Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2019

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ, ΣΥΝΑΣΚΗΤΗΣ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΡΟΚΟΠΙΟΥ


«Ο όσιος Βασίλειος έζησε επί της βασιλείας Λέοντος του εικονομάχου. Άφησε τον κόσμο και τα εν τω κόσμω κι έγινε μοναχός. Κι αφού ασκήθηκε πρώτα με τρόπο θεάρεστο, ύστερα, όταν άρχισε η μάχη κατά των αγίων εικόνων, αντιστάθηκε δυνατά στους εικονομάχους. Αποτέλεσμα ήταν να συλληφθεί και να υποστεί πολλές τιμωρίες, αλλά δεν υποχώρησε. Αντιθέτως, κήρυσσε την αλήθεια μέχρι θανάτου, έχοντας ως σύμμαχο και τον θείο Προκόπιο τον Δεκαπολίτη. Γι’ αυτόν τον λόγο και ξέσχισαν με σιδερένια νύχια όλο το σώμα του και τον τράχηλό του και τον έριξαν στη φυλακή. Έτυχε όμως και πέθανε ο τύραννος, οπότε ο όσιος ελευθερώθηκε. Κι από τη φυλακή βγαίνοντας, συνέχισε τον ίδιο τρόπο ζωής. Προετοίμαζε και καθοδηγούσε πολλούς στον δρόμο της αρετής και επανέφερε τους πλανηθέντες στην ορθόδοξη πίστη, μέχρις ότου με χαρά και με ευχαριστία εκδήμησε προς τον Θεό, τον Οποίο ποθούσε από βρέφους».   

Πάντοτε η ασκητική παράδοση της Εκκλησίας μας προβάλλει ως τρόπο ζωής κάτι που προκαλεί τη λογική του κοσμικού μη εν Θεώ ζώντος ανθρώπου, έστω κι αν χαρακτηρίζεται επιφανειακά χριστιανός: ότι δηλαδή η εγκράτεια ως περιορισμός των σαρκικών ηδονών αποτελεί την τρυφή του πιστού, η πτωχεία ως συνειδητή επιλογή συνιστά τον πλούτο του, η ακτημοσύνη ως άρνηση κατοχής οιωνδήποτε υλικών πραγμάτων, κυρίως δε εσωτερικής δέσμευσης σε αυτά, είναι η μεγάλη περιουσία του, η ταπείνωση είναι ο έπαινός του. Κι αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο χριστιανός αγωνίζεται κατά του κεντρικού πάθους του ανθρώπου, της φιλαυτίας με όλα τα παρακλάδια της: της φιληδονίας, της φιλαργυρίας, της φιλοδοξίας, ώστε να τη μεταστρέψει και να την κάνει φιλοθεΐα και φιλανθρωπία. Δηλαδή κτυπά τα πάθη του με τις αντίστοιχες αρετές, ώστε μεταστρέφοντας με τη χάρη του Θεού τη φιλαυτία σε φιλοθεΐα και φιλανθρωπία, να βρει  το σημείο συντονισμού του με τη χάρη του Θεού. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το ζητούμενο πάντοτε είναι ο ίδιος ο Θεός και η χάρη Του στη ζωή του ανθρώπου και το μόνο σημείο που ο άνθρωπος βρίσκει όντως τον Θεό είναι η αγάπη. Από την άποψη αυτή δεν δυσκολευόμαστε να καταλάβουμε ό,τι στο Γεροντικό για παράδειγμα διαβάζουμε για οσίους μας, που έλεγαν: «Πηγαίνω όπου υπάρχει κόπος και εκεί βρίσκω ανάπαυση».
Το παραπάνω σκεπτικό επισημαίνουμε και στην ασκητική ζωή του οσίου Βασιλείου. Ο υμνογράφος μας καθοδηγεί και μας λέει: «Επιθύμησες την πάνω από τον ανθρώπινο νου μακαριότητα του Θεού, γι’ αυτό και θεώρησες, θεσπέσιε, την εγκράτεια ως τρυφή σου, την πτωχεία ως πλούτο σου, την ακτημοσύνη ως μεγάλη περιουσία, την ταπείνωση ως έπαινό σου» («Της μακαριότητος της υπέρ νουν ορεγόμενος, ελογίσω, θεσπέσιε, τρυφήν την εγκράτειαν, την πτωχείαν πλούτον, την ακτημοσύνην περιουσίαν δαψιλή, και ευδοξίαν την μετριότητα») (στιχηρό εσπερινού).  Με άλλα λόγια κανείς δεν μπορεί να συναντηθεί αληθινά με τον Θεό, να νιώσει ζωντανή μέσα του τη χάρη του Πνεύματός Του, έχοντας μέσα του ενεργό το πάθος του εγωισμού με τα παρεπόμενά του. Κι από την άποψη αυτή καταλαβαίνει και την ευλογία της περιόδου της Σαρακοστής, που δίνει πάμπολλες αφορμές ελέγχου των ψεκτών παθών μας και μεταστρέψεώς τους σε ένθεα πάθη, δηλαδή σε αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο.
Ο άγιος υμνογράφος Θεοφάνης, εκτός βεβαίως από την ασκητική διαγωγή του οσίου Βασιλείου, τονίζει σε αρκετούς ύμνους του κανόνα του και την ιδιαίτερη άθληση του οσίου στο θέμα των αγίων εικόνων. Η εποχή του οσίου Βασιλείου αυτό κυρίως αντιμετώπιζε, τη χριστολογική αίρεση των εικονομάχων με την τεράστια πολεμική που είχαν εξαπολύσει κατά των ορθοδόξων,  και εκεί αθλήθηκε ο όσιος: και με τη διδασκαλία του, αλλά και με το μαρτύριό του, από το οποίο πήρε και τον χαρακτηρισμό του ομολογητή. Ο υμνογράφος λοιπόν, συνθεωρώντας μαζί με τον όσιο Βασίλειο και τον μαθητή αυτού Προκόπιο Δεκαπολίτη (27 Φεβρουαρίου), σημειώνει κάτι πολύ ωραίο για τον αγώνα τους αυτόν υπέρ των αγίων εικόνων: σέβονταν οι όσιοι τις εικόνες, γιατί κρατούσαν όρθιο το κατ’ εικόνα Θεού της ψυχής τους. Η τιμή που απένειμαν δηλαδή στις εικόνες της Εκκλησίας μας ήταν η συνέχεια της τιμής που έδιναν στην εικόνα του Θεού μέσα στην καρδιά τους. Κι αυτό σημαίνει: αυτός που έχει ανοικτά τα μάτια της ψυχής του και βλέπει με σεβασμό τον χαρισματικό εαυτό του, τον αναγεννημένο από τη χάρη του Θεού στην Εκκλησία διά του αγίου βαπτίσματος και των λοιπών μυστηρίων, αυτός και μόνον μπορεί να στέκεται σωστά και απέναντι στις εικόνες, οι οποίες αισθητοποιούν τη ζωντανή παρουσία του Χριστού, της Παναγίας, των αγίων μέσα στην Εκκλησία μας. Συνεπώς κατά αντίστροφο τρόπο: οι πολέμιοι των εικόνων, αυτοί που ισχυρίζονται ότι πρόκειται περί «ειδωλολατρικών» πραγμάτων, είναι οι ίδιοι που πρώτα από όλα έχουν γκρεμίσει μέσα τους την εικόνα του Θεού και την αληθινή εικόνα και του ανθρώπου. «Τηρήσατε με ευσέβεια το κατ’ εικόνα της ψυχής, όσιοι, γι’ αυτό και αθληθήκατε στο μαρτύριο, σεβόμενοι την άχραντη εικόνα του Χριστού» («Τηρήσαντες ευσεβώς το κατ’ εικόνα της ψυχής, όσιοι, την του Χριστού άχραντον σέβοντες εικόνα ηθλήσατε» (ωδή γ΄). 
Ο άγιος Θεοφάνης δεν φείδεται ύμνων, προκειμένου να προβάλει, όπως είπαμε, τη συνάθληση με τον όσιο Βασίλειο και του μαθητή του, οσίου Προκοπίου. Όχι ένας ή δύο, αλλά έξι ύμνοι μέσα στον κανόνα μιλούν για τον μαθητή, τον σύναθλο, τον σύμπνοο, τον ισόρροπο του οσίου Βασιλείου Προκόπιο. Για παράδειγμα: «Πέτυχες, πάτερ, τον συναθλητή και έμφρονα στρατιώτη, που πρόκοβε πάντοτε στις αρετές, μαζί με τον οποίο με χαρά αγωνίστηκες στο μαρτύριο της σταθεράς άθλησης» («Συνάθλου και στρατιώτου έμφρονος, Πάτερ, επέτυχες, ταις αρεταίς προκόπτοντος αεί∙ μεθ’ ου χαίρων, πανόλβιε, της σταθηράς αθλήσεως διηγωνίσω το μαρτύριον») (ωδή α΄)∙ «Έχοντας την επωνυμία της ουράνιας βασιλείας, πορεύτηκες την οδό που οδηγεί σ’ αυτήν, αφού βρήκες σύμπνοο, δηλαδή ομόψυχο και ομόπιστο τον Προκόπιο» («Βασιλείας ως επώνυμος ουρανίου, την προς αυτήν απάγουσαν οδόν επορεύθης, σύμπνοον ευράμενος Προκόπιον») (ωδή δ΄). Γιατί ο ιδιαίτερος αυτός τονισμός; Χωρίς να αναφέρει επ’ αυτού κάτι ο άγιος Θεοφάνης, προφανώς έχει υπόψη του αυτό που ο λόγος του Θεού πάντοτε σημειώνει: «Αδελφός υπ’ αδελφού βοηθούμενος ως πόλις οχυρά», ο αδελφός όταν βοηθείται από αδελφό είναι σαν οχυρωμένη πόλη. Γιατί αν συμβεί οποιοδήποτε στραβοπάτημα, ο άλλος θα σπεύσει αμέσως σε βοήθεια. Γι’ αυτό «ουαί τω ενί». Αλίμονο στον ένα.
 

Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2019

ΣΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΑΚΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ


