Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2024

ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΠΡΟΟΔΟΣ;

 

«Πνευματική πρόοδος υπάρχει εκεί που υπάρχει η αίσθηση ότι όλα είναι χάλια!» (όσιος Παΐσιος Αγιορείτης).

Πιστεύεις ότι προχωράς καλά κι ότι η πνευματική σου ζωή έχει πάρει την… ανιούσα! Γιατί εκκλησιάζεσαι, ίσως και κοινωνάς τακτικά, παρακολουθείς κηρύγματα, διαβάζεις κάποια πνευματικά βιβλία, δίνεις και κάποια ελεημοσύνη… Πώς λοιπόν να μη δέχεσαι λογισμούς ότι έχεις ανέβει επίπεδο; Πράγματι φαίνεσαι «ότι δεν είσαι σαν τους πολλούς των ανθρώπων, δεν είσαι άρπαγας, μοιχός, πόρνος!» Οπότε μπορείς να… «καμαρώσεις» το φαρισαϊκό σου ήθος! Γιατί έφτασες στα μέτρα εκείνου από τη γνωστή παραβολή του Κυρίου, που ο Κύριος τον κατέταξε στη χορεία των αδίκων που δεν μπορούν να δουν πρόσωπο Θεού! Του Φαρισαίου! «Εξήλθε δικαιωμένος ο αμαρτωλός Τελώνης από τον Ναό και όχι ο «άγιος» Φαρισαίος» (ο Κύριος).

Στη χριστιανική μας πίστη τα πράγματα πορεύονται αντίστροφα: προχωράς προς τα εμπρός όταν αρχίζεις να αισθάνεσαι ότι οι άλλοι προηγούνται από εσένα˙ ανεβαίνεις όταν βλέπεις ότι κατεβαίνεις˙ πλουτίζεις από πνευματικά αγαθά όταν διαπιστώνεις τη φτώχεια σου. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Κύριος πρώτα από όλα μακάρισε ακριβώς αυτόν τον άνθρωπο: όποιον αναγνωρίζει ότι δεν έχει… τίποτε καλό από πλευράς πνευματικής. «Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, ότι αυτών έστιν η βασιλεία των Ουρανών». Δεν εκπλήσσει  ότι ο μέγιστος απόστολος Παύλος εκεί κατατάσσει τον εαυτό του˙ στον «πάτο» της αμαρτίας! «Ο Χριστός ήλθε στον κόσμο να σώσει τους αμαρτωλούς, πρώτος των οποίων είμαι εγώ!» Ο αιώνιος λόγος του Θεού εξαγγέλλει την αλήθεια χωρίς περιστροφές: «Ο Κύριος βρίσκεται αντιμέτωπος με τους υπερήφανους, ενώ στους ταπεινούς δίνει τη χάρη Του». «Ταπεινοίς δίδωσι χάριν». Οπότε «θυσία αληθινή προς τον Θεό προσφέρει εκείνος που έχει συντριμμένο πνεύμα. Καρδιά συντριμμένη και ταπεινωμένη από την επίγνωση της αμαρτίας του ο Θεός δεν πρόκειται να την αποστραφεί». Γι’ αυτό και κατανοούμε αυτό που διαχρονικά κηρύσσουν και ομολογούν όλοι οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μας: η ταπείνωση αποτελεί τη βάση και την κρηπίδα όλων των αρετών. «Χωρίς αυτήν όλα τα θεωρούμενα καλά είναι μετέωρα και χωρίς στήριγμα» (άγιος Ιωάννης της Κλίμακος).

Πώς φτάνει κανείς στο επίπεδο αυτό που αρχίζει και μπαίνει στον Παράδεισο ήδη από τη ζωή αυτή; Όχι βεβαίως όταν κατασκευάζει  δικά του σχέδια θεωρούμενης ταπείνωσης είτε στη συμπεριφορά (ταπεινοσχημία) είτε στα λόγια (ταπεινολογία) – εκεί οσμίζεσαι την άβυσσο της υπερηφάνειας! Αλλά όταν πιστεύει στον Χριστό ζωντανά και αληθινά, που θα πει βάζει τον εαυτό του «συν πάσι τοις αγίοις» στην οδό των αγίων εντολών Εκείνου. Μόνον ο αγωνιζόμενος στο δρόμο του Κυρίου, εκεί δηλαδή που αφήνει ο πιστός κατά μέρος το δικό του εγωιστικό θέλημα για να υπακούει στο θέλημα του Χριστού, βρίσκει την αληθινή και γνήσια ταπείνωση, την αγία ταπείνωση κατά μέγα Πορφύριο, δηλαδή βρίσκει με έκπληξη και χαρά τον ίδιο τον Κύριο να κατοικεί μέσα του και να του μαθαίνει τι σημαίνει πραότητα και ταπείνωση – είναι θεοδίδακτη η ταπείνωση, χάρισμα κυριολεκτικά του Θεού στον καλοπροαίρετο άνθρωπο. Το είπε ο ίδιος: «Μάθετε από εμένα ότι είμαι πράος και ταπεινός στην καρδιά». Αλλά με την προϋπόθεση που επίσης έθεσε: «άρατε τον ζυγόν μου εφ’ υμάς», σηκώστε τον ζυγό μου, δηλαδή τηρήστε τον λόγο μου – ό,τι χαρακτηρίζεται σταυρικό ήθος που νεκρώνει τον εγωισμό για να ανατείλει η αγάπη.

Πρόκειται για τον καθημερινό αγώνα του εν επιγνώσει χριστιανού που νοηματοδοτεί την πορεία του στον κόσμο τούτο.

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΔΑΝΙΗΛ Ο ΣΤΥΛΙΤΗΣ

«Ο όσιος Δανιήλ έζησε επί Λέοντος του μεγάλου βασιλιά, του Μακέλλη, ορμώμενος από τη Μεσοποταμία, από την περιοχή  των Σαμοσάτων, από κώμη που ονομαζόταν Μαρουθά, και οι γονείς του  ονομάζονταν Ηλίας και Μάρθα. Μετά τον πέμπτο χρόνο της ηλικίας του, οι γονείς του τον έβαλαν σε μοναστήρι, όπου διέπρεψε στην ασκητική ζωή. Όταν ήδη είχε προκόψει στην άσκηση, πήγε προς τον όσιο Συμεών τον στυλίτη και ευλογήθηκε από αυτόν. Κατά θεία αποκάλυψη, ήλθε στα μέρη της Θράκης, κοντά στο Βυζάντιο, στην περιοχή του Ανάπλου. Εκεί κλείστηκε σε κάποιο ειδωλολατρικό ναό και υπέστη πολλούς δαιμονικούς πειρασμούς. Έπειτα ανέβηκε σε κίονα, δείχνοντας πολλή άσκηση και υπομονή, σε ζέστη και σε κρύο, εκτεθειμένος στις προσβολές των ανέμων. Έκανε λοιπόν πολλά θαύματα, τόσο που η φήμη της αρετής του έφτασε και στον βασιλιά Λέοντα, όπως και στον μετά από αυτόν Ζήνωνα και τον τύραννο Βασιλίσκο. Αυτοί επισκέφτηκαν και προσκύνησαν τον άγιο, ο οποίος τους προανήγγειλε αυτά που επρόκειτο να συμβούν, και έτσι βοήθησε την αγία Εκκλησία, που πολεμείτο από τους αιρετικούς. Έζησε τη ζωή του με τρόπο όσιο και άμεμπτο και εξεδήμησε προς τον Κύριο. Τελείται η σύναξή του στην περιοχή του Ανάπλου».

