Ο αυστηρός
νεαρός παπάς!
Η φωνή της
μεσήλικης γυναίκας ακουγόταν ταραγμένη και ελαφρώς οργισμένη. Και φαινόταν να
έχει δίκιο.
Είχε μπει στο εξομολογητάρι, είχε αποθέσει το
φορτίο των αμαρτιών της, αλλά ήθελε να συζητήσει με τον πνευματικό κι ένα
πρόβλημα που φαινόταν ότι την ταλάνιζε αρκετά. Στην εξιστόρηση του προβλήματος
αυτού ήταν που η συναισθηματική της ένταση ανέβηκε.
«Πάτερ»,
του είπε, «η μητέρα μου είναι μεγάλης ηλικίας και χήρα εδώ και πολλά χρόνια. Είναι άνθρωπος της
Εκκλησίας, προσεύχεται διαρκώς, το καντηλάκι στο σπίτι της δεν σβήνει σχεδόν
ποτέ, θυμιατίζει πάντοτε. Και θέλησε να πάει να εξομολογηθεί στη μεγάλη πόλη
που βρέθηκε για να δει τα παιδιά και τα εγγόνια της. Γιατί ζει σε χωριό κι εκεί
ο παπάς τους δεν είναι πνευματικός. Ο πνευματικός έρχεται στις μεγάλες μόνο
γιορτές σταλμένος από τη Μητρόπολη, οπότε πράγματι τότε τον επισκέπτεται. Της
έχει δώσει μάλιστα και την άδεια, βλέποντας την αφοσιωμένη στον Θεό ζωή της, να
κοινωνεί πολύ τακτικά».
«Και ποιο
το πρόβλημα»; ρώτησε με απορία ο ιερέας.
«Μέχρι εδώ
δεν υπάρχει πρόβλημα, πάτερ. Το πρόβλημα αρχίζει από την ώρα που η μητέρα μου
επισκέφτηκε τον παπά που σας είπα, για να εξομολογηθεί. Ζει στο σπίτι του
αδελφού μου, αρκετά μακριά από εδώ, οπότε και πήγε στην κοντινή εκεί ενορία. Ο
παπάς ήταν πολύ νέος στην ηλικία κι απ’ ό,τι φάνηκε μάλλον… άπειρος για το
σπουδαίο αυτό έργο που επιτελείτε εσείς οι πνευματικοί ιερείς».
«Τι έκανε
δηλαδή»; ξαναρώτησε ο πνευματικός, και λίγο τα μάτια του σαν να σκοτείνιασαν.
Όταν άκουγε για περιπτώσεις αδελφών ιερέων, που κάποιες άστοχες ίσως ενέργειές
τους σκανδάλιζαν τους πιστούς, ήταν σαν να μπηγόταν ένα αγκάθι μέσα στην καρδιά
του. Προετοιμάστηκε για να ακούσει τα χειρότερα.
«Η μητέρα
μου, όπως σας είπα, άρχισε την εξομολόγησή της. Είπε ό,τι είχε να πει και
περίμενε τις συμβουλές του ιερέα. Αυτός όμως σαν να… δυσαρεστήθηκε από την
εξομολογούμενη γερόντισσα. Δεν την θεώρησε αξιόπιστη για όσα του είπε, γιατί η
μητέρα μου, όπως μου τα εξιστόρησε πολύ ταραγμένη αργότερα, δεν είχε και πολλά
σοβαρά αμαρτήματα να πει. Χήρα γυναίκα, πάτερ, πονεμένη, με πολλούς αγώνες για
να αναθρέψει τα τρία παιδιά της. Και να σας πω, ήταν τόσο ταραγμένη που έφυγε
από την Εκκλησία παραπατώντας, κι αν δεν βρισκόταν κάποια ευλογημένη ψυχή να
την κρατήσει και να την οδηγήσει στο σπίτι της, θα έπεφτε κάτω».
Ο ιερέας
συμμετείχε με πόνο στην εξιστόρηση της γυναίκας. Δεν αμφισβητούσε καθόλου τα
λόγια της, γιατί όχι μόνο την ήξερε από χρόνια που την εξομολογούσε, αλλά και
για το γεγονός ότι ήταν σοβαρή και μορφωμένη γυναίκα, που δεν είχε πει ποτέ
πράγματα που δεν ίσχυαν.
