Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2024

ΠΟΤΕ ΝΟΣΟΥΜΕ ΑΠΟ ΤΗ «ΝΟΣΟ» ΤΟΥ ΔΙΑΒΟΛΟΥ!

«Εκείνος που στις συζητήσεις επιθυμεί να επιβάλλει τη γνώμη του, η οποία μπορεί να είναι και ορθή, ας γνωρίζει ότι νοσεί από τη νόσο του διαβόλου, (δηλαδή από την υπερηφάνεια)» (Άγ. Ιωάννης Κλίμακος, λόγ. δ΄, 41).

Είσαι βέβαιος για τις απόψεις σου, γιατί τις στηρίζεις στον ορθό λόγο και στην κοινή αίσθηση του δικαίου, ακόμη και στην παράδοση του τόπου σου. Είσαι πολύ περισσότερο βέβαιος για την πίστη σου την ορθόδοξη, γιατί έχεις αποδεχθεί τον Ιησού Χριστό ως Σωτήρα σου και την αγία Του Εκκλησία - το ζωντανό σώμα Του - ως τη μάνα σου. Και γι’ αυτό δεν θέλεις να κινείσαι διπλωματικά: τις απόψεις σου και την πίστη σου δεν τις διαπραγματεύεσαι. Κι ακόμη περισσότερο: όταν μετέχεις σε συζητήσεις, όπου υπάρχουν άλλοι που διαφοροποιούνται από σένα και ως προς τις απόψεις σου και ως προς την πίστη σου, δυσανασχετείς. Και ίσως νευριάζεις και απορείς πώς υπάρχουν άνθρωποι τόσο τυφλοί που δεν βλέπουν τα αυτονόητα. Θεωρείς λοιπόν εντελώς δικαιολογημένη την τάση σου να επιβάλλεις(!) τις απόψεις σου και την πίστη σου. Γιατί πρέπει να… καταλάβουν. Πρέπει να… πεισθούν. Πρέπει να… σωθούν!  

Πρόσεξε όμως!  Καταλαβαίνεις ότι έχεις μπει σε επικίνδυνα μονοπάτια ψυχοπαθολογίας. Γιατί ξεκάθαρα λειτουργεί μέσα σου το φίλαρχο στοιχείο, η κυριαρχία επί των άλλων, δηλαδή ο εγωισμός και η υπερηφάνεια. Οπότε νοσείς τη νόσο του διαβόλου, αυτή που έριξε από τους ουρανούς  τον πρώτο αρχάγγελο και τον έκανε ακριβώς άρχοντα του σκότους. Το ζητούμενο στη ζωή μας πάντοτε είναι η αγάπη η οποία στηρίζεται στην ταπείνωση – ό,τι αποτελεί το ήθος του σαρκωμένου Θεού μας. Ο ίδιος ο Θεός μάς καλεί στην ορθή πίστη, αλλά μας αφήνει ελεύθερους εμείς να αποφασίσουμε. Μην ξεπερνάς λοιπόν τον ίδιο τον Θεό, στο όνομα τάχα Εκείνου!  Κάθε προσβολή του άλλου, έστω και διαφωνούντος και αρνητή, αποτελεί ευθεία προσβολή του Κυρίου. Γιατί καταργείς το μεγαλύτερο θεόσδοτο δώρο Του στον άνθρωπο, την ελευθερία.

Κι εκείνο που δείχνει την παραπάνω αλήθεια είναι αφενός το γεγονός ότι οι όποιες απόψεις σε θέματα της ζωής αυτής, όσο ορθές κι αν είναι, έχουν το στοιχείο της σχετικότητας: τίποτε ανθρώπινο δεν είναι απόλυτο· αφετέρου η ίδια η πίστη μας επιβάλλεται λόγω της αλήθειας που εκφράζει σε κάθε καλοπροαίρετη καρδιά. Η ίδια η αλήθεια εμπερικλείει και τη δύναμη αποδεικτικότητάς της. Η αλήθεια του Θεού δεν έχει ανάγκη από δικηγόρους!

ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΨΥΧΙΚΗΣ ΥΓΕΙΑΣ

Η 10η Οκτωβρίου κάθε χρόνο θεωρείται ημέρα αφιερωμένη παγκοσμίως στην ψυχική υγεία. Καθιερώθηκε  το 1994 από την Παγκόσμια Ομοσπονδία Ψυχικής Υγείας και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, προκειμένου να ευαισθητοποιήσει την κοινή γνώμη στα θέματα των ψυχικών νοσημάτων. Κι αυτό γιατί τα ψυχικά νοσήματα βαίνουν διαρκώς αυξανόμενα, σε βαθμό που οι ειδικοί μιλάνε για παγκόσμια «επιδημία» ψυχικών διαταραχών, όπως για παράδειγμα είναι αυτές που σχετίζονται με την κατάθλιψη ή την κατανάλωση αλκοόλ. Και στη χώρα μας τα πράγματα δεν είναι καλύτερα. Υπάρχουν στατιστικά στοιχεία που δείχνουν ότι ένα 10 με 12% του συνόλου του πληθυσμού όλων των ηλικιών πάσχει από ψυχικές ασθένειες, ενώ όσον αφορά στους εφήβους, υπάρχει η εκφρασμένη δήλωσή τους (2 στους 5) ότι δεν είναι ικανοποιημένοι από τη ζωή τους και δεν νιώθουν γενικώς «καλά».