«Παιδιά μου», είπε ο Γέροντας Νεκτάριος, που η καρδιά του χαιρόταν πολύ βλέποντας μία ομάδα νεαρών παιδιών, αγοριών και κοριτσιών, να έχουν προσέλθει με τον υπεύθυνό τους από μία συγκεκριμένη ενορία της Αθήνας, με μεγάλη δράση, όπως λένε, στον τομέα των Νέων, «αν θέλει κανείς να ισορροπήσει στην πνευματική του ζωή, αλλά και σε όλη τη ζωή του, θα πρέπει να κατανοήσει καλά ότι πρέπει να κινητοποιήσει και το σώμα του. Θέλω να πω ότι δεν είναι δυνατόν ένας χριστιανός να αποκτήσει το Πνεύμα του Θεού -  μόνον τότε βεβαίως θεωρείται ότι έχει πνευματική ζωή -  έξω από τη συμμετοχή και της σωματικής άσκησης».
«Τι θέλετε να πείτε, Γέροντα;» ρώτησε ένας νεαρός, ονόματι Γιώργος. «Γιατί αν είναι έτσι, τότε οι περισσότεροι από εμάς που πάμε και στα Γυμναστήρια, κι ίσως και οι περισσότεροι νέοι, έστω και άσχετοι προς την Εκκλησία, θα πρέπει να έχουμε Πνεύμα Θεού!»
Όλοι οι νέοι έστρεψαν το βλέμμα τους στον Γέροντα. Προφανώς η ερώτησή του εξέφραζε και τους ίδιους. Χαμογέλασε ο Γέροντας, ο οποίος αγκάλιασε με τη ματιά του όλα τα παιδιά. «Ναι, έχετε δίκιο», είπε· «έτσι όπως το εξέφρασα είναι λογικό να καταλήξετε στο συμπέρασμα αυτό. Χωρίς να παραθεωρώ την αξία και της γυμναστικής ως σωματικής άσκησης – μη ξεχνάτε ότι ο ίδιος ο απόστολος Παύλος αναφέρεται και σ’ αυτήν, «ἡ σωματική γυμνασία πρός ὀλίγον ὠφέλιμός ἐστιν» σημειώνει, δηλαδή βλέπετε ότι την αξιολογεί θετικά, «ὠφέλιμος» λέει ότι είναι, έστω και λίγο – όμως έχω στο μυαλό μου αυτό που κυρίως οι άγιοι Πατέρες μας, στηριγμένοι κι αυτοί βεβαίως στην Αγία Γραφή, εννοούν: τη σωματική άσκηση ως εγκράτεια και περιορισμό των άτακτων ορμών του σώματος, προκειμένου ο πιστός να μην άγεται και φέρεται, ως συνήθως γίνεται, από τα σαρκικά πάθη του, αλλά να υποτάσσονται αυτά κάτω από τον ηγεμόνα νου, ο οποίος όμως βρίσκεται αδιάκοπα ενωμένος με τον Κύριο Ιησού Χριστό.
»Για να το πω και διαφορετικά, όταν ο νους του ανθρώπου, που αποτελεί και το κέντρο της ψυχοσωματικής ύπαρξής του, είναι στραμμένος προς τον Χριστό με όλη τη δύναμη της βούλησής του – κάτι που προϋποθέτει την ένταξη στην Εκκλησία και τη ζωή μέσα σ’ αυτήν -  τότε πράγματι κάνει τον άνθρωπο έναν αυτοκράτορα  θα λέγαμε, διότι αυτός κάνει το «κουμάντο» σε όποιες άτακτες ορμές πάνε να αναπτυχτούν στο σώμα· με αποτέλεσμα ο άνθρωπος ως σώμα και ψυχή να λειτουργεί φυσιολογικά ως μέλος του Χριστού, να βρίσκεται σε ομαλή σχέση με την κεφαλή τον Χριστό, αλλά και με τα υπόλοιπα μέλη του σώματος, την Υπεραγία Θεοτόκο, τους αγίους αγγέλους, τους λοιπούς αγίους».
Έπεσε για λίγο σιωπή στα λόγια αυτά του π. Νεκταρίου, αλλά πήρε τον λόγο σε λίγο ο υπεύθυνος των νεαρών παιδιών, ο οποίος ήταν ένας ευσεβής νέος άνθρωπος κι αυτός, παντρεμένος και με δύο μικρά παιδάκια, αναπληρωτής καθηγητής θεολόγος σε κάποιο Λύκειο.
«Αυτά που λέει ο Γέροντας, ο π. Νεκτάριος», είπε, «και θα μου επιτρέψετε, Γέροντα, τη συμπλήρωση», - ένευσε αμέσως καταφατικά ο Γέροντας, ο οποίος κρατούσε διακριτικά ένα μικρό κομποσχοίνι και το γυρόφερνε στα χέρια του – δεν πρέπει να μας παραξενεύουν. Δεν πρόκειται για πράγματα θεωρητικά που πρέπει να ψάξει κανείς σε βαριά θεολογικά βιβλία για να τα βρει. Αποτελούν για την Εκκλησία μας τη βασική διδασκαλία της, την οποία την ψέλνει, την τραγουδάει θα λέγαμε, καθημερινά και σε όλους τους τόνους. Μία απλή σελιδομέτρηση να κάνει κανείς στα εκκλησιαστικά βιβλία, σ’ έναν εσπερινό να πάει ή σε έναν όρθρο για παράδειγμα,  και να τείνει το ους του, που λέμε, για να προσέξει, θα διαπιστώσει ότι αυτά προβάλλει η Εκκλησία για τους αγίους της. Διαρκώς τονίζει τον ηγεμόνα νου, ο οποίος έχασε την ηγεμονική θέση του στην ανθρώπινη ύπαρξη λόγω της αμαρτίας στην οποία παρασύρθηκε ο κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού δημιουργημένος άνθρωπος, αλλά ξαναβρήκε τη θέση αυτή με τον ερχομό του Χριστού. Γι’ αυτό και συχνά ακούμε – κι είναι κάτι που αρκετές φορές το έχουμε συζητήσει κι εμείς στις συναντήσεις μας – ότι ο άνθρωπος που ξέπεσε στην αμαρτία και έχασε τη ζωντανή καλή σχέση του με τον Θεό «παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καί ὡμοιώθη αὐτοῖς». Έγινε ο άνθρωπος σαν τα ζώα που κινούνται ενστικτωδώς, που άγονται και φέρονται από τις ορμές τους· αλλά εκείνα δικαιολογημένα, γιατί ό,τι άγριο διαπιστώνουμε σ’ αυτά οφείλεται δυστυχώς και πάλι στον άνθρωπο, ο οποίος συμπαρέσυρε και αυτά στην πτώση της αμαρτίας του – μεγάλο θέμα κι αυτό. Ο άνθρωπος όμως; Δεν είχε καμία δικαιολογία, γιατί αλλιώς τον έφτιαξε ο Δημιουργός του κι αλλιώς δυστυχώς κατέληξε. Αλλά ευτυχώς, είπαμε, που ήρθε Κύριος ο Θεός μας και μας αποκατέστησε».
Σταμάτησε ο θεολόγος και ελαφρώς κοκκίνησε, γιατί ένιωσε σαν να ξεπέρασε αυτό που έπρεπε να πει. «Γέροντα», είπε εμφανώς ντροπιασμένος, «ζητώ συγγνώμη που μακρηγόρησα κι άρχισα ενώπιόν σας τη διδασκαλία. Πείτε το…», εκεί λίγο χαμογέλασε για να αλλάξει και τη δική του διάθεση, «… επαγγελματική διαστροφή!»
Γέλασαν όλα τα παιδιά με την τελευταία φράση του υπευθύνου τους και περισσότερο ο π.  Νεκτάριος. «Όχι συγγνώμη, αλλά ευχαριστίες σου οφείλω, αγαπητέ μου Δημήτριε, γιατί η συμπλήρωσή σου ήταν καίρια και πολύ διαφωτιστική. Και χαίρομαι, γιατί ορθοτομείς τον λόγο της αλήθειας, που σημαίνει ότι τα παιδιά, αλλά και οι μαθητές σου στο σχολείο που υπηρετείς, πίνουν και ξεδιψούν από τα καθαρά νάματα της χριστιανικής μας πίστεως».
«Γέροντα», ακούστηκε μία γυναικεία φωνή, η φωνή της Γιάννας, η οποία καθώς εξήγησε ο θεολόγος Δημήτρης ήταν φοιτήτρια νοσηλευτικής. «Να μας εξηγήσετε λίγο περισσότερο αυτά τα σχετικά με τη σωματική άσκηση, που δεν είναι όμως Γυμναστική; Κάτι είπατε για την εγκράτεια, η οποία, θα μου επιτρέψετε να πω, ηχεί λίγο στις ημέρες μας αναχρονιστικά και αρνητικά. Λες σε κάποιον «εγκράτεια» και αμέσως… ξινίζει τα μούτρα του…».
«Ναι, έχεις απόλυτο δίκιο, καλό μου παιδί», είπε ο Νεκτάριος. «Δυστυχώς, αρκετά χρόνια τώρα μάς έχουν βομβαρδίσει με τόσες ιδέες, θεωρίες, εικόνες κυρίως, για το ότι ο άνθρωπος είναι το κέντρο του κόσμου και ότι όλα πρέπει να υπηρετούν τις ορέξεις του, ώστε όχι μόνο θεωρείται αναχρονιστικός αυτός που μιλάει για εγκράτεια, ότι είναι…, όπως το λέτε εσείς οι νέοι, ufo…», χαμογέλασαν τα παιδιά για την ορολογία του Γέροντα, όπως χαμογέλασε κι ο ίδιος, «…αλλά και ότι είναι, να μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας, και λίγο πολύ ανώμαλος. Αλλά δεν πρέπει να πέφτουμε στην παγίδα. Αυτοί που τα λένε έχουν τα σχέδιά τους, τις περισσότερες φορές κρύβονται σκοτεινοί κύκλοι πίσω από αυτά, που θέλουν να ισοπεδώσουν τα πάντα, να σπάσουν όποιες ηθικές και πνευματικές αντιστάσεις υπάρχουν, προκειμένου να κυριαρχήσουν και να επιβάλουν τη δική τους εξουσία. Γιατί είναι ευνόητο ότι αν κάποιος, και μάλιστα νέος, στηρίζεται σε αξίες και ιδανικά, στηρίζεται πάνω από όλα στην πίστη στον Θεό, τότε δεν είναι εύκολο να υποταχτεί και να συρθεί σε δρόμους περίεργους και ζοφώδεις – πατάει σε έδαφος μη ελέγξιμο από τους κύκλους αυτούς. Γι’ αυτό και υπάρχει συστηματικό κτύπημα των αξιών, της πίστης, της πνευματικής ζωής, της Εκκλησίας, της εγκράτειας που συζητάμε, γιατί αυτά κρατάνε τον άνθρωπο στην ατμόσφαιρα της ελευθερίας και δεν τον αφήνουν να γίνεται έρμαιο των παθών του.
