Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2020

ΠΕΜΠΤΗ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ



«Ἔλαμψε τῆς ἐγκρατείας ἡ εὐπρέπεια, τῶν δαιμόνων τήν ἀχλύν φυγαδεύουσα· ἐπεδήμησε τῆς νηστείας ἡ σεμνότης, τῶν ψυχικῶν παθῶν τήν ἰατρείαν φέρουσα· ταύτῃ ποτέ Δανιήλ, καί οἱ ἐν Βαβυλῶνι Παῖδες φραξάμενοι, ὁ μέν, στόμα λεόντων ἐχαλίνωσεν, οἱ δέ, τήν φλόγα τῆς καμίνου ἔσβεσαν· μεθ’ ὧν καί ἡμᾶς δι’ αὐτῆς, σῶσον, Χριστέ ὁ Θεός, ὡς φιλάνθρωπος» (Ἀπόστιχα τῶν Αἴνων, Ἰδιόμελον, ἦχος γ΄).
(Ἔλαμψε ἡ εὐπρέπεια τῆς ἐγκράτειας, ἡ ὁποία διώχνει μακριά τή σκοτεινιά τῶν δαιμόνων. Ἔφτασε ἡ σεμνότητα τῆς νηστείας, ἡ ὁποία γιατρεύει τά ψυχικά πάθη. Με τή νηστεία αὐτή ὀχυρωμένοι κάποτε ὁ Δανιήλ, ὅπως καί τά τρία παιδιά στή Βαβυλώνα, ὁ μέν πρῶτος ἔβαλε χαλινάρι στό στόμα τῶν λιονταριῶν, τά δέ παιδιά ἔσβησαν τή φλόγα τῆς καμίνου. Μαζί μ’ αὐτούς καί μέσω αὐτῆς σῶσε καί μᾶς, Χριστέ Θεέ μας, ὡς φιλάνθρωπος).
Ὁ ἅγιος ὑμνογράφος ἐπιμένει στή σπουδαιότητα καί στόν πνευματικό χαρακτήρα τῆς ἐγκράτειας καί τῆς νηστείας πού προβάλλει ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Ἔχει τέτοια σπουδαιότητα μάλιστα, κατ’ αὐτόν, πού ἡ μέν πρώτη φυγαδεύει ἀκόμη καί τούς δαίμονες - ὁ ἐγκρατής ἄνθρωπος δηλαδή εἶναι κυρίαρχος ὄχι μόνον τοῦ ἑαυτοῦ του ἀλλά καί τῶν πονηρῶν πνευμάτων - ἐνῶ ἡ δεύτερη, ἡ νηστεία, ὡς ἔκφραση βεβαίως τοῦ πνεύματος τῆς ἐγκρατείας, θεραπεύει ὅλα τά ψυχικά πάθη, πού σημαίνει ὅτι ὁ περιορισμός στή σάρκα, πού κινεῖται συνήθως ἄτακτα χωρίς χαλινό, φέρνει ἐκείνη τή χάρη ὥστε νά θεραπεύεται καί ἡ ἴδια ἡ ψυχή. Μιλᾶμε ἀσφαλῶς γιά τήν εὐπρεπή ἐγκράτεια καί τή σεμνή νηστεία, ὅπως τίς χαρακτηρίζει ὁ ὑμνογράφος, γιά νά τίς διακρίνει ἀπό τίς ἀρρωστημένες ἐκτροπές τοῦ φαρισαϊσμοῦ ἤ καί τοῦ δαιμονικοῦ μανιχαϊσμοῦ - ὡς καύχησης ἤ ὡς ἀποστροφῆς τοῦ σώματος. Τό ἐπιχείρημα τοῦ ὑμνογράφου εἶναι συντριπτικό, ἐφόσον κανείς εἶναι πιστός καί δέχεται τίς Ἅγιες Γραφές: ἤδη ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη, μᾶς λέει, ἔχουμε τά παραδείγματα τοῦ προφήτη Δανιήλ πού ρίχτηκε λόγω τῆς πίστης του σέ λάκκο μέ λιοντάρια, καί τῶν τριῶν παίδων πού ρίχτηκαν στό ἀναμμένο καμίνι. Κι αὐτό γιατί; Διότι καί ὁ προφήτης καί τά τρία παιδιά, σέ νεαρή ἡλικία εὑρισκόμενοι ὅλοι, κατά τήν περίοδο τῆς Βαβυλώνιας αἰχμαλωσίας τῶν Ἰουδαίων, ἀρνήθηκαν νά ὑποταχτοῦν στά κελεύσματα τῆς εἰδωλολατρικῆς ἐξουσίας, ἐπιλέγοντας θυσιαστικά νά παραμείνουν σταθεροί στήν ἀληθινή λατρεία τοῦ Θεοῦ ἀλλά καί στήν παράδοση τῆς ἐγκρατείας καί νηστείας πού καθόριζε ἡ πίστη τους. Καί τό ἀποτέλεσμα ἦταν θαυμαστό: τόν μέν Δανιήλ ἀντιμετώπισαν τά λιοντάρια ὡς τόν καλύτερο «ἀφέντη» τους, ἐνῶ τά τρία παιδιά σεβάστηκε καί ἡ ἴδια ἡ πύρινη μεγάλη φλόγα. Ὁπότε, κατά τόν ὑμνογράφο μας, τό ἴδιο θά συμβεῖ καί μέ ἐμᾶς, ἄν ἀκολουθήσουμε τήν ἀληθινή νηστεία: ἡ σωτηρία μας ἀπό τόν φιλάνθρωπο Κύριο καί Θεό μας.     

Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2020

ΤΕΤΑΡΤΗ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ



 
«Βρωμάτων νηστεύουσα ψυχή μου, καί παθῶν μή καθαρεύουσα, μάτην ἐπαγάλλῃ τῇ ἀτροφίᾳ∙ εἰ μή γάρ ἀφορμή σοι γένηται πρός διόρθωσιν, ὡς ψευδής μισεῖται παρά Θεοῦ, καί τοῖς κακίστοις δαίμοσιν ὁμοιοῦσαι, τοῖς μηδέποτε σιτουμένοις∙ μή οὖν ἁμαρτάνουσα, τήν νηστείαν ἀχρειώσῃς, ἀλλ’ ἀκίνητος, πρός ὁρμάς ἀτόπους μένε, δοκοῦσα παρεστάναι ἐσταυρωμένῳ τῷ Σωτῆρι, μᾶλλον δέ συσταυροῦσθαι, τῷ διά σέ σταυρωθέντι, ἐκβοῶσα πρός αὐτόν∙ Μνήσθητί μου Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Ἀπόστιχα τῶν Αἴνων, Ἰδιόμελον, ἦχος α΄).
 
(Ψυχή μου, μέ τό νά νηστεύεις ἀπό φαγητά, ἀλλά νά μή καθαρίζεσαι ἀπό τά πάθη σου, μάταια χαίρεσαι πού δέν τρῶς. Διότι ἄν ἡ νηστεία δέν σοῦ γίνεται ἀφορμή γιά διόρθωσή σου, προκαλεῖ τήν ἀποστροφή τοῦ Θεοῦ ὡς ψεύτικη, κι ἐσύ γίνεσαι ὅμοιος μέ τούς δαίμονες, οἱ ὁποῖοι δέν σιτίζονται καθόλου. Μήν ἐξαχρειώσεις λοιπόν τή νηστεία μέ τίς ἁμαρτίες σου, ἀλλά μένε ἀκίνητος, χωρίς να στρέφεσαι πρός τίς ἄτοπες ὁρμές. (Κι αὐτό θά τό καταφέρεις) μέ τή σκέψη ὅτι βρίσκεσαι μπροστά στόν Ἐσταυρωμένο Σωτήρα Χριστό, ἤ μᾶλλον ὅτι εἶσαι σταυρωμένος μαζί μ’ Ἐκεῖνον πού σταυρώθηκε γιά σένα, φωνάζοντας δυνατά πρός Αὐτόν: Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ Βασιλείᾳ Σου).
 
Τό συγκεκριμένο τροπάριο εἶναι ἀπό τά πιό συγκλονιστικά ὅλου τοῦ Τριωδίου. Ὁ ὑμνογράφος μέ κρυστάλλινη διαύγεια καί ἀμεσότητα, μέ προφητική δύναμη πού θυμίζει τούς παλαιούς μεγάλους Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τονίζει τόν ἀληθινό χαρακτήρα τῆς νηστείας, ἡ ὁποία ὄχι μόνον δεν ἐξαντλεῖται στόν περιορισμό τῶν τροφῶν ἤ και στήν ἀποχή ἀπό αὐτές, ἀλλά γίνεται ἀποδεκτή ἀκριβῶς στόν βαθμό πού ὁδηγεῖ στή διόρθωση τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, ὡς ἀπομάκρυνση  καί κάθαρσή του ἀπό τά ψεκτά πάθη τοῦ ἐγωισμοῦ καί τῆς φιλαυτίας∙ πού θα πεῖ ὅτι, ἀφοῦ διορθώνει τον ἄνθρωπο, γίνεται τό μέσον γιά στροφή του πρός τόν Θεό, ἄρα πρός ἀπόκτηση περισσότερης ἀγάπης. Ἄν δέν κατανοηθεῖ ἔτσι ἡ νηστεία τοῦ πιστοῦ, τότε ἀφενός προκαλεῖ την ἀποστροφή τοῦ Θεοῦ ὡς ψεύτικη και φαρισαϊκή, ἀφετέρου ἐξομοιώνει τόν ἄνθρωπο μέ τούς ἴδιους τούς δαίμονες, ἀφοῦ κι ἐκεῖνοι ἀπέχουν ὁλιωσδόλου ἀπό φαγητά. Τί προτείνει λοιπόν ὁ ὑμνογράφος ὡς στόμα τῆς Ἐκκλησίας; Νά κρατάει ὁ πιστός τήν ἀληθινή νηστεία, ἀποφεύγοντας τίς ἁμαρτίες καί μένοντας σταθερός σ’ αὐτό πού ἔχει κληθεῖ ὡς μέλος Χριστοῦ: νά εἶναι πάντα ἐνώπιον τοῦ Ἐσταυρωμένου, πού σημαίνει νά βλέπει τόν ἑαυτό του συσταυρωμένο μέ Ἐκεῖνον. Στήν πνευματική αὐτή κατάσταση τό μόνο πού ἀπαιτεῖται εἶναι νά φωνάζει κι αὐτός σάν τόν ληστή πάνω στόν Σταυρό: «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθεις στή Βασιλεία Σου». Εἶναι περιττό βεβαίως νά σημειώσουμε ὅτι ὁ ὑμνογράφος, μολονότι μᾶς διδάσκει καί μᾶς καθοδηγεῖ, δέν γίνεται καθόλου ἀπόμακρος ἤ ἀποκρουστικός, γιατί ἀπευθύνεται πρωτίστως στόν ἑαυτό του καί τήν ψυχή του, ὁπότε ὁ λόγος του ἀποκτᾶ τή δραματική ἔνταση τοῦ πιστοῦ πού πάσχει κι ἀγωνίζεται κατά τῆς ἁμαρτίας καί τῶν διαστροφῶν της.

Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2020

ΔΕΥΤΕΡΑ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ



«Πάντα τόν χρόνον, ἡ νηστεία ὠφέλιμός ἐστι, τοῖς αἱρουμένοις καί ποιοῦσιν αὐτήν· οὔτε γάρ ἐπήρεια δαιμόνων, κατατολμᾶ τοῦ νηστεύοντος, ἀλλά καί οἱ φύλακες τῆς ζωῆς ἡμῶν Ἄγγελοι, φιλοπονώτερον παραμένουσι τοῖς διά νηστείας ἡμῖν κεκαθαρμένοις». (Ἰδιόμελον, ἦχος γ΄, ἀπό τά ἀπόστιχα τῶν Αἴνων)
(Γιά ὅλον τον χρόνο ἡ νηστεία εἶναι ὠφέλιμη, σ’ ἐκείνους πού τήν ἐπιλέγουν καί τήν πραγματοποιοῦν. Γιατί οὔτε οἱ δαίμονες τολμοῦν νά ἐπηρεάσουν ἀρνητικά αὐτόν πού νηστεύει, ἀλλά καί οἱ φύλακες τῆς ζωῆς μας Ἄγγελοι παραμένουν μέ μεγαλύτερη διάθεση καί φροντίδα  κοντά σέ μᾶς πού ἔχουμε καθαριστεῖ μέ τή νηστεία).
Ἡ Ἐκκλησία μας διά τοῦ ὑμνογράφου της, μᾶς τονίζει τήν ἀληθινή διάσταση τῆς νηστείας: ὄχι τόσο τήν περιστασιακή, δηλαδή αὐτήν πού ξεκινᾶ στίς συγκεκριμένες περιόδους τῆς νηστείας, ὅπως τώρα πού πλησιάζουμε τήν ἁγία Σαρακοστή - ἤδη ὅμως καί ἡ ἑβδομάδα τῆς Τυρινῆς ὅπως λέγεται καί πού διερχόμαστε σηματοδοτεῖ τή μικρή ἀπαρχή ὡς ἀποχή τοῦ κρέατος -, ἀλλά αὐτήν πού κανονικά ἀναφέρεται σέ ὁλόκληρη τή ζωή μας, ἀνεξάρτητα ἀπό τίς καταλύσιμες ἤ ὄχι ἡμέρες. Πρόκειται ὡς γνωστόν γιά τήν ἀσκητική, ὅπως τήν ἔχουν χαρακτηρίσει (π. Ἀλέξανδρος Σμέμαν) νηστεία, ἡ ὁποία εἶναι ἡ ἐπιλογή τοῦ συνεποῦς χριστιανοῦ σέ ὅλη τή ζωή του, μέ τήν ἔννοια ὅτι ἐγκρατεύεται κυρίως ἀπό πλευρᾶς ποσότητας - ἐκεῖ πού κατεξοχήν φανερώνεται ἡ νηστεία. Ἡ παντοτινή αὐτή ἐγκράτεια, σημειώνει ὁ ὑμνογράφος, εἶναι ὠφέλιμη πνευματικά, γιατί ὄχι μόνον δέν τολμοῦν οἱ δαίμονες νά ἐπηρεάσουν τόν νηστεύοντα ἔτσι, (παρά μόνον μέ ἕναν ἐξωτερικό τρόπο πού τελικῶς τόν βοηθάει παιδαγωγικά), ἀλλά καί οἱ φύλακες ἄγγελοι, σέ ὅσους τηροῦν τήν ἐγκράτεια αὐτή, τούς προσεγγίζουν μέ μεγαλύτερη θετική διάθεση, ὄχι γιατί δέν τήν ἔχουν πάντοτε ἀπό μόνοι τους τήν καλή διάθεση, ἀλλά γιατί οἱ πιστοί πού ἐγκρατεύονται τούς ἀφήνουν χῶρο προκειμένου νά βρίσκονται δίπλα τους ὡς βοηθοί ἀνά πᾶσα στιγμή. Εἶναι αὐτονόητο βεβαίως ὅτι μιλᾶμε γιά τή νηστεία ἐκείνη, ἡ ὁποία δέν ἐξαντλεῖται μόνο στήν ἀποχή - ποσοτικά καί ποιοτικά - τῶν τροφῶν, ἀλλά ἔχει ἀναγωγικό χαρακτήρα: γίνεται μέσον καθαρισμοῦ τῶν παθῶν τῆς ψυχῆς, γιατί ἀποσκοπεῖ στη βίωση τῆς ἀληθινῆς ἀγάπης.

Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2020

ΔΡΑΣΚΕΛΙΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΦΩΣ... (66)


Η εντολή του Κυρίου μεταξύ άλλων είναι «μή ἀντιστῆναι τῷ πονηρῷ, ἀλλ’ ὅστις σέ ραπίσει ἐπί τήν μίαν σιαγόνα στρέψον αὐτῷ καί τήν ἄλλην». Μία εντολή που προκαλεί αντιδράσεις σε πολλούς χριστιανούς, οι οποίοι αρνούνται να παίξουν τον ρόλο του «καρπαζοεισπράκτορα» καθώς λένε· κι ούτε να δεχτούν την έσχατη αδικία: όχι μόνο να μην αντιδράσουν στην πονηρή εναντίον τους στάση των άλλων αλλά να είναι έτοιμοι και να υποστούν και τα χειρότερα. Πράγματι, με τη λογική και την όποια ανθρώπινη κατανόηση της δικαιοσύνης η εντολή του Κυρίου μοιάζει ανεδαφική, κυρίως όμως άδικη - στην πρόκληση της αδικίας κάθε ψυχή αντιδρά. Αλλ’ αυτό που φαίνεται λογικό και ανθρώπινα δίκαιο είναι και χριστιανικό; Η απάντηση ασφαλώς είναι όχι. Διότι τότε θα έπρεπε να αρνηθούμε όλη τη θεία οικονομία της σωτηρίας εν προσώπω Ιησού Χριστού: μπορεί η λογική να «σηκώσει» την ενανθρώπηση του Θεού με τον τρόπο που έγινε και με τον τρόπο που εξελίχτηκε; Ή μπορεί η ανθρώπινη δικαιοσύνη να «σηκώσει» το βάρος της θείας δικαιοσύνης, κατά την οποία ο αθώος «τιμωρείται» και ο ένοχος σώζεται και δικαιώνεται; Πού πρέπει δηλαδή να θέσουμε τον Σταυρό του Κυρίου, αν κριτήριό μας είναι η λογική μας και η δικαιοσύνη μας;
Με άλλα λόγια η απάντηση στο καίριο αυτό ανθρώπινο δύσκολο ερώτημα βρίσκεται στην αγάπη του Θεού μας, όριο της οποίας είναι ο Σταυρός Του. Που θα πει: όταν κανείς αρχίζει να αγαπά τον συνάνθρωπό του κατά το πρότυπο του Χριστού, τότε ξεπερνά τις όποιες δεσμεύσεις της λογικής και τις αγκυλώσεις της δικής του έννοιας της δικαιοσύνης. Πώς; Ενισχυόμενος από τη χάρη του Θεού, την οποία έλαβε και λαμβάνει από τα μυστήρια της Εκκλησίας. Ο βαπτισμένος χριστιανός δηλαδή ως μέλος πια Χριστού, καθώς τρέφεται από το σώμα και το αίμα Εκείνου, παίρνει τη δύναμη να ζει σαν κι Εκείνον, όπως καθορίζεται τούτο από την εντολή Του: «αὕτη ἐστίν ἡ ἐντολή ἡ ἐμή, ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους, καθώς ἠγάπησα ὑμᾶς. Μείζονα ταύτης ἐντολήν οὐδείς ἔχει, ἵνα τις τήν ψυχήν αὐτοῦ θῇ ὑπέρ τῶν φίλων αὐτοῦ». Και: «ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς ὑμῶν». Στο πνευματικό αυτό επίπεδο ο χριστιανός κατανοεί τον εαυτό του ως προέκταση και συνέχεια του Χριστού, προσβλέποντας πάντοτε και αδιάκοπα σ’ Εκείνον κι έχοντάς Τον ως διαρκή αναφορά και προοπτική Του – το κέντρο βάρους του εαυτού του δεν είναι ο κόσμος ο πεσμένος στην αμαρτία, αλλά ο ίδιος ο Θεός εν Χριστώ. Κι ακόμη: ξέρει ότι τα όποια δίκια του που δεν διεκδικεί γιατί τα έχει αναθέσει στον Κύριο, θα βρουν την απάντησή τους με τον τρόπο που Εκείνος μόνον καλύτερα από κάθε άλλον γνωρίζει. «Μή ἐκδικεῖτε ἑαυτούς», λέει και πάλι ο λόγος του Θεού. Διότι «ἐμοί ἐκδίκησις, ἐγώ ἀνταποδώσω, λέγει Κύριος Παντοκράτωρ». Ο χριστιανός έτσι έχει εναποθέσει τα πάντα στον Κύριο κι αυτή του η πίστη στην Πρόνοιά Του τον καθοδηγεί και τον ησυχάζει.
Πέραν τούτου όμως: η εντολή «μή ἀντιστῆναι τῷ πονηρῷ» - κι είναι ευνόητο βεβαίως ότι μιλάμε για τον άνθρωπο που είναι πονηρός και όχι για τον Πονηρό διάβολο, μολονότι και για εκείνον από μία άποψη έχει ισχύ ο λόγος -  έχει και τη διάσταση του να μην μπεις στο ίδιο επίπεδο με τον άνθρωπο αυτό. Γιατί ο πονηρός άνθρωπος, έχοντας μεγάλη εμπειρία της πονηρίας, θα σε οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια στο δικό του επίπεδο. Πας να αντιπαλέψεις με τα ίδια όπλα του πονηρού, αλλά βεβαίως υπερισχύει όποιος έχει τη μεγαλύτερη εμπειρία. Οπότε, χαμένος «από χέρι» που λένε. Γι’ αυτό και η αντίδραση του χριστιανού είναι η μεγαλύτερη δύναμη: η ταπεινή αγάπη, η οποία κινητοποιεί την παντοδυναμία του ίδιου του Θεού. Θυμίζει κάπως η παραπάνω επισήμανση μία αγγλική παροιμία. Τι λέει; «Δεν πρέπει να παλεύεις με γουρούνια. Διότι και σε κυλούνε στη λάσπη και το απολαμβάνουν».

Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2020

ΔΡΑΣΚΕΛΙΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΦΩΣ... (65)



Τα πράγματα είναι πολύ τραγικά αν δούμε τι κυκλοφορεί για το τι είναι ο άνθρωπος στη μετανεωτερική λεγόμενη εποχή. Κι αυτή η εποχή είναι η δική μας εποχή, αυτή που ξεκίνησε περί το τέλος του εικοστού αιώνα (υπάρχουν άλλοι που μεταθέτουν πιο πίσω την έναρξη της μετανεωτερικότητας) και συνεχίζεται μέχρι σήμερα και δεν ξέρουμε για πόσο ακόμη. Τι λέγεται για τον άνθρωπο; Ό,τι πιο αντιφατικό μπορεί κανείς να ακούσει, ό,τι πιο περίεργο, ό,τι πιο παράδοξο και ίσως διεστραμμένο. Γιατί; Διότι το χαρακτηριστικό της εποχής αυτής είναι το απόλυτο γκρέμισμα κάθε παραδοσιακής αξίας και αυθεντίας, η προβολή του κάθε ατόμου ως απόλυτου κριτή της αλήθειας, που ορίζει την αλήθεια αυτή κατά τα μέτρα τα δικά του, καταργώντας ή αμφισβητώντας όμως και την ίδια τη λογική, η αναζήτηση επίσης των πολλών σχέσεων για τον κάθε άνθρωπο. Ό,τι δηλαδή ξεκίνησε και πρόβαλε η νεωτερικότητα, η φιλοσοφία των τελευταίων αιώνων, αυτό πια συνεχίζεται με ιλιγγιώδεις ρυθμούς και σήμερα, αλλά έχοντας το σήμερα έναν απρόσμενο βοηθό: την τεχνολογία, την εικονική πραγματικότητα των υπολογιστών, που κατασκευάζει πια τον άυλο λεγόμενο άνθρωπο, τον κρυμμένο πίσω από ένα μηχάνημα και που τον κάνει να χάνει κάθε αίσθηση του πραγματικού ζωντανού εαυτού. Γι’ αυτό και δεν παραξενεύει πια η προβολή απόψεων που γίνονται ρεύματα και θεωρίες και που καταλήγουν δυστυχώς πολλές φορές σε νόμους κράτους, όπως ο αυτοκαθορισμός του ατόμου με κέντρο πια το σώμα του, ακόμη και για το ίδιο το φύλο του, να μπορεί δηλαδή χωρίς κανέναν κοινωνικό περιορισμό να λέει ότι σήμερα είμαι άνδρας, αύριο γυναίκα κ.ο.κ. Καταλαβαίνουμε δηλαδή ότι το ποιος είναι ο άνθρωπος, ιδίως στα χρόνια μας, είναι όχι απλώς εύκολη, αλλά η πιο δύσκολη ίσως υπόθεση.
Την οδυνηρή αυτήν πραγματικότητα του άυλου και εικονικού ρευστού σημερινού ανθρώπου αποτυπώνει κι ένας νέος άνθρωπος σ’ ένα ποίημά του σε πρόσφατη έκδοση ποιητικής του συλλογής. Το μεταφέρουμε καθώς έχει.
Ρουφήχτρα
Ρουφήχτρα της καρδιάς και της ψυχής.
Τρύπα κατάμαυρη του χωροχρόνου και της ύλης.
Μπροστά σου κόσμος που αναδύεται το ψέμα.
Δήθεν σου πρόσφεραν το «δώρο» της ζωής
και κλείδωσαν οι σκέψεις των ονείρων
στά «ξύπνια» χειριστήρια της παλάμης.
Δόση σκληρού ναρκωτικού – ψηφιακή την είπαν ηρωίνη –
το ενδοφλέβιο κοίταγμα μες στης οθόνης τη μορφή.
Μα θέλει μόχθο αρκετό για να κερδίσεις
το φευγιό από της Χάρυβδης το στόμα το πελώριο.
(Στέφανος Δορμπαράκης, Σε φόντο γκρι, Ποιήματα, ἀκολουθεῖν, Ιανουάριος 2020, σελ. 40).

