Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2019

ΔΡΑΣΚΕΛΙΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΦΩΣ... (58)



Υπάρχει περίπτωση να είναι κανείς χριστιανός, είτε καλόγερος είτε έγγαμος, και να θεωρεί ότι η μονολιθικότητα του χαρακτήρα του είναι το θεμέλιο της ζωής του; Μονολιθικός είναι μόνον ο εγωιστής άνθρωπος, που νομίζει πως ό,τι έχει ως δική του συνήθεια, ως δική του ανάγκη και αδυναμία, αυτό και θα συνεχίζει εσαεί, έχοντας τον υπηρέτη του, δηλαδή τον σύντροφό του. Καταλαβαίνουμε όμως ότι αυτό είναι δαιμονικό. Χριστιανός σημαίνει διαρκής κίνηση αλλαγής, πορεία εν Χριστώ, προκειμένου να βρίσκεται πάντοτε και αδιάκοπα στον δρόμο του Χριστού, δηλαδή στον δρόμο της αγάπης και της ταπείνωσης, που θα πει στον δρόμο της υπομονής. Υπομονή και ετοιμότητα αλλαγής του εαυτού μας είναι έννοιες παράλληλες και αιτιωδώς συσχετισμένες. Η μία παραπέμπει στην άλλη. Πώς το λέει ένα παλιό όμορφο τραγούδι; «Ρούχα μαζί που πλύθηκαν κι έχουνε γίνει ροζ». Είναι τυχαίο που οι Γεροντάδες στο Άγιον Όρος, όταν ερωτώνται συνήθως από εγγάμους τι να κάνουν για την πνευματική τους προκοπή, εισπράττουν ως απάντηση: «εσείς οι έγγαμοι έχετε τους δικούς σας Γέροντες. Κι αυτοί κυρίως είναι οι γυναίκες σας και τα παιδιά σας». Ό,τι υπακοή καλείται να κάνει ένας υποτακτικός στον Γέροντά του στο μοναστήρι, την ίδια – τηρουμένων των αναλογιών – καλείται να κάνει και ένας έγγαμος έναντι του ή της συντρόφου και συζύγου. «Ὑποτασσόμενοι ἀλλήλοις ἐν φόβῳ Χριστοῦ», σημειώνει ο απόστολος. Υπακοή σημαίνει όμως ξεκούνημα, αλλαγή, πέρασμα σε κάτι άλλο που ζητά ο/η σύζυγος, το οποίο με φέρνει στην κατεξοχήν αλλαγή, που είναι το κράτημα στον δρόμο του Χριστού, τον δρόμο της αγάπης.


 

Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2019

Διάκριση καί φιλαδελφία ὡς τρόπος ζωῆς μέσα στήν ἐκκλησιαστική κοινότητα (Ρωμ. 14)


(Εἰσήγηση σέ ἱερατική σύναξη τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Δημητριάδος καί Ἁλμυροῦ την 22α Ὀκτωβρίου 2019)


Α.  Ἡ ἐκκλησιαστική κοινότητα, νοούμενη εἴτε ὡς ἐπισκοπή εἴτε ὡς ἐνορία, συνιστᾶ μία χαρισματική κατάσταση, διότι συμπλέκεται σ’ αὐτήν τό θεῖο καί τό ἀνθρώπινο στοιχεῖο. Ὅπως πολύ σωστά ἔχει εἰπωθεῖ, ἰδίως γιά τήν Ἐνορία, ἀποτελεῖ αὐτή «τόν Χριστόν ἐν μέσῳ ἡμῶν». Ὁ Χριστός, κατά τόν λόγο τῆς Γραφῆς, εἶναι ἡ κεφαλή τοῦ σώματος καί οἱ πιστοί εἶναι τά μέλη τοῦ Χριστοῦ, τά ὁποῖα ἀρθρώνονται καί δομοῦνται ἀπό τή χάρη Ἐκείνου, χάρη καλύτερα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, συνεπῶς ἡ Ἐκκλησία ἀποτελεῖ μία θεανθρώπινη κοινωνία, ἤ ἀλλιῶς, κατά Πατερική ἔκφραση, «εἶναι ὁ Χριστός παρατεινόμενος εἰς τούς αἰῶνας». Ἡ δοσμένη ὅμως αὐτή χάρη τοῦ Θεοῦ στά μέλη τοῦ Χριστοῦ ἀπαιτεῖ, πρός ἐνεργοποίησή της, καί τή διαρκή ἐπιβεβαίωση ἀπό πλευρᾶς τῶν μελῶν. Τά μέλη καλοῦνται νά συνεργάζονται ἀδιάκοπα μέ τόν Χριστό, ὡς «συνεργοί Θεοῦ», γιατί διαφορετικά ἡ παροχή τῆς χάρης ἀρχίζει νά λειτουργεῖ κατά τρόπο ἀρνητικό, μέ τήν ἔννοια ὅτι μεταποιεῖται αὐτή στόν ἄνθρωπο ἀνάλογα μέ τό τί βρίσκει μέσα στήν καρδιά του. Κι αὐτό θά πεῖ ὅτι ὁ πιστός ποτέ δέν μπορεῖ νά «ἡσυχάσει»: ἡ νήψη καί ἡ ἐγρήγορση εἶναι ὅ,τι ζητάει ὁ Κύριος στή σχέση Του μέ αὐτόν. Δυστυχῶς ὅμως συχνά ἡ νήψη αὐτή ἐλλείπει, ὁπότε ἀναφύονται τά διάφορα προβλήματα τῆς πνευματικῆς καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Ἡ κεφαλή παραμένει πάντοτε ἡ Ἴδια· τά μέλη παρουσιάζουν διακυμάνσεις, διαβαθμιζόμενα στήν καλύτερη περίπτωση στά τρία ἐπίπεδα πού συχνά οἱ ἅγιοί μας τά παρουσιάζουν· τούς δούλους, τούς μισθωτούς, τούς υἱούς. Καί τά προβλήματα δυστυχῶς ἀναφύονται ὄχι μόνο στούς ἁπλούς πιστούς, ἀλλά συχνά, γιά νά μήν ποῦμε τίς περισσότερες φορές, στούς θεωρουμένους «προχωρημένους», τούς ἴδιους τούς κληρικούς τῆς ὅποιας βαθμίδας. Εἶναι τραγικό καί πολύ θλιβερό νά ἀκούει κανείς αὐτό πού ἔλεγε ὁ μεγάλος σύγχρονος Γέροντας τοῦ Ἁγίου Ὄρους π. Ἐφραίμ Κατουνακιώτης, γιά τούς ἴδιους τούς ἁγιορεῖτες, ἑπομένως γιά ἀνθρώπους πλήρως ἀφιερωμένους στόν Θεό: «Ἄν δέν ὑπῆρχε τό τυπικό καί ἡ τάξη στό Ἅγιον Ὄρος, θά εἴχαμε φαγωθεῖ οἱ καλόγεροι μεταξύ μας σάν τά σκυλιά!» Κι ἀλλοῦ ὁ ἴδιος: «Στίς οἰκογένειες στόν κόσμο, μπορεῖς νά βρεῖς εἰρήνη καί συνεννόηση· σέ δύο καλογέρους, σχεδόν ποτέ!»

Γιατί τά λέμε αὐτά; Ἀκριβῶς γιά νά τονίσουμε τή σημασία τοῦ θέματος: ὅτι ἡ διάκριση καί ἡ φιλαδελφία μέσα στήν ἐκκλησιαστική κοινότητα δέν θεωροῦνται δυστυχῶς, ὡς ὤφειλε, δεδομένες καταστάσεις· ἀποτελοῦν διαρκῶς ζητούμενα, ὅπως τοῦτο καταφαίνεται ἤδη ἀπό τά σπάργανα τῆς Ἐκκλησίας, στίς πρῶτες ἐκκλησιαστικές κοινότητες πού ἵδρυσαν οἱ μαθητές τοῦ Κυρίου, καί ἐν προκειμένῳ στή Ρώμη πού τό πρόβλημα ἀποκαλύπτεται ἀπό τόν ἀπόστολο Παῦλο στή ἐπιστολή του πρός τούς ἐκεῖ πιστούς. Ἰδίως στό δέκατο τέταρτο κεφάλαιο, διεκτραγωδεῖται ἡ «διαμάχη» μεταξύ τῶν ἀσθενῶν ἀδελφῶν καί τῶν θεωρουμένων «προχωρημένων» καί δυνατῶν. Τί συνέβαινε; Σ’ ἕνα λιγότερο ἤ περισσότερο ἁπλό ἀντικειμενικά θέμα, τό θέμα τοῦ φαγητοῦ τῶν εἰδωλοθύτων, δηλαδή τῶν κρεάτων ἀπό τίς εἰδωλολατρικές θυσίες, οἱ μέν ἀσθενεῖς στήν πίστη ἀπέφευγαν τά εἰδωλόθυτα, γιατί θεωροῦσαν ὅτι μολύνονται ἀπό τήν ἐνέργεια τῶν δαιμόνων, μέ ἀποτέλεσμα νά κατηγοροῦν τούς ἄλλους πιστούς πού δέν εἶχαν πρόβλημα νά τά φᾶνε· οἱ δέ «δυνατοί» στήν πίστη τά ἔτρωγαν χωρίς κανένα πρόβλημα, γιατί γνώριζαν ἀπό τό φῶς τῆς πίστης τους ὅτι δέν ὑπάρχουν ἄλλοι θεοί πλήν τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μας καί τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, συνεπῶς τά φαγητά ὡς κτίση Θεοῦ τρώγονται μέ εὐχαριστία πρός Αὐτόν, μέ ἀποτέλεσμα οἱ δυνατοί αὐτοί νά κατηγοροῦν τούς ἀσθενεῖς, γιατί δέν εἶχαν τήν πίστη πού πρέπει. Καί τί ἔλεγε ὁ ἀπόστολος; Ὅτι πρέπει νά διέπονται ἀπό ἀγάπη μεταξύ τους, ὅτι πρέπει νά μποροῦν νά κινοῦνται μέ διάκριση, ὥστε οὔτε οἱ μέν οὔτε οἱ δέ νά κατακρίνουν καί νά ἀλληλοσπαράσσονται, ἀλλά νά ζοῦν μέ ἑνότητα καί ὁμόνοια, γιατί τό ζητούμενο πάντοτε εἶναι ἡ ἀγάπη, εἶναι ἡ φιλαδελφία, εἶναι ἡ ἐν Χριστῷ συνοχή τους. Μέ ἄλλα λόγια, αὐτό πού σημείωνε στό ὄγδοο κεφάλαιο τῆς ἴδιας ἐπιστολῆς (35ἑξ), ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ συνιστᾶ τήν κινητήρια δύναμη τῶν πάντων καί τίποτε δέν μπορεῖ νά χωρίσει τόν πιστό ἀπό αὐτήν, αὐτό σημείωνε καί στό συγκεκριμένο πρόβλημα τῶν εἰδωλοθύτων. «Τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; …Πέπεισμαι γάρ ὅτι οὔτε θάνατος οὔτε ζωή οὔτε ἄγγελος οὔτε ἀρχαί οὔτε δυνάμεις οὔτε ἐνεστῶτα οὔτε μέλλοντα οὔτε ὕψωμα οὔτε βάθος οὔτε τις κτίσις ἑτέρα δυνήσεται ἡμᾶς χωρίσαι ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν».
Διάκριση καί φιλαδελφία λοιπόν τά ζητούμενα.

Β. 1. Ποιά ἡ ἔννοια συγκεκριμένα τῆς διάκρισης καί τῆς φιλαδελφίας;

α. Καί γιά μέν τή φιλαδελφία δέν ὑπάρχει πρόβλημα ἐννοιολογικό· πρόκειται, ὅπως δηλώνει ἡ λέξη, γιά τήν ἀγάπη πρός τούς ἐν Χριστῷ ἀδελφούς, συνεπῶς γιά τήν ἐκπλήρωση τῆς βασικῆς καί κεντρικῆς ἐντολῆς τοῦ Χριστοῦ «ἀγαπᾶτε ἀλλήλους». Ὁπότε ἡ φιλαδελφία δέν κατανοεῖται ἁπλῶς ὡς μία καλή διάθεση ἤ ἕνα τυπικό καθῆκον, ἀλλ’ ἐκεῖνο πού καθορίζει τήν ποιότητα τῆς χριστιανικῆς συνειδήσεως. Ὁ χριστιανός δηλαδή δέν μπορεῖ νά μήν εἶναι φιλάδελφος. Ἡ φιλαδελφία του ἀποτελεῖ ὀφειλή ὡς ἐφαρμογή ἐντολῆς τοῦ Χριστοῦ. Ὅπως τό λέει καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀλλοῦ: «μηδενί μηδέν ὀφείλετε εἰ μή τό ἀγαπᾶν ἀλλήλους» (Ρωμ. 13,8). Καί ἐπίσης: «ὀφείλομεν ἡμεῖς οἱ δυνατοί τά ἀσθενήματα τῶν ἀδυνάτων βαστάζειν καί μή ἑαυτοῖς ἀρέσκειν» (Ρωμ. 15,1). Εἶναι ἡ καθ’ ὑπερβολήν ὁδός πού λέει ὁ ἴδιος στήν Α΄ πρός Κορινθίους ἐπιστολή του (12,31-13), ὅπως καί γιά τό ἀπόλυτο τῆς ἀγάπης πού μόλις προηγουμένως ἀναφέραμε ἀπό τό ὄγδοο κεφάλαιο τῆς πρός Ρωμαίους.

