«Στα σαράντα τέσσερά μου χρόνια ο
Θεός μου φανέρωσε αυτό, που θα με κράταγε μέχρι τέλους της ζωής μου σταθερό στη
στενή και τεθλιμμένη οδό, που είχα επιλέξει:
Το της «ατιμίας πόμα
καθάρσιον» (Το να σου προκαλούν
ατιμία είναι πιοτό που σε καθαρίζει ψυχικά) που λέει και ο Άγιος Ιωάννης ο Σιναḯτης. Από τότε μέχρι
την τελευταία μου αναπνοή, ούτε στιγμή δε μ’ άφησε η συκοφαντία, η προσβολή, η
περιφρόνηση. Δε θέλω να σου
μιλήσω ούτε για περιστατικά, ούτε για πρόσωπα. Μπορεί να σε σκανδαλίσω με
λογισμούς αγανάκτησης και κατάκρισης. Δεν θα μπορέσεις έτσι να καταλάβεις, ότι
και τη συκοφαντία και την προσβολή και την περιφρόνηση έφτασα να τ’ αγαπήσω.
Απορείς; Κι όμως, έμαθα να τα βλέπω σαν τα καρφιά του
σταυρού μου. Αυτή ήταν η οδός της ανάστασής μου. Να ’ναι ευλογημένα. Με μάθανε
ν’ αγαπώ, απαλλαγμένος από την αγωνία να αρέσω, να γοητεύω, να τιμώμαι. Με
μάθανε να στρέφω το βλέμμα στους ταπεινούς και καταφρονεμένους, στους απλούς,
καθημερινούς και ανώνυμους ανθρώπους, στο χρυσάφι της γης» (Από επιστολή του Αγίου Νεκταρίου επισκόπου Πενταπόλεως
του θαυματουργού σε πνευματικό τέκνο του).
Τι είναι ο χριστιανός; «Μίμημα Χριστού κατά το δυνατόν ανθρώπω» (άγιος
Ιωάννης Κλίμακος). Ένας άνθρωπος δηλαδή που οι σκέψεις του, τα λόγια του, οι
διαθέσεις του, η όλη συμπεριφορά του απηχούν τη ζωή του Χριστού, προεκτείνουν
δηλαδή τη ζωή Εκείνου μέσα από τη δική του προσωπική ζωή. Όπως συνηθίζουν και
διδάσκουν οι Πατέρες της Εκκλησίας μας: ο χριστιανός είναι ο Χριστός «εν ετέρα μορφή».
Βλέπεις τον χριστιανό, τον άγιο δηλαδή, και είναι σαν να βλέπεις ενσαρκωμένο το
Ευαγγέλιο, τον Ίδιο τον Κύριο να συνεχίζει να περιπατεί στον κόσμο τούτο – ό,τι
λέει και ο απόστολος Παύλος ακριβώς για τον πιστό: είναι μία «επιστολή Χριστού
γινωσκομένη και αναγινωσκομένη».
Πώς είναι δυνατόν κάτι τέτοιο; Δεν είναι μία δυνατότητα του ανθρώπου που
αποκτά μόνος του. Του δίνεται η δυνατότητα αυτή από τη στιγμή που ο άνθρωπος θα
ανταποκριθεί στην κλήση του Θεού και θα ενσωματωθεί εν Εκκλησία στον Χριστό, θα
γίνει μέλος Του διά του αγίου βαπτίσματος και του αγίου χρίσματος, τουτέστιν η
χάρη του αγίου Πνεύματος με την ευδοκία του Θεού Πατέρα θα καταστήσει έ ν α τον άνθρωπο με τον Κύριο Ιησού Χριστό – η χάρη
του Τριαδικού Θεού θα «εγκατασταθεί» στο βάθος της καρδιάς του ανθρώπου
εξορίζοντας την κυριαρχία του Πονηρού, ο οποίος θα συνεχίζει να δρα, κατά
παραχώρηση Κυρίου, στις «παρυφές» της καρδίας. Κι αρκεί αυτό; Βεβαίως όχι.
Είμαστε κλημένοι ταυτοχρόνως να είμαστε «συνεργοί Θεού», οπότε η δωρεά που μας
δόθηκε και μας δίνεται απαιτεί την απόλυτη, στο έπακρο, ενεργοποίηση και της
θελήσεως του ανθρώπου – ο άνθρωπος να δείξει ότι θέλει τον Χριστό στη ζωή του.