Το ερώτημα που τίθεται βεβαίως είναι τι εννοούμε όταν μιλάμε για ψυχική υγεία. Κι απάντηση, παραδόξως, γενικώς αποδεκτή δεν υπάρχει. Και δεν υπάρχει, διότι η ψυχική υγεία είναι θέμα ορισμού του ανθρώπου,  του σκοπού και του νοήματος της ζωής του. Αν δηλαδή δεν γνωρίζουμε το ποιος είναι ο άνθρωπος, γιατί υπάρχει στον κόσμο, ποιος ο προορισμός του, πώς πρέπει να ζει και να αντιμετωπίζει τα προβλήματα της ζωής, είναι αδύνατο να μιλάμε για την όποια κατάσταση της ψυχικής του υγείας. Και ως προς τη σωματική του υγεία τα πράγματα σε μεγάλο βαθμό είναι μετρήσιμα: υπάρχουν κάποια σταθερά σημεία αναφοράς, βάσει των οποίων κρίνεται η παθολογία ή η φυσιολογία του. Για την ψυχική του υγεία όμως; Υπάρχουν σταθερά σημεία; Το «αδιέξοδο» φαίνεται από το ότι οι ειδικοί  αποφεύγουν τον ορισμό των χαρακτηριστικών, πέραν γενικοτήτων, της θεωρούμενης ψυχικής υγείας, επικεντρώνοντας την προσοχή τους σε ό,τι ονομάζουν ψυχική ευημερία ή απουσία ψυχικής ασθένειας. «Είναι η ψυχολογική κατάσταση κάποιου που λειτουργεί σε ικανοποιητικό επίπεδο συναισθηματικής και συμπεριφοριστικής προσαρμογής» σημειώνουν. Ή, όπως λέει ο Π.Ο.Υ. «ψυχική υγεία είναι η κατάσταση ευεξίας όπου το κάθε άτομο αντιμετωπίζει με επιτυχία τα προβλήματα της ζωής, μπορεί να εργαστεί παραγωγικά και να συμμετέχει ενεργά στο κοινωνικό του περιβάλλον και όχι απλά η απουσία ενός προβλήματος ή μιας διαταραχής». Ορισμοί που δεν άπτονται της ουσίας του θέματος, αλλά περιγράφουν κάποιες καταστάσεις, κυρίως κοινωνιολογικά κι ίσως ψυχολογικά.

Δεν αρνούμαστε τίποτε από τα παραπάνω. Οι προσπάθειες ψυχολόγων και ιατρών για την οριοθέτηση  μίας όσο το δυνατόν αποδεκτής και φυσιολογικής κοινωνικής συμπεριφοράς για κάθε άνθρωπο είναι αξιέπαινες και πρέπει να ενισχύονται – το κοινωνιολογικό κριτήριο είναι από μόνο του ισχυρότατο στοιχείο. Αλλά δεν είναι επαρκές. Διότι ο άνθρωπος συνιστά μέγα μυστήριο. Κι εδώ ακριβώς έχουν λόγο οι διάφορες πνευματικές παραδόσεις του κάθε τόπου, κατεξοχήν δε για τους χριστιανούς η χριστιανική παράδοσή τους.

Λοιπόν, για τη δική μας χριστιανική παράδοση, ο άνθρωπος είναι ψυχικά υγιής στον βαθμό που είναι και πνευματικά υγιής. Κι είναι πνευματικά υγιής, όταν παραμένει μέσα στο πλαίσιο της κατ’ εικόνα και καθ’  ομοίωσιν Θεού δημιουργίας του. Με αναγωγή στο αρχικό ζεύγος: Όσο ο άνθρωπος προσέβλεπε στον Δημιουργό του και υπήκουε στο άγιο θέλημά Του, τόσο και οι δυνάμεις του, σωματικές, ψυχικές και πνευματικές, βρίσκονταν σε ανοδική και αυξητική πορεία. Δυστυχώς, αυτό χάθηκε λόγω της πτώσεως του ανθρώπου στην αμαρτία – της επιλογής του δικού του θελήματος αντί του Δημιουργού του – οπότε και η υγεία του αλλοιώθηκε: η φθορά και η αρρώστια και ο θάνατος μπήκαν ως καθεστώς στη ζωή του. Κι ήρθε βεβαίως ο Υιός και Λόγος του Θεού ως άνθρωπος στον κόσμο, προκειμένου να άρει την αμαρτία και τη  φθορά και να αποκαταστήσει τον άνθρωπο, όμως η αποκατάσταση αυτή που όντως πραγματοποιήθηκε κυρίως με τη Σταυρική θυσία του Κυρίου έγινε δύσκολο αγώνισμα για τον άνθρωπο, περνώντας μέσα από τη διαδικασία της πίστεως, της εντάξεώς του στην Εκκλησία, της ασκήσεώς του πάνω στις εντολές του Χριστού. Κι αυτό θα πει ότι αφενός ο Χριστός ως και τέλειος άνθρωπος πέρα από Θεός συνιστά το όριο του κατεξοχήν υγιούς ανθρώπου – σ’  Εκείνον βλέπουμε τι σημαίνει ψυχική και πνευματική υγεία σε επίπεδο τελειότητας – αφετέρου η ψυχική υγεία (η σωματική μετά Χριστόν στον κόσμο τούτο δεν είναι υποχρεωτικά απαραίτητη)  υπάρχει και αναπτύσσεται στον πιστό, όταν αγωνίζεται την οδό της  αγιότητας. Ανθρωπίνως με άλλα λόγια η κατεξοχήν ψυχικά υγιής ήταν η Παναγία κι ακολουθούν όλοι οι άγιοι της Εκκλησίας. Ο όσιος Σιλουανός του Άθω βεβαιώνει: «Πώς να καταλάβεις αν η ψυχή είναι υγιής ή ασθενής; Η ασθενής ψυχή είναι υπεροπτική, ενώ η υγιής ψυχή αγαπά την ταπείνωση, όπως τη δίδαξε το Άγιον Πνεύμα».

Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2024

ΟΤΑΝ ΕΧΕΙΣ ΣΤΕΝΟΧΩΡΙΑ...

 

«“Δέν ἔχει γεννηθεῖ ἀκόμη ὁ ἄνθρωπος πού θά μέ λυπήσει”. Αὐτή ἡ ἀνιδιοτελής ἀγάπη καί ἡ διαρκής χαρά τήν ὁποία ἐξέπεμπε (η οσία Γερόντισσα Γαβριηλία Παπαγιάννη) ἦταν τό ἀποτέλεσμα τῆς αἴσθησης τῆς διαρκοῦς παρουσίας τοῦ Θεοῦ. Ὅ,τι καί νά τῆς ἔλεγες σοῦ ἔδινε τήν ἴδια συνταγή: “Ὅταν ἔχεις στενοχώρια, νά γράφεις ἄπειρες σελίδες μέ τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ ἤ τό “Κύριε Ἐλέησον”. Νά διαβάζεις τό Εὐαγγέλιο κάθε μέρα. Καί ὅταν θέλεις νά ἔχεις πιό πολλή χάρη, νά διαβάζεις τίς ἐπιστολές”. Ἄν πάλι πήγαινες ὅλο μιζέρια καί θρῆνο καί τῆς ἔλεγες ὅτι ἔχεις στήν ψυχή σου θλίψη, τότε σοῦ ἔδινε μιά ἄλλη πρόταση ζωῆς: “Ἄν θές νά πάψεις νά ἔχεις θλίψη, θά πρέπει νά πάψεις νά ἀσχολεῖσαι μέ τόν ἑαυτό σου. Θά πρέπει νά γίνεσαι ὁ ἄλλος, καί νά ἔχεις ἐμπιστοσύνη στόν Θεό. Πρῶτον πίστη, δεύτερον πίστη, τρίτον πίστη”» (Μοναχής Φιλοθέης, Η Γερόντισσα της χαράς, Μοναχή Γαβριηλία Παπαγιάννη, εκδ. Επιστροφή, σελ. 131).

