Σάββατο 30 Ιουνίου 2018

ΑΓΙΟΙ ΑΝΑΡΓΥΡΟΙ ΚΟΣΜΑΣ ΚΑΙ ΔΑΜΙΑΝΟΣ ΕΚ ΡΩΜΗΣ

 


Οἱ ἅγιοι Ἀνάργυροι Κοσμᾶς καί Δαμιανός ἀποτελοῦν κυριολεκτικά τή συνωνυμία τῆς ἀγάπης. Ὅπου ὑπῆρχε νόσημα καί πρόβλημα, ἐκεῖ καί ἡ παρουσία τους λειτουργοῦσε ἰαματικά καί θεραπευτικά, πάντοτε εἰς εὐεργεσίαν. Κι ὄχι μόνον ὅσο ἦταν ἐν ζωῇ, ἀλλά καί μετά θάνατον. Κι ἡ ἀγάπη τους αὐτή, ὡς συνέχεια τῆς ἀγάπης τοῦ ἴδιου τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἐνεργοῦσε καί σέ ἀνθρώπους καί σέ κτήνη: «ἀνθρώποις τε καί κτήνεσι, τάς εὐεργεσίας μετέδωκαν». Δέν εἶναι ὑπερβολή ἄν λέγαμε ὅτι ἡ ζωή τους ἀποτελεῖ τέλειο ὑπομνηματισμό τῆς ἐπισήμανσης τοῦ ὁσίου ᾽Ισαάκ τοῦ Σύρου περί τοῦ τί εἶναι ἡ ἐλεήμων καρδία. «Καρδία ἐλεήμων ἐστί καῦσις καρδίας ὑπέρ πάσης τῆς κτίσεως, ὑπέρ τῶν ἀνθρώπων καί τῶν ὀρνέων καί τῶν ζώων καί τῶν δαιμόνων, καί ὑπέρ κάθε κτίσματος, ὁπότε ἀπό τή μνήμη καί τή θεωρία αὐτῶν ρέουν οἱ ὀφθαλμοί τοῦ ἐλεήμονος δάκρυα. Από τήν πολλή καρτερία μικραίνει ἡ καρδιά καί δέν μπορεῖ νά βαστάσει ἤ νά ἀκούσει ἤ νά δεῖ κάποια βλάβη ἤ ἔστω μικρή λύπη πού γίνεται στή δημιουργία. Καί γι’ αὐτό προσεύχεται μέ δάκρυα κάθε ὥρα καί γιά τούς ἐχθρούς τῆς ἀλήθειας καί γι’ αὐτούς πού τόν βλάπτουν, ὥστε νά διαφυλαχθοῦν καί νά ἐλεηθοῦν αὐτοί, ὅπως προσεύχεται καί γι’ αὐτά τά ἑρπετά ἀκόμη, λόγω τῆς πολλῆς ἀγάπης πού κινεῖται στήν καρδιά του χωρίς μέτρο, ὅπως συμβαίνει καί στόν Θεό».  Ἡ ἀγάπη τους αὐτή ἀπό τήν ἄλλη ἐπιβεβαιωνόταν ὅτι ἦταν καθαρή, ξένη ἀπό προσμείξεις ἐγωϊσμοῦ, λόγω τῆς μεγάλης ταπείνωσής τους. Οἱ ἅγιοι ποτέ δέν κόμπασαν γιά τά κατορθώματά τους, γιά τά θαύματα πού γίνονταν διαρκῶς μέσω αὐτῶν. Διότι γνώριζαν ὅτι ἦταν ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ πού ἔδινε τή συγκεκριμένη δύναμη. Γι᾽ αὐτό καί ἡ ὑμνολογία μας σημειώνει: "Μεγάλων ἀξιωθέντες δωρεῶν πανεύφημοι, ἐν ταπεινότητι βίου ἐν τῇ γῇ ἐπολιτεύσασθε".

 

ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ


Να ανήκουμε στον Χριστό, να είμαστε του Θεού, μέλη Εκείνου και καλυμμένοι από Εκείνον, στην ψυχή και στο σώμα, και να μας «δουλεύει» ο διάβολος, τούτο συνιστά τη μεγαλύτερη τραγωδία. Οι δαιμονιζόμενοι του σημερινού Ευαγγελίου δεν ήξεραν τον Χριστό και ζούσαν μία κόλαση, από την οποία τους λύτρωσε ο Χριστός. Εμείς όμως τι δικαιολογία μπορεί να έχουμε, όταν διαπιστώνονται σημάδια «δαιμονισμού» στη ζωή μας, με την έννοια της εύκολης επήρειάς μας από τον Πονηρό: απιστία, αντικοινωνική συμπεριφορά, μνησικακία, ταραχή, θλίψη, άγχος; Πρέπει νά ανησυχήσουμε. Τον διάβολο τον «τρέφουμε» εμείς με την κακή ζωή μας. Η μόνη λύση και θεραπεία είναι η με δύναμη και αγάπη στροφή προς τον Χριστό. Δηλαδή η εκκλησιοποίηση της ζωής μας. Στον βαθμό που αρχίζουμε και προσευχόμαστε, εκκλησιαζόμαστε, μελετάμε τους βίους των αγίων μας, εξομολογούμαστε, κοινωνούμε, με ταυτόχρονη προσπάθεια να θερμαίνουμε λίγο την καρδιά μας  για τους συνανθρώπους μας, θα βλέπουμε την ενεργοποίηση της χάρης Του στην ύπαρξή μας, δηλαδή τη βίωση της ελευθερίας την οποία έφερε.

Τρίτη 26 Ιουνίου 2018

ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΤΟΥ… ΚΑΛΟΓΕΡΟΥ!




Ἡ θύρα τοῦ καπηλειοῦ ἄνοιξε μέ φόρα κι ὁ νέος πού μπῆκε ἔτρεξε τρέμοντας ἀπό τή συγκίνησή του πρῶτα στόν κάπελα κι ἔπειτα σέ μιά παρέα πού βρισκόταν γύρω ἀπό ἕνα τραπέζι κι ἔπιναν κρασί.
«Γέννησε ἡ γυναίκα μου, φίλοι μου, γέννησε», φώναξε μέ σπασμένη φωνή, «ἔκανε ἀγόρι, ἔγινα πατέρας! Κάπελα, δῶσε κρασί σέ ὅλους τούς φίλους μου, ἀλλά καί σ’ ὅλους ὅσοι βρίσκονται τώρα ἐδῶ. Δικό μου τό κέρασμα. Τέτοια χαρά δέν ἔχω ξαναζήσει στή ζωή μου!»  Μιλοῦσε μέ πιασμένη τήν ἀναπνοή, ἐνῶ τά μάτια του ἔλαμπαν, προσπαθώντας πρῶτος αὐτός νά χωνέψει τό γεγονός. Κάθε συζήτηση σταμάτησε πρός στιγμήν καί ὅλοι οἱ θαμῶνες στράφηκαν γιά νά τόν δοῦν καί νά καταλάβουν τό τί τούς ἔλεγε. «Ἔγινα πατέρας, ἔγινα πατέρας», ἐπανελάμβανε ἐκεῖνος σάν χαμένος.

«Μπράβο, νά ζήσει τό παιδί, νά τό χαίρεσαι!» εἶπε ὁ μαγαζάτορας, ὁ ὁποῖος ἔσπευσε μέ προθυμία νά γεμίσει τά ἄδεια ποτήρια τῶν ἀνθρώπων, καί μαζί μ’ αὐτόν τοῦ εὔχονταν καί οἱ ἄλλοι τῆς παρέας κι ὅλος ὁ κόσμος τοῦ καπηλειοῦ, κάποιοι ἀπό τούς ὁποίους, οἱ πιό γνωστοί,  ἔσπευσαν νά σηκωθοῦν νά τόν χαιρετίσουν ἐγκάρδια καί νά τόν ἀσπαστοῦν. «Νά ζήσει, νά ζήσει ὁ νεαρός», τοῦ εὔχονταν καί τσούγκριζαν μαζί του τά ποτήρια τους.
«Καί… πῶς ἔγινε αὐτό;» ρώτησε ἕνας ἀπό τούς γνωστούς του, κλείνοντας… πονηρά τό μάτι στούς ἄλλους. «Ἐσύ δέν ἔλεγες ὅτι ἡ γυναίκα σου εἶναι στεῖρα καί δέν μπορεῖ νά συλλάβει; Ἄγγελος… Κυρίου τό ἔφερε;» Χαχάνισαν ὅλοι μέ τό… ἀστεῖο, ἀλλά ὁ νέος σοβάρεψε ἀπότομα, τράβηξε ἕνα κάθισμα γιά ‘κεῖνον καί τούς εἶπε. «Πράγματι, φίλοι μου, ὅσοι μέ ξέρετε, γνωρίζετε τό πρόβλημα πού εἴχαμε μέ τή γυναίκα μου. Τρία χρόνια παντρεμένοι, δέν μπορούσαμε νά κάνουμε παιδί. Ἀλλά συνέβη κάτι πού ἄλλαξε τήν πορεία τῶν πραγμάτων…», εἶπε κι ἄφησε ἕνα κενό νά αἰωρεῖται, πού κέντρισε τό ἐνδιαφέρον τῶν ἀνθρώπων.
«Τί δηλαδή συνέβη;» ἐπενέβη ὁ μαγαζάτορας, πού εἶχε ἀφήσει στή μέση τή δουλειά του γιά νά παρακολουθεῖ τήν κουβέντα. Ὅλων τά μάτια κρέμονταν ἀπό τά χείλη τοῦ νέου πατέρα.
«Πρίν ἀπό ἀρκετούς μῆνες, ἀπελπισμένος καθώς ἤμουν μέ τή στειρότητα τῆς γυναί
κας μου, περιφερόμουνα στήν πόλη. Εἶχα πάει καί στόν ναό μας γιά νά προσευχηθῶ. Μπροστά στήν εἰκόνα τῆς Παναγίας μέ ἔπιασαν τά κλάματα καί οἱ λυγμοί τράνταζαν τό σῶμα μου. Σάν γαλήνεψα λίγο βγῆκα ἀπό τόν ναό καί λίγο πιό πέρα συνάντησα τόν γνωστό σέ ὅλους μας ἀββᾶ Δανιήλ, ὁ ὁποῖος εἶχε ἔλθει, ὅπως ἔρχεται κατά καιρούς, γιά νά πουλήσει τά ἐργόχειρά του, τά καλάθια πού πλέκει. Μιά σκέψη καρφώθηκε στόν νοῦ μου: ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ αὐτός, θά μποροῦσε μέ τήν προσευχή του νά παρακαλέσει γιά χάρη μου τόν Θεό νά δώσει λύση στό πρόβλημά μου».
«Εἶναι ἅγιος ἄνθρωπος ὁ ἀββᾶς Δανιήλ», παρατήρησε ἕνας θαμώνας πού καθόταν λίγο πιό πέρα μόνος του, σκαλίζοντας καί κάποια χαρτιά πού εἶχε μαζί του. «Τόν γνωρίζω, εἶναι πολύ ἀσκητικός κι ἔχει μεγάλη δύναμη προσευχῆς. Πολύ καλά ἔκανες, ἄνθρωπέ μου».
«Λοιπόν, πράγματι τόν πλησίασα», ἔστρεψε ὁ νέος μέ εὐγνωμοσύνη τό βλέμμα του στόν ἄγνωστο γι’ αὐτόν ἄνθρωπο γιά τήν ἐπέμβασή του,  «καί τόν παρακάλεσα νά ἔλθει στό σπίτι μου νά διαβάσει μιά εὐχή στή γυναίκα μου, μήπως λυθεῖ ἡ στείρωσή της. Ἄλλωστε κι ἄλλες φορές  ἀπ’ ὅσα γνωρίζω ἀπό τήν ἱστορία τῆς Γραφῆς συνέβη κάτι τέτοιο. Κι ὁ ἅγιος Πρόδρομος δέν ἦλθε ὡς καρπός προσευχῆς τῶν γονιῶν του; Ἡ Ἐλισσάβετ ἡ μάνα του δέν ἦταν στεῖρα καί μάλιστα προχωρημένης ἡλικίας; Λοιπόν, παρακάλεσα τόν ἀββᾶ, ἀλλά αὐτός ἦταν ἀνένδοτος. Ἀρνιόταν νά ἔλθει, γιατί ἔλεγε ὅτι τέτοια δύναμη προσευχῆς ἔχουν οἱ ἅγιοι τοῦ Θεοῦ κι ὄχι αὐτός πού βρίσκεται μέσα στή ρυπαρότητα τῆς ἁμαρτίας. Ἐπέμεινα. Τόν πίεσα πολύ. Πρόσπεσα στά πόδια του. Στό τέλος κάμφθηκε. Ἄφησε τά καλάθια του σέ κάποιον γνωστό κι ἦλθε μέ βαριά καρδιά στό σπίτι μου».
«Καί τί ἔγινε;» ρώτησε ἕνας μέ ἀδημονία. Προσευχήθηκε καί συνέλαβε ἡ γυναίκα σου;»
«Ἀκριβῶς ὅπως τό λές», εἶπε ὁ νέος. «Διάβασε εὐχή στή γυναίκα μου, ἡ ὁποία καί αὐτή μέ λαχτάρα τό δέχτηκε, μᾶς εὐλόγησε, μᾶς εὐχήθηκε καί ἔφυγε. Μετά ἀπό κάποιο διάστημα ἡ γυναίκα μου μοῦ ἀνακοίνωσε ὅτι κάτι νιώθει κι ὅτι μᾶλλον εἶναι ἔγκυος. Κρυβόταν βέβαια γιά πολύ – δέν ἤθελε νά συμβεῖ κάτι κακό - καί νά, λοιπόν, πού ἦρθε ἡ εὐλογημένη στιγμή… Δέν ἄντεξα τή χαρά νά τήν ἔχω μόνος μου. Ἔτρεξα καί τήν ἀνακοίνωσα σέ γνωστούς καί ἄγνωστους, ἦλθα τρέχοντας κι ἐδῶ… Καί… ἤδη ἔχω ἀργήσει. Πρέπει νά γυρίσω σπίτι, στή γυναίκα μου καί στό παιδί μου!»
Σηκώθηκε ὁ νέος, τούς χαιρέτισε ὅλους, τοῦ εὐχήθηκαν καί πάλι, ἔφυγε πλημμυρισμένος ἀπό εὐτυχία.
 
