Τρίτη 3 Οκτωβρίου 2023

«ΝΑ ΛΕΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΚΑΛΑ!»

«Να λέμε λίγα λόγια και καλά. Και να προσπαθήσουμε τη σιωπή. Χωρίς σιωπή δεν προχωράει η αρετή. Χωρίς σιωπή δεν αποκτιέται η προσευχή. Με τις κουβέντες, με τις κρίσεις και τις κατακρίσεις γίνεται το μυαλό μας αλλοπρόσαλλο… Να αποκτήσετε τη σιωπή. Την εποικοδομητική σιωπή. Να σκέφτεσθε τη ζωή του Χριστού, πώς ζούσε ο Χριστός, πώς συμπεριφερόταν!» (Γερόντισσα Θεοσέμνη, Ι. Μ. Χρυσοπηγής Χανίων).

Η μακαριστή Γερόντισσα της Ι. Μ. Χρυσοπηγής Χανίων (1938-2000), η οποία «γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Λάρισα, σπούδασε στην Αθήνα, έγινε μοναχή στα Μετέωρα, ανέλαβε την ηγουμενία της Ιεράς Μονής της Χρυσοπηγής στα Χανιά και εκοιμήθη εν Κυρίω εκεί» (Καθ. Αν. Κεσελόπουλος), υπήρξε ένας ξεχωριστός άνθρωπος, κυριολεκτικά «ένας μεγάλος αδάμαντας και θησαυρός που έδωσε ο Κύριος στην Εκκλησία.. και που η εκδημία της θεωρείται πλούτος και ευλογία για όλη την Εκκλησία» (πρώην Αρχιεπ. Κρήτης Ειρηναίος). Στην πραγματικότητα η Γερόντισσα, που απαρχής της ζωής της ήταν στραμμένη ψυχή τε και σώματι προς την αγάπη του Κυρίου, ήταν μία αληθινή μοναχή που αγωνίστηκε όσο ο Κύριος επέτρεψε να ζήσει στον κόσμο τούτο να τηρεί τις άγιες εντολές Του. Διότι αυτό είναι μοναχός, ο αφιερωμένος στον Θεό άνθρωπος: εκείνος που έχει επιλέξει με τη χάρη του Θεού να ζει αταλάντευτα την ευαγγελική ζωή. Και η αγιασμένη αυτή Γερόντισσα αποτελούσε ένα ενσαρκωμένο Ευαγγέλιο. Δεν ήταν πρώτιστα τα λόγια της - αυτά τα εξέφερε όταν και όπου έπρεπε με μεγάλη φειδώ - αλλά ήταν η ζωή της που την καθιστούσε το «κέντρο»  των ανθρώπων που την περιέβαλαν: τις αδελφές μοναχές που την ακολουθούσαν αλλά και πολύ κόσμο που την επισκεπτόταν στη Μονή της μετανοίας της, όπου βρέθηκε.

Κι όταν λέμε ότι ήταν το «κέντρο» σημαίνει ότι λειτουργούσε ως θεϊκός μαγνήτης για να παραπέμπει αδιάκοπα στον μόνο Λυτρωτή και Σωτήρα των ανθρώπων, τον Κύριο Ιησού Χριστό. Τον Ιησού Χριστό με άλλα λόγια ζούσε η Γερόντισσα Θεοσέμνη, οπότε και Αυτόν δακτυλοδεικτούσε έργω και λόγω. Κι εκείνο που ιδιαιτέρως φανερώνουν τα παραπάνω λόγια της είναι βεβαίως η αγάπη της προς τον Χριστό που εκφραζόταν ως αγάπη πάντοτε προς τους συνανθρώπους της, αλλά και το ησυχαστικό της πνεύμα, που κύριο γνώρισμά του έχει τη σιωπή. Το λέει ξεκάθαρα: όταν σκέφτεται κανείς τον Χριστό και προσπαθεί να ζήσει σαν Εκείνον χαρακτηρίζεται από την αρετή της σιωπής.

Ακούγεται παράδοξος ο λόγος της σε μία εποχή που ο πληθωρισμός ακριβώς του λόγου θεωρείται από τους περισσοτέρους ως δεδομένη και υγιής κατάσταση. Μα τούτο δεν είναι σωστό, τονίζει η Γερόντισσα. Γιατί; Διότι «με τις κουβέντες, με τις κρίσεις και τις κατακρίσεις γίνεται το μυαλό μας αλλοπρόσαλλο!» Αλλοπρόσαλλη δεν είναι πράγματι η εποχή μας; Τίποτε δεν είναι σταθερό που να θεωρείται ως αξία ακατάλυτη. Η μετανεωτερική μάλιστα εποχή στην οποία έχουμε εισέλθει αυτό προβάλλει και εξαγγέλλει: ότι πέραν του ιδίου του ατόμου που μπορεί να αυτοκαθορίζεται και να καθορίζει και τις αξίες τις δικές του και του κόσμου δεν υφίσταται τίποτε άλλο. Ο Θεός, ο κατ’ εικόνα Θεού πλασμένος άνθρωπος, η αγαπητική θυσιαστική κοινωνία με τον συνάνθρωπο, ένα πλαίσιο ζωής που σέβεται τη ζωή και όλη τη δημιουργία είναι «αξίες» που εκφράζουν τον «παλαιό» άνθρωπο, τις κοινωνίες που είναι «παρωχημένες», που συνιστούν τροχοπέδη για την «πρόοδο» του ανθρώπου. Και το αποτέλεσμα; Να θεωρείται ο «προοδευτικός» αυτός άνθρωπος «ελεύθερος» ευρισκόμενος αλυσοδεμένος με όλες τις αλυσίδες των παθών του και του Πονηρού ασφαλώς διαβόλου που τα υποκινεί. Δεν χρειάζονται αποδείξεις για το τραγικό αποτέλεσμα: το ζει καθένας που μπαίνει στη διαδικασία να λέει πολλά, να κρίνει τους πάντες και τα πάντα, να κατακρίνει με το παραμικρό τους συνανθρώπους του, πλην βεβαίως του ίδιου του… εαυτού του! Και έρχεται η στιγμή που τελικώς νιώθει άδειος, κενός, σαν να αίρεται από τον εσωτερικό του κόσμο κάθε ικμάδα ζωής – σαν το χώμα που ξεραίνεται και γίνεται πέτρα, μία ζωή χωρίς ζωή!

Και το τραγικό αποτέλεσμα δεν έχει μόνο εγκόσμιες διαστάσεις˙ προσδιορίζει και την ίδια την αιώνια ζωή, η οποία εκκινά από εδώ και εκτείνεται χωρίς τέλος μετέπειτα. Ο ίδιος ο Κύριος το αποσαφήνισε με τον καθαρότερο τρόπο: «Για κάθε αργό λόγο που θα πείτε, (και αργός λόγος είναι κάθε λόγος που δεν εκφράζει τη σχέση με τον Θεό),  θα δώσετε λόγο κατά την ημέρα της κρίσεως. Διότι από τα λόγια σου θα δικαιωθείς και από τα λόγια σου θα κατακριθείς». Κι αυτό συμβαίνει διότι ο λόγος του ανθρώπου, προφορικός ή γραπτός, εκφράζει τον ενδιάθετο λεγόμενο εσωτερικό λόγο του ανθρώπου που βγαίνει ατόφιος μέσα από την καρδιά του. Ό,τι κυριαρχεί στην καρδιά αυτό και  εκφέρει ο λόγος. Καθαρή η καρδιά; Καθαρά και σωστά και μετρημένα και τα λόγια! Βρόμικη η καρδιά από το πλήρωμα του εγωισμού και των παθών; Βρόμικα και τα λόγια, προσβλητικά, χλευαστικά και ειρωνικά, ή έστω και ανούσια. Κι αυτά τα βρόμικα λόγια όχι μόνο φανερώνουν την ακάθαρτη καρδιά αλλά και, κατά τη Γερόντισσα, δημιουργούν τις συνθήκες για να επιτείνεται το αλλοπρόσαλλο της βρομιάς της.

«Να προσπαθήσουμε τη σιωπή», συνιστά η Γερόντισσα που βασίζεται στον βιβλικοπατερικό λόγο αλλά και στην ίδια την αγιασμένη εμπειρία της. «Να αποκτήσουμε τη σιωπή». Γιατί η σιωπή αποτελεί το μέσον προκειμένου να προχωρήσουμε στην αρετή, ιδίως δε να μπορούμε να προσευχηθούμε. Το συνιστά μεταξύ των άλλων και ο μέγας ασκητικός διδάσκαλος όσιος Ιωάννης της Κλίμακος: «Η προσευχή είναι η μητέρα της προσευχής». Κι αν σκεφτεί κανείς ότι η προσευχή είναι η κατεξοχήν ένδειξη της αγάπης προς τον Θεό, η πολυλογία και η αργολογία φανερώνουν την ανυπαρξία της αγάπης αυτής. Το λέει και ο ίδιος ο λαός μας: «Τα πολλά λόγια είναι φτώχεια». Η δε Παλαιά Διαθήκη τονίζει: «Από την πολυλογία δεν θα ξεφύγεις την αμαρτία». Η Γερόντισσα όμως διακριτικά συμπληρώνει: Όχι οποιαδήποτε άσκηση σιωπής, αλλά η εποικοδομητική σιωπή γίνεται φορέας της χάρης του Θεού – ό,τι λέει και ο ίδιος της Κλίμακος άγιος με τον όρο «σιωπή εν γνώσει». Γιατί μπορεί κανείς να σιωπά και να… αμαρτάνει! Πώς; Για να μην εκτεθεί απλώς σε ένα περιβάλλον που βλέπει ότι δεν τον… παίρνει να μιλάει, συνεπώς από λόγους κενοδοξίας ασκεί τη σιωπή˙ όπως μπορεί να μη μιλάει γιατί κρατάει… μούτρα, όπως λέμε, από έναν εγωισμό δηλαδή που θέλει έντονα να δείξει το έλλειμμα της αγάπης του προς κάποιον συνάνθρωπό του. «Γιατί με αποφεύγεις και δεν απαντάς στα μηνύματά μου;» ρώτησε κάποιος έναν θεωρούμενο φίλο του. «Γιατί θέλω να σου δείξω ότι δεν σε θέλω στη ζωή μου και με ενοχλεί η παρουσία σου» απάντησε εκείνος πειραγμένος.

