Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2025

ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ (Με αφορμή την τηλεοπτική σειρά «Από τα Φάρασα στον Ουρανό)

(Κύρια σημεία ομιλίας σε πνευματική σύναξη του Ιερού Ναού της Ευαγγελιστρίας Πειραιώς, την 21η Οκτωβρίου 2025) 

Ο άγιος Παΐσιος έγινε ο γνωστότερος, ο πιο «διάσημος» εξ όλων των συγχρόνων αγίων – κι υπάρχουν τόσοι πολλοί: Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης, Ιάκωβος ο εν Ευβοία, Εφραίμ ο Κατουνακιώτης, Δανιήλ ο Κατουνακιώτης, Ευμένιος (Σαριδάκης), Αμφιλόχιος ο εν Πάτμω, Γεράσιμος ο Μικραγιαννανίτης κ.ά. -  λόγω της γνωστής τηλεοπτικής σειράς «Από τα Φάρασα στον Ουρανό». Όμως η διασημότητα, πρέπει να πούμε, δεν αποτελεί απόδειξη και του μεγαλύτερου ύψους του – αυτό το ξέρει μόνον ο Θεός. Συνήθως οι μεγαλύτεροι άγιοι, κατά πώς το λένε οι ίδιοι, είναι οι αφανείς άγιοι. Όποιους δεν γνωρίζουμε από κάθε εποχή αυτοί ίσως είναι και οι μεγαλύτεροι ενώπιον του Θεού. Απλώς ο Θεός, για λόγους δικούς Του, θέλει να αποκαλύπτει κάποιους σε κάθε εποχή, προκειμένου αυτοί να αποτελούν τους πρεσβευτές μας ενώπιόν Του.

Τα κύρια σημεία της ζωής, αλλά και της κατά Χριστόν βιοτής του οσίου Παϊσίου τα γνωρίζουμε οι περισσότεροι, αλλά θα επιχειρήσουμε να πούμε κι εμείς ορισμένα με βάση και καθοδηγητική αρχή τον τίτλο της σειράς: «Από τα Φάρασα στον Ουρανό». Από τη γη δηλαδή στον Ουρανό.

 

1. Από τα Φάρασα της Καππαδοκίας λοιπόν ξεκίνησε. Εκεί γεννήθηκε τον Ιούλιο του 1924, οπότε και σαράντα ημερών τον βάφτισε ο μεγάλος άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης, δίνοντάς του και το δικό του όνομα,  μαζί και με όλα τα άλλα παιδάκια της περιοχής, γιατί έπρεπε να φύγουν για την Ελλάδα λόγω των γνωστών γεγονότων που ακολούθησαν την καταστροφή του 1922. Κατέφυγαν οι γονείς του, Πρόδρομος και Ευλαμπία στην Κόνιτσα κι εκεί ρίζωσαν. Στην Κόνιτσα πέρασε τα παιδικά και νεανικά του χρόνια ο νεαρός Αρσένιος, φανερώνοντας ήδη «από τα γεννοφάσκια» του, κατά την πρόβλεψη και του αγίου Αρσενίου, την ιδιαίτερη στροφή του προς τον Θεό και την Εκκλησία. Καλόγερος ήθελε να γίνει, μα έπρεπε πρώτα να δώσει στην οικογένεια και την πατρίδα τα οφειλόμενα, κάτι που έγινε. Στα 32 του πήγε στο Άγιον Όρος, όπου με κάποια αρχική περιπλάνηση βρέθηκε στη Μονή Εσφιγμένου, για να πάρει το όνομα του μεγάλου ιεράρχη και ισαποστόλου Αβερκίου. Αναζητώντας κάτι βαθύτερο πήγε στη Μονή Φιλοθέου, όπου εκεί πήρε το μικρό μοναχικό σχήμα, το 1956, μετονομαζόμενος σε Παΐσιο, προς τιμήν του συμπατριώτη του Παϊσίου του Β΄ Μητροπολίτου Καισαρείας.

