωπο αυτόν να δουλεύει στον Πονηρό διάβολο.

Και βεβαίως η έλξη προς τον Χριστό σημαίνει την κίνηση και την πορεία προς Αυτόν.  Δεν είναι μόνο η στροφή της προσοχής του ανθρώπου προς τον Κύριο που φανερώνει τη χαρισματική κατάσταση της πίστεως∙ είναι στη συνέχεια η διαρκής κίνηση της ψυχής και του σώματος που κάνει τον άνθρωπο να σπεύδει προς συνάντηση με Εκείνον – η κατάθεση της δικής του βούλησης ως «συνέργεια» με τον Θεό. Και μάλιστα χωρίς διακοπές. Η όποια διακοπή, ως γνωστόν, της πορείας προς τον Χριστό συνιστά όχι μία ανάπαυλα, αλλά μία οπισθοχώρηση και μία κατακρύλα, όπως το έχει αποκαλύψει ο Κύριος: «ὁ μή ὤν μετ’ ἐμοῦ κατ’ ἐμοῦ ἐστι καί ὁ μή συνάγων μετ’ ἐμοῦ σκορπίζει». Στην ουσία η κίνηση προς τον Χριστό πια για τον πιστό σημαίνει την αγάπη του προς Εκείνον ως ανταπόκριση προς τη δική Του αγάπη: «ἡμεῖς ἀγαπῶμεν ὅτι Αὐτός πρῶτος ἠγάπησεν ἡμᾶς» - η αγάπη αποτελεί το ερμηνευτικό κλειδί της σχέσης του χριστιανού με τον Χριστό -, ενώ η αγάπη αυτή λαμβάνει συγκεκριμένο περιεχόμενο, γιατί ο Χριστός ζει και ενεργεί μέσα από τις άγιες εντολές Του.

Με άλλα λόγια ο χριστιανός στρέφεται προς τον Χριστό και κινείται προς Αυτόν, όταν εν χάριτι αγωνίζεται να βρίσκεται εκεί που είναι οι εντολές του Χριστού. Κατά τον λόγο του Ίδιου «όποιος έχει τις εντολές μου και τις εφαρμόζει, εκείνος είναι που με αγαπά. Κι όποιος με αγαπά θα αγαπηθεί από τον πατέρα μου και εγώ θα τον αγαπήσω και του φανερωθώ μέσα του». Στην πορεία αυτή του χριστιανού που καταγράφεται στον «χάρτη» της καρδιάς του και κινητοποιεί βεβαίως και το σώμα του, επισημαίνουμε και την «ταχύτητα» του χριστιανού. Άλλος κινείται με μικρή ταχύτητα, άλλος με μεγαλύτερη, άλλος ακόμη περισσότερο. Μιλάμε για τις διαβαθμίσεις της αγάπης (συνεπώς και της παρουσίας της χάρης του Θεού) που μας εξηγούν τα λόγια της αγίας Γραφής αλλά και τη ζωή των αγίων μας. «Εἰς ὀσμήν μύρου σου ἔδραμον, Χριστέ», διαβάζουμε αίφνης για πολλούς αγίους και αγίες της Εκκλησίας, όπως το λέει και ο απόστολος: «Δι’ ὑπομονῆς τρέχομεν τόν προκείμενον ἡμῖν ἀγῶνα, ἀφορῶντες εἰς τόν πίστεως ἀρχηγόν καί τελειωτήν Ἰησοῦν». «Ἔδραμον», «τρέχομεν» - η πνευματική ζωή ως σχέση με το πρόσωπο του Χριστού δεν πάει «σέρνοντας»∙ διαποτίζεται από το στοιχείο της χαράς και του νεανικού σφρίγους, γιατί έχει την πνοή του αγίου Πνεύματος.   