Η εποικοδομητική λοιπόν και εν γνώσει σιωπή είναι η σώζουσα. Δηλαδή αυτή που περιορίζει τα λόγια γιατί αυξάνει τον διάλογο με τον Θεό. «Ο φίλος της σιωπής προσεγγίζει τον Θεό και συνομιλώντας μυστικά μαζί Του φωτίζεται από Αυτόν» (όσιος Ιωάννης Κλίμακος). Κι αυτό σημαίνει ότι επειδή είναι εποικοδομητική η σιωπή αυτή λειτουργεί με διάκριση – γνωρίζει ο ασκών αυτήν  πότε θα τη σταματήσει και πότε θα τη συνεχίσει. Γιατί φωτισμένος από τον Θεό αισθάνεται ότι κάποιες φορές ο λόγος του μπορεί να βοηθήσει τον συνάνθρωπό του, να τον νουθετήσει, να τον παρηγορήσει. «Μίλα διά τον Θεόν, σιώπα διά τον Θεόν» ακούμε τον λόγο και των οσίων αββάδων του Γεροντικού, οι οποίοι θεωρούσαν ότι η σιωπή συνιστά ένα από τα σπουδαιότερα αγωνίσματα της ασκητικής τους ζωής.

Ο καθηγητής Κεσελόπουλος συνοψίζοντας θα πει εμπνευσμένα για την αγία Γερόντισσα Θεοσέμνη: «Ήξερε να μεταμορφώνει τη σιωπή σε ησυχαστικό λόγο και τον λόγο σε έλλογη και άναρθρη σιωπή. Δίδασκε περισσότερο με την ησυχία και τη σιωπή του παραδείγματός της. Και όταν, ακόμα, σε κάποια περίσταση ήταν ανάγκη να εκφράσει τον λογισμό της, ο οποιοσδήποτε λόγος της είχε γνησιότητα, γιατί είχε αντίκρυσμα στη σιωπή της. Μπορούσε να επικοινωνεί με τους ανθρώπους χωρίς πολλά λόγια, γιατί γνώριζε να επικοινωνεί ουσιαστικά διά της προσευχής με τον Χριστό, που είναι ο Λόγος ο από σιγής προελθών. Έμαθε να εναποθέτει εαυτήν και αλλήλους και πάσαν την ζωήν ημών Χριστώ τω Θεώ».    

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Ο ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ

«῾Ο ἅγιος Διονύσιος πού ὑπερεῖχε ὅλων ὡς πρός τόν πλοῦτο, τήν δόξα, τήν σύνεση καί τήν σοφία, ἦταν ἕνας ἀπό τούς βουλευτές τοῦ ᾽Αρείου Πάγου στήν ᾽Αθήνα. ῎Ακουσε τόν ἀπόστολο Παῦλο νά κηρύττει ὅταν ἦλθε στήν ᾽Αθήνα καί πίστεψε δι᾽ αὐτοῦ στόν Χριστό, βαπτίστηκε καί χειροτονήθηκε ἔπειτα ἐπίσκοπος τῆς πόλεως, ἀφοῦ μυήθηκε πρῶτα τά τῆς πίστεως ἀπό τόν σοφό ῾Ιερόθεο. Μᾶς ἄφησε  συγγράμματα παράδοξα, θαυμαστά καί ὑψηλότατα.

῾Ο ἅγιος ἀφοῦ ἑρμήνευσε τόν τύπο καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς καταστάσεως, μετέβη ἔπειτα καί στήν Δύση, ὅταν βασιλιάς ἦταν Δομετιανός. Στήν πόλη τῶν Παρισίων μάλιστα ἔκανε πολλά θαύματα, ὁπότε καί τοῦ κόψανε τό κεφάλι. ῞Ενα θαῦμα πού εἴδανε πολλοί ἦταν ὅτι μετά τό μαρτύριό του κρατώντας τό κομμένο κεφάλι του μέ τά χέρια του βάδισε δρόμο δύο μιλίων. Καί δέν σταμάτησε πρίν συναντήσει, κατά θεία πρόνοια ἀσφαλῶς, κάποια γυναίκα ὀνόματι Κατούλα, στίς παλάμες τῆς ὁποίας ἐναπέθεσε τό κεφάλι του σάν ἕνα θησαυρό. Τό ἴδιο μέ αὐτόν καρατομοῦνται καί δύο μαθητές του, ὁ Ρουστικός καί ὁ ᾽Ελευθέριος, ὁπότε τά σώματα τῶν ἁγίων αὐτῶν, μαζί μέ τό μαρτυρικό σῶμα τοῦ ἱεροῦ κήρυκα, ρίπτονται βορά στά θηρία καί τά ὄρνεα. Μερικοί ἀπό τούς πιστούς τότε πῆραν τά λείψανα τῶν ἁγίων καί τά κατέθεσαν σέ ἀφανές μέρος, λόγω τοῦ φόβου πού ὑπῆρχε ἀπό τούς διῶκτες. ῞Οταν σταμάτησε ὁ φόβος τῶν διωγμῶν, ἡ μακάρια Κατούλα τά λείψανα τῶν μαρτύρων τά κατέθεσε σέ ἕνα κτίσμα, τρεῖς τοῦ μηνός ᾽Οκτωβρίου.

῾Ο ἅγιος Διονύσιος ἦταν κατά τόν σωματικό του τύπο μεσαίου μεγέθους, λεπτός, λευκός κατά τό χρῶμα ἀλλά καί λίγο κίτρινος, λίγο κοντός στήν μύτη, δασύς στά φρύδια. Εἶχε βαθουλωτούς τούς ὀφθαλμούς καί μεγάλα αὐτιά, ἐνῶ εἶχε λευκά καί μακριά μαλλιά, ὅπως καί τά γένεια του ἦταν μετρίως μακριά, ἀλλά ἀραιά. Εἶχε λίγη κοιλιά καί ἦταν μακρυδάκτυλος. ῾Η σύναξή του τελεῖται στήν ἁγιωτάτη Μεγάλη ᾽Εκκλησία» .

᾽Επανειλημμένως ὁ ἐκκλησιαστικός ποιητής (κατεξοχήν ὁ ἅγιος Θεοφάνης) τονίζει στόν κανόνα του γιά τόν ἅγιο τήν ἰδιαίτερη σχέση του  μέ τόν ἀπόστολο Παῦλο. ῾Ο ἀπόστολος ἦταν ὁ ψαράς πού τόν ῾ψάρεψε᾽ στά δίχτυα τοῦ Χριστοῦ μέ τό ἀγκίστρι τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ (στιχ. ἑσπ.). Σ᾽ αὐτόν μαθήτευσε πού ἦταν θεατής τῶν οὐρανίων ἀφοῦ ἔφτασε μέχρι τρίτους οὐρανούς, γι᾽ αὐτό ἔγινε κι ὁ ἴδιος οὐράνιος μύστης (κάθισμα όρθρου). Τοῦ Παύλου ἔγινε ἀληθινό θεῖο ἀπεικόνισμα καί λόγω ἀκριβῶς τῆς κοινωνίας του μέ αὐτόν καί τούς ἄλλους ἀποστόλους ἀξιώθηκε νά δεῖ καί τό ζωαρχικό σκῆνος τῆς σεβασμιωτάτης Θεοτόκου πάνω στό νεκροκράββατό της (ὠδή θ΄). Κι αἰτία τῆς ὑπακοῆς του αὐτῆς στόν ἅγιο ἀπόστολο ἦταν, κατά τόν ὑμνογράφο, ἡ σύνεση πού τόν διέκρινε στήν ζωή του (ὠδή ς΄). ῾Ο ὑμνογράφος τονίζει τό τελευταῖο αὐτό, διότι πολλοί ἄκουσαν τόν μεγάλο ἀπόστολο, ἀλλά ἐλάχιστοι τόν ὑπήκουσαν. ῾Ως γνωστόν ἡ παρουσία τοῦ ἀποστόλου Παύλου στήν ᾽Αθήνα στέφθηκε σχεδόν ἀπό ἀπόλυτη...ἀποτυχία. Αὐτή εἶναι ἡ ἀνθρώπινη ἐκτίμηση, ἀφοῦ ἡ συντριπτική πλειοψηφία τῶν ᾽Αθηναίων τόν εἰρωνεύτηκαν γιά τό κήρυγμά του καί γελώντας σηκώθηκαν κι ἔφυγαν. Πλήν ὅμως ἐλαχίστων. Κι αὐτοί οἱ ἐλάχιστοι, μεταξύ τῶν ὁποίων «Διονύσιος ὁ ἀρεοπαγίτης, γυνή τις ὀνόματι Δάμαρις καί τινες σύν αὐτοῖς» ἀπετέλεσαν τελικῶς τήν ῾μαγιά᾽ προκειμένου νά ριζώσει ἡ χριστιανική πίστη στά μεταγενέστερα χρόνια.