Το 1958 δέχτηκε κλήση από την Υπεραγία Θεοτόκο να επιστρέψει στην πατρίδα του Κόνιτσα, προκειμένου να βοηθήσει τους συμπατριώτες του που κινδύνευαν πνευματικά από τη δράση των αιρετικών Προτεσταντών, αλλά και να αναστηλώσει το κατεστραμμένο μοναστήρι της Ίδιας στην εκεί περιοχή του Στομίου. Λόγοι πνευματικοί, αφού η εκεί δράση του στέφτηκε με επιτυχία, τον έκαναν να σκεφτεί την αναχώρησή του, οπότε θεώρησε εκ Θεού κλήση την πρόταση από νεαρό διάκονο το 1962, τον νυν προηγούμενο αρχιεπίσκοπο Σινά κ. Δαμιανό, να πάει στη Μονή της αγίας Αικατερίνης για να ασκηθεί και να βοηθήσει την εκεί κατάσταση. Πράγματι, για δύο έτη (1962-1964) βρέθηκε στο εξαρτηματικό της Μονής κελί των αγίων Γαλακτίωνος και Επιστήμης, όπου η άσκησή του έφτασε σε μεγάλα ύψη με παράλληλη προσφορά προς τους Βεδουΐνους της περιοχής. Δεν άντεξε όμως! Οι συνθήκες του τόπου δυσκόλευαν την αναπνοή του, λόγω παθήσεως των πνευμόνων του, γι’ αυτό και επανέκαμψε στο Άγιον Όρος, αφού προηγουμένως στο Νοσοκομείο Παπανικολάου της Θεσσαλονίκης έκανε επέμβαση για θεραπεία των πνευμόνων του, ερχόμενος έτσι σ’ επαφή και με τις γυναίκες εκείνες που θα σύστηναν λίγο αργότερα υπό την καθοδήγησή του το γνωστό ανά τον κόσμο Ησυχαστήριο του αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στη Σουρωτή Θεσσαλονίκης.   

Η ψυχή του αναζητούσε την ησυχία και τη μόνωση, γι’ αυτό και με την επανάκαμψη στο Όρος ψάχνοντας διάφορα κελιά κατέληξε το 1979 στη γνωστή «Παναγούδα» της Μονής Κουτλουμουσίου, όπου και έμεινε σχεδόν μέχρι το τέλος της ζωής του. Εκεί τον γνώρισε ο πολύς κόσμος, εκεί σχηματίζονταν οι διάφορες «ουρές» αναμονής του, εκεί υπήρξε το υπαίθριο αρχονταρίκι του, εκεί έγραψε και πολλές από τις επιστολές του. Το βάρος όμως από τα μοναχικά καθήκοντά του και από τη διαρκή «πίεση» του κόσμου τον κατέβαλαν. Το 1993 βγαίνοντας από το Όρος για να πάει στο Μοναστήρι της Σουρωτής προς τιμήν του εορτάζοντος Αγίου Αρσενίου «κατέπεσε»! Εκδηλώθηκε ο καρκίνος που τον ταλαιπωρούσε, οπότε στο Θεαγένειο Νοσοκομείο ευρισκόμενος και ζώντας μέσα σε οδύνες αλλά και με μεγάλες επισκέψεις της χάριτος του Θεού άφησε την τελευταία πνοή, έχοντας κοινωνήσει των αχράντων Μυστηρίων, την 11η Ιουλίου του 1994. Ήταν 70 ετών όταν ο Κύριος της δόξης δέχτηκε την πάλλευκη ψυχή του στα σκηνώματα της Βασιλείας Του. Το σώμα του ετάφη στο Μοναστήρι του αγίου Ιωάννου κι εκεί παραμένει εσαεί προς αγιασμό και ενίσχυση και παρηγοριά σύμπαντος του ορθοδόξου λαού.

2. «Από τα Φάρασα λοιπόν στον Ουρανό!» Η όλη επί γης πορεία του, οι διάφορες μετακινήσεις του δεν οφείλονται βεβαίως σε μία «ακηδία» - άπαγε της βλασφημίας! Κινητήρια δύναμη του αγίου ήταν πάντοτε το θέλημα του Θεού προς αγιασμό του. «Τι το θέλημα του Θεού» καθοδηγούσε τα βήματά του, για να βρίσκεται κάθε ώρα και στιγμή σε κοινωνία με τον Κύριο. Γι’ αυτό και δεν τον βρίσκουμε ιδεολογικά «κολλημένο» σ’ έναν τόπο – θα το έκανε κι αυτό αν όντως ήταν αυτό που ζητούσε γι’ αυτόν ο Κύριος. Οι μετακινήσεις του, όπως είπαμε, συνιστούσαν το «κυνηγητό» των αγίων εντολών Του, γι’ αυτό και ο τίτλος της τηλεοπτικής εμπνευσμένης σειράς δεν είναι μία εκτίμηση μόνον γενική μετά το τέλος της ζωής του και της εντάξεώς του στις δέλτους των αγίων, αλλά αυτό που καθόριζε και «σφράγιζε» την καθημερινότητά του και την όποια ανάσα του – η αιωνιότητα φώτιζε την επί γης πορεία του: από τα Φάρασα, από την Κόνιτσα, από το Άγιον Όρος, από το Σινά κ.ο.κ.  στον Ουρανό, «τόπος» μόνιμος δηλαδή ήταν ο Ουρανός που φώτιζε τον εκάστοτε επίγειο τόπο του.

