Το…
«αγκάθι»!
«Σήμερα,
τα είπες κάπως καλύτερα από άλλες φορές! Αλλά ό,τι και να κάνεις, δεν φτάνεις
ούτε στο… μικρό δαχτυλάκι του τον παπα Θόδωρο, τον πνευματικό μου. Εκεί ν’
ακούσεις κήρυγμα! Εκεί να δεις πώς ο κόσμος κρέμεται από τα χείλη του»!
Μια στο
καρφί και μια στο πέταλο! Η διαρκής κριτική και αμφισβήτηση του καλού παπα
Χαράλαμπου, όχι από κάποιον ξένο ή άγνωστο, αλλά από συγγενή του, αίμα του, εξάδελφό
του. Πάλι καλά που κάποιες φορές σαν τη σημερινή, το δηλητήριο ήταν σε…
μικρότερη δόση! Αλλά βεβαίως πάντοτε υπήρχε και η… δόση αυτή! «Καλά τα είπες,
αλλά… όχι σαν τον πνευματικό μου»!
Τα σπίτια
τους ήταν πολύ κοντά: ο ιερέας με την οικογένειά του – την ευλογημένη
πρεσβυτέρα του και τα τρία παιδιά του, δύο αγόρια και ένα κορίτσι· ο εξάδελφός
του με τη δική του οικογένεια – τη γυναίκα του, μία καταπιεσμένη λίγο γυναίκα,
και τα δύο του παιδιά, δύο αγόρια. Κατ’ ανάγκην έκαναν πολύ παρέα, η μία
οικογένεια βρισκόταν διαρκώς μέσα στην άλλη!
Ο παπα
Χαράλαμπος το ‘βλεπε αυτό και… αντιδρούσε! Αγαπούσε τον εξάδελφό του και τη
φαμίλια του – πολλές φορές μάλιστα του είχε συμπαρασταθεί: και οικονομικά! –
αλλά ήξερε και το ζούσε ότι αυτή η πολύ κοντινή συνύπαρξη δεν κάνει καλό σε
κανέναν! Το συζητούσε με την πρεσβυτέρα του και κάθε φορά κατέληγαν και οι δύο
στο ίδιο συμπέρασμα: πρέπει να κάνουμε υπομονή! Μπορεί η στάση και τα λόγια του
ξαδέλφου να λειτουργούν σαν… αγκάθια, μπορεί η αδιακρισία να χαρακτηρίζει τη
συμπεριφορά του, όμως είναι η ευκαιρία που δίνει ο Θεός για πνευματικό αγώνα.
Ωστόσο
όμως έβαζαν όσο μπορούσαν και κάποια… όρια! Χωρίς όρια δυστυχώς αλλοιώνονται τα
κριτήρια, δεν μπορεί κανείς να δει σωστά ούτε τον εαυτό του ούτε και τον άλλον.
Το κάθε σπίτι έχει και πόρτα, που θα πει ότι κλείνει κάποια στιγμή για τους
απέξω, όσο δικοί κι αν θεωρούνται. Αν ο ίδιος ο Κύριος μίλησε για το «ταμείον της ψυχής», προκειμένου εκεί να
συναντά κανείς πιο ζωντανά και άμεσα τον Θεό, το ίδιο δεν ισχύει και με την
οικογένεια; Αποσύρεται δηλαδή η οικογένεια, μόνη της, σαν ένα είδος
περισυλλογής, για να δει καλύτερα τον εαυτό της, να ελέγξει τα λάθη της, να δει
πού πρέπει να ρίξει περισσότερο το βάρος της. Κι έτσι ανανεωμένη να ανοιχτεί
καλύτερα και περισσότερο και στους άλλους. Πρώτα βεβαίως στους συγγενείς, αλλά
και σ’ όλους τους άλλους. Κι αν τούτο πρέπει να συμβαίνει σε κάθε οικογένεια,
πολύ περισσότερο σε μία ιερατική οικογένεια. Όχι λοιπόν «μπάτε σκύλοι αλέστε»!
Το ίδιο
δεν κάνουν και τα μοναστήρια; Μία ανοιχτή αγκαλιά είναι για όλους: δεν κάνουν
διακρίσεις – όλοι οι προσκυνητές είναι αδέλφια τους, έστω κι αν κάποιοι είναι…
τουρίστες! – αλλά υπάρχει… ωράριο. Κλείνει κάποτε η κεντρική θύρα. Και μένουν
οι καλόγεροι μόνοι για να κοιτάξουν λίγο πιο στοχαστικά τον εαυτό τους, να
αφιερωθούν λίγο στα διακονήματά τους, να ξεκαθαρίσουν τους… λογαριασμούς τους
με τον Ύψιστο!