Το Άγιον Όρος θεωρείται και είναι η αναφορά των ορθοδόξων ανά τα πέρατα της Οικουμένης. Μπορεί να ακούγεται ότι και εκεί υπάρχει πολύ γήινο στοιχείο, δεν παύει όμως να προσφέρει, σ’ εκείνους που θα θελήσουν,  όλες τις προϋποθέσεις για υπέρβαση των παθών τους, για κάθαρση της καρδιάς τους, για έλλαμψη θείου φωτός στην ύπαρξή τους. Αν μη τι άλλο, θεωρείται το Όρος τόπος άσκησης και αγιασμού, που στο διάβα των αιώνων γέννησε και ανέδειξε μεγάλους οσίους, οι οποίοι αποτελούν καύχημα της Εκκλησίας. Το Άγιον Όρος έτσι λειτούργησε και λειτουργεί ως σημείο προσανατολισμού, ως εικόνα που παραπέμπει πάντοτε στις αγιασμένες μορφές του, κατανύσσοντας τις καρδιές όλων των καλοπροαιρέτων ανθρώπων. Ποιος για παράδειγμα, ακούγοντας γι’ αυτό – δεν μιλάμε για εκείνους που έχοντας «χαλασμένο» νου διαστρεβλώνουν τα πάντα, παίρνοντας αφορμή από πραγματικά ή φανταστικά σενάρια σκανδάλων – δεν φέρνει στο μυαλό του μορφές σαν των οσίων Παϊσίου, Πορφυρίου, Εφραίμ του Κατουνακιώτη; Όρος Άγιον: «αρκεί το βλέπειν σε και το ακούειν περί σου» για να δώσεις όραμα και ώθηση αναγωγής στην ψυχή του κάθε πιστού!

Γιατί η αναφορά στο Άγιον Όρος σήμερα, που γιορτάζουμε τον όσιο Δανιήλ τον στυλίτη; Για τον απλούστατο λόγο ότι και οι ύμνοι της Εκκλησίας μας, προβάλλοντας τον όσιο, τον χαρακτηρίζουν ως «όρος Άγιον της Εκκλησίας του Χριστού». Που σημαίνει: όπως το επίγειο Άγιον Όρος ανεβάζει την ψυχή του ανθρώπου και μόνο με τη μνήμη του ή την όρασή του, το ίδιο και περισσότερο προκαλείται ο πιστός να ανέβει πνευματικά και μόνο με το άκουσμα του ονόματος του οσίου Δανιήλ. Γιατί; Διότι ο όσιος, κατά τον υμνογράφο του, είναι ο τύπος του ασκητή, του πνευματικού αθλητή, του προθυμότατου αγωνιστή, του εμπειρότατου ιατρού. «Τι να σε ονομάσουμε Δανιήλ; Ασκητή, γιατί τα πάθη σου τα υπέταξας στον νου∙ αθλητή, γιατί έδειξες υπομονή σε κάθε σκληραγωγία∙ στύλο που υψώθηκε από τη γη προς τον ουρανό, στερεωμένο στην πέτρα της αλήθειας∙ αγωνιστή προθυμότατο και ιατρό εμπειρότατο».

Ο υμνογράφος, ο άγιος Ιωσήφ, διευκρινίζει ακόμη περισσότερο τον χαρακτηρισμό του ως «όρους αγίου»: ο όσιος, υπερβαίνοντας τα πάθη του διά της εγκρατείας που επέδειξε,  έφθασε στο όρος της αληθινής απάθειας, συνεπώς, κατά την υπόσχεση του ίδιου του Κυρίου, έγινε κατοικητήριο Εκείνου, ο Οποίος ζει στην κεκαθαρμένη καρδιά του ανθρώπου. «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται». «Αφού έσχισες στα δύο  την θάλασσα των παθών, Πάτερ,  με το ραβδί της εγκράτειας, την διάβηκες,  χωρίς να καταποντιστείς σ’ αυτήν, και έφτασες στο όρος της αληθινής εγκράτειας και μίλησες με τον Θεό διά της καθαρότητας του νου σου». Ο παραλληλισμός είναι σαφέστατος: ο όσιος παρομοιάζεται με τον Μωυσή, ο οποίος κατ’ εντολή του Θεού κτύπησε με το ραβδί του την ερυθρά θάλασσα, ανοίχτηκε αυτή στη μέση, διάβηκε ο λαός του Ισραήλ, ανέβηκε έπειτα ο Μωυσής στο όρος Χωρήβ για τις δέκα εντολές.

Το ιδιαιτέρως αξιοπρόσεκτο στοιχείο του ύμνου, το οποίο έρχεται και επανέρχεται σε όλη σχεδόν την ακολουθία του οσίου, είναι το γεγονός ότι ο   όσιος Δανιήλ υπερέβη τα πάθη του και ανέβηκε στον Θεό με το ραβδί της εγκρατείας. Την εγκράτεια του οσίου Δανιήλ προβάλλει και τονίζει διαρκώς ο άγιος Ιωσήφ, διότι δι’ αυτής πορεύτηκε σε όλη τη ζωή του ο όσιος, αποδεικνύοντας ότι τον νου και την καρδιά του τα είχε μεταθέσει στον Κύριο: μόνον ο «κολληθείς τω Κυρίω» μπορεί να εγκρατευτεί, με την έννοια ακριβώς να περιορίσει την εμπαθή προσκόλλησή του στον κόσμο τούτο.  «Χαλίνωσες, Πάτερ, τις ορέξεις και τις ορμές των παθών, με τους κόπους της εγκράτειας».

Την αρετή της εγκρατείας, που συνιστά καρπό της παρουσίας του αγίου Πνεύματος («ο γαρ καρπός του Πνεύματός εστιν…εγκράτεια»), έχουμε ιδιαιτέρως ανάγκη και εμείς σήμερα, σε εποχή που ο κόσμος με τα θέλγητρά του έχει γίνει σχεδόν η αποκλειστική πηγή ζωής του ανθρώπου, δυστυχώς και του χριστιανού. Αλλά το πράγμα είναι πολύ καθαρό και το τονίζει και η ζωή του οσίου Δανιήλ: δεν μπορεί κανείς να πλησιάσει τον Θεό, δεν μπορεί να ανεβεί λίγο πνευματικά, δεν μπορεί δηλαδή να γευτεί τον Χριστό, χωρίς τη γενική αρετή της εγκρατείας. Στον βαθμό που αρχίζουμε να χαλιναγωγούμε τις ορέξεις μας: στις πράξεις, στα λόγια μας, στις επιθυμίες και τους λογισμούς μας, θα αρχίσουμε να γινόμαστε αληθινοί χριστιανοί. Ειδικά, ενόψει της εορτής των Χριστουγέννων, θα λέγαμε ότι τούτο αποτελεί μονόδρομο.