Και πώς το δείχνει, που θα πει πώς ανταποδίδει την προς αυτόν αγάπη του Θεού;
Μόνο με τον τρόπο που καθόρισε ο ίδιος ο Κύριος: διά της τηρήσεως των αγίων Του
εντολών. «Εάν αγαπάτε με, τας εντολάς τας εμάς τηρήσατε».
(Ας επιτραπεί να υπενθυμίσουμε αυτό που βοά απαρχής μέχρι τέλους η Γραφή:
«Καθώς ηγάπησέ με ο Πατήρ», είπε ο Κύριος στους μαθητές Του, «καγώ ηγάπησα
υμάς. Μείνατε εν τη αγάπη τη εμή. Εάν τας εντολάς μου τηρήσητε, μενείτε εν τη
αγάπη μου». Ζω μέσα σας και σεις μέσα μου, λέει ο Κύριος, διότι έτσι λειτουργεί
η αγάπη του Θεού. Γι’ αυτό σας παρακαλώ να μείνετε σταθεροί στην αγάπη αυτή. Κι
ο μόνος τρόπος; Να τηρείτε τις εντολές μου. Οπότε, την ώρα που ο χριστιανός,
δηλαδή αυτός που έγινε μέλος Χριστού διά του αγίου βαπτίσματος, τηρεί τις άγιες εντολές Εκείνου, την ίδια ώρα
κοινωνεί μαζί Του, βρίσκεται μέσα σ’ Αυτόν και Εκείνος μέσα στον ίδιο. Ο άγιος
Ιωάννης ο Θεολόγος στην Α΄ Καθολική του επιστολή το λέει και μ’ άλλον τρόπο: «Ο
λέγων εν Αυτώ μένειν οφείλει καθώς Εκείνος περιεπάτησεν και αυτός ούτω
περιπατείν» - αυτός που ισχυρίζεται ότι μένει ενωμένος με τον Χριστό, οφείλει
όπως Εκείνος έζησε στον κόσμο τούτο και αυτός με τον ίδιο τρόπο να ζει).
Τι ζωή έζησε στον κόσμο τούτο ο Κύριος, ώστε αντιστοίχως την ίδια ζωή να
ζει και ο πιστός του; Όχι ασφαλώς πλούσια και «χλιδάτη» ζωή, όχι στρωμένη με
ροδοπέταλα που λέμε, αλλά μία ζωή που ο χαρακτηρισμός της είναι μονολεκτικός:
«πάθος». Όλη η ζωή του Κυρίου ήταν απαρχής μέχρι τέλους ένα Πάθος – η Σταυρική
Του θυσία ήταν η απλώς η αποκορύφωση. Πειρασμοί, προσβολές, συκοφαντίες,
διώξεις, αμφισβητήσεις, φονικές διαθέσεις, ο ίδιος ο θάνατος τέλος με τη
χειρότερη εκδοχή του ήταν ό,τι αντιμετώπισε κάθε στιγμή της ζωής Του. Και τι
υποσχέθηκε έτσι στους μαθητές Του; Ό,τι εγώ υπέστην το ίδιο θα υποστείτε κι
εσείς. «Ει εμέ εδίωξαν και υμάς διώξουσιν». Η στενή και θλιμένη οδός Εκείνου
απετέλεσε και αποτελεί έκτοτε τον μονόδρομο του κάθε χριστιανού. Το ξέρει ο εν
επιγνώσει χριστιανός: από τη στιγμή που θέλει να ακολουθήσει τον Χριστό, τον
περιμένουν τα μύρια πάθη και οι μύριες θλίψεις και δοκιμασίες. Όπως το
εξέφρασαν οι Απόστολοι στο κήρυγμά τους: «Διά πολλών θλίψεων δει ημάς εισελθείν
εις την Βασιλείαν των Ουρανών».
Γι’ αυτό και ο χριστιανός συνιστά ένα «παράδοξο» για τον κόσμο, τον πεσμένο
στην αμαρτία. Ανατρέπει τα κριτήριά του και τις προσδοκίες του: αντί της
φιληδονίας ζει την εγκράτειαˑ αντί της φυλαργυρίας ζει την πτωχεία και την
προσφορά στον συνάνθρωποˑ αντί της φιλοδοξίας ζει την ταπείνωση, γι’ αυτό αντί
του εγωισμού βιώνει την αληθινή αγάπη – εκεί που συντονίζεται με τον Ίδιο τον
Θεό που είναι Αγάπη. Κι αυτό συνιστά τη λογική της θεωρουμένης «παραλογίας»
του. Γιατί υπερβαίνοντας ό,τι κοσμικό και αμαρτωλό ανθρώπινο, ζει από τη ζωή
αυτή την παρουσία του Αναστημένου Ιησού. Απλώς είναι ένας δρόμος που δεν
φαίνεται εξωτερικάˑ πρέπει να τον βιώσεις για να σου φανερωθεί.
