Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2024

Η ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ ΠΡΟΣΔΟΚΙΑ

«Ἄρχων ἐξ Ἰούδα ἐξέλιπεν ἤδη˙ ᾧ γάρ ἀπέκειτο, καθώς προγέγραπται, ἡ τῶν ἐθνῶν προσδοκία, Ἰησοῦς Χριστός ἐλήλυθε, καί Σπηλαίῳ τίκτεται, δι’ ἄκραν ἀγαθότητα» (Ωδή α΄ προεορτίου κανόνος Χριστουγέννων).

(Ο ηγεμόνας που προερχόταν από τη φυλή Ιούδα ήδη έφυγε. Διότι εκεί από όπου βρισκόταν κοιμισμένος, όπως είχε προφητευτεί, δηλαδή ο Ιησούς Χριστός που ήταν η προσδοκία όλων των εθνών έφτασε και γεννιέται σε Σπήλαιο, λόγω της άπειρης αγάπης Του).

Πρόκειται για εξαίσιο προεόρτιο χριστουγεννιάτικο ύμνο που τονίζει για μία ακόμη φορά τον ερχομό στον κόσμο του ενανθρωπήσαντος Θεού με τα κύρια χαρακτηριστικά της παρουσίας Του, την άκρα ταπείνωση και την άπειρη αγάπη Του. Η «άκρα αγαθότητα» του Θεού αποτελεί το ποιητικό αίτιο της μυστήριας φανέρωσής Του στη γη, ακατανόητης κατά πάντα στην ανθρώπινη πεσμένη στην αμαρτία λογική, αλλά εξίσου και η άκρα ταπείνωσή Του αδυνατεί να χωρέσει σ’ έναν νου που κυριαρχείται από την πλάνη λόγω ακριβώς της αμαρτίας αυτής. Διότι «τι ταπεινότερον του σπηλαίου ή τι ευτελέστερον των σπαργάνων;» κατά τον ποιητή που προσπαθεί εν πίστει να περιγράψει το μέγα μυστήριο της πίστεως – «ομολογουμένως μέγα εστί το της ευσεβείας μυστήριον: Θεός εφανερώθη εν σαρκί».

Και το μυστήριο αυτό, το κρυμμένο ακόμη και από τους αγίους αγγέλους, ήδη είχε αρχίσει να προφητεύεται από αιώνων από τους απεσταλμένους του Θεού, τους αγίους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, με τρόπο όμως τόσο  συνεσκιασμένο, ώστε έπρεπε πρώτα να εκπληρωθεί, να γίνει άνθρωπος το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, ο Υιός και Λόγος του Θεού, για να κατανοηθεί με τον ορθό τρόπο. Και να, που στον παραπάνω ύμνο βρισκόμαστε μπροστά σε μία τέτοια προφητεία που είχε εξαγγελθεί ήδη από το πρώτο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης, τη Γένεση. Ο Πατριάρχης Ιακώβ, ευρισκόμενος στο τέλος της ζωής του, καλεί τους υιούς του για να τους πει τα τελευταία του λόγια. Κι αναφερόμενος προφητικά στον καθένα από αυτούς φτάνει και στον υιό του Ιούδα, από τον οποίο θα προερχόταν ως άνθρωπος ο Μεσσίας, ο Λυτρωτής, ο Κύριος Ιησούς Χριστός. «Εσένα, Ιούδα, θα σε εγκωμιάζουν οι αδερφοί σου», του λέει. «Η δύναμή σου θα εξουσιάζει και τους εχθρούς σου, θα σε προσκυνήσουν του πατέρα σου οι γιοι. Λιονταρόπουλο είναι ο Ιούδας. Γιε μου, με αρπαγές μεγάλωσες. Ξάπλωσε και κοιμήθηκε σαν το λιοντάρι και σαν το λιονταρόπουλο˙ να τον ξυπνήσει ποιος τολμά; Ποτέ ο Ιούδας την εξουσία δεν θα χάσει, ούτε το σκήπτρο του αρχηγού μέσ’ απ’ τα πόδια του, ωσότου έρθει «άρχοντας», σ’ αυτόν που οι λαοί θα υπακούσουν» (Γέν. 49, 8-10).

Κι ακριβώς στα λόγια αυτά η Εκκλησία μας διά των Πατέρων της είδε την προφητεία περί της ενανθρωπήσεως του Θεού. «Αναπεσών εκοιμήθη ως λέων και ως σκύμνος. Τις εγερεί αυτόν;» Κι αποτύπωσε την προφητεία με τον χρωστήρα των ζωγράφων στην γνωστότατη εικόνα του «Αναπεσόντος». «Ο Αναπεσών Χριστός ή απλώς ο Αναπεσών είναι ένας από τους παραδοσιακούς τύπους απεικονίσεως του Ιησού Χριστού σε νεαρή ηλικία. Απεικονίζει τον μικρό Ιησού να κοιμάται, έχοντας στηρίξει το κεφάλι του στο δεξί του χέρι, αφήνοντας το αριστερό να ακουμπά κάτω, κατά μήκος του αριστερού μηρού. Στο επάνω μέρος της εικόνας είναι ζωγραφισμένοι “σεβίζοντες άγγελοι”, ενώ δίπλα στον Ιησού η Θεοτόκος τείνει να σκεπάσει στοργικά το “παιδίον”… Σε κάποιες περιπτώσεις ο Ιησούς απεικονίζεται να κοιμάται με ανοικτούς τους οφθαλμούς. Αυτό είναι πιθανώς επηρεασμένο από την υμνολογία του Μεγάλου Σαββάτου: «αναπεσών κεκοίμησαι ως λέων, τις εγερεί σε, βασιλεύ; Αλλ' ανάστηθι αυτεξουσίως ο δους εαυτόν υπέρ ημών εκουσίως».

Κι η προφητεία λοιπόν αυτή αποτελεί την προϋπόθεση στην οποία στηρίζεται ο άγιος υμνογράφος στον παραπάνω ύμνο, για να προβεί όμως στη συνέχεια σε μία μεγαλειώδη και εξαίσιας πνοής ποιητική σύλληψη: «ξεκρεμάει» από το κάδρο της εικόνας τον Αναπεσόντα νεαρό Ιησού, για να πει ότι τελικώς «έφυγε», εγκατέλειψε τη θέση του αναμενόμενου Λυτρωτή και βρέθηκε στο σπήλαιο της Βηθλεέμ – ο «Αναπεσών» είναι πια ο σπαργανωμένος βασιλιάς, ο ηγεμόνας Ιούδα. Η Παλαιά Διαθήκη τελείωσε, η Καινή ανέτειλε, η προφητεία εκπληρώθηκε, το λιοντάρι με όλη την εξουσία του άρχισε να βρυχάται – η προσδοκία έγινε πραγματικότητα κι «η δόξα του Θεού πλημμύρισε τα πάντα στη δημιουργία». «Ίνα σου της δόξης τα πάντα πληρώσης, κλίνας ελήλυθας τους ουρανούς έως γης» (Έκλινες τους ουρανούς κι ήρθες στη γη, προκειμένου να γεμίσεις τα πάντα από τη δόξα σου). «Χαίρετε λαοί και αγαλλιάσθε».  

Ο ΑΓΙΟΣ ΠΡΩΤΟΜΑΡΤΥΣ ΚΑΙ ΑΡΧΙΔΙΑΚΟΝΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ

«Ο άγιος Στέφανος, όταν κάποτε έγινε συζήτηση μεταξύ Ιουδαίων και Σαδδουκαίων και Φαρισαίων και Ελλήνων περί του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, και άλλοι από αυτούς έλεγαν ότι είναι Προφήτης, άλλοι ότι είναι ένας που πλανά τον κόσμο, άλλοι δε ότι είναι ο Υιός του Θεού, στάθηκε σε υψηλό τόπο και ευαγγελίστηκε σε όλους τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, λέγοντας: "Άνδρες αδελφοί, γιατί πληθύνθηκαν οι κακίες σας και ταράχτηκε όλη η Ιερουσαλήμ; Μακάριος είναι ο άνθρωπος, που δεν δίστασε να πιστέψει στον Ιησού Χριστό. Διότι Αυτός είναι ο Θεός που έκλινε τους ουρανούς και κατέβηκε για τις αμαρτίες μας και γεννήθηκε από αγία και αγνή Παρθένο, η οποία  είχε εκλεγεί πριν δημιουργηθεί ακόμη ο κόσμος. Αυτός πήρε τις αμαρτίες μας και βάστασε τις ασθένειές μας: έκανε τυφλούς να βρουν το φως τους, καθάρισε λεπρούς και έδιωξε τους δαίμονες". Αυτοί δε, όταν τον άκουσαν, τον οδήγησαν στο συνέδριο των Αρχιερέων. Διότι οι ίδιοι δεν μπορούσαν να αντισταθούν στη σοφία και στο Πνεύμα του Θεού με το Οποίο μιλούσε. Κι αφού εισήλθαν έβαλαν κάποιους άνδρες να πουν «Ότι τον ακούσαμε να λέει βλάσφημα λόγια κατά του Ναού και κατά του Μωσαϊκού Νόμου», όπως τον κατηγόρησαν και για τα υπόλοιπα που αναφέρονται στις ιερές Πράξεις των Αποστόλων. Όταν τον ατένισαν λοιπόν και είδαν όλοι το πρόσωπό του σαν πρόσωπο αγγέλου, μη υποφέροντας την ντροπή της ήττας τους, τον φόνευσαν διά λιθοβολισμού, ενώ εκείνος προσευχόταν υπέρ αυτών με τα λόγια: «Κύριε, μην τους καταλογίσεις την αμαρτία αυτήν». Επειδή λοιπόν ο θείος πρωτομάρτυρας, με τη θεωρηθείσα πτώση του, κατέβαλε τον αντίπαλο, ρίχνοντάς τον  κάτω σαν πτώμα, και αναπαύτηκε τον γλυκό ύπνο, τότε άνδρες ευλαβείς μάζεψαν το ιερό σκήνωμά του σε μία θήκη φτιαγμένη από κάποιο φυτό, κι αφού το ασφάλισαν πολύ καλά, το κατέθεσαν στα πλάγια του Ναού. Ο δε Νομοδιδάσκαλος Γαμαλιήλ και ο υιός του Αβελβούς πίστεψαν στον Χριστό και βαπτίστηκαν από τους αποστόλους. Τελείται δε η σύναξή του στο μαρτυρείο του πλησίον των Κωνσταντιανών».

Ο υμνογράφος του αγίου, Ιωάννης ο μοναχός, αναφέρεται σε όλη την αγιασμένη διαδρομή της ζωής του Στεφάνου. Και στο γεγονός ότι ήδη από τη στιγμή που έγινε χριστιανός υπήρξε «ανήρ πλήρης πνεύματος και δυνάμεως»,  και στο γεγονός ότι εκλέχτηκε από τον λαό και χειροτονήθηκε από τους αποστόλους ως βοηθός αυτών: στη διακονία των τραπεζών αλλά και στο κήρυγμα, και στο γεγονός της συλλήψεώς του, της απολογίας του, της θεοπτικής εμπειρίας του, του χαρισματικού μαρτυρίου του. Εκείνο που ιδιαιτέρως προβάλλει ο υμνογράφος του είναι ο τρόπος με τον οποίο έφυγε από τη ζωή αυτή: διά λιθοβολισμού – ένας συνηθισμένος τρόπος των Ιουδαίων για εκείνους που θεωρούνταν ότι βλασφημούσαν την πίστη τους. Κι ως εξαίσιος ποιητής δεν μένει σε ό,τι επισημαίνουν μόνον οι αισθήσεις: το πέταγμα των λίθων, αλλά αποκαλύπτει και τη μη αισθητή πλευρά:

πρώτον, ότι οι λίθοι που έριχναν εναντίον του οι Ιουδαίοι γίνονταν την ίδια ώρα τα σκαλοπάτια ανόδου του στη Βασιλεία του Θεού («οι λίθοι που σαν νιφάδες έπεφταν εναντίον σου, σου έγιναν σκαλοπάτια και σκάλες για την ουράνια άνοδό σου. Αυτά τα σκαλοπάτια ανεβαίνοντας είδες τον Κύριο να στέκεται στα δεξιά του Πατέρα»)∙

δεύτερον, ότι «οι λίθοι αυτοί έγιναν ο διάκοσμος του Στεφάνου, όπως στολίζεται κανείς με ποικίλα και ωραία λουλούδια, και έτσι στολισμένος πήγε ενώπιον του ζωοδότη Χριστού».