 

Η ΑΓΙΑ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΣ ΦΙΛΟΘΕΗ Η ΑΘΗΝΑΙΑ



«Ἡ Ὁσία Φιλοθέη γεννήθηκε τὸ ἔτος 1522 μ.Χ. στὴν τουρκοκρατούμενη τότε Ἀθήνα. Οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς της ὀνομάζονταν Ἄγγελος καὶ Συρίγα Μπενιζέλου. Ἡ μητέρα της ἦταν στείρα καὶ ἀπέκτησε τὴν Ἁγία μετὰ ἀπὸ θερμὴ καὶ συνεχὴ προσευχή. Ὁ Κύριος ποὺ ἱκανοποιεῖ τὸ θέλημα ἐκείνων ποὺ Τὸν σέβονται καὶ Τὸν ἀγαποῦν, ἄκουσε τὴν δέησή της. Καὶ πράγματι, μία ἡμέρα ἡ Συρίγα μπῆκε κατὰ τὴν συνήθειά της στὸ ναὸ τῆς Θεοτόκου γιὰ νὰ προσευχηθεῖ καὶ ἀπὸ τὸν κόπο τῆς ἔντονης και ἐπίμονης προσευχῆς τὴν πῆρε γιὰ λίγο ὁ ὕπνος. Τότε ἀκριβῶς εἶδε ἕνα θαυμαστὸ ὅραμα. Ἕνα φῶς ἰσχυρὸ καὶ λαμπρὸ βγῆκε ἀπὸ τὴν εἰκόνα τῆς Θεομήτορος καὶ εἰσῆλθε στὴν κοιλιά της. Ἔτσι ξύπνησε ἀμέσως καὶ ἔκρινε ὅτι τὸ ὅραμα αὐτὸ σήμαινε στὴν ἱκανοποίηση τοῦ αἰτήματός της. Ἔτσι κι ἔγινε. Ὕστερα ἀπὸ λίγο καιρὸ ἡ Συρίγα ἔμεινε ἔγκυος καὶ ἔφερε στὸν κόσμο τὴ μονάκριβη θυγατέρα της. Μαζὶ μὲ τὴν Χριστιανικὴ ἀνατροφή, ἔδωσαν στὴν μοναχοκόρη τους καὶ κάθε δυνατή, γιὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, μόρφωση. Ἔτσι ἡ Ρηγούλα, αὐτὸ ἦταν τὸ ὄνομά της προτοῦ γίνει μοναχή, ὅσο αὔξανε κατὰ τὴν σωματικὴ ἡλικία, τόσο προέκοπτε καὶ κατὰ τὴν ψυχή, ὅπως λέει τὸ συναξάρι της.
Σὲ ἡλικία 14 χρονῶν, οἱ γονεῖς της τὴν πάντρεψαν μὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες τῆς Ἀθήνας. Ἀργότερα, ἀφοῦ πέθαναν οἱ γονεῖς καὶ ὁ σύζυγός της, ήρθε ἡ ὥρα νὰ πραγματοποιήσει ἕνα μεγάλο πόθο της. Ἀφιερώνεται ἐξ ὁλοκλήρου στὸν Χριστό, γίνεται μοναχὴ καὶ παίρνει τὸ ὄνομα Φιλοθέη. Κατ’ ἀρχήν, ὕστερα ἀπὸ ἐντολὴ τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέα τοῦ Πρωτόκλητου, τὸν ὁποῖο εἶδε σὲ ὅραμα, οἰκοδόμησε ἕνα γυναικεῖο μοναστήρι μὲ ἀρκετὰ κελιά, στὸ ὁποῖο καὶ ἔδωσε τὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου γιὰ νὰ τὸν τιμήσει. Στὸ μοναστήρι πρόσθεσε καὶ ἄλλα ἀναγκαῖα οἰκοδομήματα καὶ ἐκτάσεις καὶ τὸ προικοδότησε μὲ μετόχια καὶ ὑποστατικά, ποὺ ὑπερεπαρκοῦσαν γιὰ τὴ διατροφὴ καὶ συντήρηση τῶν μοναζουσῶν. Τὸ μοναστήρι αὐτὸ τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέα σῳζόταν στὴν Ἀθήνα, μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἐπὶ πολλὰ ἔτη μετὰ τὴν κοίμηση τῆς Ἁγίας καὶ ἦταν πλουτισμένο, ὄχι μόνο μὲ ὑποστατικὰ καὶ διάφορα μετόχια, ἀλλὰ καὶ μὲ πολυειδὴ χρυσοΰφαντα ἱερατικὰ ἄμφια καὶ σκεύη, ἀπαραίτητα γιὰ τὶς ἐτήσιες ἱερὲς τελετὲς καὶ ἀγρυπνίες. Προπαντὸς ὅμως τὸ μοναστήρι σεμνυνόταν καὶ ἐγκαλλωπιζόταν μὲ τὸ θησαυρὸ τοῦ τιμίου καὶ ἁγίου λειψάνου τῆς Ἁγίας, τὸ ὁποῖο ἦταν ἀποθησαυρισμένο καὶ ἀποτεθειμένο στὸ δεξιὸ μέρος τοῦ Ἱεροῦ Βήματος, ὅπου καὶ τὸ ἀσπάζονταν μὲ εὐλάβεια ὅλοι οἱ Χριστιανοί. Τὸ τίμιο λείψανο τῆς Ἁγίας σκορποῦσε εὐωδία, γεγονὸς ποὺ ἀποτελοῦσε ἐμφανὴ μαρτυρία καὶ ἀπόδειξη τῆς ἁγιότητας αὐτῆς. Τὸ παράδειγμά της, λοιπόν, νὰ ἀφιερωθεῖ στὸν Χριστό, τὸ ἀκολουθοῦν καὶ ἄλλες νέες. Σὲ λίγο διάστημα, ἡ μονὴ ἔφθασε νὰ ἔχει διακόσιες ἀδελφές. Ἡ μονὴ τῆς Ὁσίας Φιλοθέης γίνεται πραγματικὸ λιμάνι. Ἐκεῖ βρίσκουν προστασία ὅλοι οἱ ταλαιπωρημένοι ἀπὸ τὴν σκλαβιά. Ἐκεῖ οἱ ἄρρωστοι βρίσκουν θεραπεία, οἱ πεινασμένοι τροφή, οἱ γέροντες στήριγμα καὶ τὰ ὀρφανὰ στοργή. Ἡ Ὁσία, παρὰ τὶς ἀντιδράσεις τῶν Τούρκων, οἰκοδομεῖ διάφορα φιλανθρωπικὰ ἱδρύματα, νοσηλευτήρια, ὀρφανοτροφεῖα, «σχολεῖα διὰ τοὺς παῖδας τῶν Ἀθηναίων, διὰ ν’ ἀνοίξῃ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῶν πρὸς τὴν παράδοσιν καὶ τὴν δόξαν τῶν προγόνων των». Πρωτοστατεῖ σὲ ὅλα αὐτὰ τὰ ἔργα ἡ ἡγουμένη Φιλοθέη. Διδάσκει μὲ τὰ λόγια καὶ μὲ τὴ ζωή της. Στηρίζει τοὺς πονεμένους σκλάβους μὲ τὴν προσευχή της. Ἰδιαίτερες εἶναι οἱ φροντίδες της γιὰ νὰ σώσει ἀπὸ τὸν ἐξισλαμισμὸ ἢ τὴν ἁρπαγὴ τῶν Τούρκων τὶς νέες Ἑλληνίδες.
Ἡ ὅλη ὅμως δράση τῆς Ἁγίας Φιλοθέης ἐξαγρίωσε κάποτε τοὺς Τούρκους. Κάποια στιγμὴ τὴν συλλαμβάνουν καὶ ἐκείνη μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία ὁμολογεῖ: «Ἐγὼ διψῶ νὰ ὑπομείνω διάφορα εἴδη βασανιστηρίων γιὰ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, τὸν ὁποῖο λατρεύω καὶ προσκυνῶ μὲ ὅλη μου τὴν ψυχὴ καὶ τὴν καρδιά, ὡς Θεὸ ἀληθινὸ καὶ ἄνθρωπο τέλειο καὶ θὰ σᾶς χρωστάω μεγάλη εὐγνωμοσύνη ἂν μπορεῖτε μία ὥρα πρωτύτερα νὰ μὲ στείλετε πρὸς Αὐτὸν μὲ τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου». Ὕστερα ἀπὸ τὴν ἡρωικὴ αὐτὴ ἀπάντηση πρὸς τοὺς κατακτητές, ὅλοι πίστευαν ὅτι ἡ πανευτυχὴς καὶ φερώνυμη Φιλοθέη ἐντὸς ὀλίγου θὰ ἐτελειοῦτο διὰ τοῦ μαρτυρικοῦ θανάτου. Ὅμως, κατὰ θεία βούληση, τὴν τελευταία σχεδὸν στιγμὴ πρόφθασαν κάποιοι Χριστιανοὶ καὶ καταπράϋναν τὸν ἡγεμόνα μὲ διάφορους τρόπους. Ἔτσι πέτυχαν νὰ ἐλευθερώσουν τὴν Ἁγία. Ἀφεθεῖσα πλέον ἐλεύθερη, ἡ Ἁγία Φιλοθέη, ἐπέστρεψε ἀναίμακτη στὸ μοναστήρι της, ὅπως ἐπὶ Μεγάλου Κωνσταντίνου ὁ μυροβλύτης Νικόλαος καὶ πολλοὺς αἰῶνες ἀργότερα ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Φρόντιζε δέ, ὄχι μόνο γιὰ τὴ σωτηρία τῆς δικῆς της ψυχῆς ἀλλὰ καὶ τῶν ἄλλων, ἀφοῦ τοὺς μὲν ἐνάρετους τοὺς στερέωνε στὴν ἀρετή, τοὺς δὲ ἁμαρτωλοὺς τοὺς βελτίωνε ἠθικὰ καὶ τοὺς ὁδηγοῦσε στὴ μετάνοια. Καὶ ἀποκλειστικὰ γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτὸ πέρασε στὴ νῆσο Τζιὰ (Κέα), ὅπου πρὸ πολλοῦ εἶχε οἰκοδομήσει μετόχι, γιὰ νά ἀποστέλλει ἐκεῖ τὶς μοναχὲς ἐκεῖνες ποὺ φοβοῦνταν γιὰ διαφόρους λόγους νὰ διαμένουν στὴν Ἀθήνα. Στὴν Τζιὰ ἔμεινε ἀρκετὸ χρόνο καὶ κατήχησε θεαρέστως τὶς ἀσκούμενες ἀδελφὲς στὴν ἀκριβὴ τήρηση τῶν κανόνων τῆς μοναστικῆς ζωῆς. Μόλις τελείωσε τὸ ἔργο της ἐκεῖ, ἐπέστρεψε καὶ πάλι στὴν Ἀθήνα.
Ἔτσι λοιπόν, ἡ Ἁγία Φιλοθέη, ἀφοῦ ἔφθασε στὴν τελειότητα καὶ στὴν πράξη καὶ στὴν θεωρία, ἀξιώθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ ἐπιτελεῖ θαύματα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα, πρὸς ἀπόδειξη τοῦ θαυματουργικοῦ της χαρίσματος, θὰ μνημονεύσουμε ἕνα μόνο, τὸ ἀκόλουθο: Ζοῦσε στὴν ἐποχή της ἕνας νέος, ποιμένας προβάτων, ὁ ὁποῖος ἀπὸ πολὺ μικρὸς εἶχε συνηθίσει στὶς κλεψιὲς καὶ στὶς ρᾳδιουργίες. Ὁ νέος αὐτός, κατὰ παραχώρηση τοῦ Θεοῦ, κυριεύθηκε ἀπὸ τὸν Σατανᾶ. Ἐξ αἰτίας τούτου περιφερόταν στὰ βουνὰ καὶ στὶς σπηλιὲς γυμνὸς καὶ τετραχηλισμένος , θέαμα ὄντως ἐλεεινό. Πολλὲς φορές, ὅταν συνερχόταν ἀπὸ τὴν τρέλα, στὴν ὁποία τὸν εἶχε ὁδηγήσει ὁ Σατανᾶς, σύχναζε στὰ γύρω μοναστήρια γιὰ νὰ βρεῖ θεραπεία στὴν ἀσθένειά του. Δὲν μποροῦσε ὅμως νὰ πετύχει τίποτε. Κάποιοι, ποὺ τὸν εὐσπλαγχνίστηκαν, τὸν ὁδήγησαν στὴν Ἁγία Φιλοθέη ἡ ὁποία, ὕστερα ἀπὸ πολὺ καὶ ἐκτενὴ προσευχὴ τὸν λύτρωσε ἀπὸ ἐκείνη τὴ διαβολικὴ μάστιγα. Ἔπειτα, ἀφοῦ τὸ νουθέτησε ἀρκετά, τὸν εἰσήγαγε καὶ στὴν τάξη τῶν μοναχῶν. Καὶ ἔτσι ὁ νέος ἐκεῖνος, ἀφοῦ ἐκάρη μοναχός, πέρασε τὸ ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς του μὲ μετάνοια καὶ ἄσκηση, θαυμαζόμενος ἀπ’ ὅλους.
Μάταια οἱ Τοῦρκοι προσπαθοῦν νὰ ἀνακόψουν τὴν δράση της. Ὥσπου μία νύχτα, στὶς 2 Ὀκτωβρίου τοῦ ἔτους 1588, πῆγαν στὸ μονύδριο ποὺ εἶχαν οἰκοδομήσει στὰ Πατήσια (ἔτυχε τότε νὰ ἑορτάζεται ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου καὶ ἡ Ἁγία μαζὶ μέ τὶς ἄλλες ἀδελφὲς βρίσκονταν στὸν ἱερὸ ναὸ ἐπιτελώντας ὁλονύκτια ἀγρυπνία) καὶ πέντε ἀπὸ αὐτοὺς ἀνέβηκαν στὸν ἐξωτερικὸ τοῖχο καὶ πήδησαν μέσα στὴν αὐλή. Στὴν συνέχεια εἰσέβαλαν στὸ ναό, ὅπου ἅρπαξαν τὴν Ἁγία καὶ τὴν μαστίγωσαν μὲ μανία καὶ βαναυσότητα. Τὸ ἀσκητικό της σῶμα δὲν ἄντεξε πολύ. Ἡ Δορκὰς τῶν Ἀθηνῶν ὑπέκυψε. Εἴκοσι ἡμέρες μετὰ ἀπὸ τὴν κοίμηση τῆς Ἁγίας, ὁ τάφος της εὐωδίαζε. Ἀκόμη, ὅταν μετὰ ἀπὸ ἕνα ἔτος ἔγινε ἡ ἀνακομιδή, τὸ τίμιο λείψανό της βρέθηκε σῶο καὶ ἀκέραιο. Ἐπιπλέον ἦταν γεμάτο μὲ εὐωδιαστὸ μύρο, τρανὴ καὶ λαμπρὴ ἀπόδειξη τῆς θεάρεστης καὶ ἐνάρετης πολιτείας της, πρὸς δόξα καὶ αἶνο τοῦ Θεοῦ καὶ καύχημα τῆς πίστεώς μας. Τὸ ἱερὸ λείψανό της βρίσκεται σήμερα στὸν Μητροπολιτικὸ Ναὸ τῶν Αθηνών».
(Πηγή: ΜΕΓΑΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ: ᾽Ηλεκτρ. διεύθ. synaxarion. gr)

