Δευτέρα 29 Απριλίου 2024

ΟΡΘΡΟΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΤΡΙΤΗΣ

ΜΗ ΜΕΙΝΩΜΕΝ ΕΞΩ ΤΟΥ ΤΟΥ ΝΥΜΦΩΝΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ!

 «Τήν ὥραν, ψυχή, τοῦ τέλους ἐννοήσασα, καί τήν ἐκκοπήν τῆς συκῆς δειλιάσασα, τό δοθέν σοι τάλαντον φιλοπόνως ἔργασαι, ταλαίπωρε, γρηγοροῦσα καί κράζουσα. Μή μείνωμεν ἔξω τοῦ νυμφῶνος Χριστοῦ» (κοντάκιο).

(Ταλαίπωρη ψυχή μου, κατάλαβε καλά την ώρα του τέλους σου και δείλιασε από το κόψιμο που προτείνει ο Κύριος για την ξεραμένη συκιά. Οπότε το τάλαντο που σου ‘δωσε ο Θεός εργάσου το με φιλοπονία, φωνάζοντας δυνατά και με εγρήγορση: Μη μείνουμε έξω από τον νυμφώνα του Χριστού). 

Πρέπει να μπούμε στην αγωνία του αγίου υμνογράφου. Έχει την επίγνωση ότι δεν βρίσκεται στην κανονική θέση που θα έπρεπε: του παιδιού που ό,τι κάνει το κάνει από αγάπη προς τον Θεό Πατέρα του. Αλλ’ ούτε πάλι κινητοποιείται στο άγιο θέλημα Αυτού προσδοκώντας ίσως τις δωρεές της Βασιλείας Του. Νιώθει πολύ μικρός και πολύ κάτω: η αίσθηση του φόβου μπορεί να τον κρατήσει σε ό,τι ο Κύριος έφερε με τη Βασιλεία Του. Αισθάνεται δηλαδή σαν τον δούλο που λόγω του φόβου μίας τιμωρίας κρατάει τις εντολές του κυρίου του.

Ποιος είναι ο φόβος του πιστού υμνογράφου; Μπροστά στο επερχόμενο γεγονός του τέλους, του θανάτου, και μπροστά σ’ αυτό που είπε ο Κύριος, ότι δηλαδή «κάθε δένδρο που δεν κάνει καλό καρπό κόβεται και πετιέται στη φωτιά», μη τυχόν και μείνει αμετανόητος, σαν το άκαρπο δένδρο της συκιάς. Καλεί λοιπόν την ψυχή του, τον εαυτό του, όσο καιρό έχει, δηλαδή το σήμερα, να εργαστεί πάνω στην ψυχή του και  να καλλιεργήσει ό,τι δώρο του έδωσε ο Θεός, είτε φυσικό είτε πνευματικό. Και κυρίως το πνευματικό: τη χάρη του αγίου βαπτίσματος. Πώς; Προσπαθώντας με τη δύναμη Εκείνου να τηρεί τις άγιες εντολές Του.  Έτσι θα βρίσκεται ενωμένος με τον Χριστό ως άγιο μέλος Του. Έτσι θα βρίσκεται μέσα στον νυμφώνα Αυτού! Αυτός δεν είναι και όλος ο σκοπός της πνευματικής ζωής;

Ο φόβος του αγίου ποιητή πρέπει να γίνει και φόβος δικός μας. Διότι κι εμείς γνωρίζουμε ότι θα φύγουμε από τη ζωή αυτή, και μάλιστα σε ώρα που δεν προσδοκούμε. Η κάθε ώρα δυνητικά μπορεί να είναι και το  τέλος μας! Συνεπώς, δεν μπορούμε να παίζουμε με την πίστη μας. Κι ακόμη· ο λόγος του Κυρίου είναι αψευδής: ό,τι έχει πει είναι στην πραγματικότητα ήδη γεγονός. Είναι λοιπόν πνευματικός νόμος: δεν παρουσιάζουμε στη ζωή μας καλούς καρπούς; Δηλαδή επιλέγουμε τη διαγραφή του Θεού από τη ζωή μας; Θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι να υποστούμε τις συνέπειες της ελεύθερης επιλογής μας: την αποκοπή μας από Εκείνον!

Μα εμείς θέλουμε τον Κύριο. Ζητάμε να Τον αγαπάμε. Εκείνος είναι ο νυμφίος και ο Ίδιος είναι και ο νυμφώνας. «Μη μείνωμεν λοιπόν έξω του νυμφώνος Αυτού»! Οπότε ο  φόβος μας αλλάζει: δεν είναι φόβος ενόψει μίας τιμωρίας. Είναι φόβος ενόψει της απώλειας του Ίδιου από τη ζωή μας! Με φιλοπονία λοιπόν ας εργαζόμαστε τις εντολές του αγαπημένου μας!

Ο ΚΡΙΤΗΣ ΕΠΙ ΘΥΡΑΙΣ!

«Ἑτοίμαζε σεαυτήν, ὦ ψυχή μου, πρός τήν σήν ἔξοδον˙ ἡ παρουσία ἐγγίζει τοῦ ἀδεκάστου Κριτοῦ» (Μ. Απόδειπνο: ωδή β΄ Τριωδίου Μ. Δευτέρας, αγίου Ανδρέου Κρήτης).

(Ψυχή μου, ετοιμάζου για την έξοδό σου από τον κόσμο αυτόν. Διότι η  παρουσία του δίκαιου Κριτή εγγίζει).

Ο ποιητής του κατανυκτικότατου Μεγάλου Κανόνος Άγιος Ανδρέας Κρήτης κινείται απολύτως αγιογραφικά: Ο Ιησούς Χριστός που Θεός ων έγινε άνθρωπος για να σηκώσει τις αμαρτίες μας και να μας δώσει και πάλι τον κλεισμένο Παράδεισο, την όραση δηλαδή του Θεού ως μετοχή στη ζωή Του, θα ξανάλθει και πάλι για δεύτερη και οριστική φορά. Κι η Δεύτερη αυτή Παρουσία Του θα σημάνει και το τέλος του σχήματος του παρόντος κόσμου, που σημαίνει όχι την καταστροφή αλλά την αλλαγή του. «Καινούς ουρανούς και καινήν γην προσδοκώμεν». Τη φοβερή αυτή ώρα που θα τη συνοδέψουν συγκλονιστικά γεγονότα, οι μεν τότε ζώντες θα αλλάξουν μ’ έναν τρόπο που δεν γνωρίζουμε, οι δε κεκοιμημένοι θα αναστηθούν από τους τάφους, ώστε όλοι, ψυχή τε και σώματι, να σταθούν προς κρίση ενώπιον του απολύτως Δικαίου Κριτού.

Πρόκειται για την προσδοκία που συνείχε κυριολεκτικά την πρώτη Εκκλησία και που διαχρονικά καλλιεργεί αδιάκοπα η συνέχειά της, το ζωντανό σώμα του Κυρίου, αφού δεν μπορεί να κατανοηθεί ο ερχομός του Χριστού την πρώτη φορά χωρίς την επάνοδό Του το δεύτερον. Ο Κύριος δηλαδή ήλθε για να ξανάλθει, ένδοξα τη δεύτερη φορά και απολύτως οριστικά – η πρώτη Παρουσία Του συν-οράται πάντοτε με τη Δεύτερή Του. «Και πάλιν ερχόμενον μετά δόξης κρίναι ζώντας και νεκρούς, ου της βασιλείας ουκ έσται τέλος». Χωρίς την ομολογία της προσδοκίας αυτής δεν μπορεί να υπάρξει αυτοσυνειδησία χριστιανική, με άλλα λόγια ο χριστιανός τρέφεται κυριολεκτικά από το μέλλον, το φως της ερχόμενης Βασιλείας του Χριστού φωτίζει το εκάστοτε παρόν του – η Θεία Λειτουργία συνιστά την κατεξοχήν επιβεβαίωση της αλήθειας αυτής, κάθε φορά που εκκινεί με το «Ευλογημένη η Βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος».

Κι είναι αλήθεια ότι ενώ ο Κύριος βεβαίωνε τον και πάλι ερχομό Του σε ώρα απροσδιόριστη, κάποιοι χριστιανοί βιάζονταν και σαν να μη λάμβαναν υπ’ όψιν τους τα λόγια Του ότι θα έρθει «ως κλέπτης εν νυκτί», κατά κάποιον τρόπο «εκβίαζαν» την ώρα Του αυτή θέτοντας συγκεκριμένο όριο: σήμερα ή αύριο έρχεται! Το λάθος των πιστών αυτών δεν ήταν η άμεση αίσθηση της ερχόμενης Παρουσίας του Κυρίου, αλλά η επικαιροποίησή Της από αυτούς σε δεδομένη στιγμή. Γι’ αυτό και η Εκκλησία μας διά των Αποστόλων αντέδρασε και έθεσε το ορθό πλαίσιο που πρέπει να κινούμαστε οι χριστιανοί: ζούμε πάντοτε με την προσμονή της άμεσης παρουσίας Του, σαν να είναι να έλθει την κάθε ώρα και στιγμή, αλλά δεν «οριοθετούμε» την ελευθερία της δικής Του κρίσεως – ποιος άλλωστε μπορεί να γίνει «σύμβουλος» του Κυρίου; Εκείνος που ιδιαιτέρως δίνει την απάντηση στον προβληματισμό αυτόν είναι ο απόστολος Πέτρος. Στη Β΄ καθολική του επιστολή σημειώνει τα εξής πολύ σημαντικά: «Ένα πράγμα να μην ξεφεύγει από την προσοχή σας, αγαπητοί μου: Ότι για τον Κύριο μία μέρα είναι σαν χίλια χρόνια, και χίλια χρόνια σαν μία μέρα. Δεν καθυστερεί ο Κύριος να εκπληρώσει την υπόσχεσή του, όπως νομίζουν μερικοί. Κάνει υπομονή, γιατί δεν θέλει να καταστραφούν μερικοί από σας, αλλά να μετανοήσουν όλοι. Ωστόσο, η ημέρα του Κυρίου θα έρθει όπως ο κλέφτης τη νύχτα».

Οπότε, η Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου είναι μία πραγματικότητα που ανά πάσα στιγμή μπορεί να γίνει, όμως ο Κύριος μάς δίνει παράταση. Και η παράταση είναι η κάθε ημέρα, με σκοπό να Τον θελήσουμε, που θα πει να μετανοήσουμε. Αυτό είναι και το νόημα του χρόνου: ει δυνατόν η μετάνοια όλων των ανθρώπων. Κι έρχεται ο Κύριος ο Οποίος με απόλυτο τρόπο το αποκαλύπτει και αλλιώς: «γίνεσθε έτοιμοι ότι η ώρα ου δοκείτε ο Κύριος έρχεται» - να είστε πάντοτε έτοιμοι γιατί την ώρα που δεν περιμένετε έρχεται ο Κύριος. Κι είναι το συμπέρασμα και του αποστόλου Πέτρου: «Η συμπεριφορά σας να είναι άγια και αφιερωμένη στον Θεό, όσον καιρό θα προσμένετε με ζήλο και λαχτάρα τον ερχομό της ημέρας του Θεού».