«Τι την
τάραξε τη μητέρα σας;» είπε ο ιερέας. «Απλώς και μόνη η αμφισβήτηση του νεαρού
παπά;»
«Και ναι
και όχι, πάτερ. Θέλω να πω ότι η αμφισβήτηση του παπά ήταν μεν η κύρια αιτία,
αλλά το πώς εκφράστηκε αυτή ήταν αυτό που προκάλεσε την ταραχή. Γιατί ο παπάς
καταρχάς θεώρησε ως δεδομένο ότι η πολυχρόνια χηρεία της μάνας μου θα την είχε
οδηγήσει σίγουρα σε σχέσεις μοιχείας. Δεν είναι δυνατόν, της είπε, τόσα χρόνια
μόνη και να μην έκανες κάποια άλλη σχέση. Κι όταν η μάνα μου εντελώς απορημένη
του εξήγησε ότι πράγματι ουδέποτε διανοήθηκε να κάνει κάτι τέτοιο, γιατί η
πίστη μας δεν το επιτρέπει πρώτον, αλλά και δεύτερον γιατί είχε να αναθρέψει
και να μεγαλώσει τρία παιδιά, εκείνος άρχισε να οργίζεται. Πίστεψε ότι η μάνα
μου τον κοροϊδεύει κι ότι θέλει να του παρουσιαστεί ως άγγελος και αναμάρτητη.
Και δεν τελειώνει το πράγμα εδώ, πάτερ, συνέχισε την εξιστόρηση η γυναίκα. Αφού
είπε ό,τι είπε ο παπάς σχετικά με το θέμα αυτό, με πολύ επιθετικό τρόπο άρχισε
να τη ρωτάει πώς ζει τώρα στην ηλικία που βρίσκεται. Σημειωτέον, πάτερ, ότι η
μητέρα μου πλησιάζει τα ογδονταπέντε χρόνια της, οπότε μαζεμένη από τον
επιθετικό τρόπο του νεαρού παπά, του εξήγησε ότι και λόγω ηλικίας μένει κυρίως
μέσα στο σπίτι, κι ότι πέρα από τις καθημερινές της εργασίες, η προσευχή και η
ακρόαση του εκκλησιαστικού ραδιοφώνου είναι οι προτεραιότητές της. Τότε, μετά
από αυτό ήταν που ο παπάς έγινε έξαλλος. Και το επιβεβαίωσα, πάτερ, γιατί
επισκέφτηκα τον ναό που είχε εξομολογηθεί η γερόντισσα μάνα μου, και ρώτησα και
τον νεωκόρο, όπως και ένα κατάστημα καλλυντικών δίπλα στον ναό, που και εκεί με
παρέπεμψαν, αφού εκεί μου είπαν κατέφυγε η μητέρα μου, προκειμένου να μη
σωριαστεί στον δρόμο».
Ο παπάς
άκουγε και προσπαθούσε να μην φανερώσει τα συναισθήματα που άρχισαν να τον
διακατέχουν. «Είναι δυνατόν;» διερωτάτο μέσα του. «Τόση απειρία πια; Τόση
αδιακρισία από τον νεαρό παπά;» Αλλά από την άλλη, σκεφτόταν, ακόμη και ο όσιος
της εποχής μας, μέγας Γέρων Πορφύριος, σε νεαρή ηλικία που ανέλαβε το διακόνημα
της εξομολόγησης και της πνευματικής καθοδήγησης, δεν ήλθε η ώρα που μετανόησε
φρικτά για την αυστηρότητά του σ’ εκείνα τα νεανικά του χρόνια; Ο ίδιος δεν
έλεγε ότι πιθανόν έβλαψε ανθρώπους, μέσα στα πλαίσια της πνευματικής ευθύνης
που είχε αναλάβει, αλλά λειτουργώντας αδιάκριτα;
«Όταν λέτε
ότι έγινε έξαλλος, τι εννοείτε;» ρώτησε πολύ σιγά και με σκυμμένο το κεφάλι,
ενώ το στομάχι του σφίχτηκε ακόμη περισσότερο, παραμένοντας όμως εξωτερικά
απαθής και ψύχραιμος.