Το βίωμα του αποστόλου Παύλου φωτίζει με τρόπο μοναδικό τη μυστική αυτήν
πραγματικότητα: «Χριστώ συνεσταύρωμαι» μαρτυρεί. «Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη εν εμοί
Χριστός». Είμαι ένα με τον Χριστό, το εγώ μου δεν υπάρχει – Εκείνος είναι η
αυτοσυνειδησία μου, γιατί είμαι μέλος Του. Αλλά για να υφίσταται τούτο είμαι
σταυρωμένος μαζί Του. Κι η συσταύρωση αυτή είναι ακριβώς η μέχρι θανάτου
απόφαση του πιστού να ζει τις εντολές Εκείνου: τη θυσιαστική αγάπη, την
ταπείνωση, την υπακοή – ό,τι συνιστά το φρόνημα του Κυρίου Ιησού. «Τούτο
φρονείσθω εν υμίν, ο και εν Χριστώ Ιησού».
Αλλά όλα αυτά αποκαλύπτουν τον κόσμο του κάθε αγίου, τον κόσμο και του
αγαπημένου αγίου Νεκταρίου του θαυματουργού. Όσα γράφει για τη ζωή του στην
επιστολή του αποτελούν μ’ έναν φυσικό και απλό τρόπο υπομνηματισμό των λόγων
του Κυρίου και της ζωής και του κηρύγματος των Αποστόλων. Νιώθει κι αυτός
συσταυρωμένος με τον Χριστό, ακόλουθός Του, γιατί «αίρει» τον δικό του σταυρό
υπομένοντας τις αδικίες, τις προσβολές, τους εξευτελισμούς, την περιφρόνηση.
«Είναι τα καρφιά του σταυρού μου» σημειώνει. Αλλά αυτά σημαίνουν και «την οδό
της ανάστασής μου», οπότε «τα αγαπώ» -
άλλος τρόπος εκφράσεως του «ζη εν εμοί Χριστός»! Και μαθαίνουμε έτσι και από
τον μεγάλο σύγχρονο άγιο ότι το μυστικό της κατά Χριστόν ζωής δεν βρίσκεται
στην όραση των προβλημάτων, σωματικών και ψυχικώνˑ βρίσκεται στην όραση
Εκείνου, του αρχηγού της πίστεως, ο Οποίος μέσα από τα προβλήματα φέρνει την
Ανάσταση και τη Ζωή!
Προκαλεί εντύπωση όταν μελετά κανείς
τα μαρτύρια πολλών αγίων μαρτύρων της πίστεως. Υπάρχει συχνά η επισήμανση ότι
τα πάθη που υφίσταντο ήταν σαν να τα ζει κάποιος άλλος – «ως πάσχοντος ετέρου
εν τω σώματι αυτού». Το ίδιο και με τον άγιο Νεκτάριο: τα προσδιορισμένα βάσανά
του, ψυχικά και σωματικά, ενώ ήταν καρφιά δεν τον έκαμπταν, γιατί τα θεωρούσε
γλυκασμό αναστάσιμο. Μέσα από αυτά φανερωνόταν στο ανώτερο δυνατό ο Ίδιος ο
Κύριος – «όταν ασθενώ τότε δυνατός ειμι» κατά τον λόγο του αποστόλου. Κι η
φράση που χρησιμοποιεί αποκαλύπτει το θεϊκό φρόνημά του: «να ’ναι ευλογημένα!»
Φρόνημα δηλαδή ταπείνωσης με το κύριο γνώρισμα της υπακοής όπως συνέβη με τον
Ιησού Χριστό.