Και τα
κατάφερνε ο παπα Χαράλαμπος, και τα κατάφερνε και η πρεσβυτέρα, έστω και με τα
αναμενόμενα προβλήματα. Ο πειρακτικός λόγος όμως του ξαδέλφου, πάντοτε και
αδιάκοπα εκεί! Τόσο που ο ιερέας, που διάβαζε και ενημερωνόταν όχι μόνο από
πλευράς πνευματικής, αλλά και από πλευράς κοσμικής και ψυχολογικής, άρχισε να
διαισθάνεται ότι η αδιακρισία και η άλλοτε υποφώσκουσα και άλλοτε εξώφθαλμη
επιθετικότητα του εξαδέλφου πρέπει να έχει βαθύτερη αιτία.
«Κάποιο
πρόβλημα βασανίζει τον ξάδελφο», έλεγε στην παπαδιά του, «κάτι που τον ενοχλεί
και του… βγαίνει εναντίον μου. Αν δεν είναι κάτι που εγώ του έκανα και ίσως το
παρεξήγησε, μπορεί να είναι κάποια κρυμμένη ενοχή, που αρνείται να την
παραδεχτεί, οπότε την καταπιέζει, και παίρνει τη μορφή της επιθετικότητας. Και
να σου πω, παπαδιά μου. Μαθαίνω ότι δεν
συμπεριφέρεται έτσι μόνο σε μένα. Πειρακτικά, επιθετικά, στέκει και απέναντι σε
πολλούς. Ακόμη και στη δουλειά του μου
είπαν κάποιοι, ότι έτσι κάνει. Σπάνια να τον δει κανείς με καλό λόγο και με
χαμόγελο στα χείλη».
Δεν ήθελε
όμως ο παπάς να το ψάξει περισσότερο. Δεν ήταν αυτή η δουλειά του. Δουλειά του
ήταν να προσεύχεται για όλους, να είναι η αγκαλιά του μία αγκαλιά για τους
ενορίτες του, για τον κόσμο που σχετίζεται, για τον κόσμο όλο, όπως τον…
σπρώχνει σ’ αυτό η θεία Λειτουργία της Εκκλησίας, όπως κυρίως τον σπρώχνει σ’
αυτό ο ίδιος ο Κύριος. Οπότε, ενέτεινε τις προσευχές του και για τον εξάδελφό
του.
Πήρε
αφορμή το όποιο πρόβλημα που πιθανόν ταλάνιζε τον συγγενή του, και προσπαθούσε
να τον κατανοεί και να τον δικαιολογεί, όπως και παρακαλούσε τον Κύριο να ελεεί
και αυτόν και εκείνον. Προσπάθησε μάλιστα να εφαρμόσει και κάτι που είχε
διαβάσει ότι έλεγε γι’ αυτές τις περιπτώσεις
ο όσιος Γέροντας Πορφύριος, τον οποίο αγαπούσε υπερβαλλόντως. «Ακολούθα τις
πατημασιές του θεωρούμενου εχθρού σου, και να λες στον Κύριο: Κάνε με να μοιάσω
Κύριε, του δούλου σου, και κάνε αυτόν να μοιάσει σε Σένα».
Πάλευε
λοιπόν ο παπα Χαράλαμπος κι είχε πάντοτε απέναντί του τον εξάδελφό του, αλλά
και… τον παπα Θόδωρο, ο οποίος βεβαίως αγνοούσε πλήρως τα υπέρ αυτού (!) λόγια
που έλεγε το πνευματικοπαίδι του!