Δευτέρα 9 Δεκεμβρίου 2024

ΦΩΣ ΩΣ ΙΜΑΤΙΟΝ: ΝΕΟ ΒΙΒΛΙΟ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΝ"

 


     Μόλις τέθηκε σε κυκλοφορία το νέο βιβλίο των εκδόσεων "ἀκολουθεῖν", με τίτλο: "Φῶς ὡς ἱμάτιον" και υπότιτλο "Τομές στή θεωρία καί τήν πράξη τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς" (σελ. 385). 

   Όπως αναφέρεται στο οπισθόφυλλο: «Φῶς ὡς ἱμάτιον», φῶς τό ἔνδυμά Του. Ὁ τίτλος, παρμένος ἀπό τόν 103ο ψαλμό, τόν Προοιμιακό ὀνομαζόμενο πού διαβάζεται καθημερινά στήν ἔναρξη τοῦ ἑσπερινοῦ, ἀναφέρεται  στό Φῶς τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μας, τόν Ὁποῖο προανήγγειλε ἡ Παλαιά Διαθήκη καί ἀπεκάλυψε ὁλοκάθαρα ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός, ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, «ὅτε ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου». Τό Φῶς αὐτό τῆς χάριτός Του πιστεύουμε ὅτι διαχέεται καθαρά στά κείμενα τοῦ παρόντος βιβλίου, πού ἐπιχειροῦν κάποιες Τομές στή Θεωρία καί τήν Πράξη τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, ἀποκαλύπτοντας ὅτι ὅπου δρᾶ Ἐκεῖνος, εἴτε σέ γεγονότα εἴτε σέ ἅγια πρόσωπα, σκότος δέν ὑφίσταται. Γιατί τό σκότος διαπιστώνεται μόνον ἐκεῖ πού ὁ Δημιουργός ἔχει διαγραφεῖ ἀπό τήν ἐλεύθερη βούληση τῶν κτισμάτων Του, στούς ξεπεσμένους ἀγγέλους, τούς δαίμονες, καί στούς ἀνθρώπους ὅταν αὐτοί Τόν ἀρνοῦνται καί ζοῦν «ὡς ἄθεοι ἐν τῷ κόσμῳ».

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

Πρόλογος

Α

1.      Ἐκκλησία καί Ἐνορία

2.      Γνωριμία μέ τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας

3.      Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ (κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη Χρυσόστομο)

4.      Διάκριση καί φιλαδελφία ὡς τρόπος ζωῆς μέσα στήν ἐκκλησιαστική κοινότητα

5.      Τό κέντρο τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ: ἡ ἀγάπη προς τόν Θεό καί τόν συνάνθρωπο

6.      Ἀγαπᾶς τόν ἑαυτό σου;

7.      Ἡ πνευματική ἀνανέωση τοῦ ἀνθρώπου κυρίως μέσα ἀπό τό μυστήριο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως

8.      Ἡ προσωπική βίωση τοῦ μυστηρίου τῆς ἱερωσύνης καί ὁ προσωπικός ἁγιασμός ὡς προϋποθέσεις τοῦ ἀληθοῦς ἐπανευαγγελισμοῦ τοῦ κόσμου

9.      Τό νόημα τῶν ἐγκαινίων ἑνός χριστιανικοῦ ναοῦ

 

Β

1.      «Ἐξαγοραζόμενοι τόν καιρόν…»

2.      Τό «Μαρτύριον» τοῦ ἁγίου Πολυκάρπου Σμύρνης

3.      Ὁ ὅσιος Πατήρ ἡμῶν Ἀντώνιος ὁ μέγας

4.       Ἡ ἁγία μεγαλομάρτυς Βαρβάρα

5.      Ὁ ἅγιος ἐθνο-ιερομάρτυς Χρυσόστομος Σμύρνης

6.      Ὅσιος Ἰάκωβος (Τσαλίκης) ὁ Εὐβοεύς

7.      Πῶς νά βλέπουμε τόν Χριστό; (κατά τόν ὅσιο Πορφύριο τόν καυσοκαλυβίτη)

8.      Μυστικά τῆς πνευματικῆς ζωῆς

9.      Μία συνέντευξη στήν ἐφημερίδα «ΚΙΒΩΤΟΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ»

Κυριακή 8 Δεκεμβρίου 2024

Ο ΠΙΟ ΚΑΛΟΣ ΜΑΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ

 

«Πολλές συμβουλές δίνονται για το συμφέρον μας, τίποτε όμως δεν είναι πιο αρμόδιο στον καθένα από τη δική του γνώμη, δηλαδή τη συνείδησή του» (όσιος Μάρκος ο ασκητής, Περί πνευματικού νόμου, κεφ. 68).

Ο όσιος Μάρκος (4ος αι.) αποτελεί έναν από τους μεγάλους ασκητικούς διδασκάλους, που επηρέασε θετικά τη ζωή πολλών συνανθρώπων του διαχρονικά, όπως τον όσιο Συμεών τον νέο θεολόγο για παράδειγμα – δεν είναι τυχαίο ότι στη Βυζαντινή εποχή επικρατούσε η γνώμη «πώλησον πάντα και αγόρασον Μάρκον»! Στο συγκεκριμένο μικρό κεφάλαιο του έργου του «Περί πνευματικού νόμου» προβαίνει σε μία εξαιρετική παρατήρηση που αποκαλύπτει τη βαθειά γνώση του για τον άνθρωπο, γνώση που απέκτησε και από τη μελέτη της Αγίας Γραφής και των προγενεστέρων από αυτόν Πατέρων, κυρίως όμως από την ασκητική του πείρα δεκαετιών πνευματικής εκκλησιαστικής ζωής.

Τι παρατηρεί ο άγιος; Πολλοί άνθρωποι γύρω μας – κι εμείς οι ίδιοι για τους άλλους – είναι έτοιμοι να μας βοηθήσουν με τη συμβουλή τους, όταν αντιμετωπίζουμε ένα πρόβλημα, συχνά μάλιστα και όταν δεν έχουμε πρόβλημα, και να μας υποδείξουν πράγματι το συμφέρον για εμάς. Αλλά και πολλά βιβλία υπάρχουν, παλαιότερα και νεώτερα, που εξίσου μας βοηθούν με τα γραφόμενά τους στην επιλογή της ορθής κατεύθυνσης της ζωής μας -  η Αγία Γραφή, τα Πατερικά κείμενα, όλα τα εκκλησιαστικά γενικώς βιβλία δεν εντάσσονται μέσα σ’ αυτήν τη χορεία των ωφέλιμων βιβλίων; Υπάρχει μάλιστα μία τέτοια ετοιμότητα παροχής συμβουλών από κάποιους συνανθρώπους μας, που λειτουργεί μάλλον αρνητικά ακόμη κι όταν χρειαζόμαστε τη γνώμη και τη συμβουλή τους – νιώθουμε ότι συμπεριφέρονται ως οι δάσκαλοι που από θέση ισχύος και αφ’ υψηλού μάς προσφέρουν τα φώτα τους! Για τέτοιους «έτοιμους» προς διδασκαλία ανά πάσα στιγμή πρέπει να προέτρεψε ο άγιος Ιάκωβος ο αδελφόθεος στην καθολική επιστολή του «μη πολλοί διδάσκαλοι γίνεσθε, αδελφοί μου, ειδότες ότι μείζον κρίμα ληψόμεθα» - γνωρίζοντας ότι θα λάβουμε μεγαλύτερη καταδίκη!