Λοιπόν, ο άγιος Ανδρέας στο παραπάνω μικρό τροπάριο εκφράζει την αίσθηση του αληθινού πιστού και καταγράφει τον κτύπο της καρδιάς της ζωντανής Εκκλησίας του Κυρίου: περιμένει τον Αρχηγό της που όπου να ’ναι έρχεται. Κι είναι ο Δίκαιος και αδέκαστος Κριτής – «όλα είναι γυμνά και φανερά μπροστά στα μάτια Του». «Θεός πιστός και ουκ έστιν αδικία εν Αυτώ». Με την επιπλέον επισήμανση: ο ερχομός Του μπορεί να συμβεί και με την ώρα του θανάτου του ανθρώπου. Ο θάνατος που είναι άδηλος είναι η ώρα που ο Κριτής κρούει τη θύρα μας για να μας πάρει κοντά Του. Κι η ώρα αυτή λειτουργεί και στο επίπεδο της Δευτέρας Παρουσίας: μετά τον θάνατο δεν υπάρχει μετάνοια. Όπως μας βρει η ώρα του φυσικού τέλους μας, έτσι θα σταθούμε και ενώπιον του Κυρίου κατά την ώρα της οριστικής κρίσεως. Απλώς τότε με μεγαλύτερη ένταση, γιατί θα έχουμε και το σώμα μας.

Κυριακή 28 Απριλίου 2024

ΤΩΡΑ ΠΟΥ ΦΘΑΣΑΜΕ ΣΤΟ ΠΑΘΟΣ!

 

Από σήμερα το βράδυ, εισερχόμαστε στο αποκορύφωμα της περιόδου του Τριωδίου. Μία περίοδος σαράντα ημερών πέρασε, ακριβώς για να μας προετοιμάσει για τη Μεγάλη Εβδομάδα που ακολουθεί - Μεγάλη ως γνωστόν λόγω της πνευματικής  σπουδαιότητας  των ημερών  της. Όπως εισέρχεται κανείς σ’ έναν ιερό ναό και προχωρεί από τον πρόναο στον κυρίως ναό, κι έπειτα φθάνει στο ιερό, το ίδιο και τώρα: από τα εισαγωγικά του Τριωδίου, περάσαμε στη Σαρακοστή, για να φθάσουμε ακριβώς  στο άγιο βήμα, τη Μεγάλη Εβδομάδα.

Καταλαβαίνουμε λοιπόν την ιερότητα των στιγμών που ζούμε, την πρόκληση που μας δίνει η Εκκλησία μας για να μετάσχουμε στο κατεξοχήν μυστήριο: το μυστήριο του Πάθους του Κυρίου και της με Αυτό συνδεδεμένης Ανάστασής Του. Με λιτό τρόπο μάλιστα ο εκκλησιαστικός ποιητής μάς καθοδηγεί, μ’ ένα τροπάριο των αίνων, να κατανοήσουμε την ουσία των γεγονότων αυτών: «Καθώς φτάσαμε, πιστοί, το σωτήριο Πάθος Χριστού του Θεού, ας δοξάσουμε την άφατη μακροθυμία Του. Ώστε, με την ευσπλαχνία Του, σαν αγαθός και φιλάνθρωπος που είναι, να ξυπνήσει και να αναστήσει κι εμάς, που νεκρωθήκαμε από την αμαρτία».

Τι μας λέει ο υμνογράφος; Το Πάθος του Κυρίου μας αποτελεί τη σωτηρία μας. Γιατί με αυτό που συνέβη στον Σταυρό Του καταργήθηκε η αμαρτία, και συνεπώς και ο έσχατος εχθρός του ανθρώπου θάνατος, και φάνηκε η δικαιοσύνη κι η αγάπη Του, τα οποία μας έφεραν στην αγκαλιά και πάλι του Θεού. Ό,τι ο άνθρωπος έχασε λόγω της πτώσης του στην αμαρτία, το βρήκε και πάλι, απείρως πολλαπλασιασμένο όμως, με την ενανθρώπηση του Θεού μας και τη Σταυρική θυσία που Αυτός υπέστη. Κι ακόμη: το Πάθος Του αυτό ήταν καρπός όχι μίας πίεσης που ενδεχομένως ασκήθηκε στον Θεό μας – αυτό θα ήταν βλασφημία! – αλλά καρπός της ελεύθερης αγάπης Του. Πίσω από τον Σταυρό και μέσα σ’ Αυτόν κρύβεται πάντοτε «η άφατος μακροθυμία» του Θεού μας. Κι είναι τούτο η κατεξοχήν παρηγοριά μας:  πιστεύουμε σε Θεό, ο Οποίος δεν είναι δυνάστης των ανθρώπων ή ένα απρόσωπο ον, μπροστά στο οποίο το μόνο που δημιουργείται είναι ο φόβος. Στον Σταυρό και το Πάθος Του αναγνωρίζουμε την πατρική καρδιά Του και την τεράστια γεμάτη στοργή αγκάλη Του!

Οπότε, τι μας προτρέπει ο εκκλησιαστικός ποιητής; Μπροστά στην άπειρη αγάπη του δι’ ημάς παθόντος Δημιουργού μας, δύο πράγματα πρέπει να κάνουμε: Πρώτον, να Τον δοξολογήσουμε. Και δεύτερον, η δοξολογία μας να πάρει τη μορφή της μετανοίας μας: να Τον παρακαλέσουμε να μας ξυπνήσει και να μας σηκώσει από τη θανατερή αμαρτία μας. Κι αυτό θα πει: μετέχουμε στα γεγονότα του Πάθους κι ασφαλώς και της Ανάστασης, στον βαθμό που γονατιστοί στην καρδιά κραυγάζουμε εν μετανοία: «ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ»!

ΟΡΘΡΟΣ Μ. ΔΕΥΤΕΡΑΣ (ΚΥΡΙΑΚΗ ΒΑΪΩΝ ΕΣΠΕΡΑΣ)

 

«Τῆς ξηρανθείσης συκῆς διά τήν ἀκαρπίαν τό ἐπιτίμιον φοβηθέντες, ἀδελφοί, καρπούς ἀξίους τῆς μετανοίας προσάξωμεν Χριστῷ, τῷ παρέχοντι ἡμῖν τό μέγα ἔλεος».

(Αφού φοβηθούμε, αδελφοί, το επιτίμιο της συκιάς που ξεράθηκε λόγω της ακαρπίας της, ας προσφέρουμε στον Χριστό που μας παρέχει το μέγα έλεος καρπούς άξιους της μετανοίας).

Ο παραπάνω ύμνος των αποστίχων του όρθρου της Μ. Δευτέρας που ακούγεται το εσπέρας της Κυριακής των Βαῒων σε ήχο πλάγιο του τετάρτου, αφορμάται από το γεγονός της υπό του Κυρίου ξηρανθείσης συκής – το ένα από τα δύο γεγονότα που εορτάζουμε τη Μεγάλη Δευτέρα (το άλλο είναι η προβολή του πατριάρχη της Παλαιάς Διαθήκης παγκάλου Ιωσήφ ως τύπου και προεικόνισης του ίδιου του Κυρίου). Κατά την ευαγγελική διήγηση, ο Κύριος πλησιάζοντας μία συκιά και βλέποντας ότι έχει μόνο φύλλα και καθόλου καρπούς της μιλάει επιτιμητικά σαν να την «καταριέται»: «να μη βγάλεις ποτέ καρπούς», κάτι το οποίο όντως με θαυμαστό τρόπο συμβαίνει∙ η συκιά ξεραίνεται! (Και βεβαίως, ας σημειώσουμε παρενθετικά, ο Κύριος προέβη στην ενέργεια αυτή όχι γιατί είχε «κάτι» με το συγκεκριμένο δένδρο, το οποίο αποτελούσε έτσι κι αλλιώς δική Του δημιουργία – «πάντα δι’ Αὐτοῦ ἐγένετο καί χωρίς Αὐτοῦ ἐγένετο οὐδέ ἕν ὅ γέγονε», σημειώνει ὁ εὐαγγελιστής, όπως και το ότι ακόμη και το παραμικρότερο χορταράκι είναι αντικείμενο της παντοδύναμης και γεμάτης αγάπη Πρόνοιάς Του – αλλά γιατί ήθελε να διδάξει τους μαθητές Του να μην ακολουθούν τον τρόπο ζωής των Φαρισαίων της εποχής τους, οι οποίοι παρουσιάζονταν στον κόσμο πράγματι σαν δένδρο μόνο με φύλλωμα χωρίς καρπούς, διότι τους ενδιέφερε μόνο το φαίνεσθαι και η γνώμη των ανθρώπων αδιαφορώντας για την ποιότητα του εσωτερικού τους κόσμου. Και το αποτέλεσμα θα είναι ακριβώς το ίδιο και γι’ αυτούς, όπως και της συκιάς: αποξηραμένοι θα πεταχτούν στη φωτιά!)

Τι λέει λοιπόν ο υμνογράφος; Βλέποντας το τι συνέβη με τη συκιά, να μη βρεθούμε κι εμείς στη θέση της. Πώς; Ζώντας ζωή μετάνοιας, με επίγνωση των αμαρτιών μας και εν ελπίδι ταπεινή επιστροφή μας προς τον Θεό – ό,τι μας δίδαξε ο Κύριος με τη συγκλονιστική παραβολή του ασώτου. Και τι είναι εκείνο που καθιστά φανερή τη γνησιότητα της μετανοίας αυτής; Οι καρποί που παρουσιάζουμε στη ζωή μας: η αγάπη προς τον συνάνθρωπό μας, η χαρά που αναβλύζει από την ύπαρξή μας, η ειρήνη που διακατέχει τον εσωτερικό μας κόσμο, η μακροθυμία και η υπομονή μας στις διάφορες δυσκολίες της ζωής, η αγαθή διάθεσή μας προς όλους και όλα, η προσπάθεια να γινόμαστε ωφέλιμοι στο περιβάλλον μας, η εμπιστοσύνη μας πάντοτε στον Θεό αλλά και στον άνθρωπο, η πραότητα του εσωτερικού μας κόσμου, η εγκράτειά μας ως περιορισμός των άτακτων ορμών και ορέξεών μας – αυτό που με καταιγιστικό τρόπο σημειώνει ο απόστολος Παύλος στην προς Γαλάτας επιστολή ως «καρπόν του Πνεύματος» (5, 22-23).  Κι αυτό συμβαίνει, διότι ασφαλώς η μετάνοια, όπως και κάθε τι στη χριστιανική πίστη, δεν είναι λόγια ή κάποια ιδέα, αλλά βίωμα, κίνηση και πορεία να είναι κανείς εκεί που βρίσκεται πάντοτε ο Ίδιος ο Χριστός, με αποτέλεσμα την αλλοίωση επί τα βελτίω της ζωής του ανθρώπου.

Με τον φόβο όμως θα κινηθούμε προς τον Θεό; Το «ἐπιτίμιον» της καταστροφής θα είναι αυτό που θα μας οδηγήσει στη σωστική μετάνοια; Δεν είναι το ακριβώς ζητούμενο: η Εκκλησία μας βασισμένη στον Κύριο και τους Αποστόλους μάς υποδεικνύει την αγάπη ως το ιδανικό ποιητικό αίτιο κάθε αγαθής ενέργειας και κίνησής μας που οδηγεί στον Θεό. Μα η αγάπη είναι ακριβώς το «ιδανικό» και μακάρι αυτό να ήταν εκείνο που θα κινούσε όλους μας. Με ρεαλισμό η Εκκλησία διά των Πατέρων της αποδέχεται και κατώτερα σκαλοπάτια: τον φόβο κι ακόμη την αμοιβή. Πρόκειται για τη γνωστή από τα πρώτα χρόνια ήδη του χριστιανισμού διαβάθμιση των πιστών σε τρείς «κατηγορίες»: την κατηγορία των δούλων (την κατώτερη όλων που κίνητρο ενεργείας είναι ο φόβος)∙ την κατηγορία των μισθωτών (τη μεσαία που κίνητρο είναι η προσδοκία αμοιβής)∙ την κατηγορία των υιών (την ανώτερη που κίνητρο είναι η αγάπη).