῾Ο ποιητής Θεοφάνης, ὁποῖος θεωρεῖ γνήσια τά ἐπ᾽ ὀνόματι τοῦ ἁγίου Διονυσίου σωζόμενα κείμενα, (παρὅλη τήν ἄρνηση τῆς νεώτερης ἱστορικοφιλολογικῆς κριτικῆς), ἀναφέρεται σέ αὐτά προκειμένου νά τονίσει τήν θεολογική ἐμβρίθεια τοῦ ἁγίου, ὁποῖος μυημένος στά ἐπουράνια φώτισε μέ τόν λόγο του καί τήν ἁγία Τριάδα καί τίς τάξεις τῶν ἀγίων ἀγγέλων καί τήν ἴδια τήν ᾽Εκκλησία. «Μέ φιλοσοφικό τρόπο, ἀλλά καί μυστικά καί μέ εὐσέβεια, θεόφρον μάκαρ Διονύσιε, ὅσο ἦταν δυνατό ἀπό τήν ὁμοίωσή σου μέ τόν Θεό, ἔκανες ἔνθεη ἀνάπτυξη τῶν θείων ὀνομάτων» (στιχηρό ἑσπερινοῦ). «῎Εκανες μέ τήν ἀρετή ἴδιο τόν νοῦ σου μέ τούς ἀγγέλους, Πάτερ Διονύσιε, γι᾽ αὐτό καί ἔγραψες σέ ἱερά βιβλία τήν ὑπερκόσμια εὐταξία τῆς ἱεραρχίας τῶν ἀγγέλων, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ρύθμισες καί τά συστήματα τῆς ᾽Εκκλησίας, μιμούμενος τίς τάξεις τῶν ἀγγέλων» (στιχηρό ἑσπερινοῦ). Δέν διστάζει λοιπόν ὁ ὑμνογράφος  γιά τόν παραπάνω λόγο νά χαρακτηρίσει τόν ἅγιο Διονύσιο ὡς «Τριαδικόν θεολόγον» (ὠδή γ´) καί «διόπτραν οὐρανοῦ» (οἶκος συναξαρίου). ῎Εκθαμβος μάλιστα γιά τήν φιλοσοφική καί θεολογική διάνοια τοῦ ἁγίου σημειώνει: «῾Ο βίος σου, μακάριε Διονύσιε, θαυμαστός, ὁ λόγος σου θαυμασιότερος, ἡ γλῶσσα σου γεμάτη φῶς, τό στόμα σου μέ τήν πνοή τῆς φωτιᾶς τοῦ Κυρίου, ὁ δέ νοῦς σου ἀκριβῶς σάν νά εἶναι τοῦ Θεοῦ» (ὠδή ς΄).

Σάν νά προσγειώνεται ὅμως κάποια στιγμή ὁ ἅγιος ποιητής καί ἀφήνει τά ὑψιπετῆ κείμενα τοῦ Διονυσίου. Βλέπει τί πρόκειται ἐνώπιόν του, δηλαδή ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος, μέ τό διπλό στεφάνι του πού δέν εἶναι τά κείμενά του ἀλλά ἡ ἰερωσύνη του καί τό μαρτύριό του. Καί σημειώνει: «Κέρδισες τόν Παράδεισο, γιατί ἤσουνα ἀρχιερέας ὅπως τόν θέλει ὁ Θεός, καί συγκέρασες τήν ἱερωσύνη σου μέ τό αἷμα τοῦ μαρτυρίου σου». (ὠδή θ´). Δέν νομίζουμε ὅτι εἶναι τυχαία ἡ ἀναφορά αὐτή τοῦ ἁγίου ποιητῆ στήν κατακλείδα τοῦ κανόνα του. Εἶναι ἴσως σάν νά μᾶς λέει: μπορεῖ νά ἔχει γράψει περίφημα κείμενα ὁ ἅγιος, μπορεῖ νά περιέγραψε τόν οὐράνιο κόσμο μυημένος ἀπό τόν ἀπόστολο Παῦλο καί φωτισμένος ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά τελικῶς ἡ εἴσοδος στήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐξαρτήθηκε  ἀπό τό πόσο νόμιμα κινήθηκε πάνω στήν κλήση του ἀπό τόν Θεό κι ἀπό τό πόσο ἔμεινε σταθερός μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του πάνω στήν πίστη,  ἀκόμη καί μέ τήν προσφορά τοῦ αἵματός του. ῾Ο ἅγιος Διονύσιος ὄντως «τήν πίστιν τετήρηκε», γι᾽ αὐτό καί «ἔγινε πιό γνωστή δι’ αὐτοῦ ἡ πανένδοξη Μητρόπολη τῶν Ἀθηνῶν» (ὠδή η΄).

Δευτέρα 2 Οκτωβρίου 2023

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΚΥΠΡΙΑΝΟΣ ΚΑΙ Η ΑΓΙΑ ΜΑΡΤΥΣ ΙΟΥΣΤΙΝΑ

«Ο άγιος Κυπριανός ήταν από την Αντιόχεια της Συρίας, επί Δεκίου του βασιλιά, ευγενής και πλούσιος, φιλόσοφος και μεγάλος μάγος. Οδηγήθηκε όμως προς την πίστη του Χριστού από την Ιουστίνα την παρθένο και χριστιανή, η οποία, καταγόμενη και αυτή από την Αντιόχεια,  διέλυσε σαν ιστό αράχνης όλες τις δαιμονικές ενέργειές του απέναντί της. Διότι κάποιος Έλληνας, Αγλαΐδας λεγόμενος, επειδή πληγώθηκε από έρωτα γι’ αυτήν, λόγω της ομορφιάς της, κι επειδή δεν μπόρεσε να πετύχει το σκοπό του, προσήλθε στον Κυπριανό. Όταν όμως αυτός τρεις φορές έστειλε δαίμονες προς την κόρη, χωρίς να πετύχει τίποτε, τότε κατάλαβε ότι η τέχνη του ήταν ανίσχυρη, γι’  αυτό και μεταστράφηκε στην πίστη του Χριστού, βαπτίσθηκε και έκαψε όλα τα μαγικά του βιβλία. Τέλος μάλιστα έγινε και επίσκοπος της Εκκλησίας. Κι αφού οδήγησε πολλούς στον χριστιανισμό, συνελήφθη μαζί με την Ιουστίνα από τον Κόμη της Δαμασκού, οπότε και υπέστησαν  σκληρά βασανιστήρια: ξέσθηκαν οι πλευρές τους, τους έβαλαν σε σιδερένιο τηγάνι, και στο τέλος, αφού τους έστειλαν στη Νικομήδεια, τους έκοψαν το κεφάλι».

Από το ναδίρ στο ζενίθ, από το έσχατο βάθος στο ανώτατο ύψος, θα ήταν ο τίτλος της ζωής του αγίου Κυπριανού, αν θα θέλαμε με μία φράση να τη χαρακτηρίσουμε, όπως μας καθοδηγεί προς τούτο και η εκκλησιαστική ακολουθία: «Κακίας τον πυθμένα τον κάτω κατείληφας∙ της ακροτάτης δε πάλιν αρετής ανήλθες, πάτερ, εις ύψος παραδόξως». Πάτερ, κατέλαβες τον πιο κάτω πυθμένα της κακίας, ενώ ανέβηκες πάλι κατά παράδοξο τρόπο στο ύψος της πιο υψηλής αρετής. Αιτία γι’  αυτό είναι ότι ο άγιος από την τρέλα και τη μανία της μαγείας, δηλαδή από την πλήρη υποταγή του στον πονηρό διάβολο, βρέθηκε να συγκατοικεί με τις υψηλότερες πνευματικές αγγελικές δυνάμεις. «Ανανήψας, θεοφάντορ, της πριν μανίας, δαιμονικήν απάτην και ψυχόλεθρον  πλάνην πάσαν εθριάμβευσας». Υπάρχει κάτι ανάλογο στη ζωή του με αυτό που βλέπουμε και στη ζωή του αγίου αποστόλου Παύλου: και εκείνος από διώκτης του χριστιανισμού που ήταν, και μάλιστα ο χειρότερος όλων, βρέθηκε να υπηρετεί τον Κύριο Ιησού, σε σημείο τέτοιο, ώστε να χαρακτηρίζεται ως ο μεγαλύτερος απόστολος. Γι’  αυτό και δεν είναι τυχαίο που η Εκκλησία μας χαρακτηρίζει τον άγιο Κυπριανό «συνόμιλον Παύλου και έργοις συμμέτοχον».