«Με δυνατή
φωνή την κατηγόρησε ότι του λέει ψέματα για μια ακόμη φορά, κι ότι οπωσδήποτε
θα περνάει την ώρα της πηγαίνοντας σε διάφορα σπίτια ή δεχόμενη άλλες
γειτόνισσες στο δικό της, προκειμένου να πίνουν καφέ και να κουτσομπολεύουν. Η
μάνα μου βεβαίως κόντευε να πεθάνει. Μετάνιωνε την ώρα και τη στιγμή που
βρέθηκε στη συγκεκριμένη Εκκλησία, ενώ αναπολούσε τις ώρες εξομολόγησης στον
πνευματικό της Μητροπόλεως της περιοχής της, και τη διακριτικότητα και την
ευγένεια των λόγων και της συμπεριφοράς του. Κι όταν τελικά επεχείρησε να αρνηθεί τις
κατηγόριες του παπά, εκείνος σηκώθηκε όρθιος και κραυγάζοντας, τόσο που
ακούστηκε σε όλον τον ναό, της είπε να σηκωθεί να φύγει, γιατί αυξάνει τις
αμαρτίες της με τα ψέματα που του αραδιάζει».
Η γυναίκα
σταμάτησε. Η ταραχή της και η οργή της ήταν εμφανείς. Τα μάτια της είχαν
υγρανθεί κι έβγαλε ένα μαντήλι να τα σκουπίσει. Κράτησε το κεφάλι της αρκετά
ώρα κάτω.
Ο ιερέας
προβληματίστηκε. Σκέφτηκε να δικαιολογήσει τον νεαρό ιερέα λόγω της απειρίας
του. Η ιστορία φαινόταν απίστευτη, αλλά δεν είχε λόγους να την αμφισβητήσει
– άλλωστε και άλλες φορές είχε ακούσει παρόμοιες περιπτώσεις. Έστρεψε το βλέμμα
του νοερά στον Κύριο να τον φωτίσει. Οι στιγμές ήταν κρίσιμες. Μήπως μία
απόπειρα δικαιολόγησης του ιερέα θα έφερνε αντίθετο αποτέλεσμα; Και τι
δικαιολογία να έβρισκε;
«Πάτερ, αν
θέλετε, να σας πω τον ναό που έγινε το γεγονός και το όνομα του ιερέα»,
ακούστηκε η φωνή της γυναίκας.
«Δεν
χρειάζεται, παρακαλώ. Δεν έχει ιδιαίτερο νόημα. Απλώς σκέπτομαι τι θα μπορούσα
να πω. Σας ομολογώ ότι βρίσκομαι σε τρομερή αμηχανία. Δεν μπορώ να αποδεχτώ από
τη μια τη συγκεκριμένη συμπεριφορά του νεαρού ιερέα, από την άλλη δεν ξέρω τι
φωτισμό είχε εκείνη τη στιγμή για να συμπεριφερθεί έτσι. Το μόνο στο οποίο
καταλήγω είναι ότι η νεότητά του και ένας αδιάκριτος ίσως ζήλος του τον έκαναν
να φτάσει σ’ αυτήν την ακρότητα, όπως είμαι σίγουρος ότι πρέπει να έχει
μετανιώσει πικρά για τη συμπεριφορά του αυτή, κι αν συναντούσε ενδεχομένως τη
μητέρα σας θα της ζητούσε γονατιστός συγγνώμη. Μου έρχεται όμως και μία άλλη
σκέψη – κι είναι τούτο κάτι που αναδεικνύει ίσως το πνευματικό μεγαλείο της
μάνας σας».
Ανασήκωσε
το κεφάλι της η γυναίκα απορημένη. «Το πνευματικό μεγαλείο της μάνας μου;» είπε.