Ανεξάρτητα όμως από τις συμβουλές που καλή ή κακή τη πίστει δίνουμε στους άλλους, συμβουλές πάντα για το συμφέρον τους που ο άγιος Μάρκος δεν αμφισβητεί, προβαίνει είπαμε στη βαθειά ανθρωπολογική παρατήρηση: ό,τι καλή συμβουλή κι αν μας δώσει ο άλλος, ο συνάνθρωπος, εάν εμείς οι ίδιοι δεν την αποδεχτούμε μέσα μας, αν δηλαδή δεν γίνουμε οι ίδιοι συμβουλάτορες και «ποιμένες» του εαυτού μας μέσω της συνειδήσεώς μας, μικρή επίδραση μπορεί να έχει για τη ζωή μας. Γιατί αυτό; Διότι - πέραν του γεγονότος ότι ο καθένας γνωρίζει καλύτερα από τους άλλους το τι συμβαίνει μέσα του, όπως σημειώνει ο απόστολος Παύλος:  «ουδείς γινώσκει ανθρώπων τα του ανθρώπου ει μη το πνεύμα του ανθρώπου το εν αυτώ» - ο ίδιος τελικώς είναι αποκλειστικά υπεύθυνος για τον εαυτό του και η δοσμένη από τον Θεό ελευθερία του είναι το πιο καθοριστικό και «κανονιστικό» στοιχείο για την πορεία της ζωής του. Όταν ο ίδιος ο Κύριος καλούσε να Τον ακολουθούν «όσοι θέλουν»  - «όστις θέλει οπίσω μου ελθείν» - τι άλλο ήθελε να μας πει πέραν της αλήθειας αυτής; Γι’ αυτό και δεν έχει καμία σημασία η διά της βίας επιβολή μίας «πνευματικής» ζωής επάνω μας, (και δεν εννοούμε τη χρήση βίας της οργανωμένης Πολιτείας εναντίον αυτών που χρησιμοποιούν βία κατά των άλλων!), μάλιστα καταφέρνει το εντελώς αντίθετο: να αντιδρούμε έστω κι αν αναγνωρίζουμε τον θετικό για εμάς χαρακτήρα της! «Ιδού έστηκα επί την θύραν και κρούω» ακούγεται ο παρήγορος λόγος του Κυρίου για τον καθένα μας. «Όποιος ακούσει και μου ανοίξει, θα εισέλθω και θα παρακαθήσω μαζί του».

Οπότε το ζητούμενο για τον άγιο που εκφράζει συνολικά την ανθρώπινη φύση εν προκειμένω, είναι να στρέψει ο καθένας την προσοχή του στην επιμέλεια της συνειδήσεώς του – αυτή δίνει τις πιο ορθές συμβουλές ως η πιο αρμόδια! Κι επιμέλεια σημαίνει να φροντίζει ο άνθρωπος να τη διατηρεί καθαρή με την τήρηση των εντολών του Θεού. Όσο ο πιστός «κυνηγάει» με επίγνωση, δηλαδή με δική του ευθύνη και απόφαση, τους λόγους του Κυρίου για να τους εφαρμόσει, τόσο και μεταθέτει εαυτόν στον χώρο συντονισμού του με το φως του Θεού, συνεπώς πορεύεται μέσα στο άπλετο φως της παρουσίας Εκείνου – γίνεται όντως «θεοδίδακτος». Γι’ αυτό και δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι το αμέσως επόμενο κεφάλαιο του κειμένου του αγίου Μάρκου λέει: «Εάν αποζητείς τη θεραπεία της ψυχής, να επιμελείσαι τη συνείδησή σου. Να εφαρμόζεις όσα σου υπαγορεύει και θα ωφεληθείς» (69).

Ποιο το πρακτέο; Μη σπεύδουμε πρώτα από όλα να κάνουμε το δάσκαλο, δίνοντας συμβουλές. Ακόμη κι αν φορτικά ο άλλος μάς το ζητάει, πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί. Και στην περίπτωση αυτή, μετά από προσευχή μυστική για να μας φωτίσει ο Θεός, λέμε τη γνώμη μας, αφήνοντας όμως τον άλλο να αποφασίσει τι θα κάνει. Οι σύγχρονοι ψυχολόγοι έχουν καταλάβει πολύ καλά το σημείο αυτό: αποφεύγουν να δίνουν συμβουλές σ’ αυτούς που καταφεύγουν στη βοήθειά τους, καθοδηγώντας τους να βρουν μόνοι τους την απάντηση στα προβλήματά τους. Γιατί μάλλον όλοι γνωρίζουμε τη «λύση» σε ό,τι μας απασχολεί, αλλά αγνοούμε τον τρόπο να την ακολουθήσουμε, ή συχνότερα δεν βρίσκουμε τη δύναμη για κάτι τέτοιο. Και το ίδιο σ’ ένα βαθμό συμβαίνει και με τους γονείς: όσο τα παιδιά τους είναι μικρά, ναι, το παράδειγμά τους πρώτιστα και ο λόγος τους έπειτα θα γίνονται οι καθοδηγοί τους. Όταν μεγαλώσουν όμως και μάλιστα στην εφηβεία τους, εκεί χρειάζεται πολύ περίσκεψη και φειδώ: η σπουδή για συμβουλές, και μάλιστα με προτεταμένο δάχτυλο, είναι η βόμβα για να κλονίσει τη σχέση των γονιών με τα παιδιά και να τους δώσει το «πάτημα» να αντιδράσουν και να κάνουν το εντελώς αντίθετο από τη συμβουλή τους. Η διαρκής ορθή πρόταση στην περίπτωση αυτή, αλλά και πάντα, είναι «να έρθουν στο φιλότιμο»! Γιατί «φιλότιμο» και προσωπική ευθύνη είναι ακριβώς το ίδιο!

Νεαρός υποτακτικός βρέθηκε στο ασκηταριό του μεγάλου οσίου Ποιμένα. Κι ο όσιος δεν του υπεδείκνυε τίποτε, δεν τον συμβούλευε. Κι όταν εκείνος παραπονέθηκε σε άλλον αδελφό της συνοδείας για τη «σιωπή» του Γέροντα, ο όγιος Γέρων που πληροφορήθηκε το παράπονο είπε: «Ό,τι βλέπει να κάνω εγώ ας κάνει και εκείνος»! Η συμβουλή με άλλα λόγια που κραυγάζει η ίδια η ζωή μας, και δευτερευόντως ο λόγος μας, είναι η πιο αξιόπιστη και δυνατή συμβουλή: κάνει τον άλλον να την αποδεχτεί ως πρόταση και της δικής του ζωής. Κι αυτή η συμβουλή πια είναι η πιο «αρμόδια»!   

Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου 2024

ΝΑ ΣΥΝΕΛΘΟΥΜΕ ΚΑΙ ΝΑ ΠΑΥΣΟΥΜΕ ΝΑ ΚΑΤΑΚΡΙΝΟΥΜΕ!

«Μη λησμονείς και τούτο, και έτσι οπωσδήποτε θα συνέλθεις και θα παύσεις να κρίνεις αυτόν που έσφαλε. Ο Ιούδας ανήκε στη χορεία των μαθητών, ενώ ο ληστής στη χορεία των φονέων. Και είναι άξιο θαυμασμού πώς μέσα σε μία στιγμή ο ένας πήρε τη θέση του άλλου!» (Άγιος Ιωάννης Κλίμακος, λόγ. ι΄ 4).

Είναι φοβερή η επισήμανση του οσίου. Aυτός που καταλαλεί και κατακρίνει τον συνάνθρωπό του είναι σαν τον άσωτο της γνωστής παραβολής: χαμένος και πνευματικά νεκρός! Γιατί τι λέει; Αν σταματήσεις την κατάκριση, τότε θα σημαίνει ότι έχεις συνέλθει. Όπως συνήλθε και ο άσωτος κάποια στιγμή – «εις εαυτόν ελθών» - και πήρε τον δρόμο της επιστροφής. Η ακατακρισία λοιπόν είναι δείγμα μετανοίας, η κατάκριση φανερώνει την έλλειψη της μετανοίας. «Όπως δεν συμβιβάζεται η φωτιά με το νερό, έτσι και η κατάκριση με εκείνον που αγαπά τη μετάνοια» (8). Οπότε, γνώριζε πως κατακρίνοντας τον συνάνθρωπό σου δίνεις το «στίγμα» σου: βρίσκεσαι διαμετρικά αντίθετος  προς τον Θεό, αλλά και προς τον ίδιο τον αληθινό εαυτό σου. Που θα πει πως η κατάκριση είναι πάντοτε καρπός της απόλυτης μοναξιάς! Είναι το γνώρισμα της πνευματικής ορφάνιας και της χωρίς ταυτότητα ζωής! Τι χειρότερο μπορεί να υπάρξει; «Γεννιέται από το μίσος», συμπληρώνει ο άγιος, «κι είναι αρρώστια λεπτή αλλά και παχιά. Και σε κάνει να νιώθεις ψυχικά βρόμικος και με βαριά καρδιά» (1).

Με  τετράγωνη λογική μάλιστα αποδεικνύει την απάτη της κατάκρισης: όχι μόνο αυτός που κατακρίνει δεν έχει σχέση με τον Θεό, αλλά και δεν λέει ποτέ την αλήθεια. Κι αν την πει, θα εκφράζει ένα μικρό μόνο μέρος της, γιατί θα του διαφεύγει το όλον. Και ξέρουμε ότι χειρότερο πράγμα και από το ψέμα είναι η … μισή αλήθεια! Τι διαφεύγει λοιπόν από τον εργάτη αυτόν της ανομίας; Το βάθος της πραγματικότητας, εκεί που υπάρχει όμως και κινείται η όντως αλήθεια. Γιατί ο άνθρωπος είναι αληθινός στην καρδιά του, στα μέσα του, κάτι που είχαν ήδη επισημάνει και οι αρχαίοι ακόμη Έλληνες φιλόσοφοι, σαν τον Ηράκλειτο: «η αλήθεια κρύπτεσθαι φιλεί», η αλήθεια αγαπάει να κρύβεται. Αν μένεις λοιπόν στην επιφάνεια – κι εκεί πάντοτε μένεις αφού στηρίζεσαι στην «αλήθεια» των αισθήσεών σου: ό, τι βλέπεις και ακούς – τότε η κρίση σου είναι πλανεμένη, έστω κι αν νομίζεις ότι είναι αληθινή.

Κοίτα λοιπόν το παράδειγμα του οσίου: ο Ιούδας και ο ληστής. Αντικειμενικά, ο ένας ήταν από τους πιο κοντινούς του Κυρίου, κι ο άλλος από τους πιο μακρινούς Του. Και σε μία στιγμή τα πράγματα άλλαξαν: ο μαθητής γίνεται προδότης και απομακρύνεται οριστικά από Εκείνον, ο ληστής γίνεται ο πρώτος που μπαίνει στον Παράδεισο. Το λέει κι αλλιώς ο όσιος: «Είδα άνθρωπο που φανερά αμάρτησε, αλλά μυστικά μετάνιωσε. Και αυτόν που εγώ τον κατέκρινα ως ανήθικο, ο Θεός τον θεωρούσε αγνό, διότι με τη μετάνοιά του Τον είχε πλήρως εξευμενίσει» (6).

Δεν είναι τυχαία η συμφωνία των αγίων Πατέρων πως «ο νόμος του ανθρωπίνου νου είναι η πλάνη».

Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2024

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ

«Ο όσιος έζησε επί της βασιλείας Λέοντος του Ισαύρου και Κωνσταντίνου του υιού του (8ος αι.) και καταγόταν από λαμπρό γένος που διακρινόταν για την ορθόδοξη πίστη του. Ο πατέρας του ήταν φιλάρετος άνθρωπος, ο οποίος έδωσε στον υιό του Ιωάννη τη δυνατότητα να εκπαιδευθεί στα ελληνικά γράμματα, αλλά και να εξερευνήσει καλά τον βυθό της θεόπνευστης Γραφής. Αργότερα ο Ιωάννης ακολούθησε τον μοναχικό βίο μαζί με τον μακαριότατο Κοσμά που ζούσαν μαζί (ως αδέλφια, γιατί τον είχε υιοθετήσει ο πατέρας του οσίου) και που ύστερα έγινε επίσκοπος της περιοχής Μαϊουμά. Και οι δύο λοιπόν εκπαιδεύθηκαν από έναν δάσκαλο, που και εκείνος λεγόταν Κοσμάς (ο επιλεγόμενος  Ασηκρίτης: σύμβουλος και ιδιαίτερος γραμματέας) και είχε εξαγοραστεί από τον πατέρα τού Ιωάννη μαζί με άλλους αιχμαλώτους. Ο Ιωάννης και ο (θετός) αδελφός του Κοσμάς λοιπόν αφού έφτασαν στο άκρο σημείο της σοφίας, με τέτοιο δάσκαλο που είχαν, έπειτα έγιναν μοναχοί, αφιερωμένοι στον Θεό.

Ο Ιωάννης παραδόθηκε εντελώς στον προεστώτα της Μονής του αγίου Σάββα, ο οποίος του δίδασκε προσωπικά τη μακάρια αρετή της υπακοής. Σ’ αυτόν τον προεστώτα λοιπόν λέγεται ότι του εμφανίστηκε η Υπεραγία Θεοτόκος σε όνειρο και του είπε (όσο ακόμη ο Ιωάννης ζούσε μαζί με τον διδάσκαλο), ή μάλλον του έδωσε εντολή να επιτρέψει στον μαθητή του Ιωάννη να συνθέσει ύμνους προς δόξαν του Χριστού που γεννήθηκε ασπόρως από αυτήν, και για καύχημα αυτών που οφείλουν να δοξολογούν την Ίδια μέσα από την καρδιά τους. Αυτό λοιπόν και συνέβη, οπότε ο Ιωάννης άρχισε να γράφει ύμνους και λόγους.