Ημέρα ξεχωριστής χαράς η σημερινή, και μάλιστα για την Αθήνα, η οποία τιμά ιδιαιτέρως την οσιομάρτυρα Φιλοθέη. Και δικαίως: στην Αθήνα έζησε και αγίασε και μαρτύρησε η αγία. Κι ακόμη περισσότερο: εκεί βρίσκονται και τα τίμια λείψανά της. Τα λείψανα των αγίων, ως γνωστόν, αποτελούν το μεγαλύτερο θησαυρό για έναν τόπο, με το δεδομένο βεβαίως ότι υπάρχουν πιστοί ορθόδοξοι χριστιανοί. Διότι οι ορθόδοξοι έχουμε τα «μάτια»   να μπορούμε να βλέπουμε τη χάρη του Θεού σ’ αυτό που για τους απίστους είναι ένα νεκρό σώμα, ένα πτώμα. Για εμάς, το «πτώμα» είναι η ζωντανή παρουσία του αγίου και η απτή απόδειξη ότι ο Χριστός αγιάζει τον άνθρωπο ολοτελή: και στην ψυχή και στο σώμα. Πού σημαίνει: η ψυχή ζει την ενέργεια του Θεού, καθώς είναι στραμμένη σ’ Εκείνον, κι αυτή η ενέργεια μεταγγίζεται και στο συνδεδεμένο με αυτήν σώμα. Κανείς υλισμός δεν είναι ανώτερος και δραστικότερος από αυτόν της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Τα καθημερινά θαύματα που επιτελούνται από τον άγιο, μέσω των λειψάνων του, είναι η επιβεβαίωση της παραπάνω αλήθειας. Κι ακόμη: τα λείψανα, ευωδιάζοντα και μυροβολούντα, δείχνουν σε πόση πλάνη βρίσκονται όλοι εκείνοι που πρεσβεύουν την καύση των νεκρών. Πόσος πνευματικός μυωπασμός και έλλειμμα πίστεως κρύβεται πίσω από την πεποίθηση αυτή. Η ακολουθία της ημέρας έρχεται να εξαγγείλει αυτήν τη χαρά. «Σήμερα η ένδοξη Αθήνα χαίρεται, γιατί τίθενται σε προσκύνηση τα θεία λείψανα της Φιλοθέης, κι όλος ο λαός κατασπάζεται αυτά με πόθο» («Σήμερον χαίρουσιν αι κλειναί Αθήναι, ότι εις προσκύνησιν τα θεία λείψανα της Φιλοθέης προτίθεται και μετά πόθου πας ο λαός ταύτα κατασπάζεται»).

Η χαρά όμως, κατά τον υμνογράφο, δεν είναι μόνον για την ύπαρξη των λειψάνων της αγίας. Η πόλη χαίρεται – και μαζί της κάθε πόλη και χώρα -  και για το γεγονός ότι η αγία υπήρξε μία ζωντανή και αληθινή φανέρωση, όσο ζούσε, του ίδιου του Θεού. Διότι φανέρωνε την αγάπη Εκείνου – «ο Θεός αγάπη εστί» - σε βαθμό που υπήρξε μία δεύτερη ακένωτη πηγή της κεφαλαιώδους αυτής αρετής. Η οσιομάρτυς δηλαδή όχι μόνον είχε συμπάθεια προς τον συνάνθρωπο, αλλά είχε την αγάπη του Χριστού, η οποία φθάνει σε σημείο θυσίας για χάρη του συνανθρώπου, ακόμη και του θεωρούμενου εχθρού. Κι αυτή η αγάπη του Χριστού, επειδή ακριβώς λειτουργεί στην καρδιά του αληθινού πιστού, δεν τελειώνει ποτέ. Όπως το λέει και ο απόστολος Παύλος: «τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού; Θλίψις, στενοχωρία, κίνδυνος, μάχαιρα; Ουδέν δυνήσεται ημάς χωρίσαι από της αγάπης του Θεού της εν Χριστώ Ιησού». Το ίδιο λοιπόν επισημαίνουμε και στην αγία Φιλοθέη. «Φάνηκες ατέλειωτη πηγή αγάπης» («αγάπης ώφθης πηγή ακένωτος»). Κι είναι ευνόητο βεβαίως ότι μία τέτοια αγάπη δεν μπορεί να έχει χαρακτήρα θεωρητικό. Εκφράζεται πάντοτε έμπρακτα, ως προσφορά στον συνάνθρωπο. «Πείνασα και μου δώσατε να φάω, δίψασα και με ποτίσατε, ξένος ήμουν και με περιμαζέψατε», λέει ο ίδιος ο Κύριος. Άλλωστε μία αγάπη που δεν παίρνει συγκεκριμένη μορφή, σταματά να είναι αγάπη. Γίνεται ένα ιδεολόγημα, που εξυπηρετεί μάλλον άλλες σκοπιμότητες. Η αγία Φιλοθέη λοιπόν υπήρξε ένα υπόμνημα αυτής της έμπρακτης αγάπης. Κατά το συναξάρι και κατά τον υμνογράφο συνεπώς, «πρέπει να χαίρεται, γιατί σκόρπισε όλον τον επίγειο πλούτο της για να περιθάλψει τον κάθε αναγκεμένο, κατεξοχήν δε των νέων γυναικών». «Χαίρε, πανέντιμε. Συ γαρ τον επίγειον πλούτον σκορπίσασα, περί σαυτήν δε συνάξασα παρθένων πλήθη, αγάπης ώφθης πηγή ακένωτος». «Συ, οσία, μοίρασες τον ρευστό πλούτο σου στους αναγκεμένους» («Συ τον πλούτον ένειμας, οσία, τον σον δεομένοις, τον ρευστόν»).

Η προσφορά της αυτή αποκτά ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις, εγγίζει κορυφές πνευματικού όρους,  διότι ακριβώς υπήρξε σε πολύ δύσκολη εποχή. Δεν έκανε ελεημοσύνες σε εποχή ελευθερίας, που έχει κανείς ίσως την άνεση για κάτι τέτοιο. Η ζωή της όλη, ζωή ελεημοσυνών, βρισκόταν υπό συνεχή παρακολούθηση από τους Τούρκους και απειλείτο διαρκώς. Και στο τέλος δεν απέφυγε πράγματι τον μαρτυρικό θάνατο. Θα έλεγε κανείς ότι υπήρξε στο σκοτάδι το έντονο φως και στον χειμώνα ένα μοσχομύριστο λουλούδι και στη στυγνή δουλεία της Τουρκοκρατίας ένας ζεστός ήλιος. Και όντως έτσι την παρουσιάζει μεταξύ άλλων ο υμνογράφος: «Σαν ολόλαμπρος αστέρας έλαμψες στο σκοτάδι, και σαν ευωδιαστό και μυρόπνοο άνθος άνθησες τον χειμώνα. Σαν φως και σαν ήλιος ανέτειλες χαμογελαστά στην Αθήνα, θερμαίνοντας και φωτίζοντας τους σκοτεινιασμένους από τη στυγνή δουλεία» («ως αστήρ φαεινότατος εν τω σκότει επάλαμψας και ως άνθος εύοσμον και μυρόπνοον εν τω χειμώνι εξήνθησας∙ ως φως και ως ήλιος εξανέτειλας φαιδρώς εν Αθήναις, θερμαίνουσα και φωτίζουσα τους δουλεία στυγνή εζοφωμένους»).

Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας καταλήγουν στο αυτονόητο: να πρεσβεύει η αγία για όλους μας, κυρίως όμως για την αγαπημένη της πόλη. «Πρέσβευε για την πόλη, στην οποία έζησες τη ζωή σου με οσιότητα» («υπέρ του άστεως πρέσβευε, εν ω τον βίον εν οσιότητι διετέλεσας»). Και θα 'λεγε κανείς ότι είναι το πιο επίκαιρο και κρίσιμο αίτημα αυτό για την Αθήνα, όταν βλέπει το πώς την έχουν καταντήσει και οι κάτοικοί της, οι οποίοι σε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό σηκώθηκαν και έφυγαν για «καλύτερες» περιοχές, και οι διάφοροι εχθροί της, οι οποίοι κάθε λίγο και λιγάκι, χωρίς κανένα ίχνος σεβασμού στις ομορφιές και τις παραδόσεις της, στα μνημεία και τα προσκυνήματά της, την καταστρέφουν και την διασύρουν παγκοσμίως. Πρέπει να θλίβεται πάρα πολύ η αγιασμένη ψυχή της, βλέποντας αυτά που κάθε φορά διαδραματίζονται «εις τας κλεινάς Αθήνας». Ίσως την προφυλάσσει και ο Κύριος, καλύπτοντας τους οφθαλμούς της, για να μη βλέπει τι ασχήμια υπάρχει, εκεί που υμνήθηκε ο αττικός ουρανός και αναπέμφθηκαν ολόθερμες δεήσεις προς τον Κύριο της δόξης. Η Εκκλησία μας όμως, θέλοντας να βλέπει με αισιοδοξία τα πράγματα και γνωρίζοντας ότι τελικώς το καλό κυριαρχεί επί του κακού,  επιμένει και θα επιμένει: ««Περίσωζε την πόλη σου με τις προσευχές σου προς τον Δεσπότη Χριστό» («Σαις προσευχαίς προς τον Δεσπότην την πόλιν περίσωζε την σην»). Γένοιτο.

Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 2020

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ Ο ΤΗΡΩΝ


«Αυτός ο άγιος μάρτυς έζησε κατά τους χρόνους των βασιλέων  Μαξιμιανού και Μαξίμου και καταγόταν από την Αμάσεια του Πόντου, από ένα χωριό που λεγόταν Χουμιαλοί. Μόλις συγκαταλέχτηκε στη στρατιά των Τηρώνων, δηλαδή των νεοσυλλέκτων στρατιωτών, υπό την εξουσία του αξιωματικού Βρύγκα, εξετάστηκε από αυτόν, οπότε ομολόγησε ότι ο Χριστός είναι Θεός, ενώ καταχλεύασε τα σεβάσματα των ειδωλολατρών σαν άψυχα ξόανα και έργα χειρών ανθρώπων. Κι όταν του δόθηκε η ευκαιρία, δεν έμεινε άπρακτος, αλλά σκέφτηκε και προέβη στο μέγιστο από τα έργα: κατέκαψε το είδωλο της μητέρας των θεών, όπως οι ειδωλολάτρες παραφρονώντας λένε. Γι’ αυτόν τον λόγο και συνελήφθη, κι αφού ομολόγησε ότι αυτός ήταν ο αυτουργός του εμπρησμού, πρώτα μεν τον έξυσαν κρεμασμένο με σιδερένια νύχια, έπειτα τον έριξαν μέσα σε καμίνι φωτιάς και εκεί τελειώθηκε. Τελείται δε η σύναξή του στο άγιότατο Μαρτύριό του, που βρίσκεται στην περιοχή του Φωρακίου, κατά το Σάββατο της πρώτης εβδομάδας των Νηστειών, όταν έγινε και το θαύμα από αυτόν των κολύβων και έσωσε έτσι τον ορθόδοξο λαό από τη μιασμένη βρώση των ειδωλοθύτων».
Η συντριπτική πλειοψηφία των ύμνων της Εκκλησίας μας σήμερα αναφέρεται σ’ αυτό που δηλώνει το όνομα του αγίου Θεοδώρου: δώρο Θεού. Ο άγιος Θεοφάνης, ο υμνογράφος της ακολουθίας του, διαρκώς τονίζει ότι ο άγιος είναι «επώνυμος των θείων δωρεών», ότι «δωρίστηκε ως δώρο Θεού» στους ανθρώπους, ότι είναι «θείων δωρεών και πράγμα και όνομα». Ήδη μάλιστα στο πρώτο στιχηρό του εσπερινού διαβάζουμε: «Ο Χριστός σε έδωσε στην οικουμένη σαν δώρο που φέρνει πλούτο, Θεόδωρε, γιατί δέχτηκε σαν ευεργέτης Θεός το δώρο σου, δηλαδή το τίμιο αίμα σου, που χύθηκε γι’ Αυτόν και προσφέρθηκε σ’ Αυτόν με το ζήλο της ευσέβειας» («Δώρον ο Χριστός πλουτοποιόν σε τη οικουμένη παρέσχεν, ως ευεργέτης Θεός δώρόν σου το τίμιον αίμα, Θεόδωρε, δι’ αυτόν εκχεόμενον και θεοσεβείας ζήλω προσφερόμενον, αυτώ δεξάμενος»). Με άλλα λόγια, κατά τον Θεοφάνη, ο Θεόδωρος είναι το αντίδωρο του Θεού στην Εκκλησία, αφού έλαβε τον ίδιο ως δώρο και  τον προσέφερε έπειτα σε όλους.
Η επισήμανση του αγίου υμνογράφου είναι πολύ σημαντική: Ό,τι προσφέρουμε εν αγάπη στον Θεό, ο Θεός δεν το κρατάει για τον εαυτό Του, αλλά μας το προσφέρει πολλαπλασιασμένο ως ευεργεσία για εμάς πάλι τους ίδιους. Του προσφέρουμε για παράδειγμα την προσευχή μας; Την μεταποιεί σε χάρη Του προς ίαση της ψυχής και του σώματός μας. Κι όχι μόνο για εμάς, αλλά και για όλη την οικουμένη. Του προσφέρουμε – πάντα βεβαίως με την ενίσχυση Εκείνου – την υπακοή μας ως κατάθεση της θελήσεώς μας στο θέλημά Του; Παίρνει την υπακοή μας και την κάνει δική Του υπακοή σε εμάς. Γι’ αυτό και κατά την πίστη μας μεγαλύτερη ευεργεσία στο ανθρώπινο γένος από την παρουσία των αγίων ως ανθρώπων προσφερομένων στον Θεό δεν υφίσταται. Οι άγιοι είναι οι ευεργέτες της ανθρωπότητας, έστω κι αν ο κόσμος δεν κατανοεί τίποτε περί αυτού. Ο Θεός μας τους γνωρίζει, τους αποδέχεται, τους κάνει πρεσβευτές μας για την υπέρβαση των όποιων δυσκολιών μας στον κόσμο. Και το μεγαλύτερο αντίδωρο του Θεού στον κόσμο για το μεγαλύτερο δικό μας δώρο σε Αυτόν, την ίδια την Παναγία μας,  είναι ο ερχομός Του σε εμάς. Εκείνη δηλαδή, πάντα τονίζουμε με τη χάρη του Θεού, δωρίστηκε σε Αυτόν, κι Εκείνος την προσέλαβε και την έκανε σάρκα Του προκειμένου να έρθει στον κόσμο ως άνθρωπος. «Τα σα εκ των σων σοι προσφέρομεν κατά πάντα και διά πάντα». Συνεπώς  ό,τι κάνουμε για χάρη του Θεού δεν είναι «χαμένος» χρόνος, όπως πιστεύουν ορισμένοι εκτός της πίστεως, αλλά ο πολυτιμότερος χρόνος της ζωής μας. Είπαμε, επανακάμπτει σε εμάς και μάλιστα πολλαπλασιασμένο εκ μέρους του Κυρίου μας.
Επεκτεινόμαστε στην αλήθεια αυτή, διότι ακριβώς αυτό πρωτίστως τονίζει ο άγιος Θεοφάνης. Κι είναι πολύ παρήγορα τα τροπάριά του, διότι αναφέρονται σε όλες τις διαστάσεις του ανθρωπίνου βίου, ιδίως τις θλίψεις και τις δοκιμασίες που υφιστάμεθα, και στις οποίες ο άγιος Θεόδωρος, ως όργανο του Θεού, έρχεται ως σωτήρας και βοηθός. «Τη θεοδώρητη χάρη των θαυμάτων σου, μάρτυς Θεόδωρε - σημειώνει για παράδειγμα - απλώνεις σε όλους που προστρέχουν με πίστη σε σένα, διά της οποίας σε δοξολογούμε λέγοντας: Λυτρώνεις τους αιχμαλώτους, θεραπεύεις τους αρρώστους, πλουτίζεις τους φτωχούς και διασώζεις τους πλέοντες» («Την θεοδώρητον χάριν των θαυμάτων σου, Μάρτυς Θεόδωρε, πάσιν εφαπλοίς τοις πίστει σοι προστρέχουσι, δι ης ευφημούμέν σε λέγοντες∙ αιχμαλώτους λυτρούσαι, θεραπεύεις νοσούντας, πενομένους πλουτίζεις και διασώζεις πλέοντας») (δοξαστικό εσπερινού). «Σώσε με από τη θλίψη που με κατέχει, με τις πρεσβείες σου, μάρτυρα Χριστού, ομαλοποιώντας όλη την τραχύτητα της ζωής μου» («Ρύσαι ταις πρεσβείαις σου της κατεχούσης με θλίψεως, μάρτυς Χριστού, πάσαν ομαλίζων την του βίου τραχύτητα») (ωδή γ΄). Κι ακόμη περισσότερο ο άγιος Θεόδωρος, κατά τον Θεοφάνη, εκτός από τις επεμβάσεις του για τις εξωτερικές δυσκολίες της ζωής, επεμβαίνει και για τις εσωτερικές, δηλαδή τις ψυχολογικές και πνευματικές δυσκολίες, προερχόμενες είτε από τις δαιμονικές επιθέσεις είτε από τα ίδια τα πάθη μας. Σε ένα από τα πιο ωραία τροπάριά του της έκτης ωδής επισημαίνει: «Επειδή υπήρξες θερμότατος υπερασπιστής της ευσεβούς πίστεως και έλεγξες αυστηρά την πλάνη των ειδώλων, εξαφάνισε από την ψυχή μου τις φαντασίες των δαιμόνων και τις εικόνες των παθών» («Υπέρμαχος πεφυκώς της ευσεβείας θερμότατος, και πλάνης στηλιτευτής ειδώλων γενόμενος, δαιμόνων φαντάσματα και παθών εικόνας της ψυχής μου εξαφάνισον»). Η εκζήτηση της βοήθειας του αγίου Θεοδώρου για όλες τις περιστάσεις της ζωής μας συνιστά πια μονόδρομο. Έχουμε πρεσβευτή ισχυρότατο, δοσμένο σε εμάς από τον Θεό μας.

Σάββατο 8 Φεβρουαρίου 2020

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ Ο ΣΤΡΑΤΗΛΑΤΗΣ




«Ο άγιος Θεόδωρος έζησε κατά τους χρόνους του βασιλιά Λικίνιου (τις πρώτες δεκαετίες του 3ου μ.Χ. αιώνα). Καταγόταν από τα Ευχάϊτα, αλλά κατοικούσε στην Ηράκλεια του Πόντου. Υπερείχε από τους περισσοτέρους ως προς το κάλλος της ψυχής του, το μέγεθος του σώματος και τη δύναμη των λόγων. Όλοι, γι’ αυτό, προσπαθούσαν να αποκτήσουν τη φιλία του. Για τον ίδιο λόγο και ο Λικίνιος ήθελε πάρα πολύ να τον συναντήσει, μολονότι είχε ακούσει  ότι είναι χριστιανός και βδελύσσεται τους λεγόμενους θεούς. Έστειλε λοιπόν από τη Νικομήδεια μερικούς, του ιδίου αξιώματος με τον Θεόδωρο, και τους πρόσταξε να του φέρουν τον μάρτυρα με ευγενικό τρόπο. Όταν αυτοί επέστρεψαν λέγοντας ότι ο μακάριος Θεόδωρος έφερε ως αντίρρηση ότι πρέπει ο βασιλιάς μάλλον να έλθει μαζί με τους μεγαλύτερους από αυτόν θεούς, αμέσως ο βασιλιάς ήλθε στην Ηράκλεια.
Ο άγιος Θεόδωρος, ο οποίος προθυμοποιήθηκε να συναντήσει τον Λικίνιο μετά από νυκτερινό όραμα που του έστειλε ο Θεός, όταν πληροφορήθηκε ότι ο βασιλιάς πλησιάζει, ανέβηκε σε άλογο, τον συνάντησε και τον τίμησε όπως έπρεπε. Ο βασιλιάς τότε του έδωσε το δεξί του χέρι και χαιρέτισε τον Θεόδωρο πολύ θερμά. Εισήλθε έπειτα στην πόλη κι αφού κάθισε σε υψηλό βήμα, προέτρεπε τον μακάριο Θεόδωρο να προσφέρει στους δικούς του θεούς θυσία. Ο άγιος  ζήτησε να πάρει στο σπίτι του τα αγάλματα των επισημοτέρων θεών, να προσφέρει εκεί πρώτα τις προσευχές του, και έπειτα πάλι δημόσια να προσφέρει στους θεούς αυτούς σπονδές. Ο βασιλιάς συμφώνησε κι έδωσε εντολή  να του δοθούν τα χρυσά και τα αργυρά αγάλματα, ο άγιος τα έλαβε και κατά το μέσο της νύκτας τα συνέτριψε, τα έκανε μικρά κομμάτια και τα έδωσε στους ενδεείς και τους πένητες.
Την επομένη ημέρα, όταν ο Μαξέντιος ο Κομενταρήσιος είπε ότι είδε την κεφαλή της μεγάλης θεάς Αφροδίτης να περιφέρεται από κάποιον πτωχό, ο Λικίνιος διέταξε και αμέσως ο άγιος συνελήφθη από τη φρουρά του Λικινίου. Και πρώτα μεν τον ξέντυσαν, τον κράτησαν τεντωμένο τέσσερις, και τον κτύπησαν με μαστίγια από νεύρα βοδιών: επτακόσιες πληγές στην πλάτη, πενήντα στην κοιλιά, όπως και κτυπήματα με μολύβδινες σφαίρες στον αυχένα. Έπειτα τον έξυσαν μέχρι αίματος, τον κατέφλεξαν με λαμπάδες, και έτριψαν με όστρακα τις πρησμένες και καμμένες πληγές, οπότε τον έριξαν στη φυλακή, ασφαλίζοντας τα πόδια του σε ξύλινη μέγγενη.
Έμεινε χωρίς φαγητό και νερό στη φυλακή επί επτά ημέρες. Τον έβγαλαν πάλι και κάρφωσαν τα χέρια και τα πόδια του σε σταυρό, κι εκεί του πέρασαν περόνη από το κάτω μέρος του σώματος, που έφθασε μέχρι τα έγκατά του. Γύρω του στέκονταν και παιδιά, που τόξευαν τον άγιο στο πρόσωπο και τα μάτια, ενώ από τις βολές των βελών που κτυπούσαν τα μάτια, έπεσαν κάτω οι κόρες των οφθαλμών του. Άλλοι δε, έκοψαν τα γεννητικά του όργανα, κάνοντας εγκάρσιες τομές σ’ αυτά. Πέρασε τη νύκτα πάνω στο σταυρό και νόμισε ο Λικίνιος ότι είχε ήδη πεθάνει. Αλλά απατήθηκε. Διότι άγγελος Κυρίου τον έλυσε από τα δεσμά και έγινε ολόκληρος υγιής, και έψαλλε και ευλογούσε τον Θεό.
Το ξημέρωμα, απέστειλε ο Λικίνιος να σηκώσουν το σώμα του Μάρτυρα και να το ρίξουν στη θάλασσα. Όταν όμως έφθασαν οι απεσταλμένοι και είδαν τον άγιο να είναι ακόμη ζωντανός και όλος υγιής, πίστεψαν στον Χριστό, άνδρες περίπου ογδόντα πέντε στον αριθμό. Και μετά από αυτούς, άλλοι τριακόσιοι στρατιώτες, στους οποίους ηγείτο ο ανθύπατος Κέστης, που στάλθηκαν για να φονεύσουν τους πρώτους, και αυτοί πίστεψαν στον Χριστό. Όταν είδε ο Λικίνιος την πόλη αναστατωμένη, διέταξε να κοπεί η κεφαλή του αγίου. Στάθηκαν όμως τότε πάμπολλα πλήθη χριστιανών και εμπόδιζαν τους στρατιώτες. Μόλις λοιπόν ο άγιος τους ησύχασε και προσευχήθηκε στον Χριστό, του έκοψαν το κεφάλι και πήρε τέλος ο δρόμος του μαρτυρίου. Μετατέθηκε δε από την Ηράκλεια στα Ευχάϊτα, στο γονικό οίκημά του, καθώς ο μάρτυς είχε δώσει τις κατάλληλες εντολές από πριν στον γραμματέα του Αύγαρο. Ο Αύγαρος, που ήταν μαζί με τον άγιο καθ’ όλη τη διάρκεια του μαρτυρίου του, έγραψε το μαρτυρολόγιο του αγίου κατά πλάτος, δηλαδή και τις ερωτήσεις που του έθεσαν και τις απαντήσεις που έδωσε και τα ποικίλα είδη των βασανιστηρίων που πέρασε, και τις εκ Θεού φανερώσεις και βοήθειες».