Παράδοξος ο λόγος της οσίας Γαβριηλίας. Πώς είναι δυνατόν ευρισκόμενος κάποιος σ’ έναν κόσμο πεσμένο στην αμαρτία, με κύριο χαρακτηριστικό την ταραχή και την αντιπαλότητα στις ανθρώπινες σχέσεις, να μην λυπηθεί από την επίθεση που θα δεχτεί όχι λίγες αλλά πολλές φορές και μάλιστα όχι από έναν αλλά μάλλον από πολλούς συνανθρώπους του; Όταν ο άλλος θα σε αμφισβητήσει, θα σε χλευάσει, θα σε ζηλέψει, θα σε αδικήσει, ιδίως όταν είσαι χριστιανός, πώς εσύ δεν θα αντιδράσεις, δεν θα λυπηθείς, δεν θα ταραχτείς; Τι μπορεί να συμβαίνει; Η Γερόντισσα Φιλοθέη που είχε γνωρίσει την οσία όταν η ίδια ήταν νεαρή και η Γαβριηλία προχωρημένης ηλικίας, δίνει την απάντηση. Η οσία Γαβριηλία ζούσε διαρκώς μέσα στην παρουσία του Θεού, γι’ αυτό και διακατεχόταν από ανιδιοτελή αγάπη και διαρκή χαρά. Η ψυχή της, η καρδιά της, η διάνοιά της, όλη η δυναμική και του σώματός της ήταν προσανατολισμένα με θεϊκό έρωτα προς τον Κύριο Ιησού Χριστό, αφότου μάλιστα αφιερώθηκε πλήρως και εντελώς ως μοναχή σ’ Εκείνον. Αυτό που η Εκκλησία μας δίνει στον άνθρωπο, να μπορεί χάριτι Θεού να γίνει μέλος Χριστού ενδεδυμένος Εκείνον, αυτό και ζούσε ενεργοποιώντας τη χάρη αυτή η αγία αυτή ψυχή. Κι έτσι κατανοούμε όσο μπορούμε τον εσωτερικό έντονο αγώνα της να ζει ως Χριστός στον κόσμο, δηλαδή να ζει εν Αυτώ και Αυτός εν αυτή – ό,τι έχει υποσχεθεί ο Κύριος στον αληθινά πιστό του: «ὁ τηρῶν τάς ἐντολάς Αὐτοῦ, ἐν Αὐτῷ μένει καί Αὐτός ἐν αὐτῷ».

Οπότε, το «κέντρο βάρους» της οσίας αυτής γυναίκας, όπως και κάθε αγίου της Εκκλησίας, δεν βρισκόταν στον εαυτό της – αυτό γίνεται στον άνθρωπο που «πατάει» στις δικές του (ανύπαρκτες) δυνάμεις γιατί έχει διαγράψει τον Θεό από τη ζωή του, με αποτέλεσμα βεβαίως το «βύθισμα» στα πάθη του και στις δυνάμεις του Πονηρού. Ένα έρμαιο του Πονηρού και των τυφλών ορμών του δεν είναι ο άθεος και άπιστος άνθρωπος; Το «κέντρο βάρους» της βρισκόταν στον Ίδιο τον Κύριο και Θεό της, αφού «Αὐτός ἐστιν ἡ κεφαλή τοῦ σώματος» και η ίδια κατανοούσε τον εαυτό της, όπως είπαμε, ως μέλος δικό Του. Συνεπώς, με γνώση της ταραχής και της άγνοιας των ανθρώπων των εκτός Θεού ευρισκομένων αλλά και με επίγνωση της δικής της «ταυτότητας» ως χριστιανής που έβλεπε τα πάντα εν Θεώ μπορούσε να λέει: «κανείς δεν μπορεί να με λυπήσει». Πότε μόνον θλιβόταν η αγία Γερόντισσα; Όταν σκεφτόταν την άσχημη κατάσταση του ανθρώπου που δεν ζει κατά Χριστόν. Τότε, ναι, θλιβόταν και λυπόταν, μεταποιώντας τη λύπη της αυτή σε έμπονη προσευχή για τον άνθρωπο. Άλλωστε, ποτέ ο λόγος του Κυρίου δεν μας αφήνει να φερόμαστε ένθεν κακείθεν λόγω των παθών μας, αλλά μας στερεώνει την καρδιά ώστε να βρίσκεται αταλάντευτα πάνω στις εντολές Εκείνου, διαβλέποντας την παρουσία Του στο πρόσωπο κάθε συνανθρώπου μας. «Ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου, ἐμοί ἐποιήσαστε».

Προκειμένου βεβαίως να βρίσκεται ο πιστός στην οδό Κυρίου απαιτείται να γνωρίζει το Ευαγγέλιο, να το μελετά έμπρακτα, ώστε να φωτίζεται αδιάκοπα από την παντοδύναμη ενέργεια που περικλείεται σ’ αυτό, κάτι που οδηγεί και στην υπέρβαση της όποιας στενοχώριας και της όποιας θλίψης. Είναι γνωστό από την παράδοση της Εκκλησίας και την εμπειρία των αγίων μας: άνθρωπος που με αληθινή διάθεση θα μελετήσει τον λόγο του Θεού θα νιώσει «την ακτίνα» (όσιος Ισαάκ ο Σύρος) της χάρης του Θεού να τον περιλούει και να τον απαλλάσσει από ό,τι αρνητικό συναίσθημα μπορεί να τον διακατέχει. Και πόση σοφία και γνώση του ανθρώπου επίσης υπάρχει  στην προτροπή της οσίας μοναχής: «Ὅταν ἔχεις στενοχώρια, νά γράφεις ἄπειρες σελίδες μέ τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ ἤ τό “Κύριε Ἐλέησον”»! Διότι όχι μόνον τα χείλη που σιγοψιθυρίζουν την ευχή, αλλά και η όραση του ονόματος του Κυρίου και η αφή με το γράψιμο, δηλαδή όλες οι αισθήσεις του ανθρώπου, συμμετέχουν στην αγιασμένη αυτή ενέργεια - μία ιδιότυπη έμπρακτη εφαρμογή της εντολής του Θεού να Τον αγαπάμε «με όλη την καρδιά, την ψυχή, τη διάνοια, την ισχύ» μας.