Λοιπόν, η Εκκλησία μας έρχεται σήμερα με τον συγκεκριμένο ύμνο και μας υπενθυμίζει τις μεγάλες αυτές αλήθειες: ο Θεός πράγματι είναι γεμάτος έλεος για τους ανθρώπους, περιμένοντας και τη δική μας ανταπόκριση αγάπης στη δική Του αγάπη∙ οι άνθρωποι «ξεκουνιόμαστε» από την προσκόλληση στα πάθη μας συνήθως με τον φόβο. Τουλάχιστον λοιπόν φοβούμενοι το «ἐπιτίμιον» της συκιάς ας ξυπνήσουμε για να βρεθούμε μέσα στη λιακάδα της αγάπης του Θεού μας. 

«ΙΔΟΥ Ο ΝΥΜΦΙΟΣ ΕΡΧΕΤΑΙ ΕΝ ΤΩ ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΝΥΚΤΟΣ…»

Στηριγμένο το μεσονυκτικό τροπάριο «Ἰδού ὁ νυμφίος ἔρχεται...» στην παραβολή των Δέκα Παρθένων, δίνει το στίγμα της απαρχής της Μεγάλης Εβδομάδος: ο Κύριος, ο νυμφίος κάθε ανθρώπινης ψυχής, έρχεται εν τω μέσω της νυκτός. Τι σημαίνει αυτό;

1. Καταρχάς ότι το κύριο γνώρισμα της σχέσης του Χριστού με εμάς είναι η αγάπη. Κι όχι απλώς μία αγάπη κινούμενη μέσα σε συμβατικά τυπικά πλαίσια, αλλά μία αγάπη χωρίς όρια, την οποία ακροθιγώς μπορούμε να ψηλαφήσουμε στη σχέση του ερωτευμένου προς την αγαπημένη του. «Οὕτω γάρ ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον, ὥστε τόν Υἱόν Αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἔδωκεν…». Και δεν μπορεί να είναι διαφορετικά, αφού ο Κύριος απεκάλυψε – «ἐξηγήσατο» - ότι «ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί». Ο Θεός μας λοιπόν που ενηνθρώπησε εν προσώπω Ιησού Χριστού είναι Εκείνος που γίνεται ο νυμφίος μας, γιατί μέσα στην άπειρη αγάπη Του προς εμάς, τους αμαρτωλούς ανθρώπους, μας προσλαμβάνει στον εαυτό Του και μας κάνει ένα μ’  Εκείνον. Ανθρωποπαθώς μιλώντας, η σκέψη Του, η καρδιά Του, η επιθυμία Του είναι σε μας, όπως του νυμφίου απέναντι στη νύμφη.

2. Έπειτα ότι (α) έρχεται με τρόπο που δεν μπορούμε εμείς να προσδιορίσουμε και να οριοθετήσουμε. Ο ερχομός Του πάντοτε είναι αποτέλεσμα της απόλυτα ελεύθερης αγάπης Του, καρπός της δικής Του πρωτοβουλίας, που θα πει ότι εμφανίζεται εκεί που κανείς δεν Τον περιμένει και με τρόπο που ίσως ποτέ δεν μπορεί να υποψιαστεί: μέσα από ένα ατύχημα κάποια φορά, από την ανάγνωση κάποιου βιβλίου κάποια άλλη, από μία θλίψη και δοκιμασία άλλοτε, κυρίως όμως από τη συνάντησή μας με τους πιο παραπεταμένους ελαχίστους συνανθρώπους μας. «Ἐφ’  ὅσον ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων ἐμοί ἐποιήσατε». (β) Έρχεται συνεπώς κι εκεί που «αντικειμενικά» δεν θα έπρεπε να βρίσκεται, μέσα δηλαδή και στο σκοτάδι της αμαρτίας. Την ώρα που επιτελεί κανείς την αμαρτία, εκείνη την ώρα μπορεί να κληθεί από τον ερχόμενο Κύριο. Όπως συνέβη με τον απόστολο Παύλο που κλήθηκε την ώρα που δίωκε τους χριστιανούς, όπως και με τον απόστολο Ματθαίο που κλήθηκε την ώρα που βρισκόταν στο «τελώνειον». Με άλλα λόγια, η κάθε ώρα για τον καθένα μας μπορεί να είναι η ώρα της χάρης μας, της κλήσης μας από τον νυμφίο Χριστό – ό,τι τελικώς συνέβη με την οικονομία του Θεού για τη σωτηρία μας: μέσα στο σκοτάδι της αμαρτίας των ανθρώπων ήλθε ο Λυτρωτής Χριστός! «Ὄντων ἡμῶν ἁμαρτωλῶν Χριστός ὑπέρ ἡμῶν ἀπέθανε!» Αλλά και (γ) έρχεται και καλεί τον άνθρωπο χωρίς τις περισσότερες φορές να παίρνει είδηση της κλήσης αυτής κανείς από τους άλλους συνανθρώπους. Σαν την περίπτωση της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας, που μόνον αυτή εμποδιζόταν να μπει στον Ναό, χωρίς κανείς δίπλα της να νιώθει το τι διαδραματιζόταν στην ψυχή της. Ο Κύριος πάντοτε είναι ο ερχόμενος και κρούων τη θύρα της ψυχής μας. «Ἰδού ἕστηκα ἐπί τήν θύραν καί κρούω». Η συνάντηση του ανθρώπου με τον Κύριο γίνεται στα μυστικά βάθη της καρδιάς, τα οποία γνωρίζει μόνον Εκείνος και σε ένα βαθμό και το πνεύμα του ανθρώπου. Στην καρδιά με τρόπο απροσδιόριστο μάλιστα τις περισσότερες φορές «παίζεται» το όλο παιχνίδι της σωτηρίας του ανθρώπου.

3. Κι αυτός ο ποικίλος ερχομός σε μας του γεμάτου αγάπη νυμφίου Χριστού συναντά συνήθως δύο καταστάσεις: την κατάσταση της εγρήγορσης και την κατάσταση της ραθυμίας. Εγρήγορση σημαίνει να ανταποκριθώ στην αγάπη Του και να ζήσω μαζί Του τη χαρά της παρουσίας Του, ψυχικά και σωματικά, εδώ και αιώνια. «Ἡμεῖς ἀγαπῶμεν ὅτι Αὐτός πρῶτος ἠγάπησεν ἡμᾶς». Ραθυμία σημαίνει να είμαι τόσο προσκολλημένος στα πάθη μου: τη φιληδονία, τη φιλαργυρία, τη φιλοδοξία, ώστε να μην καταλάβω καν τον ερχομό και την κλήση Του, κι ακόμη: να Τον καταλάβω μεν, αλλά να αναβάλω την ανταπόκρισή μου. Η εκτίμηση για τις δύο καταστάσεις, όπως μας τη δίνει ο άγιος υμνογράφος, είναι σαφής: μακαριότητα η πρώτη, αναξιότητα η δεύτερη. Με τα αντίστοιχα βεβαίως αποτελέσματα. Η επιλογή πια είναι στην απόλυτη του καθενός ευθύνη. «Βλέπε οὖν ψυχή μου!»

Σάββατο 27 Απριλίου 2024

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ: ΕΝΑ ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ ΜΙΑ ΑΠΑΡΧΗ

 σημερινή ἡμέρα συνιστᾶ ἕνα τέλος καί μία ἀπαρχή. Τέλος, γιατί σηματοδοτεῖ τήν ὁλοκλήρωση τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς· ἀπαρχή, γιατί ξεκινᾶ τή Μεγάλη ῾Εβδομάδα. Μία πορεία σαράντα ἡμερῶν, ἀπό τήν Καθαρά Δευτέρα μέχρι τή χτεσινή, Σάββατο τοῦ Λαζάρου, ἦταν γιά νά φτάσουμε σ᾽ αὐτό τό σημεῖο: μέ ἐνεργοποιημένες τίς πνευματικές μας αἰσθήσεις ἀπό τόν ἀγώνα τῆς μετανοίας, τῆς ἐγκρατείας καί τῆς νηστείας - ὅ,τι δηλαδή προβάλλει ὡς περιεχόμενο ἡ Σαρακοστή - νά μποροῦμε νά δοῦμε καί νά γευτοῦμε τά συγκλονιστικά γεγονότα τοῦ Πάθους καί τῆς ᾽Ανάστασης τοῦ Κυρίου ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ, καί νά μετάσχουμε κατά τό δυνατόν σ᾽ αὐτά. Αὐτός εἶναι καί ὁ σκοπός τῆς εὐλογημένης αὐτῆς περιόδου, αὐτός εἶναι καί ὁ σκοπός στήν πραγματικότητα ὅλης τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ἀφοῦ ἔτσι ἐνεργοποιεῖται καί ὁ χαρισματικός ἑαυτός μας πού λάβαμε ἀπό τόν Θεό τήν ὥρα τοῦ βαπτίσματός μας. Θέλουμε νά ποῦμε ὅτι ἡ Μεγάλη ῾Εβδομάδα ἔρχεται μέ ἕνα πολύ δραστικό τρόπο γιά τόν ἐνσυνείδητο πιστό νά τοῦ ὑπενθυμίσει ὅτι καί ὁ ἴδιος ἀπό τήν ὥρα πού βαπτίστηκε μετέσχε στόν θάνατο καί τήν ᾽Ανάσταση τοῦ Χριστοῦ, ὁπότε τό Πάθος καί ἡ ᾽Ανάσταση τοῦ Κυρίου κατά τή Μεγάλη ῾Εβδομάδα προβάλλουν ὄχι μόνο τή ζωή ᾽Εκείνου, ἀλλά καί τή ζωή πιά τοῦ χριστιανοῦ.

Καί νά, πού ἡ σημερινή ἡμέρα ἐπιβεβαιώνει τίς παραπάνω ἀλήθειες. ῾Ο Κύριος ἔχει ἀναστήσει τόν ἀδελφικό Του φίλο Λάζαρο, ὅταν «ἡ φωνή Του ἀκούστηκε στά βάθη τοῦ ῞Αδη» γιά νά τόν ἀνασύρει ἀπό τόν χῶρο τῶν νεκρῶν, προκηρύσσοντας ἔτσι τή δική Του καί τή γενική τῶν ἀνθρώπων ᾽Ανάσταση, ἐνῶ εἰσερχόμενος στήν ἁγία Πόλη τῆς Σιών καθήμενος ἐπί πῶλον ὄνου φανερώνει ἀφενός τήν ἐν ταπεινώσει ἀποφασιστική πορεία Του πρός τό Πάθος, ἀφετέρου τήν κλήση Του νά μετάσχουν σ᾽ Αὐτό πάντα τά ἔθνη. ῾Η ὑμνολογία τῆς ἡμέρας εἶναι κατεξοχήν ἀποκαλυπτική πάνω σ᾽ αὐτά.  

- «Θέλοντας νά προτυπώσεις τή δική Σου σεπτή ᾽Ανάσταση, ᾽Αγαθέ, ἀνάστησες μέ τήν προσταγή Σου τόν φίλο Σου Λάζαρο πού εἶχε πεθάνει».

- «Καθώς εἰσερχόσουν, Κύριε, στήν ἁγία Πόλη, καθισμένος πάνω σέ γαϊδουράκι, ἔσπευδες νά ἔλθεις πρός τό Πάθος, γιά νά ἐκπληρώσεις τόν Νόμο καί τούς Προφῆτες».

- «᾽Ανέβηκες συμβολικά πάνω στό γαϊδουράκι, Σωτήρα, σάν σέ ὄχημα, θέλοντας νά δείξεις τή στάση τῶν ἄλλων εἰδωλολατρικῶν ἐθνῶν». «Τό κάθισμά σου πάνω σ᾽ αὐτό προτύπωνε τό ἀνυπότακτο τῶν ἐθνῶν, πού μεταποιεῖτο ἀπό τήν ἀπιστία στήν πίστη».