Ο πυρπολημένος από θείο πόθο νους του αγίου Θεοδώρου αποτελεί το κλειδί που ερμηνεύει την καρτερία του στα τόσα βασανιστήρια που υπέστη, όπως βεβαίως και τη δύναμή του να υπερβεί πρώτα όλες τις προσφορές του ίδιου του βασιλιά. Απαιτείται να έχει κάποιος ολοκληρωτικά στραμμένο τον νου του στον Θεό, να φλέγεται από την αγάπη Εκείνου, για να μπορεί να περιφρονεί τη φιλία ενός βασιλιά, και μάλιστα με τέτοιες εξουσίες την εποχή εκείνη, και να καταφρονεί τα μαρτύρια που τσακίζουν το σώμα του ανθρώπου. Κι αυτό είναι το διαρκώς ζητούμενο από την Εκκλησία για τον πιστό άνθρωπο: όχι απλώς να τον περιορίσει με κάποιες εντολές και κανόνες – αυτό αποτελεί εξιουδαϊσμό της πνευματικής της ζωής – αλλά να τον προσανατολίσει στην αγάπη προς τον Θεό, την πρώτη και μεγάλη εντολή που έχει δώσει ο Θεός στον άνθρωπο. «Με πυρπολημένο τον νου από τον θείο πόθο, με γενναιότητα και μεγάλη τόλμη  προχώρησες στον θάνατο της φωτιάς» («τω γαρ θείω πόθω τον νουν πυρπολούμενος, του εν πυρί θανάτου γενναίως κατετόλμησας»), σημειώνει στο κάθισμα του όρθρου ο υμνογράφος του αγίου. «Ο πόθος σου προς τον Θεό διέγραψε κάθε εμπαθή σχέση με τα γήινα, παμμακάριστε, δηλαδή και την ηδονή της δόξας, τον πλούτο και την τρυφή, και το περιβόητο ύψος της αναγνώρισης από όλους» («Ο προς Θεόν πόθος σου πάσαν ημαύρωσε προσπαθείας ύλην, παμμακάριστε, δόξαν τερπνήν, πλούτον και τρυφήν, και περιφανείας το περιβόητον ύψωμα») (ωδή δ΄ ).

Ο υμνογράφος του αγίου Θεοδώρου Νικόλαος προβάλλει την ομορφιά του και το παράστημά του: ο άγιος Θεόδωρος ήταν «ωραίος νέος, με σπάνια ομορφιά, διακρινόμενος για το κάλλος της ψυχής και του σώματος». Αλλά η ομορφιά του ανθρώπου, κατά τον υμνογράφο, κάτι που βλέπουμε στους αγίους μας σαν τον σημερινό, έγκειται κατεξοχήν στην ομορφιά της ψυχής. «Η ομορφιά των αρετών τον έκανε ωραίο, κυρίως όμως στολιζόταν από τα στίγματα των μαρτύρων». («Νεανίας ωραίος, πανευπρεπής δέδειξαι, κάλλει καταλλήλως εμπρέπων, ψυχής και σώματος, ωραϊζόμενος των αρετών ευμορφία, και μαρτύρων στίγματι καλλωπιζόμενος» (ωδή γ΄). Πράγματι, για την πίστη μας, η ομορφιά του σώματος είναι ένα αγαθό, το οποίο όμως επειδή είναι φθαρτό δεν έχει πρωτεύουσα σημασία. Έρχονται τα γηρατειά κι αυτό που αποτελεί συνήθως καύχημα για τον έχοντα το αγαθό τούτο, εξαφανίζεται. Χωρίς να λάβουμε υπόψη πιθανούς τραυματισμούς, αρρώστιες που αλλοιώνουν τον άνθρωπο, ή και τον αφανίζοντα τα πάντα θάνατο. Η αληθινή ομορφιά έγκειται, όπως λέει για τον άγιο ο υμνογράφος, στην απόκτηση των αρετών. Όταν η ανθρώπινη ψυχή ντύνεται τις αρετές, όταν η χάρη του Θεού επισκιάζει τον άνθρωπο, τότε και ο πιο άσχημος εξωτερικά θεωρούμενος άνθρωπος αποκτά μία γλυκύτητα και μία «επιφάνεια» που γοητεύει και μαγνητίζει τους πάντες. «Καρδίας ευφραινομένης, πρόσωπον θάλλει» ακούμε να λέει επ’ αυτού ο λόγος του Θεού. Στον άγιο Θεόδωρο βεβαίως συνυπήρχαν και τα δύο στοιχεία: και το κάλλος του σώματος και το κάλλος της ψυχής. Για τον άγιο όμως η προτεραιότητα ήταν δεδομένη: το κάλλος της ψυχής. Και μάλιστα όχι μόνο με τις αρετές, αλλά κυρίως με τα βάσανα που υπέστη. Κι αυτό διότι προφανώς τον έβαζαν στα χνάρια του κατ’ εξοχήν «ωραίου κάλλει παρά πάντας ανθρώπους» Ιησού Χριστού.

Με το μαρτύριο του αγίου Θεοδώρου όμως έχουμε και ένα είδος  επιβεβαίωσης της αναστάσεως των σωμάτων που θα φέρει η Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου. Θέλουμε να πούμε ότι ο Κύριος δίνοντας τη χάρη Του δι’ αγγέλου να αποκαταστήσει το διαμελισμένο από τα βασανιστήρια σώμα του αγίου, να το ξανακάνει υγιές καθ’ ολοκληρίαν όπως ήτανε, πριν από την αποτομή της κεφαλής του, μας δίνει με μεγάλη ενάργεια μία εικόνα της εκ νέου δημιουργίας των σωμάτων που θα πραγματοποιήσει. Διότι υπάρχουν χριστιανοί οι οποίοι διερωτώνται: μα πώς τα διαλυμένα σώματα από τον θάνατο ή τα πυρπολημένα από τη φωτιά ή τα φαγωμένα από θηρία θα αναστηθούν; Και η απάντηση βεβαίως είναι απλή: ο Θεός θα προβεί σε μία νέα δημιουργία τους. Αυτός που «εξ ουκ όντων» δημιούργησε τα πάντα, ο Ίδιος και πάλι θα δημιουργήσει τα φθαρμένα και διαλυμένα. Κι εδώ ακριβώς, στο μαρτύριο του αγίου Θεοδώρου, παίρνουμε μία εικόνα αυτής της μελλοντικής δημιουργίας: με μία απλή ενέργειά Του, και μάλιστα δι’ αγγέλου Του, το σώμα αποκαθίσταται. «Φάνηκες νικητής, ολοκληρωτικά άρτιος, μετά τη σταύρωση και την κάθε άλλη αποκοπή των μελών σου  και  νέκρωση, συ που νίκησες τον κόσμο. Διότι ο Χριστός με το χέρι του αγγέλου σαν αρχηγός της ζωής, σου ξανάδωσε ζωή» («Νικηφόρος ωράθης, άρτιος ολόκληρος μετά την σταύρωσιν και την άλλην πάσαν  των μελών συγκοπήν τε και νέκρωσιν, ο νικήσας κόσμον∙ σε γαρ Χριστός χειρί αγγέλου, ως ζωής αρχηγός, ανεζώωσεν» (ωδή ε΄).

Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2020

Στη μακαριστή Άννα (Σαμπαζιώτου)


Αγιοκέρι σ’ έπλασε με τα δικά Του χέρια
κι όλος στοργή σού φύσηξε λαμπάδα να γενείς.
Στο μανουάλι του Σχολειού σ’ έβαλε ίδια φλόγα
κεράκια αναρίθμητα ν’ ανάβεις  Χριστοφώς.
Έλαμπες κι ήσουν βασιλιάς μεσημβρινός 'νας ήλιος
λιώνοντας μ’ ιλαρότητα σαν φως εσπερινού.
Στο γέρμα σου σε ζήτησα και διόλου δεν σε βρήκα
μ’ άκουσα τον αέρα σου σε χίλιες δυο ψυχές.
Το ξέρω πια καλά, να τ’ αρνηθείς δεν πρέπει: 
Στου Παραδείσου τους αγρούς κυλιέσαι σαν παιδί.

ΔΡΑΣΚΕΛΙΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΦΩΣ...(64)


Η είδηση που διαβάσαμε και δυστυχώς είδαμε από φωτογραφίες είναι φρικιαστική! Κάποιοι θεωρούμενοι «άνθρωποι» μαγάρισαν με ακαθαρσίες τις εικόνες του Κυρίου, της Παναγίας μας, των αγίων μας! «Δεν το έκαναν χριστιανοί», είπε με απόλυτη βεβαιότητα ο Δήμαρχος της περιοχής, «αλλά ειδωλολάτρες και εχθροί του χριστιανισμού που έτυχε να περάσουν από την περιοχή μας». Δεν το αμφισβητούμε – πώς είναι δυνατόν ένας χριστιανός, έστω κι ο πιο αμελής και αδιάφορος να φτάσει σ’ ένα τέτοιο βέβηλο σημείο; Από την άλλη όμως μάς δίνεται η ευκαιρία και πάλι να επιβεβαιώσουμε τον λόγο του αγίου και δικαίου Συμεών του θεοδόχου για τον Κύριο: «οὗτος κεῖται εἰς πτῶσιν καί ἀνάστασιν πολλῶν… καί εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον». Σε όλους τους αιώνες ο Χριστός ήταν, είναι και θα είναι η πέτρα πάνω στην οποία θα προσκρούει κάθε άνθρωπος: είτε θετικά πιστεύοντας σ’ Αυτόν (η ανάσταση) είτε αρνητικά παίρνοντας αντιθετική στάση απέναντί Του (η πτώση). Σημασία έχει πάντως πως ποτέ δεν μπορεί κανείς να αντιπαρέλθει τον Χριστό και να αδιαφορήσει απέναντί Του. Κι ακόμη:  (και αυτό) το γεγονός είναι η επιβεβαίωση πως ο Κύριος βρίσκεται πάντοτε Εσταυρωμένος σε όλους τους αιώνες, αδιάκοπα προσευχόμενος στον Ουράνιο Πατέρα: «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γάρ οἴδασι τί ποιοῦσι». Η στάση του Κυρίου απέναντι σ’ αυτούς που Τον «προσβάλλουν» και τον «μαγαρίζουν» είναι η στάση της ανοικτής αγκαλιάς: οι εχθροί Του είναι τα παιδιά Του για τα οποία ήλθε και σταυρώθηκε και τα κυνηγάει εναγωνίως για να τα σώσει – το μαγάρισμα των εικόνων Του είναι η αφορμή για να εντείνει ακόμη περισσότερο το κυνηγητό Του, κυνηγητό της αγάπης Του, προς αυτά τα πλανεμένα παιδιά Του. «Αφήνει τα ενενήντα εννέα πρόβατα και ψάχνει για το ένα το χαμένο»…
Αλλά δεν πρέπει να κάνουμε εξαφορμής του θλιβερού γεγονότος και την επισήμανση, που είναι εξίσου, αν όχι και περισσότερο, φρικιαστική; Κάθε φορά που προσβάλλουμε τον συνάνθρωπό μας (με τα λόγια μας, τη συμπεριφορά μας, ακόμη και τις σκέψεις μας), ο οποίος στο βάθος του είναι η ίδια η εικόνα του Χριστού, κατά τον αψευδή λόγο Του: «ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων ἐμοί ἐποιήσατε», δεν «μαγαρίζουμε» τον Ίδιο; Η ακάθαρτη συχνά καρδιά μας «πετάει» πάνω στον αδελφό μας, άρα στον ίδιο τον Κύριο, ό,τι χειρότερο ως ακαθαρσία υπάρχει, αλλά αυτό το θεωρούμε μικρό και τιποτένιο. Φρίττουμε για τις ορατές ακαθαρσίες, αλλά δεν φρίττουμε για τις πνευματικές! Εδώ δεν αναδεικνύεται η δική μας, των θεωρουμένων καλών χριστιανών, υποκρισία;

Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2020

Ο ΟΣΙΟΣ ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ Ο ΕΝ ΣΚΟΠΕΛῼ


Εκτός από τη μεγαλομάρτυρα Αγάθη σήμερα η Εκκλησία μας εορτάζει και τον όσιο θεοφόρο πατέρα Θεοδόσιο τον εν Σκοπέλῳ. Δεν πρόκειται για το όμορφο νησί μας των Βορείων Σποράδων Σκόπελο  ασφαλώς, αλλά τον Σκόπελο στην Αντιόχεια της Συρίας. Ο όσιος υπήρξε θαυμαστός στην εποχή του, (αλλά και σε κάθε εποχή), με τους ασκητικούς αγώνες του, την αγάπη του, την προσφορά του στον κόσμο. Παραθέτουμε στη συνέχεια το σύντομο συναξάρι του από το Μηναίο της Εκκλησίας, όπως και μια ιστορία που την αφορμή μας την δίνει ο άγιος Ιωάννης Μόσχος (6ος αι.) στο γνωστό έργο του «Λειμωνάριον» (κεφ. 80-81).
«Ο Θεοδόσιος καταγόταν από την Αντιόχεια κι ήταν γόνος λαμπρών και ξακουστών γονέων. Σ’ ένα βουνό κοντά στην Κιλικία βρήκε ένα δάσος κι εκεί οικοδόμησε ένα πολύ μικρό σπιτάκι. Αποδύθηκε σε νηστείες, σε αγρυπνίες και χαμαικοιτίες, φορώντας ένα τρίχινο ένδυμα και φέροντας στον τράχηλο, την οσφύ και τα χέρια ένα βαρύ φορτίο από σίδερο. Για τη μεγάλη του άσκηση ο Θεός τον χαρίτωσε με ξεχωριστή χάρη και παρρησία ενώπιόν Του, όπως για παράδειγμα να προσευχηθεί και από ξερή πέτρα να βγάλει νερό. Έγινε τόσο ξακουστός ώστε όσοι έπλεαν στον κόλπο της Κιλικίας να επικαλούνται το όνομά του και να σώζονται από οποιαδήποτε ζάλη που προκαλούσε η θαλασσοταραχή. Κατέβηκε πάλι στην Αντιόχεια, επειδή οι Ίσαυροι λεηλάτησαν τη χώρα των Κιλίκων.  Εκεί αφού αγωνίστηκε πνευματικά πολύ, εξεδήμησε προς τον Κύριο».
 