Χωρίς λοιπόν να εγκαταλείψουν καθόλου την ασκητική τους διαγωγή ο Ιωάννης και ο Κοσμάς, ο μεν μακάριος Κοσμάς αφού άφησε πολλά συγγράμματα στην Εκκλησία, αναπαύτηκε εν ειρήνη. Ο δε αοίδιμος Ιωάννης, αφού έπραξε και αυτός τα όμοια με τον Κοσμά και πλείστα άλλα∙   αφού μάλιστα με τη δύναμη των λόγων του και με τις σοφές αποδείξεις από τις Γραφές στηλίτευσε πάρα πολύ τη δυσεβή αίρεση των Εικονομάχων και άφησε πολλά συγγράμματα στην Εκκλησία του Θεού με τα οποία βρίσκεται η καθαρή γνώσις σχεδόν κάθε θέματος που αναζητεί κανείς, σε βαθύ γήρας έφυγε από τη ζωή αυτή, σε ηλικία εκατόν τεσσάρων χρονών (κατ’ άλλους ογδόντα τεσσάρων χρονών)».  

Τρία είναι κυρίως τα σημεία στα οποία κινείται η χαριτόβρυτη γραφίδα του αγίου υμνογράφου Στεφάνου του Σαββαῒτου, προκειμένου να υμνήσει τον μεγάλο Πατέρα και υμνογράφο της Εκκλησίας Ιωάννη τον Δαμασκηνό. Πρώτον, ο αντιαιρετικός του αγώνας εναντίον όλων εκείνων των κακοδόξων, οι οποίοι διαστρέβλωναν την ορθόδοξη πίστη και για την αγία Τριάδα και για τον Κύριο Ιησού Χριστό. Δεύτερον, ο υμνολογικός όγκος των ποιημάτων του, με τα οποία δοξάζεται πέραν από την αγία Τριάδα και τον Κύριο, η Υπεραγία Θεοτόκος (που κατ’  εντολήν Εκείνης ενεργοποιήθηκε το υμνολογικό του χάρισμα) και όλοι οι άγιοι της Εκκλησίας. Τρίτον, η βασική προϋπόθεση για να υπάρχει όλο το έργο του αγίου και όλη η προσφορά του στην Εκκλησία, ιδίως δε να υφίσταται στους αιώνες το δώρο του Θεού που είναι η ίδια η ύπαρξή του: ο εσωτερικός άγρυπνος νηπτικός του αγώνας που εκφραζόταν με την όλη ασκητική του προσπάθεια και αγωγή.

Κι αξίζει να τονίσει κανείς από το πρώτο σημείο, ότι όντως ο άγιος αγωνίστηκε στην εποχή του κατά όλων των αιρέσεων, κυρίως όμως κατά της αίρεσης της εικονομαχίας: της αμφισβήτησης της ύπαρξης των εικόνων στην Εκκλησία, αίρεσης που απεδείκνυε στην πραγματικότητα τη συνέχεια των χριστολογικών αιρέσεων του μονοφυσιτισμού (:ο Χριστός είναι μόνον Θεός) αλλά και του νεστοριανισμού (: ο Χριστός είναι μόνον άνθρωπος), επομένως πιο πίσω οδηγούσε και στις τριαδολογικές αιρέσεις, όπως του αρειανισμού και των Πνευματομάχων. «Έλεγξες με σαφήνεια εγγράφως, Ιωάννη, τη διαίρεση του Νεστορίου, τη σύγχυση του Σεβήρου, την παρανοϊκή πίστη αυτών που έλεγαν ότι ο Κύριος έχει μία μόνο θέληση και μία ενέργεια, καθώς άστραψες σε όλον τον κόσμο το φως της ορθοδοξίας» (ωδή η΄). Κι ακόμη: «Έσπειρε ο εχθρός (διάβολος), κατά τη συνήθειά του, τα ζιζάνια των αιρετικών στην Εκκλησία του Χριστού: δηλαδή να αθετείται η προσκύνηση Εκείνου με τις σεπτές εικόνες. Όμως βρήκε εσένα, Ιωάννη, να είσαι ξύπνιος και να ξεριζώνεις κάθε νόθο σπόρο» (ωδή η΄).

 Εννοείται βεβαίως ότι ο αντιαιρετικός αγώνας του αγίου γινόταν πάντα με θετική φορά∙ δηλαδή με την παρουσίαση και έκθεση ταυτοχρόνως των ορθοδόξων δογμάτων, τα οποία διαφυλάσσουν την αλήθεια της αποκάλυψης του Χριστού. Το σημειώνει με σαφήνεια ο υμνογράφος: «Ανέτρεψες με τη σοφία σου τις αιρέσεις, παμμακάριστε πάνσοφε Ιωάννη, και έδωσες το ορθόδοξο δόγμα στην Εκκλησία, προκειμένου να έχει την ορθή πίστη αλλά και να δοξολογεί ορθά την αγία Τριάδα ως Μονάδα τρισυπόστατη σε μία ουσία» (εξαποστειλάριο). Δεν θέλουμε να επεκταθούμε σε περισσότερες αναλύσεις και με περισσότερες παραπομπές του κανόνα του αγίου. Εκείνο όμως που δεν πρέπει να ξεχνάμε, κάθε φορά μάλιστα που εισερχόμαστε σε οποιοδήποτε ναό ή και στο σπίτι μας με το προσκυνητάρι μας, είναι ότι για την ύπαρξη των εικόνων που και μόνο βλέποντάς τες αναγόμαστε στον Κύριο και σε όλους τους αγίους εν κατανύξει, ο πρώτος Πατέρας που θεολόγησε γι’  αυτές φανερώνοντας την αίρεση των εικονομάχων είναι ακριβώς ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Στη θεολογία κυρίως εκείνου στηρίχτηκε η Εκκλησία μας κατά την έβδομη Οικουμενική Σύνοδο (787) για να δογματίσει θεοπρεπώς.