Ἡ εἴσοδος λοιπόν τοῦ Κυρίου στά ῾Ιεροσόλυμα ἐπί πῶλον ὄνου ἀποτελεῖ τήν καταγραφή τῆς τελευταίας πράξης τῆς ἐπί γῆς πορείας Του. ῾Ο Κύριος δέν κρύβεται πιά. Κήρυξε, θαυματούργησε, φανέρωσε τόν ἀληθινό Πατέρα Θεό καί τή ζωή πού πρέπει κανείς νά ἀκολουθεῖ γιά νά εἶναι μαζί Του. Ξέρει ὅμως ὁ παντογνώστης Κύριος ὅτι δέν ἀρκεῖ  μόνον ὁ λόγος. Ἡ πεσμένη στήν ἁμαρτία ἀνθρωπότητα εἶχε ὑποστεῖ βαθύ τραῦμα ἀπό τήν ἀποστασία της ἀπό τόν Θεό, γι᾽ αὐτό καί «ἕδει παθεῖν Αὐτόν». ῎Επρεπε νά πάθει, νά σταυρωθεῖ ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός, προκειμένου πάνω στόν Σταυρό νά «ἄρῃ τάς ἁμαρτίας» σύμπαντος τοῦ κόσμου. Ὁ Σταυρός Του θά ἦταν ἐκεῖνο πού θά κατέφερε τό ἀποφασιστικό καί καίριο πλῆγμα κατά τῆς ἁμαρτίας, κατά τοῦ θανάτου, κατά τοῦ ἀρχεκάκου διαβόλου. ῾Η ἀνάσταση τοῦ ἀνθρώπου θά ἐρχόταν μετά τόν θάνατο καί τήν ἀγία Σταύρωση ᾽Εκείνου, ὡς συμμετοχή πιά στοῦ ἴδιου τήν ᾽Ανάσταση.  Κι ἡ ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου ἦταν καθώς εἴπαμε ἡ προκήρυξη τῆς παγκόσμιας αὐτῆς χαρᾶς.

῾Η ὑμνολογία μάλιστα τῆς ἡμέρας ἐπιμένει στή συμβολική αὐτή ἑρμηνεία τῶν γεγονότων: ἡ νίκη τοῦ Χριστοῦ ἀπέναντι στόν θάνατο καί δι᾽ αὐτῆς ἡ κοινή ἀνάσταση τῶν ἀνθρώπων προβάλλεται καί μέ τά κλαδιά τῶν φοινίκων πού κράδαιναν οἱ παῖδες τοῦ ᾽Ισραήλ, κραυγάζοντας τόν ἀγγελικό ὕμνο: «᾽Ωσαννά τῷ υἱῷ Δαυΐδ. Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου».

«Δοξολογῆστε ἀπό κοινοῦ οἱ λαοί καί τά ἔθνη. Γιατί ὁ βασιλέας τῶν ᾽Αγγέλων κάθησε τώρα πάνω στό γαϊδουράκι, καί ἔρχεται μέ τή θέλησή Του στόν Σταυρό, γιά νά πατάξει τούς ἐχθρούς ὡς δυνατός. Γι᾽ αὐτό καί τά παιδιά, μέ βάγια, φωνάζουν δυνατά τόν ὕμνο: Δόξα σέ Σένα πού ἦλθες Νικητής. Δόξα σέ Σένα, τόν Σωτήρα Χριστό».

«Κι ἐμεῖς λοιπόν σάν τά παιδιά, κρατώντας τά βάγια ὡς σύμβολα τῆς νίκης κατά τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ θανάτου, σέ Σένα τόν Νικητή τοῦ θανάτου φωνάζουμε δυνατά: ᾽Ωσαννά ἐν τοῖς ὑψίστοις...».

Εἶναι πολύ σημαντικό ὅμως νά τονίσουμε ὅτι ἡ ᾽Εκκλησία μας ἐπισημαίνει μία πολύ βαθειά ἀλήθεια πάνω σ᾽ αὐτόν τόν ἀλαλαγμό τῶν παιδιῶν καί τοῦ λαοῦ γιά τόν Κύριο πού εἰσέρχεται στήν πόλη Σιών. Ἡ θριαμβευτική ὑποδοχή τοῦ Κυρίου, πού ὁδεύει πρός τό Πάθος καί τήν ᾽Ανάστασή Του, προϋποθέτει πλούσια χάρη ἀπό τόν Θεό. Μπορεῖ δηλαδή ὁ λαός αὐτός ἀπό τή μιά νά ἐπευφημεῖ τόν Κύριο κι ἀπό τήν ἄλλη νά Τόν καταδικάζει μέ τό «ἆρον, ἆρον, σταύρωσον Αὐτόν», ὅμως τή συγκεκριμένη στιγμή τῆς ὑποδοχῆς Του διακατέχεται ἀπό χάρη, ἡ ὁποία τόν κινεῖ σέ δοξολογία. Ἤδη τό συναξάρι τῆς ἡμέρας στήν περιγραφή τῶν γεγονότων ἀναφέρει: «Λοιπόν αὐτός πού ἔχει θρόνο τόν οὐρανό, καθισμένος πάνω σέ γαϊδουράκι εἰσέρχεται στήν ῾Ιερουσαλήμ. Καί τά παιδιά τῶν ῾Εβραίων, ὅπως καί οἱ ἴδιοι, ἔριχναν κάτω τά ἱμάτιά τους, ἐνῶ κραδαίνοντας κλαδιά ἀπό φοίνικες φώναζαν δυνατά: ᾽Ωσαννά τῷ Υἱῷ Δαυΐδ, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, ὁ Βασιλεύς τοῦ ᾽Ισραήλ. Αὐτό δέ ἔγινε, γιατί κίνησε τίς γλῶσσες τους πρός αἶνο καί δοξολογία τοῦ Χριστοῦ τό Πανάγιον Πνεῦμα. Καί τά κλαδιά τῶν βαΐων προσήμαιναν τή νίκη τοῦ Χριστοῦ κατά τοῦ θανάτου».

῎Ετσι ἡ ὑμνολογία τῆς ᾽Εκκλησίας μας μᾶς προσγειώνει στήν πραγματικότητα καί μᾶς τονίζει ὅ,τι ἐπισημάναμε καί στήν ἀρχή: δέν μπορεῖ κανείς ἀπροϋπόθετα, χωρίς πνευματικό ἀγώνα πού καθαρίζει τήν ψυχή καί τό σῶμα ἀπό τά πάθη, νά γίνει μέτοχος τοῦ Χριστοῦ στό Πάθος καί τήν ᾽Ανάστασή Του. «Κατά τρόπο νοητό, μέ κλαδιά κι ἐμεῖς, ἄς δοξολογήσουμε τόν Χριστό μέ πίστη, καθαρισμένοι ὅμως στίς ψυχές σάν τά παιδιά». Ὅλος ὁ ἀγώνας τῆς ἁγίας Σαρακοστῆς ἦταν ἀκριβῶς γιά νά ἀποτινάξουμε ἀπό τήν καρδιά μας ὅ,τι μᾶς παλιώνει καί μᾶς βρωμίζει, δηλαδή τήν ἁμαρτία, καί νά μᾶς κάνει καί πάλι παιδιά στήν ψυχή. Μόνον αὐτός πού κρατᾶ τήν παιδικότητά του ὡς ἁγνότητα ψυχική μπορεῖ καί ἔχει ἀνοικτούς ὀφθαλμούς γιά νά θεᾶται τά Πάθη καί τήν ᾽Ανάσταση τοῦ Χριστοῦ καί νά μετέχει σ᾽ Αὐτά. Κι ἡ μετοχή αὐτή,  ἐπαναλαμβάνουμε καί πάλι, σημαίνει εὕρεση τοῦ ἀληθινοῦ χαρισματικοῦ ἑαυτοῦ μας πού ἀναδύθηκε κατά τό ἅγιο βάπτισμά μας. «Συνταφέντες σοι διά τοῦ βαπτίσματος, Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν, τῆς ἀθανάτου ζωῆς ἠξιώθημεν τῇ ᾽Αναστάσει Σου».

Ἡ παραπάνω ἐπισήμανση ὅμως ὁδηγεῖ καί σέ μία ἄλλη ἀλήθεια, ἡ ὁποία ἰδιαιτέρως στήν ἐποχή μας πρέπει νά τονίζεται καί μάλιστα μέ ἔμφαση. Διακράτηση τῆς ψυχικῆς καθαρότητας σημαίνει χάρη Θεοῦ, δηλαδή ἀγάπη καί ἑνότητα. Ὁ Θεός πράγματι ἐπαναπαύεται σέ ψυχές καθαρές, πού σημαίνει ὅτι τούς δίνει τή δυνατότητα νά ἀγαποῦν τόν συνάνθρωπο καί νά νιώθουν ἑνωμένοι μέ αὐτόν. ῞Οπου μέ ἄλλα λόγια ὑπάρχει διχοστασία καί ἔχθρα καί ἐπιθετικότητα, ἐκεῖ, ἔστω κι ἄν ἀκούγονται «θεοφιλεῖς κουβέντες», ὑπάρχει ἀπουσία Θεοῦ, συνεπῶς παρουσία δαιμονικοῦ πνεύματος. Κι εἶναι κάτι πού ἡ ᾽Εκκλησία μας ὄχι ἁπλῶς τό σημειώνει, ἀλλά τό τονίζει κατά κόρον. ῎Οχι μία φορά, ἀλλά ἕξι φορές στήν ἀκολουθία τῆς σημερινῆς ἡμέρας Κυριακῆς τῶν Βαΐων προτρέπει τούς πιστούς ἑνωμένοι  μεταξύ μας νά σηκώσουμε τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ καί νά Τόν δοξολογήσουμε σάν τά παιδιά τῶν ῾Εβραίων. «Σήμερον, ἡ χάρις τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἡμᾶς συνήγαγε· καί πάντες αἴροντες τόν Σταυρόν σου λέγομεν· Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, ᾽Ωσαννά ἐν τοῖς ὑψίστοις». Μπορεῖ ὁ ὕμνος νά ἀναφέρεται στούς μοναχούς οἱ ὁποῖοι καλοῦνταν στό τέλος τῆς Σαρακοστῆς νά συναχτοῦν στό μοναστήρι τους ἀπό ὅπου κι ἄν βρίσκονταν, εἴτε ὡς μεμονωμένοι ἀσκητές εἴτε σέ ὁποιαδήποτε διακονία, γιατί ὅλοι μαζί ἔπρεπε νά ζήσουν τή Μεγάλη ῾Εβδομάδα, ὅμως ἡ οὐσία παραμένει ἡ ἴδια: μαζεμένοι ὅλοι οἱ πιστοί στήν ᾽Εκκλησία μας, ὡς μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, καί μάλιστα μέ ἑνότητα ὅλων τῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς μας, χωρίς ἀποστάσεις ψυχικές καί τοπικές, καλούμαστε νά ζήσουμε τό Πάθος καί τήν ᾽Ανάσταση τοῦ Κυρίου. Στήν ἑνότητα αὐτή μάλιστα πρέπει ἴσως νά μετρήσουμε καί τά πνευματικά μας μέτρα. ῎Αν δέν νιώθω ἑνωμένος μέ τόν ἄλλον ἐν Χριστῷ ἀδελφό, ἄν ἡ ἑτοιμότητά μου εἶναι νά τόν ἀμφισβητῶ καί νά τόν ἐξουδενώνω, εἶναι μᾶλλον οὐτοπία νά νομίζω ὅτι θά ζήσω Μεγάλη ῾Εβδομάδα κι ὅτι ἡ ᾽Ανάσταση τοῦ Χριστοῦ θά καταυγάσει καί πάλι τή ζωή μου.