Κι εἶναι ἡ φιλαδελφία ἡ χαρισματική ἐκείνη κατάσταση, ἡ ὁποία μᾶς ἀνάγει στό ἐπίπεδο τῆς υἱότητας πρός τόν Θεό, τῆς ἀλληλοπεριχώρησής μας μέ τόν ἴδιο τόν Κύριο, ὅπως τό ἀψευδές στόμα Του τό ὑποσχέθηκε: «ὁ ἔχων τάς ἐντολάς μου καί τηρῶν αὐτάς ἐκεῖνός ἐστιν ὁ ἀγαπῶν με. Ὁ δέ ἀγαπῶν με ἀγαπηθήσεται ὑπό τοῦ Πατρός μου καί ἐγώ ἀγαπήσω αὐτόν καί ἐμφανίσω αὐτῷ ἐμαυτόν» (Ἰωάν. 14,21).

Κύριο γνώρισμα τῆς φιλαδελφίας ἀπό τήν ἄποψη αὐτή εἶναι τό στοιχεῖο τῆς θυσίας. Ἀφήνει ὁ ἀγαπῶν κατά μέρος τό δικό του θέλημα, προκειμένου νά ἐπιτελέσει τό θέλημα τοῦ ἄλλου: «ἵνα τις τήν ψυχήν αὐτοῦ θῇ ὑπέρ τῶν φίλων αὐτοῦ» (Ἰωάν.15,13). «Ἕκαστος ἡμῶν τῷ πλησίον ἀρεσκέτω εἰς τό ἀγαθόν πρός οἰκοδομήν» (Ρωμ. 15,2).

β. Τά πράγματα λίγο περιπλέκονται στό θέμα τῆς διάκρισης. Ἐνῶ ἡ διάκριση θεωρεῖται ὡς μία ἀπό τίς κρισιμότερες ἀρετές – γιά ὁρισμένους πατέρες θεωρεῖται ἡ σημαντικότερη, ὡς ἐκείνη πού δίνει τόν τόνο καί σέ ὅλες τίς ἄλλες – στό συγκεκριμένο κεφάλαιο τῆς ἐπιστολῆς τοῦ ἀπ. Παύλου κατανοεῖται ἔτσι ἀπό τά συμφραζόμενα καί τήν ὅλη ἀτμόσφαιρα, γιατί τήν ἀναφέρει ὀνομαστικά μέ ἀρνητικό περιεχόμενο: ὡς σύγχυση πού δημιουργεῖται στίς ψυχές ἀπό τούς λογισμούς. «Τόν δέ ἀσθενοῦντα ἀδελφόν προσλαμβάνεσθε μή εἰς διακρίσεις διαλογισμῶν» (Ρωμ. 14, 1).

Εἶναι εὐνόητο ὅμως ὅτι στήν εἰσήγησή μας τήν κατανοοῦμε πρωτίστως μέ τή θετική της διάσταση, ἔστω κι ἄν δέν ὀνοματίζεται: ὡς χάρη τοῦ Θεοῦ πού γεννᾶται στήν καρδιά τοῦ πιστοῦ μετά τόν ἔντονο ἀγώνα του κατά τῆς ἁμαρτίας. Καί μέ τήν ἔννοια αὐτή λειτουργεῖ ὡς ὁ ρυθμιστικός παράγων πού συντονίζει τίς διάφορες ἐνέργειες τῆς ψυχῆς, προκειμένου νά διακρατεῖται αὐτή σ’ ἐκεῖνο τό ἐπίπεδο πού μπορεῖ νά δέχεται ἀπρόσκοπτα τή χάρη τοῦ Θεοῦ. Διότι ὅπως ὅλοι γνωρίζουμε ἐκεῖνο πού εἶναι τό μόνιμο σημεῖο ἀναφορᾶς μας, ἐκεῖνο στό ὁποῖο κατατείνουμε καί πάντοτε ζητοῦμε εἶναι ἡ ζωντανή παρουσία τοῦ Θεοῦ μέσα μας.

Ἔτσι δέν ζητᾶμε ἤ τή διάκριση ἤ τή φιλαδελφία, ἀλλά τή φιλάδελφη διάκριση καί τή διακριτική φιλαδελφία - ὅ,τι νομίζουμε πώς εἶναι τό πνεῦμα τοῦ ἀποστόλου. Γιατί μεμονωμένες οἱ ἀρετές αὐτές χάνουν τήν ὅποια χριστιανική ἀξία τους καί μπορεῖ νά ἐκτραποῦν ἀκόμη καί σέ μή χριστιανικές καταστάσεις. Καί δέν πρέπει νά παραξενευόμαστε· γιατί ἡ διάκριση πολλές φορές μόνη της ὁδηγεῖ στήν πονηρία καί τήν καχυποψία – τό λέει καί ὁ ἀπόστολος -, ἐνῶ ἡ φιλαδελφία χωρίς τή διάκριση μπορεῖ νά καταντήσει σέ τυραννία πρός τούς ἄλλους ὡς διαρκή ἐπέμβαση στή ζωή τους, ἤ στήν καλύτερη(;) περίπτωση σέ ἕναν διαλυτικό ὑπερπροστατευτισμό - ἄς δοῦμε τέτοιες περιπτώσεις στήν ἀγάπη(;) γονιῶν πρός τά παιδιά τους! 

2. Ἡ διάκριση καί ἡ φιλαδελφία ὡς τρόπος ζωῆς.

Εἶναι αὐτονόητο ὅτι ἡ διάκριση καί ἡ φιλαδελφία δέν μποροῦν νά κατανοηθοῦν σέ θεωρητικό ἐπίπεδο. Μόνον ὡς τρόπος ζωῆς, συνεπῶς στό ἐπίπεδο τῶν σχέσεων, φανερώνουν τή χαρισματική τους ἐνέργεια, καί μάλιστα ὡς ἀδιάκοπο κίνητρο κάθε ἐνεργείας. Κι αὐτό τό ἀδιάκοπο τό ἐννοοῦμε κυριολεκτικά: ὁ χριστιανός δέν εἶναι χριστιανός μέ διακοπές καί περιστασιακά, a la carte πού λέμε. Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ ἠχεῖ μέ ἀπόλυτο τρόπο: «ὁ μή ὤν μετ’ ἐμοῦ κατ’ ἐμοῦ ἐστι∙ καί ὁ μή συνάγων μετ’ ἐμοῦ σκορπίζει» (Ματθ. 12,30). Λοιπόν, ὁ χριστιανός, καί μάλιστα ὁ κληρικός, προσπαθεῖ νά ἔχει ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ τῆς πνευματικῆς του ζωῆς τό δίπολο αὐτό τῶν συγκεκριμένων ἀρετῶν, πού ἀνοίγουν τόν δρόμο γιά νά σκηνώσουν μέσα του βεβαίως καί ὅλες οἱ ἄλλες ἀρετές – συνεπῶς νά ἐπαναπαύεται μέσα του ὁ Κύριος. Σέ ποιές λοιπόν ἐπιμέρους σχέσεις καλεῖται ὁ κληρικός νά φανερώνει τή διάκριση καί τή φιλαδελφία του;

- Στή σχέση του πρωτίστως μέ τούς ἄλλους συναδέλφους του κληρικούς.

- Στή σχέση του μέ τούς λαϊκούς ἀδελφούς του, εἴτε τούς συνεργάτες του στόν Ναό (ἐπιτρόπους, νεωκόρους, φιλόπτωχο κλπ.) εἴτε τούς ἐνορίτες του μέ τή στενή καί τήν εὐρεῖα ἔννοια.

- Στή σχέση του μέ τήν κατ’ οἶκον λεγόμενη ἐκκλησία, τήν οἰκογένειά του.

- Στή ὅποια κοινωνική σχέση πού ἀναπτύσσει ὡς ἄνθρωπος εὑρισκόμενος στόν κόσμο.

- Άλλά καί στή σχέση του μέ τόν ἴδιο του τόν ἑαυτό. Ἡ σχέση αὐτή μάλιστα εἶναι ἐκείνη πού ἀποτελεῖ τό κριτήριο τοῦ ἄν καί οἱ ὑπόλοιπες σχέσεις του ἔχουν τήν ἐν Κυρίῳ γνησιότητα ἤ ὄχι. Διότι ὁ πρῶτος πλησίον, ἀπέναντι στόν ὁποῖο πρέπει νά λειτουργοῦμε μέ διάκριση καί ἀγάπη εἶναι ἀκριβῶς ὁ ἴδιος ὁ ἐαυτός μας.  Τό πῶς στεκόμαστε ἀπέναντι σέ μᾶς τούς ἴδιους δείχνει καί τή στάση ἀπέναντι σέ ὁποιονδήποτε ἄλλον. Κι ἐννοοῦμε βεβαίως ἀπέναντι στόν χαρισματικό ἑαυτό μας, τόν ἐν Χριστῷ κτισμένο, αὐτόν πού μᾶς δωρήθηκε ἀπό Ἐκεῖνον τήν ὥρα τοῦ βαπτίσματός μας. «Ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε» (Γαλ. 3, 27). Θέλουμε νά ποῦμε ὅτι ἄν δέν μποροῦμε νά δοῦμε τόν Χριστό σέ μᾶς τούς ἴδιους, τότε εἶναι ἀδύνατο νά Τόν δοῦμε καί στά πρόσωπα τῶν ἀδελφῶν μας καί τῶν λοιπῶν συνανθρώπων μας. Διάκριση καί ἀγάπη λοιπόν ἀπέναντι καί σέ μᾶς τούς ἴδιους. Πόσες φορές οἱ ἄγιοι Πατέρες μας δέν καταδικάζουν τήν ἀδιάκριτη γιά παράδειγμα ἄσκηση, ἡ ὁποία ὅταν ἀκριβῶς εἶναι ἀδιάκριτη, χωρίς μέτρο δηλαδή, ἀποβαίνει εἰς βάρος τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς; Γι’ αὐτό καί ἀδιάκοπα τονίζουν τήν ἀνάγκη πνευματικῆς καθοδήγησής μας καί ὑπακοῆς μας στόν Πνευματικό καί Γέροντά μας. Κληρικός πού δέν ἔχει τήν ἀναφορά του στόν Πνευματικό του, δύσκολα ἄν ὄχι ἀδύνατα θά πορευτεῖ μέ διάκριση καί φιλαδελφία, μέ ἀποτέλεσμα νά προκαλεῖ σκανδαλισμό καί τραύματα στούς ἐνορίτες του, πότε κινούμενος μέ ὑπερβολική αὐστηρότητα καί πότε κινούμενος μέ ὑπερβολική ἐπιείκεια. 

Θά θέλαμε νά κάνουμε τρεῖς παρατηρήσεις στό σημεῖο αὐτό:

1) Τό πολύ σημαντικό καί καταλυτικό θά λέγαμε στίς παραπάνω ἐπιμέρους σχέσεις, πέραν τῆς σχέσης ὅπως εἴπαμε μέ τόν ἑαυτό μας, εἶναι τό πρῶτο: ἡ σχέση τῶν κληρικῶν μεταξύ τους. Διότι ἀνάλογα μέ τήν ποιότητα τῆς σχέσης αὐτῆς  καθορίζεται ἐν πολλοῖς καί ἡ ποιότητα τῆς σχέσης καί μέ τούς λαϊκούς. Ὁ λαϊκός δηλαδή συνήθως παραδειγματίζεται ἀπό τόν κληρικό του. Κι ὅ,τι βλέπει σ’ αὐτόν εἴτε τόν βοηθάει στή σωτηρία του εἴτε τόν ἀποπροσανατολίζει. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὁ ἅγιος Πορφύριος τόνιζε ὅτι ὁ κληρικός δέν χρειάζεται στήν οὐσία νά κάνει πολλά πράγματα. Ἄν προτεραιότητά του εἶναι ὁ ἁγιασμός του - καί ἁγιάζεται βεβαίως ὅταν βρίσκεται στόν ἀγώνα τῆς φιλαδελφίας καί τῆς φωτισμένης διάκρισης -, τότε κατά φυσικό τρόπο οἱ καλοπροαίρετοι τουλάχιστον χριστιανοί του θά ἁγιασθοῦν καί αὐτοί εὔκολα. Ἄν μέ ἄλλα λόγια ἰσχύει ἡ παροιμία ὅτι «τό ψάρι βρωμάει ἀπό τό κεφάλι», πολύ περισσότερο τοῦτο ἰσχύει μέσα στήν ἐκκλησιαστική κοινότητα μέ τούς ποιμένες ὡς κεφαλή τοῦ ποιμνίου.