Πρόκειται βεβαίως για υπακοή στα λόγια του Κυρίου: «Ο ουρανός και η γη παρελεύσονται, οι δε λόγοι μου ου μη παρέλθωσιν». Και στη συνέχεια οι Απόστολοι: «ουκ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν»˙ «παράγει το σχήμα του κόσμου τούτου»˙ «ο κόσμος παράγεται και η επιθυμία αυτού». Με άλλα λόγια, ο αληθινός χριστιανός, ο άγιος, όπως εν προκειμένω ο άγιος Παΐσιος, δεν ζει όπως οι περισσότεροι δυστυχώς των ανθρώπων – προσανατολισμένοι και κολλημένοι μόνον στα πράγματα του κόσμου αυτού – δεν ζει δηλαδή ως άθεος. Διότι ποιο το στοιχείο της αθεΐας; «Φάγωμεν και πίωμεν, αύριον γαρ αποθνήσκομεν». Ο άγιος, ο χριστιανός ως μαθητής του Κυρίου, ζει με απόλυτη επίγνωση της κοσμικής πραγματικότητας, δεν αιθεροβατεί δηλαδή, αλλά φωτίζει όπως είπαμε το κάθε βήμα του από την όραση του Κυρίου του, η οποία του δίνει νόημα σε ό,τι κάνει, σκέπτεται, λέει και ενεργεί. Το βλέπουμε στον απόστολο Παύλο, που έλεγε: «δι’ υπομονής τρέχομεν τον προκείμενον ημίν αγώνα, αφορώντες εις τον της πίστεως αρχηγόν και τελειωτήν Ιησούν». Η ζωή αυτή δηλαδή δεν είναι εύκολη – υπάρχουν προβλήματα, δοκιμασίες, πειρασμοί από δω κι από κει, όμως δεν χάνουμε την όραση του Κυρίου. «Οι οφθαλμοί μου διά παντός προς τον Κύριον». «Προωρώμην τον Κύριον ενώπιόν μου διά παντός». Και δεν γίνεται αλλιώς, αφού η εντολή του Κυρίου, αν θέλει κανείς να είναι μαθητής Του σε κοινωνία μαζί Του, είναι να Τον ακολουθεί: «Όστις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω στον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι». Και «Εν Αυτώ περιπατείτε».

3. Τι προϋποτίθεται στη χαρισματική αυτή πορεία που αποτελεί παραδοξότητα για τον κόσμο κάθε εποχής, πολύ περισσότερο τη σημερινή;

(1) Η ορθή ένταξη του ανθρώπου στην Εκκλησία: να είναι βαπτισμένος και χρισμένος στο όνομα του Χριστού, που θα πει να του έχει δοθεί η χάρη να ανήκει στο σώμα Εκείνου και να αποτελεί έτσι μία υπέρ φύσιν προέκτασή Του. Όπως το καθόρισε ο ίδιος ο Κύριος: «Εγώ ειμι η άμπελος, υμείς τα κλήματα».  Οπότε και ο άγιος Παΐσιος, όπως όλοι οι εν επιγνώσει χριστιανοί, αποτελούσε «μίμημα Χριστού κατά το δυνατόν ανθρώπω» (Ιωάννης Κλίμακος). Αποδέχτηκε με τη χάρη του Θεού εκ νεότητός του ότι ως άνθρωπος δεν είναι αυτό που επισημαίνουν μόνον οι φυσικές αισθήσεις του, αλλά αυτό που βλέπουν οι πνευματικές αισθήσεις: ο Χριστός μέσω αυτού, οπότε και αποδύθηκε με όλες τις δυνάμεις της ψυχής και του σώματός του να ενεργοποιεί την πραγματικότητα αυτή. 