Και πέραν τούτων, τρίτον, ο λιθοβολισμός του συνιστά το στεφάνι που του έθεσαν οι φονευτές του, όταν εκείνος τους είχε «λιθοβολίσει» με τις νιφάδες των θεοπνεύστων λόγων του («ο Πρωτομάρτυρας κτύπησε τους άθλιους φονευτές του με τις νιφάδες του θεηγόρου στόματός του, γι’ αυτό στεφόταν σαν νικητής από αυτούς με τις νιφάδες των λίθων»).

Επικεντρώνοντας ο μοναχός Ιωάννης στο μαρτυρικό τέλος του αγίου Στεφάνου δεν είναι δυνατόν να μη σταθεί στο κορυφαίο σημείο του μαρτυρίου του: τη συγχώρηση των λιθοβολιστών του, την άφεση της εχθρικής προς αυτόν ενεργείας τους. Και το μυαλό του βεβαίως πηγαίνει εκεί που πηγαίνει το μυαλό όλων μας: στον εσταυρωμένο Κύριο, ο Οποίος πάνω στον Σταυρό συγχωρεί και Αυτός τους σταυρωτές Του. «Πάτερ, άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι», είπε ο Κύριος, «Κύριε, μη στήσης αυτοίς την αμαρτίαν ταύτην» λέει ο Στέφανος. Τα ίδια λόγια, με ελαφρά παραλλαγή, η ίδια στάση ζωής. Ο δούλος ο οποίος ακολουθεί επακριβώς τα χνάρια του Κυρίου του. «Δέσποτα Χριστέ, ο Στέφανος χρημάτισε πανάριστος μιμητής του τιμίου πάθους σου, και αντιδρά απέναντι στους φονευτές του με την ευλογία». «Ω η μακάρια φωνή, που βγήκε από το στόμα σου, Στέφανε: Μη καταλογίσεις, φωνάζοντας, Δέσποτα Χριστέ, στους φονευτές την άγνοιά τους. Αλλά σαν Θεός και Δημιουργός, δέξου το πνεύμα μου, σαν ευωδέστατο θύμα».

Κι είναι ευνόητο ότι η στάση του αγίου Στεφάνου, να στέκεται δηλαδή κανείς με αγάπη απέναντι και προς τους εχθρούς, δεν είναι μία επιλογή μόνο δική του, σαν ένα είδος εξαίρεσης. Συνιστά την εντολή του Κυρίου, σύμφωνα με τα λόγια και την ίδια τη ζωή Του, που αφορά όλους μας. Αν δηλαδή δεν συγχωρούμε εκ καρδίας όλους εκείνους που μας βλάπτουν και μας αδικούν, έστω κι αν φαίνεται ότι έχουμε χίλια δίκια, δεν μπορούμε να ανήκουμε στον Χριστό. Το αποδεικτικό στοιχείο ότι είμαστε Εκείνου, ότι Εκείνος κατοικεί μέσα μας, ότι Εκείνος θα μας δεχθεί χαίρων στη Βασιλεία Του, ευλογώντας την εκεί παρουσία μας, είναι η χωρίς όρια αγάπη μας προς όλους και η άφεση των αμαρτιών των συνανθρώπων μας. Χωρίς την ανεξικακία αυτή, η οποία τίθεται σε ενέργεια με τη δύναμη ασφαλώς του ίδιου του Κυρίου, δεν βλέπουμε πρόσωπο Θεού, κι ακόμη χειρότερα: ευρισκόμαστε υπό την κυριαρχία του πονηρού διαβόλου. Μακάρι το τέλος της ζωής μας, δηλαδή δυνητικά η κάθε στιγμή μας, να μας βρει σε αυτή τη συγχώρηση. Σημαίνει ότι το Πνεύμα του Θεού θα μας συνοδεύει αιωνίως.

Τετάρτη 25 Δεκεμβρίου 2024

Η ΣΥΝΑΞΙΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

«Μετά την απόφαση του Ηρώδη να φονευτούν όλα τα παιδιά στη Βηθλεέμ, άγγελος Κυρίου φάνηκε στον ύπνο του Ιωσήφ λέγοντάς του: «Σήκω και πάρε το παιδί και τη Μητέρα Του και φύγε στην Αίγυπτο». Φεύγει λοιπόν για την Αίγυπτο η Θεοτόκος με το βρέφος και τον Ιωσήφ, για τους παρακάτω δύο λόγους: Πρώτον, για να εκπληρωθεί αυτό που είχε λεχθεί από τον προφήτη ότι «Από την Αίγυπτο κάλεσα τον Υιό μου». Δεύτερον, για να κλείσει κάθε στόμα αιρετικών. Διότι αν δεν είχε φύγει, θα συλλαμβανόταν το βρέφος. Κι αν μεν φονευόταν, θα εμποδιζόταν η σωτηρία των ανθρώπων. Αν δε δεν φονευόταν, ή με ξίφος ή με άλλη τιμωρία, προκειμένου να εκπληρωνόταν το σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία, θα μπορούσε να θεωρηθεί από πολλούς ότι ήλθε κατά φαντασία και δεν έγινε αληθινά πραγματικός άνθρωπος. Διότι αν ήταν αληθινός άνθρωπος, θα σφαζόταν από το σπαθί του τυράννου, κάτι που και  χωρίς να υπάρχει πρόφαση, τόλμησαν οι άθεοι αιρετικοί να το πουν, ότι δηλαδή γεννήθηκε κατά φαντασία. Γι’ αυτό λοιπόν φεύγει στην Αίγυπτο, και για να συντρίψει τα εκεί είδωλα και για να σώσει όλη την οικουμένη κατά τον καιρό της σωτήριας Σταύρωσης».

Η Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου θα πρέπει καταρχάς να θυμίσουμε ότι στοιχεί στην παράδοση της Εκκλησίας, να εορτάζεται μετά από ένα μεγάλο γεγονός του ερχομού του Θεού στον κόσμο για τη σωτηρία του ανθρώπου, το πρόσωπο που πρωταγωνίστησε σ’ αυτό. Έτσι μετά τη Γέννηση του Κυρίου έχουμε τη Σύναξη της Θεοτόκου, Εκείνης που έγινε η «γέφυρα δι’ ης κατέβη ο Θεός», όπως και μετά τη Βάπτισή Του έχουμε τη Σύναξη του αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού. Είναι περιττό βεβαίως να πούμε ότι το ίδιο το γεγονός, η καθαυτό εορτή, βρίσκεται σε άμεση σχέση με το πρωταγωνιστούν πρόσωπο, με άλλα λόγια η εκάστοτε Σύναξη αποτελεί την προέκταση της εορτής, τονίζοντας και επαναλαμβάνοντας το ίδιο νόημά της, σε μεγάλο βαθμό δε και τους ίδιους τους ύμνους της.

Η Σύναξη της Θεοτόκου λοιπόν τονίζει και πάλι τη Γέννηση του Κυρίου, με ιδιαίτερη επιμονή  στην πραγματικότητα της Σάρκωσής Του. Το στοιχείο αυτό ίσως δεν γίνεται ιδιαίτερα αντιληπτό σήμερα, μετά από τόσους αιώνες εξαγγελίας και βίωσης από την Εκκλησία της θεολογικής σημασίας της. Στους πρώτους χριστιανικούς χρόνους και αιώνες όμως ήταν ό,τι πιο καίριο και σημαντικό, δεδομένου ότι αμφισβητείτο από αιρετικούς η πραγματικότητα της ενσάρκωσης, οι οποίοι «έφριτταν» στη σκέψη ότι ο Θεός πήρε πραγματική ανθρώπινη σάρκα, προσέλαβε δηλαδή την ύλη του κόσμου τούτου. Τι κρυβόταν πίσω από την άρνησή τους αυτή; Η πεποίθηση ότι ο κόσμος αυτός είναι κόσμος κακός, δημιούργημα άλλου, μη καλού Θεού, συνεπώς φανέρωναν τον μη χριστιανικό προβληματισμό τους, μάλλον την με επίφαση του χριστιανισμού δήλωση των ανατολίτικων δυαλιστικών περί Θεού δοξασιών τους. Θέλουμε να πούμε ότι οι αιρετικοί αυτοί στην πραγματικότητα ήταν οπαδοί του ιρανικού λεγόμενου παρσισμού, κατά τον οποίο υπάρχουν δύο θεοί, ο θεός του καλού και ο θεός του κακού, ο οποίος θεός του κακού είναι και ο δημιουργός του κόσμου. Πώς λοιπόν η κακή ύλη του κακού θεού  μπορούσε να προσληφθεί από τον καλό Θεό, που ερχόταν να σώσει την ψυχή – όχι ασφαλώς και το σώμα – του ανθρώπου;

Η Εκκλησία μας λοιπόν αντέδρασε σθεναρά, διότι τυχόν επικράτηση αυτών των αντιλήψεων (κατά δόκηση ή φαντασία εμφάνιση του Υιού του Θεού) θα σήμαινε πλήρη διαστροφή της αλήθειας της και άρνηση του πραγματικού Χριστού. Με ένταση λοιπόν τόνισε ότι ο Χριστός, ο Υιός και Λόγος του Θεού, έλαβε πραγματική και όχι κατά φαντασία την ανθρώπινη φύση, το σώμα και την ψυχή, ώστε ενσωματώνοντάς τα στον Εαυτό Του να σώσει τον άνθρωπο και δι’ αυτού και όλη τη δημιουργία. Και αιτία γι’ αυτό βεβαίως ήταν το γεγονός ότι ο κόσμος όλος, η ύλη και το σώμα του ανθρώπου, αποτελούν δημιουργήματα του ενός Θεού, του φύσει αγαθού Θεού, που είναι και ο Δημιουργός βεβαίως του κόσμου. Ήταν τόσο σημαντική η αλήθεια αυτή, ώστε ήδη από την Καινή Διαθήκη ο άγιος Ιωάννης ο θεολόγος βλέπουμε  να τονίζει ότι από την αποδοχή ή όχι της αληθινότητας της σάρκωσης του Θεού φανερώνεται κανείς ως χριστιανός ή όχι. «Πας ος μη ομολογεί Ιησούν Χριστόν εν σαρκί εληλυθότα εκ του Θεού ουκ έστι», και «πας ος ομολογεί Ιησούν Χριστόν εν σαρκί εληλυθότα εκ του Θεού εστι». Πάνω στην αλήθεια αυτή δηλαδή κρινόταν η αλήθεια από την αίρεση. Κι αυτό τονίζει ιδιαιτέρως σήμερα η Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου, που προεκτείνει, όπως είπαμε, τη Γέννηση του Κυρίου. «Αυτό που ήταν ο Υιός και Λόγος του Θεού το κράτησε, δηλαδή ότι είναι Θεός αληθινός, και αυτό που δεν ήταν το προσέλαβε κι έγινε άνθρωπος από φιλανθρωπία». Ο προβληματισμός της Υπεραγίας Θεοτόκου στον οίκο του κοντακίου της σημερινής εορτής το διακηρύσσει επίσης έντονα: «Βλέποντας τη σφραγίδα της παρθενίας μου να μένει χωρίς να χαλάσει, σε κηρύσσω αληθινό Λόγο του Θεού, που πήρες την ανθρώπινη σάρκα».