»Και θα μου επιτρέψετε λίγο να συνεχίσω, μολονότι ξέρω ότι ίσως σας κουράζω. Σας κουράζω… άλλη παρανόηση κι εδώ, λες και δεν ξέρουμε ότι ο κόπος τελικά δεν είναι κάτι αρνητικό. Ό,τι μεγαλειώδες δημιούργησε ο άνθρωπος το δημιούργησε με κόπο, με πόνο, με αγώνα. Δεν το έλεγαν και οι αρχαίοι μας πρόγονοι;  «Τά ἀγαθά κόποις κτῶνται». Με κόπους αποκτιούνται και κατακτιούνται τα καλά πράγματα. Λοιπόν, τέλος πάντων, μιλάμε για την εγκράτεια και είδατε ότι την προσδιόρισα ως δύναμη περιορισμού των άτακτων ορμών του σώματος, αλλά ακόμα και της ψυχής. Γιατί υπάρχουν και τα σωματικά, αλλά και τα ψυχικά πάθη. Πάθη δηλαδή ως δυνάμεις του ανθρώπου που έχουν πάρει λαθεμένο δρόμο, διεστραμμένες δυνάμεις, που θα πρέπει να ξαναβρούν την ορθή τους κατάσταση και να λειτουργήσουν στη φυσιολογική τους πορεία. Οπότε καταλαβαίνετε, παιδιά μου, ότι η εγκράτεια δεν είναι μία απλή γυμναστική, αλλά τόσο σε σωματικό επίπεδο, όσο και σε ψυχικό, έχει πνευματικό χαρακτήρα. Θα σας πω κάτι που ακούγεται λίγο σχηματικό, μα είναι η πραγματικότητα και βοηθάει έτσι να το θυμάται κανείς.
»Μιλάμε για την αμαρτία ως τη χειρότερη δυνατή κατάσταση του ανθρώπου αφού αυτή έφερε τον ίδιο τον θάνατο, η οποία στην ουσία της είναι ο εγωισμός ή αλλιώς φιλαυτία. Άνθρωπος αμαρτωλός είναι ο άνθρωπος που κοιτάει μόνο τον εαυτό του και τα συμφέροντά του, που αγαπάει μεν, αλλά τον εαυτό του και μόνον και μάλιστα παθολογικά. Αυτός ο εγωισμός λοιπόν μοιάζει με μία ρίζα που έχει τρεις κεντρικούς κλώνους: τη φιληδονία, τη φιλαργυρία και τη φιλοδοξία. Κι ο καθένας από αυτούς βεβαίως γεννάει με τη σειρά του άλλα επιμέρους πάθη και κακίες. Πώς θα ξεπεράσει ο άνθρωπος τα πάθη αυτά ώστε να μεταστρέψει τον εγωισμό του και να τον κάνει από αρνητική δύναμη θετική και ωφέλιμη και σωτήρια γι’ αυτόν; Να τον κάνει δηλαδή αληθινή αγάπη από νοσηρή που είναι, σε αναφορά προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Με άλλα λόγια η όλη προσπάθεια του ανθρώπου, όλος ο πνευματικός του αγώνας θα λέγαμε είναι ακριβώς αυτός: τον εγωισμό του να τον κάνει φιλοθεϊα και φιλανθρωπία. Και ποιο το αποτέλεσμα του αγώνα αυτού; Μα η εγκατοίκηση του ίδιου του Θεού μέσα στην ύπαρξη του ανθρώπου, γιατί ο Θεός είναι αγάπη. Ο Θεός επαναπαύεται μόνον όπου υπάρχει αντίστοιχος τρόπος μ’ Αυτόν. Γι’ αυτό λέμε και στη Θεία Λειτουργία διαρκώς για τον Θεό ότι είναι «ὁ ἐν ἁγίοις ἀναπαυόμενος». Γιατί άγιος είναι ο άνθρωπος του Θεού, που παλεύει να συντονίσει την ύπαρξή του με τον ρυθμό ζωής του Θεού, την αληθινή αγάπη.
»Λοιπόν, για να μην πολυλογώ: η εγκράτεια είναι η γενική εκείνη αρετή, καρπός της συνεργασίας του ανθρώπου με τη χάρη του Θεού, κατά την οποία ο άνθρωπος περιορίζει την αταξία της ψυχής και του σώματός του, ώστε, όπως είπαμε, να βρίσκεται υπό την καθοδήγηση του νου του, ο οποίος όμως βρίσκεται καθ’ υπακοήν στο θέλημα του Θεού. Ποιο το συμπέρασμα στο θέμα μας; Όσο ο άνθρωπος ασκεί το σώμα του εγκρατευόμενος, όσο νηστεύει αληθινά, όσο επιλέγει τον κόπο και την κούραση ακόμη, καθώς το λέει και ο απόστολος Παύλος «ὑποπιάζω τό σῶμά μου καί δουλαγωγῶ», τόσο και πιο εύκολα υπακούει στο θέλημα του Θεού, τόσο δηλαδή αποκτά ευκολία στο να ζει την αγάπη και να γίνεται κατοικητήριο του Θεού».
«Γι’ αυτό η Εκκλησία τονίζει τόσο πολύ και το θέμα της νηστείας, Γέροντα;» ακούστηκε η φωνή του Πέτρου, του φοιτητή της φιλοσοφικής από την παρέα των νέων. «Ακριβώς, παιδί μου. Η νηστεία δεν είναι δίαιτα ούτε απλά ένας περιορισμός σε ένα κακό σώμα· εντασσόμενη στο πλαίσιο της εγκράτειας έχει πνευματικό χαρακτήρα, άρα γίνεται δύναμη να ξεπεραστεί το πάθος του εγωισμού και να οδηγηθεί ο άνθρωπος όπως είπαμε στην αγάπη, την ατμόσφαιρα του Θεού. Γι’ αυτό, βλέπετε, και η Εκκλησία μας, ιδίως στην έναρξη της Σαρακοστής, τη χαρακτηρίζει ως μαχαίρι που κόβει τις κακίες. Αρκεί βεβαίως να είναι αληθινή νηστεία».
«Δηλαδή, Γέροντα;» ρώτησε και πάλι ο Γιώργος που είχε ρωτήσει προηγουμένως, ο οποίος είχε τελειώσει το Λύκειο, μα οι ανάγκες της οικογένειας τον είχαν βάλει στον δρόμο της εργασίας. «Υπάρχει και ψεύτικη νηστεία;» «Να μη σας απαντήσω εγώ», είπε ο Γέροντας. «Νομίζω ότι ξέρετε την απάντηση, αφού δεν είστε άσχετοι προς την Εκκλησία και την πνευματική ζωή, γι’ αυτό ας απαντήσει κάποιος από σας». «Μπορώ, πάτερ;» πήρε τον λόγο μία νεαρή κοπέλα, η Μαρία, η οποία καθόταν μαζεμένη στο πλάι της συντροφιάς και φαινόταν να ρουφάει την όλη συζήτηση, αλλά και την όλη ατμόσφαιρα του μικρού μοναστηριού. Αργότερα, θα μάθαινε ο Γέροντας σε κατ’ ιδίαν μαζί της συζήτηση πως τα οικογενειακά προβλήματα που αντιμετώπιζε ήταν τέτοια που δύσκολα ένας νέος άνθρωπος θα μπορούσε να τα αντέξει. Γι’ αυτό και ζήτησε να τον δει και να συζητήσει μαζί του, κάτι που βεβαίως έγινε. «Ασφαλώς, Μαρία μου και μπορείς», είπε ο π. Νεκτάριος, αφού έμαθε το όνομά της. «Λοιπόν, γνωρίζω καλά ότι η νηστεία είναι αληθινή, όταν αποσκοπεί στην πνευματική αλλαγή του ανθρώπου, τη μεταμόρφωση όπως μας είπατε προηγουμένως του εγωισμού σε αγάπη Θεού και ανθρώπου. Κι αυτό με έχει αναπαύσει εδώ και αρκετό καιρό, αφότου το έμαθα. Γιατί κατάλαβα ότι το νόημα της νηστείας είναι ακριβώς η αγάπη. Νηστεύουμε για να μπορούμε να αγαπάμε, οπότε να γινόμαστε κι εμείς ένας μικρός Χριστός».
«Μαρία μου», είπε συγκινημένος ο Γέροντας, «καλύτερη απάντηση δεν νομίζω ότι θα έδινα ούτε εγώ ούτε κι ο Δημήτρης που είναι θεολόγος. Όντως μίλησες ως θεολόγος, ως βαθύς γνώστης της χριστιανικής πνευματικής ζωής. Οπότε θα ξέρεις κι αυτό που σημειώνει κι ο Μέγας Βασίλειος, από τον οποίο πήρε και το απόσπασμά του ο υμνογράφος και το έκανε τροπάριο της Σαρακοστής: «Νηστεύσωμεν νηστείαν δεκτήν,  εὐάρεστον τῷ Κυρίῳ· ἀληθής νηστεία ἡ τῶν κακῶν ἀλλοτρίωσις, ἐγκράτεια γλώσσης, θυμοῦ ἀποχή, ἐπιθυμιῶν χωρισμός, καταλαλιᾶς, ψεύδους καί ἐπιορκίας». Αυτή είναι η αληθινή νηστεία, αυτό είναι το νόημα της εγκρατείας, έτσι αυτοπεριοριζόμενος ο άνθρωπος κτυπά με τον σωματικό του κόπο τη φιληδονία ως κλαδί της φιλαυτίας και του εγωισμού».
Η ώρα είχε παρέλθει. Το σούρουπο είχε πέσει κι όλοι μαζί σηκώθηκαν και πήγανε στο εκκλησάκι του Γέροντα για τον εσπερινό. Ο δόκιμος που είχε μαζί του ο π. Νεκτάριος είχε ετοιμάσει τον Ναό, είχε ανάψει τα καντήλια, είχε κάνει την ενάτη. Με συγκίνηση μεγάλη ψάλανε την εσπερινή ακολουθία, πήραν την ευλογία του Γέροντα και έφυγαν. Οι καρδιές όλων ήταν γεμάτες από παρουσία Θεού, αλλά και από… προβληματισμό. Τα λόγια του Γέροντα, τα λόγια και των ίδιων τριβέλιζαν στο μυαλό τους, ζητώντας όμως την ολοκλήρωση. Να γίνουνε πράξη… Η εικόνα του Γέροντα Νεκτάριου, το πλούσιο κέρασμα, το άνοιγμα της ψυχής «βάραιναν» ανάλαφρα μέσα τους. Ένιωθαν σαν να είχαν ανέβει ένα μονοπάτι που τους έκανε καλύτερους ως ανθρώπους. Ο άγιος Νεκτάριος, το μοναστηράκι του οποίου είχαν επισκεφτεί, τους σκέπαζε αόρατα, δεόμενος για τον καθένα ξεχωριστά στον θρόνο της Τριαδικής Θεότητας… 
 