Γιά λίγο ἔπεσε σιωπή στό καπηλειό. «Ἄντε καί στά δικά μας οἱ ἀνύπαντροι», εἶπε γελώντας ἕνας νέος, καί ἦταν αὐτό πού ἔλυσε τή σιωπή κι ἄρχισαν καί πάλι οἱ κουβέντες καί τά γέλια. Μαζί ὅμως μέ τίς κουβέντες, ἦλθαν καί τά… μισόλογα κάποιων ἀθεόφοβων. «Σιγά τώρα, μήν ἔγινε καί θαῦμα!» εἶπε μέ κακότητα ἕνας μεσήλικας μέ σκοτεινό βλέμμα πού εἶχε… ξυνίσει μέ τό σχόλιο τοῦ μοναχικοῦ ἄνδρα γιά τόν ἀββᾶ Δανιήλ προηγουμένως. «Ὅλοι νομίζω ὅτι καταλάβαμε τί συνέβη, ἔτσι δέν εἶναι; Ἐγώ τό ἔλεγα ἐδῶ καί καιρό πού εἶχα δεῖ  κάποια στιγμή φουσκωμένη τή γυναίκα του…».
«Σάν τί δηλαδή; Τί ἐννοεῖς;» ρώτησε ἕνας ἀπό τήν παρέα τοῦ μεσήλικα, δείχνοντας ὅτι συμφωνεῖ μέ τό σχόλιό του καί γιά νά συνεχιστεῖ τό κουτσομπολιό.
«Ἔ, καλά τώρα! Φῶς φανάρι! Πῆγε ὁ καλόγερος τάχα γιά νά διαβάσει τήν εὐχή, ἀπομονώθηκε μέ τή γυναίκα κι ἔγινε ὅ,τι γίνεται σέ τέτοιες περιπτώσεις πού ὅλα σοῦ ἔρχονται στό… πιάτο! Ἡ γυναίκα δηλαδή δέν εἶναι ἄγονη, δέν εἶναι στεῖρα. Ἄγονος εἶναι ὁ νεαρός!»
«Ὁπότε τό παιδί εἶναι τοῦ… καλόγερου!» συμπλήρωσε ἕνας ἄλλος, «ἄρα τοῦ φίλου μας, τοῦ… πατέρα, τοῦ τά… φόρεσε κανονικά ἡ γυναίκα του», κι ἔκανε ἕνα σχῆμα πάνω ἀπό τό κεφάλι του, προκαλώντας τά χαχανητά κάποιων ἀπό τήν παρέα.
Ἀντέδρασε ὁ κάπελας, ἀντέδρασε ὁ μοναχικός ἄνδρας, ἀντέδρασαν καί κάποιοι ἄλλοι. Μά τά σχόλια ἄρχισαν τώρα νά δυναμώνουν ἀπό τούς λίγους, νά γίνονται λόγια φωναχτά, ἡ λάσπη νά ρίχνεται ἀπανωτά πάνω στόν ἀββᾶ Δανιήλ, νά παίρνει τή μορφή τῆς κατάκρισης τῶν παπάδων καί τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἀτμόσφαιρα εἶχε βαρύνει πολύ. Τό εὐχάριστο νέο τοῦ ἐρχομοῦ ἑνός νέου ἀνθρώπου στόν κόσμο πού λίγο πρίν εἶχε γεμίσει μέ χαμόγελα τό καπηλειό, μεταστράφηκε σέ καταχνιά καί σέ μαυρίλα. Οἱ καρδιές φάνηκε νά βρωμίζουν κι ὁ Πονηρός νά ἔχει τό πάνω χέρι.
Μέσα στήν ὅλη αὐτή καταχνιά ὁ μεσήλικας γνωστός τοῦ ἀββᾶ Δανιήλ σηκώθηκε μέ βαριά καρδιά καί μέ δάκρυα στά μάτια γιά τήν κατάντια καί τήν ὅλη ἐξέλιξη ἄνοιξε τή θύρα καί ἔφυγε σέρνοντας τά βήματά του.
 
Κάποιες ὧρες ἀργότερα βρισκόταν στό κελλί τοῦ Γέροντα Δανιήλ.
«Γέροντα, θυμᾶσαι πρίν κάποιους μῆνες πού πῆγες σ’ ἕνα σπίτι ἑνός νέου μέ πρόβλημα στείρωσης τῆς γυναίκας του γιά νά κάνεις κάποια προσευχή;» τοῦ εἶπε μέ κατεβασμένα μάτια μετά τό χαρούμενο καλωσόρισμα τοῦ ἀββᾶ, καθώς εἶδε τόν ἀγαπημένο του φίλο.
«Ναί, καί ἡ γυναίκα γέννησε καί ἔκανε ἕνα ὑγιέστατο ἀγοράκι. Μοῦ τό μήνυσε ἕνας γνωστός τοῦ νεαροῦ πατέρα πού τόν ἔστειλε σέ μένα ἀκριβῶς γι’ αὐτό, καί εὐχαρίστησα καί δοξολόγησα τόν Θεό γιά τήν ἄμεση ἐπέμβασή του.  Ἐσύ ὅμως ποῦ τό ἔμαθες;» εἶπε ὁ Δανιήλ καί τόν κοίταξε ἐρωτηματικά.  Ἐξήγησε τήν κατάσταση ὁ ἄνδρας. «Γέροντα, σέ κατηγοροῦν ὁρισμένοι ἀθεόφοβοι ὅτι ἐσύ εἶσαι ὁ… πατέρας τοῦ παιδιοῦ». Ἔσκυψε τό κεφάλι, σάν νά ἦταν αὐτός ὁ ἔνοχος τῆς συκοφαντίας. «Γέροντα, ἀντέδρασα κι ἐγώ καί ἄλλοι στίς λάσπες αὐτῶν τῶν ὀργάνων τοῦ Πονηροῦ, ἀλλά αὐτοί τίποτα. Συνέχισαν, διακωμωδώντας κι ἐσένα ἀλλά καί ὅλους ἔπειτα τούς παπάδες καί τήν ἴδια τήν Ἐκκλησία. Καί μαζί βέβαια καί τόν νέο αὐτόν ἄνθρωπο πού βοήθησες. Τό τί ἔλεγαν ἀπό πίσω του δέν λέγεται!» Φάνηκε νά γίνεται ράκος ὁ καλός αὐτός ἄνθρωπος.
«Μήν ἀνησυχεῖς, Ἰωάννη», εἶπε ὁ Δανιήλ. «Δέν εἶναι οὔτε ἡ πρώτη οὔτε ἡ τελευταία φορά πού συμβαίνει κάτι τέτοιο. Ὁ διάβολος σέρνει τούς ἀνθρώπους στή συκοφαντία πολύ εὔκολα, ἰδίως ὅταν πρόκειται γιά τούς ἀνθρώπους τῆς Ἐκκλησίας. Ἐδῶ δέν δίστασαν τά ὄργανα τοῦ διαβόλου νά κατηγορήσουν τήν ἴδια τήν Παναγία Μητέρα τοῦ Κυρίου μας γιά κάτι τέτοιο, δέν δίστασαν νά κατηγορήσουν τόν Κύριο καί Θεό μας, καί θά διστάσουν ἀπέναντι σ’ ἐμᾶς τούς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ἔτσι κι ἀλλιῶς βαρυνόμαστε γιά πολλές ἁμαρτίες; Δέν πρέπει ὅμως νά καταβαλλόμαστε. Γιατί τόν τελικό λόγο τόν ἔχει ὁ παντοδύναμος καί παντοκράτορας Θεός μας. Μπορεῖ νά λένε ὅ,τι θέλουν οἱ ἄνθρωποι, τελικῶς ὅμως ἡ ἀλήθεια ἀποκαλύπτεται, γιατί ὁ Κύριος εἶναι ἡ πηγή της, πού σημαίνει ὅτι Ἐκεῖνος τήν φυλάσσει καί τήν φανερώνει τότε πού πρέπει σέ ὅλους τούς καλοπροαίρετους ἀνθρώπους».
Χάιδεψε ὁ Γέροντας μέ στοργή τό κεφάλι τοῦ Ἰωάννη. Τοῦ εἶπε καί ἄλλα, τόν στήριξε, τόν πρόπεμψε γιά νά φύγει εἰρηνεμένος. «Ἕνα μόνο θέλω ἀπό σένα, Ἰωάννη. Νά πᾶς στό σπίτι τοῦ νεαροῦ πατέρα καί νά τόν παρακαλέσεις ἐκ μέρους μου, τώρα πού γεννήθηκε τό παιδί μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ,  νά ἑτοιμάσει γεῦμα καί νά καλέσει τούς συγγενεῖς καί τούς φίλους του. Σ’ αὐτό τό γεῦμα, πές του, θά παρευρεθῶ κι ἐγώ».  
 
Ἔτσι καί ἔγινε. Οἱ εὐτυχισμένοι γονεῖς ἑτοίμασαν ἕνα μεγάλο τραπέζι. Συγγενεῖς καί φίλοι βρέθηκαν ἀνταμωμένοι γιά τό χαρμόσυνο γεγονός, μαζί τους κι ὁ ἀββᾶς Δανιήλ. Κάποιων οἱ καρδιές βέβαια, μᾶλλον  ὅλων οἱ καρδιές, εἶχαν στό βάθος τους ἕνα βάρος, γιατί ὅλοι τελικῶς γνώριζαν τή συκοφαντία κατά τοῦ Γέροντα, ὁρισμένοι μάλιστα ἀπό αὐτούς τήν εἶχαν ἀναπαραγάγει καί οἱ ἴδιοι. Τό κακό ὡς γνωστόν ἀναπαράγεται πολύ εὔκολα, τά λόγια σάν ἄνεμος σκορπίζονται καί διαπερνοῦν τά αὐτιά ἀλλά καί τίς καρδιές τῶν περισσοτέρων. Ὁ Γέροντας εὐλόγησε τό τραπέζι, τό φαγητό ξεκίνησε. Ἔτρωγαν οἱ πολλοί κι ἡ ἐνοχή, ἀλλά καί ἡ ὑποψία, τούς ἔτρωγε κι αὐτή. Κάποιοι κοιτοῦσαν πότε τούς γονεῖς, πότε τόν Δανιήλ καί πότε…, διακριτικά ὅσο μποροῦσαν, στρέφονταν καί κοίταζαν καί τό νιογέννητο. «Τίνος τελικά μοιάζει;»  

Ἡ φωνή τοῦ Γέροντα στό μέσο τοῦ γεύματος τούς τάραξε. «Παρακαλῶ», εἶπε ἀργά καί ὑποβλητικά, «θέλω τήν προσοχή ὅλων σας». Ὅλοι σταμάτησαν καί κοίταζαν τόν Γέροντα. Αὐτός σηκώθηκε, πῆρε τό νιογέννητο, εἰκοσιδύο μόλις ἡμερῶν βυζασταρούδι, καί τό ἔβαλε στήν ἀγκαλιά του. Ἡ ἀπορία ἦταν ζωγραφισμένη στά πρόσωπα τῶν συνδαιτημόνων. Οἱ πάντες καταλάβαιναν ὅτι κάτι πολύ περίεργο καί παράξενο πρόκειται νά συμβεῖ. Τί ὅμως; Ποιά ἀποκάλυψη θά ἔκανε ὁ Γέροντας; «Μικρό μου», εἶπε μέ ἄπειρη ἀγάπη ἀπευθυνόμενος στό… νιογέννητο. «Ποιός εἶναι ὁ πατέρας σου;» Τά πρόσωπα εἶχαν παγώσει. Τά χέρια κείτουνταν ἀκούνητα στό τραπέζι. Οἱ στιγμές φαίνονταν… αἰώνιες.
Τό μικρό χεράκι κινήθηκε ἔξω ἀπό τό σκέπασμά του. Ὑψώθηκε μ’ ἕναν θαυμαστό τρόπο καί ἔδειξε πρός τή μεριά τοῦ νεαροῦ ἄνδρα, τοῦ πατέρα του.
 «Αὐτός», εἶπε καί κούρνιασε εὐτυχισμένο στήν ἀγκαλιά τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ.
 Ἡ ἀλήθεια ἔλαμψε σέ ὅλο της τό μεγαλεῖο. Τά πρόσωπα τῶν γονέων, τοῦ ἀββᾶ καί τῶν γνήσιων φίλων του ἔλαμψαν μέσα στό φῶς. Τά σκοτεινά πρόσωπα τῶν ρυπαρῶν καρδιῶν ἔκλιναν πρός τά κάτω μέσα σέ ἀνείπωτη ντροπή! 
 