(2) Γι’ αυτό και πολύ σύντομα κατάλαβε ότι η πίστη είναι αληθινή όταν είναι βιωματική. Πίστη θεωρητική ως αποδοχή κάποιων σωστών προτάσεων χωρίς αλλοίωση της ζωής του ανθρώπου δηλαδή δεν υφίσταται. Μάλλον υφίσταται, αλλά είναι δαιμονική (άγιος Ιάκωβος). Και τι σημαίνει βίωμα; Τρόπος ζωής σύμφωνα με τις εντολές του Κυρίου,  σύμφωνα με την αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο. «Αύτη εστίν η εντολή η εμή, ίνα αγαπάτε αλλήλους». Πιστός χωρίς να ενεργοποιεί διά της αγάπης την πίστη δεν είναι χριστιανός, όπως το σημειώνει και ο απόστολος Παύλος: «πίστις δι’ αγάπης ενεργουμένη» - το παρόν της πίστεως είναι η αγάπη. Και ποια η βάση της πίστεως και της αγάπης; Αποκλειστικά και μόνον η ταπείνωση, η πιο ισχυρή απόδειξη ότι υφίσταται η πίστη, υφίσταται και η αγάπη.

Με έξοχο τρόπο ο απόστολος Παύλος το σημειώνει στην προς Φιλιππησίους επιστολή του: «αυτό το φρόνημα να έχετε που βλέπετε στον Ιησού Χριστό. Ο οποίος Θεός ων δεν θεώρησε τη θεότητά Του καρπό αρπαγής, αλλά άδειασε τον εαυτό του κι έγινε άνθρωπος. Κι αφού βρέθηκε άνθρωπος ταπείνωσε τον εαυτό του γενόμενος υπάκουος στον Πατέρα Του μέχρι σταυρικού θανάτου». Η ταπείνωση, της οποίας τη γνησιότητα βλέπει κανείς στο θέμα της υπακοής,  του πιο σπουδαίου παράγοντα αλλά και του μεγάλου μυστηρίου για έναν μοναχό, αλλά και για κάθε χριστιανό έγγαμο μέσα στον κόσμο. Το «να ’ναι ευλογημένο» και το «ευλόγησον» φανερώνει αν υφίσταται η χριστιανική ορθόδοξη πίστη, συνεπώς αν υπάρχει χάρη Θεού, που είναι και το αδιάκοπα  ζητούμενο. Ας θυμηθούμε το γνωστό περιστατικό μάλιστα με τον άγιο, όταν ως αρχάριος μοναχός τοποθετήθηκε στο ξυλουργείο ως ξυλουργός που ήταν και «δεινοπάθησε» ο εκεί Γέροντας να του δείξει ότι πέραν της όποιας λογικής η απάντηση του μοναχού είναι πάντοτε το «να είναι ευλογημένο». Ας ακούσουμε εν προκειμένω και τον «θεολόγο» θα έλεγε κανείς της υπακοής, το κατεξοχήν «τέκνον» της, τον εξίσου μεγάλο όσιο Εφραίμ Κατουνακιώτη: «Έκανες υπακοή; Θα πας στον παράδεισο. Δεν έκανες υπακοή; Δεν πάει να κάνεις νοερά προσευχή, δεν πάει να μεταλαμβάνεις, δεν πάει να λειτουργάς, προορίζεσαι για την κόλαση… Ο Θεός αναπαύεται στην υπακοή παρά στις άλλες αρετές, να πούμε. Και οι άλλες αρετές συνδράμουν. Αλλά οι άλλες αρετές δεν ενεργούν όπως ενεργεί η υπακοή. Γι’ αυτό περισσότερο επιμεληθείτε την υπακοή». Κι αλλού: «Κι όχι μόνο στον Γέροντα, αλλά και μεταξύ μας να έχουμε υπακοή. Περισσότερο μισθό, περισσότερη κατάσταση λαμβάνει εκείνος ο οποίος υπακούει, παρά εκείνος ο οποίος διατάζει… Διότι είναι μίμησις Χριστού».