 

Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 2019

ΔΡΑΣΚΕΛΙΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΦΩΣ... (52)


 Είναι ένα φαινόμενο που πρέπει να μας προβληματίσει ιδιαίτερα, γιατί αναφέρεται, ίσως ελαφρά και αδιόρατα, στην παθολογία της πνευματικής μας ζωής: κάποιους ανθρώπους, φίλους και κοντινούς μας πολύ συχνά, με καλές και στοργικές σχέσεις απέναντί τους, όσο περνάει ο καιρός, τους κάνουμε λίγο πέρα, τους χάνουμε από το κέντρο της καρδιάς μας, τους αφήνουμε να ξεθωριάζει η εικόνα τους, δεν έχουν ενδιαφέρον πια για μας, βαριόμαστε να τους πάρουμε κι ένα… τηλέφωνο. Όχι γιατί υπήρξε ή υπάρχει κάποιος ξεχωριστός λόγος, αλλά να, γιατί… έτσι τα φέρνει η ζωή – μας «ρουφάει» η καθημερινότητά μας, τα προβλήματά μας, ο ρυθμός και η ρουτίνα της ζωής μας. Και ξάφνου, οι άνθρωποι αυτοί αρχίζουν και πάλι να αποκτούν ένα ιδιαίτερο νόημα για εμάς, αποκτούν ενδιαφέρον, γιατί τυχαίνει να μπορούν οι ίδιοι να εξυπηρετήσουν κάποια συμφέροντά μας ή να γίνουν η «γέφυρα» προκειμένου να μας φέρουν σε επαφή με ανθρώπους που για εμάς έχουν ξεχωριστή σημασία. Το ξεθωριασμένο χρώμα τους έτσι ξαναβρίσκει τη… λάμψη του – τους πλησιάζουμε γιατί γίνανε και πάλι σημαντικοί στη ζωή μας. Καταλαβαίνουμε αμέσως γιατί το φαινόμενο σηματοδοτεί την παθογένεια της πνευματικής μας κατάστασης: μας κρούει το καμπανάκι που λέμε, για να μην πούμε τη βαριά καμπάνα, ότι βρισκόμαστε μακριά από τον Χριστό μας, ότι μάλλον το πλήθος των ανομιών μας μάς έχει κατακλύσει ώστε να ζούμε – εν αγνοίᾳ μας; - τη χειμωνιά της έλλειψης της γνήσιας και αληθινής αγάπης. «Διά τό πληθυνθῆναι τήν ἀνομίαν ψυγήσεται ἡ ἀγάπη». Διότι η αληθινή αγάπη δεν περιθωριοποιεί κανέναν, όσο μακριά κι αν βρίσκεται από τα συμφέροντά μας· δεν μπορεί να ξεθωριάσει η εικόνα του μέσα μας, έστω κι αν βρίσκεται μίλια μακριά μας· δεν μπορεί να είναι ασήμαντος που τον προσπερνούμε με χαρακτηριστική αδιαφορία – πώς μπορεί να γίνει αυτό, όταν ο ίδιος ο Χριστός μας αποκαλύπτει ότι Εκείνος υπάρχει πίσω από τον καθένα και μάλιστα και τον πιο ελάχιστο; «Ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου… ἐμοί ἐποιήσατε». Χρειάζεται άραγε να έρθει η ώρα της Κρίσεως του Θεού, είτε με τον θάνατό μας είτε με τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, για να ακούσουμε το παράπονό Του ότι Τον κάναμε πέρα και Τον χάσαμε από τη ζωή μας, γιατί τα πάθη και τα συμφέροντά μας ήτανε στην προτεραιότητα; Ο κάθε άνθρωπος, και μάλιστα γνωστός και φίλος, έχει ακριβώς τον μαγνήτη που μαγνητίζει κάθε αληθινό πιστό χριστιανό αδιάκοπα χωρίς μεταπτώσεις: αποτελεί εικόνα του Χριστού, είναι ο ίδιος ο κρυμμένος Χριστός, είναι ο άγνωστος εαυτός μας!  

Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2019

ΟΙ ΑΝΑΖΗΤΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΝΕΑΡΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΑΙ Ο ΓΕΡΩΝ ΑΝΑΝΙΑΣ (2)


»Λοιπόν, να συνεχίσουμε στο θέμα του… ρατσισμού! Πρέπει να…» - ένας ξαφνικός θόρυβος προερχόμενος απ’ έξω, από τη μικρή αυλή του κελιού, διέκοψε τον λόγο του Γέροντα. Και οι δύο έστρεψαν το κεφάλι τους ενστικτωδώς προς την πλευρά της θύρας του κελιού. Ο Δημήτρης κοίταξε ερωτηματικά τον π. Ανανία, ο οποίος σηκώθηκε, άνοιξε τη θύρα, κοίταξε ερευνητικά ένα γύρο. «Είναι κανείς εδώ;» φώναξε δυνατά, αλλά απάντησε δεν πήρε. Στάθηκε λίγο ακόμη αναποφάσιστος, κι ύστερα μπήκε και πάλι μέσα. «Ίσως κάποια από τις γάτες που έχω να έριξε κάτι», είπε, «μάλλον για να δηλώσει κι εκείνων την παρουσία. Τα ζωντανά του Θεού… τους αρέσει να παίζουν και να κυνηγιούνται». Πήγε προς τη θέση του, αφού έριξε λίγο νερό ακόμη στο ποτήρι του Δημήτρη, έβαλε και στο δικό του κι ήπιε κάνοντας το σημείο του Σταυρού.  
«Λοιπόν, πού είχαμε μείνει, Δημήτρη μου;» «Στο θέμα του ρατσισμού, Γέροντα. Κάτι ξεκινήσατε να λέτε». «Α, ναι! Το θέμα του… ρατσισμού», επανέλαβε και χαμογέλασε. «Πρέπει να προσέξεις ιδιαίτερα σ’ αυτό. Μπορεί στον κόσμο τούτο πια, τον πεσμένο στην αμαρτία, αλλά αναγεννημένο από τον Χριστό, να υπάρχουν πολλές διαφορές μεταξύ των ανθρώπων, μπορεί να έχουμε ανθρώπους που να διακρίνονται για τη φυσική ευφυΐα τους και τα λοιπά σωματικά και πνευματικά προσόντα τους, αλλά αυτό δεν παίζει ρόλο στο θέμα της αγιότητας. Όπως είπαμε, όλοι οι άνθρωποι είμαστε κλημένοι γι’ αυτήν, γιατί αυτόν τον σκοπό μάς έθεσε απαρχής ο Δημιουργός μας, όμως ιδιαιτέρως αφότου ήρθε ο Χριστός, μας ενέταξε στον εαυτό Του, μας έκανε μέλη Του, που θα πει ότι όταν ο άνθρωπος βαπτιστεί και χριστεί, μετέχει δε στα μυστήρια της Εκκλησίας, κατεξοχήν στο μυστήριο της μετανοίας και της θείας κοινωνίας, έχει τις δυνάμεις του Χριστού ως ένας άλλος Χριστός· η όποια αδυναμία του μεταποιείται σε δύναμη, δηλαδή δεν υπάρχει πια «δεν μπορώ», γιατί είναι σαν να αρνείται το βάπτισμά του. Έχεις ακούσει ή έχεις διαβάσει πόσο ωραία το έλεγε ο άγιος Παΐσιος, ο μεγάλος κι αυτός σύγχρονος Γέροντας του Όρους; «Δεν υπάρχει δεν μπορώ», έλεγε. «Υπάρχει μόνον δεν θέλω. Και υπάρχει το δεν θέλω, γιατί δεν αγαπώ». Λοιπόν, αν πει κάποιος ότι «δομικά» δεν είναι φτιαγμένος για τα υψηλά, όπως χαρακτηριστικά ανέφερες, τότε πράγματι αποδίδεις στον Χριστό μας τον τίτλο του «ρατσιστή» - δίνει τα πολλά μόνο σε λίγους… Μα ο Χριστός μας δίνει τα πάντα σε όλους, αρκεί να το θέλουν. Δεν είναι τσιγκούνης, Δημήτρη μου, ο Χριστός και Θεός μας. Το λέει και η Γραφή: «οὐκ ἐκ μέτρου δίδωσιν ὁ Θεός τό Πνεῦμα». Δεν παίρνει σταγονόμετρο για την προσφορά της χάρης Του ο Θεός. Γι’ αυτό και ο απόστολος Παύλος θα συνεχίσει και θα επισημάνει: «Ὁ Θεός που δεν φείστηκε του Ίδιου του Υιού Του και Τον έστειλε στον κόσμο και θυσιάστηκε, πώς μαζί μ’ Αυτόν δεν θα μας χαρίσει τα πάντα;» Η αγάπη συνεπώς του Θεού είναι ίδια για όλους, ο Θεός μας δεν κάνει διακρίσεις, εμείς πάντοτε είμαστε το πρόβλημα…».
Σταμάτησε ο Γέροντας και η σιωπή, για αρκετό διάστημα, έγινε ο ηγεμόνας του μικρού κελιού. Σιωπή όμως μόνον εξωτερική. Γιατί αφενός ο Δημήτρης πάσχιζε να χωνέψει όλα αυτά που άκουγε και να τα βάλει σε μια τάξη μέσα στο μυαλό του – βαθιά μέσα στην καρδιά του ένιωθε την αλήθεια τους που του προκαλούσε μία πρωτόγνωρη γαλήνη και ηρεμία – αφετέρου ο Γέροντας είχε αποδυθεί στον αγώνα της προσευχής, δηλαδή της μυστικής συνομιλίας του με τον Κύριο, συνεπώς η σιωπή ήταν η επιφάνεια, ενώ οι εσωτερικές κραυγές ήταν πολύ δυνατές και ζωντανές.
«Υπάρχουν κι άλλα πολλά βεβαίως, παιδί μου, στο συγκεκριμένο θέμα», έσπασε την εξωτερική σιωπή κάποια στιγμή ο Γέροντας, «που ίσως χρειαστεί άλλη φορά να συνεχίσουμε.  Θα μου επιτρέψεις όμως ακόμα δύο σημεία να σημειώσω. Πρώτον, ότι ενώ η αγιότητα είναι κλήση και προοπτική για όλους τους ανθρώπους, αλλά την αποδέχονται κατά φυσικό λόγο μόνον οι χριστιανοί, όμως κι εδώ υπάρχουν σκαλοπάτια. Άλλος αγιάζει περισσότερο, άλλος λιγότερο, άλλος ακόμη πιο λίγο. Κι αυτό όχι γιατί ο Θεός δεν προσφέρεται εξίσου – αυτό το εξηγήσαμε μόλις προηγουμένως – αλλά γιατί η αποδοχή του Θεού από τους ανθρώπους έχει διαβαθμίσεις. Κατά τον ευαγγελικό λόγο, άλλος καρποφορεί εκατό, άλλος εξήντα, άλλος τριάντα. Που σημαίνει ότι κι εκείνος που ανταποκρίνεται, μπορεί να μη δώσει το εκατό τοις εκατό της ψυχής του στον Κύριο, άρα να δέχεται τη χάρη και την ενέργειά Του, αλλά μόνο στον βαθμό που έχει ανοίξει την καρδιά του».
«Συνεπώς, το κριτήριο αγιότητας, απ’ ό,τι καταλαβαίνω, είναι η  αγάπη προς τον Θεό», είπε ο Δημήτρης, «αυτό μου λέτε;» «Ακριβώς, παιδί μου», είπε συγκινημένος ο Γέροντας, βλέποντας την ετοιμότητα του νέου να κατανοήσει τον κάθε λόγο του. «Όταν μιλάμε για αγιότητα, τελικώς μιλάμε για το ποσόν και το ποιόν της αγάπης που τρέφουμε απέναντι στον Κύριο και Θεό μας, κατά την εντολή που απαρχής έδωσε στον άνθρωπο: “Ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς, ἐξ ὅλης τῆς καρδίας, ἐξ ὅλης τῆς διανοίας καί ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος”. Γι’ αυτό και δεν υπάρχουν και διαλείμματα στην πορεία της αγιότητας. Ο χριστιανός βρίσκεται αδιάκοπα υπ’ ατμόν, σαν το καράβι που έχει αναμμένες και ζεσταμένες τις μηχανές του. Αν τυχόν σταματήσει η μηχανή, αν σταματήσει δηλαδή η εν αγάπη στροφή προς τον Θεό, την ίδια ώρα αρχίζει η κατρακύλα. Ο ίδιος ο Κύριος το βεβαίωσε: “Ὁ μή ὤν μετ’ ἐμοῦ, κατ’ ἐμοῦ ἐστι· καί ὁ μή συνάγων μετ’ ἐμοῦ σκορπίζει”. Η πορεία λοιπόν είναι πάντοτε προς τα εμπρός, δηλαδή προς την αγάπη. Και πρέπει να προσθέσουμε αυτό που νομίζω ότι γνωρίζεις κι εσύ πολύ καλά. Η αγάπη αυτή προς τον Θεό συνυπάρχει και συμβαδίζει με την αγάπη προς τον συνάνθρωπο. Γιατί μετά την εντολή αγάπης προς τον Θεό ο Ίδιος έδωσε και την εντολή αγάπης προς τον συνάνθρωπο. Κι όχι σαν μια δεύτερης ποιότητας εντολή, αλλά όμοια με την πρώτη. “Αγαπήσεις τόν πλησίον σου  ὡς σεαυτόν”».
«Ώστε, Γέροντα, γίνομαι άγιος αν αρχίζω να αγαπώ τον Θεό και τον συνάνθρωπό μου». «Ναι, Δημήτρη μου. Χρησιμοποίησες μάλιστα το σωστό ρήμα, όπως και στην αρχή της κουβέντας μας: γίνομαι άγιος. Όπως έδωσε και ο Θεός την εντολή: “Ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι ἐγώ ἅγιός εἰμι”. Γιατί μιλάμε πάντοτε για μία διαρκή εξέλιξη και ανέλιξη του ανθρώπου· για μία διαρκή άνοδό του που δεν τελειώνει ποτέ. Και δεν τελειώνει ποτέ, γιατί όπως καταλαβαίνεις, δεν έχει τέλος ο Θεός. Όσο η απειρία είναι χαρακτηριστικό Του, τόσο και η επέκταση του ανθρώπου προς Αυτόν δεν έχει τελειωμό. “Ἀτέλεστος τελειότης” λέγεται από τους Πατέρες μας τούτο».
«Να ρωτήσω όμως κάτι εδώ, Γέροντα; Σας κουράζω, το καταλαβαίνω, αλλά μου δημιουργήθηκε η απορία». Ένευσε θετικά ο Γέροντας, ο οποίος ήπιε κι αυτός λίγο νερό, οπότε συνέχισε ο Δημήτρης. «Φτάνει μόνον η αγάπη; Τι νόημα έχουν τότε οι άλλες αρετές, όπως η πίστη ή η ταπείνωση για παράδειγμα; Διαρκώς ακούμε γι’ αυτές κι ότι χωρίς αυτές δεν υπάρχει καν χριστιανισμός».
«Συνεχίζεις, Δημήτρη μου, τις καίριες ερωτήσεις σου, δείχνεις δηλαδή ότι πράγματι δεν έχεις κουραστεί. Πολύ σωστά ρωτάς τι γίνεται με τις αρετές αυτές. Λοιπόν… αφού κάνουμε τη διάκριση ότι αλλιώς κατανοεί ο αρχαιοελληνικός και όχι μόνο κόσμος τις αρετές κι αλλιώς ο χριστιανικός – οι χριστιανοί τις κατανοούμε ως καρπό της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος στον καλοπροαίρετο άνθρωπο που συνεργάζεται με τον Θεό, ενώ οι υπόλοιποι τις κατανοούν κυρίως ως κατόρθωμα του ίδιου του ανθρώπου, συνεπώς μπορεί και να καυχηθεί αυτός για την απόκτησή τους – όλες οι αρετές προϋποθέτουν την αγάπη και οδηγούν σ’ αυτήν. Θέλω να πω ότι χωρίς την αγάπη, προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο, καμία αρετή δεν έχει αξία και σημασία. Όπως μάλιστα ανέφερα μπορεί και να γίνει στοιχείο αρνητικό της ζωής του ανθρώπου, αν τον οδηγήσει στην υπερηφάνεια. Γιατί, Δημήτρη μου, σκέψου, τι είναι η πίστη στον Χριστό; Δεν είναι η αγάπη σ’ Εκείνον που Τον αποδέχεσαι με τον τρόπο που ήλθε: ως Διδάσκαλο, ως πνευματικό Βασιλιά, ως Αρχιερέα που θυσιάστηκε για τους ανθρώπους; Κι η ταπείνωση που μνημόνευσες: δεν είναι κι αυτή καρπός αγάπης προς Εκείνον, γιατί Τον αποδέχτηκες ως τον Δημιουργό σου, ως τον Προνοητή σου, ως τον Κυβερνήτη σου, συνεπώς με επίγνωση ότι χωρίς Αυτόν ούτε θα υπήρχες αλλ’ ούτε και θα μπορούσες κάτι να κάνεις ή να επιτύχεις; Κοίτα πόσο άμεσα και καθαρά μας το είπε ο Κύριος: “Χωρίς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν”! Τι άλλο θέλουμε για να είμαστε προσγειωμένοι στις μηδαμινές δυνατότητές μας, οι οποίες όμως μόλις ενισχυθούν από Εκείνον γίνονται παντοδύναμες, σαν να είμαστε κι εμείς ο ίδιος ο Χριστός! Γι’ αυτό και δεν μπορεί να υπάρξει ασφαλώς η αγάπη, όπως την αποκαλύπτει ο Χριστός, χωρίς την πίστη σ’ Αυτόν και χωρίς την ταπείνωση. Στο θέμα της ταπείνωσης μάλιστα πρέπει κανείς να επιμείνει. Γιατί οι άγιοί μας την θεωρούν ως τη βάση όλων των αρετών, συνεπώς και της ίδιας της αγάπης, πάντοτε όμως με την παρατήρηση που κάναμε: η αρετή ως καρπός της ενέργειας του Θεού στον άνθρωπο που θέλει τον Θεό στη ζωή του».
Έξυσε το κεφάλι του λίγο με αμηχανία ο Δημήτρης. Φάνηκε να κοκκινίζει λίγο, δείγμα ότι τα πράγματα άρχιζαν πλέον να… ξεφεύγουν. Το κατάλαβε αμέσως ο Γέροντας κι ένιωσε λίγο να τον ελέγχει η συνείδησή του. Σαν να προχώρησε πολύ, σαν να φόρτωσε πολλά την ψυχή του νεαρού συζητητή του.
«Αρκετά όμως, Δημήτρη. Μέχρις εδώ. Ό,τι και να ρωτήσεις και να πεις, δεν θα το δεχτώ, γιατί έχω αρχίσει να κουράζομαι. Πρέπει να διακόψουμε. Κάποια άλλη φορά, τώρα που γνωριστήκαμε, θα συνεχίσουμε. Φτάσαμε στα… όριά μας… δεν νομίζεις;»
«Χμ… ναι, Γέροντα», έκανε με αμηχανία ο Δημήτρης. «Νομίζω ότι έχω αρχίσει και χάνω… την μπάλα, που λένε».
Σηκώθηκαν και βγήκαν έξω να αναπνεύσουν λίγο φρέσκο αέρα. Η γάτα που πράγματι είχε κάνει τη ζημιά, τότε που ακούστηκε ο θόρυβος  – βρέθηκε ότι είχε ρίξει μία μικρή στάμνα με νερό – έτρεξε αμέσως προς τον Γέροντα και άρχισε να τρίβεται στα πόδια του. Την έπιασε εκείνος, τη χάιδεψε λίγο και την άφησε με πολλή στοργή κάτω. «Η παρέα μου», είπε, «κι αυτή και οι άλλες». Δεν απόσωσε κι άλλες τρεις φάνηκαν που ‘τρεξαν κι αυτές κοντά του νιαουρίζοντας και δείχνοντας την αγάπη τους…
Ο Γέροντας με τον Δημήτρη στο πλάι του άρχισε να του δείχνει την… πραμάτεια του μικρού περιβολιού του. Του εξηγούσε το τι καλλιεργούσε, τι υπήρχε, ανοιγόταν στην ευρύτερη περιοχή, μιλώντας για τη χλωρίδα και την πανίδα του τόπου. Ο Δημήτρης θαύμαζε τον πλούτο γνώσεων του Γέροντα, όχι μόνο των θεολογικών, αλλά αυτήν τη φορά και των βοτανολογικών, όπως και παρατήρησε κάτι που αναστατωμένος όπως ήλθε δεν είχε επισημάνει. Τα χέρια του Γέροντα… Σκληρά, ροζιασμένα, χέρια εργάτη και δουλευταρά. Το κατάλαβε ο Γέροντας. «Ἐν ἱδρῶτι τοῦ προσώπου σου φαγεῖ τόν ἄρτον σου”, Δημήτρη μου. Αν δεν φυτέψω, δεν καλλιεργήσω, δεν φροντίσω γενικότερα, δεν θα έχω αυτά που είναι εντελώς απαραίτητα για τη διαβίωσή μου εδώ. Είναι και ο τρόπος που λέει και ο απόστολος: “Ὑποπιάζω τό σῶμα μου καί δουλαγωγῶ”. Μαζί με τις πνευματικές ασκήσεις, είναι εντελώς απαραίτητες και οι σωματικές. Μάλιστα θα σου έλεγα ότι αν δεν ξεκινήσει κανείς από τα σωματικά, δύσκολα περνά στα πνευματικά. Αυτό και σου προτείνω, Δημήτρη. Καλές οι αναζητήσεις, καλές οι συζητήσεις, αλλά κινητοποίησε όσο μπορείς και το σώμα σου από πλευράς εργασίας. Η σωματική κόπωση, θα το δεις πολύ σύντομα, θα σε ισορροπήσει πνευματικά. Γιατί είμαστε σώμα και ψυχή. Και τα δύο χρειάζονται τα δικά τους».
Ήταν και οι τελευταίες κουβέντες του Γέροντα, ο οποίος αγκάλιασε τον Δημήτρη, τον ασπάστηκε, του ευχήθηκε καλή επάνοδο και καλή πνευματική πορεία. «Και μην ξεχνάς τις επισκέψεις σου στον πνευματικό σου, Δημήτρη. Εκείνος θα σε καθοδηγεί στα πνευματικά μονοπάτια της ζωής σου. Κι όποτε θέλεις, να έρχεσαι να ξεκουράζεσαι στο ταπεινό κελάκι μου, παρέα και με τις γατούλες του Θεού. Στην ευχή του Χριστού και της Παναγίας».
«Ευλογείτε, Γέροντα. Σας ευχαριστώ με την καρδιά μου. Να εύχεστε…», είπε ο Δημήτρης κι ασπάστηκε το ροζιασμένο και δουλεμένο χέρι του, καταβρέχοντάς το με τα δάκρυά του…