Κι είναι πια ευνόητο: άνθρωπος που είναι προσανατολισμένος προς τον Θεό, δηλαδή προς τον αγώνα τηρήσεως των αγίων Του εντολών, θα βλέπει την παρουσία Του στο πρόσωπο του κάθε συνανθρώπου του – το μνημονεύσαμε και παραπάνω! Αλλά και με το αποτέλεσμα που είπε ο Κύριος: η ανιδιοτελής αγάπη του πιστού για κάθε συνάνθρωπό του, όποιος κι αν είναι αυτός, θα φέρνει μαζί και την αδελφή της αγάπης, τη χαρά. Όταν υπερβαίνεις την αποκλειστική αγάπη για τον εαυτό σου και «γίνεσαι ο άλλος» διά της εν Χριστώ αγάπης, τότε εμπειρικά διαπιστώνεις ότι βρήκες το μονοπάτι που σε πάει κατευθείαν στην πηγή! Της αιώνιας χαράς, δηλαδή του Ιησού Χριστού!   

Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2024

ΑΠΙΣΤΙΑ ΚΑΙ «ΑΠΙΣΤΙΑ»

Η επιφυλακτικότητα του μαθητή του Κυρίου Θωμά απέναντι στην ομολογία των άλλων μαθητών ότι ανέστη ο Κύριος, επιφυλακτικότητα που τη θυμόμαστε την 6η Οκτωβρίου εξ αφορμής του μαρτυρικού του τέλους και της ενδόξου εισόδου του στη Βασιλεία του Θεού, γίνεται πάντοτε αφορμή προβληματισμού για το μεγάλο θέμα της δυσπιστίας κι ακόμη και της απιστίας. Διότι η πίστη και η απιστία είναι τα θέματα που ταλάνισαν, ταλανίζουν και θα ταλανίζουν πάντοτε την ανθρωπότητα, η οποία σ’ ένα μεγάλο ποσοστό έχει συνηθίσει να βαδίζει με βάση τις αισθήσεις και τη λογική της, ακόμη δε περισσότερο με βάση, ιδίως όσον αφορά τους περισσότερο μορφωμένους ανθρώπους, με βάση το δικό τους θέλημα και το «έτσι μ’  αρέσει»! Στο θέμα μάλιστα της πίστεως στον Ιησού Χριστό εκεί τα πράγματα δυσκολεύουν πολύ, διότι η πίστη αυτή απαιτεί όχι μία απλή διανοητική αποδοχή, αλλά κυριολεκτικά αλλαγή της ζωής, μετάνοια ως επιστροφή προς τον Θεό, κάτι που προσκρούει οδυνηρά στα πάθη του ανθρώπου και τον άμετρο εγωισμό του.

Η απιστία του Θωμά βεβαίως χαρακτηρίζεται από την Εκκλησία μας ως «καλή απιστία» - «ω, καλή απιστία του Θωμά»! Μπορεί σε πρώτη φάση να είχε εγκλωβιστεί στην απομόνωσή του λόγω της προτεραιότητας που έδινε στη λογική του, βασισμένη στις αισθήσεις του: «εάν μη ίδω ου μη πιστεύσω», όμως στη συνέχεια θέτει εν αμφιβόλω το δικό του θέλημα, ερχόμενος σε κοινωνία με τους άλλους μαθητές, για να μετάσχει κι αυτός στην έκπληξη: την όραση του αναστημένου Χριστού και γι’ αυτό τη σωτήρια ομολογία του: «ο Κύριός μου και ο Θεός μου!» Κι αυτό σημαίνει ότι η καλή απιστία μπορεί να έχει το χαρακτηρισιτικό της αμφιβολίας, όμως αφήνει κι ένα περιθώριο για κάτι άλλο, αφήνει ένα περιθώριο στην... ταπείνωση! Δεν «τσιμεντοποιεί» δηλαδή τη βούληση του ανθρώπου, διότι τελικώς κυριαρχεί η αναζήτηση της αλήθειας! Κι είναι γνωστό ότι όπου ο άνθρωπος αναζητεί εναγώνια την αλήθεια, εκεί η αλήθεια-Χριστός φανερώνεται. Είναι η ώρα που ο άνθρωπος τελικώς «ακούει» τη φωνή του Θεού, στον μόνο τόπο που «μιλάει» Εκείνος, την καρδιά του ανθρώπου. «Όποιος αγαπάει την αλήθεια, ακούει τη φωνή μου» (ο Κύριος).

Η άλλη απιστία όμως, η «κακή» θεωρούμενη, είναι αυτή που έχει το στοιχείο της απολυτότητας, συνεπώς και το στοιχείο της ελλείψεως της αυτογνωσίας – άνθρωπος «μπετόν αρμέ» όπως λέγεται δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ψυχικά υγιής και «πετάει στα σύννεφα» των λογισμών του! Για τον απλούστατο λόγο ότι δεν υπάρχει κανένα αντικειμενικό στοιχείο στη ζωή αυτή που να οδηγεί σε πλήρη βεβαιότητα των σκέψεων και των ενεργειών ενός ανθρώπου. Η αποσπασματικότητα και η έλλειψη πλήρους σφαιρικής ματιάς είναι το γνώρισμα της θνητότητας στον κόσμο. Στην πραγματικότητα όμως η εμπειρία δείχνει ότι η όποια απολυτότητα της απιστίας κρύβει παγιωμένες συνήθειες αμαρτωλού τρόπου ζωής, με την έννοια ότι ο άπιστος αυτός έχει προσανατολίσει τη βούλησή του αποκλειστικά στις «ηδονές του βίου», εκδαπανώμενος σ’ αυτές! Κολλημένος λοιπόν στην αμαρτία του κόσμου αδυνατεί, ή μάλλον δεν θέλει να φανταστεί ότι υπάρχει και το πέραν της «λάσπης» και του οριζόντιου μόνο τρόπου ζωής – δεν θέλει να αναπνεύσει τον αέρα του Ουρανού! Κατά την Αγία Γραφή «είπε ο ανόητος άνθρωπος μέσα στην καρδιά του: δεν υπάρχει Θεός!»