Και βεβαίως η σημερινή εορτή της Σύναξης υπενθυμίζει πάλι ότι μπροστά στο πανθαύμαστο γεγονός του ερχομού του Θεού στον κόσμο ως ανθρώπου, όλη η δημιουργία ανταποκρίνεται με ευχαριστία, προσφέροντας τα δώρα της, το καλύτερο όμως όλων των δώρων ήταν του ίδιου του ανθρώπου. Διότι ακριβώς πρόσφερε ό,τι ωραιότερο και ανώτερο μπορούσε ποτέ να φανεί ως κτίση: την Παναγία Παρθένο. «Καθένα από τα δημιουργήματά Σου, Κύριε, σου προσφέρει την ευχαριστία του: οι άγγελοι τον ύμνον, οι ουρανοί το αστέρι, οι μάγοι τα δώρα, οι ποιμένες τον θαυμασμό τους, η γη το σπήλαιο, η έρημος τη φάτνη, εμείς όμως Μητέρα Παρθένο». Μη ξεχνάμε: η Παναγία είναι ο εκπρόσωπός μας στον Ουρανό, Εκείνη που έδωσε το αίμα και τη σάρκα της προκειμένου να γίνει άνθρωπος ο ίδιος ο Θεός, συνιστά την «αξιοπρέπειά» μας, αποτελεί πάντοτε την παρηγοριά και την ελπίδα μας. Προς χάρη Της η όποια προσευχή μας γίνεται εισακουστή από τον Θεό, αφού Εκείνος θέλησε να γίνει σαν κι εμάς μέσα από Εκείνην.

Χ Ρ Ι Σ ΤΟ Υ Γ Ε Ν Ν Α !

 

Με τον χρωστήρα του ζωγράφου 

και με τον κάλαμο του υμνογράφου

Μεγαλειώδης η θεολογία της βυζαντινής εικόνας της Γεννήσεως του Κυρίου Ιησού Χριστού. Όλα τονίζουν το βάθος των γεγονότων, όλα μηνύουν το ποιος είναι ο τεχθείς, ποια η θέση της Υπεραγίας Θεοτόκου ή  του αγίου Ιωσήφ του μνήστορος, ποια η στάση των αγγέλων και των ανθρώπων (των απλών ποιμένων της Βηθλεέμ αλλά και των αναζητητών της αλήθειας μάγων-αστρονόμων της μακρινής Περσίας), ποια η μετοχή στο υπερφυές γεγονός της ίδιας της φύσεως. Με κεντρικό σημείο βεβαίως την Παναγία: να στέκει, ανακλιμένη ή προσκυνούσα, και ν’ απορεί για το μυστήριο της άπειρης συγκατάβασης του Υιού και Λόγου του Θεού που έγινε δι’ Αυτής άνθρωπος, αδυνατώντας να αγγίξει τον επί λάρνακας κείμενο Υιό Της. Η εικόνα μάς διδάσκει ό,τι σαλπίζει ο παιάνας: «Χριστός γεννᾶται, δοξάσατε∙ Χριστός ἐξ Οὐρανῶν, ἀπαντήσατε∙ Χριστός ἐπί γῆς ὑψώθητε..».  

Αλλά μεγαλειώδης και η υμνολογία (διά καλάμου αγίου Ιωσήφ του υμνογράφου) της Εορτής, που ήδη προεορτίως μας καθοδηγεί στις μυστικές διαστάσεις της Γεννήσεως του Θεού ως ανθρώπου – κάποιες φορές διαφορετικά απ’ ό,τι ο χρωστήρας του αγιογράφου. Τι εννοούμε; Λίγο πλάι από το θείο βρέφος η Μάνα Παναγία (στην εικόνα). Μέσα στην αγκαλιά της Μάνας Παναγίας το θείο βρέφος (στους ύμνους), δεχόμενο τους κατασπασμούς της μητρικής στοργής. Ακούμε αίφνης στον οίκο του κοντακίου της 21ης Δεκεμβρίου: «Κρατώντας η Παρθένος μέσα στην αγκαλιά Της τον Υιό του Θεού και καταφιλώντας Τον με μητρικούς ασπασμούς έλεγε... Γι’  αυτό και χαίρομαι κρατώντας στην αγκαλιά τον Υιό του Θεού».

Ο χρωστήρας του ζωγράφου δεν αναιρεί βεβαίως τον κάλαμο του υμνογράφου κι ο κάλαμος του υμνογράφου δεν αναιρεί τον χρωστήρα του ζωγράφου. Απλά ο ένας συμπληρώνει τον άλλον. Πόσο όμως μεγαλείο κι αλήθεια κρύβει η «ανθρώπινη» προσέγγιση του αγίου υμνογράφου (του Ιωσήφ του συναισθηματικού και παρακλητικού, κατά τον αγαπημένο άγιο Πορφύριο) – η Μάνα Παναγία με τον Χριστό στην αγκαλιά Της, καθώς Τον «πνίγει» μέσα στα φιλιά της! Ο Κύριος της δόξας δέχτηκε όχι μόνο την πνευματική αγάπη του αγιότερου πλάσματός Του, της πάναγνης κόρης της Ναζαρέτ, με την απόλυτη υπακοή Της στο θέλημά Του, αλλά και την ανθρώπινη αγάπη της μάνας απέναντι στο βλαστάρι της! Το ανθρώπινο του Κυρίου τρέφεται πέρα από το γάλα της Μάνας και από τη στοργική αγκαλιά Της και τους κατασπασμούς Της.

Και μας συγκινεί ιδίως το δεύτερο, όχι για λόγους συναισθηματικούς πρώτιστα, αλλά για λόγους πνευματικούς. Διότι κατά την υπόσχεση του Κυρίου ο πιστός καλείται να στέκεται απέναντι στον Δημιουργό Του κι απέναντι στην άπειρη αγάπη Του όπως και η Παναγία, καλύτερα: να γίνεται και ο ίδιος μία Παναγία αν θέλει να είναι χριστιανός – να έχουμε τον Χριστό στην αγκαλιά μας και να μπορούμε να Τον κατασπαζόμαστε κάθε ώρα και κάθε στιγμή! Πώς; Τα ίδια τα λόγια του Κυρίου μάς καθοδηγούν: «ὁ τρώγων μου τήν σάρκα καί πίνων μου τό αἷμα ἐν ἐμοί μένει κἀγώ ἐν Αὐτῶ», «ὁ τηρῶν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἐν τῶ Θεῶ μένει καί ὁ Θεός ἐν αὐτῶ», ο ακόμη πιο άμεσος στον παραπάνω προβληματισμό λόγος Του «τίς ἐστιν μήτηρ μου καί ἀδελφός μου καί ἀδελφή μου; Πᾶς ὁ ἀκούων τόν λόγον τοῦ Θεοῦ καί τηρῶν αὐτόν ἐκεῖνος μήτηρ μου καί ἀδελφός μου καί ἀδελφή μού ἐστιν». Την ώρα που σπεύδουμε να τηρήσουμε τις εντολές του Κυρίου, κοινωνώντας διά της αγάπης, πνευματικά και μυστηριακά, Θεό και συνάνθρωπο, εκείνη την ώρα πραγματοποιούμε τη μεγαλειώδη υπόσχεση και προοπτική: σαρκώνουμε τον Κύριο μέσα στην ύπαρξή μας και γινόμαστε και εμείς Παναγίες. Τότε, όπως καταλαβαίνουμε δεν γιορτάζουμε απλώς Χριστούγεννα. Γινόμαστε οι ίδιοι Χριστούγεννα.

Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2024

ΕΝΑΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ

(Κύρια σημεία διαλογικής προσέγγισης των Χριστουγέννων, στην εκπομπή του π. Βασιλείου Τσιμούρη "Μαζί με τους Γονείς", στο ραδιόφωνο "Πειραϊκή Εκκλησία", παραμονές Χριστουγέννων 2019). 

1. π. Β.: Πλησιάζουν τα Χριστούγεννα, η μεγάλη αυτή γιορτή της Χριστιανοσύνης, κι όχι μόνο της Ορθόδοξης, κι είναι ευκαιρία και πάλι να μιλήσουμε γι’ αυτήν. Κι είναι αυτό με το οποίο θέλω να ξεκινήσουμε: πρέπει να έλθουν τα Χριστούγεννα για να κάνουμε λόγο γι’ αυτά; Η χρονική δηλαδή συνάφεια μας «σπρώχνει» να αναφερθούμε στην εορτή;

Και αυτό βεβαίως. Πάντοτε μία εορτή είναι μία ευκαιρία να κατανοήσουμε το βάθος της, να διεισδύσουμε όσο είναι δυνατόν στη θεολογία της, συνεπώς να προκληθούμε για μια πιο συνειδητή βίωση της πίστης μας. Αλλά για την πίστη και την Εκκλησία μας, τα Χριστούγεννα είναι γεγονός αενάως βιούμενο από τούς Χριστιανούς, με την έννοια ότι η Εκκλησία μάς προκαλεί καθημερινά, πρωί και βράδυ, να τα θυμηθούμε και να τα ζήσουμε, αφού το θεμέλιο της πίστης μας είναι ο ίδιος ο Χριστός, συνεπώς και ο ερχομός Του μέσα στον κόσμο. Το ίδιο το Σύμβολο της Πίστεως, πέρα από τα άλλα, μας τοποθετεί ενώπιον του ερχομού του Θεού ως ανθρώπου στον κόσμο. «Τόν δι’ ἡμᾶς τούς ἀνθρώπους καί διά τήν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα ἐκ τῶν Οὐρανῶν καί σαρκωθέντα…».

2. π. Β.: Προκαλούμαστε, όπως είπατε, κάθε φορά που έρχεται η εορτή, προκαλούμαστε ακόμη περισσότερο καθημερινά, για τη βίωσή της και το βάθεμα της πίστης μας. Γιατί δεν το βλέπουμε τελικά στη ζωή των χριστιανών; Διότι αυτό που επισημαίνουμε είναι κυρίως μία κυριαρχία του εμπορικού στοιχείου της εορτής ή το πολύ μία συναισθηματική προσέγγισή της – να θυμηθούμε τα παλαιά καλά παιδικά χρόνια μας – για να μην πούμε ότι για ορισμένους, λίγους ή πολλούς, (μιλάμε για «χριστιανούς»), η εορτή προσπερνάται αδιάφορα, ίσως από κάποιους και εχθρικά. Μήπως τελικά διαρκώς επιβεβαιώνουμε ότι το κεντρικό πρόβλημα των θεωρουμένων πιστών της Εκκλησίας είναι η εκκοσμίκευση, δηλαδή ο συσχηματισμός τους με τον αδιάφορο και άπιστο κόσμο, αντί του ορθού: της προσαρμογής του κόσμου στα της Εκκλησίας;

Πράγματι· φαίνεται ότι η εκκοσμίκευση όπως λέμε είναι το κεντρικό πρόβλημα. Οι χριστιανοί δηλαδή ζούμε όπως όλοι οι άλλοι, αδιάφορα, έχοντας στο περιθώριο την πίστη και όχι στο κέντρο της ζωής μας, γεγονός που εξηγεί και τη μιζέρια των πολλών αυτών χριστιανών, την αδυναμία δηλαδή να ζήσουν τη χαρά που προσφέρει ο Χριστός στη ζωή του ανθρώπου. Και θα λέγαμε ότι αυτό συνιστά διαχρονικό πρόβλημα: παρουσιάζεται ήδη από την αρχή της ιστορικής εμφάνισης του χριστιανισμού, (βλ. απ. Παύλο: «μή συσχηματίζεσθαι τῷ αιῶνι τούτῳ»), υπάρχει σήμερα και θα υπάρχει, νομίζω, όσο υπάρχει κόσμος μέχρι τη συντέλεια των αιώνων. Δεν είναι τυχαίο που ο Χριστός μιλούσε πάντοτε για το «μικρόν ποίμνιον», δεν είναι τυχαίο που ο ερχομός Του στον κόσμο έγινε «αντιληπτός» από συγκεκριμένους τύπους ανθρώπων, τους απλούς βοσκούς και τους αναζητητές της αλήθειας «μάγους»-αστρονόμους της μακρινής Περσίας. Με άλλα λόγια δεν τρέφουμε αυταπάτες για μία ριζική ή συνταρακτική αλλαγή του κόσμου που μπορεί να θεωρηθεί με έναν εξωτερικό τρόπο. Οι αλλαγές υπάρχουν και είναι συνταρακτικές, αλλά γίνονται στην καρδιά του ανθρώπου, εκεί που κερδίζεται η μάχη στην πάλη με τον Θεό.