«Δηλαδή, πάτερ;»
«Να, μου
έρχεται στον νου αυτό που συνέβη στον όσιο Γέροντα Παΐσιο, όταν ήταν στο
μοναστήρι του στη Μακεδονία και κατέβαινε στο κοντινό χωριό για να
λειτουργείται και να κοινωνεί, γιατί ο ίδιος δεν ήταν παπάς. Μέσα στο ιερό
κάποια φορά και την ώρα της Θείας Κοινωνίας, ο ιερέας στράφηκε στον ίδιο και με
επιθετικό τρόπο του είπε να βγει έξω μαζί με τον υπόλοιπο λαό και να
κοινωνήσει. Συνήθιζε να κοινωνεί μέσα στο ιερό, ως καλόγερος που ήταν. Λοιπόν,
εκείνος ταράχτηκε από την επίθεση, αλλά δεν είπε τίποτε. Έσκυψε το κεφάλι,
βγήκε έξω, κοινώνησε. Κι όταν στο τέλος της Λειτουργίας είδε τον ιερέα, εκείνος
πρόσπεσε στον Γέροντα με δάκρυα στα μάτια, ικετεύοντας τη συγγνώμη του. «Δεν
ξέρω τι με έπιασε, Γέροντα – του είπε. Σαν μια δύναμη να με έσπρωξε να σου πω
αυτά που σου είπα, που δεν τα πίστευα». Συγχωρέθηκαν. Προβληματίστηκε όμως ο
όσιος Γέροντας, γιατί συνέβη αυτό. Και σκέφτηκε ότι κατά τη διάρκεια της
ακολουθίας παρακαλούσε τον Χριστό μας να του δίνει μετάνοια και προπαντός
ταπείνωση. «Και να, ο Κύριος μου έδωσε αφορμή ταπείνωσης με τα λόγια του παπά.
Γιατί ο Θεός όταν του ζητάμε κάποιο χάρισμα, δεν μας το δίνει έτοιμο. Μας δίνει
την αφορμή για να το παλέψουμε και να το αποκτήσουμε». Λοιπόν, το ίδιο
σκέπτομαι μη συνέβη και με τη μάνα σας. Είναι μια πιστή γυναίκα, αγωνιστής
άνθρωπος, ήρωας θα έλεγε κανείς, κι ο Θεός με τη συμπεριφορά του παπά τής έδωσε
ευκαιρία για μεγάλη ταπείνωση και για απόκτηση πνευματικών στεφανιών».
«Ποτέ μου
δεν σκέφτηκα κάτι τέτοιο», είπε η γυναίκα, εμφανώς πιο ήσυχη. «Αν όντως ισχύει
αυτό, τότε τα πράγματα αλλάζουν. Θα της το πω, πάτερ, και νομίζω ότι ο λογισμός
της θα ησυχάσει πάρα πολύ. Γιατί ποτέ μου δεν την έχω ακούσει να κατηγορεί
παπά, και μάλιστα επανειλημμένως μας μάθαινε από μικρά, ότι τον παπά δεν πρέπει
να τον πιάνουμε στο στόμα μας. «Ο παπάς είναι σαν το κάρβουνο», μας έλεγε. «Αν
είναι καλός, μας καίει, γιατί είναι αναμμένο κάρβουνο. Αν δεν είναι καλός, μας
λερώνει, γιατί είναι σαν το σβηστό κάρβουνο». Και με την περίπτωση αυτή βρέθηκε
σε μεγάλο πειρασμό. Πάτερ, σας ευχαριστώ. Κάντε προσευχή για μένα και για τη
μητέρα μου».
«Ασφαλώς»,
είπε ο ιερέας. «Κι εσείς θα σας παρακαλέσω, να προσεύχεσθε και για μένα, αλλά
και για όλους τους ιερείς. Μας πολεμάει αρκετά ο Πονηρός τους ιερείς, και γι’
αυτό έχουμε ανάγκη πολύ την προσευχή των υπολοίπων πιστών. Και, αν θέλετε τη
γνώμη μου: κυρίως βάλτε στην προσευχή σας, εσείς και η μάνα σας κυρίως, τον
νεαρό αυτόν παπά. Να του δίνει ο Κύριος τον φωτισμό που πρέπει για το υψηλό
έργο που έχει αναλάβει. Αν δεν μπορεί ίσως να κάνει το καλό, τουλάχιστον να μη
βλάπτει στη φάση που βρίσκεται…».