Χαρακτηρίζουμε τη μαγεία, την οποία υπηρετούσε ο άγιος Κυπριανός πριν να μεταστραφεί στην πίστη του Χριστού, ως τρέλα και μανία. Γιατί πώς αλλιώς να χαρακτηριστεί η αλλοίωση της φυσικής καταστάσεως του ανθρώπου, που αντί να βρίσκεται σε αρμονία σχέσεως με τον Θεό Δημιουργό, εκείνος όχι μόνον αρνείται τη σχέση αυτή, αλλά και την πολεμά, ευρισκόμενος ως στρατιώτης στο στρατόπεδο του αντιπάλου του Θεού, σατανά διαβόλου; Και το λέμε αυτό, διότι άλλο είναι να μη γνωρίζει κανείς τον Θεό και συνεπώς να πράττει εν αγνοία του όσα είναι αντίθετα προς το άγιο θέλημά Του – μολονότι ένας καλοπροαίρετος άνθρωπος, ακόμη και ειδωλολάτρης,  ακολουθώντας τον έστω και  ζοφωμένο νόμο της συνειδήσεώς του θα επιτελεί και καλές πράξεις, όπως για παράδειγμα ο εκατόνταρχος Κορνήλιος, που οι προσευχές και οι ελεημοσύνες του ανέβαιναν ως θυμίαμα ενώπιον του Θεού – και άλλο να έχει προσχωρήσει ενσυνείδητα στον Πονηρό, τα κελεύσματα του οποίου να υπηρετεί προς βλάβη των ανθρώπων.

Κι όμως! Ένας τέτοιος άνθρωπος, τόσο δέσμιος του διαβόλου, δεν χρειάστηκε παρά ένα μικρό κορίτσι, την αγία Ιουστίνα, για να μπορέσει να απεμπλακεί. Όχι χρησιμοποιώντας η νεαρή κόρη επιχειρήματα, όχι κάνοντας θαύματα, αλλά απλώς τηρώντας το άγιο θέλημα του Θεού. Και μόνον δηλαδή η υπακοή στο θέλημα του Θεού είναι ικανή να εκδιώξει τον διάβολο και να μεταστρέψει έναν υπηρέτη του σε απόστολο του Χριστού. Το συγκλονιστικότερο: εν αγνοία της ίδιας της Ιουστίνας. Η αγία, αγωνιζόμενη απλώς να κρατήσει την αγνότητά της, χωρίς να γνωρίζει τίποτε, διέλυε κάθε ιστό αράχνης που έπλεκε γι’  αυτήν ο διάβολος μέσω του οργάνου του. Κι αυτό που συνέβη τότε, συμβαίνει πάντοτε, όπως βεβαίως και σήμερα. Ο διάβολος ενώ φαίνεται πανίσχυρος, στην πραγματικότητα είναι εξαφανισμένος και κατηργημένος από τον Κύριο. Είναι γνωστό: μόνον όποιος του δίνει δικαιώματα τον βλέπει κατακτητή της ζωής του. Και δικαιώματα του δίνουμε, όταν αμαρτάνουμε και παρουσιαζόμαστε χαλαροί στην πνευματική μας ζωή. Τότε ναι, ο διάβολος μας κάνει υποχείρια και έρμαιά του. Οπότε εισπράττουμε και το ανάλογο τίμημα: τη θλίψη, τη μελαγχολία, το μίσος, την κόλαση από αυτή τη ζωή. Θυμίζει η περίπτωση το περιστατικό του Γεροντικού: τον άγιο ασκητή που πηγαίνοντας στο σπίτι ενός ανθρώπου, προκειμένου να πάρει το αντίτιμο για κάτι πανέρια που του είχε πουλήσει, ήλθε αντιμέτωπος με τη δαιμονισμένη κόρη του ανθρώπου. Και χωρίς να πει τίποτε ο ασκητής, χωρίς να κάνει κάποια προσευχή για να βγει το δαιμόνιο, εκείνο εξαφανίστηκε σαν να καιγόταν, γιατί ο ασκητής δεν αντέδρασε σε χαστούκι που του έδωσε η κοπέλα. Η μη αντίδρασή του, λόγω της υπακοής στον Κύριο: «μη αντιστήναι τω πονηρώ», έφερε ακριβώς το θαύμα˙ να βγει το δαιμόνιο.

Δυστυχώς, ο διάβολος υπάρχει και δρα όπου βρει. Κι ακόμη δυστυχέστερα, υπάρχουν ταλαίπωροι συνάνθρωποί μας που καταφεύγουν στη μαγεία, στα δίχτυα δηλαδή του εχθρού τους, για να βρουν «ίαση». Η μεγαλύτερη συμβολή μας για την υπέρβαση της τραγικότητας αυτής είναι η υπακοή μας στο θέλημα του Θεού. Όσο εμείς που έχουμε κάποια συναίσθηση της πίστεώς μας είμαστε συνεπείς προς αυτήν την πίστη μας, τόσο θα αγιάζουμε τον εαυτό μας, συνεπώς ο διάβολος θα συναντά ένα «κενό» απέναντί μας, αλλά και τόσο θα βοηθούμε, χωρίς ίσως να το καταλαβαίνουμε, και τους αμελείς συνανθρώπους μας. 

Παρασκευή 29 Σεπτεμβρίου 2023

«ΗΤΑΝ ΤΟΣΟ ΛΑΜΠΕΡΟ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΗΣ…»

«Η Γερόντισσα Γαβριηλία ήταν η Γερόντισσα της χαράς. Για μένα ήταν πολύ σημαντικός σταθμός της ζωής μου. Λίγες φορές τη συνάντησα, πρόλαβα δηλαδή, αλλά ήταν η πρώτη μοναχή που είδα στη ζωή μου.  Και ήταν τόσο λαμπερό το πρόσωπό της, δηλαδή η χαρά που είχε ακτινοβολούσε τόσο πολύ στο πρόσωπό της, που ενώ ήταν 91 ετών όταν την είδα, εγώ είδα ένα πρόσωπο πάρα πολύ καθαρό, πάρα πολύ φωτεινό, πραγματικά σαν ένα παιδάκι. Εξέπεμπε μία χαρά και μία καθαρότητα που σε έκανε να ζηλέψεις, που είπα – εκείνη ήταν 91 ετών εγώ 19 – αν είναι έτσι ο μοναχισμός αυτό είναι ευλογία, αυτό είναι ομορφιά…. Πάντοτε σε ό,τι έκανε και έλεγε, κατέληγε: «Ο Χριστός σώζει. Ο Χριστός θα σώσει τους ανθρώπους». Υπάρχουν απίστευτα γράμματα των ανθρώπων που λένε: «Ποιος είναι ο Θεός αυτής της γυναίκας;»  Και γινόντουσαν χριστιανοί. Γιατί; Με το παράδειγμά της. Δεν πήγαινε να τους δείξει το Ευαγγέλιο. Το ζούσε το Ευαγγέλιο. Και τη μία ήτανε στα παλάτια με την Ίντιρα Γκάντι να της κάνει θεραπεία, μασάζ, την άλλη ήτανε σ’ ένα χαμόσπιτο, με τα ποντίκια, τους αρουραίους, τα φίδια… Σαν παραμύθι ήτανε η ζωή της. Αλλά με κέντρο της πάντα τον Χριστό. Κι αυτό ομόρφαινε τη ζωή της» (Γερόντισσα Φιλοθέη, Ηγουμένη Ι. Μ. Παναγίας των Βρυούλων, Ωρωπός).  

Είναι μία από τις πολλές μαρτυρίες για τη Γερόντισσα Γαβριηλία Παπαγιάννη (1897-1992), τη Γερόντισσα της χαράς όπως χαρακτηρίστηκε, που φανερώνει μ’ έναν άμεσο και βιωματικό τρόπο το πόσο επιδρούσε στη ζωή των ανθρώπων και μόνο η παρουσία της, κυρίως όμως το λαμπερό πρόσωπό της, το πόσο εκείνοι που τύχαινε να τη συναντήσουν δεν μπορούσαν να την ξεπεράσουν και να την αγνοήσουν. Πού οφείλετο η λάμψη της, κατά τη Γερόντισσα Φιλοθέη, για την οποία η πρώτη συνάντησή της μαζί της ήταν μία κυριολεκτικά θα λέγαμε «αποκάλυψη»; «Στη χαρά που εξέπεμπε» σημειώνει, την αίσθηση ότι είχε απέναντί της ένα… παιδάκι με ολοφώτεινο πρόσωπο! Τότε φυτεύτηκε ίσως ο πρώτος σπόρος για να στραφεί κι αυτή, 19 τότε ετών, προς τον μοναχισμό – «αν αυτό είναι ο μοναχισμός, τότε μιλάμε για ευλογία και ομορφιά» σκέφτηκε.