3. π. Β.: Κρατάμε τους τύπους ανθρώπων για αργότερα. Να επανέλθουμε στην ίδια την εορτή, η οποία χαρακτηρίζεται ως «Μητρόπολις τῶν ἑορτῶν» από τον άγιο Ιωάννη Χρυσόστομο. Να εξηγήσουμε λίγο τον όρο, γιατί φανερώνει ότι η Γέννηση του Χριστού αποτελεί το κέντρο όλων των εορτών, κάτι που μάς φέρνει σε «αντίθεση» με την επικρατούσα άποψη ότι η Ανάσταση είναι η μεγαλύτερη όλων.

Η Ανάσταση είναι η μεγαλύτερη όλων, αφού ο Χριστός ήλθε «ἵνα ζωήν ἔχωμεν οἱ ἄνθρωποι καί περισσόν ἔχωμεν», αλλά για να έλθει η Ανάσταση προηγήθηκε η Γέννηση. Είναι Μητρόπολη τα Χριστούγεννα, γιατί όλα ξεκίνησαν από εκεί. Αλλά κι από την άλλη, αν δεν υπήρχε η Σταύρωση και η Ανάσταση δεν θα είχε νόημα και η Γέννηση του Χριστού. Όλα βέβαια είναι ενοποιημένα στον Χριστό, τίποτε δεν θεωρείται αποσπασματικό, γι’ αυτό τελικώς το ένα παραπέμπει στο άλλο. Για παράδειγμα: μιλάμε για τη Γέννηση· κι έρχεται ήδη η εικόνα της Γεννήσεως να μας μιλήσει και για το πάθος του Χριστού: στην ορθόδοξη εικόνα η φάτνη είναι μία λάρνακα. Γιατί; Για να μας πει η Εκκλησία μας ότι ο Χριστός γεννάται με την προοπτική του Πάθους Του και βεβαίως και της Ανάστασής Του. Είναι αυτό που ήδη είχαν αναγγείλει οι προφήτες, οι οποίοι, σαν τον Ησαΐα, μιλούσαν για τον δούλο του Θεού τον Μεσσία, που «ἔδει παθεῖν», προκειμένου να σωθεί ο άνθρωπος.

4. π. Β.: Να σωθεί ο άνθρωπος. Τι σημαίνει σωτηρία; Γιατί λέμε πως ο Χριστός ήλθε για να μας σώσει. Ο λόγος των αγγέλων ήδη στους έκπληκτους ποιμένες της Βηθλεέμ αυτό διαμηνύει: «ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον Σωτήρ».

Είναι το κρισιμότερο ερώτημα. Να μας σώσει ο Χριστός βεβαίως από τον θάνατο, (το τίμημα της αμαρτίας), βεβαίως από την ίδια την αμαρτία που σαν κεντρί έφερε τον θάνατο, βεβαίως από τον διάβολο, αλλά με έναν τρόπο όχι αρνητικό, αλλά πρωτίστως θετικό. Ο Χριστός δηλαδή μας σώζει από όλα αυτά τα αρνητικά, γιατί μας ενσωματώνει στον εαυτό Του, μας κάνει ένα με Εκείνον, μας δίνει τη δυνατότητα να σχετιστούμε και πάλι με τον Θεό, να δούμε κυριολεκτικά «Θεού πρόσωπο». Κι όχι παραπέμποντας τους ανθρώπους σε κάτι πέρα από Αυτόν, αλλά φέρνοντάς τους μέσα σ’ Αυτόν για να βρουν τον Θεό Πατέρα. Θυμόμαστε την απάντηση του ίδιου του Κυρίου στον απόστολο Φίλιππο, ο οποίος του είπε με παράπονο: Κύριε, μας μιλάς συνεχώς για τον Πατέρα Θεό. Δείξε μας Τον Θεό και μας αρκεί. Κι ο Κύριος επίσης θα λέγαμε με παράπονο του απάντησε: Τόσο χρόνο είμαι μαζί σας, Φίλιππε, και δεν με γνώρισες; «Ὁ ἑωρακώς εμέ ἑώρακε τον Πατέρα». Με άλλα λόγια δεν υπάρχει άλλος τρόπος θέας του Θεού πέρα από τον Κύριο. Αυτός είναι η θύρα, η οποία βγάζει στη Βασιλεία του Θεού.

5. π. Β.: Οπότε έτσι αποκαλύπτεται και ποιος είναι τελικώς ο Χριστός. Όχι ένας δάσκαλος ή ένας σπουδαίος σοφός, έστω ένας ιδιαίτερα χαρισματούχος άνθρωπος, αλλά ο ίδιος ο Θεός που έγινε άνθρωπος.

Ακριβώς· ο Χριστός είναι, όπως φανερώνεται, ο «Εμμανουήλ», «ὁ Θεός μεθ’ ἡμῶν». Τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος χωρίς αμαρτία. Και πρέπει να τονίζουμε το τελευταίο, το «χωρίς ἁμαρτίας», διότι η αμαρτία δεν ανήκει στη φυσιολογία του ανθρώπου – δεν δημιουργήθηκε για να αμαρτάνει ο άνθρωπος. Η αμαρτία ήλθε ως αποτέλεσμα της κακής χρήσης ελευθερίας του ανθρώπου. Κι αυτή έφερε όλα τα αρνητικά επακόλουθα, τη φθορά και τον θάνατο, μια ζωή κόλασης θα λέγαμε στη ζωή του ανθρώπου. Ο Θεός λοιπόν έρχεται στον κόσμο και γίνεται αληθινός άνθρωπος, προκειμένου τον άνθρωπο να τον πάρει από την κατάσταση, όπως είπαμε, του σκότους και της αμαρτίας και να τον κάνει κι αυτόν Θεό. Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας επιμένουν πολύ σ’ αυτήν την αλήθεια, γιατί αποτελεί το κρισιμότερο στοιχείο από τον ερχομό του Θεού. Λέει για παράδειγμα ο μέγας Αθανάσιος: «Ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος ἐνηνθρώπησεν, ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν». Κι η ορθόδοξη υμνογραφία μας στοιχώντας ακριβώς πάνω σ’ αυτό θα το πει με έναν εμμελή τρόπο: «Ἄνθρωπος γίνεται Θεός, ἵνα Θεόν τόν ἄνθρωπον ἀπεργάσηται».

6. π. Β.: Αυτό παραπέμπει στον τρόπο δημιουργίας του ανθρώπου. Διαβάζουμε από την Π. Διαθήκη ήδη ότι ο Θεός δημιουργεί τον άνθρωπο «κατ’εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Αὐτοῦ». Του δημιουργεί τις βάσεις και του θέτει ως προοπτική την ομοίωσή του με Εκείνον, αυτό που οι Πατέρες μας το ονομάζουν θέωση.

Πράγματι· πρόκειται για τη σημαντικότερη, νομίζουμε, ανθρωπολογική αλήθεια που έχει εκφραστεί ποτέ. Παλεύουν αιώνες οι άνθρωποι, μέσα από τη θρησκεία, μέσα από τη φιλοσοφία, μέσα από τη θεοσοφία, να δουν ποιος είναι τελικά ο άνθρωπος. Γιατί ανάλογα με το τι είναι διαμορφώνεται και ο αντίστοιχος τρόπος ζωής του μέσα στον κόσμο. Λοιπόν ο λόγος του Θεού απαρχής τονίζει ό,τι υψηλότερο έχει ακουστεί για τον άνθρωπο: ο Θεός δημιουργεί τον άνθρωπο «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Αὐτοῦ». Κι εξηγούν οι άγιοί μας ότι μιλώντας για την εικόνα αναφερόμαστε στην προίκα που ο Θεός έδωσε στον άνθρωπο, όλα εκείνα τα χαρίσματα δηλαδή, που καλλιεργώντας τα θα έφτανε εν υπακοή προς Εκείνον στον σκοπό του που είναι το «καθ’ ὁμοίωσιν». Ο Μ. Βασίλειος αυτήν τη σύνδεση μεταξύ εικόνας και ομοίωσης μάς τη δίνει με το παράδειγμα του σπόρου πού φύεται και γίνεται δένδρο. Ο άνθρωπος δηλαδή δημιουργείται από τον Θεό με μια δυναμική τεράστια, που τον κάνει να φτάσει να γίνει κι αυτός, όπως είπαμε, ένας δεύτερος Θεός στον κόσμο. Θεός βεβαίως κατά χάριν όπως λέμε κι όχι βεβαίως κατ’ ουσίαν.

Αλλά θα είναι καλό να κάνουμε την εξής παρατήρηση επίσης στο «κατ’ εἰκόνα». Ο άνθρωπος δηλώνεται πως δεν είναι εικόνα του Θεού, αλλά δημιουργημένος κατ’εικόνα. Δεν είναι χωρίς σημασία τούτο. Γιατί η εικόνα η αληθινή του Θεού, ως Θεός ομοούσιος Αυτώ, είναι ο ίδιος ο Χριστός, το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος. «Αὐτός ἐστιν ἡ εἰκών τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου», θά σημειώσει ο απ. Παύλος. Τι σημαίνει αυτό; Ότι ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος σύμφωνα με την εικόνα του Χριστού, συνεπώς είναι χριστοειδής με προοπτική να γίνει κι αυτός Χριστός. Το καθ’ ομοίωσιν λοιπόν γίνεται έτσι πιο συγκεκριμένο: όχι γενικά και αόριστα να γίνει Θεός, αλλά να γίνει Χριστός. Έτσι καταλαβαίνουμε και αυτό που λέει και πάλι για παράδειγμα ο απ. Παύλος όταν σημειώνει ότι προοπτική μας είναι το «μορφωθῆναι Χριστόν ἐν ἡμῖν» ή όταν λέει πως πρέπει να φτάσουμε να γίνει ολοκληρωμένοι σαν τον Χριστό, γιατί Αυτός είναι ο άρτιος άνθρωπος. «Μέχρις οὗ καταντήσωμεν οἱ πάντες εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ».

7. π. Β.: Οι σκέψεις αυτές θυμίζουν μια «περίεργη» θεολογία ορισμένων Πατέρων, ότι δηλαδή ο Θεός θα ερχόταν στον κόσμο ανεξάρτητα από την πτώση του ανθρώπου στην αμαρτία. Να μας πείτε λίγα επ’ αυτού;

Όντως, υπάρχουν ουκ ολίγοι Πατέρες που αρέσκονται ακριβώς σ’ αυτή τη θεολογία, η οποία δεν είναι άσχετη προς τη θεολογία της ίδιας της Αγίας Γραφής. Λένε δηλαδή, σαν τον άγιο Μάξιμο τον ομολογητή για παράδειγμα, ότι ήδη η δημιουργία του ανθρώπου κατ’ εικόνα Θεού δηλώνει τον ερχομό Του απαρχής, αφού ο Χριστός είναι η εικόνα κι εμείς δημιουργηθήκαμε σύμφωνα με Εκείνου την εικόνα. Ο Θεός δηλαδή δημιουργεί τον άνθρωπο με βάση το πρωτότυπο, τον σαρκωμένο Υιό Του, επομένως υπάρχει μια εκ των προτέρων απόφαση του ερχομού Του στον κόσμο. Ο άγιος Μάξιμος μάλιστα γίνεται πιο σαφής: μιλάει για δύο φάσεις στο σχέδιο του Θεού για τον άνθρωπο· την πρώτη της δημιουργίας, η οποία κατ’ αυτόν τελειώνει με τον ερχομό του Χριστού, της ενανθρώπησης του Θεού ως ανθρώπου· και η δεύτερη, η οποία ξεκινά με την άνοδο της ανθρωπότητας εν Χριστώ πια για την ένταξή της στη Βασιλεία του Θεού.

Κι αυτό θα πει περαιτέρω ότι τελικώς ο σκοπός της ενανθρώπησης αυτής του Θεού καταλήγει στην κοινωνία από τον πιστό άνθρωπο του σώματος και του αίματος του Χριστού στην Εκκλησία, γιατί εκεί στη Θεία Λειτουργία με την προσφορά του σώματος και του αίματος του Χριστού συνεχίζεται η ενσάρκωση του Θεού, με αποτέλεσμα βεβαίως να κατανοεί κανείς ότι χωρίς ετοιμασία για τη Θεία Κοινωνία, ο άνθρωπος δεν γιορτάζει Χριστούγεννα κι ούτε βεβαίως κατανοεί τίποτε από τη Μητρόπολη αυτή των εορτών.