2) Κριτήριο γνησιότητας αὐτῆς τῆς παραπάνω σχέσης ἀποτελεῖ ἡ σχέση τοῦ ποιμένα μέ τήν ἴδια του τήν οἰκογένεια. Θέλουμε νά ποῦμε ὅτι δέν εἶναι δυνατόν ἕνας κληρικός νά λειτουργεῖ ἰσορροπημένα στήν ἐνορία του, δηλαδή κατά τό θέμα μας: φιλάδελφα καί διακριτικά, ἄν πρώτιστα δέν λειτουργεῖ ἔτσι μέσα στό ἄμεσα οἰκεῖο του προσωπικό περιβάλλον. Πρῶτα τό διακριτικό καί τό φιλάδελφο βιώνεται μέσα στήν κατ’ οἶκον ἐκκλησία καί ἔπειτα στή μεγαλύτερη οἰκογένεια τῆς ἐνορίας. Διότι ἐκεῖ, στό σπίτι του, φανερώνεται συνήθως ὁ ἀληθινός χαρακτήρας τοῦ ἀνθρώπου. Στό σπίτι του δέν μπορεῖ κανείς νά κρυφτεῖ: αὐτό πού εἶναι αὐτό καί φανερώνει στήν καθημερινότητά του. Τό σπιτικό τοῦ καθενός ἀποτελεῖ τό ξεγύμνωμα τοῦ βάθους του. Ὁπότε, ὅσο καλή εἰκόνα κι ἄν παρουσιάζει ἕνας ἱερέας στό ποίμνιό του, αὐτή ἡ εἰκόνα εἶναι ὑποκριτική καί συνιστᾶ ἕνα προσωπεῖο, ἄν δέν εἶναι ἡ ἴδια καλή εἰκόνα του καί στήν οἰκογένειά του. Σ’ αὐτήν τήν περίπτωση πολύ γρήγορα θά πέσει ἡ μάσκα καί θά ἀποκαλυφθεῖ ἡ ψυχική γύμνια του. Καί τότε ἡ πτώση δυστυχῶς θά εἶναι μεγάλη· κι ὄχι μόνο γιά τόν ἴδιο, ἀλλά δυστυχῶς, πολύ χειρότερα, καί γιά πολλούς ἤ λίγους ἀπό τό ποίμνιό του. Δέν εἶναι τυχαῖο, νομίζουμε, πού ὁ ἀπόστολος Παῦλος θεωρεῖ ὅτι ὁ πιστός πού ἐνδιαφέρεται γιά τούς ἄλλους ἀλλά παραμελεῖ τούς δικούς του «γέγονε ἀπίστου χείρων» (πρβλ. Α΄Τιμ.5,8). Καί παρομοίως δέν εἶναι ἄνευ σημασίας πού ἡ Ἐκκλησία μας ὡς καίριο κριτήριο γιά τήν εἴσοδο κάποιου στήν ἱερωσύνη ἤ καί φανέρωση τῆς καλῆς του ἱερατικῆς πορείας εἶναι τό πῶς λειτουργεῖ ἡ οἰκογένειά του (πρβλ. π.χ. Α΄ Τιμ. 3, 1ἑξ.).

3) Κι ἐκεῖνο πού ἐπίσης χρειάζεται νά τονιστεῖ ἰδιαίτερα εἶναι τό γεγονός ὅτι ὁ πιό προχωρημένος χριστιανός, ὁ «δυνατός» πού τόν χαρακτηρίζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, εἶναι ἐκεῖνος πού λειτουργεῖ πάντοτε, χωρίς ἐκπτώσεις, μέ τή διακριτική φιλαδελφία καί τή φιλάδελφη διάκριση. Καί ἀντικειμενικά «δυνατοί» πρέπει νά θεωροῦνται ἀκριβῶς οἱ κληρικοί, ὡς τύποι τοῦ ποιμνίου τους. Ἐννοοῦμε ὅτι εἶναι πολύ ὀδυνηρό γιά τούς ποιμένες νά παρουσιάζονται κατώτεροι ἀπό πλευρᾶς πνευματικῆς τῶν λαϊκῶν ἐνοριτῶν τους. Γιά παράδειγμα: ἐνῶ οἱ ποιμένες εἶναι ἐκεῖνοι πού θά πρέπει νά βαστάζουν τά ἀσθενήματα καί τίς ἀδυναμίες τῶν λαϊκῶν, ὄχι σπάνια λαϊκοί σπεύδουν νά «καλμάρουν» κατά τό κοινῶς λεγόμενο τούς ἔξαλλους κληρικούς, γιατί παρουσιάστηκε ἕνα πρόβλημα: κάποιο παιδί πού κλαίει ἤ κάποια «ἀταξία» πού συνέβη ἀπό κάποιον γέροντα ἤ γερόντισσα. Μέ πολλή θλίψη ὁμολογῶ ὅτι κάποτε παραβρέθηκα σέ ἐκδήλωση ἐνορίας καί ἄκουσα μέ τά αὐτιά μου κάποιες κυρίες πού βοηθοῦσαν στό ὅλο ἔργο νά συζητοῦν μεταξύ τους μέ ἔκδηλη τήν ἀγωνία ὄχι ἄν εἶναι εὐχαριστημένοι οἱ ἄνθρωποι πού βρίσκονταν ἐκεῖ, ἀλλά ἄν ὁ «παππούλης» εἶναι εὐχαριστημένος καί ἄν χαμογελᾶ. Προφανῶς, ὁ παππούλης τους ἦταν ὁ νευρικός καί ἀδύναμος «κρίκος» στή συγκεκριμένη ἐκκλησιαστική κοινότητα.

Πόσο θυμᾶται κανείς τά λόγια τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος, πού σέ κάποιον ἀπό τούς λόγους του ἐπισημαίνει ὅτι ὑπάρχουν ἀδελφοί, καί μιλάει γιά καλογέρους, πού γέρασαν στό μοναστήρι καί στή θεωρούμενη πνευματική ζωή, καί ὅμως ἀκόμη δέν ἔχουν πάει στό Δημοτικό Σχολεῖο! (βλ. λόγ. 26, 14). Κι αἰτία γιά τήν ἀρνητική καί ὀδυνηρή, ὅπως χαρακτηρίσαμε, αὐτήν κατάσταση εἶναι ἡ ἔλλειψη προτεραιότητας σ’ αὐτό πού πράγματι εἶναι πρῶτο: τήν καλλιέργεια τῆς ἀγάπης καί τῆς διάκρισης. Ποῦ εἶναι αὐτό πού φωνάζουν καί πάλι οἱ ἅγιοι Πατέρες μας περί τῶν κληρικῶν, ὅτι δηλαδή ὁ μέν διάκονος πρέπει νά βρίσκεται στό ἐπίπεδο τῆς καθάρσεως, ὁ πρεσβύτερος στό ἐπίπεδο τοῦ φωτισμοῦ, ὁ δέ ἐπίσκοπος στό ἐπίπεδο τῆς θέωσης;

Χωρίς τόν ἀγώνα λοιπόν γιά διάκριση καί ἀγάπη καί φιλαδελφία, πού φανερώνεται στήν καθημερινότητα τοῦ χριστιανοῦ, καί κυρίως τοῦ κληρικοῦ, Πνεῦμα Θεοῦ δέν ὑφίσταται∙ μέ τήν ἔννοια βεβαίως ὅτι δέν ἐγγίζει τήν καρδιά τοῦ ἱερέα. Καί τότε τί μένει; Ἕνας ἐπαγγελματισμός πού ἴσως καλύτερα νά μήν ὑφίστατο, γιατί τό μόνο πού πετυχαίνει εἶναι νά ἀπομακρύνει τόν κόσμο ἀπό τήν Ἐκκλησία. «Δι’ ὑμᾶς βλασφημεῖται τό ὄνομά μου ἐν τοῖς ἔθνεσι» (πρβλ. Ρωμ. 2, 24), ἀκούγεται δραματικά ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Κυριολεκτικά παγώνει κανείς ὅταν ἀκούει τή γνώμη τῶν ἁγίων μας γι’ αὐτές τίς περιπτώσεις. Σάν τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου, ὁ ὁποῖος διαπιστώνει ὅτι «πάντας μέν ὁ Θεός οὐ χειροτονεῖ, διά πάντων δέ Αὐτός ἐνεργεῖ»∙ ἤ σάν τοῦ ὁσίου Παϊσίου τοῦ ἁγιορείτου, ὁ ὁποῖος ἔλεγε ὅτι κατ’ αὐτόν, καί μιλᾶμε γιά ἕναν διορατικό καί προορατικό ἄνθρωπο τοῦ καιροῦ μας, τό εἴκοσι τοῖς ἑκατό τῶν κληρικῶν εἶναι ἀληθινοί κληρικοί. Ὁ ἴδιος μάλιστα ἔλεγε ὅτι εἶναι πολύ καλύτερο ἕνα χωριό νά μήν ἔχει παπά καί τό χωριό νά λειτουργεῖται μία φορά τόν μήνα, παρά νά ἔχει παπά, ὁ ὁποῖος ὅμως νά μήν ἔχει τήν ὀρθόδοξη εὐσέβεια. Μέ τά ἴδια τά λόγια του μάλιστα, ὅπως τά διέσωσε ὁ τότε ἀρχιμανδρίτης, νῦν δέ Μητροπολίτης Ἀργολίδος Νεκτάριος Ἀντωνόπουλος στό ἐξαιρετικό πόνημά του «Ἁγίων Ὄρος, τό Ὄρος πού λίγο γνώρισα καί πολύ ἀγάπησα»: «Ἄν ἕνα χωριό δέν ἔχει παπά, τότε τό χωριό, (ἐννοεῖται μέ τούς ὑπάρχοντες πιστούς καί εὐσεβεῖς λαϊκούς ἀνθρώπους του), τό κατευθύνει ὁ ἴδιος ὁ Χριστός∙ ἄν ἔχει παπά, κι ὁ παπάς δέν εἶναι ὅπως πρέπει, τότε τό χωριό τό κατευθύνει ὁ διάβολος».

3. Συγκεκριμένες περιπτώσεις ἀρνητικές καί θετικές στό θέμα μας.

Θά μοῦ ἐπιτρέψετε νά ἀναφέρω ἐλάχιστα παραδείγματα πού δείχνουν πρῶτα τήν ἔλλειψη τῆς διάκρισης καί τῆς φιλαδελφίας, κι ἔπειτα τήν ὕπαρξη τοῦ ἀρώματός τους.

(1) Παραλείποντας περιπτώσεις σύγχρονες πού μᾶς στενοχωροῦν, ὅπως γιά παράδειγμα τήν περίπτωση κληρικοῦ πού «περιέπαιζε» ἐνώπιον τῶν ἐνοριτῶν(!) τόν συμπρεσβύτερό του, τήν ὥρα πού ἐκεῖνος ἔκανε διάφορες ἀνακοινώσεις στό ἐκκλησίασμα, ἤ τήν περίπτωση νεαροῦ κληρικοῦ, ὁ ὁποῖος ἐν ὥρᾳ ἐξομολόγησης μιᾶς γερόντισσας, ἄρχισε νά ὠρύεται ἐναντίον της, γιατί πίστευε πώς τόν κορόϊδευε, ἄς θυμηθοῦμε παλαιότερο παράδειγμα ἀπό τό Γεροντικό, κατά τό ὁποῖο νεαρός καλόγερος ἐξομολογήθηκε τούς σαρκικούς πειρασμούς του σέ ἀδιάκριτο Γέροντα. Καί τί ἔκανε ἐκεῖνος; Ἀντί νά στηρίξει τόν νεαρό, ἄρχισε νά τόν κατακρίνει, λέγοντας ὅτι εἶναι ἀνάξιος νά φέρει τό μοναχικό σχῆμα· μέ ἀποτέλεσμα ἐκεῖνος νά ἀπελπιστεῖ καί νά θέλει νά ἀρνηθεῖ τήν κλήση του, μέχρις ὅτου ὁ Θεός εὐδόκησε νά συναντήσει ἕναν ὅσιο διακριτικό Γέροντα, πού τόν στήριξε καί τόν ἔστειλε μετανοημένο καί παρηγορημένο στόν τόπο τῆς ἀσκήσεώς του. Κι ἔλεγε ὁ ὅσιος αὐτός ὅτι τέτοιες ἀδιάκριτες συμπεριφορές σάν τοῦ πρώτου Γέροντα, ὄχι μόνον δέν βοηθοῦν τούς ἀνθρώπους, ἀλλά τούς δίνουν στό πρόβλημά τους ἕνα ἐπιπλέον κτύπημα γιά νά βουλιάξουν περισσότερο.