(3) Κι είναι ευνόητο ότι μιλάμε έτσι για έναν αγώνα όλης της ζωής χωρίς  διαλείμματα, γι’ αυτό και απαιτείται διαρκής υπομονή. Δεν είναι τυχαίο ότι ερωτώμενος ο μεγάλος αγιορείτης όσιος Παΐσιος για το πώς σώζεται ο άνθρωπος έδωσε αυτήν την απάντηση: «Για να σωθείς χρειάζονται τρία πράγματα: πρώτον υπομονή, δεύτερον υπομονή, τρίτον υπομονή». Εμείς μερικές ή περισσότερες φορές ζητάμε, και το θεωρούμαι απολύτως λογικό και δίκαιο, να κάνουμε κι ένα διάλειμμα. Για να… ξεκουραστούμε. Αλλά αυτό δεν συνάδει με την πνευματική ζωή της Εκκλησίας. Διάλειμμα σημαίνει αυτομάτως υποχώρηση και πτώση. Τα συγκλονιστικά λόγια του Κυρίου μεταξύ των άλλων το επιβεβαιώνουν: «Ο μη ων μετ’ εμού κατ’ εμού εστι και ο μη συνάγων μετ’ εμού σκορπίζει».

(4) Τι είναι εκείνο που κάνει τον χριστιανό, όπως τον άγιο Παΐσιο, να βρίσκεται διαρκώς σε νήψη και εγρήγορση; Η επίγνωση ότι ο χρόνος με την κάθε στιγμή του αποτελεί την ώρα του Κυρίου για τον ερχομό Του. Δεν υπάρχει άγιος που άγιασε χωρίς την αίσθηση αυτή. «Καθ’ ημέραν αποθνήσκω» έλεγε ο απ. Παύλος. «Αν δεν λάβει υπ’ όψιν του ο άνθρωπος ότι η σημερινή ημέρα που ζει μπορεί να είναι η τελευταία του, δεν πρόκειται ποτέ να αγιάσει», τόνιζε ο όσιος  πατήρ πατέρων Αντώνιος. Κι είναι λόγος του Κυρίου, γι’ αυτό και το διαρκές κήρυγμα και η ζωή της Εκκλησίας. «Γρηγορείτε. Γίνεσθε έτοιμοι, ότι η ώρα ου δοκείτε ο Υιός του ανθρώπου έρχεται». «Η ώρα ου δοκείτε: Την ώρα που δεν την περιμένετε και δεν τη φαντάζεστε», άρα δυνητικά η κάθε ώρα και η κάθε στιγμή – η ανάδειξη της στιγμής ως του σημαντικότερου γεγονότος για έναν άνθρωπο. Και τι σημειώνει η Εκκλησία; Ότι τελικώς η κάθε ημέρα και ώρα μας είναι η παράταση που μας δίνει ο Κύριος πριν έλθει για δεύτερη φορά. Ο απ. Παύλος στην Β΄ Κορ. σημειώνει: «Ου βραδύνει την έλευσίν Του ο Κύριος της δόξης, αλλά μακροθυμεί εις ημάς, μη βουλόμενος τινάς απολέσθαι, αλλά πάντας εις μετάνοιαν χωρήσαι». Και το Πνεύμα του Θεού στην Αποκάλυψη αντιστοίχως θα πει: «Έδωκα χρόνον ίνα μετανοήση» ο άνθρωπος. Που θα πει: είμαστε στην παράταση. Διότι το τέλος, τα «έσχατα» έχουν έλθει αφότου ο Θεός ενανθρώπησε - Εκείνος είναι το τέλος! Παρατείνει απλώς τον χρόνο του και πάλι ερχομού Του ως έκφραση της αγάπης Του για να μετανοήσουν όλοι οι άνθρωποι. Θυμάται κανείς εδώ και τον μεγάλο σύγχρονο επίσης λόγιο άγιο Σωφρόνιο τον Αθωνίτη (του Έσσεξ), που είχε γράψει στην πόρτα του κελιού του: «Αίθουσα αναμονής». “Waiting room”. Ζούσε τον χρόνο του αναμένοντας τον Κύριο˙ είτε με τη Δευτέρα Παρουσία Του είτε με την κλήση του να απέλθει από τη ζωή αυτή.