Παρασκευή 26 Απριλίου 2024

Ο ΦΙΛΟΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΑΓΙΟΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΑΖΑΡΟΣ (βίντεο)

 




ΣΑΒΒΑΤΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ

 

«Ο Λάζαρος ήταν Εβραίος κατά το γένος, Φαρισαίος κατά την αίρεση, και υιός, όπως έχει βρεθεί, του Φαρισαίου Σίμωνα, καταγώμενος από την κώμη της Βηθανίας. Ενώθηκε με δεσμά φιλίας με τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, ο Οποίος ήλθε στον κόσμο για τη σωτηρία μας. Επειδή λοιπόν ο Χριστός συνεχώς διαλεγόταν με τον Σίμωνα, διότι και αυτός πίστευε πολύ στην ανάσταση από τους νεκρούς, και πήγαινε στο σπίτι του, κατά φυσικό τρόπο ο Λάζαρος, όπως και οι δύο του αδελφές, η Μάρθα και η Μαρία, αγάπησαν γνήσια τον Κύριο. Καθώς πλησίαζε το σωτήριο Πάθος, επειδή έπρεπε να θεωρηθεί αξιόπιστο το μυστήριο της Αναστάσεως του Κυρίου, ο μεν Ιησούς έμενε πέραν του Ιορδάνου, αφού προηγουμένως είχε αναστήσει από τους νεκρούς την κόρη του Ιαείρου και τον υιό της Χήρας. Ο δε φίλος του Λάζαρος αρρώστησε βαριά και πέθανε. Ο Ιησούς λοιπόν, ενώ δεν ήταν στη Βηθανία, λέγει στους μαθητές: Ο Λάζαρος κοιμήθηκε, και μετά από λίγο πάλι: Ο Λάζαρος, λέγει, πέθανε. Έρχεται λοιπόν στη Βηθανία, αφήνοντας τον Ιορδάνη, καθώς Του έστειλαν μήνυμα οι αδελφές του Λαζάρου. Απέχει δε η Βηθανία περίπου δεκαπέντε στάδια από τα Ιεροσόλυμα. Τον προϋπάντησαν οι αδελφές του Λαζάρου που του είπαν: Κύριε, αν ήσουν εδώ, δεν θα πέθαινε ο αδελφός μας. Αλλά και τώρα, αν θελήσεις, θα τον αναστήσεις, γιατί μπορείς. Ερωτά τον όχλο ο Ιησούς. Πού τον βάλατε; Και αμέσως όλοι πήγαν προς το μνήμα. Κι αφού σήκωσαν τον λίθο, η Μάρθα λέγει: Κύριε, μυρίζει πια, γιατί είναι τέσσερις ημέρες μέσα. Ο Ιησούς προσευχήθηκε και έκλαψε για τον Λάζαρο, οπότε με μεγάλη φωνή κραύγασε: Λάζαρε, έλα έξω. Κι αμέσως ο πεθαμένος βγήκε, κι αφού λύθηκε αναχώρησε για το σπίτι του. Αυτό το τεράστιο παράδοξο ξεσήκωσε τον φθόνο του Εβραϊκού λαού, που εξοργίστηκε κατά του Χριστού. Ο δε Ιησούς πάλι έφυγε γρήγορα. Οι δε αρχιερείς σκέφτηκαν και τον Λάζαρο να σκοτώσουν, διότι πολλοί βλέποντάς τον πίστευαν στον Χριστό. Ο Λάζαρος τότε που κατάλαβε τις σκέψεις τους διαφεύγει προς τη νήσο Κύπρο, όπου και έμενε, μέχρις ότου αργότερα αναδείχτηκε αρχιερέας της πόλης του Κυτίου από τους Αποστόλους. Κι αφού έζησε καλώς και θεοφιλώς, τριάντα χρόνια μετά από την ανάστασή του πέθανε και πάλι. Ετάφη εκεί και έκανε πολλά θαύματα.

      Λέγεται δε ότι μετά την ανάστασή του δεν έφαγε τίποτε χωρίς να βάλει και κάτι πικρό στο φαγητό και ότι το ωμοφόριό του το έφτιαξε η πάναγνη του Θεού Μητέρα με τα χέρια της και του το χάρισε. Το τίμιο και άγιο λείψανό του ο σοφότατος βασιλιάς Λέων, από κάποια θεία όραση κινούμενος έστειλε και το πήρε από εκεί και το κατέθεσε με σεμνότητα και με πολυτέλεια στον Ναό που έκτισε στην Κωνταντινούπολη προς τιμή του. Και τώρα ακόμη παραμένει το τίμιο λείψανό του, που βγάζει κάποια άρρητη ευωδία. Τάχθηκε δε να εορτάζεται η έγερσή του κατά τη σημερινή ημέρα, διότι οι άγιοι και θεοφόροι Πατέρες μας, μάλλον δε οι άγιοι Απόστολοι, μετά την κάθαρση της σαρανταήμερης νηστείας, ενόψει των αγίων Παθών του Κυρίου μας, επειδή βρήκαν αυτό το θαύμα ότι ήταν η αρχή και μάλιστα η αιτία της μανίας των Ιουδαίων κατά του Χριστού, γι' αυτό λοιπόν έθεσαν εδώ το υπερφυσικό αυτό τεράστιο θαύμα. Αυτό λοιπόν το θαύμα μόνος ο ευαγγελιστής Ιωάννης το έγραψε, διότι οι άλλοι ευαγγελιστές το παρέλειψαν. Ίσως γιατί ήταν ζωντανός ο Λάζαρος και τον έβλεπαν. Λέγεται μάλιστα ότι και γι' αυτό ακριβώς συνέγραψε και το υπόλοιπο Ευαγγέλιο και ότι οι άλλοι δεν αναφέρθηκαν καθόλου στην άναρχη Γέννηση του Χριστού. Διότι αυτό ήταν το ζητούμενο να πιστευθεί, δηλαδή ότι ο Χριστός ήταν ο Υιός του Θεού και Θεός. Και ότι αναστήθηκε και θα γίνει ανάσταση των νεκρών, πράγμα το οποίο με την ανάσταση του Λαζάρου γίνεται περισσότερο πιστευτό. Ο Λάζαρος δε δεν είπε τίποτε για τα εν Άδη ή διότι δεν του επέτρεψε ο Θεός να δει τελείως τα εκεί ή διότι τα είδε μεν, αλλά πήρε εντολή να κρατήσει σιωπή γι' αυτά. Από τότε και μετά, κάθε άνθρωπος που μόλις έχει πεθάνει λέγεται Λάζαρος, ενώ το εντάφιο ένδυμα ονομάζεται Λαζάρωμα, καθώς τον παρακινεί ο λόγος να θυμηθεί τον πρώτο Λάζαρο. Διότι αν εκείνος με τον λόγο του Χριστού αναστήθηκε και ξανάζησε πάλι, έτσι κι αυτός: μολονότι πέθανε, όμως θα αναστηθεί με την τελευταία σάλπιγγα και θα ζήσει αιώνια».

      Η ανάσταση του Λαζάρου από τον Κύριο θεωρείται από τον άγιο υμνογράφο Θεοφάνη πρώτα από όλα γεγονός που φανερώνει τη διπλή φύση Του, την ανθρώπινη και τη θεϊκή. Η μεν ανθρώπινη φύση Του φανερώνεται όταν  ο Κύριος ερωτά, σαν να αγνοεί, τον τόπο της ταφής του φίλου Του, αλλά και όταν κλαίει για τον θάνατό του. Η δε θεϊκή φύση Του αποκαλύπτεται, όπως είναι φυσικό, από την ανάσταση του Λαζάρου, καθώς η ισχύς του θεϊκού λόγου Του βγάζει από το χώρο των κεκοιμημένων τον Λάζαρο, αλλά και προηγουμένως, από τη πρόγνωση του θανάτου του. Οι στίχοι του συναξαρίου είναι εντελώς δειγματοληπτικοί αλλά και αποκαλυπτικοί: «Θρηνείς, Ιησού – δείγμα τούτο ότι είσαι πραγματικά άνθρωπος. Δίνεις ζωή στον φίλο σου – δείγμα τούτο της θεϊκής δύναμής Σου».

      Η ανάσταση του Λαζάρου όμως συνιστά κατά τον υμνογράφο σημαντικό γεγονός, γιατί δείχνει και την αξιοπιστία της ανάστασης του ίδιου του Κυρίου. Ο Κύριος δηλαδή που είχε προείπει την ανάστασή Του είναι επόμενο να καθιστά εντελώς αξιόπιστη την προφητεία Του, με την ανάσταση εκ νεκρών που δίνει στον Λάζαρο. Αφού με άλλα λόγια ανέστησε έναν άνθρωπο εκ νεκρών, γιατί να μην μπορεί να αναστήσει και τον εαυτό Του; Και βεβαίως η ανάσταση του Λαζάρου που παραπέμπει στην Ανάσταση του Κυρίου, προχωρά κατ' επέκταση και στην ανάσταση εκ νεκρών όλων των ανθρώπων. Η Ανάσταση του Κυρίου άλλωστε γι' αυτό έγινε. Όχι γιατί είχε ανάγκη της ανάστασης αυτής ο Κύριος, ο Ίδιος ο παντοδύναμος Θεός που σαρκώθηκε, αλλά για να δώσει στους ανθρώπους τη μεγαλύτερη δωρεά: να υπερβούν τον θάνατο - το τίμημα της αμαρτίας τους - συνεπώς να ζήσουν αυτό που απαρχής είχε δοθεί ως προοπτική στους ανθρώπους: να ζουν αιωνίως εν Θεώ, ψυχή τε και σώματι. "Τον Λάζαρο που πέθανε, τον ανέστησες από τον Άδη που βρισκόταν τέσσερις ημέρες, Χριστέ, τραντάζοντας έτσι πριν από τον θάνατό Σου τη δύναμη του θανάτου και προμηνύοντας μέσω ενός προσφιλούς σου προσώπου την ελευθερία όλων των ανθρώπων από τη φθορά" (στιχηρό αίνων). 

      Ο άγιος Θεοφάνης όμως σημειώνοντας την ανάσταση εκ νεκρών όλων των ανθρώπων τονίζει και την προϋπόθεση, προκειμένου η ανάσταση αυτή να λειτουργεί θετικά για τον άνθρωπο. Διότι την ανάσταση θα τη ζήσουν όλοι ανεξαιρέτως οι άνθρωποι, όχι όμως κατά τρόπο χαροποιό και φωτεινό. Η ανάσταση των νεκρών κατά τη Δευτέρα Παρουσία για άλλους θα είναι, κατά τα λόγια του ίδιου του Κυρίου, ανάσταση ζωής και για άλλους ανάσταση κρίσεως. Κι εκείνο που θα καταστήσει χαροποιό και φωτεινό γεγονός την ανάσταση, κυριολεκτικά παραδείσια κατάσταση, είναι αν ο άνθρωπος, μέσα στο πλαίσιο αυτού του κόσμου που ο Θεός επέτρεψε να βρεθεί, ζήσει με πίστη και με αγάπη, δηλαδή με μετάνοια από τον κακό και αμαρτωλό και εγωιστικό τρόπο ζωής του. Αν με άλλα λόγια από τώρα ζήσει την ανάσταση του Κυρίου. "Τον νεκρό που μύριζε άσχημα και που ήταν δεμένος με σάβανα, Δέσποτα, τον ανέστησες. Κι εμένα που ειμαι δεμένος με τις σειρές των αμαρτημάτων μου, ανάστησέ με" (ωδή ζ΄).