3. «Και πρέπει να βιώνουμε τον Χριστό ως το μέτρο όλων των πραγμάτων, θείων και ανθρωπίνων». Ο όσιος Σωφρόνιος σημειώνει βεβαίως ό,τι αναφέραμε προηγουμένως: τον Χριστό Τον βλέπουμε και σχετιζόμαστε μαζί Του όταν Τον βιώνουμε. Δηλαδή όταν τηρούμε τις άγιες εντολές Του. Εκεί βρίσκεται το σημείο συντονισμού μας μαζί Του. Για να προχωρήσει όμως ο άγιος: ο Χριστός είναι «το μέτρο» των πάντων. Είναι το ίδιο που λέει ο απόστολος Παύλος και οι άλλοι απόστολοι: «Ἐμοί τό ζῆν Χριστός καί τό ἀποθανεῖν κέρδος». Για όποιον πίστεψε αληθινά, σαν τον άγιο Σωφρόνιο, το κριτήριο και το μέτρο όλων, θείων και ανθρωπίνων, είναι ο Χριστός. Δεν συνιστά ο Χριστός μία αξία ή κάτι σημαντικό στη ζωή. Είναι η αξία και είναι η ζωή. Βάσει Αυτού κρίνονται τα πάντα. Διότι, όπως είπαμε, «Αὐτός ἐστιν ὁ ἀληθινός Θεός», από τον Οποίο ήλθαμε στη ζωή, διακρατούμαστε στη ζωή, κατατείνουμε σ’ Αυτόν ως το τελικό μας όριο. Όπως το λέει και πάλι ο όσιος: Τον Χριστό «Τον ζούμε ως την ίδια τη ζωή μας και όχι ως κάποιο αντικείμενο που γνωρίζουμε από έξω. Αυτή ειναι η επωδός του ύμνου μου».

Οπότε, το «μέτρον χρημάτων πάντων ἄνθρωπος» του αρχαίου σοφιστή και δασκάλου Πρωταγόρα που έγινε κανόνας και της νεώτερης και μετανεώτερης εποχής ως να είναι ο άνθρωπος η απόλυτη αναφορά των πάντων, παύει χριστιανικά να ισχύει. Και πώς να ισχύει, όταν πάει να αντιπαραβληθεί ο άνθρωπος του κόσμου και της αμαρτίας με τον ενανθρωπήσαντα Θεό, ο Οποίος πέραν από τέλειος Θεός είναι και τέλειος άνθρωπος και ο Σταυρός Του είναι και η μεγαλύτερη απόδειξη της αγάπης Του προς εμάς; Κι είναι τούτο μία αλήθεια που έχει επισημανθεί με πολύ έντονο τρόπο από πολλούς χριστιανούς συγγραφείς, κατεξοχήν δε από τον μεγάλο Σέρβο άγιο π. Ιουστίνο Πόποβιτς, ο οποίος στα διάφορα συγγράμματά του έγραφε και κήρυττε ότι «μέτρον χρημάτων πάντων Θεάνθρωπος». Με τον Χριστό, τον Θεάνθρωπο Κύριό μας, κρίνουμε τα πάντα, θρησκείες, φιλοσοφίες, ιδεολογίες, ανθρώπους. Το μοναδικό πρόσωπο «ἐν ᾧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς».    

Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2022

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Δ΄ ΛΟΥΚΑ (ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ ΣΠΟΡΕΩΣ)

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Λουκ. 8, 5-15)

 