Στα 91 της χρόνια τότε που τη συνάντησε, είδε όχι μόνο την καθαρότητα και τη λάμψη του προσώπου της, αλλά και την καθαρότητα και τη λάμψη της σκέψης και του πνεύματός της. Κι ήταν βεβαίως η καθαρότητα ενός μυαλού πολύ ανοιχτού και ιδιοφυούς ίσως – μεγάλωσε και σπούδασε με τρόπο που ελάχιστες γυναίκες είχανε στην εποχή της την ίδια δυνατότητα – αλλά που είχε επιδράσει πάνω του η χάρη του Θεού, η απαλάδα του αγίου Πνεύματος, ώστε τελικώς να αφήνει από όπου κι αν πέρασε την ευωδία της ενέργειάς Του. Γιατί αυτό ήταν το κέντρο της ζωής της αγίας Γερόντισσας, απαρχής θα λέγαμε που κατάλαβε τον εαυτό της, κυρίως όμως αφότου έλαβε την ευλογία του οσίου Γέροντός της Αμφιλοχίου της Πάτμου για να γίνει μοναχή και να κινητοποιείται ιεραποστολικά όπου γης: ο ίδιος ο Κύριος, ο Σωτήρας των ανθρώπων, η ομορφιά της ίδιας και του κόσμου όλου.

Κι εδώ βρίσκεται το «μυστικό» αυτής της μοναδικής για τα νεώτερα χρόνια γυναίκας που γύρναγε όλον τον κόσμο: η προσωπική και απόλυτη και χωρίς κρατούμενα σχέση της με τον Κύριο! Η Γαβριηλία εν χάριτι κατάλαβε ότι τίποτε δεν υφίσταται πέραν και εκτός του Χριστού, η αγάπη προς Εκείνον είναι η προοπτική και το αδιάκοπο αγώνισμα καθενός που θέλει να είναι χριστιανός, που σημαίνει ότι το μόνο που διακρατεί τον πιστό στην αγάπη αυτή είναι η τήρηση των αγίων εντολών Του, κατά τον αψευδή λόγο Του: «εάν με αγαπάτε, τηρήστε τις εντολές μου». «Είμαι υποτακτική του Χριστού» συνήθιζε να λέγει, επιβεβαιώνοντας έμπρακτα τη χάρη μέσα στην οποία ζούσε. Και τι σημαίνει υποτακτικός; Άνθρωπος που έχει αφήσει κατά μέρος το δικό του θέλημα, για να βρίσκεται διαρκώς πάνω στο θέλημα Εκείνου. Οπότε κατανοούμε όσο είναι δυνατόν την ένταση του πνευματικού της αγώνα, αγώνα που την έκανε να «ματώνει» εσωτερικά, διαγράφοντας κάθε εμπαθή κίνηση από την παρουσία του παλαιού λεγόμενου ανθρώπου.

Γι’ αυτό και την ευωδία της χάριτός της την οσφράνθηκαν πολλοί αγιασμένοι άνθρωποι, όπως ο όσιος Αμφιλόχιος της Πάτμου που είπαμε, αλλά και άλλοι, όπως ο γνωστός Γέροντας Λάζαρος Μουν, ο γνωστός μοναχός Λεβ Ζιλέ, κυρίως όμως ο όσιος μέγας Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης, ο οποίος εν Πνεύματι προφανώς με πληροφορία Κυρίου την αναζήτησε και την πήρε τηλέφωνο, λίγο καιρό πριν απέλθει από τον κόσμο τούτο, για να έχει επικοινωνία μαζί της και αισθητά, πέραν της επικοινωνίας της πνευματικής που αναπτύσσεται ανάμεσα σε πνευματικούς ανθρώπους. Καταγράφει τη μαρτυρία αυτή η Γερόντισσα Φιλοθέη στο βιβλίο της για τη Γερόντισσα Γαβριηλία, χωρίς όμως να γνωρίζουμε τι διαμείφθηκε στην επικοινωνία αυτή. Απλώς η Γαβριηλία το μόνο που έκανε ήταν να συνομιλεί όρθια, γιατί δεν μπορούσε όπως είπε να της μιλάει ο στρατηγός και εκείνη ως απλός στρατιώτης να βρίσκεται καθιστή.   

Κι είναι πολύ σημαντική τέλος η παρατήρηση της Γερόντισσας Φιλοθέης, κάτι που το συναντούμε ως παρατήρηση και όλων όσοι σχετίστηκαν μαζί της: όπου κι αν πήγαινε και όπου κι αν βρισκόταν, είτε στην Ελλάδα είτε στην Ινδία είτε στο Θιβέτ είτε σε χώρες της Ευρώπης είτε στην Αμερική, οπουδήποτε, δεν πήγαινε με σκοπό να κηρύξει το Ευαγγέλιο κατά τον τρόπο των ιεραποστόλων που ξέρουμε. Καταρχάς όπου πήγαινε ήταν γιατί ανταποκρινόταν σε κλήση του Θεού και των ανθρώπων, έκανε δηλαδή υπακοή˙ κι έπειτα το Ευαγγέλιο το κήρυσσε αδιάκοπα, αλλά με την αγιασμένη ζωή της. «Το παράδειγμά της ήταν το Ευαγγέλιο» σημειώνει η Γερόντισσα της Παναγίας των Βρυούλων, και χωρίς να μιλάει δηλαδή τον Χριστό προέβαλε, τόσο που αυτοί που τη ζούσαν να αναρωτιούνται: «Ποιος είναι ο Θεός αυτής της γυναίκας;» Για να καταλάβουν βεβαίως έπειτα ότι μπροστά τους είχαν τον ίδιο τον Χριστό «εν ετέρα μορφή» - ό,τι πρέπει στην πραγματικότητα να συμβαίνει με κάθε χριστιανό και ιδίως κληρικό: και χωρίς να μιλάει να «λειτουργεί» ως μαγνήτης λόγω της χαριτωμένης ζωής του.

«Σαν παραμύθι» πράγματι η ζωή της Γερόντισσας Γαβριηλίας, δηλαδή παραμυθία και παρηγοριά για τη ζωή μας. Ας έχουμε την ευχή της.    

Τετάρτη 27 Σεπτεμβρίου 2023

«ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΕΤΣΙ ΠΟΥ ΤΑ ΣΚΕΠΤΟΜΑΣΤΕ;»

 «Πρέπει πάντοτε νά προσέχουμε καί νά ἔχουμε μία συνεχή ἀμφιβολία γιά τό ἄν τά πράγματα εἶναι ἔτσι πού τά σκεπτόμαστε. Γιατί, ὅταν κανείς συνεχῶς ἀσχολεῖται μέ τούς λογισμούς του καί τούς ἐμπιστεύεται, τά φέρνει ἔτσι ὁ διάβολος, ὥστε νά κάνει τόν ἄνθρωπο πονηρό, ἔστω κι ἄν εἶναι ἀπό τή φύση του ἀγαθός… Πρέπει νά ἔχουμε καλούς λογισμούς. Ἄν δέν ἔχουμε, τότε καί ὁ Μέγας Ἀντώνιος νά εἶναι γέροντάς μας καί νά κάνει συνέχεια θαύματα, δέν θά μπορέσει σέ τίποτα νά μᾶς βοηθήσει(Όσιος Παΐσιος Αγιορείτης).

Ο όσιος αγιορείτης μεγάλος Γέροντας της εποχής μας Παΐσιος για πολλοστή φορά επισημαίνει μία μεγάλη αλήθεια: ό,τι σκεφτόμαστε και λογιζόμαστε δεν σημαίνει ότι και πράγματι ισχύει, ότι είναι όντως η αλήθεια. Γιατί; Διότι αφότου ο άνθρωπος ξέπεσε στην αμαρτία διασπάστηκε ο εσωτερικός του κόσμος, δεν ζει κάτω από την ενιαία πνοή του Παρακλήτου Αγίου Πνεύματος, μπορεί άλλα να σκέπτεται και άλλα να είναι τα συναισθήματά του, όπως και οι βουλητικές ενορμήσεις του. Η αμαρτία δυστυχώς προκάλεσε έναν τεράστιο πνευματικό σεισμό στον άνθρωπο, γι’ αυτό και ο νους του, το πνευματικό όμμα του δηλαδή και το κέντρο της ύπαρξής του, θολωμένος πια κινείται με βάση τον εγωισμό του και τα λοιπά ψεκτά πάθη του, με αποτέλεσμα «η πλάνη να συνιστά τον νόμο του νου του» - μία αξιωματική διαπίστωση των νηπτικών ιδίως αγίων της Εκκλησίας μας για τον άνθρωπο της αμαρτίας.