 

Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2019

ΟΙ ΑΝΑΖΗΤΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΝΕΑΡΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΑΙ Ο ΓΕΡΩΝ ΑΝΑΝΙΑΣ (1)

 
Ο νεαρός που έφτασε κατάκοπος στο απόμακρο κελί του Γέροντα  Ανανία – Δημήτρης τ’ όνομά του, όπως του δήλωσε - φαινόταν να έχει πνευματικές αναζητήσεις. Πριν καλά-καλά τον τρατάρει ο Γέροντας, πριν βρει ακόμη τον φυσιολογικό ρυθμό της αναπνοής του, άρχισε να τον ρωτά για τα θέματα της αγιότητας. Ο Γέροντας δεν απάντησε κι ούτε έδειξε κανένα σημάδι ότι είχε καταλάβει την ερώτηση. Χωρίς να βιάζεται έφερε λουκούμια στον νεαρό και καθαρό βουνίσιο νερό. «Κάτσε», του είπε, «να πάρεις πρώτα μια ανάσα κι ύστερα τα λέμε». Πήρε ένα λουκούμι ο νεαρός, πήρε και δεύτερο κατά προτροπή του Γέροντα, ήπιε το νερό λέγοντας «ευλογείτε», και επανήλθε στο θέμα που είχε θέσει, το περί αγιότητας.
«Τι θέλεις ακριβώς να μάθεις;» του είπε εκείνος, χαϊδεύοντας τη μακριά άσπρη γενειάδα του. «Γιατί το θέμα αυτό είναι τεράστιο· αγκαλιάζει ολόκληρη την πνευματική ζωή του χριστιανισμού».
«Γέροντα, άκουσα και διάβασα ότι πρέπει να γίνουμε άγιοι. Αυτό ακούγεται στην εποχή μας όχι μόνο περίεργο και παράδοξο, αλλά εντελώς ακατόρθωτο. Είναι δυνατόν να αγιάσει κανείς μέσα στην πόλη, με τόσες προκλήσεις, με τόσους περισπασμούς, με τόσα – όλα σχεδόν – που σε καλούν σε ζωή μακριά από τον Θεό; Η αγιότητα δεν είναι κάτι που αναπτύσσεται στην ερημιά, στ’ ασκηταριά και στα μοναστήρια;»
Και πάλι ο Γέροντας δεν βιάστηκε να απαντήσει. Γύρισε λίγο το κομποσκοίνι του, έριξε ένα γύρο τη ματιά του και κοιτώντας με βαθειά αγάπη τον νεαρό τού είπε.
«Τον όσιο Πορφύριο τον καυσοκαλυβίτη τον ξέρεις, Δημήτρη; Έχεις ακούσει γι’ αυτόν;»
«Βέβαια, Γέροντα, ποιος δεν έχει ακούσει για τον όσιο αυτόν της εποχής μας; Έχω διαβάσει μάλιστα και κάποια βιβλία που σχετίζονται μ’ αυτόν. Μα, γιατί με ρωτάτε;»
 «Ε, λοιπόν, αφού γνωρίζεις τα σχετικά με τον μεγάλο αυτόν όσιο της εποχής μας, δεν είδες ότι δεκαετίες ολόκληρες αυτός ο άνθρωπος βρισκόταν στο κέντρο μιας μεγαλούπολης, της Αθήνας, μέσα στην Ομόνοια, κι εκεί άγιασε; Δηλαδή, κατά ακρίβεια, κι εκεί συνέχισε τον αγώνα της αγιότητάς του, όπως και στα μετέπειτα χρόνια της ζωής του μέχρις ότου τον κάλεσε ο Κύριος. Λοιπόν, τι σημαίνει αυτό; Ότι ο όσιος έκανε την Ομόνοια Άγιον Όρος, όπως ίσως κάποιοι άλλοι κάνουν κι αυτό το Άγιον Όρος Ομόνοια, που θα πει τελικά ότι δεν είναι ο τόπος που αγιάζει έναν άνθρωπο, αλλά ο τρόπος της ζωής του».
Ο Δημήτρης δεν φάνηκε να ικανοποιείται απόλυτα από την απάντηση. «Ναι, Γέροντα, δεν λέω, έτσι είναι όπως τα λέτε, μα μου φέρνετε ως παράδειγμα έναν Γίγαντα, θα έλεγα, της πνευματικής ζωής. Ο άγιος Πορφύριος είναι ο άγιος Πορφύριος – άνθρωπος με χαρίσματα από την παιδική ακόμη ηλικία του. Είμαστε όμως όλοι, μπορούμε να είμαστε Πορφύριοι; Η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων, από όσο μπορώ να κρίνω από τη μικρή πείρα μου, κι εγώ μαζί με αυτούς, ούτε με κιάλια δεν μπορούμε να δούμε τέτοιο πνευματικό ύψος. Είναι θα λέγαμε… θέμα «δομικό». Απαρχής ίσως πρέπει αυτό να το αποκλείσουμε».
«Δηλαδή, Δημήτρη, απ’ ο,τι καταλαβαίνω από τα λεγόμενά σου, λες ότι ο Χριστός έκανε λάθος και ότι είναι… ρατσιστής!», τόνισε την τελευταία λέξη ο Γερο-Ανανίας για να δημιουργήσει περισσότερη εντύπωση και να προκαλέσει την περαιτέρω συζήτηση. Πράγματι, ο Δημήτρης, ο νεαρός αναζητητής της αγιότητας, «τσίμπησε». Αντέδρασε στον λόγο του Γέροντα κι αρνήθηκε αμέσως το συμπέρασμά του. « Μα όχι, Γέροντα, δεν λέω κάτι τέτοιο. Είναι δυνατόν ο Χριστός να κάνει λάθη και να είναι και μάλιστα… ρατσιστής;  Νομίζω ότι επίτηδες το λέτε για να με προκαλέσετε. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι ίσως μερικοί δεν είναι φτιαγμένοι για τα πολύ υψηλά. Να, για παράδειγμα, ο αετός είναι φτιαγμένος για να σκίζει τα ύψη, είναι ο βασιλιάς. Το σπουργιτάκι όμως είναι σπουργιτάκι, φτιαγμένο για τα μικρά και τα χαμηλά. Τι λέτε;»
«Δημήτρη μου, ανοίγεις πράγματι μεγάλα θέματα, χαίρομαι για τις αναζητήσεις σου, σημαίνει άρα πως βρίσκεσαι σε καλό δρόμο. Θα σου απαντήσω, όσο μπορώ βέβαια, αλλά προηγουμένως θα μου επιτρέψεις να σου πω ότι όσο είσαι στη διαδικασία του να ψάχνεις, να ερωτάς, να αγωνιάς καλύτερα για την αλήθεια, τόσο βρίσκεσαι κοντά στην εύρεσή της. Κι αυτό γιατί ο ίδιος ο Χριστός το αποκάλυψε με έναν αξιωματικό θα λέγαμε τρόπο. «Πᾶς ὁ ὤν ἐκ τῆς ἀληθείας, ἀκούει μου τῆς φωνῆς» είπε, που θα πει «καθένας που αγαπάει την αλήθεια, αυτός και θ’ ακούσει τη φωνή μου». Ακούει τον Χριστό, ο Χριστός δηλαδή μιλάει στην καρδιά του ανθρώπου που πάσχει για την αλήθεια στη ζωή του, που την αναζητάει, που δεν μένει καρφωμένος μόνο στα επίγεια, αρκούμενος στα λίγα. Η χριστιανική πίστη είναι για κείνους που θέλουν να φτάσουν σε κορφές, για τους γενναίους και τους ανδρείους. Γιατί στα λέω αυτά; Διότι οπωσδήποτε κι εσύ, εφόσον φαίνεται ότι ψάχνεις να βρεις απαντήσεις στους υπαρξιακούς χτύπους της καρδιάς σου, σχετικά σύντομα θα δεις τον Χριστό να σε καθοδηγεί και να σε βεβαιώνει με έναν εσωτερικό τρόπο που είναι και ο πιο αξιόπιστος για τη ζωή ενός ανθρώπου».
Είχε σκύψει το κεφάλι ο Δημήτρης κι είχε λίγο κοκκινίσει για τα καλά λόγια που άκουγε από τον Γέροντα, ο οποίος όμως τα έλεγε όχι προς κολακεία αλλά για να θέσει τις προϋποθέσεις ενός γνήσιου και σοβαρού διαλόγου, ιδίως στα θέματα της πνευματικής ζωής.
«Ευχαριστώ, Γέροντα, για τα καλά σας λόγια», είπε, «μα φαίνεται ότι δεν συμφωνείτε μάλλον με τις παρατηρήσεις μου!»
«Όχι, Δημήτρη μου. Δεν συμφωνώ, γιατί όπως κι εσύ, το ίδιο κι εγώ πιστεύω πως ο Χριστός δεν κάνει, όπως είπαμε, λάθη και δεν είναι ρατσιστής. Κι εξηγούμαι. Αν ήταν όπως τα είπες προηγουμένως, ότι άλλος είναι φτιαγμένος για να είναι άγιος κι άλλος να μην είναι γιατί δεν μπορεί να είναι, τότε πράγματι ο Χριστός που έθεσε για όλους ως σκοπό την ομοίωσή μας με Αυτόν, έκανε λάθος στους υπολογισμούς Του. Αλλά βλέπεις, απαρχής η Γραφή αποκαλύπτει πως ο άνθρωπος δημιουργείται, ως άνδρας και γυναίκα, με έναν συγκεκριμένο τρόπο: να είναι «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ». Ο εικονισμός του Θεού στον άνθρωπο, και μάλιστα του Χριστού γιατί Αυτός είναι το πρότυπο – άλλη μεγάλη κουβέντα αυτό -  είναι το ίδιο για το πρώτο ζευγάρι, συνεπώς και για όλους τους απογόνους τους. Κι αυτός ο εικονισμός, που αναφέρεται στον νου και τη συνείδηση του ανθρώπου, στη δυνατότητα να αγαπά όπως κι ο Θεός, στη δημιουργικότητά του, στην ελεύθερη βούλησή του πάνω από όλα, δεν είναι κάτι το στατικό· τον έδωσε ο Θεός για να καλλιεργηθεί ο άνθρωπος με την προίκα αυτή και να φτάσει, σε συνεργασία μαζί Του, στην απόλυτη, για τα ανθρώπινα βέβαια δεδομένα, ομοίωση μ’ Εκείνον. Γι’ αυτό και δεν υπάρχουν δύο Ευαγγέλια, ή και περισσότερα ίσως, ανάλογα με τις δυνάμεις του καθενός. Ο Θεός λοιπόν δεν έχει κάνει λάθος κι όλοι έχουμε αυτήν την υψηλή προοπτική, η οποία ναι μεν χάθηκε λόγω της πτώσης των ανθρώπων στην αμαρτία, όμως την ξαναβρήκαμε μετά τον ερχομό του Θεού στον κόσμο ως ανθρώπου».
«Γιατί λέτε όμως, Γέροντα, ότι χωρίς να ξέρω χαρακτηρίζω τον Χριστό ρατσιστή;» Χαμογέλασε ο Γέροντας. «Αυτό θα έλεγα στη συνέχεια, Δημήτρη μου, και χαίρομαι γιατί είσαι σ’ εκείνη την πνευματική όπως είπα ένταση, που μπορείς και παρακολουθείς άνετα τα λόγια μου, που έχουν καθαρά θεολογικό περιεχόμενο. Αλλά βλέπεις πόσο ξεκάθαρο είναι ότι χωρίς τη θεολογία η ζωή μας θα είχε ένα βάρβαρο στοιχείο, αναμειγμένο με κάθε είδους χονδροειδείς υλιστικές αντιλήψεις και γεμάτο πλάνες. Η θεολογία, όταν ασφαλώς γίνεται πράξη και βίωμα, μας καθαρίζει τον νου από τα είδωλα του νου μας και μας ανοίγει τον αληθινό κόσμο που έφερε ο Χριστός μας. Να γιατί τονίζουν όλοι οι άγιοί μας την ορθοδοξία, ως ορθή δόξα-πίστη, αλλά ταυτοχρόνως και ως  ορθοπραξία».
                                                                                      (Συνεχίζεται...)

Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2019

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΑΣΠΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΑΒΒΑ ΑΓΙΟΔΟΥΛΟΥ


Λίγο ἀπέμενε στόν ἀββᾶ Ἁγιόδουλο, τόν ἡγούμενο τῆς λαύρας τοῦ ἁγίου Γερασίμου, προκειμένου νά φτάσει καί πάλι στό ἀγαπημένο του μοναστήρι. Λίγες δεκάδες μέτρα καί θά εἰσερχόταν ἀπό τή στενή θύρα πού θύμιζε σ’ αὐτόν καί στούς ἄλλους καλογέρους τή στενότητα ὁδοῦ γιά τήν ὁποία εἶχε μιλήσει ὁ Κύριος. Συνήθιζε νά ἀποσύρεται κατά καιρούς σ’ ἕνα σπήλαιο πού εἶχε βρεῖ καί εἶχε διαμορφώσει σάν ἐρημητήριό του κοντά στόν Ἰορδάνη ποταμό· ἐκεῖ προσευχόταν μέ ἀλάλητους στεναγμούς, ἐκεῖ μποροῦσε νά ἀφήσει πιό ἐλεύθερο τόν ἑαυτό του νά κλάψει καί νά πενθήσει γιά τίς ἁμαρτίες του καί γιά τίς ἁμαρτίες τῶν μοναχῶν πού ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ τοῦ εἶχε ἐμπιστευτεῖ. Κι ἀκόμη: ἐκεῖ εὕρισκε χρόνο νά μελετήσει τά κείμενα τῶν προγενεστέρων ἁγίων Πατέρων του, κυρίως ὅμως νά ἐντρυφήσει στήν ἀγαπημένη του Γραφή, τήν Παλαιά καί τήν Καινή Διαθήκη. Ἔνιωθε, ὅταν ἔπιανε στά χέρια του τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, σάν νά βρισκόταν μπροστά στόν Κύριο καί Θεό του· γονάτιζε καί μελετοῦσε, κι ἦταν σάν νά λειτουργοῦσε στήν ἁγία Τράπεζα τοῦ μοναστηριοῦ του, ἐνῶ συχνά αἰσθανόταν σάν νά ἐξέρχεται ἀκτίνα φωτεινή μέσα ἀπό τίς σελίδες τῶν χειρογράφων τῆς Γραφῆς καί νά εἰσέρχεται στό βάθος τῆς καρδιᾶς του, προξενώντας του κυματισμούς κατάνυξης καί ἀγαλλίασης.
Τά πόδια τοῦ ἀββᾶ μετροῦσαν τά τελευταῖα μέτρα πρίν τό μοναστήρι του, σηκώνοντας κάποιο μικρό σύννεφο σκόνης , μά τή φορά αὐτή ὁ νοῦς του βρισκόταν ἐντελῶς ἀλλοῦ. Ἔβλεπε τή θύρα κι ἦταν σάν νά μήν… τήν ἔβλεπε. Κι ἄν δέν ἦταν μονόδρομος ὁ δρόμος γιά τό μοναστήρι, κι ἄν δέν ἦταν ἡ συνήθεια πού τό σῶμα πορεύεται χωρίς πολλές φορές νά μετέχει ὁ νοῦς, δέν ξέρει ἄν θά ἔφτανε τελικά στή λαύρα καί τά ἀγαπημένα παιδιά του. Γιατί αὐτό πού εἶχε ζήσει πρίν λίγη σχετικά ὥρα ἦταν τόσο συγκλονιστικό, τό θαῦμα πού ἐπέτρεψε ὁ Θεός νά ζήσει ἦταν γι’ αὐτόν τόσο μεγάλο, πού τά δάκρυά του, δάκρυα εὐχαριστίας καί εὐγνωμοσύνης πρός Ἐκεῖνον, δέν σταμάτησαν ἔκτοτε οὔτε λεπτό, ἐνῶ  ἡ θαυμαστή ἐμπειρία του ἀποτελοῦσε διαρκῶς τό «ἀντικείμενο» τῆς ὅρασής του. Τί εἶχε συμβεῖ λοιπόν;         
Στό σπήλαιο πού βρισκόταν τό μικρό διάστημα τῆς ἀπόσυρσής του ἔκανε τίς συνηθισμένες πνευματικές ἀσκήσεις του, ἐνῶ εἶχε ἀποδυθεῖ καί πάλι στή μελέτη τοῦ ἀγαπημένου του βιβλίου ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη, τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ. Τόν ἔθελγε ἡ μεγάλη αὐτή προσωπικότητα τοῦ νέου καί γενναίου αὐτοῦ ἀνθρώπου, πού διαδέχθηκε κατ’ ἐντολή τοῦ Θεοῦ τόν τρισμέγιστο Πατριάρχη Μωυσῆ, ἀλλά ἔνιωθε ἐπίσης ὅτι ἦταν δεμένος κάπως μαζί του, γιατί ζοῦσε καί περπατοῦσε κι αὐτός στά ἴδια μέρη πού ἔζησε καί περπάτησε ὁ Ἰησοῦς. Τούς ἕνωνε ὁ Ἰορδάνης ποταμός καί τά περίχωρά του – τόν Ἰορδάνη πέρασε ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ κατά θαυμαστό τρόπο, καί μαζί μέ αὐτόν καί ὅλος ὁ Ἰσραηλιτικός λαός, ἔχοντας βεβαίως ἀνάμεσά τους τήν Κιβωτό τῆς Διαθήκης, πού ἦταν γι’ αὐτούς ἡ ἴδια ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ. Διαβάζοντας τό βιβλίο αὐτό σκάλωνε κάθε φορά ὁ νοῦς του στό σημεῖο πού περιγράφει ὁ ἱερός συγγραφέας τή θαυμαστή διάβαση τοῦ ὁρμητικοῦ ποταμοῦ, καθώς τά νερά σταμάτησαν ἀπότομα, σάν νά τά κρατοῦσε θεϊκή δύναμη, τήν ὥρα πού οἱ ἱερεῖς κρατοῦσαν τήν Κιβωτό. Κι ὅσο τήν κρατοῦσαν στό μέσο πιά τοῦ ποταμοῦ πού εἶχε γίνει ξηρά, πέρασε ὁ λαός πρός τήν πόλη τῆς Ἱεριχοῦς, ἐνῶ μόλις κι ἐκεῖνοι βγῆκαν στήν ἀπέναντι ὄχθη, τά νερά καί πάλι μέ τεράστια ὁρμή συνέχισαν τήν πορεία τους.
Δέν ἦταν ὅμως αὐτό πού προκαλοῦσε καί προβλημάτιζε τόν Ἁγιόδουλο - ὁ παντοδύναμος Θεός πού ἄνοιξε δίοδο στήν Ἐρυθρά θάλασσα γιά νά περάσει ὁ λαός μέ τόν Μωυσῆ, (ὅπως τό σκεπτόταν καί τό πίστευε), ὁ ἴδιος τώρα ἄνοιξε καί πάλι τόν Ἰορδάνη γιά νά περάσει ὁ λαός του. Ἄλλο ἦταν ἐκεῖνο πού τόν προκαλοῦσε καί κατά ἕνα τρόπο τόν ἀναστάτωνε, γιατί τό συσχέτιζε μέ τόν καιρό του, μέ τόν χρόνο καί τόν τόπο πού καί ἐκεῖνος ζοῦσε:  τί γινόταν μέ τούς δώδεκα λίθους πού ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ ἔδωσε ἐντολή σέ δώδεκα ἄρχοντες - ἕναν ἀπό κάθε φυλή – νά τοποθετήσουν μέσα στόν Ἰορδάνη, ἐκεῖ πού εἶχαν πατήσει τά πόδια τῶν ἱερέων πού σήκωναν τήν Κιβωτό, σέ ἀντικατάσταση τῶν ἄλλων λίθων πού πῆραν μαζί τους ἀπό τόν βυθό, κατ’ ἐντολή τοῦ Θεοῦ, προκειμένου νά τούς ἔχουν, φτιάχνοντας θυσιαστήριο, ὡς ἀνάμνηση τῆς θαυμαστῆς διάβασής τους; Καί γιατί προκαλεῖτο ὁ ἀββᾶς; Γιατί τό κείμενο λέει μέ σαφήνεια, τότε πού καταγράφηκε βεβαίως τό γεγονός: «(οἱ λίθοι) εἰσίν ἐκεῖ ἕως τῆς σήμερον ἡμέρας». Οἱ λίθοι αὐτοί βρίσκονται ἐκεῖ, μέσα στόν ποταμό, μέχρι τῆς ἡμέρας πού γράφονται αὐτά. «Ἄραγε ὑπάρχουν καί μέχρι τώρα;» σκεπτόταν ὁ ἡγούμενος. «Περνῶ τόσα χρόνια ἀπό τίς κοῖτες τοῦ ποταμοῦ· ποῦ νά βρίσκονται, ἄν βρίσκονται, αὐτοί οἱ λίθοι;»
Μέ τόν προβληματισμό αὐτόν νά εἶναι καρφωμένος στό μυαλό του ἑτοιμάστηκε νά ἀφήσει καί πάλι τό σπήλαιο-ἡσυχαστήριό του ὁ ἀββᾶς. Πῆρε τόν δρόμο κατά μῆκος τοῦ Ἰορδάνη, ἡ προσευχή τοῦ Χριστοῦ τόν συντρόφευε ὅπως πάντα, ἀλλά συχνά πυκνά σήκωνε τά μάτια του θέλοντας νά διεισδύσει, νά «τρυπήσει» ἄν ἦταν δυνατό τό νερό καί νά δεῖ αὐτό πού σημείωνε ὁ συγγραφέας: «καί εἰσίν ἐκεῖ οἱ λίθοι ἕως τῆς σήμερον ἡμέρας». Καί τότε συνέβη… τό θαῦμα. Ὁ Κύριος ἀπάντησε στόν ἐπίμονο λογισμό τοῦ ἀγαθοῦ δούλου Του. Τήν ὥρα πού γιά μία ἀκόμη φορά τό βλέμμα τοῦ Ἁγιόδουλου ἦταν στραμμένο πρός τόν Ἰορδάνη, σάν νά ἀλλοιώθηκε ἡ φύση. Τά νερά πῆραν νά χωρίζονται μεταξύ τους σ’ ἕνα συγκεκριμένο σημεῖο κι ἀνοίχτηκε ἕνα μονοπάτι. Καί τότε… εἶδε, κι αὐτό πού εἶδε τόν συγκλόνισε καί τόν ἔκανε νά πέσει στά γόνατα, νά κλάψει καί νά ἀρχίσει νά δοξολογεῖ τόν Θεό. Μπροστά του, σέ μικρή σχετικά ἀπόσταση βρίσκονταν δώδεκα λίθοι! Οἱ λίθοι πού ἔβαλε ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ, στέλνοντας τά παλληκάρια τῶν δώδεκα φυλῶν τοῦ Ἰσραήλ, ἐκεῖ πού πατοῦσαν οἱ ἱερεῖς πού σήκωναν τήν Κιβωτό τῆς Διαθήκης. Ὁ Κύριος ἔδωσε ἀπάντηση στόν λογισμό τοῦ δούλου Του, ἐπιβεβαιώνοντας τήν ἀλήθεια τοῦ θεόπνευστου συγγραφέα.
Ἀπό κεῖ καί πέρα ἡ πορεία τοῦ ἀββᾶ ὑπῆρξε… αὐτόματη. Τά πόδια πήγαιναν, μά τό ὅραμα τόν συνεῖχε καί τόν κυρίευε. Λίγα μέτρα εἶχαν μείνει γιά νά περάσει τή στενή θύρα τοῦ μοναστηριοῦ. Ὁ λυπητερός ἦχος πού ἀκούστηκε ξαφνικά ἀπό τό ξύλινο σήμαντρο σάν νά τόν ξύπνησε. Συνειδητοποίησε ὅτι εἶχε φτάσει στό μοναστήρι, εἶδε κάποια ἀσυνήθιστη κίνηση, τό σήμαντρο ἐξακολουθοῦσε νά κτυπάει μέ τόν ἴδιο τρόπο. «Μά, τί συμβαίνει;» ἀναρωτήθηκε ὁ ἀββᾶς. «Σάν νά σημαίνει Μεγάλη Παρασκευή ἤ σάν νά κοιμήθηκε κάποιος ἀδελφός. Μά πότε νά ἔγινε αὐτό; Τούς ἄφησε ὅλους καλά καί ὑγιεῖς».
«Εὐλογεῖτε, Γέροντα», εἶδε τόν ἀδελφό Ἰωάννη νά ἔρχεται κοντά του, καλωσορίζοντάς τον καί βάζοντας μία μετάνοια. Τό λυπημένο βλέμμα του τόν ἔκανε νά ὑποψιαστεῖ. «Τί συμβαίνει, Ἰωάννη; Γιατί χτυπάει τό ξύλο θλιβερά; Κοιμήθηκε κάποιος ἀδελφός;» «Ναί, Γέροντα, πρίν ἀπό κάποια ὥρα σήμερα. Μᾶς εἰδοποίησε ὁ κανονάρχης. Κοιμήθηκε ὁ ἀββᾶς Πέτρος, χωρίς νά ὑπάρχει κάτι τό ἰδιαίτερο, ὅπως μᾶς ἐξήγησε ὁ νοσοκόμος μας. Μία ξαφνική ἀδιαθεσία καί… ὁ Κύριος τόν ἐπῆρε μαζί του. Σάν πουλάκι, μᾶς εἶπε, πέταξε ἡ ψυχή του. Ἀπό τά τελευταῖα λόγια του ἦταν τό δικό σας τό ὄνομα. Ὁ Γέροντας, ἔλεγε, ὁ Γέροντας… δέν τόν εἶδα». Δάκρυσε ὁ ἀδελφός Ἰωάννης, μά δάκρυα γέμισαν καί τά μάτια τοῦ ἀββᾶ Ἁγιόδουλου. Ὁ συγκλονισμός του ἀπό τό θεϊκό ὅραμα μπῆκε σέ δεύτερη μοῖρα. Ὁ μοναχός Πέτρος ἦταν σπουδαῖος Γέροντας, ἁγιασμένη ψυχή, τόν συμβουλευόταν συχνά, γιατί εἶχε φωτισμένη κρίση. Τόν εἶχε παραπάνω καί ἀπό ἀδελφό. Καί δέν τόν πρόλαβε…
«Τί ἄβυσσος εἶναι οἱ βουλές τοῦ Θεοῦ;» ἔκανε τή σκέψη. «Προφανῶς τήν ὥρα πού ὁ Κύριος χώριζε, γιά χάρη μου, τά νερά τοῦ ποταμοῦ, ἐκείνην τήν ὥρα ἔπαιρνε τό πνεῦμα τοῦ ἀδελφοῦ. Τίς ἔγνω νοῦν Κυρίου; Καί τίς σύμβουλος Αὐτοῦ ἐγένετο; Δόξα στό ὄνομά Σου, Κύριε!»
Ὁ ἀββᾶς, ὁ ἅγιος ἡγούμενος, ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, προχώρησε πρός τόν ναό, ὅπου εἶχαν ἑτοιμάσει καί τοποθετήσει τό σκήνωμα τοῦ Γέροντα Πέτρου. Ἀσπάστηκε τίς ἱερές εἰκόνες, ἔκανε μία βαθιά μετάνοια, προχώρησε πρός τό σημεῖο τοῦ κεκοιμημένου. Μπροστά στό λείψανο κοντοστάθηκε· μία θλίψη μεγάλη τόν συνεπῆρε, γιατί δέν πρόλαβε νά ἀσπαστεῖ τόν ἀγαπημένο του Πέτρο πρίν φύγει ἀπό τή ζωή αὐτή. Τόν χάιδεψε μέ τή ματιά καί τό χέρι του. Τόν εὐλόγησε καί σάν νά ἦταν τό πιό φυσικό πράγμα τοῦ κόσμου τοῦ ἀπηύθυνε τόν λόγο: «Γέροντα, ἀδελφέ, σήκω πάνω καί δῶσε μου ἀσπασμό». Ἡ στιγμή πού ἀκολούθησε σφράγισε τή ζωή ἔπειτα τῶν περισσοτέρων καλογέρων πού παρευρίσκονταν, φανερώνοντας ὅτι ὁ Κύριος εἶναι βεβαίως ὁ Κύριος τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου, ἀλλά καί τό ὕψος τῆς ἁγιότητας τοῦ ἀββᾶ καί ἡγουμένου τους. Τό λείψανο ἀναδεύτηκε, ὁ Πέτρος ἄνοιξε τά μάτια του, ἀνασηκώθηκε καί ἀσπάστηκε τόν Γέροντά του. Μέ ἤρεμο καί ἐντελῶς ἁπλό τρόπο ὁ Γέροντας τοῦ εἶπε: «Κοιμήσου ἀπό δῶ καί πέρα, μέχρι νά ἔρθει ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ καί νά σέ ἀναστήσει». Ξάπλωσε ὁ Πέτρος, σταύρωσε τά χέρια του κι ἔκλεισε γιά πάντα ὁριστικά τά μάτια του.

Ἡ κηδεία πού ἀκολούθησε καί ἡ ὅλη ἐξόδια διαδικασία δέν εἶχε κανένα πένθιμο στοιχεῖο. Τά πάντα ἀπέπνεαν τό ἀναστάσιμο φῶς τοῦ Κυρίου. Τό «Χριστός ἀνέστη» φανερωνόταν ὄχι μόνο στό ἱλαρό πρόσωπο τοῦ κεκοιμημένου, ἀλλά καί στά πρόσωπα ὅλων τῶν μοναχῶν τῆς λαύρας τοῦ ἁγίου Γερασίμου.

                         (Ἀπό τό "Λειμωνάριον" τοῦ Ἰ. Μόσχου, κεφ. 11)

ΔΡΑΣΚΕΛΙΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΦΩΣ.. (51)