 ΤΟ ΠΗΓΑΔΙ ΠΟΥ ΑΝΕΒΛΥΣΕ…

Η Άννα κάθισε κουρασμένη και κατάκοπη, σχεδόν ξεψυχισμένη, στον πάγκο της μικρής κουζίνας της. Έπιασε το κεφάλι της και με τα δυο χέρια και… αναλύθηκε σε δάκρυα. Αναφιλητά τράνταζαν το κορμί της, ενώ λογισμοί περίεργοι, απόγνωσης και απελπισίας, άρχισαν να τριβελίζουν τον νου και την καρδιά της.  «Χριστέ μου, Χριστέ μου, γιατί; Πού είσαι; Ξέρεις το πρόβλημα που έχουμε, γιατί δεν επεμβαίνεις;», μουρμούριζε ξέπνοα μες στ’ αναφιλητά της, αλλά απάντηση δεν έπαιρνε.
Πιστή γυναίκα η Άννα, μ’ αγάπη αληθινή στον Χριστό και στους αγίους της Εκκλησίας, ήξερε πως η απελπισία που πάει να την καταβάλει δεν είναι εκ Θεού. Αλλά, από την άλλη ζούσε το καθημερινό πρόβλημα που ταλάνιζε όχι μόνον αυτή – αν ήταν μόνη της δεν θα την ενδιέφερε και τόσο, θα έκανε υπομονή – μα και τα μικρά παιδιά της. Χήρα γυναίκα η Άννα εδώ και τρία χρόνια, πάλευε να αναστήσει τα δύο κορίτσια της και το μικρό αγόρι της, δέκα, οκτώ και πέντε χρονών αντίστοιχα. Ο μακαρίτης τους άφησε χρόνους, καθώς καταπλακώθηκε από ένα δοκάρι σε μία οικοδομή που δούλευε, κι έκτοτε, με τη βοήθεια κάποιων συγγενών της, αγωνιζόταν να τα βγάλει πέρα. Και τα κατάφερνε, ήταν αλήθεια, γιατί ήταν δυναμική και άξια γυναίκα, καθώς της έδινε κουράγιο και φτερά η μεγάλη πίστη της στον Χριστό και την Παναγία. Από την Εκκλησία δεν έλειπε, όσο μπορούσε, και πάσχιζε την πίστη της τη ζωντανή να τη μεταλαμπαδεύσει και στα μικρά παιδιά της. Μα, το πρόβλημα τελικά που αντιμετώπιζε η οικογένεια δεν λυνόταν εύκολα. Κι ήταν πρόβλημα άμεσο, καθημερινό, θέμα ζωής και θανάτου: η ύπαρξη του νερού. Δεν είχαν νερό να πιούν, να καθαρίσουν, να ζήσουν… Αναγκάζονταν, κι αυτή και οι άλλοι βεβαίως της ευρύτερης περιοχής, να καταφεύγουν σε μακρινό μέρος, εκεί που δημιουργούσε μία μικρή πηγή ο χείμαρρος του τόπου, στο οροπέδιο της Απάμειας της Συρίας. Σπουδαία πόλη, με ιστορία ξεχωριστή και ιδιαίτερη, μα και με το πρόβλημα της ύδρευσης.
Επιχείρησε η Άννα να κάνει το ίδιο που προσπάθησαν κι άλλοι: να ανοίξει πηγάδι στο χωράφι που περιέβαλε το σπιτικό τους. Είχε μάθει ότι υπάρχουν δυσκολίες, ότι δεν βρίσκει κανείς εύκολα νερό, κι άλλοι το επιχείρησαν και τα παράτησαν. Μα ήταν τόσο πιεστικό το πρόβλημα, που τ’ αποφάσισε, στηριζόμενη στην πίστη και στις προσευχές της. «Θα επέμβει ο Κύριος και θα κάνει το αίτημα της καρδιάς των δούλων Του», μονολογούσε ή τόνωνε με τα λόγια της τα παιδάκια της που στύλωναν πάνω της με αγωνία το βλέμμα τους. «Κάντε προσευχή κι εσείς, παιδιά μου, παρακαλέστε τον Χριστό και την Παναγία μας, να βρούμε νερό… να ζήσουμε. Ο Θεός ακούει την προσευχή ιδίως των παιδιών». Και γονάτιζαν όλοι μαζί στο εικονοστάσι του σπιτιού τους κι η προσευχή τους γεμάτη δάκρυα ανέβαινε θυμίαμα ευωδιαστό στα πόδια του Δημιουργού τους.
Δούλεψε, δανείστηκε, έδωσε ό,τι τους είχε αφήσει ο μακαρίτης ο άντρας της, προκειμένου να βρει τα χρήματα που έπρεπε – κι ήταν πολλά αλήθεια – για να ανοιχτεί το πηγάδι. Κι οι εργάτες με πολλή ευσυνειδησία και με όρεξη, βλέποντας κι εκείνοι την ανάγκη, έσκαβαν κι έσκαβαν… και προχωρούσαν σε βάθος, μα του κάκου! Ίχνος νερού δεν έβρισκαν, μολονότι κάποιοι, που λέγανε πως ήξεραν, τους καθοδήγησαν στο θεωρούμενο σωστό σημείο. Είδε η Άννα να εξανεμίζονται τα χρήματα κι ο κόπος να πηγαίνει χαμένος. Στην αρχή δεν το έβαλε κάτω, είπε να συνεχίσουν το σκάψιμο, δεν μπορεί κάτι θα εύρισκαν, η πίστη της ήταν μεγάλη. Το βάθεμα του λάκκου και πάλι όμως κατέληξε σε αποτυχία. Ξερός τόπος, άνυδρος, πέτρες και χώματα…
Έδωσε εντολή να σταματήσουν, γιατί είδε πια το αδιέξοδο. Φύγανε οι εργάτες, τους πλήρωσε, με κατεβασμένα μάτια είναι αλήθεια πήρανε ό,τι τους αναλογούσε, κι έπεσε ξέπνοη και με απόγνωση στον πάγκο της κουζίνας… Και ξέσπασε σε δάκρυα και σε αναφιλητά. Ευτυχώς τα παιδιά της δεν βρίσκονταν εκείνη την ώρα μαζί της και ήταν πιο εύκολο να αφεθεί ελεύθερη στα συναισθήματά της. Τα λόγια της προσευχής της μπερδεύονταν με τις σκέψεις της απελπισίας που πήγαιναν σαν δόλιοι κλέφτες να σκαρφαλώσουν στην καρδιά της. Έκανε προσπάθεια και σηκώθηκε. Βαριά τα βήματά της σύρθηκαν και πάλι στο μόνο μέρος που έβρισκε παρηγοριά και ανάπαψη: στο προσευχητάρι της. Έπεσε στα γόνατα, έκλαψε, δεν έλεγε πια τίποτε, σταμάτησαν και τα δάκρυά της… Μόνο ένα βλέμμα ικεσίας έριχνε κατά καιρούς στον Κύριο και στην Παναγία Μητέρα Του, και κάποια στιγμή της φάνηκε σαν να δάκρυσε κι Εκείνη…
Άκουσε ένα απαλό χτύπημα στην πόρτα, δεύτερο κι ύστερα τρίτο. Σηκώθηκε με δυσκολία, φτιάχτηκε λίγο, σκούπισε τα δάκρυά της κι άνοιξε. Στο κατώφλι στεκόταν ένας γέροντας, σαν καλόγερος της φάνηκε, που δεν τον είχε ξαναδεί. «Την ευχή σας», ψέλλισαν τα χείλη της και το βλέμμα της ερωτηματικό έψαξε το βλέμμα του άγνωστου ρασοφορεμένου. «Την ευχή του Χριστού και της Παναγίας, κόρη μου», είπε εκείνος. «Μπορώ να περάσω; Δεν θα σε καθυστερήσω». Του έκανε χώρο και πέρασε ο γέροντας. Τον έβαλε να καθίσει στο μικρό καθιστικό τους κι έσπευσε να τον τρατάρει κάποιο γλύκισμα. Έφερε κι ένα ποτήρι από το λιγοστό νερό που ‘χε για τα παιδιά της και τ’ απόθεσε στο τραπεζάκι.
«Ποιος είστε, Γέροντα;» είπε αναθαρρημένη τώρα η Άννα, παίρνοντας κουράγιο απ’ το γαλήνιο και ήρεμο βλέμμα του. «Πώς από εδώ; Δεν σας έχω ξαναδεί». Ο Γέροντας δεν απάντησε αμέσως. Έκανε το σημείο του σταυρού και πήρε το ποτήρι με το νερό. Το ήπιε και παρακάλεσε και για ένα δεύτερο. «Να με συμπαθάς, κόρη μου, μα είμαι πολύ διψασμένος και κουρασμένος… Έρχομαι από μακριά, είδα πρώτο το σπίτι σου στην είσοδο της πόλης και είπα να σου κτυπήσω την πόρτα. Να είσαι καλά και ο Κύριος να σου δίνει όλες τις ευλογίες του Ουρανού».
Σαν αγκάθι ακούστηκε το τελευταίο από την Άννα. «Τις ευλογίες του Ουρανού…», σκέφτηκε. «Από το στόμα σας και στου Θεού τ’ αυτί», απάντησε, και πήγε να γεμίσει και πάλι το ποτήρι. «Γέροντα, δεν έχουμε περισσότερο από το μισό αυτό», είπε και το πρόσφερε. «Δυστυχώς, υπάρχει μεγάλη έλλειψη νερού στην περιοχή, προσπαθήσαμε να βρούμε νερό μ’ ένα πηγάδι που σκάψαμε – θα είδατε ίσως τα χώματα και τον λάκκο – μα δυστυχώς δεν έγινε τίποτε… Μόλις φύγανε οι εργάτες και είμαστε λίγο σε απορία…» - σκοτείνιασαν τα μάτια της Άννας και χωρίς να θέλει γέμισαν και πάλι δάκρυα.
«Γιατί δεν επικαλείστε τον άγιο Θεοδόσιο;» ρώτησε ο άγνωστος καλόγερος. «Ο άγιος που είναι από τα μέρη αυτά, που ‘φτιαξε ένα μικρό μοναστήρι όχι πολύ μακριά από εδώ… έχω ακούσει πολλά θαυμαστά να γίνονται με την επίκλησή του». Η γυναίκα λίγο σαν να τα ‘χασε. «Πώς… πώς…τον ξέρω, έχω ακούσει γι’ αυτόν, μα… Γέροντα, διαρκώς επικαλούμαστε τον Χριστό και την Παναγία μας. Είπαμε ότι είναι αρκετό τούτο, δεν νομίζετε;» Δεν απάντησε αμέσως ο καλόγερος. Πήρε το γλυκό και το ‘φερε στο στόμα του. Και πάλι ευχαρίστησε κι απόσωσε το λιγοστό νερό της δεύτερης φορά που του ‘φερε η Άννα.
Σκούπισε τα χείλη του και είπε: «Ο Χριστός και η Παναγία μας είναι η διαρκής αναφορά μας, παιδί μου, έχεις δίκιο. Μα, συχνά ο Κύριός μας θέλει να επεμβαίνει στους πιστούς Του μέσω αγίων Του, για να τους δοξάζει στην Εκκλησία, για να τους κάνει γνωστούς στους υπόλοιπους ανθρώπους του. Μη ξεχνάτε ότι όλοι είμαστε μέλη του ενός σώματος του Χριστού που είναι η κεφαλή. Εκείνος λοιπόν ενεργεί μέσω των μελών Του, που θα πει ότι ίσως ο Κύριος να θέλει να δώσει τη χάρη και την ευλογία Του χρησιμοποιώντας στην περιοχή αυτή της Συρίας τον νέο αυτόν άγιό Του, τον Θεοδόσιο του Σκοπέλου. Και μάλλον… υπάρχει και συγκεκριμένος λόγος για να χρησιμοποιήσει τον συγκεκριμένο αυτόν άγιο…». Ανοίξανε με απορία τα μάτια της Άννας. «Συγκεκριμένος λόγος;… Ποιος είναι αυτός;» είπε και κρεμάστηκε με καινούργια ελπίδα απ’ το στόμα του Γέροντα.
«Δεν έχεις ακούσει, κόρη μου, για την πηγή που έδωσε ο Κύριος ως ευλογία στο μικρό μοναστηράκι του αγίου; Κι εκείνος αντιμετώπισε το ίδιο πρόβλημα με σένα: δεν είχανε νερό. Και παρακάλεσε τον Κύριο και νήστεψε κι έκανε του κόσμου τις ασκήσεις, για να ελεήσει  κι εκείνον και τους καλογέρους του. Κι ο Κύριος ευδόκησε κι έδωσε πηγή ωραία και μεγάλη, με περίσσια απ’ ό,τι είχε ζητήσει. Αλλά συνέβη και τούτο: μετά από κάποιο καιρό ορισμένοι νέοι καλόγεροι, βλέποντας το πλούσιο νερό που είχαν, απαίτησαν από τον ηγούμενο Θεοδόσιο να φτιάξουνε και λουτρό: να πλένονται με άνεση, να καθαρίζουν το σώμα τους. Κι ο Γέροντας τα έχασε στην αρχή. Τους είπε ότι δεν είναι κοσμικοί να έχουν τέτοιες ανέσεις, ότι το νερό το έδωσε ο Κύριος για τις άμεσες ανάγκες τους, ότι αυτό που ζητάνε αποτελεί προσβολή για την καλογεροσύνη τους. Εκείνοι όμως επέμεναν πολύ, οπότε ο όσιος κάμφθηκε και φτιάξανε λουτρό, συγκαταβαίνοντας στην αδυναμία τους…». Σταμάτησε ο καλόγερος κι ένα δάκρυ βρήκε δίοδο να κυλίσει μέσα στη μακριά γενειάδα του. Έκανε και πάλι το σημείο του σταυρού και αναστέναξε βαθιά.
«Ώστε οι καλόγεροι του μοναστηριού είχανε και λουτρό, πέρα από το να πίνουνε;» είπε η Άννα, η οποία άκουγε σαν μαγεμένη την ιστορία. «Ναι, κόρη μου. Αλλά για μία μόνο φορά. Γιατί μόλις χρησιμοποίησαν οι συγκεκριμένοι καλόγεροι το λουτρό, αμέσως η πηγή… ξεράθηκε!» «Ξεράθηκε;» έκανε εμβρόντητη η νέα γυναίκα. «Ναι, ξεράθηκε. Τι κι αν ξεκίνησαν νέες προσευχές και μακριές νηστείες ο Γέροντας και οι καλόγεροι αυτήν τη φορά, ο Κύριος… κώφευε. Σταγόνα δεν έπεφτε… Μέχρις ότου ο Θεοδόσιος κατάλαβε. Έδωσε εντολή και γκρέμισαν το λουτρό. Και μόλις το γκρέμισαν, αμέσως η πηγή και πάλι γέμισε. Το μάθημα που πήραν όλοι οι καλόγεροι ήταν μεγάλο: κατάλαβαν ότι δεν μπορούν να αλλοιθωρίζουν στα πνευματικά, να είναι και κοσμικοί και καλόγεροι. Μετανιωμένοι αύξησαν τους ασκητικούς αγώνες τους και ευλογήθηκαν πολύ από τον Κύριο… Γι’ αυτό σου λέω, κόρη μου, παρακάλεσε τον άγιο Θεοδόσιο, της περιοχής αυτής είναι άγιος, ξέρει από προβλήματα νερού, κι εκείνος θα… κινητοποιηθεί. Είμαι βέβαιος ότι ο Κύριος θα τον ακούσει».
«Αρκεί να τον παρακαλέσουμε, Γέροντα;» είπε η Άννα με ψιθυριστή φωνή. «Μήπως χρειάζεται να κάνουμε και κάτι άλλο;». «Ναι… Τώρα που μου το λες, σκέφτομαι ότι μαζί με τις παρακλήσεις σας θα ήταν καλό να βρεις μία  εικόνα του και να την ρίξεις μέσα στο πηγάδι. Θα ‘ναι σαν να βρίσκεται ο ίδιος. Και άσε τα υπόλοιπα στον Θεό και στον άγιο…». Σηκώθηκε ο Γέροντας, χωρίς να δώσει κάποιες τελικά διευκρινίσεις για τον εαυτό του, ευχαρίστησε πολύ, ευλόγησε το σπιτικό και όπως ήρθε ξαφνικά, έτσι και χάθηκε.
Η Άννα στάθηκε για αρκετή ώρα απορημένη, φέρνοντας στον νου της ό,τι είχε διαμειφθεί. Βαθιά μέσα της σαν να έβλεπε μία απάντηση του Θεού. Θυμήθηκε κι αυτό που θεώρησε ως δάκρυ της Παναγίας. «Ποιος να είναι αυτός ο καλόγερος άραγε;» διερωτήθηκε, μα άφησε το ερώτημα μπροστά σ’ αυτό που έβλεπε ότι έπρεπε να κάνει. Απευθύνθηκε σε δύο γείτονές της. Τους είπε για την παράξενη επίσκεψη του καλόγερου, τους είπε για την πρότασή του. Της απάντησαν ότι ξέρανε τον άγιο κι είχαν ακούσει όντως για την πηγή. Δεν άργησαν να έρθουνε με μία εικόνα του αγίου. Τρέμοντας η Άννα, κρατώντας την εικόνα του Θεοδοσίου που την ασπάστηκε πολλές φορές, κι αυτή και τα παιδιά της που είχαν εντωμεταξύ έρθει κι άκουσαν από τη μητέρα τους τα καθέκαστα, παρακάλεσε τον άγιο να κάνει και σ’ αυτούς το θαύμα του – πώς της θύμιζε ο άγιος τον καλόγερο που την επισκέφτηκε! Μαζί με τα παιδιά της, μαζί και οι δύο γείτονες, προχώρησαν όλοι προς τον λάκκο, προς το ξερό πηγάδι. Γονάτισαν για τελευταία φορά, ύψωσε η Άννα ψηλά στον Ουρανό την εικόνα του αγίου, και την έριξε μέσα στον βαθύ ξερόλακκο.
Αυτό που ακολούθησε ήταν πέρα από κάθε φαντασία. Πίστευαν στα θαύματα του Θεού, είχαν ακούσει πάμπολλα σημεία και παράδοξα που γίνονταν από τους αγίους, μα τούτο που έζησαν προσωπικά εκείνη την ώρα όλοι τους τούς συγκλόνισε: Την ίδια στιγμή, μόλις η εικόνα έφτασε στον πάτο του λάκκου, ανέβλυσε νερό που έφτασε μέχρι σχεδόν επάνω. Νερό ζωντανό, πλούσιο, εύγεστο, από τα καλύτερα που είχαν δοκιμάσει.
Ξέσπασαν σε φωνές, σε ύμνους, αγκαλιάστηκαν όλοι, άρχισαν να χορεύουν. Έπιαναν με τις χούφτες τους νερό και πιτσιλιούνταν…, δεν χόρταιναν. Όταν πέρασε η πρώτη αντίδραση και ησύχασαν, με δάκρυα στα μάτια τους όλοι γονάτισαν και πάλι και ευχαρίστησαν από τα βάθη της καρδιά τους τον άγιο Θεοδόσιο του Σκοπέλου, τον Σύριο, κυρίως όμως τον ίδιο τον Κύριο και την Υπεραγία Θεοτόκο, που έδωσε την ευλογία να δοξαστεί ο δούλος Του μέσα από το θαυμαστό αυτό γεγονός. Πολλοί γεύτηκαν έκτοτε το καθάριο αυτό νερό, κι ακόμη περισσότεροι κατανύχτηκαν από τη θαυμαστή παρουσία του αγίου τους, τον οποίο άρχισαν με μεγάλη θέρμη να τον επικαλούνται με πίστη και αγάπη.
                 (Από το βιβλίο "Ὡς ἔλαφος διψῶσα", ἐκδ. ἀκολουθεῖν, 2019, σελ. 127-138)