(Ἀπό τό "Λειμωνάριον" τοῦ Ἰ. Μόσχου, κεφ. 114)

 

Σάββατο 23 Ιουνίου 2018

ΤΟ ΓΕΝΕΘΛΙΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ


 
Ἡ ὑπέρμετρη ἁγιότητά του καί τό καταλυτικό γιά τήν προετοιμασία τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Χριστοῦ ἔργο του δέν ὀφείλονται μόνο στή χάρη καί τή δύναμη τοῦ Θεοῦ. ῾Ο ᾽Ιωάννης ἦταν ὁ ἐνεργούμενος ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ προφήτης, ἀλλά πού συνήργησε σ᾽ αὐτό καί ὁ ἴδιος τά μέγιστα, γιά νά ἀναδειχθεῖ στό σημεῖο πού ἔφτασε. Καί ἡ συνέργειά του ἔγκειτο στήν κατάθεση τῆς θέλησής του στήν ὑπακοή τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. ᾽Αδιάκοπα ὁ ᾽Ιωάννης, ἤδη ἐκ βρέφους κοιλίας, ἔθετε τόν ἑαυτό του στήν ὑπηρεσία τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, γεγονός πού σημαίνει ὅτι αὐτά πού τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός – τά χαρίσματα τοῦ κατά φύσιν – τά ἐργάστηκε μέ τέτοιον τρόπο διά τῆς ἁγνότητάς του καί τῆς σωφροσύνης του, ὥστε νά ἀποφύγει ὅ,τι ὁδηγοῦσε στήν ἁμαρτία – τό λεγόμενο παρά φύσιν – καί νά φτάσει μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ στό μεγαλεῖο τῆς ἐν Θεῷ παραμονῆς του – σ᾽ αὐτό πού ὀνομάζεται ὑπέρ φύσιν.  Κατά τά λόγια μάλιστα τοῦ δοξαστικοῦ τῶν ἀποστίχων τοῦ ἑσπερινοῦ, ποιήματος τῆς ἁγίας Κασσιανῆς, ῾ἁγνείαν γάρ παντελῆ καί σωφροσύνην ἀσπασάμενος, εἶχε μέν τό κατά φύσιν, ἔφυγε δέ τό παρά φύσιν, ὑπέρ φύσιν ἀγωνισάμενος᾽. Αὐτόν λοιπόν ὅλοι οἱ πιστοί, μιμούμενοι κατά τίς ἀρετές του, ἄς τόν παρακαλοῦμε νά πρεσβεύει γιά ἐμᾶς, γιά νά σωθοῦν οἱ ψυχές μας.

Δευτέρα 18 Ιουνίου 2018

ΠΥΡΙΝΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ



Πέρασαν τή βαριά θύρα τῆς Μονῆς τοῦ ὁσίου Θεοδοσίου καί βαριανασαίνοντας ἀπό τή ζέστη ἔκαναν τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ. «Δόξα σοι ὁ Θεός», βγῆκε αὐθόρμητα ἡ δοξολογία ἀπό τά χείλη τους. «Πιεῖτε λίγο νερό ἀπό τήν πηγούλα μας, εἶναι πολύ δροσερό», τούς εἶπε ὁ ἀρχοντάρης μοναχός καλωσορίζοντάς τους, «καί σ’ ἕνα λεπτό θά εἶναι ἐδῶ ὁ ἅγιος ἡγούμενος». Πλησίασαν καί γεύτηκαν τό δροσερό νερό πού ἔβγαινε ἀπό ἕνα βραχάκι τῆς αὐλῆς καί πού φάνταζε ὡς μικρός παράδεισος στή ζέστη τοῦ καλοκαιριοῦ. Ἔβγαλαν τό σκοῦφο τους καί ἔριξαν νερό καί στά πυρωμένα κεφάλια τους. Ἡ δροσιά τούς ἀνακούφισε καί τούς ἀναζωογόνησε. Συνηθισμένοι ἀπό τίς ὁδοιπορίες καί τά προσκυνήματα ὁ Ἰωάννης καί ὁ Σωφρόνιος βρέθηκαν μέ μεγάλη χαρά στήν ἁγιασμένη Μονή τοῦ μεγάλου Πατέρα Θεοδοσίου. Ἤξεραν ὅτι ἐκεῖ θά συναντοῦσαν ἀνθρώπους πράγματι ἀφιερωμένους στόν Θεό καί θά μάθαιναν γιά ἄλλους πού τό τέλος τους λόγω τῆς σπουδαίας ἄσκησής τους ὑπῆρξε ὁσιακό.
«Καλῶς τους, καλῶς τους», εἶπε μέ πλατύ χαμόγελο ὁ ἀββᾶς Θεοδόσιος, ὁ ἡγούμενος τῆς Μονῆς, ὁ ὁποῖος μετά ἀπό κάποια χρόνια ἔγινε ἐπίσκοπος Καπιτωλιάδος, κι ἀγκάλιασε μέ ἀνυπόκριτη ἀγάπη τούς δύο γνωστούς ἀδελφούς. «Περάστε νά προσκυνήσετε στόν Ναό καί μετά πᾶμε στό ἀρχονταρίκι». Ἤξερε ὁ ἀββᾶς Θεοδόσιος ὅτι οἱ δύο συκεκριμένοι καλόγεροι δέν ἦταν τυχαῖοι. Ἄνθρωποι ἀφοσιωμένοι στόν Κύριο, ὁ Ὁποῖος τούς φώτισε κάποια στιγμή νά ἀναλάβουν «ἐκστρατεία» γνωριμίας μέ ὅλα τά μεγάλα καί τά μικρά μοναστήρια καί προσκυνήματα, ἐκεῖ πού ἄνθιζε ὁ χριστιανισμός, νά καταγράψουν τίς ἐμπειρίες τους, νά γίνουν μάρτυρες τῆς ζωῆς τοῦ Κυρίου, ὅπως τήν βιώνουν ἄνθρωποι πού τό λέει ἡ καρδιά τους.
Ἔγινε τό προσκύνημα στόν ναό, πέρασαν στό ἀρχονταρίκι.  «Λοιπόν, ἀδελφοί μου», εἶπε ὁ ἡγούμενος, «τί μαρτυρίες μᾶς φέρνετε ἀπό τά προσκυνήματά σας αὐτήν τή φορά; Ξέρουμε ὅτι ἐπιθυμία δική σας εἶναι ἐμεῖς νά σᾶς ποῦμε γιά τή βιωμένη πίστη μας, μά θά θέλαμε πρίν ἀπό αὐτό τή δική σας μαρτυρία». Δέν ἀρνήθηκαν οἱ δύο ἀδελφοί.  Ξεκίνησαν νά διηγοῦνται, ἐνῶ τό κέρασμα μέ τήν ἐντολή τοῦ ἀββᾶ ἦταν ἤδη ἕτοιμο καί προσφερόταν στους κουρασμένους ὁδοιπόρους. Μίλησαν γιά πολλά, εἶπαν γιά ἀνθρώπους ὁσίους πού συνάντησαν ἤ ἄκουσαν γι’ αὐτούς, καί γιά ἀσκητές «ὧν οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος», πού λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. «Θά θέλαμε ὅμως Γέροντα», κατέληξε ὁ π. Ἰωάννης, «νά μᾶς πεῖτε γιά τήν προσευχή, γιά τήν ἐργασία αὐτή πού κάνει τόν ἄνθρωπο νά ἑνώνεται πράγματι μέ τόν Θεό, γιά ἀνθρώπους πού εἴδατε ὅτι τήν ἀσκοῦν μέ τόν τρόπο πού θέλει ὁ Κύριος. Γιατί αὐτό καταλάβαμε καί ὡς μοναχοί ἀλλά καί ὡς προσκυνητές πού γυρίζουμε, ὅτι ἡ προσευχή ἀποτελεῖ τό κέντρο καί τό ἅπαν τῆς ὕπαρξης τοῦ χριστιανοῦ. Στήν προσευχή φανερώνεται τό ποιόν τῆς χριστιανικῆς του συνείδησης,  ἀποτελεῖ τόν καθρέπτη τῆς ὅλης πνευματικῆς του ζωῆς. Λοιπόν, κάθε τι πού σχετίζεται μέ τόν ἀγώνα τῆς προσευχῆς ἀποτελεῖ γιά μᾶς καθοδηγητικό στοιχεῖο πού μπορεῖ νά βοηθήσει στόν σκοπό μας, δηλαδή τή σωτηρία μας καί τή σχέση μας μέ τόν Χριστό.
Ὁ ἀββᾶς Θεοδόσιος δέν ἔσπευσε νά ἀπαντήσει. Παρότρυνε τούς επισκέπτες  νά γευτοῦν τό κέρασμά τους, νά ξεκουραστοῦν λίγο, ὥστε νά τοῦ δοθεῖ ἴσως χρόνος γιά νά σκεφτεῖ καί νά μιλήσει. Ὁ Σωφρόνιος, πρῶτος αὐτός, ἀνταποκρίθηκε ἀμέσως στήν προτροπή τοῦ ἡγουμένου, προκειμένου νά ἑτοιμάσει καί τά χαρτιά του καί νά ἀρχίσει τήν καταγραφή. Ὡστόσο, βρῆκε τήν εὐκαιρία νά ρίξει μιά ματιά στό ἁπλό δωμάτιο ὑποδοχῆς. Κάποια παλιά καθίσματα, λίγες εἰκόνες, ἕνα μικρό προσκυνητάρι πού πάνω του ἔκαιγε ἕνα καντήλι, ἦταν τό ἀρχονταρίκι τῆς Μονῆς, πού μύριζε εὐωδιαστό λιβάνι ἀπό προηγούμενο κάψιμό του. Τήν ὥρα πού ὁ ἡγούμενος Θεοδόσιος πῆγε νά ξεκινήσει  τόν λόγο, κατέφθασε κι ὁ γέροντας Ἀνδρέας, γνωστός κι αὐτός ἀπό παλιότερα τῶν ἀδελφῶν. Τόν χαιρέτισαν καί τόν ἀσπάστηκαν. «Κάθησε, πάτερ Ἀνδρέα», τοῦ εἶπε ὁ ἡγούμενος. «Θά βοηθήσεις κι ἐσύ καί θά συμπληρώσεις ὅ,τι ἴσως παραλείψω ἐγώ. Οἱ ἀδελφοί ἐδῶ πού τούς ξέρεις, ζητήσανε νά τούς πῶ λίγα λόγια γιά τήν προσευχή, γιά τό κέντρο τῆς ὕπαρξης τοῦ χριστιανοῦ, ὅπως εἶπαν». Κάθισε καί ὁ π. Ἀνδρέας, μεσήλικας στά χρόνια καί μέ μεγάλη πεῖρα στήν καλογερική ζωή, ἀφοῦ σχεδόν παιδιόθεν βρέθηκε στόν ἁγιασμένο τόπο τοῦ Μοναστηριοῦ. «Δόξα σοι ὁ Θεός», τοῦ ξέφυγε ὁ ἀναστεναγμός καί τά χέρια του ἄρχισαν νά γλιστρᾶνε στους κόμπους τοῦ μαύρου κομποσχοινιοῦ του.
«Πατέρες μου», εἶπε στοχαστικά ὁ ἀββᾶς, «δέν θά σᾶς πῶ πράγματα πού τά ξέρετε καλύτερα ἀπό μένα. Ἡ προσευχή γιά τόν χριστιανό πράγματι ἀποτελεῖ ὅ,τι ἀνώτερο ἀλλά  καί κοπιαστικότερο στήν πνευματική του ζωή. Ὅπως ἔχει πεῖ καί ὁ μεγάλος Πατέρας μας ἅγιος Γρηγόριος ὁ θεολόγος, «μνημονευτέον τοῦ Θεοῦ μᾶλλον ἤ ἀναπνευστέον». Νά μνημονεύουμε πρέπει τόν Θεό πιό πολύ καί ἀπό τήν ἀναπνοή μας. Εἶναι δηλαδή θέμα ζωῆς καί θανάτου μας. Γιατί ἀκριβῶς ὁ Θεός εἶναι ἡ ζωή μας. Αὐτός μᾶς δημιούργησε, Αὐτός μᾶς κρατάει στήν ὕπαρξη, Αὐτός μᾶς κατευθύνει στόν τελικό μας προορισμό. Χωρίς Αὐτόν ἡ ζωή δέν εἶναι ζωή· εἶναι θάνατος πού μοιάζει μέ ζωή. Κι αὐτό στηρίζεται στό γεγονός ὅτι μᾶς ἔπλασε «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσίν Του», ἑπομένως ἡ στροφή μας σ’Αὐτόν εἶναι ἡ φυσιολογία μας. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὁ Κύριος ἀπαρχῆς ἔδωσε τήν ἐντολή νά Τόν ἀγαπᾶμε «ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς, ἐξ ὅλης τῆς καρδίας, ἐξ ὅλης τῆς διανοίας, ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος μας». Ἐπειδή ὁ Θεός μας εἶναι ἀγάπη, τό ἴδιο καλούμαστε νά ζήσουμε κι ἐμεῖς. Ἡ ἀγάπη πρός Αὐτόν καί πρός τήν κάθε εἰκόνα Του, τόν ἄνθρωπο, εἶναι τό κύριο ἔργο μας, γι’ αὐτό καί ἄνθρωπος πού δέν προσεύχεται δέν μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ἀληθινός καί πραγματικός ἄνθρωπος. Ὅπως εἴπαμε, ζεῖ ἀκόμη καί ζωντανός ὡς νεκρός».
«Ἀββᾶ», διέκοψε μέ σεμνότητα ὁ Σωφρόνιος. «Ἔχετε νά μᾶς πεῖτε περιπτώσεις ἀπό τήν προσωπική σας ζωή πού δείχνουν ὅτι ὁ Θεός ἐπευλογεῖ τήν ἀληθινή προσευχή; Γιατί ὁ Κύριος ὑποσχέθηκε συγκλονιστικά πράγματα γιά ἐκεῖνον πού ἀφιερώνεται στόν Ἴδιο. Θυμᾶμαι, γιά παράδειγμα, αὐτό πού ἀναφέρει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης γιά τόν ἀδελφό του τόν Μ. Βασίλειο. Τόν εἶδε κάποια στιγμή ἐν ὥρᾳ προσευχῆς κι ὁ τόπος ὅλος φωτιζόταν ἀπό ὑπερκόσμιο φῶς. Δέν εἶπε τίποτε τότε, ἀλλά τό κατέγραψε ἀργότερα. Κάτι τέτοιο ὁ Κύριος τό ἀνέφερε ὡς δεδομένο γιά κάθε ἀληθινό χριστιανό».
Σάν νά ὑγράνθηκαν τά μάτια τοῦ ἀββᾶ Θεοδόσιου. Ἔστρεψε τό βλέμμα του στήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ πού κρεμόταν στόν κεντρικό τοῖχο τοῦ δωματίου καί ἀπάντησε. «Βεβαίως, π. Σωφρόνιε. Καί δέν πρόκειται νά μιλήσω γιά προσωπικές μου περιπτώσεις, ὅπως εἶπες, γιατί ἐγώ βρίσκομαι, ἄν βρίσκομαι, στά κράσπεδα τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Δέν ξέρω μάλιστα ἄν ἔχω ξεκινήσει κἄν τή ζωή αὐτή, ἀφοῦ τό μόνο πού καταλαβαίνω εἶναι ὅτι μολύνω καί τόν ἀέρα πού ἀναπνέω ὅσο ζῶ. Ἀλλά ἐλπίζω ὁ Κύριος νά μέ ἐλεήσει…», ἄφησε ἕνα κενό στόν λόγο του. Ἀνέπνευσε βαθιά καί πῆρε δύναμη νά συνεχίσει. «Ἔχω ὅμως νά καταθέσω μία μαρτυρία ἀληθινῆς προσευχῆς, γιατί μοῦ δόθηκε ἀπό τόν Κύριο νά τό δῶ καί νά τό ζήσω, ἐδῶ στό μοναστήρι μας». Τά μάτια τοῦ Ἰωάννη καί τοῦ Σωφρονίου ἄνοιξαν διάπλατα. Ἡ προσοχή τους ἐντάθηκε. Ὁ Σωφρόνιος διόρθωσε τά γραπτά του κι ἑτοιμάστηκε νά καταγράψει καί τήν παραμικρότερη λεπτομέρεια.
«Λοιπόν», εἶπε ὁ ἡγούμενος, «πρίν ἀπό πολύ καιρό, κάποια ἡμέρα μετά τό ἀπόδειπνο στόν ναό καί πρίν σημάνει τό νυκτερινό ξύλο πού καλεῖ σέ πλήρη σιωπή, ἐγώ ἑτοιμαζόμουν νά ξαπλώσω στό κρεβατάκι μου. Εἶχα κάνει καί τόν κανόνα μου, εἶχα λίγο μελετήσει κι εἶπα νά ἀναπαυτῶ. Τότε λοιπόν πού ξάπλωνα, ἄκουσα κάποιον νά λέει μέ ἤρεμη καί ἥσυχη φωνή τό «Κύριε ἐλέησον». Προφανῶς αὐτός πού τό ἔλεγε πίστευε ὅτι δέν ἀκουγόταν, ἀλλά ἦταν τέτοια ἡ ἡσυχία τοῦ τόπου, ἦταν τέτοια ἡ σιγαλιά ἐκείνου τοῦ σούρουπου, πού ἀκουγόταν καί τό παραμικρό. Δέν κουνήθηκα ἀπό τή θέση μου, μήπως ἀκουστεῖ τίποτε καί ταράξει τήν προσευχή τοῦ ἀγνώστου ἐκείνη τή στιγμή συνασκητῆ μου. Παρακολουθοῦσα τήν προσευχή, μετεῖχα κατά περίεργο τρόπο κι ἐγώ σ’ αὐτήν, μέτρησα μάλιστα πεντακόσια «Κύριε ἐλέησον». Σταμάτησε κάποια στιγμή ἡ φωνή, ὁπότε σηκώθηκα πολύ σιγά ἀπό τό κρεβάτι καί κοίταξα προσεκτικά ἀπό τό παράθυρο τοῦ κελλιοῦ μου γιά νά δῶ ποιός ἤτανε αὐτός πού προσευχόταν. Πρός τή μεριά τῆς Ἐκκλησίας εἶδα ἕνα γέροντα γονατιστό, πού φάνηκε πολύ καθαρά ὅμως ποιός ἦταν, γιατί – Κύριε ἐλέησον! - ἕνα φωτεινό ἀστέρι βρισκόταν πάνω ἀκριβῶς ἀπό τό κεφάλι του…». Σταυροκοπήθηκε ὁ ἀββᾶς καί τά μάτια του ἔδειξαν τήν κατάνυξη τῆς καρδιᾶς του. «Ναί, πατέρες μου, ὁ Θεός μέ ἀξίωσε νά δῶ ἕναν ἄνθρωπο ἀληθινῆς προσευχῆς, κι αὐτός ἦταν ὁ γέροντας τῆς μονῆς μας, ὁ γερο-Νόννος, παράδειγμα καί καύχημα γιά ὅλους μέ τήν ὁσιακή καί ἡσυχαστική του ζωή. Τό «Κύριε ἐλέησον» στόν γέροντα αὐτόν ἦταν θά λέγαμε κολλημένο στήν ἀναπνοή του. Ἀνέπνεε πάντοτε τόν Χριστό, κάτι πού φαινόταν μέ ὅλη τή βιωτή του, τήν ἀγάπη του πρός ὅλους μας, τή μεγάλη του ταπείνωση».
Ὁ Σωφρόνιος ἔγραφε πυρετωδῶς. Κατά διαστήματα μόνο ἀνασήκωνε τό κεφάλι του, γιά νά μπορεῖ νά ἔχει καί ὀπτική ἐπαφή μέ τό περιβάλλον του, ἐνῶ ἡ συνέχεια «διέλυσε» τήν καρδιά τῶν προσκυνητῶν, καθώς τόν λόγο αὐτήν τή φορά πῆρε καί ὁ ἀββᾶς Ἀνδρέας. «Γέροντα», εἶπε στόν ἡγούμενο, «μπορῶ νά πῶ κι ἐγώ κάτι γιά τόν ὅσιο αὐτόν ἄνθρωπο; Γιατί, ἐσεῖς τό ξέρετε βέβαια, δόθηκε καί σ’ ἐμένα ἡ χάρη νά δῶ τήν ἀληθινή προσευχή στό πρόσωπο τοῦ συγκεκριμένου γέροντα». Εὐλόγησε ὁ ἡγούμενος καί ὁ π. Ἀνδρέας πῆρε τόν λόγο μέ τή σειρά του. «Πατέρες μου, καί ἡ δική μου ἐμπειρία δέν εἶναι διαφορετική. Μία ἡμέρα, πρίν ἀκόμη σημάνει ὁ ἐκκλησιαστικός γιά τήν πρωϊνή ἀκολουθία, σχεδόν ἀξημέρωτα, ἐγώ εἶχα ἑτοιμαστεῖ, βγῆκα ἀπό τό κελλί μου καί κατέβηκα πρός τήν Ἐκκλησία.  Τό θέαμα πού ἀντίκρυσα μέ ἔκανε νά… κοκκαλώσω, νά φοβηθῶ, νά τό βάλω τελικά στά πόδια. Ἦταν ἡ ἀπειρία μου βέβαια καί ἡ μεγάλη μου ἁμαρτωλότητα. Ἀλλά τότε ἔτσι ἀντέδρασα. Τί εἶδα λοιπόν; Ὁ γερο-Νόννος βρισκόταν μπροστά ἀπό τόν ναό, νά ἔχει τά δυό του χέρια ὑψωμένα στόν οὐρανό καί νά προσεύχεται. Θά μοῦ πεῖτε, τί τό περίεργο πού μέ συγκλόνισε; Δέν ἦταν ὅτι προσευχόταν ὁ γέροντας. Ἦταν τό γεγονός ὅτι τά χέρια του… ἔλαμπαν σάν… πύρινες λαμπάδες. Δέν εἶχα ξαναδεῖ κάτι τέτοιο. Εἶχα ἀκούσει καί εἶχα διαβάσει γιά παλιούς ἀσκητές πού προσεύχονταν ἔτσι, ἀλλά ἄλλο νά τό ἀκοῦς ἤ νά τό διαβάζεις, καί ἄλλο νά τό βλέπεις! Ἦταν μία ἐμπειρία πού μέ σφράγισε κι ἐμένα, γιατί κατάλαβα τή μικρότητά μου, ἀλλά καί τό μεγαλεῖο τοῦ χριστιανοῦ, ὅταν θέλει νά εἶναι πραγματικός χριστιανός. Τό ἐξομολογήθηκα στόν ἡγούμενο, καί ἔκτοτε ὅλοι μας στεκόμασταν μέ μεγάλο δέος ἀπέναντι σ’ αὐτόν τόν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος δέν ἔπαυε νά προσεύχεται γιά τίς ἁμαρτίες του καί νά θεωρεῖ τόν ἑαυτό του τόν μικρότερο ὅλων μας καί τόν χειρότερο τῶν ἁμαρτωλῶν… Περιττό νά ποῦμε ὅτι καί τά τέλη του ὑπῆρξαν ὁσιακά. Εὐωδίασε τότε ὅλο τό μοναστήρι!»
Ἡ πέννα ἔπεσε ἀπό τά χέρια τοῦ Σωφρόνιου. Ἄλλωστε καί νά τήν κρατοῦσε δέν θά μποροῦσε νά γράψει, γιατί τά μάτια κι αὐτοῦ, ὅπως ὅλων, ἦταν θολωμένα ἀπό τά δάκρυα. Ἡ σιωπή κάλυψε τήν ἀτμόσφαιρα γιά ἀρκετή ὥρα. Ἀργότερα ὁ Σωφρόνιος βρῆκε τή δύναμη νά συνεχίσει τήν καταγραφή…
(Ἀπό τό "Λειμωνάριον" τοῦ Ἰ. Μόσχου, κεφ. 104)