Από το δεύτερο σημείο του υμνολογικού πλούτου του χαρίσματός του να πούμε, ακολουθώντας τον άγιο υμνογράφο, ότι πράγματι όχι μόνο τον Θεό μας: την αγία Τριάδα και τον Κύριό μας, αλλά και την Παναγία μας (κατεξοχήν Αυτήν) και όλους τους αγίους υμνολόγησε ο άγιος Ιωάννης. Είδαμε ότι η ίδια η Θεοτόκος ήταν Εκείνη που με εντολή Της ενεργοποίησε το χάρισμα του αγίου, σε βαθμό που πολλοί ύμνοι της Εκκλησίας μας που τους έχουμε στο στόμα και την καρδιά μας (όπως π.χ. η αναστάσιμη υμνολογία ή οι ιαμβικοί κανόνες των Χριστουγέννων) είναι του αγίου Δαμασκηνού, πολύ περισσότερο δε οι τριαδολογικοί λεγόμενοι κανόνες του, του Σαββατοκύριακου, όπου εκεί ανοίγεται κυριολεκτικά ο νους του πιστού ανθρώπου για να δει την πίστη του σε όλες της τις διαστάσεις. Δεν είναι τυχαίο ότι ο όσιος μέγας Πορφύριος αγαπούσε υπερβαλλόντως τους κανόνες αυτούς, τους έψελνε, τους μάθαινε απ’ έξω, εντρυφούσε στη θεολογία τους. Κυρίως αυτούς είχε υπόψη όταν έλεγε σε νεαρό που ήθελε να σπουδάσει θεολογία ότι και μόνον η προσεκτική και στοχαστική με προσευχητική διάθεση εντρύφηση στους τριαδολογικούς κανόνες ισοδυναμεί με τη λήψη ενός θεολογικού πτυχίου.

«Δίδαξες όλους τους υιούς της Εκκλησίας να υμνολογούν ορθοδόξως τη σεπτή Τριαδική Μονάδα, όπως και να θεολογούν τη θεία σάρκωση του Λόγου του Θεού, διατρανώνοντας με σαφήνεια, Ιωάννη, τα δυσκολονόητα για τους πολλούς των ιερών συγγραφών» (ωδή θ΄). Αλλά και: «Υμνολόγησες, όσιε, τα τάγματα των αγίων, την αγνή Θεοτόκο, τον Πρόδρομο του Χριστού, κι ακόμη τους Αποστόλους, τους Προφήτες, τους σοφούς Διδασκάλους μαζί με τους ασκητές, τους Δίκαιους και τους Μάρτυρες, γι’ αυτό και τώρα βρίσκεσαι στις δικές τους σκηνές» (ωδή θ΄). Θα ήταν καλό, έστω και ως γνώση, να πούμε ότι στο όνομά του αναφέρονται 531 ειρμοί, 115 τουλάχιστον κανόνες, 453 ιδιόμελα και 139 στιχηρά προσόμοια, όπως και ότι στο δικό του όνομα επίσης προσγράφονται και τα νεκρώσιμα ιδιόμελα.

Το τρίτο σημείο είναι αυτό στο οποίο κυριολεκτικά αναλώνεται ο όσιος Στέφανος, ο υμνογράφος του. Θα λέγαμε ότι έχει τη διαρκή έγνοια μη τυχόν και θεωρήσει κανείς το έργο του αγίου Δαμασκηνού ως καρπό μίας διανοητικής και μόνο αναζήτησης ή ενός σπουδαίου έστω στοχασμού. Απαρχής μέχρι τέλους προσανατολίζει τη σκέψη μας, αλλά και την προσευχή μας, στα ένδον του αγίου: στην καρδιά του και τον πνευματικό αγώνα τον οποίο έκανε, ώστε να μας κάνει να καταλάβουμε πως ό,τι έγραψε και έκανε ο άγιος ήταν απαύγασμα της προσευχομένης βαθειάς καρδιάς του – μία έμπνευση Θεού (για να θυμηθούμε τον άγιο Σωφρόνιο της εποχής μας). Δεν παύει να μας λέει ότι ο Κύριος και το Άγιο Πνεύμα ήταν οι πηγές έμπνευσης του οσίου Ιωάννη, γιατί ο ίδιος με τη θερμότητα της αγάπης του προς τον Θεό κατέστησε τον εαυτό του, την ψυχή και το σώμα του, δεκτικό έδαφος για να αρδευτεί από τον Ουρανό.

Εντελώς δειγματοληπτικά: «Φωτίστηκες κατά το οπτικό της ψυχής από το λαμπρός φως της Τριάδος. Εισήλθες μέσα στον γνόφο του Πνεύματος» (στιχ. εσπερ.). «Ένδοξε Πάτερ Ιωάννη, απομακρύνθηκες από την κοσμική ταραχώδη σύγχυση και έτρεξες στη γαλήνη του Χριστού. Και πράγματι έτσι πλούτισες από τη θεϊκή θεωρία και την πράξη» (απόστ. εσπ.). «Δάμασες με πολλούς ιδρώτες της ασκήσεως το σώμα σου, γι’ αυτό και εύκολα ανέβηκες σε ουράνιο ύψος, εκεί που σου δίνονται τα θεϊκά μέλη, τα οποία μελώδησες δυνατά, πάτερ όσιε, στους φίλους του Κυρίου» (κοντάκιο).  «Αφού έκανες πέρα την απάτη του βίου και σήκωσες τον Σταυρό του Κυρίου, πάλαιψες δυνατά με την άσκησή σου τον Πονηρό» (κάθισμα δοξαστικό όρθρου) κ.ά.π.

Στο πρόσωπο του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού βλέπουμε τι σημαίνει μεγάλος Πατέρας της Εκκλησίας: να συμβασιλεύει με τον Κύριο, αλλά και να είναι ο φίλος και ο προστάτης μας σε όλα τα δύσκολα του βίου.

Η ΑΓΙΑ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΒΑΡΒΑΡΑ

«Η αγία Βαρβάρα ζούσε επί Μαξιμιανού, του βασιλιά του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους, κόρη κάποιου ειδωλολάτρη Διοσκόρου, ο οποίος την φύλασσε  σε υψηλό πύργο, λόγω της ανθηρής σωματικής ωραιότητάς της. Το γεγονός ότι ήταν κόρη που σεβόταν τον Χριστό δεν άργησε να έλθει σε γνώση του πατέρα της. Έμαθε δηλαδή τα σχετικά με την πίστη της, όταν ανοικοδομούσε λουτρό. Κι ενώ αυτός είπε να φτιάξουν δύο παράθυρα σ’ αυτό, η Βαρβάρα έδωσε εντολή να φτιάξουν τρία. Κι όταν την ρώτησε το γιατί, είπε «για να είναι επ’ ονόματι του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος». Μόλις άκουσε την απάντησή της εκείνος, αμέσως όρμησε εναντίον της για να τη σκοτώσει με το ίδιο του το ξίφος. Ξέφυγε όμως η Βαρβάρα και εισήλθε μέσα σε πέτρα που άνοιξε στα δύο. Την καταδίωξε όμως ο πατέρας της και την βρήκε, οπότε την άρπαξε από τα μαλλιά και την παρέδωσε στον ηγεμόνα της χώρας. Μπροστά σ’  αυτόν η αγία ομολόγησε τον Χριστό και καθύβρισε τα είδωλα, με αποτέλεσμα να κτυπηθεί σκληρά, να ξυσθούν οι σάρκες της, να κατακαούν οι πλευρές της και να κτυπηθεί το κεφάλι της με σιδερένιες σφαίρες. Έπειτα την περιέφεραν στην πόλη γυμνή, την ξανακτύπησαν, μέχρις ότου δέχτηκε το διά ξίφους τέλος από τον πατέρα της που την σκότωσε με τα ίδια του τα χέρια. Αυτός λέγεται ότι μετά τη σφαγή της, κατεβαίνοντας από το βουνό, κτυπήθηκε από κεραυνό και ξεψύχησε».