(5) Διαρκής λοιπόν πορεία προς τα πρόσω, δηλαδή προς τον Χριστό για να είναι ο χριστιανός ένας άλλος Χριστός, ως κλήμα στο αμπέλι που είναι Εκείνος. Και ποιο το σημάδι ότι προχωρά ορθά και καθαρά στην ακολουθία Του; Ο ερχομός των πειρασμών. Αυτό που είναι το πιο απευκταίο για εμάς, είναι το καίριο σημάδι της αγάπης του Θεού απέναντί μας για να ανεβαίνουμε κοντά Του  (όσιος Ισαάκ ο Σύρος). Κι ήταν μία πραγματικότητα που έλεγε και ζούσε βεβαίως ο άγιος Παΐσιος, ο οποίος μετά πάθους μελετούσε τον γλυκύτατό του αββά Ισαάκ, ενστερνιζόμενος τη θεολογία του, θεολογία στην ουσία της Αγίας Γραφής και των προγενεστέρων από αυτόν Πατέρων. Δεν είναι ο άγιος Ιάκωβος ο αδελφόθεος που σημειώνει τα θεωρούμενα παράδοξα; «Πάσαν χαράν ηγήσασθε, αδελφοί μου, όταν πειρασμοίς περιπέσητε ποικίλοις, ειδότες ότι το δοκίμιον υμών της πίστεως κατεργάζεται υπομονήν, η δε υπομονή έργον τέλειον εχέτω, ίνα ήτε τέλειοι εν μηδενί λειπόμενοι».

(6) Οπότε συμβαίνει το παράδοξο: μέσα στους πειρασμούς και τις δοκιμασίες και τις θλίψεις δέχεται κανείς την παράκληση του Θεού. Η μεγαλύτερη και πιο γνωστή περίπτωση είναι ο απόστολος Παύλος: «Τρις τον Κύριον παρεκάλεσα υπέρ τούτου (για μία αρρώστια που τον ταλαιπωρούσε) και είρηκέ μοι: αρκεί σοι η χάρις μου. Η γαρ δύναμίς μου εν ασθενεία τελειούται. Ήδιστα ουν καυχήσομαι εν ταις ασθενείαις μου, ίνα επισκηνώση επ’ εμοί η χάρις του Θεού». Γι’ αυτό και η χαρά των αγίων, δεν είναι η συνηθισμένη του κόσμου χαρά. «Και την χαράν την εμήν ουδείς αίρει αφ’ υμών» είπε ο Κύριος. Και: «Χαίρετε». Κι η χαρά αυτή  είναι το θέλημα του Θεού: «πάντοτε χαίρετε, αδιαλείπτως προσεύχεσθε, εν παντί ευχαριστείτε. Τούτο γαρ θέλημα Θεού εις υμάς» (απ. Παύλος). Γιατί είναι χαρά εσωτερική που γαληνεύει τον άνθρωπο και τον κάνει να «πετάει» μέσα στις οδύνες του. (Ο Γέρων Θεόκλητος Διονυσιάτης όταν επισκέφτηκε τον άγιο Παΐσιο στο τέλος της ζωής του, στο Νοσοκομείο, λίγο πριν φύγει από τον καρκίνο που τον θέριζε ρώτησε: «Πώς νιώθεις, Γέροντα;» Κι ο άγιος: «Μου έρχεται να σηκωθώ πάνω και ν’ αρχίσω να χορεύω λέγοντας “έχε γεια, καημένε κόσμε, έχε γεια, γλυκειά ζωή”»).

Λοιπόν, οι άγιοι, ο άγιος Παΐσιος, αποτελούν φανέρωση της Βασιλείας του Θεού. Ο Χριστός μέσω αυτών. Ο Χριστός «εν ετέρα μορφή». Η υπέρβαση του κόσμου και της αμαρτίας του. Συσταυρωμένοι με τον Χριστό ζούνε την ανάστασή Του, ήδη από τη ζωή αυτή. Γι’ αυτό και υπερβαίνουν και τις θεωρούμενες όπως είπαμε, αδικίες. Αδικημένοι στη ζωή αυτή, αλλά πλήρως δικαιωμένοι από τον Θεό. Γι’ αυτό και παρηγορημένοι, που την παρηγοριά τους τη σκορπίζουν εν Χριστώ και σε όλους μας. Γιατί είναι συνεχώς μαζί μας, αφού ζουν μέσα στην παρουσία του Χριστού που είναι  ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών. Ας έχουμε την ευχή τους και ιδίως του αγίου Παϊσίου.