Σάββατο 16 Ιουνίου 2018

ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ


Ανεξάρτητα πό κείνους τούς δυστυχες συνανθρώπους μας πού νσυνείδητα χουν πιλέξει τόν δρόμο τῆς ἀνυπακοῆς στόν Θεό, ἡ ἐπισήμανση τοΚυρίου: «οὐδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν», προκαλεῖ ῾φόβοκαί στούς χριστιανούς. Τό γεγονός τι κάθε φορά εμαστε λόκληροι στή δουλεία νός κυρίου, ετε τοΘεοετε τοδιαβόλουσημαίνει τι δέν μπορομε νά παίζουμεμέ τή ζωή μας καί τίς πιλογές μας. Ἡ ἐπιπολαιότητα στήν πνευματική μας ζωή δέν εναι χωρίς συνέπειες. Ατό πού κάνω κάθε φορά μέ ντάσσει στή μία στήν λλη κατάσταση, δηλαδή  μέ προσδιορίζει συνολικά ς νθρωπο. Γιατό καί τρομάζει λίγο ατό πού κούγεται συχνά πό συνανθρώπους μας,  καί μάλιστα νέους, ὅτι σκοπό χουν νά μαζεύουν στή ζωή τους μπειρίες. Ἡ κάθε μπειρία καταλαβαίνουμε μέ τά παραπάνω λόγια τοΚυρίου τι δέν εναι νώδυνη. ῎Αν δέν βρισκόμαστε στήν κατεύθυνση τς πακος στόν Θεό λειτουργοῦμε  ρνητικά, ἄρα μ’ ἕναν τρόπο δαιμονιζόμαστε! Προφανς ὁ ἄνθρωπος δέν εναι να θροισμα μπειριν, ἕνα σύνολο τεμαχίων δηλαδή, ἀλλά νιαία ψυχοσωματική ὕπαρξη, ἡ ὁποία προσδιορίζεται κάθε φορά λόκληρη, θετικά ἤ ἀρνητικά, ἀνάλογα μέ τό εδος τς μπειρίας.

Παρασκευή 15 Ιουνίου 2018

ΧΟΡΟΣ… ΔΑΙΜΟΝΙΚΟΣ!