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΠΡΟ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ

 

ΓΙΑ ΚΛΑΙΜΕ ΑΦΟΥ ΕΙΝΑΙ ΦΙΛΟΣ ΜΑΣ «Η ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΚΑΙ Η ΖΩΗ»;

«Τήν ἀνάστασιν καί ζωήν ἔχουσαι Γυναῖκες προσφιλῆ, τί ἀποδύρεσθε πικρῶς; Παραγίνεται καί ζωώσει τόν γνήσιον φίλον, τῆ αὐτοῦ ἀναστάσει, τήν ἔγερσιν πάντων προμηνύων ὁ πάντων εὐεργέτης» (ωδή η΄ Τριωδίου).

(Γυναίκες (Μάρθα και Μαρία), έχοντας την ανάσταση και ζωή, δηλαδή τον Κύριο, φίλο και αγαπητό σας, γιατί κλαίτε πικρά; Έρχεται και θα δώσει ζωή στον γνήσιο φίλο του τον Λάζαρο, προμηνύοντας με εκείνου την ανάσταση την ανάσταση όλων ο ευεργέτης όλων).

Την ανάσταση του Λαζάρου προβάλλει ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος, μία ανάσα προ της ημέρας της αφιερωμένης σ’ αυτόν. Κι αυτό για να τονίσει ότι εκείνου η ανάσταση αποτελεί προμήνυμα της Αναστάσεως του Κυρίου και συνεπώς της αναστάσεως όλων των ανθρώπων – ο Κύριος ανασταίνεται για να αναστηθεί σύμπαν το ανθρώπινο γένος (ό,τι εικονίζει και η εικόνα της εις Άδου καθόδου του Κυρίου). Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας με καταιγιστικό τρόπο εξαγγέλλουν την αλήθεια αυτή με αφθάστου ύψους ποιητική δύναμη. Για παράδειγμα στην ίδια ωδή: «Καθώς ερχόσουν Κύριε προς Βηθσφαγή, ο αποτρόπαιος Άδης αισθάνθηκε τον κρότο των ποδών Σου και άγγιξε τα πόδια του Λαζάρου λέγοντάς του: Αν πρόκειται να σε φωνάξει η Ζωή, μην αργήσεις, αλλά βγες έξω. Διότι γνωρίζω την καταστροφή μου που έρχεται γρήγορα».

Ενόψει λοιπόν του ερχομού του Κυρίου στη Βηθανία για να αναστήσει τον φίλο του Λάζαρο, ο υμνογράφος «ελέγχει» τις αδελφές του Λαζάρου, Μάρθα και Μαρία. Και τις ελέγχει για την ολιγοπιστία τους, με το συντριπτικό πράγματι επιχείρημα: αφού ο Κύριος είναι και δικός σας φίλος, αγαπητός και προσφιλής, Αυτός που είναι η Ανάσταση και η Ζωή, όπως θα το δηλώσει μάλιστα στις ίδιες, τότε γιατί κλαίτε και μάλιστα πικρά, δηλαδή με κάποια απελπισία; Να έχει κανείς τον Χριστό τόσο κοντινό του και να απελπίζεται, είναι μάλλον παράλογο. Εκτός κι αν δεν Τον πιστεύει όπως πρέπει.

Τι θα έπρεπε να πει βεβαίως ο άγιος υμνογράφος και σε μας που έχουμε βαπτιστεί στο όνομα του Χριστού και έχουμε γίνει μέλη του αγίου Σώματός Του – ένα κυριολεκτικά μ’ Εκείνον; Και μάλιστα όταν επιβεβαιώνουμε τούτο με την κοινωνία του αγίου σώματος και αίματός Του; Πώς έρχονται στιγμές ή και μακρύτερα χρονικά διαστήματα που ξεχνάμε την πιο καίρια αυτή αλήθεια της πίστης μας, οπότε μας καταλαμβάνει η βαθιά λύπη της μοναξιάς, ο μεγάλος φόβος για τα δεινά του βίου, ακόμη και η δαιμονική απόγνωση; Δεν είναι απτά σημάδια αυτά της ολιγοπιστίας ή και της απιστίας μας ακόμη; Αλλά ο Χριστός μας επιμένει: είμαι ο φίλος Σας, λέει, είμαι ο Πατέρας και η Μάνα σας, είμαι το σπίτι σας, είμαι η τροφή σας, είμαι ο νυμφίος της ψυχής σας. Είμαι τα πάντα για εσάς. Σας αγαπώ περισσότερο κι από την αγάπη της μάνας προς το λατρευτό βλαστάρι της!

Πέμπτη 25 Απριλίου 2024

ΠΕΜΠΤΗ ΠΡΟ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ

«Θεωρίαν καί πρᾶξιν, ὥσπερ συζεύξαντες, πρός Χριστόν ἱκεσίαν, ἐκπέμψαι σπεύσωμεν· τόν τεθαμμένον ἡμῶν νοῦν, ὡς ἄλλον Λάζαρον νεκρόν, ὅπως ζωώσῃ τῇ αὐτοῦ ἐπιστασίᾳ τῇ φρικτῇ, βαΐα δικαιοσύνης αὐτῷ προσφέρειν καί κράζειν· Εὐλογημένος εἶ ὁ ἐρχόμενος» (κάθισμα ὄρθρου, ἦχος πλ.α΄).

(Ἔχοντας ἑνώσει, κατά κάποιον τρόπο, θεωρία καί πράξη, ἄς σπεύσουμε νά ἱκετέψουμε τόν Χριστό, νά δώσει ζωή μέ τή φοβερή παρουσία Του στόν θαμμένο μας νοῦ, σάν νά εἶναι ἕνας ἄλλος Λάζαρος νεκρός, ὥστε (ἀπό δῶ καί πέρα) νά Τοῦ προσφέρουμε τά βάγια τῆς δικαιοσύνης μας (μέ τή σύμφωνη πρός τό θέλημά Του ζωή μας) καί νά Τοῦ φωνάζουμε δυνατά, Εὐλογημένος εἶσαι Σύ πού ἔρχεσαι στ’ ὄνομα τοῦ Κυρίου).

Δέν ξέρουμε κατά πόσο χρησιμοποιεῖ τούς ὅρους θεωρία καί πράξη ὁ ἅγιος ὑμνογράφος μέ τήν πνευματική τους ἔννοια, δηλαδή τήν πράξη ὡς τήν πρακτική ἐξάσκηση τῶν ἀρετῶν καί τή θεωρία ὡς τόν φωτισμό πού δίνει ὁ Θεός ἀπό τήν ἐξάσκηση αὐτή, ἀφοῦ «πρᾶξις θεωρίας ἐπίβασίς ἐστιν» - πιθανόν αὐτό νά ἔχει ὑπόψη του, δεδομένου ὅτι ὁ νοῦς μπορεῖ νά βρίσκεται σέ κατάσταση ὑπνώττουσα, τήν ὥρα πού ὁ πιστός σέ πρώτη φάση ἀσκεῖ τίς ἀρετές πρός κάθαρσή του ἀπό τίς ἡδονές· ἤ ἄν παίρνει ὡς βάση τό γεγονός τῆς ἀνάστασης τοῦ νεκροῦ Λαζάρου ἀπό τόν Κύριο στή Βηθανία (θεωρία), προκειμένου νά τό δεῖ σέ σχέση μέ τή ζωή τή δική μας (πράξη). Εἴτε ἔτσι εἴτε ἀλλιῶς ὅμως τί μᾶς λέει; Νά ἱκετέψουμε τόν Κύριο, ὅπως τότε πού ἦλθε κι ἀνέστησε τόν Λάζαρο, ἔτσι νά κάνει καί σέ μᾶς, γιατί καί ὁ δικός μας νοῦς, πού εἶναι τό κέντρο τῆς ψυχοσωματικῆς μας ὕπαρξης, κεῖται θαμμένος καί νεκρός σάν ἄλλος Λάζαρος, λόγω βεβαίως τῆς ἄγνοιας καί τῶν ἁμαρτιῶν μας.

 Προϋποτίθεται στή σκέψη τοῦ ὑμνογράφου μας ὅτι ἡ ἁμαρτία νεκρώνει δυστυχῶς τό πνευματικό μας ὄμμα, τόν νοῦ μας, καί ἡ ἐκ νέου ζώωσή του, ἡ ἀνάστασή του, δέν μπορεῖ νά συμβεῖ παρά μόνον μέ τήν παντοδύναμη ἐνέργεια τῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου. Ἐκεῖνος μόνον ἔχει τή δύναμη νά διοχετεύσει ζωή στήν ἄβυσσο τοῦ Ἅδη μας καί νά μᾶς δώσει μετάνοια, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ καί τήν ἀνάσταση τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς.

 Ποιό θά εἶναι τό σημεῖο ὅτι ὄντως ἀνέστη ὁ νοῦς μας; Ἀφενός ἡ σύμφωνη μέ τό ἅγιο θέλημά Του ζωή μας μέ τούς κραδασμούς τῶν βαΐων τῆς χαρᾶς μας, ἀφετέρου ἡ δοξολογική κραυγή μας γιά τή συγκατάβασή Του νά ἔλθει καί νά ἔρχεται πάντοτε μέσα στά ὅρια καί τῆς προσωπικῆς μας ζωῆς.

Τετάρτη 24 Απριλίου 2024

ΤΕΤΑΡΤΗ ΠΡΟ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ

«Τῇ δυνάμει τοῦ Σταυροῦ δυναμώσας μου τόν νοῦν, ἐξασθενοῦντα προσβολαῖς πονηραῖς, πρός τό θέλημα τό σόν, ἴθυνον Κύριε.

Ραθυμίας νυσταγμῷ, ἐπί κλίνης ἡδονῶν καθεύδοντά με, διανάστησον Χριστέ, καί τῶν σῶν προσκυνητήν Παθῶν ἀνάδειξον.

Λαμπρυνθέντες τάς ψυχάς, τῇ νηστείᾳ καθαροί, προσυπαντῆσαι, ἐπειχθῶμεν Χριστῷ, πρός τήν Ἱερουσαλήμ, ἐπιδημοῦντι σαρκί» (ὠδή α΄, ἦχος β΄).

(Κύριε, ἀφοῦ μοῦ δυναμώσεις τόν νοῦ πού χάνει τή δύναμή του ἀπό τίς πονηρές προσβολές, ὁδήγησέ με πρός τό δικό Σου θέλημα.

Ξύπνα με, Χριστέ, γιατί κοιμᾶμαι στήν κλίνη τῶν ἡδονῶν ἀπό τή νύστα τῆς ραθυμίας, κι ἀνάδειξέ με προσκυνητή τῶν Παθῶν Σου.

Ἀφοῦ λαμπρύναμε τίς ψυχές μέ τή νηστεία, ἄς σπεύσουμε, ὡς καθαροί ψυχικά, νά συναντήσουμε τόν Χριστό πού φθάνει ὡς ἄνθρωπος στήν Ἱερουσαλήμ).