(2) Καί ἐκτός ἀπό τή φιλάδελφη διάκριση τοῦ ὁσίου πού ἔσωσε τόν νεαρό καλόγερο, ἔχουμε ἄπειρες καταγραφές παρομοίων διακριτικῶν στάσεων στήν ἀσκητική καί ὄχι μόνο παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως γιά παράδειγμα μέ τόν ἡγούμενο ἐκεῖνο πού θέλησε διακριτικά νά καλύψει τά πορνικά ἀτοπήματα ἑνός καλογέρου του, ὁ ὁποῖος ἀντιμετώπιζε τή μήνη τῶν συνασκητῶν του. Καί θυμόμαστε ὅτι μπαίνοντας στό κελί του κάθισε πάνω σ’ ἕνα πιθάρι πού ἦταν κρυμμένη ἡ γυναίκα πού εἶχε φέρει ὁ καλόγερος, ὁπότε δέν ἐπέτρεψε νά ρεζιλευτεῖ καί νά κακοποιηθεῖ ἴσως ὁ καλόγερος αὐτός ἀπό τούς ἄλλους, τόν ὁποῖο ὅμως ὁδήγησε ἔπειτα σέ συναίσθηση καί σέ μετάνοια, ὅταν βρέθηκαν κατ’ ἰδίαν οἱ δυό τους. Θά μοῦ ἐπιτρέψετε ὅμως νά ἀναφέρω συγκινητικό περιστατικό, πού φανερώνει τή φιλάδελφη διάκριση ἤ τή διακριτική φιλαδελφία ἑνός σύγχρονου Μητροπολίτου τῶν τελευταίων ἐτῶν ἀπέναντι σέ κάποιον κληρικό τῆς Μητροπόλεώς του. Σᾶς τό μεταφέρω, ὅπως τό ἄκουσα κι ἐγώ νά μοῦ τό διηγεῖται γνωστός ἡγούμενος κυκλαδίτικου νησιοῦ μας γιά τόν Μητροπολίτη αὐτόν, τόν ὁποῖο ἔζησε ἀπό κοντά πολλά χρόνια. Ὁ Μητροπολίτης, ὁ ὁποῖος ἐκοιμήθη σχετικά λίγα χρόνια πρίν, ἀποφάσισε νά ἐπισκεφτεῖ, χωρίς νά εἰδοποιήσει, ἕνα ἀπό τά νησιά πού ἀνῆκαν στήν περιφέρειά του. Ἔφτασε πολύ πρωί τῆς Κυριακῆς καί πῆγε στόν συγκεκριμένο μοναδικό Ναό τοῦ μεγάλου χωριοῦ. Μέ ἔκπληξη διαπίστωσε ὅτι ὁ Ναός ἦταν κλειστός, γιατί ὅπως τοῦ εἶπαν οἱ κάτοικοι, ὁ ἱερέας, χωρίς νά ἔχει πάρει ὁποιαδήποτε ἄδεια, ἔλειπε στήν Ἀθήνα. Βρῆκαν βεβαίως τήν εὐκαιρία ὁρισμένοι νά ἀρχίσουν νά καταφέρονται ἐναντίον του, φέρνοντας ἀκριβῶς καί τό ἐπιχείρημα ὅτι «νά, εἶστε κι ἐσεῖς μάρτυρας, Σεβασμιώτατε, τῆς ἀπουσίας του». Τί ἔκανε λοιπόν ὁ πλήρης ἀγάπης καί διάκρισης Ἐπίσκοπος; Ἀρνήθηκε τίς κατηγορίες γιά τόν κληρικό του, λέγοντας ὅτι ἐκεῖνος τοῦ εἶχε δώσει ἄδεια νά λείψει καί ὅτι γιά τόν σκοπό αὐτόν εἶχε μεταβεῖ στό νησί του. «Ἦρθα στή θέση του, γιά νά μή σᾶς λείψει ἡ Λειτουργία», τούς εἶπε καί ὅλων τά ἐπικριτικά στόματα ἔκλεισαν.

Γ.  Τό θέμα εἶναι πολύ μεγάλο, ἀλλά δέν θέλουμε νά τελειώσουμε χωρίς νά τονίσουμε τήν ἀνάγκη ὕπαρξης μιᾶς ἀρετῆς, τῆς ἀρετῆς τῆς ὑπομονῆς, πού χωρίς αὐτήν εἶναι ἀδύνατο νά βρεθοῦν καί οἱ ἄλλες ἀρετές τῆς διάκρισης καί τῆς φιλαδελφίας. Γιατί γιά νά ἀποκτήσει κανείς τήν ἀγάπη καί τή διάκριση, ἀπαιτεῖται συστηματικός καί ἀδιάκοπος πνευματικός ἀγώνας, ἀπαιτεῖται ὀδυνηρή ὑπομονή, ἡ ὁποία, κατά τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἐκείνη πού μᾶς ὁδηγεῖ στήν τελειότητα καί μᾶς φέρνει τήν παρουσία τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ μέσα στήν ὕπαρξή μας. Ἡ ὑπομονή, μή ξεχνᾶμε, εἶναι ἐκείνη ἡ ἀρετή μέ τήν ὁποία κτίζεται κάθε ἄλλη καλή κατάσταση στήν ψυχή μας, εἶναι τό ὑλικό τό ὁποῖο συνοδεύει τά πάντα στόν πνευματικό καταρτισμό μας. «Ἐν τῇ ὑπομονῇ ὑμῶν κτήσασθε τάς ψυχάς ὑμῶν», πού εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος (Λουκ. 21,19). Δέν θά ξεχάσω τήν πρώτη μου συνάντηση μέ τόν ἅγιο Ἰάκωβο Τσαλίκη στό μοναστήρι του στήν Εὔβοια, τό 1989. Μέ εἶδε, πρόσπεσε ἀμέσως γιά νά μοῦ φιλήσει τό χέρι, ὀνοματίζοντάς με, καί κρατώντας μου τό μπράτσο μέ ρώτησε γιά τό πόσοι ἱερεῖς εἴμαστε στόν Ναό πού ὑπηρετοῦσα. «Ἕξι, Γέροντα», τοῦ ἀπάντησα. Κι ἡ διακριτική προτροπή τοῦ ὁσίου πού ἀκούω ἀκόμη στά αὐτιά μου ἦταν: «Ὑπομονή, παιδάκι μου, ὑπομονή».

"ΩΣ ΕΛΑΦΟΣ ΔΙΨΩΣΑ": Ν Ε Α ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ...

 
Κυκλοφόρησε ήδη το νέο βιβλίο των εκδόσεων "ἀκολουθεῖν" "Ὡς ἔλαφος διψῶσα", με υπότιτλο: Ἀσκητικές ἱστορίες.. παντός καιροῦ.
Παραθέτουμε τον Πρόλογο και τα Περιεχόμενα του βιβλίου.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Μία εἰκόνα παρμένη ἀπό τήν Ἁγία Γραφή δίνει τό στίγμα, νομίζουμε, τῶν κειμένων τοῦ ἀνά χεῖρας βιβλίου. Μία εἰκόνα πολύ εἰδυλλιακή, τῆς φύσης εἰκόνα, πού ἀναφέρεται στό ἐντυπωσιακό ἐλάφι, τό ὁποῖο ψάχνει ἐναγωνίως νά βρεῖ τήν πηγή τοῦ νεροῦ πού θά ξεδιψάσει τό καῦμα πού συχνά νιώθει. Γιατί τό ἐλάφι τρώγοντας τήν τροφή του, τό χορτάρι καί τά μικρά κλαδιά, κάποιες φορές μπορεῖ νά φάει καί κάτι δηλητηριῶδες, τό ὁποῖο τοῦ δημιουργεῖ τήν αἴσθηση τοῦ καψίματος, ὁπότε καί ἡ ἀναζήτηση τοῦ δροσεροῦ νεροῦ καθίσταται γι’ αὐτό παραπάνω ἀπό ἀναγκαία. 
Οἱ πρωταγωνιστές τῶν ἱστοριῶν, πραγματικοί ὡς ἐπί τό πλεῖστον, καθώς περιγράφονται εἴτε στό «Λειμωνάριον» τοῦ Ἰωάννου Μόσχου, μοναχοῦ τοῦ 6ου αἰ., εἴτε σέ βίους τῶν ἁγίων μας, ἔχουν αὐτό ἀκριβῶς τό χαρακτηριστικό: ἀναζητοῦν νά ξεδιψάσουν ἀπό τή μόνη πηγή πού πραγματικά ξεδιψάει τόν ἄνθρωπο καί πού εἶναι ὁ Κύριος Ἰησοῦ Χριστός. Εἶναι αὐτό πού ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος ἐπανειλημμένως τόνισε καί βεβαίωσε, ὅτι δηλαδή «μᾶς δίνει τό ἀληθινό ζωντανό νερό, τό ὁποῖο ἄν τό πιεῖ ὁ ἄνθρωπος, ὄχι μόνο ξεδιψάει, ἀλλά γίνεται μέσα του πηγή πού ἀναβλύζει τήν αἰώνια ζωή». Λοιπόν, «ὁ διψῶν ἐρχέσθω πρός με καί πινέτω». Καί γίνεται τόσο πιό ἔντονη αὐτή ἡ ἀναζήτηση τοῦ νεροῦ τοῦ Χριστοῦ, ὅσο διαπιστώνει κανείς ὅτι στή ζωή αὐτή ὄχι μόνο δέν ὑπάρχει κάτι πού πράγματι, ἀληθινά καί βαθιά, νά γεμίσει τό κενό τῆς καρδιᾶς, ἀλλά ἐπιτείνεται αὐτό ἀπό τά δηλητηριώδη τσιμπήματα τῆς ἁμαρτίας.
Νομίζουμε ὅτι στά «ἐλάφια» αὐτά τῆς ἐρήμου, ἀλλά καί τῆς κοινωνικῆς ζωῆς, μποροῦμε νά βροῦμε τόν τρόπο καί τόν δικό μας – νά ἀναζητοῦμε πάντοτε τόν Χριστό καί τήν αἴσθηση τῆς παρουσίας Του στήν ὕπαρξή μας, κάτι βεβαίως πού αὐτονοήτως προϋποθέτει τήν ἔνταξη στόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας. Κι ἴσως ἡ μεγαλύτερη σημασία τοῦ βιβλίου αὐτοῦ ἔγκειται στό ὅτι μπορεῖ νά μᾶς παρακινήσει νά ἐγκύψουμε στά πατερικά μας κείμενα, στούς βίους τῶν ἁγίων μας, σ’ αὐτά πού ἀποτελοῦν τόν θησαυρό τῆς πίστεώς μας, γιατί τότε θά σημαίνει ὅτι βρήκαμε καί μεῖς τήν ἴδια τήν πηγή κι ὄχι μόνο κάποια ρυάκια της…
Θά πρέπει νά σημειώσουμε ὅτι τό βιβλίο αὐτό συμπληρώνει δύο ἄλλα παρόμοιου χαρακτήρα πού ἔχουν προηγηθεῖ: τό «Σέ λευκό καί μαῦρο» (ἐκδ. Ἀρχονταρίκι), καί τό «δι’ ἐμοῦ τοῦ ἁμαρτωλοῦ» (ἐκδ. Ἀκολουθεῖν). Κατά κάποιο τρόπο δημιουργεῖται μία τριλογία, ἡ ὁποία εἴτε μπορεῖ νά σταματήσει ἐδῶ ἀκριβῶς εἴτε νά δώσει τό ἔναυσμα γιά περαιτέρω καταγραφές. Ὁ χρόνος θά δείξει…
π. Γ. Δ.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Πρόλογος
1. ΓΙΑ ΜΙΑ ΧΟΥΦΤΑ ΦΑΚΕΣ
2. Η ΑΣΒΕΣΤΗ ΚΑΝΔΗΛΑ ΚΑΙ ΤΟ ΛΙΟΝΤΑΡΙ
3. ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΣΗΚΩΘΩ
4. Η… ΜΕΙΩΜΕΝΗ ΑΙΣΘΗΣΗ ΕΥΘΥΝΗΣ ΤΗΣ ΗΓΟΥΜΕΝΗΣ
5. Η… ΑΔΥΝΑΜΙΑ ΕΠΕΜΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ
6. Η ΠΛΟΥΣΙΟΦΑΝΤΑΣΜΕΝΗ…
7. ΚΑΡΔΙΑΝ ΚΑΘΑΡΑΝ…
8. Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΑΣΠΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΑΒΒΑ ΑΓΙΟΔΟΥΛΟΥ
9. ΠΥΡΙΝΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ
10. ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟ ΤΟΥ ΓΟΥΔΑ
11. ΤΟ ΔΩΡΟ ΤΗΣ… ΑΠΟΤΡΟΠΑΙΑΣ ΑΡΡΩΣΤΙΑΣ
12. ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΤΟΥ ΚΑΛΟΓΕΡΟΥ
13. ΤΟ ΠΗΓΑΔΙ ΠΟΥ ΑΝΕΒΛΥΣΕ
14. ΧΟΡΟΣ ΔΑΙΜΟΝΙΚΟΣ
15. Ο ΦΟΝΟΣ ΠΟΥ ΔΕΝ… ΕΓΙΝΕ
16. ΑΠΑΝΩΤΑ… ΘΑΥΜΑΤΑ!
17. ΤΑ ΧΑΣΤΟΥΚΙΑ ΤΩΝ… ΚΟΡΑΚΩΝ
18. ΟΙ ΑΝΑΖΗΤΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΝΕΑΡΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
19. ΣΤΗΝ ΚΑΦΕΤΕΡΙΑ…
20. ΣΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΑΚΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ
21. ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΛΑΓΝΕΙΑΣ ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑ
22. ΣΗΜΑΔΙΑ… ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΠΡΟΚΟΠΗΣ
23. Ο ΦΥΛΑΚΑΣ ΤΟΥ ΝΑΟΥ
24. Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΑΡΕΤΗ
25. Ο ΕΥΓΝΩΜΩΝ ΛΗΣΤΗΣ
26. Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΙΩΑΝΝΗΣ
 
Το βιβλίο μπορεί κανείς να το προμηθευτεί από όλα τα κεντρικά βιβλιοπωλεία. (Σελ. 320, τιμή 10 ευρώ).


Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΙΑΚΩΒΟΣ Ο ΑΔΕΛΦΟΘΕΟΣ



«Ο άγιος Ιάκωβος ο αδελφόθεος έγινε πρώτος επίσκοπος Ιεροσολύμων. Πρώτος έγραψε και τη θεία Λειτουργία, καθώς τη διδάχθηκε από τον ίδιο τον Κύριο. Αυτήν τη λειτουργία έπειτα την έκανε  συντομότερη ο Μέγας Βασίλειος, και μετά από αυτόν ο θείος Χρυσόστομος, λόγω της αδυναμίας των ανθρώπων. Επειδή εποίμενε την Εκκλησία των Ιεροσολύμων και με τη διδασκαλία του έκανε πολλούς από τους Ιουδαίους και τους ειδωλολάτρες να πιστεύουν στον Κύριο, εκίνησε σε οργή του Ιουδαίους. Τον συνέλαβαν λοιπόν και τον έριξαν από το άκρο του Ιερού και έτσι τον σκότωσαν. Περί του ότι λέγεται αδελφόθεος, υπάρχει αυτός ο λόγος από την παράδοση. Όταν ο μνήστωρ Ιωσήφ μοίραζε τη γη που είχε στα παιδιά από την πρώτη του γυναίκα και ήθελε να δώσει μερίδιο και στον Υιό και Θεό εκ της αγίας Παρθένου, οι μεν άλλοι από τα θεωρούμενα αδέλφια του δεν δέχτηκαν, ο δε Ιάκωβος τον έλαβε στη μερίδα του συγκληρονόμο. Γι’  αυτό κλήθηκε όχι μόνον αδελφόθεος, αλλά και Δίκαιος».

Ως γνωστόν η μνήμη ενός αγίου αποστόλου, μαθητή του Κυρίου, αποτελεί ένα ξεχωριστό γεγονός στην Εκκλησία, διότι οι απόστολοι υπήρξαν οι αυτόπτες μάρτυρες Εκείνου, εκείνοι που Τον άκουσαν από πολύ κοντά, Τον είδαν, Τον παρατήρησαν προσεκτικά, Τον ψηλάφησαν, ανέπνευσαν την παρουσία Του. Σ’  αυτούς ο Κύριος ανέθεσε το έργο του κηρύγματος του ευαγγελίου Του σ’ όλον τον κόσμο, σ’  αυτούς έδωσε την εξουσία «του αφιέναι τας αμαρτίας των ανθρώπων», σ’ αυτούς έδωσε το δώρο της Πεντηκοστής: τη φλόγα του αγίου Πνεύματος. Γι’  αυτό και οι απόστολοι αποτελούν τα θεμέλια της Εκκλησίας, η οποία ευλόγως χαρακτηρίζεται αποστολική. Αν λοιπόν ένας απόστολος είναι τόσο ξεχωριστός, το ίδιο και περισσότερο είναι ο απόστολος Ιάκωβος, ο αδελφόθεος επονομαζόμενος, λόγω ακριβώς του γεγονότος ότι υπήρξε ένας από τα θεωρούμενα αδέλφια του Κυρίου, άρα από εκείνους που όχι απλώς Τον συναναστράφηκαν για τρία χρόνια, αλλά για τριάντα και περισσότερο χρόνια: μεγάλωσαν μαζί στην ίδια οικογένεια, προσφωνούσαν «πατέρα» όλοι μαζί τον Ιωσήφ, έτρωγαν στο ίδιο τραπέζι, κοιμούνταν στον ίδιο χώρο, εργάζονταν μαζί στο εργαστήριο του Ιωσήφ, ζούσαν τα ευχάριστα και τα δυσάρεστα της όλης οικογένειας, όπως για παράδειγμα το φοβερό γεγονός της φυγής τους στην Αίγυπτο. Η ζωή του αγίου Ιακώβου ήταν ζυμωμένη με τη ζωή του Κυρίου ως ανθρώπου. Εκτός από την Παναγία και τον θεωρούμενο πατέρα Του Ιωσήφ, ποιος άλλος θα μπορούσε να θεωρηθεί κοντινότερός Του;

Και ναι μεν στην αρχή της δημόσιας δράσης του Κυρίου υπήρξε αμφισβήτησή Του από τους δικούς Του, συνεπώς και από τον Ιάκωβο,  στη συνέχεια όμως μπροστά στο θάμβος της θεϊκής Του υποστάσεως, της διδασκαλίας και των θαυμάτων Του, Τον πίστεψαν, Τον αποδέχτηκαν, Τον ακολούθησαν, μέχρι σημείου ο άγιος Ιάκωβος μάλιστα να δώσει και τη ζωή του υπέρ Αυτού. Έτσι ο αδελφόθεος Ιάκωβος υπήρξε και ο αδελφός που είχε ζήσει τον Ιησού από πλευράς ανθρώπινης  κατά πάντα, αλλά και ο  μαθητής, που μυήθηκε από Εκείνον σε όλα τα μυστήρια, απολαμβάνοντας γι’ αυτό την τιμή και τον σεβασμό και των ίδιων των μαθητών του Κυρίου, πράγματα που επισημαίνει και ο υμνογράφος της ακολουθίας του, όχι μία φορά: «Της κατά σάρκα Κυρίου επιδημίας, Σοφέ, αδελφός ανεδείχθης, μαθητής και αυτόπτης των θείων μυστηρίων, φυγάς συν αυτώ εν Αιγύπτω γενόμενος, συν Ιωσήφ τη Μητρί τε του Ιησού». «Των αποστόλων ο δήμος σε εξελέξατο ιερατεύειν πρώτον εν Σιών τη αγία, Χριστώ τω ευεργέτη, ως όντα αυτού της κατά σάρκα γεννήσεως και αδελφόν, συνοδίτην και οπαδόν των ιχνών αυτού,  Ιάκωβε». (Η ομάδα των αποστόλων  εξέλεξε εσένα να είσαι ο πρώτος ιεράρχης του Χριστού στην Εκκλησία των Ιεροσολύμων, διότι ήσουν και αδελφός της κατά σάρκα γεννήσεώς Του, συνοδίτης και οπαδός των ιχνών Του).

Ο πλούτος αυτός του αγίου Ιακώβου, παραπάνω από όλους τους αποστόλους, να έχει δηλαδή το αξίωμα του κατά σάρκα αδελφού του Κυρίου, πέραν της αδελφοσύνης του κατά πίστη – «παρά πάντας πλουτήσας, εξαίρετον αξίωμα, αδελφός του Κυρίου» - δεν ήταν γι’ αυτόν κάτι το ανώδυνο. Ο άγιος είχε επίγνωση της δωρεάς του Κυρίου, γι’  αυτό και καθημερινώς αγωνιζόταν να επιβεβαιώνει τη δοσμένη σ’ αυτόν χάρη, με την κατά Θεόν ζωή του. «…κληρωθέντα αδελφόν και πολιτείαν επαληθεύουσαν προσηγορία δείξαντα, σε μεγαλύνομεν, Ιάκωβε». (Ιάκωβε, σε δοξολογούμε, γιατί σου δόθηκε η δωρεά να είσαι ο αδελφός του Κυρίου και έζησες με τρόπο, που επαλήθευε τη δωρεά αυτή). Αιτία γι’ αυτό ήταν ασφαλώς το γεγονός ότι  είχε πλήρως κατανοήσει πως η χάρη του Θεού είναι μεν δωρεά Του, αλλά εάν δεν ενεργοποιηθεί ως ζωή κατά το θέλημα Εκείνου, τότε χάνεται, πάει στο κενό. Με άλλα λόγια, αυτό που δίνει στον άνθρωπο ο Θεός το δίνει με την προοπτική αναλήψεως από τον άνθρωπο ευθύνης και αποστολής, προς χάριν του συνανθρώπου. Και επάνω σ’ αυτήν την αποστολή, που επιβεβαιώνει και αυξάνει τη χάρη του Θεού, ο άνθρωπος μπορεί να δώσει και τη ζωή του.

Η μύηση του αγίου Ιακώβου σε όλα τα μυστήρια από τον Κύριο συνιστά, κατά τους ύμνους της Εκκλησίας μας, την απόκτηση της αληθινής Σοφίας από αυτόν. Ο άγιος Ιάκωβος υπήρξε ο αληθινά σοφός, γιατί διδάχθηκε από  «την ενυπόστατον σοφίαν», δηλαδή τον ίδιο τον Ιησού Χριστό. Αυτός είναι η Σοφία του Θεού, που προσφέρεται σε κάθε άνθρωπο που θα πιστέψει στον Ίδιο και θα θελήσει έμπρακτα να ακολουθήσει τις άγιες εντολές Του. Μιλάμε λοιπόν για μία σοφία «άνωθεν προερχομένην, ειρηνικήν, επιεική, ευπειθή, μεστήν ελέους και καρπών αγαθών, αδιάκριτον και  ανυπόκριτον» (Ιακ. 3, 17). Αυτήν τη σοφία ακριβώς κατέγραψε ο άγιος Ιάκωβος και στην καταπληκτική καθολική επιστολή του, η οποία αποτελεί εκλεκτό βιβλίο της Καινής Διαθήκης. Δεν υπάρχει περίπτωση κάποιος πιστός να εγκύψει στην επιστολή αυτή και να μην κατανυχθεί, να μην ελεγχθεί, να μην κινητοποιηθεί σε μετάνοια, να μην παρηγορηθεί, να μη νιώσει πράγματι τη χάρη του Θεού να εκχύνεται ως ακτίνα φωτός μέσα στην καρδιά του. «Της θεωρίας της πρακτικής συ εκτιθέμενος, δέλτον εκ πυξίδος ώσπερ πνευματικής, τους ανθρώπους εβελτίωσας», θα πει ο υμνογράφος. Δηλαδή: Γράφοντας εσύ βιβλίο που εκθέτει την πρακτική θεωρία σαν πνευματική πυξίδα, έκανες καλύτερους τους ανθρώπους.  Το λιγότερο λοιπόν που θα μπορούσαμε να κάνουμε  σήμερα επί τη μνήμη του αγίου Ιακώβου, είναι να αναγνώσουμε με προσοχή την επιστολή του. Και μακάρι να οδηγηθούμε σε μεγαλύτερη μετάνοια.  Θα είναι τούτο το καλύτερο μνημόσυνό του και η επιβεβαίωση της όλης αποστολής του.