Ὁ γερο-Ἰωνᾶς ἀπόσωσε τήν ὀρθρινή ἀκολουθία. Ὄρθιος στό μικρό καί παλιό ἀναλόγιο τοῦ μικροῦ ναοῦ τοῦ κελλιοῦ του, τό ἀφιερωμένο στόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Πρόδρομο, ἔκλεισε τίς φυλλάδες τῶν προσευχῶν του, τίς φίλησε μέ μεγάλη κατάνυξη καί τίς ἔβαλε στή θέση τους μέ ἰδιαίτερη προσοχή. Στάθηκε στό μέσον κι ἄρχισε νά μετανίζει μέ δάκρυα στά μάτια γιά ὥρα πολλή. «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν», ἔλεγαν τά χείλη του, ἐνῶ ἔπεφτε στή συνέχεια κάτω μέ μεγάλες μετάνοιες, ἀκουμπώντας κάθε φορά τό κεφάλι του στό παλιό δάπεδο. Τό λιγοστό φῶς ἀπό τά καντηλάκια τοῦ τέμπλου καί τό μεγάλο κερί πού ἔκαιγε μπρός στόν ἅγιο Πρόδρομο δημιουργοῦσε μία ὑποβλητική ἀτμόσφαιρα, ἡ ὁποία ταίριαζε ἀπολύτως μέ τό ἱλαρό φῶς πού ἔλαμπε στήν καρδιά του.
Σταμάτησε κάποια φορά, ἔκανε μετάνοια μπρός στίς εἰκόνες τοῦ τέμπλου καί τίς ἀσπάστηκε μέ πάθος καί ἔρωτα. «Δόξα σοι ὁ Θεός», ψιθύρισε, κάνοντας σταθερά καί ἀργά τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ πάνω του. Ἔκλεισε τή θύρα τοῦ ναοῦ, διάβηκε τό μικρό διάδρομο πού ἔβγαζε στήν ἐξώθυρα καί βγῆκε στή μικρή ἁπλωταριά τοῦ καθίσματός του. Ἕνας μεγάλος πεῦκος πού δέσποζε στό ἅπλωμα κούνισε τά κλωνάρια του ἀπό τό ἐλαφρό ἀεράκι, δίνοντάς του τήν πρώτη καλημέρα γιά τήν καινούργια ἡμέρα πού ὅπου νά ‘ναι ἀνέτελλε. Χαμογέλασε καί τόν κοίταξε μέ ἀγάπη. «Εἰ τόν χόρτον τοῦ ἀγροῦ σήμερον ὄντα καί αὔριον εἰς κλίβανον βαλλόμενον ὁ Θεός οὕτως ἀμφιέννυσι, πόσῳ μᾶλλον ὑμᾶς, ὀλιγόπιστοι;»  ἦλθαν στόν νοῦ του τά λόγια τοῦ Κυρίου. «Δόξα σοι, ὁ Θεός», ξανάπε καί εὐλόγησε τή φύση τοῦ Θεοῦ.
Τό μικρό κελλάκι του, δίπλα στόν ναΐσκο τοῦ καθίσματός του, θά τόν ἔβρισκε πολύ σύντομα στή θέση του γιά τό ἐργόχειρό του, ἀλλά πρῶτα ἤθελε νά ρουφήξει τόν πρωϊνό ἀέρα καί τά μάτια του νά ἀναπαυθοῦν γι’ ἀκόμη μία φορά στούς ἅγιους τόπους τῆς περιοχῆς πού βρέθηκε. Γιατί ὁ γέροντας ζοῦσε καί ἀσκεῖτο πάνω στό ψηλό βουνό μέ τά πολλά καί μεγάλα πεῦκα, ἀνατολικά τῆς ἅγιας πόλης Βηθλεέμ, πού σημαίνει ὅτι  ἀπό τή μιά ἀτένιζε τήν ἔρημο  τῆς Ἰουδαίας καί καί ἀπό τήν ἄλλη τίς ἅγιες πόλεις τῆς Βηθλεέμ καί τῆς Ἱερουσαλήμ. Ἔκανε ἕνα γύρο τή μικρή ἁπλωταριά καί πρίν μπεῖ καί πάλι στό σπιτάκι του στάθηκε προσανατολισμένος πρός τό μεγάλο μοναστήρι τοῦ ἀββᾶ Θεόγνιου, σταυροκοπήθηκε κι εὐλόγησε τούς ἐκεῖ καλογέρους καί ἀσκητές. «Κύριε, εὐλόγησε τούς δούλους σου καί δυνάμωνέ τους στόν ἀγώνα τῆς ἀγάπης Σου», ψιθύρισε γιά πολλοστή φορά.
Χρόνια πολλά στήν ἄσκηση ὁ γέρο-Ἰωνᾶς, πρῶτα στό κεντρικό μοναστήρι κι αὐτός τοῦ ὁσίου Θεόγνιου κι ἔπειτα στό ἡσυχαστικό κάθισμα τοῦ Τιμίου Προδρόμου ἀρκετά πέρα ἀπό αὐτό, εἶχε πολλά νά διηγηθεῖ γιά τήν πνευματική ζωή, τίς εὐκολίες καί τίς δυσκολίες της, τίς χάρες πού ὁ Κύριος τῆς ἐπιφυλάσσει, ἀλλά καί τίς παγίδες πού στήνει ὁ Πονηρός, πάντα ἀσφαλῶς κατά παραχώρηση τοῦ Θεοῦ. Κι αὐτές οἱ τελευταῖες εἶναι τόσες πολλές κι ἐπικίνδυνες γιά τόν ἄνθρωπο τῆς ἀφιέρωσης καί τῆς ἄσκησης, πού μόνο ἡ ἀκλόνητη πίστη στόν Κύριο καί ἡ γενναιότητα τῆς καρδιᾶς δίνουν τήν ὑπομονή νά ἀντέξει κανείς καί νά μή τό βάλει στά… πόδια.
«Ὅ,τι θέλει ὁ Θεός!» εἶπε καί προχώρησε πρός τό κελλάκι του. Πῆρε τά ὑλικά γιά τό ἐργόχειρό του – καλάθια ἔφτιαχνε ὁ γέροντας -  καί κάθισε στό μικρό κάθισμά του. Τό φῶς τῆς ἡμέρας πού ἔμπαινε ἀπό τό στενό παραθύρι τοῦ κελλιοῦ ἦταν ἀρκετό γιά νά μήν ἔχει πρόβλημα μέ τά μάτια του, μολονότι τελευταῖα ἔβλεπε πώς θολώνει λίγο ἡ ὅρασή του καί ἔπρεπε νά τραβιέται λίγο μακρύτερα γιά νά βλέπει καλύτερα. Τά χέρια του ἄρχισαν μέ μεγάλη ἐπιτηδειότητα νά δουλεύουν τό ἔργο του, σχεδόν ἀσυναίσθητα ἔκαναν τό πλέξιμο, ἐνῶ τά χείλη του ἤδη εἶχαν ξεκινήσει νά λένε τίς ἀγαπημένες του προσευχές, κυρίως τό ψαλτήρι τοῦ προφητάνακτα Δαβίδ. Τόσα χρόνια στήν ἄσκηση εἶχε μάθει ἀπέξω ὅλους τούς ψαλμούς, «τά λόγια πού θέλει νά ἀκούει ὁ ἴδιος ὁ Θεός», ὅπως συνήθιζαν νά τούς λένε οἱ παλαιότεροι ἀσκητές, καί ἀπορροφήθηκε τόσο μέ τό ψάλσιμο, ὥστε δέν ἄκουσε ἕναν θόρυβο πού ἐρχόταν ἔξω ἀπό τό μικρό παραθύρι. Μόνον ὅταν εἶδε νά σκοτεινιάζει λίγο ὁ χῶρος ἀνασήκωσε τά μάτια του καί… ἔφριξε! Ἕνα παιδί πολύ μαυριδερό, φορώντας ἕνα ἔνδυμα ψάθινο, ἔμπαινε ξεδιάντροπα στό κελλί του ἀπό τό παράθυρο.
Σάν νά φοβήθηκε λίγο πού εἶδε τόν ἀπρόσκλητο ἐπισκέπτη καί πῆγε νά ἀποθέσει τό ἐργόχειρό του. Ἀμέσως ὅμως συνῆλθε. Ἡ ἐμπειρία του καί ὁ φωτισμός ἀπό τόν Θεό τόν ἔκαναν νά καταλάβει περί τίνος ἐπρόκειτο. «Ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ», ψιθύρισε κι ἔσκυψε καί πάλι πάνω στό ἐργόχειρο, δείχνοντας πλήρη περιφρόνηση στή δαιμονική παρουσία. Εἶχε ἀκούσει ἀλλά καί ἡ δική του πεῖρα εἶχε βεβαιώσει ὅτι τίποτε δέν διώχνει τόσο τόν Πονηρό ἀπό τίς ὅποιες ἐπιθέσεις του ἀπέναντι στόν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, ὅσο ἡ περιφρόνηση ἀπέναντί του. Νά συνεχίζει κανείς τό ἔργο του, κυρίως τήν προσευχή του καί τήν ἐνατένιση τοῦ Κυρίου του, χωρίς νά διασπᾶται ὁ νοῦς του ἀπό τίς δαιμονικές φαντασίες καί τά ὁράματά του.
Ὁ Πονηρός στάθηκε γιά ὥρα μπροστά του χωρίς νά λέει ἤ νά κάνει τίποτε. Τό ἴδιο ὅμως καί ὁ ἀσκητής: συνέχιζε τό ἐργόχειρό του καί τά ψαλσίματά του. Ἀπό ὥρα εἶχε ξεπεράσει τόν ψαλμό τῆς μετανοίας, τόν 50ό ψαλμό, καί συνέχιζε ἀκάθεκτος σάν νά μήν ἔχει κανέναν μπροστά του. Ὁ δαίμονας ἄρχισε νά… ὀργίζεται. Ἔπρεπε ὁπωσδήποτε νά τόν ἀποσπάσει ἀπό τήν προσευχή. Χωρίς νά πεῖ καί πάλι τίποτε, ἄρχισε νά χορεύει μπροστά στόν ἀσκητή, ἐνῶ ἐκεῖνος συνέχισε νά ψάλλει. «Γέροντα», ἄκουσε τό μαῦρο παιδί νά τοῦ λέει κάποια στιγμή, «καλά χορεύω»; Τσιμουδιά ὁ γέροντας. Ἡ προσευχή του καί τό ψάλσιμό του μόνον ἀκούγονταν. «Γέροντα, σοῦ ἀρέσει ἔτσι ὅπως χορεύω;», ξανάκουσε τή δαιμονική φωνή, ἐνῶ εἶδε τρελλές φιγοῦρες νά διαγράφονται ἀπό τόν ἐξαποδῶ, ὁ ὁποῖος εἶχε βαλθεῖ μέ τίς πολλές κινήσεις του νά τοῦ διασπάσει τήν προσοχή.
Ὁ γερο-Ἰωνᾶς ἀπολύτως βέβαιος γιά τόν τρόπο ἀντίδρασής του συνέχισε τήν πλήρη ἀδιαφορία του. Θυμήθηκε γιά ἀκόμη μία φορά αὐτό πού τοῦ ἔλεγε ὁ ἅγιος Γέροντάς του στό μοναστήρι:  «Παιδί μου, πρόσεχε μέ τίς δαιμονικές ἐμφανίσεις καί ἐπήρειες. Μή σέ κοροϊδέψει ὁ Πονηρός καί σοῦ ἀποσπάσει τήν προσοχή, ὥστε νά ἀρχίσεις μαζί του διάλογο. Πρέπει κανείς νά εἶναι στό ὕψος τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου μας ἤ τῶν μεγάλων ἁγίων γιά νά στήσεις διάλογο, ἔστω καί ἀντιρρητικό, μαζί του. Ἐκεῖνος μέ πολλῶν χρόνων καί αἰώνων ἐμπειρία, τελικά θά σέ τουμπάρει. Τό μόνο πού κυριολεκτικά… δαιμονίζει τόν δαίμονα, εἶναι ἡ πλήρης ἀδιαφορία καί ἡ ἀπόλυτη περιφρόνηση. Ἐσύ θά λές τίς προσευχές σου, καί εἰ δυνατόν νά ψάλλεις. Κάτι τέτοιο δέν τό ἀντέχει ὁ ἐγωισμός καί ἡ ὑπερηφάνεια τοῦ Πονηροῦ, γι’ αὐτό καί γρήγορα θά σέ ἀφήσει».
Τά σοφά λόγια τοῦ Γέροντά του ἐφαρμόστηκαν καί τώρα πολύ γρήγορα καί ἄμεσα. Νευριασμένος ὁ Πονηρός σκέφτηκε νά ἐπιτεθεῖ στόν Γέροντα ἐκ… δεξιῶν. Νά ἀμφισβητήσει τίς προσευχές του καί τή σωστή ἐκφορά τους. «Τί νομίζεις, κακόγερε;», τοῦ εἶπε τώρα σφυριχτά. «Νομίζεις ὅτι μ’ αὐτά πού ψέλνεις κάνεις κανένα μεγάλο πράγμα;         Ἄκου λοιπόν νά μάθεις: Σοῦ λέω ὅτι καί στόν ἑξηκοστό πέμπτο καί στόν ἑξηκοστό ἕκτο καί στόν ἑξηκοστό ἕβδομο ψαλμό ἔκανες λάθος. Δέν λές σωστά τούς ψαλμούς, δέν κάνεις σωστά τήν προσευχή. Μή νομίζεις λοιπόν ὅτι σέ ἀκούει ὁ Θεός σου!»  
Τοῦ ‘ρθε νά ἀπαντήσει καί νά βάλει τόν σατανᾶ στή… θέση του. Νά τοῦ ἐξηγήσει ὅτι ὁ Κύριος δέν κοιτάζει τήν ἀκρίβεια τῶν συλλαβῶν, ἀλλά τήν προαίρεση τῆς καρδιᾶς, τή διάθεση τῆς ἀγάπης πού Τοῦ ἔχουμε. Ἀλλά ἀμέσως καί πάλι συνῆλθε. «Μά αὐτό θά εἶναι ἡ νίκη του διαβόλου: τό ξεκίνημα διαλόγου μαζί του, ἔστω καί γιά λόγους ἀλήθειας. Ὄχι, Πονηρέ, δέν θά γίνει τό θέλημά σου». Σιωπή καί πάλι ὁ Γέροντας. Ἐνέτεινε περισσότερο τήν προσοχή του στή μυστική παρουσία τοῦ Κυρίου καί δυνάμωσε τίς ψαλμωδίες του. «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», ἔλεγε ἐπίσης νοερά. Καί τότε ἔκανε κάτι πού ἔδιωξε ἀμέσως τόν Πονηρό. Σηκώθηκε ὄρθιος, χωρίς νά δίνει καμία σημασία στόν κακό ἐπισκέπτη του, κι ἔβαλε μετάνοια στόν Θεό. Δέν πρόλαβε σχεδόν νά ὁλοκληρώσει τή μετάνοιά του κι εἶδε τόν διάβολο νά ἐξαφανίζεται ὡς καπνός. Ἡ μετάνοια στόν Κύριο καί ἡ ἀπόλυτη συγκέντρωση τοῦ νοῦ του μόνον σ’ Αὐτόν ἔκαναν τόν διάβολο ἄφαντο.
Ὁ γέροντας ἔσυρε τά βήματά του γρήγορα στόν μικρό ναό τοῦ ἁγίου Προδρόμου γιά νά ἀποδώσει κι ἐκεῖ, μπροστά στίς εἰκόνες, τή δέουσα στόν Κύριο δοξολογία. Τοῦ φάνηκε ὅτι ὁ Κύριος, ἡ Παναγία καί ὁ Τίμιος Πρόδρομος τοῦ χαμογελοῦσαν. Ἀναλύθηκε σέ δάκρυα…

(Ἀπό τό «Λειμωνάριον» τοῦ Ἰωάννη Μόσχου, κεφ. 160)

Δευτέρα 11 Ιουνίου 2018

ΓΙΑ ΜΙΑ ΧΟΥΦΤΑ… ΦΑΚΗ!