8. π. Β.: Όμως να πούμε ότι η Εκκλησία μας τελικώς πορεύεται με βάση τα γεγονότα. Η θεολογία της είναι θεολογία γεγονότων και όχι στοχαστικών παρατηρήσεων. Γι’ αυτό και στο Σύμβολο της Πίστεως ομολογούμε ότι ο Χριστός «κατήλθε δι’ ημάς τούς ανθρώπους και δια την ημετέραν σωτηρίαν».

Ναι, πράγματι, είναι αλήθεια αυτό, αλλά το ένα δεν αναιρεί το άλλο. Η Εκκλησία μάς προσγειώνει σ’ αυτό που συνέβη: την πτώση του ανθρώπου στην αμαρτία, αλλά από την άλλη έρχεται και μας φωτίζει σε κάτι γενικότερο και καθολικότερο, βασισμένη όμως και πάλι στα δεδομένα της Γραφής. Δεν υπάρχει περίπτωση να πούνε κάτι οι Πατέρες μας εκτός της Αγίας Γραφής. Κι αν κάποτε ειπώθηκε κάτι από αυτούς εκτός Γραφής, ήταν γιατί η Εκκλησία δεν είχε καθορίσει ακόμη την πίστη της συγκεκριμένα μέσα από τις Συνόδους, οπότε διατύπωσαν κάτι που ενδεχομένως θεωρείται θεολογούμενο ή και εσφαλμένο. Γιατί θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι τους αγίους Πατέρες τους έχουμε τόσο ψηλά στη συνείδησή μας, αλλά πιστεύουμε ότι εκεί εκφράστηκε από αυτούς η αλήθεια, όταν συμφωνούν όλοι σε κάτι, αυτό που ονομάζουμε «consensus Patrum», συμφωνία Πατέρων.

Είπαμε όμως ότι η συγκεκριμένη θεολογία περί του ερχομού του Θεού ως ανθρώπου ανεξάρτητα και από την πτώση του δεν αναιρεί τα γεγονότα της ανθρώπινης ιστορίας, απλώς τα θέτει σε έναν ευρύτερο προβληματισμό. Γιατί, για να ξανατονίσουμε, ο Θεός ενανθρωπίζεται για να πάρει τον άνθρωπο, να τον εντάξει μέσα Του, να τον θεραπεύσει, να του δώσει και πάλι τη δυνατότητα να ξαναβρεί τον δρόμο του – τη ζωή μέσα στη Βασιλεία του Θεού – να ζήσει ως ένας Θεός στον κόσμο τούτο. Αυτό δεν είναι οι άγιοί μας; Κατά χάρη Θεοί, άνθρωποι δηλαδή που πήραν στα σοβαρά την πίστη τους, την ενεργοποίησαν στη ζωή τους κι άφησαν τον Χριστό να φανερωθεί μέσα από την καθαρή καρδιά τους – στο πρόσωπό του «διαβάζουμε» την παρουσία του Χριστού.

9. π. Β.: Πολλά σημεία μένουν αδιευκρίνιστα. Για παράδειγμα: Ο Θεός έγινε άνθρωπος. Τι άνθρωπος; Γιατί υπήρξαν φωνές ήδη από την αρχή του χριστιανισμού ότι φάνηκε ως άνθρωπος, σαν μία οπτασία δηλαδή ανθρώπου, και δεν έγινε πραγματικός και αληθινός άνθρωπος. Ή ότι ήλθε στον κόσμο σαν μία παρένθεση στη ζωή Του.

Πρόκειται για τον λεγόμενο δοκητισμό: άνθρωποι με φιλοσοφικές και θεοσοφικές απόψεις ανατολικών θρησκειών, οι οποίοι αρνούνταν την πραγματικότητα της σάρκωσης, γιατί θεωρούσαν ότι η ύλη, συνεπώς και το σώμα, είναι κάτι κακό, πώς λοιπόν ο Θεός είναι δυνατόν να πάρει κάτι κακό; Εδώ η Εκκλησία μας αγωνίστηκε «ἕως θανάτου ὑπέρ τῆς ἀληθείας», για να κρατήσει καθαρή και ανόθευτη την εικόνα του Χριστού ως του Θεού που σαρκώθηκε και έγινε πραγματικός και αληθινός άνθρωπος, ακολουθώντας όλες τις φάσεις της ανθρώπινης ζωής, απλώς μόνον «χωρίς ἁμαρτίας», όπως αναφέραμε και παραπάνω· κι ακόμη: ότι την ανθρωπότητά Του την κράτησε για πάντα – η ανάληψή Του έγινε με την ανθρώπινη φύση Του. Κι ήταν τόσο απόλυτη η Εκκλησία – γιατί μία παρεκτροπή κι αλλοίωση από την αλήθεια θα σήμαινε ότι διακυβεύεται η σωτηρία του ανθρώπου – ώστε την πραγματικότητα της σάρκωσης τη θεώρησε ως το μοναδικό θα λέγαμε κριτήριο για το αν κάποιος είναι χριστιανός ή όχι. Απλώς μόνο να θυμηθούμε τα λόγια του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στην Α΄ Καθολική επιστολή του: «Πᾶς μή ὁμολογῶν Ἰησοῦν Χριστόν ἐν σαρκί ἐληλυθότα ἐκ τοῦ Θεοῦ οὔκ ἐστιν. Καί πᾶς ὁ ὁμολογῶν Ἰησοῦν Χριστόν ἐν σαρκί ἐληλυθότα ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστιν». Στα της πίστεως δεν μπορεί να παίζει κανείς – ή δέχεσαι τον Χριστό, όπως φανερώθηκε, ή τον αρνείσαι, που θα πει ότι γίνεσαι αντίπαλός Του. «Ὁ μή ὤν μετ’ ἐμοῦ κατ’ ἐμοῦ ἐστι».

Ο Χριστός λοιπόν έγινε πραγματικός και αληθινός άνθρωπος, ως ένας από εμάς, αλλά με την παρατήρηση ότι δεν έπαψε ποτέ να είναι και Θεός. Είναι ο «Ἐμμανουήλ», ο Θεός μαζί μας. Θεός και άνθρωπος. Κι όχι σαν ένα είδος κένταυρου, μισός άνθρωπος μισός άλογο, αλλά ενωμένη η ανθρώπινη φύση Του καθ’ υπόσταση όπως λέμε με τη θεϊκή Του φύση. Τι θα πει αυτό; Ο Υιός και Λόγος του Θεού σαρκώνεται και προσλαμβάνει την ανθρώπινη φύση, σώμα και ψυχή, εντάσσοντάς την μέσα στη θεϊκή Του προσωπικότητα, ενωμένη επομένως η ανθρώπινη φύση Του «ἀτρέπτως, ἀσυγχύτως, ἀχωρίστως, ἀδιαιρέτως» με τη θεϊκή Του φύση. Με άλλα λόγια, ο Χριστός ενώ έχει δύο φύσεις, τη θεία και την ανθρώπινη, δεν έχει δύο προσωπικότητες. Η προσωπικότητά Του είναι μία κι αυτή είναι η θεϊκή. Κι εμείς οι πιστοί, που Τον πιστεύουμε και Τον ζούμε μέσα στην Εκκλησία, γιατί βαπτιστήκαμε στο άγιο όνομά Του κι ενταχτήκαμε μέσα στην ανθρώπινη φύση Του, Τον λατρεύουμε και Τον έχουμε Θεό μας, χωρίς να γινόμαστε ανθρωπολάτρες, δηλαδή ειδωλολάτρες.

Πρέπει να πούμε ότι αυτά που λέμε, κι άλλα βεβαίως, μας τα λέει η Εκκλησία μας μέσα από την υμνολογία της. Δεν πρόκειται για κείμενα δυσπρόσιτα ή αντικείμενα μελέτης κάποιων θεολόγων που ξεσκονίζουν τις βιβλιοθήκες. Τα ψάλλει η Εκκλησία, τα τραγουδάει δηλαδή, ώστε και ο πιο απλός άνθρωπος να γίνει μέτοχος των φοβερών αυτών αληθειών που σχετίζονται με το νόημα της ζωής του και την αιώνια προοπτική του. Για παράδειγμα ακούμε, όχι μόνο τα Χριστούγεννα, αλλά πάντοτε όλο τον χρόνο στις ακολουθίες της Εκκλησίας, ότι ο Χριστός είναι «διπλοῦς τήν φύσιν, ἀλλ’ οὐ τήν ὑπόστασιν». Είναι αυτό που λέμε: είναι διπλός στη φύση Του, Θεός και άνθρωπος, όχι όμως με διπλή προσωπικότητα. Μία η προσωπικότητα του Χριστού, η του Θεού Λόγου. Προσπάθησε ένας αιρεσιάρχης, ο Νεστόριος, να πει ότι ο Χριστός ήταν μεμονωμένα και άνθρωπος με δική του προσωπικότητα, αλλά αλλοίωσε την πίστη. Είπε δηλαδή ότι ο Χριστός γεννήθηκε από την Παναγία ως άνθρωπος, (γι’ αυτό και Χριστοτόκο και ανθρωποτόκο την ονόμαζε), και έπειτα ήλθε ο Θεός Λόγος στον άνθρωπο Χριστό. Και η Εκκλησία είδε αμέσως τον κίνδυνο: αν ο Θεός Λόγος ήλθε στον άνθρωπο Χριστό, τότε αν σώθηκε κάποιος, αυτός είναι μόνον ο άνθρωπος Χριστός και όχι η ανθρώπινη φύση γενικά. Το κριτήριο δηλαδή πάντοτε της Εκκλησίας, που λειτουργούσε και λειτουργεί αενάως μέσα από τις Οικουμενικές Συνόδους, είναι σωτηριολογικό: αυτό που λέμε τι σημασία έχει για τον άνθρωπο; Σώζεται ο άνθρωπος ή όχι; Δηλαδή βλέπει Θεού πρόσωπο ή το χάνει μέσα στις νεφέλες των ανθρώπινων λογισμών;

10. π. Β.: Πρέπει σιγά σιγά να τελειώνουμε. Καταλαβαίνουμε ότι η θεολογία της Εκκλησίας για τα Χριστούγεννα είναι τεράστια, δεν μπορούμε να πούμε τα πάντα εδώ – ελπίζουμε να φωτίζουμε και όχι να συσκοτίζουμε τη θεολογία αυτή – γι’ αυτό να μας σχολιάσετε δύο πράγματα που αναφέρθηκαν στη συζήτησή μας: Πρώτον· για τη θεία Κοινωνία ως ενεργοποίηση της ενανθρώπησης του Θεού μας. Δεύτερον· για τους τύπους ανθρώπους που τελικά δέχονται το υπερφυές αυτό μυστήριο της πίστεως, αφού μιλήσατε για τους ποιμένες και τους μάγους της Ανατολής.

Η Θεία Κοινωνία είπαμε ως προσφορά του σώματος και του αίματος του Χριστού, κατά πώς Εκείνος ο Χριστός μας το καθόρισε, όντως αποτελεί την κατεξοχήν ενεργοποίηση της σάρκωσης του Θεού στη δική μας ζωή. Αυτό που είναι ο Χριστός θέλησε να το διαιωνίσει μέσα στο ζωντανό σώμα Του, την Εκκλησία, κι είπε μάλιστα τον φοβερό λόγο ότι αν κανείς δεν φάει το σώμα Του και δεν πιει το αίμα Του, ζωή μέσα του δεν έχει. Χριστιανός σημαίνει άνθρωπος που πιστεύει στον Χριστό ως Θεό και άνθρωπο, που είναι βαπτισμένος και μέλος συνεπώς Χριστού, κλαδί στο δέντρο Εκείνου, που κρατιέται, τρέφεται και αυξάνει με τη συμμετοχή του σώματος και του αίματός Του. Χριστιανός δηλαδή που γιορτάζει Χριστούγεννα χωρίς Χριστό καταλαβαίνουμε ότι δεν υφίσταται, είναι παραλογισμός. Αλλά η συμμετοχή μας αυτή δεν είναι απροϋπόθετη. Απαιτείται για να λειτουργήσει σωστά η παρεχόμενη από τον Χριστό χάρη των μυστηρίων Του ο άνθρωπος να είναι έτοιμος για κάτι τέτοιο. Και το έτοιμος δεν σημαίνει ασφαλώς αναμαρτησία, που ανθρωπίνως δεν υφίσταται, αλλά έτοιμος πάντοτε για μετάνοια. Και μετάνοια σημαίνει να αναγνωρίζω τις αμαρτίες μου, να μετανοώ γι’ αυτές, να τις εξομολογούμαι, να προσπαθώ να μην τις ξανακάνω, στρεφόμενος πάντοτε προς τον Χριστό και το άγιο θέλημά Του. Γιατί πρέπει να πούμε ότι η υπέρβαση των αμαρτιών μας γίνεται καλύτερα με τον τρόπο που υπεδείκνυε στα νεώτερα χρόνια ο άγιος Πορφύριος: όχι με τον σκληρό και αιματηρό τρόπο της πάλης κατά του κακού, αλλά με τον απαλό και αναίμακτο και εύκολο, της στροφής σε κάθε πρόβλημα προς τον Χριστό – ό,τι συνιστούσε ο απόστολος Παύλος: «νίκα ἐν τῶ ἀγαθῶ τό κακόν».