Κι από την άποψη αυτή η απιστία του ανθρώπου κάθε εποχής δεν έχει θεωρητικό χαρακτήρα, αλλά πρακτικό: η ζωή του τον οδηγεί είτε στον Θεό είτε στη διαγραφή του Θεού. Δεν είπε τυχαία ένας σοφός άνθρωπος της εποχής μας, ο μακαριστός μεγάλος π. Επιφάνιος (Θεοδωρόπουλος), ότι αν πειθόταν και ο μεγαλύτερος άθεος να ακολουθήσει με λίγη συνέπεια τις εντολές του Χριστού για λίγες ημέρες, μόνος του έπειτα θα Τον αναζητούσε διαρκώς.  

Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2024

Η ΧΑΡΑ ΚΑΙ Η ΛΥΠΗ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ

«Πολύ τις χαιρόταν ο Γέροντας Πορφύριος τις ιερές ακολουθίες. Αλλά τα τελευταία χρόνια στερήθηκε αυτή τη χαρά. Καθηλωμένος από τις αρρώστειες στο κρεββάτι, δεν μπορούσε πλέον να βαδίση για να πάη στον ναό και αναγκαζόταν να συμμετέχη στην θεία Λειτουργία, ακούοντάς την από ένα μικρό ραδιοφωνάκι. Μου έλεγε μια μέρα, με παράπονο: “Πολύ λυπάμαι, πού δεν μπορώ να πάω στην εκκλησία. Να, μ’ αυτό το ραδιόφωνο παρηγοριέμαι, απ’ αυτό ακούω τη Θεία Λειτουργία. Ρώτησα ένα δεσπότη, αν αυτό που κάνω είναι αμαρτία και μου είπε ότι, αφού είμαι άρρωστος, δεν είναι αμαρτία”» (Κων. Γιαννιτσιώτη, Κοντά στον Γέροντα Πορφύριο, Ένα πνευματικοπαίδι του θυμάται, έκδ. Ι. Γ. Ησυχ. Η Μεταμόρφωσις του Σωτήρος, Αθήναι, 1995).

Ο μακαριστός συγγραφέας Κωνσταντίνος Γιαννιτσιώτης γράφει με ψευδώνυμο. Δεν ήθελε να αποκαλύψει ευρύτερα την ταυτότητά του, γι’ αυτό και ό,τι κατέγραψε από την προσωπική σχέση που είχε με τον όσιο Πορφύριο το κατέθεσε στον υπεύθυνο του Ι. Ησυχαστηρίου μακαριστό κι αυτόν τώρα Γ. Αρβανίτη, ο οποίος εκτιμώντας την αλήθεια των προσωπικών αυτών μαρτυριών ενέταξε το βιβλίο στις εκδόσεις του μοναστηριού του Οσίου – υπάρχουν και άλλα πολλά που αναφέρονται στον Όσιο, στα οποία όμως υπάρχουν και ανακρίβειες και διάφορες  υπερβολές.  

(Όπως υπάρχουν κι άλλα, ας πούμε εν παρενθέσει, που αποδίδουν τη σκέψη και τα λόγια του όχι από σημειώσεις από μνήμης, αλλά από καταγραφή από μαγνητόφωνο. Εκεί διασώζεται ατόφιος ο λόγος του, όπως συμβαίνει για παράδειγμα με το γνωστότερο ίσως βιβλίο που έχει κυκλοφορηθεί για τον άγιο από την Ι. Μονή της Παναγίας της Χρυσοπηγής στα Χανιά της Κρήτης – κι αυτό γιατί δύο υπέργηρες τώρα αδελφές της Μονής ήσαν, ως κοσμικές τότε, ακόλουθες του οσίου επί δεκαετίες και κατέγραφαν σε μαγνητόφωνο ό,τι συχνά έλεγε εκείνος εν γνώσει του ασφαλώς - με πολλαπλές ανατυπώσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό διά μεταφράσεων, με τίτλο: «Βίος και Λόγοι Γέροντος (Οσίου) Πορφυρίου». Πρόκειται, ας επιτραπεί να πούμε, για βιβλίο που όταν η Ι. Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου συνεκλήθη για να διακηρύξει την αγιότητα επισήμως του Μεγάλου Γέροντος, ήταν τοποθετημένο στο κέντρο της ιεράς συνάξεως, σαν να βρισκόταν εκεί ο ίδιος ο άγιος με τη λειψανοθήκη του, και που επίσης εσχάτως ο γνωστότατος σε όλους μεγάλος κι αυτός Γέροντας του Αγίου Όρους π. Βασίλειος Γοντικάκης το χαρακτήρισε όχι απλώς βιβλίο αλλά «μυροδοχείο»!)   

Αξίζει βεβαίως, επανερχόμενοι στο αρχικό κείμενό μας, να σημειωθεί ότι ο μακαριστός συγγραφέας Κων. Γιαννιτσιώτης, δικαστικός στο επάγγελμα, είχε αποφασίσει να αφιερωθεί στον Κύριο ως μοναχός, αλλά δυστυχώς οι ασθένειες που τον κατέτρυχαν τον πρόλαβαν. Έφυγε από τη ζωή. Μας άφησε όμως τα κείμενά του, τα οποία για πλήθος φιλαγίων χριστιανών αποτέλεσαν και αποτελούν κι αυτά σπουδαίο πνευματικό εντρύφημα.