 «Ἐξῆλθεν ὁ σπείρων τοῦ σπεῖραι τὸν σπόρον αὐτοῦ. καὶ ἐν τῷ σπείρειν αὐτὸν ὃ μὲν ἔπεσε παρὰ τὴν ὁδόν, καὶ κατεπατήθη, καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατέφαγεν αὐτό· καὶ ἕτερον ἔπεσεν ἐπὶ τὴν πέτραν, καὶ φυὲν ἐξηράνθη διὰ τὸ μὴ ἔχειν ἰκμάδα· καὶ ἕτερον ἔπεσεν ἐν μέσῳ τῶν ἀκανθῶν, καὶ συμφυεῖσαι αἱ ἄκανθαι ἀπέπνιξαν αὐτό. καὶ ἕτερον ἔπεσεν εἰς τὴν γῆν τὴν ἀγαθήν, καὶ φυὲν ἐποίησε καρπὸν ἑκατονταπλασίονα. ταῦτα λέγων ἐφώνει· ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω. ᾿Επηρώτων δὲ αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· τίς εἴη ἡ παραβολὴ αὕτη. ὁ δὲ εἶπεν· ὑμῖν δέδοται γνῶναι τὰ μυστήρια τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τοῖς δὲ λοιποῖς ἐν παραβολαῖς, ἵνα βλέποντες μὴ βλέπωσι καὶ ἀκούοντες μὴ συνιῶσιν. Ἔστι δὲ αὕτη ἡ παραβολή· ὁ σπόρος ἐστὶν ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ· οἱ δὲ παρὰ τὴν ὁδόν εἰσιν οἱ ἀκούσαντες, εἶτα ἔρχεται ὁ διάβολος καὶ αἴρει τὸν λόγον ἀπὸ τῆς καρδίας αὐτῶν, ἵνα μὴ πιστεύσαντες σωθῶσιν. οἱ δὲ ἐπὶ τῆς πέτρας οἳ ὅταν ἀκούσωσι, μετὰ χαρᾶς δέχονται τὸν λόγον, καὶ οὗτοι ρίζαν οὐκ ἔχουσιν, οἳ πρὸς καιρὸν πιστεύουσι καὶ ἐν καιρῷ πειρασμοῦ ἀφίστανται. τὸ δὲ εἰς τὰς ἀκάνθας πεσόν, οὗτοί εἰσιν οἱ ἀκούσαντες, καὶ ὑπὸ μεριμνῶν καὶ πλούτου καὶ ἡδονῶν τοῦ βίου πορευόμενοι συμπνίγονται καὶ οὐ τελεσφοροῦσι. τὸ δὲ ἐν τῇ καλῇ γῇ, οὗτοί εἰσιν οἵτινες ἐν καρδίᾳ καλῇ καὶ ἀγαθῇ ἀκούσαντες τὸν λόγον κατέχουσι καὶ καρποφοροῦσιν ἐν ὑπομονῇ».

 

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

«Εξήλθε ο σπορέας για να σπείρει το σπόρο του. Και ενώ αυτός έσπερνε, ένας σπόρος έπεσε δίπλα στην οδό και καταπατήθηκε, και τον κατάφαγαν  τα πετεινά του ουρανού. Και άλλος κατάπεσε πάνω στην πέτρα και, όταν φύτρωσε, ξεράθηκε, επειδή δεν είχε υγρασία. Και άλλος έπεσε στο μέσο των αγκαθιών και, όταν τα αγκάθια φύτρωσαν μαζί του, τον απόπνιξαν. Και άλλος έπεσε στη γη την αγαθή και, όταν φύτρωσε, έκανε καρπό εκατονταπλάσιο». Λέγοντας αυτά, φώναζε: «Όποιος έχει αυτιά για να ακούει ας ακούει». Τον ρωτούσαν λοιπόν οι μαθητές του τι μπορεί να σημαίνει αυτή η παραβολή. Εκείνος είπε: «Σ’ εσάς έχει δοθεί να γνωρίσετε τα μυστήρια της βασιλείας του Θεού, αλλά στους λοιπούς λέγονται με παραβολές, για να μη βλέπουν βλέποντας και να μην καταλαβαίνουν ακούγοντας». «Αυτή λοιπόν είναι η ερμηνεία της παραβολής: Ο σπόρος είναι ο λόγος του Θεού. Οι σπόροι δίπλα στην οδό είναι εκείνοι που άκουσαν. Έπειτα έρχεται ο Διάβολος και αφαιρεί το λόγο από την καρδιά τους, για να μην πιστέψουν και σωθούν. Εκείνοι που έπεσαν πάνω στην πέτρα είναι αυτοί που, όταν ακούσουν, με χαρά δέχονται το λόγο, αλλά αυτοί δεν έχουν ρίζα, οι οποίοι πιστεύουν πρόσκαιρα και απομακρύνονται σε καιρό πειρασμού. Εκείνο όμως που έπεσε στα αγκάθια, αυτοί είναι όσοι άκουσαν, αλλά επειδή πορεύονται κάτω από τις μέριμνες και τον πλούτο και τις ηδονές του βίου, συμπνίγονται και δεν φέρουν καρπό σε πλήρη ωριμότητα. Εκείνο που έπεσε στην καλή γη είναι αυτοί οι οποίοι με καρδιά καλή και αγαθή, όταν ακούσουν το λόγο, τον κατέχουν και καρποφορούν με υπομονή».