Τό δίπολο στό ὁποῖο κινεῖται διαρκῶς ἡ ἐκκλησιαστική ὑμνογραφία μας, ἐν προκειμένῳ στήν πρώτη ὠδή τοῦ κανόνα τῆς ἡμέρας, τοῦ ἁγίου καί πάλι Ἰωσήφ τοῦ ὑμνογράφου, συνεχίζεται: ἀπό τή μιά ἡ ἐπίγνωση τῆς ἀνθρώπινης ἀδυναμίας, ἡ ὁποία ὀφείλεται καί στόν Πονηρό πού δέν παύει νά πολεμάει τόν πιστό, ἀλλά καί στή ραθυμία τῶν παθῶν πού δένει τόν πιστό στίς ἡδονές· κι ἀπό τήν ἄλλη ἡ στροφή «πρός τόν μόνον δυνάμενον σώζειν», τόν Κύριο, ὁ Ὁποῖος βλέποντας τήν ἱκεσία τῶν δούλων Του τούς καθοδηγεῖ πρός τό ἅγιο θέλημά Του, τούς ἀνασηκώνει, ὥστε νά εἶναι μαζί Του, συνοδοπόροι καί προσκυνητές τῶν Παθῶν Του. Δεδομένα γιά τή σωτηριώδη αὐτή σχέση Χριστοῦ καί πιστῶν δύο «πράγματα»: Πρῶτον, ἡ ἀγάπη τοῦ Ἴδιου πρός τά πλάσματά Του - ὁ Σταυρός καί τά Πάθη Του εἶναι ἡ διαρκής ἐπιβεβαίωση τῆς ἀλήθειας αὐτῆς· δεύτερον, ἡ δική μας, τῶν ἀνθρώπων, ἐπιθυμία νά εἴμαστε μέ τόν Κύριο - ἡ δέησή μας νά μᾶς βοηθήσει καί ὁ ἀγώνας τῆς νηστείας, σωματικῆς καί πνευματικῆς, πού καθαρίζει τήν ψυχή, εἶναι ἀπό πλευρᾶς μας ἡ ἀπόδειξη ἐπίσης τῆς ἀλήθειας αὐτῆς.

Τό πιό κρίσιμο στοιχεῖο στή σχέση αὐτή μέ τόν Κύριο βεβαίως εἶναι ἡ παράκλησή μας νά κατευθύνει τό δικό μας θέλημα πρός τό δικό Του: «ἴθυνον πρός τό Σόν θέλημα». Κι αὐτό γιατί γνωρίζει καλά ὁ ἅγιος ὑμνογράφος ὅτι τό μόνο πού τίθεται πάντοτε ὡς ἐμπόδιο στή σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό εἶναι τό δικό μας θέλημα. «Τό θέλημα», κατά τούς ἀββάδες τοῦ Γεροντικοῦ, «εἶναι τό χάλκινο τεῖχος πού δέν μᾶς ἀφήνει νά δοῦμε τόν Θεό». Εἶναι ὁ ἀγώνας μέ τόν ἐγωϊσμό μας, μέ τό «ἔτσι μ’ ἀρέσει» - ἡ συνέχεια τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος. Τό νά ὑποτάξουμε τό θέλημά μας στό θέλημα τοῦ Κυρίου εἶναι ἡ πορεία τοῦ ἁγιασμοῦ μας. Ἅγιος εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού ἀποφάσισε μέ ὅλη τή δύναμη τῆς ψυχῆς του νά κάνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ προσωπικό δικό του θέλημα. Ὅ,τι ἔκανε καί ὁ Κύριος ὡς ἄνθρωπος στόν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ: «πλήν οὐχ ὡς ἐγώ θέλω, ἀλλ’ ὡς Σύ, Πάτερ». Ἡ ἐπιλογή αὐτή, ὀδυνηρή πράγματι γιατί περνάει ἀπό τίς συμπληγάδες τοῦ ἐγωϊσμοῦ μας, φανερώνει ὅτι δέν λέμε ἀκόμη καί τό «Πάτερ ἡμῶν» ὑποκριτικά. Γιατί ὁ Κύριος ἐξαρχῆς καί διηνεκῶς αὐτό μᾶς ζητάει κι ἐμεῖς ἀπό αὐτό κρινόμαστε: «Γενηθήτω τό θέλημά Σου» καί ὄχι τό θέλημά μας.

Τρίτη 23 Απριλίου 2024

ΟΙ ΔΥΟ ΠΛΕΥΡΕΣ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

«Αν πάρεις με αγάπη τον Σταυρό του Χριστού, είναι πολύ ελαφρός, είναι σφουγγάρι. Αν τον πάρεις απ’ την άλλη πλευρά, τότε είναι βαρύς και ασήκωτος» (όσιος Εφραίμ Κατουνακιώτης).

Ο όσιος Κατουνακιώτης κινείται Αγιογραφικά, Πατερικά, βιωματικά. Αυτό που λέει δηλαδή εκφράζει τον λόγο του Κυρίου και των αγίων Του αποστόλων, τον λόγο των Πατέρων και της Εκκλησίας, τον λόγο τον δικό του που είναι καρπός φωτισμού του Αγίου Πνεύματος μέσα στην καθαρή από τα πάθη αγιασμένη του καρδιά. Κι αυτό συνιστά βεβαίως τον ορισμό του αληθινού θεολόγου κατά την πίστη μας: θεολόγος είναι εκείνος που ομιλεί όχι απλώς μεταφέροντας απόψεις της Γραφής και των Πατέρων – κι αυτό είναι καλό και άγιο  βεβαίως για τους αρχαρίους εμάς, όταν κινούμαστε εν ταπεινώσει – αλλά που ομιλεί καθώς έχει γίνει «διδακτός Θεού». «Κύριε, τα χείλη μου ανοίξεις και το στόμα μου αναγγελεί την αίνεσίν σου» διακηρύσσει ήδη από την Παλαιά Διαθήκη ο προφητάναξ Δαυίδ.

Ο άγιος Εφραίμ εν προκειμένω δεν αναφέρεται στη θεολογία καθ’ αυτό του Σταυρού του Κυρίου, Σταυρού που περικλείει κατά τους αγίους «όλη την τελειότητα της πίστεως». Αναφέρεται στην πορεία του χριστιανού, όταν αποφασίζει με επίγνωση να ακολουθήσει τον Κύριο. Και η πορεία αυτή είναι σταυρική, γιατί με τον τρόπο του Σταυρού περιεπάτησε ο αρχηγός της πίστεως. «Όστις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι». Δεν υπάρχει περίπτωση να είναι κανείς πιστός του Κυρίου και να «ξεφύγει» από τον μονόδρομο αυτόν - πιο καθαρά ο Κύριος δεν θα μπορούσε να το πει. Και περιεχόμενο της σταυρικής αυτής πορείας ως ακολουθίας Εκείνου είναι η απάρνηση του εγωιστικού θελήματος και η εν αγάπη θυσία του εαυτού προς χάριν του συνανθρώπου. «Αύτη εστίν η εντολή η εμή» είπε ο Κύριος με απόλυτο τρόπο, «ίνα αγαπάτε αλλήλους, καθώς ηγάπησα υμάς. Μείζονα ταύτης αγάπης ουδείς έχει, ίνα τις την ψυχήν αυτού θη υπέρ των φίλων αυτού». Σταυρός δηλαδή για τον χριστιανό είναι να βρίσκεται ανά πάσα ώρα και στιγμή σε ετοιμότητα να θυσιάζει οτιδήποτε δικό του και προσωπικό, όπως έκανε ο ίδιος ο Κύριος, προκειμένου να ζει τη μεγάλη αγάπη της προσφοράς του εν χάριτι προς τον κάθε συνάνθρωπο.

Κι εδώ βρίσκεται το παράδοξο, που σημειώνει και ο άγιος Εφραίμ. Ενώ φαίνεται ότι θυσιάζεσαι, ενώ φαίνεται ότι περνάς εν οδύνη τη ζωή σου, η θυσία και η οδύνη αυτή μεταποιούνται από τη χάρη του Θεού σε πραγματικότητα ελαφριά, σε ανάπαυση και παρηγορία καρδίας. Ο ίδιος ο Κύριος και πάλι το σημείωσε και έκτοτε το ακολουθούν και το ζουν όλοι οι άγιοί μας, σαν τον άγιο Εφραίμ. «Ο ζυγός μου χρηστός και το φορτίον μου ελαφρόν εστι». Πώς συμβαίνει αυτό; Μα για τον λόγο ότι τότε ενεργοποιείται στο έπακρο η χάρη του αγίου βαπτίσματος ως παρουσία ενεργός του Κυρίου στην καρδιά του ανθρώπου. Τι είναι ο χριστιανός; Δεν είναι μέλος Χριστού και προέκταση Εκείνου, όπως είναι το κλήμα στο αμπέλι; Λοιπόν, κατά την υπόσχεση του Ίδιου, την ώρα που ο πιστός θα θελήσει να βρεθεί εκεί που του υποδεικνύει ο Ιησούς με τις άγιες εντολές Του, εκείνη την ώρα ζωντανεύει με έναν μυστικό τρόπο και η εμφάνισή Του στη δική του ύπαρξη. «Εάν με αγαπάτε, τηρήστε τις εντολές μου. Κι αυτός που με αγαπά θα αγαπηθεί από τον Πατέρα μου και εγώ θα Τον αγαπήσω και θα του εμφανιστώ μέσα του». Η ζωή του Κυρίου γίνεται με τον τρόπο αυτόν ζωή και του πιστού. Ο πιστός φανερώνεται εν χάριτι ως ένας άλλος Χριστός. Αυτό δεν ετόνιζε και ο απόστολος Παύλος από την προσωπική του εμπειρία; «Χριστώ συνεσταύρωμαι. Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός» - η συσταύρωσή του με τον Κύριο ως βίωση της δικής Του αγάπης τον μετέθετε στη χαρισματική κατάσταση της αλληλοπεριχώρησής του με τον Κύριο.

Αν όμως δεν υπάρχει η μυστική αυτή σχέση με τον Κύριο, αν η πίστη του χριστιανού κινείται σε επίπεδο περισσότερο ιδεολογικό, διότι ο «συσχηματισμός» με τον κόσμο κυριαρχεί στη ζωή του, τότε πράγματι αρχίζει ο σταυρός ως ακολουθία του Κυρίου να μην υφίσταται. Το αντίθετο: αρχίζει ο όποιος θεωρούμενος «σταυρός», η όποια υπάρχουσα ατυχία ή αδικία ή θλίψη ή οδύνη της ζωής αυτής να «εισπράττεται» ως βάρος ασήκωτο που καθιστά τον «αίροντα», κατά την (κοσμική) γνώμη του, «μάρτυρα», «θύμα» που εγείρει ασφαλώς το «δικαίωμα» της επανάστασης. (Δεν θυμίζει τούτο αυτό που έλεγε ο μεγάλος και σοφός δάσκαλος της ορθοδοξίας μακαριστός π. Γεώργιος Μεταλληνός για κάποιους κληρικούς, ότι από «φορείς χάριτος καθίστανται αχθοφόροι;»). Και τότε δεν ξέρει κανείς ποιον να πρωτοχαρακτηρίσει «άθεον εν τω κόσμω»; Τον πράγματι άθεο ή τον «ένθεο» άθεο; Και δεν είναι λίγες οι φορές που όντως ακούμε ή λέμε κι εμείς ότι περνάμε «τα μαρτύρια του Χριστού» κι ότι ο σταυρός μας είναι πολύ μεγάλος για τα μέτρα μας - ομολογία κατ’ ουσίαν της μη χριστιανικότητάς μας.  

Αλλά είπαμε: ακολουθία του σταυρού, συσταύρωση με Εκείνον σημαίνει χαρισματική αποδοχή του όποιου μαρτυρίου, γιατί το περνάμε κατά τον τρόπο του Αρχηγού της πίστεως, δηλαδή με τον τρόπο της αγάπης. Κάθε άλλη αντιμετώπιση του «σταυρού» μας δεν έχει χαρακτήρα χριστιανικό, γι’ αυτό και δεν πρέπει να χαρακτηρίζεται με τη χάρη του ονόματος αυτού.