Και εννοείται ότι αυτό ισχύει τόσο για τον μη πιστό στον Χριστό άνθρωπο, όσο και για τον πιστό που τύποις χαρακτηρίζεται χριστιανός όταν δεν ζει με συνέπεια την πίστη του. Η αμαρτία που επιφέρει τη νέκρωση της πνευματικής οντότητάς του κυριαρχεί στην ύπαρξή του, οπότε οι σκέψεις του, τα συναισθήματά του, οι επιθυμίες του είναι αλλοιωμένα, γι’ αυτό και δεν μπορεί κανείς να στηριχτεί στις εκτιμήσεις του και την καθαρότητα των όποιων ενεργειών του. Κατεξοχήν, μας λέει ο όσιος, πρέπει να προσέχουμε για τους παραπάνω λόγους τους λογισμούς μας. Γιατί αν τους εμπιστευόμαστε χωρίς καμία αντίρρηση, δηλαδή είμαστε πάντοτε βέβαιοι για τις εκτιμήσεις μας, σημαίνει ότι δεν λαβαίνουμε υπ’ όψιν τη δύναμη της αμαρτίας στη ζωή μας και τις ενέργειες του Πονηρού ο οποίος «ως λέων ωρυόμενος περιπατεί ζητών τίνα καταπίη». Πόσες φορές κάτι που σκεφτήκαμε για έναν συνάνθρωπό μας αποδείχτηκε στο τέλος πλανεμένο! Διότι η κρίση μας επηρεάστηκε από μία κακή διάθεση που είχαμε και η διάθεσή μας αυτή προκάλεσε τον πονηρό εναντίον του λογισμό. Κι αυτό θα πει ότι τα πράγματα τελικώς, όπως πολύ περισσότερο τους συνανθρώπους μας, τους βλέπουμε και τους αξιολογούμε με βάση τον εσωτερικό μας κόσμο – μία καλή διάθεσή μας μεταποιεί επ’ αγαθώ τις κρίσεις μας, μία κακή διάθεσή μας τις μεταποιεί προς το πονηρό. Η νεώτερη ψυχολογία έχει διαπιστώσει την πραγματικότητα αυτή με τον όρο «προβολή». Προβάλλουμε στους άλλους αυτό που ισχύει και κυριαρχεί μέσα μας, οπότε τον… εαυτό μας βλέπουμε στους άλλους, νομίζοντας όμως ότι κινούμαστε με απόλυτα αντικειμενικό τρόπο.

Μία ιστορία μάλιστα που καταγράφει ο όσιος αββάς Δωρόθεος έρχεται και με ανάγλυφο τρόπο μας λέει την ίδια αλήθεια: «τρεις διερχόμενοι από έναν δρόμο άνθρωποι το σούρουπο και βλέποντας κάποιον να περιμένει στη γωνία, έκαναν τρεις διαφορετικές σκέψεις γι’ αυτόν: ο ένας σκέφτηκε ότι πρόκειται για κλέφτη, που περιμένει την κατάλληλη στιγμή για να κλέψει τα σπίτια· ο άλλος σκέφτηκε ότι περιμένει τή φίλη του, για να πάνε να πορνέψουν· και ο τρίτος έκανε τη σκέψη ότι περιμένει τον φίλο του, για να πάνε στην αγρυπνία της παρακείμενης Εκκλησίας». Το ίδιο περιστατικό ερμηνευμένο σύμφωνα με το περιεχόμενο της καρδιάς του καθενός.  

Ο όσιος Παΐσιος προχωρεί πιο βαθιά ακόμη τη σκέψη του: και ορθές να είναι οι εκτιμήσεις μας, λέει, αν διαρκώς δείχνουμε εμπιστοσύνη σε ό,τι λογιζόμαστε, τότε η συνήθεια αυτή που είναι άκριτη θα μας κάνει πονηρούς έστω κι αν είμαστε φύσει αγαθοί! Γιατί όπως αναφέραμε, υπάρχει και η παρουσία του Πονηρού που τοξεύει χωρίς σταματημό τον νου του ανθρώπου με σκοπό να τον κάνει ακριβώς να εμπιστεύεται μόνο τον εαυτό του: το θεμέλιο για την ίδια την απιστία και την πονηρία του ανθρώπου. Και επ’ αυτού είναι σπουδαία η συμβολή και του μεγάλου οσίου Νικοδήμου του αγιορείτου, ο οποίος με οξεία διεισδυτική ματιά τονίζει αυτό που και πάλι η σύγχρονη ψυχολογία διαπιστώνει. Τι; Όταν επισημαίνεις για τον συνάνθρωπό σου κάτι που τον χαρακτηρίζει, θετικό, κυρίως όμως αρνητικό, τότε να ξέρεις ότι το ίδιο που βλέπεις στον άλλον το έχεις και… εσύ! Σύμφωνα με τα ίδια τα λόγια του και τον τρόπο της γραφής του: ««Ἤξευρε γάρ πῶς, ὅταν ἀριστερῶς λογιάσῃς κανένα κακόν τοῦ ἀδελφοῦ σου, εἶναι κάποια ρίζα τοῦ αὐτοῦ κακοῦ καί εἰς τήν καρδίαν τήν ἐδικήν σου· ἥτις, κατά τήν διάθεσιν, καί τό πάθος, ὁποῦ ἔχει, ἔτσι ἐμπαθῶς κρίνει καί τά τῶν ἄλλων, ὡς γέγραπται. “Ὁ πονηρός ἄνθρωπος, ἐκ τοῦ πονηροῦ θησαυροῦ τῆς καρδίας ἐκβάλλει τά πονηρά” (Ματθ. ιβ΄ 35). Διατί, κατά ἄλλον τρόπον, ἕνας καθαρός καί ἀπαθής ὀφθαλμός, ἀπαθῶς βλέπει καί τά πράγματα, καί ὄχι πονηρῶς. “Καθαρός ὁ ὀφθαλμός τοῦ μή ὁρᾶν πονηρά” (Ἀββακ. α΄13). Ὅθεν, ὅταν ἔλθῃ εἰς τόν λογισμόν σου νά κρίνῃς ἄλλους διά κανένα ἐλάττωμα, ἀγανάκτησε κατά τοῦ ἑαυτοῦ σου, ὡς πταίστου, καί ἐργάτου τοῦ ἰδίου σφάλματος, καί εἰπέ εἰς τήν καρδίαν σου· “Πῶς ἐγώ ὁ ταλαίπωρος, εὑρισκόμενος εἰς τό ἴδιον σφάλμα, καί εἰς ἄλλα βαρύτερα ἐλαττώματα, θέλω ἀποτολμήσει νά ὑψώσω τήν κεφαλήν, διά νά ἰδῶ, καί νά κρίνω τῶν ἄλλων τά σφάλματα;” Καί οὕτω, τά ἅρματα, ὁποῦ θέλεις νά μεταχειρισθῇς κατά τῶν ἄλλων μεταχειρίσου τα κατά σοῦ διά νά δώσῃς ἰατρείαν εἰς τάς πληγάς σου».

Λοιπόν, τα πράγματα στην πνευματική ζωή είναι όπως λέμε μονόδρομος! Να καλλιεργούμε διαρκώς και αδιάκοπα τους καλούς λεγόμενους λογισμούς. Να επιμένουμε δηλαδή στο βάθος της πραγματικότητας που δεν είναι άλλο από την παρουσία της χάρης του Θεού. Διότι τι υπόκειται πίσω από όλα; Η ενέργεια του Θεού που δημιουργεί, διακρατεί τα σύμπαντα, κατευθύνει τα πάντα στον τελικό τους προορισμό. «Οι οφθαλμοί μου διαπαντός προς τον Κύριον» εξαγγέλλει ο ψαλμωδός, και «προωρώμην τον Κύριον ενώπιόν μου διαπαντός». Η «κόλλησις» αυτή προς τον Κύριο μεταθέτει τον άνθρωπο ψυχοσωματικά στο επίπεδο της αγάπης προς τον Θεό που μεταποιείται σε αδιάκοπο άνοιγμα αγάπης και προς τον συνάνθρωπο και όλη τη δημιουργία. Διαφορετικά, και ο άγιος Αντώνιος να είναι ο Γέροντάς μας, κατά τον όσιο αγιορείτη, και να κάνει θαύματα για χάρη μας, εμείς τίποτε δεν πρόκειται να ωφεληθούμε από αυτά!

Δευτέρα 25 Σεπτεμβρίου 2023

Η ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΤΗΣ ΕΥΕΡΓΕΣΙΑΣ ΣΕ ΕΚΔΙΚΗΣΗ ΚΑΙ ΣΕ ΚΑΚΟ!

«Ρώτησαν τον όσιο Πορφύριο τον Καυσοκαλυβίτη κάποια φορά: “Γέροντα, πώς είναι δυνατόν να ευεργετείς κάποιον κι εκείνος να φέρεται όχι απλώς με αχαριστία, αλλά να κοιτάει να σου κάνει κακό από πάνω”; Ο άγιος Γέροντας, γνώστης της ανθρώπινης παθολογίας αλλά και του βάθους της ψυχής, απαντά ότι αυτό είναι φυσικό! Στην έκπληξη του ερωτώντος, λέει:

- Αυτό είναι φυσικό, γιατί όσο ζεις εσύ, εκείνος θυμάται το χρέος του κι επομένως πρέπει να σε αφανίσει για να σταματήσει να υπάρχει το χρέος. Το ίδιο συνέβηκε και σε μένα, όταν κάποιος μου χρωστούσε χρήματα κι εκείνος προσπάθησε να με βλάψει, να φύγω από τη μέση. Αυτή είναι φυσική συμπεριφορά.

Γι’ αυτό τις περισσότερες φορές, όταν κανείς κάνει ευεργεσία, πρέπει να την κάνει αφανώς, να μην αισθάνεται ο άλλος υποχρέωση, να μην ξέρει κι από πού προέρχεται η ευεργεσία, γιατί μπορεί να μεταβληθεί η ευγνωμοσύνη σε εκδίκηση, σε κακό, ας πούμε”» («Θαυμαστά γεγονότα και συμβουλές του Γέροντος Πορφυρίου, Ι. Ησ. Μεταμορφώσεως του Σωτήρος».