Είναι
αλήθεια όμως ότι κάποιες φορές, σε ώρες αδυναμίας, το «αγκάθι» τον γρατσουνούσε
πιο βαθιά. Η μόνιμη αμφισβήτηση του συγγενούς του τον έκανε να σκέπτεται να
λειτουργήσει στα… ίσια. Αμφισβήτηση εκείνος; Αμφισβήτηση κι αυτός! Πειρακτικά
λόγια εκείνος; Πειρακτικά κι αυτός! Κι ήταν οι ώρες που καταλάβαινε και τη δική
του μικρότητα, πόσο μακριά είναι από το ύψος που ζητάει από τους πιστούς ο
Κύριος, κι έκλαιγε και ελεεινολογούσε τον εαυτό του…
Μία τέτοια
ώρα πόνου και οδύνης του, μετά από έντονη και πάλι πρόκληση και επίθεση του…
«αγκαθιού» του, αποσύρθηκε στο δωμάτιό του, έπεσε στα γόνατα, και κοιτώντας
προς την εικόνα της Παναγίας που δέσποζε στο προσκυνητάρι του, άρχισε τα
κλάματα και τα παρακάλια.
«Παναγία
μου», έλεγε, «τι σόι παπάς είμαι, να μην μπορώ να κρατήσω με τον τρόπο που
πρέπει την προσβλητική έστω κουβέντα του συνανθρώπου μου; Παναγία μου, εσύ
έζησες τόση οδύνη από όσα έπαθε ο Κύριος και Θεός Σου. Εκείνος, ο πανάγαθος και
παντοδύναμος Θεός, υπέστη με ταπείνωση και αγάπη όχι μόνο ύβρεις, αλλά και όλες
του κόσμου τις ταπεινώσεις. Και υπέμεινε και συγχωρούσε. Όπως κι Εσύ… Κι εγώ…».
Κτυπούσε
το στήθος του και περίμενε.
Και να,
μετά από αυτήν την έντονη προσευχή σαν να επέβλεψε λίγο η Παναγία Μητέρα του
Κυρίου και δική του μητέρα. Σαν να την είδε να γλυκαίνουν τα μάτια Της και ν’
απλώνει τ’ άγιο χέρι Της επάνω του. Κι ένιωσε ότι του φεύγει από μέσα του η
τάση για εκδίκηση. Να εξαφανίζεται η όποια μνησικακία. Το «αγκάθι» να
ξεριζώνεται. Ένας γλυκασμός πήρε να φυσάει μαλακά και ήσυχα στην καρδιά του,
και τα δάκρυα οδύνης του μεταποιήθηκαν ξαφνικά, εκεί που δεν το περίμενε, σε
δάκρυα κατάνυξης. Μία υπερφυής αγάπη τον τύλιξε και στην ψυχή και στο σώμα του,
και τον έκανε να νιώθει ότι κρατάει στη δική του αγκαλιά τον εξάδελφό του. Σαν
να ήταν εκείνος η μάνα που κρατάει τρυφερά το βλαστάρι της!
Και τότε
φωτίστηκε… και κατάλαβε το πρόβλημα του εξαδέλφου του, που φώλιαζε κρυφά μέσα
του τόσα χρόνια. Και τον δικαιολόγησε και έκλαψε γι’ αυτόν. Τότε πήρε την…
πληροφορία! Μαζί με τη δική του απελευθέρωση, υπήρξε απελευθέρωση και του
εξαδέλφου του. Η χάρη που βίωσε ως ουράνιο δώρο σαν να μεταγγίστηκε και στον…
θεωρούμενο εχθρό του. Βγήκε από το δωμάτιο, και είδε απέξω… χωρίς λόγο είναι
αλήθεια, να στέκει ο συγγενής του. Και την ίδια ώρα έκαναν και οι δύο την ίδια
κίνηση: έπεσε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Κλάψανε σαν παιδιά. Οι υπόλοιποι
της οικογένειας παρακολουθούσαν τη σκηνή εμβρόντητοι, δίχως να καταλαβαίνουν,
ίδια στήλη άλατος!
Ο παπα
Χαράλαμπος στο επόμενο κήρυγμά του ένιωσε την ανάγκη, καθώς του δόθηκε η αφορμή
από το Ευαγγελικό ανάγνωσμα, να αναφερθεί στην προσωπική του περίπτωση. Με
δάκρυα στα μάτια, μιλώντας για την αρετή της ανεξικακίας, αποκάλυψε πώς η
Παναγία, μετά από έντονη προσευχή του, μεταποίησε την πίκρα της καρδιάς του σε
γλυκασμό. Σαν τον αββά του Γεροντικού, που παρεκάλεσε τον Κύριο, τον
προσβλητικό λόγο ενός συνασκητή του να τον βγάλει από μέσα του. «Και να, έλεγε,
έφτυσα αίμα και έφυγε η όποια πίκρα του λόγου του».