Τι επισημαίνει ο μεγάλος όσιος στον φίλο και πνευματικό του τέκνο Κωνσταντίνο; Τη μεγάλη αγάπη που έτρεφε προς τις ακολουθίες της Εκκλησίας. Αυτές αποτελούσαν τη χαρά και την παρηγοριά του, αυτές συνιστούσαν το μέσο για να βιώνει ο άγιος πανίερες εμπειρίες. Οι περισσότεροι έχουμε ακούσει ή διαβάσει το πώς ζούσε ο μεγάλος Γέροντας ιδίως τις ακολουθίες της Μ. Εβδομάδος. Μεταφερόταν εν Πνεύματι, με τα χαρίσματα που τον είχε προικίσει ο Θεός, στα διαδραματιζόμενα και λεγόμενα και υμνολογούμενα – ήταν κι αυτός παρών σε ό,τι ζούσε ως ατμόσφαιρα η Εκκλησία. Όπως τότε, καθώς απεκάλυψε κάποια στιγμή, που διαβάζοντας ένα Ευαγγέλιο της Μ. Πέμπτης «έβλεπε» τα γεγονότα του Πάθους και από την ένταση δεν άντεξε. Σταμάτησε, μπήκε μέσα στο ιερό για λίγο, για να επανέλθει έπειτα συντετριμμένος προκειμένου να ολοκληρωθεί η ανάγνωση και η λοιπή ακολουθία.

Πού οφείλετο η αγάπη αυτή του αγίου για τις εκκλησιαστικές προσευχές; Μα στη βαθειά πεποίθησή του ότι μέσα σ’ αυτές μιλάει ο ίδιος ο Τριαδικός Θεός, αυτές αποτελούν το όχημα της θείας ενεργείας Του που βρίσκει κατάλυμα στην καθαρή καρδιά του μετέχοντος. Διότι  αυτό συνιστά την προϋπόθεση για να ζει κανείς εν αισθήσει ψυχής την προσφερόμενη χάρη του Θεού: η καθαρότητα της καρδιάς. «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται». Ο άγιος Πορφύριος είχε καθαρή καρδιά, γι’ αυτό και επαναπαυόταν σ’ αυτόν η χάρη του Θεού, γι’ αυτό και μπορούσε να βλέπει ότι τα λόγια της κάθε ακολουθίας της Εκκλησίας, ιδίως του κέντρου αυτής, της Θείας Λειτουργίας, ήταν η δωρεά του Θεού στον πιστό άνθρωπο, το χάρισμά Του για να ζει αυτός τη δική Του παρουσία άμεσα και ζωντανά στην ψυχοσωματική του υπόσταση. Δεν το ομολογούμε διαρκώς σε κάθε θεία λειτουργία; «Ο τας κοινάς ταύτας και συμφώνους ημίν  χαρισάμενος προσευχάς…» λέει ο ιερέας εξ ονόματος όλων των πιστών, δηλαδή οι προσευχές της Εκκλησίας είναι για όλους βεβαίως τους πιστούς, είναι σύμφωνες προς αυτό που είμαστε ως άνθρωποι, όμως δεν αποτελούν καρπό του νου έστω ενός αγιασμένου ανθρώπου, αλλά έμπνευση Θεού, λόγια που Εκείνος θέλησε να λέμε για να είμαστε συντονισμένοι μαζί Του. «Ο Κύριος κρύβεται μέσα στα λόγια Του και τις εντολές Του» είναι μία αξιωματική αρχή στην Πατερική Παράδοση, η οποία εδράζεται ασφαλώς στο ίδιο το Ευαγγέλιο (βλ. ιδίως ευαγγέλιο του αγίου Ιωάννου).

Οπότε, ο άγιος Πορφύριος είτε ως λειτουργός ο ίδιος είτε ως μέτοχος της ευχαριστιακής και όχι μόνο συνάξεως ζούσε την παρουσία του Κυρίου, Τον «έβλεπε» αδιάκοπα παρόντα σε κάθε ιερουργία, λοιπόν χαιρόταν με τρόπο απερίγραπτο Εκείνον που αποτελούσε «το άκρως εφετόν» της ψυχής του, κυριολεκτικά τον έρωτά του, όπως κατανοούν όλοι οι άγιοι τα κύματα των θείων ερώτων τους. Πώς λοιπόν να μη θλίβεται βαθύτατα όταν οι ασθένειές του, πάρα πολλές και μεγάλες, τον καθήλωναν στο κρεβάτι, χωρίς να του επιτρέπουν την εν σώματι μετοχή του στον ναό; Όπως το ομολογούσε: «Πολύ λυπάμαι, που δεν μπορώ να πάω στην εκκλησία». Κι είναι το βίωμα αυτό του μεγάλου οσίου, βίωμα όλων των γνησίων πιστών διαχρονικά στην Εκκλησία μας, που κρίνει όλους εμάς τους θεωρουμένους χριστιανούς, οι οποίοι συχνά πυκνά εφευρίσκουμε άπειρους τρόπους για την ελλειμματική ή και μηδενική συμμετοχή μας στα τελούμενα στον Ναό, ακόμη και την Κυριακή και τις μεγάλες εορτές. Πόσο επαναλαμβάνουμε από την παραβολή του μεγάλου Δείπνου τους κεκλημένους σ’ αυτό με το «έχε με παρητημένον», διότι «αγρόν και ζεύγη βοών ηγόρασα ή και γυναίκα έγημα»! Και αντιστοίχως βεβαίως κατανοούμε, μπροστά στον μέγιστο Πορφύριο, τη λειψή αγάπη μας προς τον Κύριο, αφού εκεί που ο Ίδιος προσφέρεται με τα λόγια Του, κυρίως όμως με το σώμα και το αίμα Του, εμείς δεν είμαστε παρόντες, ακολουθώντας την κλί(ή)ση της καρδιάς μας: «τι φάγωμεν ή τι πίωμεν» ή πώς γενικώς θα περνάμε τη ζωή μας βολεμένοι και… αραχτοί! 