Φαίνεται πράγματι παράδοξο και παράλογο, μα τελικώς είναι το…φυσικό και το σύνηθες: να ευεργετείς και να δέχεσαι επιθέσεις και κακότητες, όχι τόσο εμφανείς όσο αφανείς, επιθέσεις δηλαδή διαδραματιζόμενες στο βάθος της καρδιάς του ανθρώπου, εκεί που κονταροχτυπιέται η χάρη του Θεού με τα πάθη του ανθρώπου. Η παροιμία είναι γνωστή και αναρτημένη σε πολλά γραφεία: «ουδείς αγνωμονέστερος του ευεργετηθέντος»! Αυτός που ευεργετήθηκε από σένα πολύ συχνά όχι μόνο δεν θα σταθεί με ευγνωμοσύνη απέναντί σου, αλλά θα γίνει ενάντιος και μάλιστα πρωτοπόρος των αντιπάλων σου. Η ιστορία είναι γεμάτη από τέτοιες περιπτώσεις, με πρώτη βεβαίως τη στάση ημών των ανθρώπων, όπως την είδαμε στους άρχοντες των Ιουδαίων της εποχής του Χριστού, απέναντι στον ίδιο τον Κύριο, τον ενανθρωπήσαντα Θεό μας! «Διῆλθεν εὐεργετῶν καί ἰώμενος πάντας» σημειώνει ο λόγος της Γραφής κάνοντας τη γενική αξιολόγηση του έργου του Κυρίου επί γης: ευεργετούσε διαρκώς και θεράπευε τους πάντες. Και ποια η στάση των ανθρώπων τότε, κάτι που διαιωνίζεται βεβαίως με διαφόρους τρόπους μέχρι σήμερα και όσο θα υπάρχει κόσμος; «Ἆρον, ἆρον, σταύρωσον Αὐτόν!» Βγάλτε τον από τη μέση.

Δεν υπάρχει λογική εξήγηση. Η μόνη εξήγηση μπορεί να δοθεί μόνο στο επίπεδο όπως είπαμε των παθών των ανθρώπων και του υποκινητή αυτών Πονηρού διαβόλου. Ο πεσμένος στην αμαρτία δηλαδή άνθρωπος, που έχει διαγράψει τον Θεό από τη ζωή του, συνεπώς και τη στάση της αληθινής και ανιδιοτελούς αγάπης, διότι «ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί», κινείται με βάση μόνο το αρρωστημένο εγώ του, εκείνο που βλέπει μόνο τον εαυτό του, γι’ αυτό και οτιδήποτε προκαλεί το εγώ αυτό πρέπει να το… εξαφανίσει, να μην υφίσταται, γιατί είναι ενοχλητικό. Ο εγωισμός, κατά τον λόγο του οσίου που αναφέραμε, δεν ανέχεται την ταπείνωση της προσφοράς του άλλου απέναντί του – η αποδοχή της αγάπης απαιτεί ένα ποσοστό ταπείνωσης. Και ταπείνωση στον εγωιστή και υπερήφανο άνθρωπο δεν υφίσταται. Πρόκειται για τη «φυσιολογία» του μη αναγεννημένου από τη χάρη του Θεού ανθρώπου - «αυτό είναι φυσικό», σημειώνει ο όσιος χωρίς καμία έκπληξη. Γιατί το χρέος από την προσφορά του άλλου απέναντί του λειτουργεί ως φωτιά που τον κατακαίει, κάτι που μας ανοίγει τα μάτια για να δούμε και τα σημάδια του τι εστι… κόλαση. Η στάση του έτσι είναι… μονόδρομος: πρέπει εσύ που τον ευεργέτησες να σταματήσεις να υπάρχεις. Για να μη του θυμίζεις το χρέος. Και με την πρώτη ευκαιρία θα σου κάνει κακό!

Οπότε, ο όσιος Πορφύριος προτείνει αυτό που ήδη ο Κύριος και οι άγιοι μαθητές Του έχουν υποδείξει ποικιλοτρόπως: την αγάπη σου στον άλλον να την προσφέρεις αφανώς – «μή γνώτω ἡ ἀριστερά σου τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου!». Κι όχι μόνο για να «γλιτώσεις» εσύ από τους λογισμούς της κενοδοξίας, αλλά για να βοηθήσεις και τον άλλον να μην περιπέσει στους λογισμούς της ενόχλησης του εγωισμού του και της κινήσεως της εκδικητικότητάς του. Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου, γιατί λειτουργεί μέσα του το μυστήριο της ανομίας με τρόπους ανεξέλεγκτους. Κι αυτή η ανομία δεν εντοπίζεται μόνο στους εκτός της πίστεως και της Εκκλησίας ανθρώπους, αλλά στους πάντες, ακόμη και στους θεωρουμένους χριστιανούς, όταν βεβαίως αυτοί δεν έχουν επίγνωση του χαρίσματος στο οποίο μετέχουν ως χριστιανοί: να είναι μέλη Χριστού και μέτοχοι συνεπώς της θυσιαστικής αγάπης Του.

Κι εδώ αναδεικνύεται με ανάγλυφο τρόπο η υπέρ φύσιν κατάσταση που αγωνίζεται να ζει ο αληθινός πιστός και που σημειώνει σε άλλα σημεία των λόγων του ο μέγας σύγχρονος όσιος. Διότι αυτός που κατανοεί ότι διά του αγίου βαπτίσματος και των λοιπών μυστηρίων της Εκκλησίας κλήθηκε να προεκτείνει τον Κύριο Ιησού Χριστό, να βρίσκεται στον κόσμο ως άλλος… Εκείνος, κινείται σε κατάσταση που υπέρκειται του «φυσικού», του πτωτικού δηλαδή ανθρώπου. Μπορεί να επηρεάζεται σ’ έναν βαθμό από την αμαρτία, αλλά αντιδρά, μετανοεί, παλεύει να μεταστρέφει τον όποιο εγωισμό του σε γνήσια αγάπη, προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Συνεπώς στηριγμένος και στη βάση της αγάπης, την ταπείνωση, αποδέχεται τις ευεργεσίες, πρώτιστα του Θεού απέναντί του, γιατί έχει τα μάτια για να τις βλέπει – «ὧν ἴσμεν καί ὧν οὐκ ἴσμεν» λέμε διαρκώς στη Θεία Λειτουργία για τις πολυποίκιλες ευεργεσίες του Θεού που τις περισσότερες όντως τις αγνοούμε! – αλλά και των συνανθρώπων του ως έκφραση της αγάπης τους απέναντί του. Και τι κάνει; Όχι μόνο δεν… στριμώχνεται, αλλά μεταποιεί την  ευεργεσία σε δοξολογικές κραυγές προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο βαθαίνοντας την ταπείνωσή του. «Δόξα τῷ Θεῷ» λέει εν ευχαριστία αδιάκοπα ο πιστός, θεωρώντας και τον όποιο ευεργέτη του άνθρωπο ως όργανο του Θεού για να εκφραστεί η αγαθή Πρόνοιά Του έναντί του. «Δόξα τῷ Θεῷ!», «Κύριε ἐλέησον!», το δίπολο πάνω στο οποίο πορεύεται κάθε αληθής χριστιανός.   

ΥΠΟΜΟΝΗ ΣΤΟΝ ΓΑΜΟ ΥΠΟ ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ;

 Η υπομονή δεν είναι υπό προθεσμία. Δεν κάνω υπομονή κοιτώντας το… ρολόι, για να ξεσπάσω μετά. Γιατί αυτό δείχνει όχι μόνον ότι δεν έχω υπομονή, αλλά δεν έχω και την ποιότητα που απαιτείται. «Ο υπομενίας εις τέλος ούτος σωθήσεται» βεβαίωσε ο Κύριος. Μία υπομονή δηλαδή που τελικώς είναι μία χαρισματική κατάσταση, η οποία δωρίζεται - καλύτερα: κερδίζεται από τον πιστό σε συνεργασία με τον Κύριο - στον βαπτισμένο άνθρωπο. Δεν μπορεί ένας άπιστος, ένας μη βαπτισμένος να χαρακτηρίζεται από τη χάρη αυτή, γιατί δεν έχει την ενίσχυση του Κυρίου. Μπορεί να είναι εκ φύσεως υπομονετικός, όπως λέμε, αλλά θα έλθει κάποια στιγμή που μπορεί να υποστείλει τη σημαία της φυσικής του αυτής προδιάθεσης· και ασφαλώς δεν θα έχει την υπομονή ως εφαλτήριο για την πορεία της τελείωσης. Ο πιστός, ο εν επιγνώσει πιστός εννοείται, που έστω και λίγο κατανοεί το μεγαλείο της δωρεάς της ενσωμάτωσής του στον Χριστό μέσα στην Εκκλησία, παλεύει στην υπομονή, γιατί την εντάσσει στην προοπτική της πνευματικής του εξέλιξης. Ξέρει γιατί υπομένει. Κι επειδή ξέρει, γι’ αυτό και επιμένει στην… υπομονή. Μέχρι πότε; «Μέχρι τέλους».