 Υπάρχουν χριστιανοί, οι οποίοι αισθάνονται ένα είδος αδικίας για τον εαυτό τους λίγο παράδοξο και περίεργο. Νιώθουν ότι έχουν αδικηθεί, από τον Θεό και από τη φύση τους, διότι δεν έχουν τα προσόντα και τα χαρίσματα που βλέπουν σε πολλούς άλλους, για να μην πούμε σε όλους πλην των εαυτών τους. «Εγώ δεν έχω κανένα χάρισμα», διατείνονται. «Ψάχνω μέσα μου και διαπιστώνω μόνο ελαττώματα». Το αποτέλεσμα βεβαίως είναι τραγικό: σιγά σιγά αναπτύσσεται μέσα τους ένα σύμπλεγμα κατωτερότητας, το οποίο αν δεν προσεχθεί, μπορεί να τους οδηγήσει σε μία επιθετικότητα, όχι τόσο ίσως έναντι των άλλων, όσο έναντι των ίδιων τους των εαυτών. Σε πιο ακραίες καταστάσεις η κατάσταση αυτή μπορεί να τους οδηγήσει και σε ανεπίγνωστες, μερικές φορές, αυτοκαταστροφικές τάσεις· το σίγουρο πάντως είναι ότι με αυτή τη μειονεκτική διάθεσή τους δεν λειτουργούν μέσα στον κόσμο με το πνεύμα της ελευθερίας που δίνει ο Χριστός και καλλιεργεί η Εκκλησία, δεν χαίρονται τη ζωή τους, δεν προσφέρουν στον συνάνθρωπό τους και στο κοινωνικό σύνολο αυτό που θα μπορούσαν να προσφέρουν. Τι μπορούμε να πούμε γι’ αυτές τις αξιοσυμπάθητες περιπτώσεις συνανθρώπων μας; Πρώτον· είναι μεγάλη πλάνη – επιμονή σ’ έναν λανθασμένο λογισμό που ίσως έχει καλλιεργηθεί από τους γονείς ή το άμεσο κοινωνικό περιβάλλον – να θεωρεί κανείς ότι δεν έχει χαρίσματα και προσόντα. Δεν υπάρχει άνθρωπος ερχόμενος στον κόσμο που να μην έχει χαριτωθεί από τον Κύριο – μη ξεχνάμε ότι ο Κύριος είναι «τό φῶς τό ἀληθινόν, ὅ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον» - με  χαρίσματα που ξέρει Εκείνος να δίνει, κατά την αναλογία όμως της προγνώσεώς Του για τον καθένα από εμάς. Όλοι με άλλα λόγια ερχόμαστε στον κόσμο, έχοντας χαρίσματα είτε φυσικά είτε πνευματικά, τα οποία όμως καλούμαστε να τα καλλιεργήσουμε και να τα αυξήσουμε. Κι εδώ είναι το κρίσιμο σημείο: η αξία ενός χαρίσματος δεν έγκειται στην καθαυτή ύπαρξή του, αλλά στην καλλιέργεια και την προσπάθεια αύξησής του.  Θυμόμαστε εν προκειμένω την παραβολή των ταλάντων που είπε ο Κύριος: αυτός που πήρε πέντε τάλαντα καλείται να τα κάνει δέκα, αυτός που πήρε δύο να τα κάνει τέσσερα κ.ο.κ. Οπότε, όπως πολύ ωραία είχε επισημάνει και ο άγιος Παΐσιος ο αγιορείτης, στην αριθμητική του Θεού τα πράγματα πάνε ανάποδα: το εννιά μπορεί να είναι μικρότερο του τέσσερα, με την έννοια ότι αυτός που είχε πέντε και τα έκανε αντί δέκα εννιά είναι σε κατώτερη κλίμακα από εκείνον που είχε δύο και τα έκανε τέσσερα. Το ζητούμενο είναι τι κάνω με αυτό που έχω και όχι με αυτό που δεν έχω και έχει ο άλλος. Και δεύτερον, ακόμη πιο σημαντικό όμως, είναι το γεγονός ότι τα όποια χαρίσματα έχουμε, φυσικά ή πνευματικά, όχι μόνον δεν έχουν σημασία, απλώς και μόνο καλλιεργούμενα, αλλά μπορεί και να μας καταστρέψουν αιωνίως, αν δεν τα καλλιεργούμε υπό την πνοή των κατεξοχήν χαρισμάτων που ανεξαιρέτως δίνονται σε όλους από τον Θεό, δηλαδή των χαρισμάτων του αγίου Πνεύματος που παίρνουμε από το άγιο βάπτισμα και το άγιο χρίσμα. Τι θέλουμε να πούμε; Ένας ευφυής άνθρωπος που καλλιεργεί την ευφυΐα του, αν δεν έχει ρυθμιστικό παράγοντα την αγάπη του Θεού – αυτό που κατεξοχήν αποτελεί δωρεά του αγίου βαπτίσματος – τότε το χάρισμα της ευφυΐας του λειτουργεί εις βάρος του, γιατί, καθώς και πάλι έλεγε ο άγιος Γέρων Παΐσιος, το χάρισμά του τον κάνει «έναν έξυπνο διάβολο». Μη κοιτάμε λοιπόν τα χαρίσματα ή τα ελαττώματα των άλλων. Ο καθένας πρέπει να είναι στραμμένος στον εαυτό του, να επισημαίνει τι ο Θεός του έχει δώσει, αλλά με προτεραιότητα τη στροφή προς τον Θεό ως αύξηση των αγιοπνευματικών ταλάντων του. Έτσι ανοίγεται ο άνθρωπος ορθά μέσα στον κόσμο, γιατί πορεύεται εν αγάπη, που θα πει με τον μόνο τρόπο που μπορεί να δικαιώσει τον άνθρωπο.

Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2019

ΜΟΛΙΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΕ...

 
 
 
Μόλις τέθηκε σε κυκλοφορία από τις εκδόσεις "Ἀκολουθεῖν" το νέο βιβλίο μας  με τίτλο "Τῶν θλιβομένων ἡ Χαρά" και υπότιτλο "Ἡ Δέσποινα τῆς Δοξολογίας και τῆς Παράκλησης". Το βιβλίο, διακοσίων σελίδων, μπορεί να το προμηθευτεί κανείς από όλα τα κεντρικά βιβλιοπωλεία. Παραθέτουμε παρακάτω τον Πρόλογο και τα Περιεχόμενα του βιβλίου.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Ἕνα βιβλίο γιά τήν Παναγία, ἔστω καί ἄτεχνα γραμμένο, ἐφόσον πασχίζει νά βρίσκεται μέσα στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἀποτελεῖ γεγονός ἐκδοτικό. Κι αὐτό γιατί τό πρόσωπο τῆς Παναγίας θέλγει τίς ἀνθρώπινες ψυχές ὡς συνισταμένη ἀνθρωπίνως ὅλων τῶν χαρίτων καί τῶν ἀρετῶν – ἡ Παναγία ὅπως πολλάκις ἔχει ἐπισημανθεῖ εἶναι ὅ,τι ὡραιότερο καί ἀνώτερο παρουσίασε διαχρονικά ἡ ἀνθρωπότητα - πού σημαίνει ὅτι στήν πραγματικότητα οἱ πιστοί θέλγονται ἀπό Ἐκεῖνον πού συνιστᾶ τό ποιητικό αἴτιο καί Αὐτῆς, ἀλλά καί κάθε γενικῶς καλοῦ πού ὑφίσταται στόν κόσμο. Ὁ Χριστός μέ ἄλλα λόγια δοξολογεῖται καί ὑμνολογεῖται μέ κάθε ἀναφορά στήν Παναγία μας, γι’ αὐτό μόνο μέ λόγια ἐρωτικά, θείου ἔρωτα ἀσφαλῶς, μπορεῖ κανείς νά μιλήσει καί γι’ Αὐτήν, πού εἶναι «ἡ τιμιωτέρα τῶν Χερουβείμ καί ἐνδοξοτέρα ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ», καί πού ἐκ Θεοῦ ἔχει ὁριστεῖ νά εἶναι καί νά ἐνεργεῖ ὡς ἡ Μεγάλη Μάνα μας! «Ἰδού ἡ Μήτηρ Σου», καθώς ὑπέδειξε στόν Ἰωάννη ὁ ἴδιος ὁ Ἐσταυρωμένος Κύριος.  
Ἄπειρα βιβλία ἔχουν γραφεῖ, γράφονται καί διαρκῶς θά γράφονται γιά τό πάνσεπτο πρόσωπο τῆς Παναγίας· σάν νά μήν μπορεῖ νά χορτάσει ὁ πιστός μ’ ὅλες τίς ὑπάρχουσες ἀναφορές. Καί μέσα σ’ αὐτήν τήν ἀπειρία θελήσαμε νά εἴμαστε, γιά μία ἀκόμη φορά, κι ἐμεῖς - εἴχαμε ἐκδώσει κι ἄλλο βιβλίο γιά τή Μητέρα τοῦ Κυρίου μας μέ τίτλο «Ὦ, πανύμνητε Μῆτερ!». Ὄχι γιατί πιστεύουμε ὅτι προσφέρουμε κάτι τό ἰδιαίτερο καί ξεχωριστό τό ὁποῖο δέν ἔχει ἤδη εἰπωθεῖ, ἀλλά γιατί μέ τόν τρόπο αὐτόν σβήνουμε τή δίψα τῆς ψυχῆς μας γιά Ἐκείνην, μέ ἐπιλογή αὐτήν τή φορά κειμένων ἀπό τά πιό γνωστά καί ἀγαπητά τῆς ὑμνολογίας· τούς Χαιρετισμούς καί τίς Παρακλήσεις, τή Μικρή καί τή Μεγάλη. Τίτλος: «Τῶν θλιβομένων ἡ Χαρά», καί ὑπότιτλος: «Ἡ Δέσποινα τῆς Δοξολογίας καί τῆς Παράκλησης».   
Συνεπῶς, τό ἀνά χεῖρας βιβλίο ἀποτελεῖ ἐκδοτική προσπάθεια προσέγγισης καί ταπεινῆς ἑρμηνείας ὁρισμένων ἀπό τίς δοξολογικές καί παρακλητικές ἀναφορές τῆς Ἐκκλησίας πρός τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο -  δεκαεπτά χαιρετισμοί καί δεκαεννιά σημεῖα τῶν Παρακλήσεων σχολιάζονται, μέ κάποιες, ἐπιπρόσθετα, εἰσαγωγές πρός μεγαλύτερη βοήθεια τοῦ καλοπροαίρετου ἀναγνώστη. Κι εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νά σημειώσουμε ὅτι ἀκριβῶς ἐπειδή ἡ ἀναφορά εἶναι μόνο γιά τούς Χαιρετισμούς καί γιά τίς Παρακλήσεις, συμπεριλάβαμε κι ἐκεῖνα τά σχετικά πρός τίς συγκεκριμένες ἀκολουθίες κείμενά μας πού ἤδη ἔχουν ἐκδοθεῖ σέ ἄλλα βιβλία μας.  
 
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Ἡ Παναγία στήν Ἐκκλησία μας
Α
ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΥΣ
 
ΩΔΑΙ
α΄: Εἱρμός· «Ἀνοίξω τό στόμα μου…»
α΄: «Χριστοῦ βίβλον ἔμψυχον…»
α΄: «…χαῖρε ἡδύπνοον κρίνον…»
θ΄: «Στῶμεν εὐλαβῶς…»
 
 Α΄ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ
 «Ἄγγελος πρωτοστάτης…»
 
Β΄ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ
(1) «Ἤκουσαν οἱ ποιμένες…»
(2) «Χαῖρε, ὅτι τά οὐράνια συναγάλλεται…»
(3) «Χαῖρε, στερρόν τῆς πίστεως…»
(4) «Χαῖρε, τύραννον ἀπάνθρωπον…»
(5) «Χαῖρε, ἡ τῆς βαρβάρου λυτρουμένη…»
 
Γ΄ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ
(1) «Νέαν ἔδειξε κτίσιν…»
(2) «Χαῖρε, ξύλον εὐσκιόφυλλον…»
(3) «Χαῖρε, κυοφοροῦσα…»
(4) «Ξένον τόκον ἰδόντες…»
 
Δ΄ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ
(1) «Χαῖρε, ἡ τόν φθορέα τῶν φρενῶν…»
(2) «Χαῖρε, λουτήρ ἐκπλύνων…»
(3) «Χαῖρε, χρωτός τοῦ ἐμοῦ…»
Β
ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΑΡΑΚΛΗΣΕΙΣ
Οἱ Παρακλήσεις στήν Παναγία μας
Κάθισμα· «Τῇ Θεοτόκῳ ἐκτενῶς νῦν προσδράμωμεν…»
ΜΙΚΡΑ ΠΑΡΑΚΛΗΣΙΣ
ΩΔΑΙ
α΄: «Παθῶν με ταράττουσιν προσβολαί…»
γ΄(1): «Ἱκετεύω Παρθένε…»'
    (2): «Εὐεργέτην τεκοῦσα…»
δ΄: «Ἀπολαύοντες, Πάναγνε…»
ε΄: «Ἔμπλησον ἁγνή…»
ς΄: «…καί πλατυσμόν ἐν ταῖς θλίψεσιν, Κόρη…»
ζ΄: «Θελητήν τοῦ ἐλέους…»
θ΄: «Ῥοήν μου τῶν δακρύων…»
ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΚΛΗΣΙΣ
ΩΔΑΙ
α΄(1): «Ἐξ ἀμετρήτων ἀναγκῶν…»
    (2): «Νῦν πεποιθώς…»
    (3): «Οὐ σιωπήσω τοῦ βοᾶν…»
γ΄(1): «Ἀπορήσας ἐκ πάντων…»
    (2): «Ἐθαυμάστωσας ὄντως…»
δ΄(1):  «Εἰς σέ μόνην ἐλπίζω…»
    (2): «Σέ τήν ἁγνήν…»
    (3): «…μή μέ παρίδῃς τόν ἄσωτον…»
ε΄καί η΄: «Εὐχαρίστως βοῶ σοι…»· «Χαῖρε, θρόνε πυρίμορφε…»
ζ΄: «Φῶς ἡ τεκοῦσα…»