Κι από την άλλη στο δεύτερο ερώτημα: μία τέτοια πίστη και αποδοχή του Χριστού είναι η πίστη που βλέπουμε στους τύπους ανθρώπων που βρέθηκαν κοντά όταν γεννήθηκε ο Χριστός: στους απλούς βοσκούς της Βηθλεέμ και στους αναζητητές μάγους-αστρονόμους της εποχής εκείνης της μακρινής Περσίας. Στα πρόσωπα αυτών πράγματι ψαύουμε το ποιοι άνθρωποι γεύονται το μυστήριο της Γέννησης του Χριστού: οι άνθρωποι με την ανοικτή και απονήρευτη καρδιά· οι άνθρωποι οι οποίοι αναζητούν την αλήθεια. Διαφορετική προσέγγιση μάλλον εκβάλλει σε λάθος αποτέλεσμα. Μας το λέει και τόσο όμορφο και πάλι η υμνολογία της Εκκλησίας: «Οὐ φέρει τό μυστήριον ἔρευναν· πίστει μόνῃ τοῦτο πάντες δοξάζομεν». Αν δηλαδή η λογική μας πάει μπροστά και τίθεται ως κριτήριο του μυστηρίου, δυστυχώς δεν πρόκειται να νιώσουμε τίποτε – τα Χριστούγεννα θα λειτουργούν ως κάτι, στην καλύτερη περίπτωση, ενοχλητικό. Αν όμως τα προσεγγίσουμε με μια παιδική απλότητα ή με την εναγώνια κραυγή αναζήτησης της αλήθειας, τότε θα αρχίσουν να μας αποκαλύπτονται. Μακάρι να ανήκουμε σ’ αυτές τις περιπτώσεις και αυτό να αποτελεί την προσευχή μας. 

ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΞ ΟΥΡΑΝΩΝ, ΑΠΑΝΤΗΣΑΤΕ!

 

Η κάθοδος του Θεού για τη σωτηρία του ανθρώπου είναι γεγονός. Εκείνος, το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, ο Υιός και Λόγος του Θεού, «έκλινεν ουρανούς και κατέβη», φανερώνοντας την άπειρη αγάπη Του και την άβυσσο της ταπείνωσής Του. Δεν ζούμε πια την προσδοκία των προφητών της Παλαιάς Διαθήκης – ό,τι εν Πνεύματι οραματίζονταν για τις μελλοντικές γενιές. Εμείς είμαστε οι μελλοντικές γενιές, από τη στιγμή που ήρθε ο ενανθρωπήσας Θεός, εμείς ζούμε στο εδώ και το τώρα, μέσα στο ζωντανό σώμα Του την Εκκλησία, το μυστήριο της παρουσίας Του, που θα πει την εύρεση του Παραδείσου ως εκ νέου ανοίγματος της Βασιλείας του Θεού. Κι αυτό θα πει ότι ζούμε, μπορούμε και ζούμε πια, τη θέρμη της αγκαλιάς του Θεού μας, την απειρία της αγάπης Του, αλλά με επίγνωση και συναίσθηση.

Πριν από τον ερχομό του Θεού ως ανθρώπου στον κόσμο, ο άνθρωπος κείμενος εν τω Πονηρώ λόγω της ανταρσίας του απέναντι στον Δημιουργό του, είχε χάσει τη δυνατότητα ζωής με συνείδηση της αγάπης Του – ζούσε μέσα στην ενέργεια της αγάπης αυτής που τον διακρατούσε στην ύπαρξη αλλά χωρίς, όπως είπαμε, επίγνωση. Η ζωή του ήταν μία μη ζωή, μία πορεία μέσα στο σκότος, με αναλαμπές νοσταλγίας για κάτι βαθύ που του έλειπε και θα του έδινε αληθινό νόημα. Από τη στιγμή όμως που ήλθε το πλήρωμα του χρόνου και εξαπέστειλε ο Θεός τον Υιό Αυτού να γεννηθεί από μία γυναίκα ως άνθρωπος – όπως το είχε προαναγγείλει ήδη απαρχής της πτώσεως στους πρωτοπλάστους (πρωτευαγγέλιο) και το επανελάμβανε μέσω των προφητών Του στην πρώτη αποκάλυψή Του στον χώρο της Παλαιάς Διαθήκης – ο άνθρωπος και πάλι βρίσκει το αληθινό του πρόσωπο: ο Χριστός τον εντάσσει μέσα στον εαυτό Του, του καθαρίζει τη σκοτεινιασμένη εικόνα του Θεού, του ανοίγει και πάλι την οδό της υιοθεσίας του από τον Θεό. «Άνθρωπος γίνεται ο Θεός, για να κάνει τον άνθρωπο Θεό».

Οπότε, ανοίγονται και πάλι οι οφθαλμοί του ανθρώπου, τα μάτια του μπορούν να δουν και πάλι «τα μάτια» του Δημιουργού του, η ύπαρξή του μπορεί να αισθανθεί και να νιώσει τη θυσιαστική αγάπη του Πατέρα απέναντί του – οι κτύποι της δικής του καρδιάς συντονισμένοι με τους κτύπους της «καρδιάς» Εκείνου!  Αυτό δεν αποκαλύπτει ο ίδιος ο Κύριος;  «Όπως με αγάπησε ο Θεός Πατέρας σάς αγάπησα κι εγώ. Μείνατε μέσα στην αγάπη μου αυτή» - ο ερχομός Του, η γέννα Του, είναι η πιο δραστική παρουσία της αληθινής αγάπης στον κόσμο. Η εμπειρία επ’ αυτού του αποστόλου Παύλου είναι μοναδική: «Αυτό που τώρα ζω ως άνθρωπος είναι η πίστη μου στον Υιό του Θεού, ο Οποίος με αγάπησε και παρέδωσε τον εαυτό Του για χάρη μου».

Ο Χριστός λοιπόν ήλθε «εξ Ουρανών» φέρνοντας και ως άνθρωπος όλες τις ευλογίες του Θεού, τη θέωση του ανθρώπου! Μα σε όλα αυτά επίμονα έρχεται στο προσκήνιο η λέξη «απαντήσατε»! Ο Θεός προσφέρεται κατά τρόπο απόλυτο και χωρίς κρατούμενα. Μα είναι Θεός που ζητάει «συνεργούς» και όχι δουλικά ή μηχανές. Απαιτείται και η δική μας συγκατάθεση στην αποδοχή των δωρεών Του – η δική Του κίνηση θέτει σε κίνηση και τη δική μας ολιγωρία και ακηδία. Να κάνουμε τι; Να σπεύσουμε προς συνάντησή Του. Αν δεν υπάρξει η σπουδή αυτή από πλευράς μας, η δική Του αγάπη μένει «μετέωρη», ένα δώρο που δεν υπάρχει το χέρι για να το αποδεχτεί – η μεγαλύτερη «προσβολή» στον δωρεοδότη: η ίδια η βλασφημία του Αγίου Πνεύματος! Και το περιεχόμενο της «απαντήσεως» του Θεού, της συνάντησης στον ερχομό Του, τη δίνει ο Ίδιος και τη βλέπουμε και στην παραπάνω μαρτυρία του αποστόλου του: να αποδεχτούμε τον λόγο Του, να Τον πιστέψουμε, να επιμείνουμε και εμείς στην πίστη του Παύλου, να περπατάμε τη ζωή μας πάνω στις άγιες εντολές Του.

Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2024

ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ - ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΠΙΣΤΕΩΣ

 

«Καί οὗτοι πάντες μαρτυρηθέντες διά τῆς πίστεως...» (῾Εβρ. 11, 39)

᾽Εποποιΐα τῆς πίστεως ἔχει χαρακτηρισθεῖ τό συγκεκριμένο ἀποστολικό ἀνάγνωσμα ἀπό τήν πρός ῾Εβραίους ἐπιστολή τοῦ ἀποστόλου Παύλου, πού ἀκούγεται κάθε φορά τήν Κυριακή πρό τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως. ᾽Εποποιΐα γιατί φανερώνει μέσα ἀπό τήν ἱστορία τῆς Θείας Οἰκονομίας ὅτι ἡ πίστη ἀποτελεῖ τό ἀκαταμάχητο ὅπλο μέ τό ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος ὑπερβαίνει ὅλες τίς δυσκολίες  καί ὅλα τά ἐμπόδια τῆς ζωῆς αὐτῆς καί ἐξέρχεται νικητής. ῾Μεγάλα τά τῆς πίστεως κατορθώματα᾽. Θά μποροῦσε κανείς νά ἔβαζε ὡς τίτλο τοῦ ἀποσπάσματος τή φράση τῆς ᾽Αποκάλυψης τοῦ ᾽Ιωάννου ῾αὕτη ἡ πίστις ἡ νικήσασα τόν κόσμον, ἡ πίστις ἡμῶν᾽. ῾Ο ἀπόστολος εἶναι σαφής: ἄν ὁ ᾽Αβραάμ καί οἱ μετά ἀπό αὐτόν Πατριάρχες τοῦ ᾽Ισραήλ μεγαλούργησαν, ἄν οἱ Κριτές καί οἱ Βασιλεῖς τοῦ ᾽Ισραήλ ἐξῆλθαν νικητές στούς διαφόρους πολέμους, ἄν τελικῶς οἱ Προφῆτες ἔστω καί μέ τόν θάνατό τους παρέμειναν ζωντανοί στή μνήμη καί τή ζωή τοῦ λαοῦ, ἦταν ἀκριβῶς γιατί κινητήρια δύναμή τους εἶχαν τήν πίστη τους στόν Θεό, ἡ ὁποία τούς ἔκανε νά ζοῦν τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ καί νά εἶναι ἔτσι τά διαχρονικά πρότυπα γιά ὅλους τούς πιστούς. ῾Καί οὗτοι πάντες μαρτυρηθέντες διά τῆς πίστεως...᾽. ῞Ολοι αὐτοί ἔδωσαν καλή μαρτυρία γιά τήν πίστη τους.

1. Δέν μιλᾶμε λοιπόν γιά τήν πίστη ἡ ὁποία χαρακτηρίζει κάθε ἄνθρωπο πού ἔρχεται στόν κόσμο καί τόν παρακολουθεῖ σέ ὅλες τίς φάσεις τῆς ζωῆς του, τόσο πού νά ὁρίζεται αὐτός ὡς τό κατεξοχήν πιστεῦον ὄν. Γιά τήν πίστη-ἐμπιστοσύνη δηλαδή  πού φανερώνει ἤδη ἀπό μικρό παιδάκι μέχρι τά γηρατειά του σέ κάθε ἐπίπεδο ζωῆς προκειμένου νά διακρατηθεῖ στή ζωή, ὅπως ὅτι οἱ γονεῖς του εἶναι πράγματι γονεῖς του, ὅτι γιά νά σταθεῖ ὄρθιος στά πόδια του πρέπει ἀκριβῶς νά τό πιστέψει, ὅτι γιά νά κυκλοφορήσει ἔξω στόν κόσμο – καί σ᾽ ἕνα λεωφορεῖο νά ἀνέβει – μέ τήν προϋπόθεση τῆς πίστεως θά τό κατορθώσει.