Βγῆκε ἀπό τό σπήλαιο πού ἀσκήτευε καί προχώρησε πρός τό γειτονικό του κελλί, τοῦ ἀββᾶ Ἰάκωβου. Τά λιγοστά του τρόφιμα τελείωναν κι ἔπρεπε νά ἐξασφαλίσει τά τῆς ἐρχόμενης ἑβδομάδας: λίγα παξιμάδια, λίγη φακή, λίγα ἀγριόχορτα. Ἀσκητικός στό ἔπακρο ὁ Ἰσαάκ ζοῦσε μέ ἐλάχιστα, ὅπως ἄλλωστε κι ὅλοι οἱ ἄλλοι Πατέρες πάνω σ’ αὐτό τό εὐλογημένο βουνό πού βρίσκονταν, ἕξι μίλια μακριά ἀπό τήν πόλη Λυκώ τῆς περιοχῆς τῆς Θηβαΐδας τῆς Αἰγύπτου, ἀλλά αὐτά τά ἐλάχιστα ἔπρεπε νά τά ἔχουν. Κι ὁ ἕνας ἐνίσχυε τόν ἄλλον, ὁ ἕνας ἐξυπηρετεῖτο ἀπό τόν ἄλλον.
Τό βουνό ἀπό παλιά εἶχε κατοικηθεῖ ἀπό ἡσυχαστές, πού ἤθελαν νά ἀφιερωθοῦν πλήρως στόν Θεό. Ἄλλοι ἀξιοποίησαν τίς σπηλιές πού ἀπό φυσικοῦ του σχημάτιζε τό βουνό, ἄλλοι ἔφτιαξαν πρόχειρες καλύβες καί κελλιά. Ἔφτιαξαν τελικά μία σκήτη καί στό κέντρο της κατασκεύασαν τόν ναό τους, ἔτσι ὥστε τίς Κυριακές καί κάθε μεγάλη ἑορτή νά συνάζονται καί νά εὐχαριστοῦν καί νά δοξολογοῦν τόν Κύριο. Νυχθημερόν προσεύχονταν στόν Κύριο, ἡ προσευχή ἦταν τό κύριο ἔργο τους, ἐκεῖ ὅμως πού ἔνιωθαν αἰσθητά τήν κοινωνία τους μέ τόν Θεό καί μεταξύ τους ἦταν ὅταν συνάζονταν στόν ναό τους γιά τήν τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας. Ἐκεῖ καταλάβαιναν ὅτι ἀποτελοῦν μέλη τοῦ Χριστοῦ, ὅτι εἶναι ἐπίσης ἀλλήλων μέλη, τήν ὥρα μάλιστα πού προσέρχονταν ἐν μετανοία γιά νά λάβουν τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Κοινωνημένοι καί ἐνισχυμένοι ἔφευγαν μέ τό τέλος τῆς Λειτουργίας, νιώθοντας τήν ψυχική ἀγαλλίαση ἀπό τή θέα τοῦ προσώπου τοῦ Θεοῦ καί τῶν συνασκητῶν τους, χωρίς νά ξεφεύγουν σέ περιττά λόγια καί σέ ἀργολογίες. Ἡ ζωή τους ἔπειτα ἦταν ἡ συνέχεια τῆς θείας Λειτουργίας, ἡ ὁποία γινόταν προσμονή γιά τήν ἑπόμενη καί πάλι σύναξή τους.
Ὡς ἄνθρωποι μέ σάρκα καί ὀστᾶ ὅμως ἔπρεπε νά ἐξασφαλίζουν καί τόν «ἐπιούσιον», γι’ αὐτό καί τό ἐργόχειρο ἦταν μέσα στά καθημερινά μελήματά τους. Τό ἐρχόγειρο τοῦ καθενός κάλυπτε τίς ἀνάγκες τοῦ ἄλλου, κι ὅ,τι ἔφτιαχναν παραπανίσιο τό πήγαιναν στήν πόλη νά τό πουλήσουν, ὥστε νά μή τρῶνε «δωρεάν» τόν ἄρτο τους. «Ἐν ἱδρῶτι τοῦ προσώπου σου φαγεῖ τόν ἄρτον σου», καθώς λέει καί ἡ Γραφή, ἀλλά καί μέ τόν ἱδρώτα τους αὐτόν μποροῦσαν νά καλύψουν καί ἀνάγκες φτωχῶν καί πονεμένων συνανθρώπων τους, οἱ ὁποῖοι πολλές φορές κατάφευγαν σ’ αὐτούς μέσα στήν ἀπελπισία τους.
 Ὁ Ἰσαάκ ἦταν ἄνθρωπος πού τό 'λεγε ἡ καρδιά του κι ἔπιαναν τά χέρια του, γι’ αὐτό καί ἐπέλεξε ἕνα ἀπό τά «δύσκολα» διακονήματα τῆς περιοχῆς: νά πλέκει κουνουπιέρες, μικρές καί μεγάλες, οἱ ὁποῖες γίνονταν ἀνάρπαστες στήν πόλη, καθώς μαστιζόταν ἀπό τά κουνούπια καί ἀπό ἄλλα πετούμενα. Μικρότερα ἐργόχειρά του τά ἀντάλλασσε μέ τίς προσφορές καί τούς κόπους τῶν ἄλλων συνασκητῶν του, κι ἔτσι ἡ ζωή του περνοῦσε «ἐν ἀφελότητι καρδίας», γεμάτη ἀπό τήν παρουσία τοῦ Κυρίου, ὁ Ὁποῖος συχνά τοῦ πρόσφερε στιγμές τόσο μεγάλης ἀγαλλίασης πού ἔλεγε ὅτι θά σπάσει ἡ καρδιά του. Τό «δόξα τῷ Θεῷ» καί τό «Κύριε ἐλέησον» ἦταν ἐκεῖνα πού ἐνήλλασσαν διαρκῶς τά χείλη του, γι’ αὐτό καί ἄρχισε νά αἰσθάνεται λίγο ἱκανοποιημένος ἀπό τίς ἀσκητικές του ἐπιδόσεις. Ἄρχισε νά ἑδραιώνεται σιγά σιγά μέσα του ἡ πεποίθηση ὅτι ὁ Πονηρός, ἄν δέν τοῦ ἀφήνεις χῶρο στήν καρδιά σου, δέν βρίσκει περιθώριο οὔτε κἄν νά σέ πειράξει. Σύντομα θά ἔβλεπε τήν πλάνη του.
«Δι’ εὐχῶν τῶν ἁγίων Πατέρων ἡμῶν», εἶπε φωναχτά, καθώς κτυποῦσε τήν πόρτα τοῦ κελλιοῦ τοῦ ἀββᾶ Ἰάκωβου. «Ἀμήν!», ἀκούστηκε ἡ φωνή τοῦ Γέροντα κι ἡ πόρτα ἄνοιξε γιά τόν Ἰσαάκ. «Γιά τή φακή, ἀδελφέ;» εἶπε τό χαρωπό πρόσωπο τοῦ Ἰακώβου κι ἔκανε χῶρο νά περάσει στό φτωχικό του κελλί ὁ Ἰσαάκ. «Γιά τή φακή, ἀδελφέ, γιά τή φακή! Σοῦ ἔφερα καί τό μικρό καλάθι πού μοῦ ζήτησες». Ἔτσι γινόταν: ἔφερνε κάποιο δικό του ἐρχόχειρο αὐτός, ἔπαιρνε τόν καρπό τῆς καλλιέργειας τοῦ Ἰάκωβου, κυρίως μάλιστα τή φακή, ἡ ὁποία ἀποτελοῦσε καί τήν κύρια τροφή τῶν περισσοτέρων ἀδελφῶν τῆς περιοχῆς.
Κάθισε καί περίμενε τό σακκουλάκι μέ τή φακή. Μέ τήν ἄκρη τοῦ ματιοῦ του ὅμως εἶδε ὁ Ἰσαάκ τήν «ἀδικία» ἤ ἔτσι τοῦ φάνηκε: ὁ γερο-Ἰάκωβος σάν νά τοῦ ἔβαλε λιγότερη φακή στόν μετρητή πού χρησιμοποιοῦσε. Σάν νά τόν… ἔκλεβε! Ἔνιωσε ἕνα κέντημα στήν καρδιά, μία πίκρα, ἀλλά δέν εἶπε τίποτε. Πῆρε τό σακκούλι, εὐχαρίστησε τόν Γέροντα, ἀλληλοασπάστηκαν καί γύρισε πρός τή σπηλιά του. Μέσα του ὅμως γινόταν ἕνας μικρός πόλεμος! «Μά νά μέ κλέψει μπροστά στά μάτια μου; Τί καλόγερος εἶναι αὐτός; Γιατί ἐγκατέλειψε τά ἐγκόσμια; Τί ἀπολογία θά δώσει στόν Κύριο;»
Γρήγορα ὁ λογισμός του ξεστράτισε ἀπό τήν πίκρα, γιατί εἶχε μέ ἄλλα πιο σπουδαῖα νά ἀπασχοληθεῖ: εἶχε μία παραγγελία ἀπό ἕναν προύχοντα τῆς πόλης γιά μία μεγάλη κουνουπιέρα.  Εἶχε ἤδη βρεῖ τά πιό σπουδαῖα ὑλικά, εἶχε κάνει τό σχέδιο - ὅ,τι καλύτερο μποροῦσε νά σκεφτεῖ - καί βάλθηκε νά τό φέρει σέ πέρας. Ὅ,τι περίσσευε σάν χρόνος ἀπό τά μοναχικά του καθήκοντα τό ἀφιέρωνε γιά τό ἐργόχειρο αὐτό, καί ἤδη μέσα του ζωγράφιζε τήν ὥρα πού θά τό παρέδιδε, ἔβλεπε τήν εὐχαρίστηση τοῦ… πελάτη του! Μετά ἀπό κάποιες ἡμέρες τό ἔργο του ἔφτασε στό τέλος. Ἱκανοποιημένος τό ἔστησε ἀπέναντί του, σέ κάποια ἀπόσταση, γιά νά κάνει τήν ἀποτίμηση. Καί τότε… εἶδε τό πρόβλημα: κάποια πλεξίματα εἶχαν μπλεχτεῖ, εἶχαν πάρει σχῆμα ἀκανόνιστο, τό σχέδιο χώλαινε ἐπικίνδυνα, ἡ αἰσθητική τοῦ ἔργου του δέν ἦταν ἡ ἀναμενόμενη. Καί τό χειρότερο; Δέν ἤξερε ποῦ χρειάζεται ἡ ἀκριβής ἐπιδιόρθωση!
Ἔνιωσε νά σωριάζεται. Ἔκανε προσπάθεια νά κρατηθεῖ ὄρθιος. «Τόσος κόπος χαμένος», ψέλλισε. «Κρίμα τόσες ὧρες δουλειά!». Κάθισε ἀποκαμωμένος. Ἡ καρδιά του ἦταν συντρίμμια. Μία θλίψη καί μία στενοχώρια τόν περιέβαλε τόσο πολύ, ὥστε θυμήθηκε τόν λόγο τοῦ Κυρίου ὅταν εἶπε ὅτι «περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου»! Δέν καταλάβαινε ὡστόσο τή βλασφημία τοῦ λογισμοῦ του. Πέρασαν ὧρες πολλές χωρίς νά μπορεῖ νά σηκωθεῖ. Ὁ λογισμός τῆς… ἀποτυχίας του τόν εἶχε καθηλώσει, ὥστε οὔτε νά φάει κάτι ἤθελε ἀλλά πολύ περισσότερο οὔτε καί νά προσευχηθεῖ!
Ξαφνιάστηκε καί τρόμαξε πολύ μ’ αὐτό πού εἶδε στή συνέχεια: ἀπό τό μικρό παράθυρο τῆς σπηλιᾶς του, εἶδε νά μπαίνει ἕνας νεαρός. Δέν πρόλαβε νά ἀντιδράσει οὔτε καί νά πεῖ τίποτε, γιατί ἔσπευσε ἐκεῖνος νά τοῦ ἐπισημάνει: «Φαίνεται ὅτι ἔκανες πράγματι λάθος στόν σχεδιασμό τοῦ ἔργου σου, ἀλλά μή σέ νοιάζει. Δῶστο σ’ ἐμένα καί ἐγώ θά τό διορθώσω. Ὅλα τά μπορῶ ἐγώ». Σάν νά συνῆλθε λίγο ὁ Ἰσαάκ καί ἄρχισε νά καταλαβαίνει τό ποιός ἦταν ὁ ἐπισκέπτης του!  Ἀντέδρασε. «Φύγε γρήγορα ἀπό δῶ μέσα ἐσύ, παμπόνηρε, πού τολμᾶς νά μπαίνεις σέ χῶρο ἀσκητῆ», εἶπε ὀργισμένος, «κι ἄς μή μοῦ γίνει ποτέ τό ἐργόχειρο». Ὁ «νεαρός» δέν τό ἔβαλε ὅμως κάτω. Συνέχισε ἀπτόητος καί μάλιστα μέ… γλυκόλογα: «Μά, δέν βλέπεις ὅτι ζημιώνεσαι ἄν τό φτιάξεις ἄσχημα;» «Καί σένα τί σέ μέλλει, μπορεῖς νά μοῦ πεῖς;» πῆρε νά ἀγριεύει ὁ Ἰσαάκ. «Μά σέ σπλαχνίζομαι, ἐγώ… τό καλό σου θέλω. Δέν θέλω νά χάσεις τόν κόπο σου. Τόσες μέρες πάλευες μ’ αὐτό! Ἐδῶ τίς προσευχές σου σχεδόν πῆγες νά ξεχάσεις!» Πετάχτηκε πάνω μέ πλήρη συναίσθηση πιά ὁ Ἰσαάκ καί κατακόκκινος ἀπό τόν θυμό γιά τό… θράσος τοῦ Πονηροῦ. «Πολύ κακῶς ἔκανες πού ἦρθες ἀπό δῶ», τοῦ εἶπε, «καί μαζί μ’ ἐσένα καί αὐτούς πού ἔφερες. Νά σηκωθεῖς ἀμέσως νά φύγεις!»
Ἡ… εὐγένεια ἔφυγε ἀπό τό πρόσωπο τοῦ «νεαροῦ». Τά λόγια του ἀργά καί προσεκτικά εἰπωμένα μπήγονταν σάν ξίφος στήν καρδιά τοῦ καλόγερου: «Ἄν θέλεις νά μάθεις λοιπόν, πράγματι ἐσύ μέ ἀνάγκασες νά ἔρθω ἐδῶ». «Ἐγώ;», εἶπε ἔντρομος καί ἀπορημένος ὁ Ἰσαάκ. «Ἐγώ σέ ἀνάγκασα;» «Ναί, ἐσύ. Καί μάθε πώς μέ ἀνάγκασες, γιατί εἶσαι δικός μου!» Κόντεψε νά λιποθυμήσει ὁ Ἰσαάκ: Ὁ ἴδιος ἀνάγκασε τόν Πονηρό νά ἔλθει στή σπηλιά του… καί μάλιστα ἀνήκει σ’ ἐκεῖνον! «Πῶς τό λές αὐτό;» κατόρθωσε νά βγεῖ ἡ ἐρώτηση ἀπό τό στόμα του. «Ἐγώ εἶμαι καλόγερος καί ἀνήκω στόν μοναδικό Κύριο πού ἀναγνωρίζω, τόν Ἰησοῦ Χριστό. Ἐσύ εἶσαι ἕνας ψεύτης καί σάν ψεύτης ψέμματα πάντοτε λές!»
Τό ‘πε καί νόμισε πώς ἔκανε ὁμολογία πίστεως. Ὁ Πονηρός ὅμως εἶχε ἐπιχειρήματα. Κι ἀπ’ ὅ,τι φάνηκε, συντριπτικά ἐπιχειρήματα. «Ἄκου νά σοῦ πῶ», εἶπε, συρίζοντας αὐτή τή φορά. «Ἔχεις τρεῖς Κυριακές πού κοινωνεῖς τόν Κύριό σου, ὅπως λές, ἀλλά τόν γείτονά σου τόν… ἐχθρεύεσαι!  Ἔχθρα καί θεία Κονωνία δέν πᾶνε μαζί. Τό ἀκοῦς;» Θαύμασε ὁ Ἰσαάκ γιά τήν «ἀκρίβεια» τῆς ἀλήθειας πού ἐξέφραζε ὁ «ἐπισκέπτης» του. Ἀλλά καί πάλι ἔβλεπε τήν πλάνη πού ἐκπορευόταν ἀπό τά χείλη τοῦ «ἄλλου». «Ψέμματα ὅπως πάντα λές. Πότε εἶδες νά ἐχθρεύομαι ἐγώ τόν γείτονά μου; Τό ἀντίθετο!» Ἡ ἀπάντηση καί πάλι ἦλθε σάν βέλος πού σιγούρεψε τόν στόχο: «Ἐσύ δέν ἤσουν πού μνησικάκησες ἐναντίον του καί πικράθηκες, γιατί τάχα σοῦ ἔβαλε λιγότερη φακή ὅταν πῆγες τίς προάλλες στό κελλί τοῦ Ἰάκωβου; Κι ἄν θέλεις νά μάθεις, ἐγώ πού σοῦ μιλῶ τώρα, εἶμαι ὁ ἁρμόδιος γιά τή μνησικακία. Λοιπόν, ἀπό ἐκείνη τήν ὥρα τοῦ κακοῦ λογισμοῦ σου μοῦ ἀνήκεις. Εἶσαι δικός μου!»
Φωτίστηκε ὁ νοῦς τοῦ Ἰσαάκ. Ὁ Πονηρός ἔγινε ὄργανο τοῦ… Κυρίου, προκειμένου νά τόν συνεφέρει. Συντρίφτηκε ἡ καρδιά του, εἶδε τήν ἀλήθεια τῶν λόγων τοῦ ἐπισκέπτη του καί σάν βολίδα ἄνοιξε τήν πόρτα τῆς σπηλιᾶς του κι ἔτρεξε πρός τόν γείτονά του. «Ἥμαρτον!», τοῦ φώναξε καί πρόσπεσε στά πόδια του. «Ἄφησα κακό λογισμό ἐναντίον σου τίς προάλλες μέ τή φακή, νόμισα ὅτι μέ κορόϊδεψες, σοῦ ζητῶ ταπεινά συγγνώμη». Ἀγκαλιάστηκαν καί ἔκλαψαν οἱ δύο καλόγεροι. Ἡ καρδιά τους γέμισε ἀπό μετάνοια καί χάρη. Ἡ ἀγάπη τούς σκέπασε. Ἡ γαλήνη καί ἡ χαρά πλημμύρισε τήν ὕπαρξή τους. «Δέν πειράζει, ἀδελφέ», εἶπε ὁ Ἰάκωβος. «Πρέπει ἴσως κι ἐγώ νά εἶμαι περισσότερο προσεκτικός καί νά μή δίνω λαβές γιά ὑποψίες. Συγχώρα με κι ἐμένα!»