 

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΠΑΤΕΡΩΝ Ζ΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ 

(Τίτ. 3, 8-15)

 

«Πιστός ὁ λόγος καί περί τούτων βούλομαί σε διαβεβαιοῦσθαι, ἵνα φροντίζωσι καλῶν ἔργων προΐστασθαι οἱ πεπιστευκότες τῶ Θεῶ. Ταῦτά ἐστι τά καλά καί ὠφέλιμα τοῖς ἀνθρώποις˙ μωράς δέ ζητήσεις καί γενεαλογίας καί ἔρεις καί μάχας νομικάς περιΐστασο˙ εἰσί γάρ ἀνωφελεῖς καί μάταιοι. Αἱρετικόν ἄνθρωπον μετά μίαν καί δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδώς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καί ἁμαρτάνει ὤν αὐτοκατάκριτος. Ὅταν πέμψω Ἀρτεμᾶν πρός σε ἤ Τυχικόν, σπούδασον ἐλθεῖν πρός με εἰς Νικόπολιν˙ ἐκεῖ γάρ κέκρικα παραχειμάσαι. Ζηνᾶν τόν νομικόν καί Ἀπολλώ σπουδαίως πρόπεμψον, ἵνα μηδέν αὐτοῖς λείπῃ. Μανθανέτωσαν δέ καί οἱ ἡμέτεροι καλῶν ἔργων προΐστασθαι εἰς τάς ἀναγκαίας χρείας, ἵνα μή ὦσιν ἄκαρποι. Ἀσπάζονταί σε οἱ μετ’ ἐμοῦ πάντες. Ἄσπασαι τούς φιλοῦντας ἡμᾶς ἐν πίστει. Ἡ χάρις μετά πάντων ὑμῶν. Ἀμήν».

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

«Αυτά τα λόγια είναι αξιόπιστα και θέλω να τα βεβαιώνεις με την προσωπική σου μαρτυρία, ώστε όσοι έχουν πιστέψει στον Θεό να φροντίζουν να πρωτοστατούν σε καλά έργα. Αυτά είναι τα καλά και τα χρήσιμα στους ανθρώπους. Από το άλλο μέρος, να αποφεύγεις τις ανόητες αναζητήσεις σε γενεαλογικούς καταλόγους, τις φιλονικίες και τις διαμάχες γύρω από τις διατάξεις του ιουδαϊκού νόμου, γιατί αυτά είναι ανώφελα και μάταια. Τον άνθρωπο που ακολουθεί πλανημένες διδασκαλίες συμβούλεψέ τον μία δύο φορές, κι αν δεν ακούσει άφησέ τον, με τη βεβαιότητα πως αυτός έχει πια διαστραφεί κι αμαρτάνει, καταδικάζοντας έτσι ο ίδιος τον εαυτό του. Όταν θα σου στείλω τον Αρτεμά ή τον Τυχικό, έλα το συντομότερο να με συναντήσεις στη Νικόπολη, γιατί εκεί αποφάσισα να περάσω τον χειμώνα. Τον Ζηνά τον νομικό και τον Απολλώ, να τους εφοδιάσεις πλουσιοπάροχα με ό,τι χρειάζονται για το ταξίδι τους, ώστε να μην τους λείπει τίποτα. Ας μαθαίνουν και οι δικοί μας να πρωτοστατούν σε καλά έργα, για ν’ αντιμετωπίζουν τις επείγουσες υλικές ανάγκες, ώστε η ζωή τους να μην είναι άκαρπη. Σε χαιρετούν όλοι όσοι είναι μαζί μου. Χαιρέτησε τους πιστούς που μας αγαπούν. Η χάρη να είναι μαζί με όλους σας. Αμήν».