Κι οὔτε μιλᾶμε βεβαίως γιά τήν πίστη γενικά καί ἀόριστα σέ θεό ἤ θεούς, διότι τέτοια πίστη ὑπάρχει καί ἀπαντᾶται σέ ὅλες τίς θρησκεῖες καί σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους - ἔστω καί τούς θεωρουμένους ἀθέους - ἡ ὁποία ὅμως δέν ὁδηγεῖ σέ σωτηρία τόν ἄνθρωπο μέ τήν ἔννοια τῆς εὑρέσεως τοῦ ζωντανοῦ καί ἀληθινοῦ Θεοῦ καί συνεπῶς τῆς πραγματώσεως τοῦ ἀληθινοῦ του προσώπου. Χωρίς δηλαδή νά ἀμφισβητεῖται ἡ πραγματικότητα τῆς πίστεως σέ Θεό, ἐκεῖνο πού ἀμφισβητεῖται εἶναι τό ῾ἀντικείμενο᾽ τῆς πίστεως: ποιός Θεός λατρεύεται. Διότι κατά τή χριστιανική μας πίστη οἱ ἐκτός Χριστοῦ λατρευόμενοι ῾θεοί᾽ εἶναι ἤ τό τίποτε: τά εἴδωλα τοῦ σκοτισμένου λόγω τῆς ἁμαρτίας νοῦ τοῦ ἀνθρώπου ἤ τά πονηρά πνεύματα. ῾Μή παντί πνεύματι πιστεύετε᾽ φωνάζει ἐν προκειμένῳ ὅ ἄγιος ᾽Ιωάννης ὁ Θεολόγος.

2. ῾Η πίστη γιά τήν ὁποία κάνει λόγο ὁ ἀπόστολος Παῦλος εἶναι ἐκείνη ἡ ὁποία στηρίζεται στήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ τόσο στήν πρώτη φάση της τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅσο καί στή δεύτερη τῆς Καινῆς. Κι αὐτό σημαίνει ὅτι ἔδειξαν πίστη οἱ δίκαιοι καταρχάς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, διότι ἀκριβῶς στόν ὑπό τό σκότος τῆς ἄγνοιας καί τῆς ἁμαρτίας εὑρισκόμενο ἄνθρωπο φανερώθηκε ὁ ἴδιος ὁ Θεός. ᾽Επειδή δηλαδή ἡ ἁμαρτία διάβρωσε τόν ἄνθρωπο καί ἔχασε τήν ἐπαφή του μέ τόν Δημιουργό του Θεό – καμία ῾σκάλα᾽ δέν μποροῦσε νά στηθεῖ ἀπό πλευρᾶς τοῦ ἀνθρώπου γιά νά βρεῖ τόν Θεό – γι᾽ αὐτό καί ᾽Εκεῖνος κινούμενος ἀπό τήν ἄπειρη ἀγάπη Του πρός τά πλάσματά Του ἀποκαλύπτεται, μέ ἀποκορύφωση τόν ἐρχομό Του στόν κόσμο ὡς ἀνθρώπου. ῎Ετσι ὁ ᾽Αβραάμ, οἱ Πατριάρχες τοῦ ᾽Ισραήλ, οἱ Κριτές, οἱ Προφῆτες ἀνταποκρίνονται σέ συγκεκριμένη κλήση τοῦ Θεοῦ. ῾Η πίστη τους ἦταν τό ῾ναί᾽ πού ψέλλισε ἡ καρδιά τους, ὅταν ἐκείνη ἐνύγη ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ μεγάλου Πατέρα.

Κι ἐκεῖ πού ἡ πίστη βρῆκε τή μεγαλύτερη καθαρότητά της ἦταν ὅταν ὁ ἴδιος ὁ Θεός στό πρόσωπο τοῦ ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ ἔγινε ἄνθρωπος σάν κι ἐμᾶς, προκειμένου νά μᾶς φανερώσει στό ἀπόλυτο δυνατό τό ἀληθινό Του πρόσωπο καί νά μᾶς ὁδηγήσει σέ ὅ,τι ἀδυνατοῦσε καί ἀδυνατεῖ νά συλλάβει τό ἀνθρώπινο μυαλό: τήν ἐνσωμάτωση στόν ἑαυτό Του, δηλαδή  νά εἴμαστε ἕνα μέ ᾽Εκεῖνον. ῾Η πίστη στόν Χριστό πιά λόγω τῆς ἐξαίρετης χαρισματικῆς καταστάσεώς της προϋπέθετε καί προϋποθέτει τήν πιό οὐσιαστική βοήθεια τοῦ ῎Ιδιου: νά μᾶς τήν προσφέρει ᾽Εκεῖνος, ἀρκεῖ νά δεῖ τήν καλή δική μας διάθεση. Μέ ἄλλα λόγια, ἀπαιτεῖται ἡ καλή προαίρεση τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος νιώθει νά στρέφεται πρός τόν Χριστό καθώς ὁ Θεός ἀσκεῖ ἑλκτική δύναμη σ᾽ αὐτόν - ἕνα εἶδος πρώτης πίστεως - κι ἔπειτα ὅταν ὁ ἄνθρωπος μέ τήν πρώτη αὐτήν πίστη ζητήσει τόν Χριστό, τήν ἀποκτᾶ στήν ὁλοκληρία της καθώς βαπτίζεται στό ὄνομα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καί γίνεται μέλος τῆς ᾽Εκκλησίας ὡς τοῦ ζωντανοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Κατά τόν λόγο τῆς Γραφῆς: ῾οὐδείς δύναται ἐλθεῖν πρός με, ἐάν μή ὁ Πατήρ μου ὁ πέμψας με ἑλκύσῃ αὐτόν᾽. Καί: ῾ὁ πιστεύσας καί βαπτισθείς σωθήσεται᾽.

3. Αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ πίστη στόν ἀποκαλυμμένο Θεό δέν εἶναι ἀδράνεια καί ἐπανάπαυση. Θέτει τόν ἄνθρωπο σέ ἐνέργεια τέτοια πού φθάνει στό βαθμό τῆς θυσίας: ὁ Θεός ὁδηγεῖ πιά τόν ἄνθρωπο σ᾽ ὅ,τι συνιστᾶ τό ἅγιο θέλημά Του, πού σημαίνει ὅτι κύριο γνώρισμα τῆς πίστης αὐτῆς εἶναι ἡ ὑπακοή σ᾽ ᾽Εκεῖνον. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ἡ ᾽Εκκλησία μας θέτει ὡς διαχρονικό πρότυπο ἀληθινῆς πίστεως τόν ᾽Αβραάμ. Τόν γίγαντα αὐτόν πού ὑπακούει στήν κλήση τοῦ Θεοῦ νά ἐγκαταλείψει τή χώρα καί τήν οἰκογένειά του, πού καλεῖται νά πιστέψει - ὅπως καί πίστεψε -  ὅτι ἡ γερόντισσα γυναίκα του Σάρρα θά γεννήσει τόν γιό του, πού δέχεται ἐν πίστει νά θυσιάσει ἔπειτα τόν μονάκριβο ἀπό τήν ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ υἱό του, ἄσχετα ὅτι τελικῶς μέ τήν ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ δέν πραγματοποιεῖ τή θυσία αὐτή. ῾Η πίστη ὡς ὑπακοή στόν Θεό μέ ἄλλα λόγια δέν ἀφήνει τόν ἄνθρωπο σέ ἡσυχία. ῾Ο ἄνθρωπος τῆς πίστης στόν ἀληθινό Θεό βρίσκεται ἀδιάκοπα σέ κατάσταση ἐγρήγορσης: νά βρίσκεται ἐκεῖ πού κάθε φορά, ὅπως εἴπαμε, τόν καλεῖ ὁ Θεός.

4. ᾽Από τήν ἄποψη αὐτή κατανοοῦμε ἀφενός αὐτό πού λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος καί πάλι γιά τήν πίστη, ὅτι δηλαδή πρόκειται γιά μία ὅραση τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ: ὁ ἄνθρωπος περπατᾶ στή ζωή αὐτή ὄχι ἁπλῶς μέ τά σωματικά του μάτια, ἀλλά μέ τά μετασκευασμένα ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ - ῾διά πίστεως περιπατοῦμεν, οὐ δι᾽ εἴδους᾽ καί: ῾πίστις ἐστίν ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων᾽ - ἀφετέρου αὐτό πού ἐπισημαίνει ἀλλοῦ ὁ ἴδιος, ὅτι δηλαδή ἡ παραπάνω πίστη βιώνεται στό ἑκάστοτε παρόν ὡς ἀγάπη: ῾πίστις δι᾽ ἀγάπης ἐνεργουμένη᾽. Κι εἶναι πολύ σημαντική ἡ τελευταία ἐπισήμανση τοῦ ἀποστόλου, διότι μᾶς ἀποκαλύπτει ὅτι ἡ πίστη εἶναι ζωντανή καί ἀληθινή ὅταν μᾶς συνδέει διαρκῶς μέ τόν Θεό, ὁ ῾Οποῖος ῾ἀγάπη ἐστί᾽. Θέλουμε νά ποῦμε ὅτι τό ζητούμενο στήν πίστη μας εἶναι νά εἴμαστε ἐν Θεῷ, νά κρατᾶμε στήν ὕπαρξή μας αὐτό πού ᾽Εκεῖνος μᾶς ἔδωσε, δηλαδή τόν ἴδιο τόν ῾Εαυτό Του, κι ἀφοῦ ᾽Εκεῖνος εἶναι ἀγάπη, ἄλλος δρόμος ἀνταπόκρισης τοῦ ἀνθρώπου ἀπέναντί Του, ἄλλος δρόμος πίστης δηλαδή, πέραν τῆς ἀγάπης δέν ὑπάρχει. Πιστεύω θά πεῖ τελικῶς ἀγαπῶ.

Γι᾽ αὐτό καί οἱ ἅγιοί μας διδάσκουν μέσα ἀπό τήν ἐμπειρική βίωση τῆς πίστης τους ὅτι ἄν κανείς θέλει νά στέκεται στήν πίστη καί νά τήν αὐξάνει, πρέπει νά εἶναι ἀνοικτός ἐν ἀγάπῃ πρός τόν συνάνθρωπό του, νά μή τοῦ κρατάει κακία, νά τοῦ δίνει πλούσια τή συγγνώμη του, ὅπως καί τό νά ἔχει κανείς πίστη στόν Θεό, ἔστω καί στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, δέν σημαίνει τίποτε χωρίς αὐτήν τήν ἀγάπη. Κι ἀκόμη περισσότερο, ὅτι τήν ὅποια νομιζόμενη πίστη του θά τή χάσει σύντομα, γιά νά μή ποῦμε ὅτι στήν περίπτωση αὐτή τῆς χωρίς ἀγάπη πίστης κινεῖται στό ἴδιο μῆκος κύματος μέ τόν Πονηρό διάβολο. Διότι καί ῾τά δαιμόνια πιστεύουσι καί φρίσσουσι᾽.

Μία ἀνάσα πρίν τά Χριστούγεννα ἡ ᾽Εκκλησία μας ἔρχεται φιλάνθρωπα νά μᾶς ὑπενθυμίσει: ἄν δέν ἐνεργοποιήσουμε τήν πίστη μας μέ τόν τρόπο τῆς ἀγάπης πού φανέρωσε ὁ Χριστός, δυστυχῶς τά Χριστούγεννα θά παραμείνουν γιά μία ἀκόμη φορά ἄπιαστο ὄνειρο. Τά Χριστούγεννα δέν εἶναι δῶρα καί ξενύχτια καί λαμπιόνια στά δέντρα. Βιώνονται στό μυστικό βάθος τῆς καρδιᾶς μας, ἐκεῖ πού μπορεῖ νά ἀνατείλει καί ἡ ἀγάπη πρός τόν συνάνθρωπο. ῎Αν ἡ καρδιά μας εἶναι γεμάτη ἀπό τά ῾μπάζα᾽ τῶν παθῶν καί τῶν κακιῶν μας, ἡ καλύτερη ὥρα γιά νά τά ἀποτινάξουμε εἶναι τώρα, ἐνόψει τῆς ῾Μητροπόλεως τῶν ἑορτῶν᾽. Τώρα μποροῦμε ἐν μετανοίᾳ νά στραφοῦμε πρός τόν Κύριο καί νά Τόν παρακαλέσουμε νά καθαρίσει τόν στάβλο τῆς καρδιᾶς μας αὐτῆς. ῎Ας θυμηθοῦμε τόν ἅγιο ῾Ιερώνυμο πού ἤθελε νά ζήσει ἀληθινά τή Γέννηση τοῦ Κυρίου καί Τόν παρακαλοῦσε νά τοῦ πεῖ τί δῶρο νά Τοῦ προσφέρει γιά τόν ἐρχομό Του στόν κόσμο! Κι ἡ ἀπάντηση τοῦ Κυρίου ἦταν αὐτή πού λέει καί σέ ἐμᾶς σήμερα καί πάντα: ῾δῶσε μου, ῾Ιερώνυμε, τίς ἁμαρτίες σου γιά νά τίς καθαρίσω᾽! ῾Η μετάνοιά μας πού φανερώνει τήν πίστη μας, συνιστᾶ τή χαρά τοῦ Κυρίου μας, γιατί Τοῦ ἀφήνει χῶρο μέσα μας νά γεννηθεῖ κι ἐκεῖ.