Εἰρηνεμένος γύρισε στή σπηλιά του ὁ Ἰσαάκ. Τήν βρῆκε νά καπνίζει ἀπό φωτιά. Ὁ ἐπισκέπτης του εἶχε φροντίσει, κατά παραχώρηση θεία, νά τόν ἐκδικηθεῖ γιά τήν ἀγάπη καί τή συγγνώμη πού ἐπέδειξε: εἶχε κάψει τήν κουνουπιέρα, ἀλλά μαζί μέ αὐτήν καί τήν ψάθα πού χρησιμοποιοῦσε γιά τίς μετάνοιες του. Ὁ δαίμων τῆς μνησικακίας ἔδειξε ὅτι συμβαδίζει μέ τόν ἀδελφό του, τόν δαίμονα τοῦ φθόνου!

(Ἀπό τό «Λειμωνάριον» τοῦ Ἰ. Μόσχου, κεφ. 161)

 

Κυριακή 10 Ιουνίου 2018

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΛΟΥΚΑΣ Ο ΝΕΟΣ, Ο ΙΑΤΡΟΣ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΣΥΜΦΕΡΟΥΠΟΛΕΩΣ ΚΑΙ ΚΡΙΜΑΙΑΣ, Ο ΡΩΣΟΣ (11 ΙΟΥΝΙΟΥ)





Ο άγιος Πατήρ ημών Λουκάς ο νέος ήταν από την πόλη Κερτς της Χερσονήσου της Κριμαίας της Ρωσίας. Ο πατέρας του ονομαζόταν Φέλικας Στανισλάβοβιτς κι ήταν Ρωμαιοκαθολικός στην πίστη, κι η μητέρα του Μαρία Δημητρίεβνα κι ήταν πιστή ορθόδοξη. Γεννήθηκε το 1877. Πολλές φορές βρέθηκε κοντά στα άγια λείψανα των οσίων της Λαύρας του Κιέβου, όπου και έλαβε τα σπέρματα της θείας χάρης, τα οποία και αύξησε πολύ στην καρδιά του. Όταν μεγάλωσε σπούδασε την επιστήμη των ιατρών στο Πανεπιστήμιο του Κιέβου, στην οποία και αρίστευσε με τις επιδόσεις του. Έπειτα νυμφεύτηκε την Άννα Βασιλίγιεβνα, με την οποία απέκτησε τέσσερα τέκνα. Όταν πέθανε πρόωρα η γυναίκα του, χειροτονήθηκε ιερέας και μετά από λίγο επίσκοπος, αφού κάρηκε προηγουμένως μοναχός και έλαβε το όνομα Λουκάς, αφήνοντας το προηγούμενο Βαλεντίνος. Ως ιατρός και ιεράρχης ενισχύθηκε από τη θεία χάρη και ομολόγησε με θάρρος το όνομα του Χριστού ενώπιον δικαστικών βημάτων και αθέων ανδρών. Πέρασε αρκετό χρόνο από τη ζωή του στις φυλακές και υπέστη για την πίστη του διωγμούς και μαρτύρια, χωρίς να δειλιάσει καθόλου μπροστά στις απειλές και τα μηχανήματα του αρχεκάκου εχθρού. Ζώντας ο μακάριος πότε στη μία και πότε στην άλλη πόλη, λόγω της κατ᾽ αυτού μανίας των διωκτών αθέων, ως επίσκοπος στήριξε θεοφιλώς το πλήρωμα του λαού στις επισκοπές Τασκένδης, Ταμπώφ και Συμφερουπόλεως της Κριμαίας και αλλού, ενώ ως ιατρός διέσωσε από τον θάνατο σε πάρα πολλούς τόπους της Ρωσίας πολλούς αρρώστους. Του χάρισε ο Θεός και στην επίγεια ζωή, αλλά και μετά τον θάνατό του να ενεργεί υπερφυσικές δυνάμεις. Κοιμήθηκε εν ειρήνη στη Συμφερούπολη το 1961, αφήνοντας φήμη αγίου Ιεράρχου, σοφού ιατρού και ανυποχώρητου ομολογητή της ορθόδοξης πίστεώς μας”.


Ο άγιος Λουκάς ο νέος δεν είναι μόνον ότι έζησε πολύ κοντά στην εποχή μας, φανερώνοντας κι αυτός, όπως και πλήθος άλλων βεβαίως, ότι το Πνεύμα του Θεού ενεργεί σε κάθε εποχή εξίσου με τις παλαιές, αρκεί να βρει το κατάλληλο έδαφος της καρδιάς, αλλά και ότι υπήρξε μέγας επιστήμονας, διεθνούς φήμης και ακτινοβολίας, τόσο που οι μελέτες και τα συγγράμματά του πάνω σε θέμα ιατρικής θεωρούνται ορόσημα και πρωτοποριακά ακόμη και στις ημέρες μας, όπου η ιατρική και οι άλλες επιστήμες έχουν προχωρήσει πάρα πολύ λόγω των αλμάτων που έχει γίνει στην τεχνογνωσία. Κι όμως! Για την Εκκλησία μας, εκείνο που προέχει δεν είναι φυσικά η επιστημοσύνη του και το λαμπρό μυαλό του – αξιοσημείωτα πράγματι ως τάλαντα του Θεού -  αλλά η αγιότητά του, με την οποία βοήθησε παρηγορητικά πάρα πολύ τους ανθρώπους που συναναστράφηκε, όπως και τους ανθρώπους της κάθε εποχής, αφού ανήκοντας πια στη θριαμβεύουσα Εκκλησία, έχει την παρρησία εκείνη ενώπιον του Θεού, ώστε να μεσιτεύει για κάθε άνθρωπο, που προσέρχεται εν πίστει σ᾽ εκείνον και τα άγια λείψανά του. Κι αυτήν την προτεραιότητα της αγιωσύνης του επισημαίνουμε και στην ελληνική ακολουθία του αγίου, ποίημα του εξαιρέτου υμνογράφου της Εκκλησίας μας αρχιμανδρίτου τότε που την εποίησε, Μητροπολίτου τώρα Εδέσσης, Πέλλης και Αλμωπίας κ. Ιωήλ Φραγκάκου. Ο υμνογράφος δεν υποβαθμίζει ασφαλώς τη μεγαλοφυΐα του αγίου στον τομέα τον ιατρικό. Χωρίς να παραλείπει κάποιες αναφορές σ᾽ αυτήν, επιμένει όμως στις κατά Θεόν αρετές του, στην μαρτυρική ομολογία της πίστεώς του, στο χάρισμα της θαυματουργίας του. Και δικαίως: ο υμνογράφος κινείται θεολογικά, έχοντας ως κριτήριο το στοιχείο της αγιότητας, που μένει εις τον αιώνα, και όχι τα επίγεια και φυσικά προσόντα, τα οποία και παρέρχονται αλλά και μπορεί να καταστρέψουν τον άνθρωπο, αν δεν τα διαχειριστεί κατά το θέλημα του Θεού.