Με την αγία Βαρβάρα -  μάλλον και με αυτήν -  πραγματοποιείται ο λόγος του Κυρίου: «ο φιλών πατέρα ή μητέρα… υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος». Ο Κύριος δηλαδή ζητά την αγάπη του ανθρώπου υπεράνω όλων των επιγείων αγαπών, έστω κι αν πρόκειται για τους γονείς, για τα τέκνα, για τον ή την σύζυγο, για τον ίδιο τον εαυτό μας. Όχι διότι απορρίπτει την αγάπη προς αυτούς – τούτο θα ήταν οξύμωρο, αφού  ο Ίδιος έχει νομοθετήσει την αγάπη προς όλους, και μάλιστα προς τους γονείς – αλλά διότι η αγάπη προς Εκείνον, η αγάπη δηλαδή προς τον Θεό, αν δεν είναι υπεράνω όλων, σημαίνει ότι η όποια άλλη αγάπη θα λειτουργεί μέσα σε πλαίσια που έχουν το στοιχείο του εγωισμού, το στοιχείο τελικώς της νοσηρότητας. Έτσι η απόλυτη αγάπη προς τον Θεό στην πραγματικότητα καθαρίζει όλες τις άλλες αγάπες και τις κάνει να φανερωθούν στην πιο καθαρή μορφή τους. Από την άποψη αυτή η άρνηση της Βαρβάρας να υπακούσει στον πατέρα της, ναι μεν φανέρωνε την «πυρωμένη προς Θεόν» αγάπη της,  από την άλλη όμως αποτελούσε έκφραση αγάπης και προς εκείνον, γιατί του έδινε πρόκληση μετανοίας και αλλαγής: να φύγει από την αθεΐα του, άσχετα προς το γεγονός ότι εκείνος τελικώς απέρριψε την πρόκληση αυτή. «Πληγωμένη από το γλυκύτατο βέλος του πόθου σου ως νυμφίου, Δέσποτα, η αθληφόρος Βαρβάρα, βδελύχθηκε όλην την αθεΐα του πατέρα της».

Η αντιθετική σχέση της αγίας Βαρβάρας με τον πατέρα της δίνει την ευκαιρία στον εκκλησιαστικό ποιητή αφενός να θυμηθεί ότι εκπληρώνεται έτσι η προφητεία του Κυρίου ότι «εχθροί του ανθρώπου οι οικειακοί αυτού» και ότι «λόγω Εκείνου θα στραφεί ο πατέρας εναντίον του παιδιού και το παιδί εναντίον του πατέρα» - «Φάνηκε με σαφήνεια, Χριστέ, εκπληρωμένη η προφητεία σου: ο πατέρας δηλαδή προδίδει σε φόνο το τέκνο του» -  αφετέρου ότι ισχύει πάντοτε η παροιμία που λέει: «από ρόδο βγαίνει αγκάθι και από αγκάθι βγαίνει ρόδο», δηλαδή ότι υπάρχουν συχνά περιπτώσεις που το οικογενειακό περιβάλλον δεν καθορίζει τη διαμόρφωση  των παιδιών και την πορεία της ζωής του. «Η Βαρβάρα ευωδίασε την Εκκλησία του Χριστού, σαν ιερότατο ρόδο που βγήκε από αγκάθινη ρίζα».

Ο υμνογράφος της αγίας μένει έκθαμβος μπροστά στην ψυχική δύναμη που της έδινε η αγάπη της προς τον Χριστό. Για να τονίσει ότι όπου υπάρχει ο πόθος για Εκείνον, τίποτε δεν μπορεί να σταθεί εμπόδιο, ακόμη και η θεωρούμενη αδυναμία της γυναικείας φύσεως, η νεότητα με τα θέλγητρα που της παρουσιάζονται, η ομορφιά του σώματος, ο πλούτος, οι ηδονές. «Ούτε η ευχαρίστηση της τρυφής ούτε το άνθος του κάλλους και ο πλούτος, ούτε οι ηδονές της νεότητας σε γοήτευσαν, ένδοξη Βαρβάρα, γιατί νυμφεύθηκες τον Χριστό, καλλιπάρθενε». «Για τους αγώνες της τελειότητας, κανένα εμπόδιο δεν φάνηκε η ασθένεια της γυναικείας φύσεως και η νεότητα της ηλικίας». Η αγία Βαρβάρα αποτελεί την απάντηση σε όλους εκείνους που είναι έτοιμοι να δικαιολογήσουν κάθε παρεκτροπή της νεότητας, επικαλούμενοι ακριβώς αυτήν ως επιχείρημά τους. Τα πάντα ήταν μπροστά στα πόδια της αγίας: και οι ηδονές και τα πλούτη και η δόξα. Μπροστά όμως στον Χριστό, όλα θεωρήθηκαν από αυτήν ως «σκύβαλα», όπως λέει αντιστοίχως και ο απόστολος Παύλος. «Ηγούμαι πάντα σκύβαλα είναι, ίνα Χριστόν κερδήσω». Όλα τα θεωρώ σκουπίδια, προκειμένου να κερδίσω τον Χριστό.

Ο άγιος Στέφανος ο Σαββαΐτης, ο υμνογράφος της αγίας, δεν μπορεί να αφήσει ασχολίαστο το γεγονός της γυμνής περιφοράς της στην πόλη, που συνιστούσε ένα από τα σκληρότερα μαρτύρια της σεμνής Βαρβάρας. Ως άνθρωπος όμως πίστεως το βλέπει με πνευματικούς οφθαλμούς, βλέπει δηλαδή εκείνα που βρίσκονται και πίσω από το γεγονός. «Λαμπρός άγγελος, σεμνή Βαρβάρα, σε έντυσε με φωτεινή στολή και σε περιέφερε σαν νύμφη,  εσένα που έγινες γυμνή για χάρη του Χριστού. Διότι μαζί με το φόρεμά σου απεκδύθηκες και τα πάθη σου, σεμνή Βαρβάρα, φτάνοντας σε έκσταση θείας αλλοίωσης».  Έτσι κατά τον ύμνο της Εκκλησίας μας, η αγία Βαρβάρα ποτέ δεν υπήρξε γυμνή. Την ώρα που οι διώκτες της σωματικά την γύμνωναν, άγγελος την έντυνε σαν νύμφη και την οδηγούσε στον ουρανό, ενώ η γύμνωσή της αυτή συνιστούσε και την μεγαλύτερη αγιότητά της, αφού έτσι ξέφευγε από οποιοδήποτε αμαρτωλό πάθος της.

Δεν μπορούμε να μην κάνουμε τη σύγκριση: η ακούσια γύμνωση της αγίας οδηγούσε στην θεϊκή ένδυσή της,  την πλήρωσή της από τη χάρη του Θεού. Η εκούσια γύμνωση πολλών γυναικών στην εποχή μας οδηγεί μάλλον στο αντίθετο αποτέλεσμα: στη δαιμονική ένδυσή τους, την αιχμαλωσία τους στα δίχτυα του πονηρού, που σημαίνει βεβαίως την απέκδυσή τους από οποιαδήποτε χάρη του Θεού.