Και ποια η παρηγοριά του αγίου στην κατάσταση της ασθενείας του; Το «μικρό ραδιοφωνάκι» του, στο οποίο είχε κάνει μάλιστα ειδική «πατέντα» για να πιάνει με ευκρίνεια το σήμα του σταθμού («Πειραϊκή Εκκλησία»). «Να, μ’ αυτό το ραδιόφωνο παρηγοριέμαι». Είμαστε βέβαιοι ότι ο χαρισματούχος άγιος εν πνεύματι ήταν παρών στις ακολουθίες, όμως η ομολογία του είναι άκρως συγκινητική και παραδειγματική – καταφυγή του το ραδιόφωνο. Είχε δε και την έγνοια, ποιος ξέρει γιατί;, μήπως η ακρόαση χωρίς τη σωματική συμμετοχή δεν είναι ενδεδειγμένη. «Ρώτησα ένα δεσπότη» γι’ αυτό, είπε, και του έδωσε την άδεια. Κι έχουμε την εντύπωση ότι αυτό που είπε ο άγιος δεν ήταν τυχαίο. Διότι αρκετοί θεολόγοι και θεολογούντες τονίζουν με ισχυρά επιχειρήματα ότι η Θεία Λειτουργία ως εκ της φύσεώς της απαιτεί την προσωπική παρουσία του πιστού, την ψυχική αλλά και τη σωματική. Πώς άλλωστε θα μετάσχει του σώματος και του αίματος ο πιστός; Εξ αποστάσεως; Αδύνατον!

Αλλά παραθεωρώντας το γεγονός ότι η ψυχική συμμετοχή είναι το διαρκώς ζητούμενο, διότι πλείστοι χριστιανοί βρίσκονται οπουδήποτε αλλού την ώρα των τελουμένων, έστω και με φυσική παρουσία, εκτός αυτών που πρόκεινται ενώπιόν τους, κυριολεκτικά «εκτός τόπου και χρόνου!», όμως ο άγιος επέλεγε την ακρόαση, την εξ αποστάσεως συμμετοχή, διότι ακριβώς ήταν άρρωστος. Ήθελε αλλά αδυνατούσε, δεν μπορούσε δηλαδή να κάνει ούτε αυτό που έκανε ο άλλος μεγάλος λειτουργικός όσιος Ιάκωβος ο εν Ευβοία, ο οποίος έστω και ασθενής έσερνε τα βήματά του για τον Ναό της Μονής του. Κι αυτή η καταφυγή και παρηγοριά του μεγάλου Πορφυρίου, το «ραδιόφωνο», δίνει και μία απάντηση για την ύπαρξη του εκκλησιαστικού ραδιοφώνου και την ακρόαση με τα ερτζιανά κύματα των ακολουθιών της Εκκλησίας. Ναι, το κανονικό είναι η ολόψυχη και ολοσώματη συμμετοχή στον Ναόˑ όμως όταν υπάρχει αδυναμία σωματική, αλλά και ψυχική θα έλεγε κανείς, τότε τα ερτζιανά είναι μία λύση, μάλλον είναι η μόνη λύση που ευλογείται από τον Κύριο. Η οικονομία δηλαδή της Εκκλησίας που υπερνικά την… ακρίβεια!

Και θυμόμαστε εν προκειμένω και κάτι παρεμφερές: το πότε πρέπει να εκφωνείται το κήρυγμα στη Θεία Λειτουργία! Βεβαίως το κανονικό είναι μετά το ευαγγελικό ανάγνωσμα, αυτό απαιτεί η παράδοση, όμως και πάλι η οικονομία παραπέμπει συχνά στην ώρα του «κοινωνικού» ή πριν από την απόλυση. Με σκοπό να το ακούσουν περισσότεροι χριστιανοί, οι οποίοι συνήθως, «δι’ ευλόγους αιτίας» ας κάνουμε τον καλό λογισμό, έρχονται πολύ αργότερα από το αποστολικό και ευαγγελικό ανάγνωσμα, ίσως και λίγο πριν τη θεία Κοινωνία. Κι ενώ η μη κανονική αυτή μετάθεση έχει καθιερωθεί ουσιαστικά με την άδεια των επισκόπων της κάθε περιοχής, έχουμε και το ανάλογο παράδειγμα και πάλι από τον όσιο Πορφύριο. Βρέθηκε κάποια στιγμή στον άγιο Γεράσιμο της Πολυκλινικής Αθηνών, ημέρα Κυριακή, τότε που λειτουργούσε ο όσιος, ένας θεολόγος που εισήλθε και μέσα στο Ιερό. Τον παρεκάλεσε ο Γέροντας ως θεολόγο να κηρύξει τον λόγο του Θεού στο «κοινωνικό». «Γέροντα, δεν είναι η σωστή θέση αυτή» αντέτεινε εκείνος δικαίως. «Το κανονικό είναι μετά το Ευαγγέλιο!» Και η απάντηση του διακριτικού και φιλάνθρωπου αγίου τον προσγείωσε στην οικονομία της Εκκλησίας και μάλλον και του Θεού μας: «Το ξέρω, ευλογημένε! Αλλά δεν είναι καλό αντί να ακούσουν τον λόγο του Θεού και να παρακινηθούν σε μετάνοια οι λίγοι που βρίσκονται εκείνη την ώρα, να το ακούσουν πολλοί περισσότεροι λίγο αργότερα;»

ΜΗΝ ΕΡΕΘΙΖΕΙΣ ΤΗΝ ΟΡΕΞΗ ΣΟΥ!

«Απόφευγε σαν μάστιγα τους τόπους των πτώσεων. Διότι όταν δεν υπάρχει εμπρός μας ένα οπωρικό, δεν ερεθίζεται και τόσο η όρεξή μας» (Άγ. Ιωάννης Κλίμακος, λόγ. γ´, 10)

«Εκ του οράν το εράν», από την όραση πηγάζει η επιθυμία. Ένα παλιό γνωμικό που καταγράφει αυτό που συμβαίνει με την ανθρώπινη φύση:  αυτό που έχω μπροστά μου, προκαλεί την επιθυμία μου για να το γευθώ. Κι όχι μόνο η όραση, κατεξοχήν βεβαίως αυτή, αλλά και οι άλλες αισθήσεις:  προκαλούμενες εξάπτουν την επιθυμία στον άνθρωπο. Εκεί δεν στηρίζεται και όλη η επιστήμη με τις διαφημίσεις;  Σου φέρνουν το προϊόν μπροστά σου, με ωραίο περιτύλιγμα, εξωραϊσμένο στο ανώτερο δυνατό, ολοζώντανο, ντυμένο και με την κατάλληλη μουσική, και χωρίς να το χρειάζεσαι σε προκαλούν να το πάρεις, να το δοκιμάσεις. Σε κάνουν να το θεωρείς απαραίτητο στη ζωή σου. Γιατί έχουν σπουδάσει την ψυχολογία του ανθρώπου. Γιατί τελικά σε ξέρουν.