Έτσι π.χ. διαβάζουμε και ακούμε: ῾Γνωρίζοντας καλά την επίγεια, θύραθεν, σοφία, άγιε, θέλησες να γνωρίσεις την ιερή αλήθεια του Χριστού᾽(῾Σοφίαν την θύραθεν επιγιγνώσκων καλώς, ηθέλησας, άγιε, την ιεράν του Χριστού γνωρίσαι αλήθειαν᾽) (κάθισμα όρθρου). ῾Ξεχύθηκε, θεόφρον, η ιατρική σου χάρη σε όλη τη Ρωσία και έγινες ιατρός των νοσούντων, συγχρόνως όμως και χρημάτισες αρχιερέας αγιότατος, Συμφερουπόλεως και Κριμαίας και άλλων πόλεων, και φάνηκες άριστος ποιμενάρχης των λογικών προβάτων της Εκκλησίας του Χριστού᾽(῾Εξεχύθη, θεόφρον, η ιατρική σου χάρις επί πάσαν την Ρωσίαν, και γέγονας ιατρός των νοσούντων, άμα δε και χρηματίσας Αρχιερεύς εννομώτατος, Συμφερουπόλεως και Κριμαίας, και άλλων πόλεων, ώφθης ποιμενάρχης άριστος των λογικών προβάτων της Εκκλησίας του Χριστού᾽) (ιδιόμελο αντιφώνου όρθρου). Ο π. Ιωήλ διακρίνει τον πνευματικό τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζε ο άγιος Λουκάς ο νέος τις όποιες τιμές του απονέμονταν λόγω των ιατρικών γνώσεών του και της προσφοράς του στην πατρίδα του, όπως για παράδειγμα το βραβείο Στάλιν το 1946. Δέχτηκε μεν το βραβείο, αλλά δεν υπερηφανεύτηκε καθόλου, γιατί είχε τη  συναίσθηση πως ό,τι έκανε, το έκανε,  ευρισκόμενος απλώς πάνω στο καθήκον του ως χριστιανός. Γιατί; Διότι δεν έμενε στα πρόσκαιρα, όπως είπαμε, αλλά στα αιώνια του Θεού. ῾Σε εξύψωσαν στη γη οι άνθρωποι, αλλά έμεινες ταπεινός, Λουκά, γιατί ζήλεψες τα αιώνια και ανέφερες στον Θεό τα αξιοτίμητα δικά σου χαρίσματα, άγιε Πατέρα᾽(῾Υψώθης εν γη υπό ανθρώπων, αλλ᾽ έμεινας άτυφος, Λουκά, ζηλώσας τα ακίνητα και τω Θεώ απέδωκας τα σα αξιοτίμητα, άγιε Πάτερ, χαρίσματα᾽) (ωδή γ´).

Ο υμνογράφος επιμένει πολύ σε δύο ιδιαίτερα γνωρίσματα της αγιότητας του αγίου Λουκά: στο ανάργυρο των ιατρικών του υπηρεσιών και στη μαρτυρική ομολογία της πίστεώς του. Ο άγιος ανήκει στους αναργύρους ιατρούς. Ό,τι παλαιότερα ήταν οι άγιοι Κοσμάς και Δαμιανός, Παντελεήμων και Ερμόλαος, Κύρος και Ιωάννης, Σαμψών και Διομήδης, Θαλέλλαιος και Ερμόλαος, το ίδιο είναι στην εποχή μας ο άγιος Λουκάς ο νέος.  ῾Λουκάν τον νέον άγιον…τον ένδοξον Ανάργυρον…ανευφημήσωμεν πάντες᾽(εξαποστειλάριο). Και μολονότι ανάργυρος, ως έχοντας σύζυγο την πτωχεία, έτρεφε όμως τους πάντες, και με τον λόγο του από πλευράς πνευματικής, και με την προσφορά διαφόρων τροφών. ῾Αν και είχες λάβει την πτωχεία ως σύζυγο στη ζωή σου, έθρεψες πράγματι τα πλήθη του λαού σου με τα θεία σου λόγια και με τις τροφές, ως μέγας σιτοδότης του σώματος και του Πνεύματος, σε όλη τη Ρωσία, Λουκά θαυμάσιε᾽(῾Την πτωχείαν ως σύζυγον ειληφώς εν τω βίω σου, πλήθη του σου λαού τοις θείοις σου ρήμασι και τροφαίς οντως έθρεψας, ως σιτοδότης μέγας, σαρκός και του Πνεύματος, εν τη Ρωσία πάση, Λουκά αξιάγαστε᾽) (κάθισμα όρθρου). Ο άγιος Λουκάς όμως αποτελεί και τον νέο ομολογητή της πίστεως. Υπερασπίστηκε με θυσία της ζωής του – με φυλακές, εξορίες, διωγμούς -  τη χριστιανική πίστη όχι μόνο απέναντι στην ανοησία των αθέων, αλλά και απέναντι στους σχισματικούς που έπαιζαν το παιχνίδι της άθεης εξουσίας, κι ακόμη απέναντι και σε θεωρούμενους ῾δικούς᾽ του ανθρώπους. ῾Η σταθερή σου πίστη και ένσταση κλόνισε τις ανοησίες των τυράννων, ξήρανε τον χείμαρρο των σχισματικών κι έδωσε θάρρος στα πλήθη της Εκκλησίας᾽(῾Η εδραία σου πίστις και ένστασις τας των τυραννούντων ανοίας διέσεισε, σχισματικών τον χειμάρρουν εξήρανε και της Εκκλησίας τα πλήθη εθάρρυνε᾽) (λιτή). ῾Δέχτηκες ολομέτωπο πράγματι πόλεμο και την εχθρότητα από τους άθεους άνδρες, τους ψευδάδελφους ιερείς και τους θεωρούμενους δικούς σου, αλλά συ προχώρησες περιχαρής στα σκάμματα της καλής ομολογίας᾽(῾Ολομέτωπον εδέχθης όντως πόλεμον και την εχθρότητα εκ των αθέων ανδρών, θυτών ψευδαδέλφων τε, και των οικείων σου, αλλ᾽ εχώρησας περιχαρής εις σκάμματα της καλής ομολογίας᾽) (ωδή ζ´).

Στους αγώνες του υπέρ της πίστεως, όπου ῾περπατούσε την οδό του Χριστού την επίπονη, στενή και θλιμμένη᾽(῾οδόν Χριστού την επίπονον, στενήν και τεθλιμμένην διώδευσας᾽) (ωδή στ´), είχε ως άμεση βοήθεια εκτός από τον ίδιο τον Κύριο και την αγαπημένη του Παναγία Μητέρα του Κυρίου. Η Παναγία ήταν αυτή που επικαλείτο πάντοτε και έβλεπε την άμεση αρωγή της και στις διάφορες πάντοτε ιατρικές εγχειρίσεις του, αλλά και σε όλη τη ζωή του. ῾Έβαλες τη θεία εικόνα της μητέρας του Κυρίου μπροστά στα μάτια σου, πανεύφημε, παίρνοντας δύναμη και θάρρος από αυτήν στις εγχειρίσεις σου, Λουκά᾽(῾Εικόνα την θείαν της μητρός του Κυρίου έθηκας προ οφθαλμών σου, πανεύφημε, λαμβάνων δύναμιν εξ αυτής και θάρσος εν ταις εγχειρίσεσι, Λουκά᾽) (στιχηρό εσπερινού). ῾Η εικόνα της Θεοτόκου κρεμόταν στο χειρουργείο σαν πηγή αγιάσματος, θάρρους και ελπίδας, από την οποία λάμβανες θεία δύναμη, Πάτερ, και θεράπευες τα τραύματα των ασθενών᾽(῾Η εικών της Θεοτόκου ως πηγή αγιάσματος, θάρσους και ελπίδος εν τω χειρουργείω εκρέματο, εξ ης ελάμβανες, Πάτερ, θείαν δύναμιν και τα τραύματα των ασθενών εθεράπευες᾽) (ωδή δ´). Έτσι λειτουργεί πάντα ένας άγιος: χρησιμοποιεί τις δυνάμεις του, αξιοποιεί όλα τα χαρίσματα που του έχει δώσει ο Θεός, αλλά γνωρίζει ότι τελικώς τα πάντα εξαρτώνται από τη χάρη του Θεού και τη δύναμη των αγίων Του.

Ο π. Ιωήλ υμνολογώντας την κατά Χριστό πολιτεία του αγίου Λουκά δίνει πάρα πολλές αφορμές για πολλά θέματα της χριστιανικής πίστεως και ζωής. Παραλείποντας πολλά και σημαντικά άλλα, αναφέρουμε ακόμη ένα: ο άγιος, πριν γίνει ιερέας και έπειτα μοναχός και επίσκοπος, υπήρξε έγγαμος. Η αρχική επιλογή της κατά Χριστόν ζωής του ήταν ο έγγαμος βίος, στον οποίο στάθηκε ως πρότυπο. Τι μας επισημαίνει ο π. Ιωήλ; Κινούμενος ο άγιος Λουκάς από αγάπη του Χριστού επέλεξε αυτό που έβλεπε ως χάρισμα του Θεού στον ίδιο: τον έγγαμο βίο. Κι είναι βεβαίως γνωστό ότι η Εκκλησία μας δύο δρόμους προτείνει, πλην εκτάκτων περιπτώσεων, για τον χριστιανό: τον έγγαμο βίο ή τον μοναχικό βίο. Διότι και στους δύο μπορεί να πραγματοποιηθεί το θέλημα του Θεού, δηλαδή η πνευματική του προαγωγή προς ένωση με τον Χριστό. Ποτέ η μονομέρεια του ενός ή του άλλου δρόμου δεν ήταν η πρόταση της Εκκλησίας. Ο πιστός καλείται να κοιτάξει μέσα του, να δει πού κλίνει η καρδιά του και να επιλέξει ό,τι του ταιριάζει. Προσπάθειες από ορισμένους να εκβιάσουν καταστάσεις, να σπρώξουν χωρίς τη θέληση του ανθρώπου σε έναν από τους δύο δρόμους, είναι εκτός της χάρης του Θεού και του αγίου θελήματός Του. Ο άγιος υμνογράφος λοιπόν μεταξύ άλλων επί του θέματος σημειώνει: ῾Αγάπησες από παιδί τον Χριστό και προτίμησες την έγγαμη ζωή, Λουκά σεβασμιώτατε, και έγινες το άριστο πρότυπο του γάμου, πάτερ, με τον καθαρό τρόπο ζωής σου᾽(῾Χριστόν αγαπήσας παιδιόθεν, προείλες την έγγαμον ζωήν, Λουκά σεβασμιώτατε, και γέγονας το πρότυπον του γάμου, πάτερ, άριστον, τη καθαρά πολιτεία σου᾽) (ωδή γ´).

Δεν θέλουμε να μακρηγορήσουμε. Θα ήταν όμως ώρα χάρης πράγματι για τον καθένα να μάθει περισσότερα για τον άγιο Λουκά τον νέο. Η ιερά Μονή Σαγματά της Μητροπόλεως Θηβών και Λεβαδείας, αλλά τα τελευταία χρόνια και η Μητρόπολη Αργολίδος, θεωρούνται στην Ελλάδα τα κέντρα αναφοράς στον άγιο. Ο μητροπολίτης Αργολίδος κ. Νεκτάριος(Αντωνόπουλος), (ως αρχιμανδρίτης ηγούμενος της Ιεράς Μονής Σαγματά πρό τινων ετών), έχει γράψει εξαιρετικό βιβλίο γι᾽ αυτόν, η ιερά Μονή, όπως και ο υπέροχος νέος ναός σε ρώσικη τεχνοτροπία του αγίου Λουκά στην Αργολίδα, έχουν τεμάχια των λειψάνων του, πάμπολλα θαύματα έγιναν και γίνονται με την προσκυνηματική επίσκεψη πιστών στα μέρη αυτά. Ο υμνογράφος δεν μπορεί να μην κάνει συγκεκριμένη αναφορά, ιδίως για τη Μονή Σαγματά. ῾Η Μονή του Σαγματά χαίρει, Λουκά επίσκοπε. Διότι έχοντας σαν πάντιμο δώρο μέρος των λειψάνων σου πανηγυρίζει σήμερα τη θεία μνήμη σου και υμνεί τα πολυάριθμα ιάματα στη Ρωσία και εδώ᾽(῾Η του Σαγματά Μονή επαγάλλεται, Λουκά επίσκοπε, ως γαρ δώρον πάντιμον των σων λειψάνων σχούσα μερίσματα πανηγυρίζει σήμερον την θείαν μνήμην σου, και γεραίρει τα σα πολυάριθμα εν Ρωσία και ώδε ιάματα᾽) (ωδή θ´κ.α.).