Παρασκευή 18 Οκτωβρίου 2019

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΑΙ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΛΟΥΚΑΣ



«Ο άγιος Λουκάς, ο μέγας Ευαγγελιστής, ήταν από τη Μεγάλη Αντιόχεια της Συρίας, ιατρός στο επάγγελμα και πολύ καλός γνώστης της ζωγραφικής επιστήμης. Ζούσε και εξασκούσε την ιατρική στις Θήβες της Βοιωτίας, επί της βασιλείας του Τίτου Κλαυδίου, οπότε  άκουσε τον απόστολο Παύλο να κηρύσσει και πίστεψε στον Ιησού Χριστό, φεύγοντας από την πλάνη των ειδώλων. Σταμάτησε τότε τη θεραπεία των σωμάτων, για να επιδοθεί στη θεραπεία των ψυχών. Συνέγραψε το Ευαγγέλιό του προς χάριν ενός Θεοφίλου ηγεμόνα, όπως το έμαθε από το δάσκαλό του απόστολο Παύλο. Έπειτα έγραψε και δεύτερο βιβλίο, τις Πράξεις των Αποστόλων, που το απηύθυνε και αυτό στον ίδιο Θεόφιλο. Όταν εγκατέλειψε τον Παύλο, γύρισε και δίδαξε σε όλη την Ελλάδα, οπότε, όπως λένε, σε ηλικία ογδόντα ετών, γύρισε στις Θήβες και αναπαύτηκε εν ειρήνη. Στον τόπο που αναπαύτηκε το σώμα του, ο Θεός θέλησε να δοξάσει τον δικό Του υπηρέτη και εργάτη, γι’ αυτό και «έβρεξε» πάνω στο μνήμα του, ιαματικά κολλύρια, σαν σύμβολο της επιστήμης του. Γι’  αυτόν τον λόγο ο τάφος του έγινε σε όλους ακόμη πιο γνωστός. Ο δε Κωνστάντιος, ο υιός του Μεγάλου Κωνσταντίνου, μέσω του Αρτεμίου του μεγάλου δούκα της Αιγύπτου και μετέπειτα μάρτυρα, μετακομίζει από τις Θήβες το λείψανό του και το καταθέτει στον ναό των Αγίων Αποστόλων, κάτω από την αγία Τράπεζα, μαζί με τα λείψανα των αγίων αποστόλων Ανδρέου και Τιμοθέου. Λένε ότι ο άγιος Λουκάς πρώτος ζωγράφισε με την τέχνη του κηρού την εικόνα της Αγίας Θεοτόκου, που έφερε τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, όπως και δύο άλλες, κι ότι τις έφερε στη Μητέρα του Κυρίου, αν της αρέσουν. Και λένε ότι αυτή τις αποδέχτηκε και είπε το «Η χάρις του Υιού μου ας είναι μέσω εμού μαζί τους». Παρομοίως ζωγράφισε τις άγιες εικόνες και των αγίων αποστόλων και των κορυφαίων. Και από εκείνον λέγεται ότι ξεκίνησε σε όλη την οικουμένη αυτό το καλό και ευσεβές και τόσο τιμημένο έργο της εικονογραφίας».

(Σημείωση: υπάρχει διαφωνία μεταξύ των ιστορικών αν ο άγιος Λουκάς γνώρισε τον Κύριο Ιησού Χριστό ενόσω ζούσε στην ζωή αυτή ή όχι. ´Αλλοι υποστηρίζουν ότι ο Λουκάς Τον γνώρισε, Τον υπηρέτησε, Τον είδε αναστημένο στο χωριό Εμμαούς, Τον είδε στην Ανάληψή Του, μετέσχε στο ´Αγιο Πνεύμα την ημέρα της Πεντηκοστής, και άλλοι δέχονται ότι γνώρισε τον Κύριο αφότου πίστεψε στο κήρυγμα του αποστόλου Παύλου αργότερα. Η διαφωνία αυτή καταγράφεται και στο παρόν κείμενο: το μεν συναξάρι ακολουθεί τους δεύτερους ιστορικούς (γνώρισε τον Κύριο από τον απόστολο Παύλο), η δε υμνολογία τους πρώτους. Εμείς ακολουθούμε τα πράγματα ως έχουν στο Μηναίο της Εκκλησίας, δηλαδή με την υπάρχουσα διαφωνία μεταξύ συναξαρίου και ύμνων).

Είναι φυσικό και ευνόητο ότι οι ύμνοι της Εκκλησίας μας επικεντρώνουν την προσοχή μας σ’ εκείνο το έργο του αγίου αποστόλου και Ευαγγελιστή Λουκά, που έμεινε και μένει στους αιώνες. Δηλαδή αφενός στο άγιο ευαγγέλιό του και αφετέρου στις Πράξεις των Αποστόλων. Και τούτο διότι διέσωσε και αυτός, μαζί με τους άλλους τρεις ευαγγελιστές,  τη ζωή του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, κατεξοχήν το Πάθος και την Ανάστασή Του, μετά μάλιστα από έρευνα και διασταύρωση στοιχείων, όπως και τις Πράξεις των Αποστόλων, κυρίως δε του πρώτου και μεγάλου Διδασκάλου του, αποστόλου Παύλου. Ήταν τέτοια η σύνδεσή του με τον απόστολο Παύλο – «οπαδός γενόμενος του σκεύους της εκλογής Παύλου, αλλά και μιμητής» και «συνέκδημος»  σημειώνει ο υμνογράφος - ώστε το ευαγγέλιό του θεωρείται η διδασκαλία του αποστόλου περί του Ιησού Χριστού, κάτι που θέλει να το τονίσει ο υμνογράφος, όπως και ο συναξαριστής, με την υπερβολή ότι «υπαγόρευσε σ’ αυτόν το ευαγγέλιο ο απόστολος Παύλος».

Η υπερβολή φαίνεται από το γεγονός ότι αδιάκοπα ο εκκλησιαστικός ποιητής διατρανώνει την πεποίθησή του ότι ο Κύριος και το Άγιο Πνεύμα καταύγασε τη διάνοιά του, για να γράψει τα θεόπνευστα κείμενά του, οπότε το στόμα του έγινε ένας κρατήρας της θεϊκής σοφίας: «Της ανωτάτω σοφίας το στόμα σου κρατήρα θείον σοφέ, πάντες επιστάμενοι».  «Μυσταγωγών σε Χριστός τα ουράνια και θεοπνεύστους γραφάς αμέσως διανοίγων σοι Απόστολε Λουκά». (Ο Χριστός σε μυούσε στα ουράνια μυστήρια και σου διάνοιγε τις θεόπνευστες γραφές, απόστολε Λουκά). «Η χάρις ευρούσα του Παρακλήτου σε σκήνωμα, εξεχύθη πλουσίως σοις χείλεσι». (Η χάρη του Παρακλήτου Πνεύματος αφού σε βρήκε σκήνωμά της, ξεχύθηκε πλούσια στα χείλη σου). Από την άποψη αυτή δεν διστάζει ο υμνογράφος να τον χαρακτηρίσει ως νέο Μωϋσή, που όπως εκείνος ανέβηκε στο όρος Χωρήβ για να πάρει τις θεόπνευστες πλάκες, έτσι κι αυτός «εις όρος των αρετών αναβάς τω ποθουμένω ωμίλει∙ και ως Μωυσής θεογράφους τας πλάκας εγγεγραμμένας δακτύλω του Πνεύματος εδέξω Μακάριε διττάς». Θεόπνευστα λοιπόν τα κείμενα του αγίου Λουκά, γραμμένα δηλαδή από τον δάκτυλο του ίδιου του Θεού.


Γι’  αυτόν τον λόγο βεβαίως οι ύμνοι της Εκκλησίας μας δεν παύουν να τονίζουν την ανάγκη μελέτης των κειμένων αυτών,  προκειμένου ο άνθρωπος να φωτιστεί και να πάρει τη χάρη του Θεού. «Θεογράφους ως πλάκας δεδεγμένοι τας σας βίβλους, πιστώς κατατρυφώμεν του φωτισμού της χάριτος, πανόλβιε». Χρειάζεται να επιμείνουμε στον παραπάνω ύμνο: η μελέτη των βιβλίων του αγίου Λουκά, σαν να είναι θεόγραφες πλάκες, αποτελεί κατατρύφηση του ανθρώπου. Δηλαδή, αποτελεί απόλαυσή του και μάλιστα μεγάλη. Όπως συμβαίνει σ’ έναν γαστρίμαργο και λαίμαργο άνθρωπο, να απολαμβάνει ένα πλουσιότατο γεύμα, το ίδιο και περισσότερο σ’ εκείνον που θα εγκύψει στον άγιο Λουκά: απολαμβάνει τη μελέτη, γιατί ακριβώς έρχεται σε επαφή με το ίδιο το Πνεύμα του Θεού, με τις θεόγραφες πλάκες. Σημειώνει και κάτι ακόμη ο υμνογράφος. Η μελέτη αυτή γίνεται «πιστώς». Δεν μπορεί κανείς να προσεγγίσει τον λόγο του Θεού χωρίς να έχει πίστη σ’  Εκείνον. Χωρίς πίστη η χάρη των λόγων του γίνεται φωτιά που τον κατακαίει, γιατί βρίσκεται στο σκοτάδι της απιστίας, και οσμή θανάτου, γιατί δεν αγάπησε τη ζωή του Θεού: «βολίς φλέγουσα τοις το σκότος ποθήσασι» και  «οσμή θανάτου τοις μη ζωήν αγαπήσασι». Ενώ από την άλλη, όταν η μελέτη γίνεται με πίστη, ο άνθρωπος φωτίζεται και οσμίζεται τη ζωή του Θεού: «γλώσσα πυρός εδείχθης λόγους εκπέμπων φωτός, τοις φωτός αξίοις τω κηρύγματι…και οσμή ζωής τοις ζωήν όντως θέλουσιν, ως Παύλος έφησεν».

Το συμπέρασμα είναι προφανές: για την Εκκλησία μας θεωρείται δεδομένη η μελέτη των θεοπνεύστων κειμένων του ευαγγελιστή Λουκά, για να είναι κάποιος Χριστιανός. Και μάλιστα κείμενα ενός ευαγγελιστή, που θεωρείται τελικώς ισοστάσιος των αποστόλων, αφού και εκείνος είδε τον Κύριο, στην πορεία προς Εμμαούς, παρακάθησε σε δείπνο μαζί Του και κοινώνησε από Εκείνον, πάλι στο χωριό Εμμαούς,  δέχτηκε τη φλόγα του αγίου Πνεύματος την ημέρα της Πεντηκοστής. «Των αποστόλων και συ ίσος γέγονας, υπηρέτης τε της του Λόγου σαρκώσεως, ον μετά την Ανάστασιν, εις Εμμαούς έβλεψας, και καιομένη καρδία μετά Κλεόπα συνέφαγες». Είθε να γεμίσει και τις δικές μας ψυχές ο άγιος Λουκάς από τη δική του θέρμη της αγάπης προς τον Χριστό. «Αυτού θείας θέρμης και ημών των σε τιμώντων τας ψυχάς πλήρωσον».

Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2019

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΛΟΓΓΙΝΟΣ Ο ΕΚΑΤΟΝΤΑΡΧΟΣ Ο ΕΠΙ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ


῾῾Ο ἅγιος Λογγίνος ἔζησε τήν ἐποχή τοῦ Τιβερίου Καίσαρος, καταγόταν ἀπό τήν Καππαδοκία καί ὑπῆρξε ἑκατόνταρχος ὑπό τόν Πιλᾶτο, τόν ἡγεμόνα τῆς ᾽Ιουδαίας. ῎Ελαβε τήν διαταγή ἀπό ἐκεῖνον νά ὑπηρετήσει στά τίμια πάθη καί τήν σταύρωση τοῦ Χριστοῦ καί νά φυλάξει μέ τούς ὑπ᾽ αὐτόν ἑκατό στρατιῶτες τόν τάφο μέ τήν κουστωδία πού ἦταν τάγμα στρατιωτῶν. ῞Οταν εἶδε τά θαύματα πού ἔγιναν ἐπί τοῦ Χριστοῦ, τόν σεισμό, τήν μεταβολή σέ σκοτάδι τοῦ ἡλίου, τούς τάφους πού ἀνοίχτηκαν καί τούς νεκρούς πού ξεπήδησαν ἀπό αὐτούς, καθώς καί τίς πέτρες πού σχίστηκαν, φώναξε μέ μεγάλη φωνή: ῾πράγματι, αὐτός ἦταν Υἱός Θεοῦ᾽. Γι᾽ αὐτό καί τά ἀργύρια πού τοῦ δόθηκαν ἀπό τούς ᾽Ιουδαίους, προκειμένου νά πεῖ ψέμματα γιά τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, τά ἔκανε πέρα μαζί μέ ἄλλους δύο στρατιῶτες, οἱ ὁποῖοι ὕστερα μαρτύρησαν μαζί μέ αὐτόν.
῎Αφησε λοιπόν τό στράτευμα στό ὁποῖο ἀνῆκε καί γύρισε πίσω στήν πατρίδα του, κηρύττοντας τόν Χριστό ὡς Θεό σάν τούς ἀποστόλους. ῾Ο Πιλᾶτος πού τό ἔμαθε πείστηκε - μᾶλλον διαφθάρηκε ἀπό τούς ᾽Ιουδαίους μέ χρήματα - καί κατηγόρησε τόν Λογγίνο μέ γράμματα στόν Τιβέριο ὅτι ἐγκατέλειψε τό στράτευμα καί ὅτι ζεῖ στήν πατρίδα του κηρύττοντας τόν Χριστό ὅτι εἶναι Θεός. ῾Ο Τιβέριος τότε διέταξε νά ἀποκοπεῖ ἡ κεφαλή του ἀμέσως μαζί καί τῶν δύο στρατιωτῶν πού τόν ἀκολούθησαν, καί νά μεταφερθεῖ ἡ κεφαλή του στήν ῾Ιερουσαλήμ ἀπό τήν Καππαδοκία, ὥστε νά νά λάβουν γνώση γιά τόν θάνατό του ὁ Πιλᾶτος καί οἱ ᾽Ιουδαῖοι. Καί ὁ μέν Πιλᾶτος ἔλαβε τά συμφωνηθέντα, ἐνῶ τήν τιμία κεφαλή του τήν ἔχωσαν πρό τῆς πόλεως μέσα σέ κοπριά.
῞Υστερα ἀπό πολλά χρόνια κάποια γυναίκα ἀπό τήν Καππαδοκία πού τυφλώθηκε καί σταμάτησε νά βλέπει ἔφτασε στά ῾Ιεροσόλυμα μαζί μέ τόν μονάκριβο γιό της, προκειμένου νά μπορέσει νά βρεῖ τήν ἴαση στούς ἁγίους Τόπους. ᾽Αλλά προστέθηκε στό πρόβλημά της καί ὁ θάνατος τοῦ παιδιοῦ της, ὁπότε ἦταν διπλή ἡ τραγωδία καί ἡ συμφορά της. ῾Ο μακάριος Λογγίνος τότε τῆς ἐμφανίστηκε σέ ὄνειρο κι ἀφοῦ τῆς εἶπε ποιός ἦταν καί τῆς φανέρωσε ποῦ εἶναι κρυμμένη ἡ κεφαλή του, τήν προέτρεψε νά τήν βγάλει ἀπό τήν κοπριά καί νά τήν πάρει, γιά νά θεραπευτεῖ ἀφενός ἡ ἴδια ἀπό τήν τύφλωσή της καί ἀφετέρου νά δεῖ δοξασμένο τόν γιό της. ῾Η γυναίκα ἀνταποκρίθηκε ἀμέσως πρόθυμα μόλις ξύπνησε, κι ἀφοῦ βρῆκε τήν κοπριά κι ἔσκαψε μέ τά χέρια της βρῆκε καί πῆρε τήν κεφαλή τοῦ ἁγίου. Τότε ἀπέκτησε καί πάλι τό φῶς της, ἐνῶ σέ ὄνειρο πάλι εἶδε τόν γιό της μέσα σέ δόξα μαζί μέ τόν ἅγιο καί νά ἀπολαμβάνει κοντά του τιμή.
Λοιπόν, σύμφωνα μέ τήν ἐντολή πού τῆς ἔδωσε ὁ ἅγιος, σέ μία σορό τοποθέτησε καί τό λείψανο τοῦ παιδιοῦ της καί τήν κεφαλή τοῦ ἁγίου, ὁπότε ἐπέστρεψε μ᾽ αὐτήν στήν Καππαδοκία, παθαίνοντας παρόμοια μέ τόν Σαούλ, ὁ ὁποῖος ζητώντας τίς πατρικές ὄνους βρῆκε βασιλεία. Κι αὐτή ζητώντας νά γιατρευτεῖ ἀπό τήν τύφλωση τῶν ὀφθαλμῶν, καί τήν ἴαση πέτυχε καί τόν ἅγιο ἔκτοτε βρῆκε θερμό προστάτη της. Γι᾽ αὐτό καί ἀνήγειρε περικαλλή ναό στόν μάρτυρα κι ἐκεῖ κατέθεσε τό μαρτυρικό λείψανο, τό ὁποῖο πρόσφερε πλούσια στήν ἴδια καί σ᾽ ὅλους τούς πιστούς πηγές ἱαμάτων, εἰς δόξαν τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ᾽.

Δέν εἶναι ἀπορίας ἄξιο τό γεγονός ὅτι ὁ ἅγιος ὑμνογράφος ᾽Ιωσήφ ἀναφέρεται σχεδόν καθ᾽ ὁλοκληρίαν σέ ὅ,τι συνέβη στόν ἅγιο Λογγίνο κάτω ἀπό τόν Σταυρό τοῦ Κυρίου: τόν τρομερό συγκλονισμό του πού τόν ὁδήγησε ἀπό ἄπιστος νά γίνει πιστός, σέ βαθμό μάλιστα πού νά δώσει ἔπειτα καί τήν ζωή του γι᾽ Αὐτόν. Ἡ Σταύρωση τοῦ σαρκωθέντος Θεοῦ, τό αἷμα καί τό ὕδωρ πού ἀνέβλυσαν ἀπό τήν λογχισθεῖσα πλευρά Του, ἡ ἀμαύρωση τοῦ ἥλιου ὅπως καί ὅλα τά ὑπερφυσικά πού συνέβησαν τότε, ἦταν ἐκεῖνα πού τόν ὁδήγησαν νά ὁμολογήσει Αὐτόν  Θεό καί Δεσπότη, καί μάλιστα, κατά τόν ὑμνογράφο, νά κατανοήσει ὅτι τό Πάθος Του αὐτό ἦταν ἑκούσιο καί καρπός τῆς ἄπειρης ἀγάπης Του. ῾᾽Αφοῦ εἶδες τόν Κύριο νά ἔχει γίνει ἄνθρωπος καί νά ἔχει ἀνέβει στόν Σταυρό, νά ἔχει ἀμαυρώσει τήν λάμψη τοῦ ἥλιου καί νά ἔχει ἀναβλύσει ἀπό τήν πλευρά Του τήν σωτήρια ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν...ὁμολόγησες Αὐτόν Θεό καί Δεσπότη πού ὑπέμεινε τά πάθη ἑκούσια λόγω τῆς ἀμέτρητης εὐσπλαχνίας Του᾽ (῾Τόν βροτόν χρηματίσαντα, καί Σταυρῷ ὁμιλήσαντα, καί ἡλίου ἔλλαμψιν ἀμαυρώσαντα, καί ἐκ πλευρᾶς ἀναβλύσαντα, σωτήριον ἄφεσιν, κατιδών...ἔνδοξε, ὡμολόγησας, καί Θεόν καί Δεσπότην ἑκουσίως ὑπομείναντα τά πάθη, δι᾽ εὐσπλαγχνίαν ἀμέτρητον᾽) (στιχηρό ἑσπερινοῦ). ῾Βλέποντας τά βουνά καί τήν γῆ πού σαλεύτηκε κατά τήν ἡμέρα τοῦ Πάθους, σαλεύτηκες ἀπό τήν στάση τῆς ἀπιστίας᾽(῾῎Ορη τε καί τήν γῆν σαλευθεῖσαν θεώμενος, ἐν τῇ τοῦ πάθους ἡμέρᾳ, ἀπιστίας στάσεως ἐσαλεύθης᾽) (ὠδή ς´).

῾Η μεταστροφή τοῦ ἁγίου στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ ἑρμηνεύεται ἀπό τόν ἅγιο ὑμνογράφο καί ὡς καρπός βεβαίως τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ - ποιός μπορεῖ μόνος του μέ τίς δυνάμεις του νά δεῖ τόν ᾽Εσταυρωμένο ὡς τόν ἐν σαρκί παθόντα Θεό; - ἀλλά καί ὡς καρπός τῆς δικῆς του καλῆς διάθεσης καί φρόνησης. Μέ λυρισμό μεγάλο ὁ ὑμνογράφος καταγράφει τήν ἀλήθεια αὐτή, προσφέροντάς μας εἰκόνες ἐξαίσιες: ῾Βλέποντας, ἔνδοξε, τήν κατάκαρπη ἄμπελο νά κρέμεται πάνω στό ξύλο τοῦ Σταυροῦ καί νά πηγάζει οἶνο ζωῆς καί ἀφέσεως ἁμαρτιῶν, ἔβαλες ἀπό κάτω τά χείλη τῆς καρδιᾶς σου. Κι ἀφοῦ ἤπιες γέμισες ἀπό εὐφροσύνη, βγάζοντας ἀπό μέσα σου τήν κατάπικρη ἀπιστία σάν ἐχέφρων ἄνθρωπος, γιατί ἀκριβῶς προτίμησες πανηγυρικά τό καλύτερο ἀπό τό χειρότερο᾽ (῾Τήν κατάκαρπον ἄμπελον, ἐπί ξύλου θεώμενος, ἠρτημένην, ἔνδοξε, καί πηγάζουσαν, οἶνον ζωῆς καί ἀφέσεως, τά χείλη ὑπέθηκας, τῆς καρδίας καί πιών, εὐφροσύνης πεπλήρωσαι, τήν κατάπικρον ἀπιστίαν ἐμέσας ὡς ἐχέφρων, ὡς τοῦ χείρονος τό κρεῖττον, περιφανῶς προελόμενος᾽) (στιχηρό ἑσπερινοῦ).

῾Ο ᾽Ιωσήφ ὅμως ὁ ὑμνογράφος δέν μπορεῖ νά μή συγκρίνει τόν ἅγιο ἑκατόνταρχο καί τήν μεταστροφή του μέ τόν ληστή πού συσταυρώθηκε μέ τόν Κύριο καί μετανόησε. Καί οἱ δύο ἄνδρες, ὁ σκληροτράχηλος ἀξιωματικός καί τό φόβητρο τῶν ἀνθρώπων ληστής, εἶναι οἱ πιό κοντινοί στόν Κύριο πάνω στόν Σταυρό. Στήν πιό δύσκολη θεωρούμενη στιγμή τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ - ῾᾽Ηλί, ᾽Ηλί λαμά σαβαχθανί;᾽ φωνάζει ὁ Κύριος, νιώθοντας ἐγκαταλειμμένος καί ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό Πατέρα Του! – δέν βρίσκονται οἱ μαθητές Του, δέν βρίσκονται (πέραν τῆς Παναγίας καί τοῦ Ἰωάννη κι αὐτοί σέ κάποια ἀπόσταση) δικοί Του νά Τόν παρηγορήσουν, ἀλλά θεωρούμενα ῾ἀνθρωπόμορφα᾽ θηρία! Κι ἀποκαλύπτεται ὅτι αὐτά τά ῾θηρία᾽ εἶχαν πολύ τρυφερή καρδιά. ῾Ο ἕνας παρακαλεῖ νά τόν θυμηθεῖ ὁ Κύριος στήν Βασιλεία Του, ὁ ἄλλος Τόν ὁμολογεῖ Θεό καί ἄνθρωπο. Καί τελικῶς καί οἱ δύο εἰσέρχονται στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. ῾...μετά ληστοῦ τοῦ εὐγνώμονος, ἔνδοξε, ὡμολόγησας...᾽ (στιχηρό ἑσπερινοῦ). ῾᾽Αθλοφόρε Λογγίνε, μαζί μέ τόν εὐγνώμονα Ληστή ὁμολόγησες τόν πάντων Κύριο Υἱόν Θεοῦ, ὑπέρ τοῦ ῾Οποίου καί μέ χαρά σφαγιάστηκες᾽ (῾᾽Αθλοφόρε Λογγίνε, Ληστῇ σύν τῷ εὐγνώμονι, ὡμολόγησας τοῦτον Υἱόν Θεοῦ, ὑπέρ οὗ καί χαίρων ἐσφαγιάσθης᾽) (ἐξαποστειλάριο ὄρθρου).