Κι αυτό το βίωμα της ταπεινής υπακοής που τον κάνει να ζει ήδη στον κόσμο
αυτόν έναν Παράδεισο, γιατί έμαθε «ν’ αγαπά», του μεταποιεί τα κριτήρια –
βλέπει με τα μάτια του Κυρίου. Και τι βλέπει; Όχι ό,τι φαντάζει μεγάλο και
σπουδαίο και «χρυσό» στον κόσμο, αλλά το αληθινό «χρυσάφι της γης», που δεν
είναι άλλο από τους ανθρώπους που ελκύουν τη χάρη και το φως του Θεού, τους
ταπεινούς και τους καταφρονεμένους, τους απλούς και ανώνυμους ανθρώπους - μία
επανάληψη των λόγων του αποστόλου Παύλου, που μιλούσε για τους πραγματικά
μεγάλους ανθρώπους, αυτούς που δεν φαίνονται, που δεν «λαμπυρίζουν», «τα
ταπεινά και τα εξουθενημένα του κόσμου τούτου», «τα μη όντα», που ακριβώς λόγω
της χάρης του Θεού «καταισχύνουν τα θεωρούμενα ισχυρά», μία συνέχεια του
Σταυρού του Κυρίου. (Μοναδικό και συγκλονιστικό επ’ αυτού το σχόλιο του
μακαριστού μεγάλου Γέροντος Βασιλείου Ιβηρίτου, με την ομιλία του για τον άγιο
Πορφύριο Καυσοκαλυβίτη με τίτλο «Ωδή στον ανύπαρκτο!)
Μα υπάρχει κι ένα ακόμη παράδοξο: στα σαράντα τέσσερά του χρόνια ο άγιος
Νεκτάριος, ο μέγιστος αυτός, μαθαίνει από φανέρωση του Θεού ότι η χριστιανική
ζωή είναι ζωή θλιμμένη και στενή. Μα αυτό είναι το Α και το Ω που μαθαίνει
κανείς απαρχής από το Ευαγγέλιο! Τι δεν ήξερε και έμαθε ο άγιος; Ασφαλώς αυτό
που ήξερε και το κήρυσσε και εν μέρει το
ζούσε. Αλλά επέτρεψε ο Θεός αυτήν τη γνώση του να την καταστήσει μέσα από τα
γεγονότα εμπειρία και βίωμα διαρκείας. Είχε προσανατολιστεί εκ νεότητός του ο Νεκτάριος στον Χριστό και
τη σταυρική ζωή Του. Κι η «φορά» αυτή της καρδιάς του, κατά το «ετοίμη η καρδία
μου ο Θεός», έφερε και τη χάρη τη μεγάλη να μπορεί να αντέξει τα διαρκή και
μεγάλα κύματα των πειρασμών ώστε έκτοτε να είναι παγιωμένος στα σταυρικά
στοιχεία που οδηγούν σε μόνιμη ανάσταση ζωής. Θυμίζει αυτό που τόνιζε ο μεγάλος
σύγχρονος άγιος Εφραίμ Κατουνακιώτης: «Πες μου τι πειρασμούς περνάς, για να σου
πω σε τι κατάσταση πνευματική βρίσκεσαι», δηλαδή τι χάρη Θεού έχεις! Ο άγιος
Νεκτάριος δέχτηκε μεγάλους πειρασμούς, για να μπορεί να πάρει και μεγαλύτερη
χάρη. Και μαθαίνουμε: όσο μεγαλύτερη χάρη έχει ένας άγιος, ας φανταστούμε την
Παναγία μας εδώ, τόσο και μεγαλύτερους από άλλους πειρασμούς έχει περάσει στη
ζωή του. Ή με διαφορετική διατύπωση: όταν κανείς δέχεται πειρασμούς και μάλιστα
θεωρούμενους μεγάλους, τόσο ο Θεός του ετοιμάζει και μεγάλη παροχή χάρης, τόσο
τον ανεβάζει σε επίπεδο (όσιος Ισαάκ Σύρος).
Η εικόνα που μνημονεύει ο άγιος Νεκτάριος από τον όσιο Ιωάννη της Κλίμακος, ότι κάθε προσβολή και ατιμία είναι στην πραγματικότητα μία δωρεά του Θεού, ένα «ποτό» που καθαρίζει τον άνθρωπο από τις αμαρτίες του γιατί τον οδηγεί στην ταπείνωση, θα ήταν καλό να την έχουμε κι εμείς συχνά πυκνά ενώπιόν μας. Όταν μας προσβάλλουν, μας αμφισβητούν, μας περιφρονούν, μας συκοφαντούν, η αντίδρασή μας θα πρέπει να έχει πνευματικό χαρακτήρα. Μακάρι δηλαδή να θεωρούμε τις επιθέσεις αυτές ως «σφηνάκια» της χάρης του Κυρίου, που μας λειαίνουν την καρδιά για να βρει τόπο καταπαύσεως μέσα της. Διαφορετικά η επαναστατημένη αντίδρασή μας θα δείχνει το πνευματικό επίπεδό μας, που μάλλον θα είναι κάτω από τη βάση.