Η ΑΓΙΑ ΜΑΡΤΥΣ ΙΟΥΛΙΑΝΗ Η ΕΝ ΝΙΚΟΜΗΔΕΙΑ

«Η αγία Ιουλιανή έζησε επί της βασιλείας του Μαξιμιανού και ήταν κόρη πλουσίων γονέων, οι οποίοι την μνήστευσαν με κάποιο συγκλητικό, ονόματι Ελεύσιο. Ενώ ο Ελεύσιος ήθελε να την νυμφευθεί, δεν δέχτηκε η αγία, η οποία του είπε: Εάν δεν αποκτήσεις πρώτα την εξουσία της πόλεως, δεν συνέρχομαι σε γάμο μαζί σου. Αυτός πράγματι καταστάθηκε στο αξίωμα του επάρχου, αλλά αυτή του είπε πάλι: Εάν δεν μεταστραφείς στην πίστη των χριστιανών από τη θρησκεία των ειδώλων, δεν καταδέχομαι την κοινωνία σε γάμο με εσένα. Αυτός τότε αποκάλυψε τα πάντα στον πατέρα της παρθένου, ο οποίος, επειδή δεν μπόρεσε να της αλλάξει την πίστη στον Χριστό, την παρέδωσε κατά τους νόμους της εποχής προς εξέταση στον έπαρχο και μνηστήρα της. Ο μνηστήρας της την γύμνωσε από τον χιτώνα της και έδωσε εντολή σε ένδεκα στρατιώτες να την μαστιγώσουν με ωμά βούνευρα, τόσο που την καταξέσχισαν. Στη συνέχεια την κρέμασαν από τα μαλλιά, ώστε αποσπάσθηκε το δέρμα της κεφαλής της, έπειτα κατέφλεξαν τις πλευρές της με σίδερα πυρωμένα, όπως και διαπέρασαν από το μέσο των μηρών της άλλο σίδερο πυρακτωμένο και αυτό. Στο τέλος, έδεσαν τα χέρια της στα πλευρά της και κατά την εντολή του επάρχου την οδήγησαν στη φυλακή. Την ίδια λοιπόν  νύκτα που ρίχτηκε στη φυλακή και ενώ προσευχόταν, της εμφανίστηκε ο αφανής εχθρός και πολέμιος όλων διάβολος, σε σχήμα αγγέλου, ο οποίος την προέτρεπε να θυσιάσει στα είδωλα και να ελευθερωθεί. Η αγία όμως, αφού τον απώθησε, τον έκανε και χωρίς τη θέλησή του να ομολογήσει όλα τα σχετικά με αυτόν. Την οδήγησαν πάλι στον έπαρχο και επειδή παρέμενε αμετάθετη στην αγάπη του Χριστού, την έριξαν σε καμίνι που το είχαν ανάψει πολύ. Το καμίνι σβήστηκε με παράδοξο τρόπο, με αποτέλεσμα πεντακόσιοι άνδρες να πιστέψουν στον Χριστό, οι οποίοι και τελειώθηκαν αμέσως με ξίφος, μαζί με εκατόν τριάντα γυναίκες. Η μάρτυς στη συνέχεια ρίχτηκε σε φλογισμένο λέβητα, αλλά ο λέβητας έγινε λουτρό για τη μακάρια Ιουλιανή. Κι όχι μόνο αυτό: ο λέβητας λύθηκε και χύθηκε έξω το πυρακτωμένο περιεχόμενό του, σαν να κινήθηκε από κάποια μηχανή, και κατέστρεψε τους απίστους που βρίσκονταν ολόγυρά του. Από όλα αυτά η μάρτυς παρέμεινε αβλαβής, γι’ αυτό και υπέστη τελικά τον διά ξίφους θάνατο. Ήταν δε όταν μνηστεύτηκε τον Ελεύσιο ένδεκα χρονών, ενώ όταν μνηστεύτηκε τον Χριστό διά του μαρτυρίου, δεκαοκτώ χρονών. Τελείται δε η σύναξή της στον ναό αυτής, που βρίσκεται πλησίον της αγίας μάρτυρος Ευφημίας στο Πέτριο».

Η αγία Ιουλιανή συνιστά, κατά τον άγιο Ιωσήφ, τον υμνογράφο της αγίας, τον μαγνήτη, που μαγνήτισε τον ίδιο τον Κύριο και Θεό της. Ήταν τέτοιες και τόσες οι αρετές της, λόγω της πληγωμένης από έρωτα Κυρίου καρδιάς της, ώστε Εκείνος την αγάπησε για το κάλλος της ψυχής της και την οδήγησε στον νυμφώνα της βασιλείας Του. Για τον υμνογράφο δηλαδή η αγία Ιουλιανή ανήκει στη χορεία των πέντε παρθένων της γνωστής παραβολής, που «εισήλθον μετ’  αυτού εις τους γάμους». Η παρθενία της δεν υπήρξε στείρα και άκαρπη, αλλά πλήρης του ελαίου της χάριτος του Θεού. «Πληγώθηκες από τον γλυκύτατο έρωτα του Χριστού, πανεύφημε», «γι’ αυτό ο Κύριος αγάπησε το κάλλος σου τώρα και σε έβαλε μέσα στον φωτεινότατο νυμφώνα Του». Η αγία δηλαδή κατενόησε από πολύ μικρή ότι ο Χριστός, αν θέλει κανείς να νιώσει τη δύναμη και τη χάρη Του, δεν είναι το περιθώριο της ζωής, αλλά το κέντρο και η διαρκής αναφορά. Όπως Εκείνος μας προσέφερε όλον τον Εαυτό Του, κατά τον ίδιο τρόπο ζητάει και τη δική μας ολοκληρωτική προσφορά. «Ολόκληρο τον εαυτό σου πρόσφερες στον Θεό», σημειώνει ο υμνογράφος.

Με τον τρόπο αυτό η αγία Ιουλιανή είδε εμπειρικά να πραγματοποιείται και στον εαυτό της η υπόσχεση του Κυρίου, ότι όποιος θα Τον αγαπήσει αληθινά, θα γίνει κατοικητήριο δικό Του, θα Τον δει να φανερώνεται ο Ίδιος  στην ύπαρξή του. Κι είναι αυτό που αδιάκοπα κραυγάζει η Εκκλησία και οι άγιοί μας: η πίστη μας δεν είναι κάτι το θεωρητικό, αλλά αγκαλιάζει και το σώμα και την ψυχή μας. Μόλις νιώσει κανείς λίγο την αγάπη του Θεού, αμέσως Εκείνος καθίσταται ένοικος της ψυχής και του σώματος του ανθρώπου. «Έκανες την ψυχή σου πανάγιο ναό του Θεού, ένδοξε». Ο υμνογράφος όμως γίνεται σαφής. Δεν θέλει να αφήσει περιθώριο παρεξήγησης, ώστε να νομίσει κανείς ότι έχει φτάσει αυτήν την αγάπη. Συνεχίζει λοιπόν για την αγία: «Έκανες την ψυχή σου ναό πανάγιο του Θεού, με το να ζεις πάντοτε μέσα στους θείους ναούς, με τους ύμνους και τις προσευχές». Με άλλα λόγια, η αγάπη του Θεού προϋποθέτει την ένταξη στην Εκκλησία, την αγάπη για τις ακολουθίες της Εκκλησίας, την αγάπη για τους ύμνους και τις προσευχές. Πράγματι, δεν υπάρχει πιο άμεσος και αποτελεσματικός τρόπος να αγαπήσει κανείς τον Θεό από το να εμβαπτίζει διαρκώς την ύπαρξή του σε ό,τι αποτελεί χώρο του Θεού και ψαλμούς του Θεού. Που σημαίνει: αν σήμερα η αγάπη προς τον Θεό έχει υποχωρήσει, κατά το μεγαλύτερο μέρος φταίει η μικρή ή και μηδαμινή σχέση του ανθρώπου με την λατρεία της Εκκλησίας.

Ο άγιος Ιωσήφ, εν αγνοία του, επισημαίνει κάτι που ιδιαιτέρως στην εποχή μας αποτελεί σχεδόν παραδοξότητα: το «ερύθημα της παρθενίας». Λέγοντας για την μάρτυρα ότι στράφηκε ολοκληρωτικά προς τον Χριστό τονίζει ότι έκανε το φυσικό κόκκινο χρώμα της παρθενίας, το κοκκινάδι δηλαδή της σεμνότητας και της ντροπαλοσύνης, πιο λαμπρό με το αίμα του μαρτυρίου της. Τι ωραία εικόνα! Τι ποιητική σύλληψη! Μας λέει να δούμε με τα μάτια της ψυχής μας την αγία γεμάτη σεμνότητα, με κόκκινα τα μάγουλά της από τη χάρη της παρθενίας της. Κι αυτό το κόκκινο να το δούμε πιο έντονο πια, μετά το μαρτύριό της. Το μαρτύριό της δηλαδή ήταν η συνέχεια της παρθενίας της. Η επιβεβαίωση της σεμνότητάς της και της χάρης που την διακατείχε. Έτσι μας καθοδηγεί ο υμνογράφος να δούμε και το νόημα της παρθενίας: ως της καθαρότητας πρώτιστα της ψυχής διά της ανατάσεως αυτής προς τον Σωτήρα Χριστό. Κι αυτή η ανάταση είναι ένα είδος μαρτυρίου, του μαρτυρίου της συνειδήσεως, που προεκτείνεται και με το μαρτύριο του αίματος, όταν ζητηθεί κάτι τέτοιο.

Πώς να μην ενεργήσει η χάρη του Θεού μέσα σε ένα τέτοιο πλάσμα; Πώς ο Χριστός να μην την διατηρήσει αβλαβή από όσα οι δαιμονοκίνητοι διώκτες της τής έκαναν; Πώς να μην επηρεαστούν βλέποντάς την όλοι οι καλοπροαίρετοι άνθρωποι; Και τι λέει επ’ αυτού ο άγιος Ιωσήφ; Όλοι αυτοί που μέσω της αγίας βρήκαν την πίστη του Χριστού υπήρξαν και η δική της προίκα σ’  Εκείνον. «Σαν πολύτιμη προίκα πρόσφερες στον Νυμφίο Χριστό, αθλοφόρε ένδοξε Ιουλιανή, όλους εκείνους τους αγίους ανθρώπους, που πίστεψαν στον Χριστό από τα θαυμάσια που με πίστη τέλεσες». Η αγία Ιουλιανή μας καθοδηγεί και σ’ αυτήν την αλήθεια: η αγία βιοτή μας, η συνεπής πορεία μας πάνω στα χνάρια του Χριστού λειτουργεί ιεραποστολικά: φέρνει και άλλους στον Χριστό. Κι αυτό λογαριάζεται σε εμάς. Συνιστά την προίκα μας μπροστά στον Χριστό. Πόση «προίκα» τέτοια άραγε θα φέρουμε κι εμείς μαζί μας; Πόσους ανθρώπους δηλαδή θα έχουμε επηρεάσει θετικά σε όλη την επίγεια ζωή μας, ώστε αυτό να «μετρήσει» υπέρ ημών στην κρίση του Θεού;