Μην υπερτιμάς λοιπόν τις δυνάμεις σου. Δεν είναι τυχαίο αυτό που κηρύσσει η Γραφή και όλη η Πατερική Παράδοση, ότι ο χριστιανός «πάντα εγκρατεύεται». Η εγκράτεια, ως αυτοσυγκράτηση, ως διαρκής έλεγχος των επιθυμιών μας, είναι γενική αρετή που διατρέχει τη ζωή του πιστού  καθημερινά και διαπαντός:  στα μάτια πρώτα και σε όλες τις αισθήσεις έπειτα. Λοιπόν, εκεί που έχει υπάρξει πτώση, μην ξαναπάς. Ή αν βρεθείς εξ ανάγκης, να είσαι σε επιφυλακή. Μην ξανοίγεσαι. Και μάλιστα, όταν ξέρεις ότι αυτό που έχει συμβεί μία φορά, είναι εύκολο να γίνει και δεύτερη, και τρίτη. Γιατί συνδράμει την κατάσταση αυτή η συνήθεια που είναι δευτέρα φύση για τον άνθρωπο. Όπως το λέει το πατερικό λόγιο:  «Μη συνηθίσης ήτταν εν πολέμω. Η γαρ συνήθεια δευτέρα φύσις εστίν».

Ισχύει όμως και το αντίστροφο: αφού προκαλούμαστε στην επιθυμία μας με την όρασή μας και με ό,τι μας φέρνει στη μνήμη ο τόπος μιας πτώσεως, ας επιλέγουμε εκείνους τους τόπους, εκείνες τις καταστάσεις, εκείνους τους ανθρώπους, που μας προκαλούν στο αγαθό. Έλεγε ο άγιος Επιφάνιος ότι και μόνη η θέα της Αγίας Γραφής για παράδειγμα μας ωθεί στο αγαθό. Πόσες φορές μία εικόνα του Χριστού, της Παναγίας, ενός αγίου δεν μας έκαναν να θελήσουμε να προσευχηθούμε;  Πόσες φορές ένας αγιασμένος τόπος:  ένας ναός, ένα μοναστήρι ακόμη περισσότερο, δεν μας οδήγησαν σε κατάνυξη;  Κι ακόμη:  πόσες φορές η συνάντηση με έναν γνήσιο άνθρωπο του Θεού δεν μας έδωσε την αφορμή μετανοίας μας και εσωτερικής αλλαγής;

Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2024

ΠΡΟΣΟΧΗ ΣΤΙΣ ΣΥΝΑΝΑΣΤΡΟΦΕΣ ΜΑΣ!

«Με πολύ κόπο και μόχθο θα αποκτήσουμε καλό ήθος και καλή εσωτερική κατάσταση. Είναι όμως δυνατόν εκείνο που με πολύ κόπο κατορθώσαμε, να το χάσουμε μέσα σε μία στιγμή. Διότι «φθείρουσιν ήθη χρηστά ομιλίαι κακαί» (Α´ Κορ. ιε´ 33), κοσμικές και συγχρόνως άκοσμες» (Άγ.  Ιωάννης της Κλίμακος, λόγ. γ´ 33).

Έχεις πάρει τη δύναμη από το άγιο βάπτισμα να ζήσεις σαν τον ίδιο τον Κύριο. Να φτάσεις στο χαρισματικό σημείο να λες σαν τον απόστολο Παύλο:  «ζω δε ουκέτι εγώ, ζη εν εμοί Χριστός». Γιατί Εκείνος σε έκανε μέλος Του και σου λέει μαζί Του να είσαι μία δική Του φανέρωση στον κόσμο. Κι ανανεώνεις αυτήν τη δωρεά κάθε φορά με την προσευχή σου, με τον όποιον πνευματικό σου αγώνα, κυρίως με τη συμμετοχή σου στη Θεία Ευχαριστία.

Αλλά από την άλλη βλέπεις ότι βρίσκεται συχνά σε έξαψη ο εγωισμός σου, δηλαδή νιώθεις τις φιλόσαρκες τάσεις σου, τις κενόδοξες και υπερήφανες σκέψεις σου, την τυφλή επιθυμία σου κάποιες φορές να αποκτήσεις πράγματα και χρήματα που δεν τα έχεις αληθινά ανάγκη, την έλλειψη της αγάπης σου προς τον πλησίον σου. Μην απορείς:  είναι γιατί ακόμη σ᾽ αυτόν τον κόσμο που βρισκόμαστε εξακολουθεί και λειτουργεί ο παλαιός άνθρωπος «συν τοις παθήμασι και ταις επιθυμίαις». Οπότε παλεύεις, και με τη χάρη του Θεού, παρόλες ίσες τις πτώσεις, σιγά σιγά στερεώνεσαι πνευματικά, και με κόπο και μόχθο αποκτάς ένα χριστιανικό τρόπο ζωής και μία εσωτερική γαλήνη που σε κάνει να χαίρεσαι.

Μην επαναπαυτείς ποτέ. Μην πεις με τον λογισμό σου «πάω καλά και δεν υπάρχει περίπτωση να πέσω». Γιατί η πίστη είναι πάντοτε «αεί σχοινοβατείν». Σε μία στιγμή μπορείς να τα χάσεις όλα. Κι αυτό που μπορεί αμέσως να σε τραβήξει κάτω, χωρίς ίσως να το πάρεις είδηση, είναι ν᾽ αρχίσεις να συναναστρέφεσαι κοσμικούς ανθρώπους, ανθρώπους δηλαδή που έχουν κοσμικό φρόνημα:  χωρίς αίσθηση της παρουσίας του Θεού, χωρίς επίγνωση της χριστιανικότητάς τους, χωρίς το κόσμημα της αρετής στην ύπαρξή τους.  

Η παροιμία το υπενθυμίζει:  «Δείξε μου τους φίλους σου να σου πω ποιος είσαι». Αυτός που συναναστρέφεσαι αυτός και θα γίνει το επίπεδό σου. Δεν κολλάει υγεία ο άρρωστος, αλλά ο υγιής την αρρώστια. Το απόφθεγμα του Γεροντικού μάς το λέει και αντίστροφα:  «Θέλεις να αποκτήσεις φόβο Θεού;  Προσκολλήσου σε άνθρωπο που έχει φόβο Θεού».