 Ο πιστός λοιπόν έτσι σκέπτεται: «Θα υπομείνω κι ας πεθάνω. Γιατί τότε θα μ’ αναστήσει πνευματικά ο Κύριος». Σαν τον καλόγερο που αναφέρει το Γεροντικό που αντιμετώπιζε λογισμούς φυγής από το μοναστήρι. Και κάθε φορά που έρχονταν οι λογισμοί αυτοί, έβγαζε από την τσέπη του ένα χαρτί που είχε καταγράψει την απόφασή του αυτή: «Θα μείνω μέχρι τέλους κι ας πεθάνω». Κι όχι μόνον βεβαίως δεν πέθανε, αλλά χαριτώθηκε ιδιαιτέρως από τον Θεό, γενόμενος ένας όσιος σπουδαίος ασκητής. Το ίδιο όμως δεν κάνει ή δεν πρέπει να κάνει κι ένας έγγαμος; Δεν είναι το μοναστήρι το μόνο πεδίο πνευματικής δράσης και προκοπής· είναι και η οικογένεια. Γιατί αυτά τα δύο, για την Εκκλησία μας, το μοναστήρι και η οικογένεια, θεωρούνται οι δύο κεντρικοί δρόμοι για την πορεία του ανθρώπου. Ό,τι λοιπόν ισχύει στο μοναστήρι, το ίδιο ισχύει και πρέπει να ισχύει και για τον έγγαμο. Γι’ αυτό και η υπόσχεση που δίνει ένας καλόγερος όταν κείρεται μοναχός, ότι θα παραμείνει στο μοναστήρι και στην καλογερική «ἕως τέλους», αυτή ισχύει και για τον έγγαμο, όταν εν επιγνώσει μπαίνει στα «δεσμά» του γάμου και της συζυγίας. «Εκείνοι που αλλάζουν εύκολα Μοναστήρι, (και σχέση θα προσθέταμε, χωρίς να αλλοιώσουμε νομίζουμε τον όσιο Ιωάννη της Κλίμακος που το καταγράφει), είναι τελείως απρόκοφτοι. Διότι τίποτε δεν συντελεί τόσο στην ακαρπία, όσο η έλλειψη υπομονής».

Τι συγκεκριμένα μπορεί να αποτελεί πειρασμό για έναν έγγαμο, προκειμένου να θέλει να διαλύσει ίσως τη σχέση του και να σηκωθεί να φύγει; Το «γκρέμισμα» της ψευδαίσθησης του τέλειου ή της τέλειας συζύγου. Δεν είναι λίγες οι φορές που ξεκινάει κανείς μία σχέση, κι εννοείται σχέση σοβαρή, θεωρώντας ότι ο άλλος είναι ό,τι καλύτερο μπορεί να υπάρξει στον κόσμο τούτο – δεν έχει αδυναμίες, δεν έχει παραξενιές, δεν είναι δηλαδή άνθρωπος. Κι έρχεται η ωμή πραγματικότητα, που αποκαλύπτει ότι και ο άλλος τελικά είναι απλός… άνθρωπος. Γιατί μέσα στη σχέση, μέσα στον γάμο μάλιστα, φανερώνεται ο άνθρωπος στην αλήθεια του. Στη σχέση, την καθημερινή και δεσμευμένη, «ξεγυμνώνεται» ψυχικά – δεν μπορεί να κρυφτεί ούτε να παίξει θέατρο. Λοιπόν, εκεί απαιτείται η υπομονή. «Θα υπομείνω έως τέλους», γιατί εγώ διάλεξα τον άνθρωπό μου, γιατί ξέρω ότι έχει αδυναμίες, αλλά παρ’ όλα αυτά τον αγαπώ και μαζί του θα βαδίσω για να ξεπεράσουμε και τις δικές του και τις δικές μου αδυναμίες, προκειμένου να ζήσουμε Αυτόν που είναι «ὁ ἀρχηγός τῆς πίστεώς μας τελειωτής Ἰησοῦς».

Τι άλλο προσβάλλει την αρετή της υπομονής; Ο ερχομός των παιδιών. Μα τα παιδιά δεν είναι δεδομένο ότι θα έχουν τα ανάλογα προβλήματα για να ζήσουν, να μεγαλώσουν, να καθοδηγηθούν, να διαπαιδαγωγηθούν; Ποιος είπε ότι τα παιδιά είναι άγγελοι; «Ἐπιμελῶς ἔγκειται ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου ἐπί τά πονηρά ἐκ νεότητος αὐτοῦ», σημειώνει ἡ Γραφή. Η υπομονή ιδίως σε σχέση με τα παιδιά είναι δεδομένη. Αλλά είναι η ευκαιρία του αγιασμού του ανθρώπου. Είναι η ευκαιρία που δίνει ο ίδιος ο Κύριος. Πόσα δεν έχουν πει επ’ αυτού οι άγιοι Πατέρες μας, και εσχάτως οι όσιοι της εποχής μας, Πορφύριος, Παΐσιος, Ιάκωβος, Εφραίμ Κατουνακιώτης! «Ὑπομονῆς χρείαν ἔχετε», ἀκοῦμε οι έγγαμοι καθημερινά από τον απόστολο. Αλλά την υπομονή εκείνη, που δεν λειτουργεί σαν τη χύτρα που είναι έτοιμη να σηκώσει και να σκάσει το καπάκι της, την υπομονή που δεν κατανοείται ως η κατάσταση που την ασκώ γιατί δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Μια τέτοια υπομονή φέρνει προβλήματα, ψυχολογικά αλλά και σωματικά, δημιουργεί πολλές φορές καρκίνους, δημιουργεί εντάσεις που δυστυχώς αυτοί που τα πληρώνουν τις περισσότερες φορές είναι τα παιδιά.

Οπότε, η καλλιέργεια της πνευματικής ζωής, με την υπομονή στη βάση της, αλλά και στο ύψωμά της και στην κορυφή της, είναι μάλλον μονόδρομος. Να υπομένω χαρούμενα, γιατί αγαπώ τον σύντροφό μου, γιατί μπορώ να τον βοηθώ στην υπέρβαση της αδυναμίας του, γιατί μαζί μπορούμε να κερδίσουμε τον Παράδεισο, γιατί βρισκόμαστε μαζί, και μαζί με τον Χριστό, στο μεγάλωμα των παιδιών μας. Και τι μου αποκαλύπτεται τελικά στην πορεία αυτή; Ότι η υπομονή αυτή με κάνει έξυπνο. Έξυπνο όχι μόνον από πλευράς φυσικής – κι αυτό γίνεται, γιατί πιέζομαι να βρίσκω λύσεις μπροστά σε θεωρούμενα αδιέξοδα! – αλλά κυρίως από πλευράς πνευματικής. Τι εννοούμε; Η επιμονή στη σχέση, η εν επιγνώσει υπομονή, με σπρώχνει αναντίρρητα σε έναν δρόμο διαρκούς αλλαγής. Πρόκειται για την αλλαγή του εαυτού μου, καθώς με κάνει να υπερβαίνω τα εξογκώματα του χαρακτήρα μου, τις «γωνίες» μου να τις κάνει στρογγυλές. Υπάρχει περίπτωση να είναι κανείς χριστιανός, είτε καλόγερος είτε έγγαμος, και να θεωρεί ότι η μονολιθικότητα του χαρακτήρα του είναι το θεμέλιο της ζωής του; 

Μονολιθικός είναι μόνον ο εγωιστής άνθρωπος, που νομίζει πως ό,τι έχει ως δική του συνήθεια, ως δική του ανάγκη και αδυναμία, αυτό και θα συνεχίζει εσαεί, έχοντας τον υπηρέτη του, δηλαδή τον σύντροφό του. Καταλαβαίνουμε όμως ότι αυτό είναι δαιμονικό. Χριστιανός σημαίνει διαρκής κίνηση αλλαγής, πορεία εν Χριστώ, προκειμένου να βρίσκεται πάντοτε και αδιάκοπα στον δρόμο του Χριστού, δηλαδή στον δρόμο της αγάπης και της ταπείνωσης, που θα πει στον δρόμο της υπομονής. Υπομονή και ετοιμότητα αλλαγής του εαυτού μου είναι έννοιες παράλληλες και αιτιωδώς συσχετισμένες. Η μία παραπέμπει στην άλλη. Πώς το λέει ένα παλιό όμορφο τραγούδι; «Ρούχα μαζί που πλύθηκαν κι έχουνε γίνει ροζ». Είναι τυχαίο που οι αληθινοί και σοφοί Γεροντάδες στο Άγιον Όρος, όταν ερωτώνται συνήθως από εγγάμους τι να κάνουν για την πνευματική τους προκοπή, εισπράττουν ως απάντηση: «εσείς οι έγγαμοι έχετε τους δικούς σας Γέροντες. Κι αυτοί κυρίως είναι οι γυναίκες σας και τα παιδιά σας!». Ό,τι υπακοή καλείται να κάνει ένας υποτακτικός στον Γέροντά του στο μοναστήρι, την ίδια – τηρουμένων των αναλογιών – καλείται να κάνει και ένας έγγαμος έναντι του ή της συντρόφου και συζύγου. «Ὑποτασσόμενοι ἀλλήλοις ἐν φόβῳ Χριστοῦ», σημειώνει και πάλι ο απόστολος. Υπακοή σημαίνει όμως ξεκούνημα, αλλαγή, πέρασμα σε κάτι άλλο που ζητά ο/η σύζυγος, το οποίο με φέρνει στην κατεξοχήν αλλαγή, που είναι το κράτημα στον δρόμο του Χριστού, τον δρόμο της αγάπης.