ΤΡΙΤΗ ΠΡΟ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ

Ω ΨΥΧΗ, ΤΙ ΡΑΘΥΜΕΙΣ; ΤΙ ΑΜΕΛΕΙΣ;

«Ὀλισθηρῶς τοῖς παραπτώμασι καί ταῖς σειραῖς τῶν ἁμαρτημάτων συνδεδεμένη, ὦ ψυχή, τί ῥαθυμεῖς; τί ἀμελεῖς; φεῦγε ἀεί Σοδόμων καί Γομόρρας ὡς ὁ Λώτ ἀσελγείας τόν ἐμπρησμόν˙ μή στραφῇς εἰς τά ὀπίσω καί γένῃ καθάπερ στήλη ἁλός˙ εἰς ὄρος ἀνασώζου τῶν ἀρετῶν˙ φεῦγε ἀεί τοῦ ἀπηνοῦς Πλουσίου ἀσπλαγχνίας τήν φλεγμονήν˙ εἰς τούς κόλπους πρόβαινε τοῦ Ἀβραάμ, ὡς ὁ Λάζαρος, διά ταπεινοφροσύνης κράζουσα˙ Ἡ ἐλπίς μου καί καταφυγή, Κύριε, δόξα σοι» (απόστιχα αίνων, ήχος πλ. α΄).

(Ψυχή μου, καθώς είσαι συνδεδεμένη με τρόπο ολισθηρό με τα παραπτώματα και τις συνεχείς αμαρτίες, γιατί δείχνεις ραθυμία και αμέλεια; Απόφευγε πάντοτε όπως ο Λωτ τον εμπρησμό των Σοδόμων και των Γομόρρων. Μη στραφείς προς τα πίσω και γίνεις σαν στήλη άλατος. Κατάφυγε για να σωθείς στο όρος των αρετών. Απόφευγε πάντοτε τη φλεγμονή της ασπλαχνίας του σκληρόκαρδου πλουσίου. Προχώρα εκεί που είναι η αγκαλιά του Αβραάμ, όπως ο Λάζαρος, κραυγάζοντας με ταπείνωση: Κύριε που είσαι η ελπίδα και η καταφυγή μου, δόξα Σοι).

 Απόλυτα προσγειωμένος ο άγιος υμνογράφος βλέπει με τη χάρη του Θεού ότι η αμαρτία δεν είναι κάτι από το οποίο εύκολα μπορεί να ξεφύγει. Μπορεί να είναι βαπτισμένος και συνδεδεμένος πραγματικά με τον Ιησού Χριστό, ένα με Εκείνον, διότι «ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε», όμως διαπιστώνει ότι τα απομεινάρια της αμαρτίας και οι ρίζες των παθών του τον κατατρύχουν και τον ταλαιπωρούν. Κι αυτό γιατί; Διότι κυριαρχείται από την τυραννίδα των παθών, τη ραθυμία και την αμέλεια. Ο άνθρωπος εύκολα γλιστράει στην αμαρτία, τα πάθη του λειτουργούν μέσα του ως δρόμος ολισθηρός, όπως είναι πολύ εύκολο κάποιος να γλιστρήσει όταν περπατάει εκεί που έχουν χυθεί λάδια! Κι είναι μία έμμεση εξαγγελία του αγίου ποιητή ότι στην πνευματική ζωή δεν μπορείς να ξεχαστείς. Μόλις ξεχαστείς και αρχίσεις τη ρέμβη από τα ηδέα της ζωής, έχεις κιόλας πέσει. Η πνευματική ζωή δηλαδή χαρακτηρίζεται από τη νήψη, από την εγρήγορση, τη διαρκή πρόκληση δηλαδή προς την ίδια την ψυχή μας να βρισκόμαστε σε ένταση – όλες οι δυνάμεις του ανθρώπου, ψυχικές και σωματικές πρέπει να είναι σε λειτουργία. Κι όχι μόνο για το «λεῖον τῶν ἡδονῶν», αλλά και για τον «ζήλο» που δείχνει ο αντίδικος ημών διάβολος, ο οποίος σαν λιοντάρι ωρύεται ψάχνοντας ποιον να καταπιεί. Ο ίδιος ο Κύριος επανειλημμένως τόνιζε «γρηγορεῖτε καί προσεύχεσθε ἵνα μή εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν». Κι ο πατερικός λόγος διά στόματος μάλιστα του οσίου Σωφρονίου του Αθωνίτου θα το πει με δραματική ένταση: «Αν είστε αμελείς για τη σωτηρία σας, ο Θεός επίσης θα γίνει “αμελής” προς εσάς» - βλέποντας ο Θεός την άρνησή μας να βρισκόμαστε σε υπακοή προς τον λόγο και το θέλημά Του, μας αφήνει στο νοσηρό δικό μας θέλημα. Η κόλαση της «αμέλειας» του Θεού έναντι ημών!

Ο άγιος υμνογράφος επιστρατεύει παραδείγματα από τη Γραφή. Αρνητικά: την καταστροφή των Σοδόμων και των Γομόρρων που επέμεναν αμετάκλητα στην αμαρτία τους˙ τη γυναίκα του Λωτ που παρήκουσε την εντολή του Θεού και στράφηκε και πάλι στα αμαρτωλά γινόμενη στήλη άλατος˙ τον σκληρόκαρδο πλούσιο της παραβολής με τον πτωχό Λάζαρο. Και θετικά: τον Λωτ που υπήκουσε και σώθηκε˙ τον Λάζαρο που με την ταπείνωσή του γεύτηκε τις δωρεές του Αβραάμ. Για τον ποιητή μας και σύνολη την Εκκλησία μας βεβαίως η πνευματική ζωή είναι μονόδρομος: ανάβαση στο όρος των αρετών, δηλαδή πορεία στα ίχνη του Χριστού. Και τα ίχνη του Χριστού τα βλέπουμε αποκλειστικά και μόνο στις άγιες εντολές Του. Οι εντολές του Κυρίου αποκαλύπτουν το περιεχόμενο και της δικής Του ζωής, επομένως ο πιστός δεν πορεύεται στα τυφλά. Ο δρόμος είναι ξεκάθαρος μπροστά του. Αρκεί να κινήσει προς τα εκεί εν αγάπη και τη θέλησή του.

Δευτέρα 22 Απριλίου 2024

ΝΗΣΤΕΨΑ, ΑΛΛΑ ΑΠΟ… ΑΡΕΤΕΣ!

ΔΕΥΤΕΡΑ ΠΡΟ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ

«Ἐκ πάντων ἐνήστευσα κατορθωμάτων, εἰς κόρον ἀπήλαυσα τῶν σφαλμάτων, Κύριε· νῦν οὖν πεινῶντά με, σωτηριώδους καί σεπτῆς ἔμπλησον βρώσεως» (ὠδή α΄ ἦχος α΄)

(Νήστεψα ἀπό ὅλα τά κατορθώματα, ἀπόλαυσα μέχρι κορεσμοῦ τά σφάλματα, Κύριε. Τώρα λοιπόν πού πεινάω, γέμισέ με ἀπό τή σωτήρια καί ἱερή σου βρώση).

Ἀπό τήν πρώτη ὠδή τοῦ κανόνα τό τροπάριο, ἐκφράζει τήν πνευματική κατάσταση πού συνήθως ἀπαντᾶται στούς πιστούς στόν Χριστό ἀνθρώπους: τό πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν, τήν ἔλλειψη τῶν καρπῶν του Πνεύματος. Καί δέν πρέπει νά μᾶς παραξενεύει τοῦτο. Γιατί καί μία ὥρα νά εἶναι ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου ἐπί τῆς γῆς, μᾶς διδάσκει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, καί πάλι δυστυχῶς θά ἁμαρτήσει – εἶναι τό τίμημα τῆς ἀνυπακοῆς τῶν πρωτοπλάστων πού σάν ρίζα πού μολύνθηκε διαπερνάει ὁλόκληρο ἔκτοτε τό δένδρο τῆς ἀνθρωπότητας. Καί μπορεῖ βεβαίως ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός νά ἔχει ἔλθει καί νά μᾶς ἔχει δώσει τή δυνατότητα, μέ τήν ἐνσωμάτωσή μας στό ἅγιο σῶμα Του διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος, νά ξεπερνᾶμε τήν ἁμαρτία, ὅμως εἶναι τέτοια ἡ ραθυμία τῆς ζωῆς μας, ὥστε οὔτε αὐτό τελικῶς κάνουμε: παρ’ ὅλη τή βοήθειά Του νά συνεχίζουμε τόν δρόμο καί τῆς δικῆς μας ἀνυπακοῆς. Ὅσο λοιπόν προχωράει ἡ ζωή μας, τόσο βλέπουμε καί τήν αὔξηση τῶν ἁμαρτιῶν μας.

 Ὅμως διαπιστώνουμε τήν ἁμαρτία μας καί ἀπό ἄλλη πλευρά: ὅσο σχετιζόμαστε μέ τόν Κύριο, ὅσο μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ ἀγωνιζόμαστε νά τηροῦμε τίς ἐντολές Του, τόσο διανοίγεται ὁ πνευματικός μας ὀφθαλμός καί βλέπει πράγματα πού πρίν ἀγνοοῦσε, δηλαδή διαπιστώνει ἁμαρτίες πού πρίν οὔτε κἄν τίς ὑποψιαζόταν. Σάν τόν ἀπόστολο Παῦλο, ὁ ὁποῖος ἐνῶ δέν ἔβλεπε κάποια ὁρατή ἁμαρτία στή συνείδησή του, δέν ἐπαναπαυόταν. Γιατί «Κριτής μου εἶναι ὁ Κύριος», ἔλεγε, δηλαδή Ἐκεῖνος πού βλέπει καί τίς πιό ἀδιόρατες κινήσεις τῆς ψυχῆς, πού καί ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ἀγνοοῦμε. Δέν εἶναι τοῦτο μία ἐκ πλαγίου ἐπιβεβαίωση αὐτοῦ πού καί ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί ἡ νεώτερη ψυχολογία τοῦ βάθους, ὅπως λέγεται, ἐπισημαίνει; Δηλαδή ὅτι μιλώντας γιά την ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, μιλᾶμε γιά κάτι πού ἔχει βάθος ἀπύθμενο, κυριολεκτικά γιά μία «ἄβυσσο» τοῦ ἀσυνειδήτου, ἡ ὁποία ἔχει τούς δικούς της «κανόνες» καί τούς δικούς της τρόπους; Λοιπόν νήστεψα, λέει ὁ ἅγιος Ἰωσήφ ὁ ὑμνογράφος, ἀλλά ὄχι ἀπό φαγητά καί κακίες, ἀλλά ἀπό κατορθώματα. Καί ἔφτασε σέ κορεσμό γι’ αὐτόν τόν λόγο ἀπό σφάλματα καί ἁμαρτίες.

Δέν μᾶς ἀφήνει ἐκθέτους ὅμως ὁ ποιητής. Μᾶς ὑπενθυμίζει ὅτι πάντοτε ὑπάρχει ἡ ὁδός διαφυγῆς, ἡ θεραπεία καί ἡ σωτηρία: ἡ στροφή πρός τόν Κύριο, ὁ Ὁποῖος εἶναι ἕτοιμος νά μᾶς συγχωρήσει καί νά μᾶς προσφέρει ἐκείνη τήν τροφή πού γεμίζει τήν πεινασμένη μας ψυχή, δηλαδή τή χάρη Του, τόν ἴδιο Του τόν ἑαυτό. Ἡ λύση γιά ὅλα τά ἀρνητικά τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἀλλά καί τοῦ κόσμου τούτου, εἶναι πάντοτε ἡ ἀγάπη τοῦ Δημιουργοῦ μας.