῾Ο ὑμνογράφος ὅμως (ὁ ὁποῖος στό τροπάριο πού μᾶς ἐνδιαφέρει: τό δοξαστικό τῶν ἀποστίχων τοῦ ἑσπερινοῦ, δέν εἶναι ὁ ἅγιος ᾽Ιωσήφ ἀλλά ὁ ᾽Ιωάννης ὁ μοναχός) προβαίνει σέ μία ἐνσυνείδητη  ἀνακολουθία: βάζει στήν θέση τοῦ ληστῆ τόν ἴδιο τόν ἅγιο. Βλέπει τόν Λογγίνο ὡς τόν ληστή. Τά λόγια τοῦ ληστῆ γίνονται λόγια καί ἐκείνου. ῾Καθώς βρισκόσουν στόν Σταυρό καί ἔβλεπες αὐτά πού συνέβαιναν, βλέποντας τόν σταυρωμένο ἐπί τοῦ ξύλου Θεό καί ἄνθρωπο φώναζες πρός αὐτόν: ᾽Εν τῇ βασιλείᾳ σου μνήσθητί μου Κύριε. Γι᾽ αὐτό καί ὁ Σωτήρας φώναζε σέ σένα: Εἶσαι μακάριος, Λογγίνε, καί θά σέ θυμοῦνται ὅλοι στούς αἰῶνες᾽(῾᾽Εν τῷ Σταυρῷ παρεστηκώς, καί τά γενόμενα σκοπῶν, τόν σταυρωθέντα ἐπί ξύλου, Θεόν καί ἄνθρωπον ἑωρακώς, ἐβόας πρός αὐτόν: ᾽Εν τῇ βασιλείᾳ σου μνήσθητί μου Κύριε. Διό καί ὁ Σωτήρ ἐφώνει σοι: Μακάριος εἶ Λογγίνε, καί τό μνημόσυνόν σου εἰς γενεάν καί γενεάν᾽). Νομίζουμε ὅτι στό τροπάριο αὐτό καί τό ῾μπέρδεμα᾽ τῶν ρόλων μεταξύ ἑκατοντάρχου καί ληστῆ βρισκόμαστε στό πιό ὑψηλό σημεῖο τῆς ποίησης τῆς ἑορτῆς: ὁ Λογγίνος εἶναι ἤδη σωσμένος ἀπό τήν ὥρα τῆς ὁμολογίας του κατά τό Πάθος τοῦ Κυρίου καί ὄχι ἀπό τήν ὥρα τοῦ μαρτυρίου του. Τό βεβαίωσε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος γιά τόν ληστή, συνεπῶς καί γιά τόν Λογγίνο: ῾ἀμήν λέγω σοι, σήμερον μετ᾽ ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ Παραδείσῳ᾽. Καί γιά κάτι ἀκόμη: μπροστά στόν ἐσταυρωμένο Κύριο ὁ ὅποιος ρόλος τοῦ ἀνθρώπου ἐξαφανίζεται: εἴτε ἐκπρόσωπος τοῦ νόμου (ὁ ἑκατόνταρχος) εἶναι κανείς εἴτε ὑπόδικος (ὁ ληστής), αὐτό πού σώζει εἶναι ἡ πίστη καί ἡ ἀγάπη στόν Χριστό. Γιά τόν Χριστό κάθε ἄνθρωπος εἶναι τό ἴδιο καί κάθε ἕναν τόν θέλει στήν Βασιλεία Του. Γιά τόν Χριστό κάθε σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου πέραν τῆς ῾καρδιᾶς᾽ δέν ὑφίσταται. Αἴρεται καί χάνεται.

Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2019

ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ ΝΕΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ...: "ΩΣ ΕΛΑΦΟΣ ΔΙΨΩΣΑ"

 
 
           Κυκλοφορείται σε λίγες ημέρες από τις εκδόσεις "ἀκολουθεῖν" νέο βιβλίο με τίτλο "Ὡς ἔλαφος διψῶσα". Πρόκειται, όπως δηλώνεται στον υπότιτλο, για διάφορες ασκητικές ιστορίες... παντός καιρού, που σημαίνει ότι μπορεί κανείς να έλθει σε επαφή με το άρωμα της ορθόδοξης παράδοσής μας όχι με τρόπο δοκιμιακό αυτήν τη φορά, αλλά με την παραμυθία-παρηγοριά που προσφέρει η βιωματική και εποπτική προσφορά μιας ιστορίας.
 
         Κατά πώς σημειώνεται στο οπισθόφυλλο "Μία εἰκόνα παρμένη ἀπό τήν Ἁγία Γραφή δίνει τό στίγμα τῶν κειμένων τοῦ ἀνά χεῖρας βιβλίου: τό ἐντυπωσιακό ἐλάφι, τό ὁποῖο ψάχνει ἐναγωνίως νά βρεῖ τήν πηγή τοῦ νεροῦ πού θά ξεδιψάσει τό καῦμα πού συχνά νιώθει… Οἱ πρωταγωνιστές τῶν ἱστοριῶν, πραγματικοί ὡς ἐπί τό πλεῖστον, καθώς περιγράφονται εἴτε στό «Λειμωνάριον» τοῦ Ἰωάννου Μόσχου εἴτε σέ βίους τῶν ἁγίων μας, ἔχουν αὐτό ἀκριβῶς τό χαρακτηριστικό: ἀναζητοῦν νά ξεδιψάσουν ἀπό τή μόνη πηγή πού πραγματικά ξεδιψάει τόν ἄνθρωπο καί πού εἶναι ὁ Κύριος Ἰησοῦς  Χριστός… Νομίζουμε ὅτι στά «ἐλάφια» αὐτά τῆς ἐρήμου, ἀλλά καί τῆς κοινωνικῆς ζωῆς, μποροῦμε νά βροῦμε τόν τρόπο καί τόν δικό μας – νά ἀναζητοῦμε πάντοτε τόν Χριστό καί τήν αἴσθηση τῆς παρουσίας Του στήν ὕπαρξή μας… "
 
Σε λίγες ημέρες σε όλα τα κεντρικά βιβλιοπωλεία...

Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2019

Η ΟΣΙΑ ΜΗΤΗΡ ΗΜΩΝ ΠΕΛΑΓΙΑ



«Η οσία Πελαγία έζησε επί βασιλέως Νουμεριανού και καταγόταν από την πόλη της Αντιόχειας. Ζούσε μέσα στις ορχήστρες και τα θέατρα της εποχής και ήταν πόρνη, μαζεύοντας από την πονηρή αυτή εργασία πάρα πολλά χρήματα. Όταν όμως κατηχήθηκε στη χριστιανική πίστη από τον επίσκοπο Νόνο, που ήταν άγιος άνθρωπος, και μετανόησε θερμά, βαπτίσθηκε και άφησε ό,τι σχετιζόταν με την προηγούμενη αμαρτωλή ζωή της σαν σκουπίδια. Στη συνέχεια, περιβλήθηκε τρίχινα ρούχα, και αφού παρουσιάστηκε ως άνδρας, πήγε κρυφά στο όρος των Ελαιών, όπου και εγκλείστηκε σ’ ένα κελί, ζώντας το υπόλοιπο της ζωής της εκεί, κατά τρόπο θεάρεστο. Στο κελί αυτό αναπαύτηκε εν Κυρίω».

Η οσία Πελαγία ανήκει σε εκείνη τη χορεία των ανθρώπων, για τους οποίους ο Κύριος, απευθυνόμενος στους Φαρισαίους,  είχε πει: «Οι τελώναι και αι πόρναι προάγουσιν υμάς εις την βασιλείαν των Ουρανών». Πρόκειται δηλαδή για ανθρώπους, οι οποίοι ναι μεν από πλευράς κοινωνικής δεν έχουν καλό όνομα, σαν τους Φαρισαίους για παράδειγμα, που θεωρούνταν οι καλύτεροι Ιουδαίοι και συνεπώς οι πιο κοντινοί στον Θεό, αλλά διακρίνονται για την καλή τους διάθεση, την καλή τους προαίρεση, και που γι’  αυτό, μόλις δοθεί η πρόκληση από πλευράς του Θεού, αμέσως ανταποκρίνονται και ακολουθούν τον Θεό. Ο Κύριος για τέτοιους ανθρώπους είπε την παραβολή του τελώνου και του Φαρισαίου ή και την παραβολή του ασώτου, να δείξει δηλαδή ότι εκείνο που μετράει ενώπιον του Θεού τελικώς είναι η συναίσθηση της αμαρτωλότητας, το «ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ», και όχι μία εικόνα αυτοδικαίωσης του ανθρώπου, λόγω πιθανόν κάποιων καλών πράξεών του, η οποία το μόνο που επισύρει από τον Θεό είναι η καταδίκη του.

Με την οσία Πελαγία, όπως και με τις αντίστοιχες παρόμοιες περιπτώσεις: την οσία Μαρία την Αιγυπτία, για παράδειγμα,  την οσία Ταϊσία την πόρνη (που και αυτήν εορτάζουμε σήμερα) κ.ά., βρισκόμαστε με ανάγλυφο θα λέγαμε τρόπο, μπροστά στο φαινόμενο της μετανοίας, το οποίο αποτελεί και τη μόνη προϋπόθεση εισόδου του ανθρώπου στη Βασιλεία του Θεού. Ο Θεός μας δηλαδή, όπως απαρχής έδειξε ο Κύριος, δεν ζητάει από τον άνθρωπο την αναμαρτησία του, η οποία ασφαλώς και δεν υπάρχει – όλοι γνωρίζουμε ότι ο μόνος αναμάρτητος είναι ο ίδιος ο ενανθρωπήσας Θεός μας, ο Ιησούς Χριστός – αλλά τη μετάνοιά του, ως συναίσθηση της αμαρτίας του και ελπίδα στη φιλανθρωπία Εκείνου. Δεν είναι τυχαίο ότι και ο τελευταίος των Προφητών, Ιωάννης ο Πρόδρομος, που ετοίμαζε το έδαφος για την έλευση του Μεσσία, και ο ίδιος ο Κύριος, εκείνο που ετόνιζαν απαρχής και στη συνέχεια των δράσεών τους, ήταν το «μετανοείτε, ήγγικεν γαρ η βασιλεία των Ουρανών». Γι’  αυτό και η Εκκλησία μας τονίζει πάντοτε ότι η μόνη διάκριση των ανθρώπων που γίνεται αποδεκτή, δεν είναι από πλευράς φυλετικής, κοινωνικής, μορφωτικής, γένους κλπ., αλλά από το αν οι άνθρωποι είναι μετανοημένοι ή όχι. Άνθρωπος που συναισθάνθηκε τις αμαρτίες του και στράφηκε με ελπίδα στον Θεό, αυτός θεωρείται και ο άγιος άνθρωπος, αυτός θεωρείται ο πολίτης του Ουρανού. Άνθρωπος που νιώθει «καλά» με τον εαυτό του, με την έννοια ότι μπορεί να καυχάται για τις αρετές του, συνεπώς να μη νιώθει κανένα έλλειμμα μέσα του, είναι ο άνθρωπος από τον οποίο ο Θεός αποστρέφει το πρόσωπό Του. Η περίπτωση της παραβολής του τελώνου και του Φαρισαίου, που μνημονεύσαμε και παραπάνω, είναι παραπάνω από ενδεικτική.

Με την οσία Πελαγία λοιπόν καταλαβαίνουμε τι σημαίνει μετάνοια. Σημαίνει  αλλαγή τρόπου ζωής, και μάλιστα χωρίς υπεκφυγές και αναβολές. Μόλις κατάλαβε η οσία ότι η ζωή της δεν ήταν ευάρεστη στον Θεό, αμέσως μετανόησε και εξέφρασε τη γνησιότητα της μετανοίας της με την αλλαγή της ζωής της, και μάλιστα με τρόπο συγκλονιστικό: κλείστηκε διά παντός σ’  ένα κελί, αλλάζοντας ακόμη και την εμφάνισή της. Κι αυτό είναι ακριβώς το σημάδι της γνήσιας μετάνοιας: η άμεση αλλαγή της ζωής∙ η στροφή προς τον Θεό και η τήρηση του αγίου θελήματός Του. Και τονίζουμε την αλήθεια αυτή, διότι πολλές φορές μας εμπαίζει ο διάβολος, ο οποίος δεν έρχεται να μας πει να μη μετανοήσουμε. Εκείνο στο οποίο μας σπρώχνει είναι να αναβάλουμε τη μετάνοιά μας. Το αύριο είναι η αιχμή του δόρατος του Πονηρού, γιατί ξέρει ότι το αύριο γίνεται μεθαύριο, το μεθαύριο η μεθεπομένη κ.ο.κ., συνεπώς ο άνθρωπος παραμένει πάντοτε στα ίδια. Η υμνολογία της ημέρας, σχεδόν καθ’  ολοκληρίαν, αυτήν τη μετάνοια τονίζει στο πρόσωπο της οσίας Πελαγίας, για να μας πει ότι αφενός η μετάνοια οδηγεί στην πλήρη συγχώρηση των αμαρτιών του ανθρώπου και την πλήρωσή του με όλες τις δωρεές του Θεού, αφετέρου αποτελεί τον μονόδρομο και για εμάς, αν θέλουμε να δούμε Θεού πρόσωπο. Ας ακούσουμε τον οίκο του κοντακίου της ημέρας: «Όσοι εν βίω αμαρτίαις εμολύνθημεν, ως ο τάλας εγώ, ζηλώσωμεν την μετάνοιαν, τον οδυρμόν τε μετά δακρύων της οσίας Μητρός ημών Πελαγίας, ίνα ταχύ εκ Θεού την συγχώρησιν λάβωμεν∙ καθάπερ η μακαρία, έτι ζώσα, τον ρύπον απέπλυνε της αμαρτίας, και έλαβεν εκ Θεού την τελείαν συγχώρησιν, οδόν μετανοίας υποδείξασα».  Όσοι μολυνθήκαμε από τις αμαρτίες στη ζωή μας, όπως ο ταλαίπωρος εγώ, ας ζηλέψουμε τη μετάνοια και τον οδυρμό με δάκρυα της οσίας Μητέρας μας Πελαγίας, για να λάβουμε γρήγορα τη συγχώρηση από τον Θεό. Όπως συνέβη και με τη μακαρία Πελαγία: όσο ήταν ακόμη στη ζωή, έπλυνε καλά τη βρωμιά της αμαρτίας και έλαβε από τον Θεό την τέλεια συγχώρηση, υποδεικνύοντάς μας το δρόμο της μετανοίας.