Ο τυφλός ζητιάνος
Περιφερόταν
στην αγορά και τάχα έκανε πως κοιτάζει τα εμπορεύματα για να δει τι θα
αγοράσει. Στην πραγματικότητα, πώς θα εκμεταλλευτεί την απροσεξία του εμπόρου
για να αρπάξει και να κλέψει. Και τα κατάφερνε καλά. Όχι μόνο στην αγορά. Όπου
έβρισκε εύκολα «θηράματα». Όλο και κάτι
μάζευε, πότε περισσότερα και πότε λιγότερα, τόσο που χωρίς καθόλου κόπο ζούσε…
«αξιοπρεπώς».
Από μικρός
είχε συνηθίσει να ζει έτσι. Οι γονείς του είχαν φύγει από τη ζωή αυτή νωρίς,
τον είχαν μεγαλώσει κάτι συγγενείς, οι οποίοι με το ζόρι τον μάζεψαν. Δεν ήταν
και η καλύτερη περίπτωση. Του έδειχναν πολύ έντονα με τη στάση τους, αλλά και
με τα λόγια τους συχνά, ότι τους ήταν βάρος. Γι’ αυτό, μόλις λίγο μεγάλωσε και
ένιωσε ότι μπορεί να σταθεί στα πόδια του, έφυγε. Η κάτω βόλτα τον συνεπήρε
γρήγορα στην αγκαλιά της: «από γεννησιμιού μου τεμπέλης», όπως συνήθιζε να λέει
στους φίλους του στα καπηλειά και να καγχάζει. Ζούσε χωρίς να δουλεύει, και
μάλιστα άσωτα. Ας είναι καλά το «ταλέντο» του: μακρυδάκτυλος και γρήγορος. Με
μια ματιά ήξερε πού και πότε να κτυπήσει!
Απογευματινή
ώρα, εκείνη την ημέρα τη σημαδιακή που του άλλαξε ριζικά τη ζωή, κι ήταν πάλι
στην αγορά. Για τη συνηθισμένη του «δουλειά». Περιφερόταν και πάλι ψάχνοντας.
Μα κοντοστάθηκε. Λίγο πιο πέρα, στον κεντρικό δρόμο που αφήνει στο πλάι του την
αγορά, είδε την κηδεία του καλοντυμένου άνδρα. Τον οδηγούσαν εν πομπή στην
τελευταία του κατοικία. Τα μάτια του άστραψαν: «Πλούσιος», ψιθύρισε. Παράτησε
τα πάντα κι ακολούθησε από μακριά την εξόδιο πορεία. Στο μυαλό του είχε
καρφωθεί η σκέψη: «Όταν τελειώσουν όλα, προχωρημένο απόγευμα, σχεδόν σούρουπο,
θα μπω στο μνήμα και θα τα πάρω όλα. Αυτοί οι πλούσιοι θάβονται με πολλά
πράγματα πολύτιμα. Ευκαιρία διαμιάς να αποκτήσω λεία για αρκετό καιρό». Δεν
ήξερε τι τον περίμενε.
Δεν πήγαν
μακριά. Έφτασαν στην κοντινή εκκλησία του αγίου Ιωάννου, και πίσω από τον ναό,
στο νεκροταφείο που υπήρχε, έθαψαν τον καλοντυμένο πλούσιο άνδρα. Όχι στο χώμα,
σαν τους πολλούς. Σε μνήμα που είχε ετοιμάσει ο ίδιος για την περίπτωση αυτή:
δωμάτιο κανονικό. «Προνοητικός και καλός άνθρωπος!», μουρμούρισε με ικανοποίηση
και χαμογέλασε για το… αστείο του.
Κρύφτηκε
κάπου διακριτικά, κι όταν τελείωσε όλη η διαδικασία κι έφυγαν όλοι, εκείνος έκανε
την εμφάνισή του. Ακροπατώντας και κοιτώντας κλεφτά, δεξιά και αριστερά, έφτασε
μπρος στο μνήμα. Θα γινόταν τυμβωρύχος πρώτη του φορά. Αλλά το αποτέλεσμα θα
ήταν… καλό. Παιχνίδι η παραβίαση της θύρας. Μάλλον δεν χρειάστηκε καν να
ασχοληθεί. Σε κανενός το μυαλό από τους συγγενείς δεν πήγε η σκέψη της κλεψιάς
του… πεθαμένου!
Κοίταξε
ερευνητικά γύρω του, όσο επέτρεπε ακόμη το λιγοστό φως του σούρουπου. Τα μάτια
του σιγά σιγά συνήθισαν το σκοτάδι, και… απογοητεύτηκε! Δεν υπήρχε τίποτε από
αυτά που είχε φανταστεί: τα στολίδια, τα κοσμήματα, τα αφιερώματα. Μόνον ο
νεκρός με το καλό του ένδυμα. «Ας είναι», ψιθύρισε.
Με
γρήγορες κινήσεις και εντελώς αθόρυβα άρχισε να ξεντύνει τον πεθαμένο. «Θα
πιάσουν αρκετά χρήματα τέτοια ακριβά ενδύματα», είπε μέσα του. Του τα έβγαλε
όλα. Τον άφησε μόνο με το σεντόνι που σκέπαζε αρχικά τον άνθρωπο.
Έκανε να
φύγει με τον μπόγο στα χέρια. Αλλά την τελευταία στιγμή γύρισε το κεφάλι του
προς τα πίσω. «Το σεντόνι φαίνεται κι αυτό καλό. Γιατί να μη το πάρω;» Ο
πειρασμός τον δούλευε κανονικά.
Άφησε τον
μπόγο και πήρε να διπλώνει και το σεντόνι, αφήνοντας τον άνθρωπο γυμνό. Και
τότε συνέβη το γεγονός που ουδέποτε το είχε ακούσει και ουδέποτε το είχε
διανοηθεί. Το γεγονός που τον συντάραξε, τον τρομοκράτησε, τον πανικόβαλε, τον
έκανε να τα παρατήσει όλα και να τρέξει πια στα… τυφλά. Σκοντάβοντας,
παραπατώντας, κτυπώντας, ζητώντας τελικά βοήθεια από κάποιους που τον είδαν και
τον λυπήθηκαν!
Ο νεκρός
ανακάθισε, γυμνωμένος πια, και τέντωσε τα χέρια του προς τον… τυμβωρύχο, τον
ανόσιο και τεμπέλη νέο. Τα δάχτυλά του με δύναμη έγδαραν το πρόσωπο του κλέφτη του, και
μπήχτηκαν μέσα στα δυο του μάτια! Τα έβγαλαν και… χύθηκαν έξω! Τη φωνή του
πνιχτή και οδυνηρή δεν την άκουσε κανείς. Ή κι αν την άκουσε, δεν έδωσε
σημασία: πολλοί φωνάζουν από τον πόνο του θανάτου δικών τους ανθρώπων. Ακολούθησε
ο πανικός. Η… τυφλή φυγή!
Σε όσους
τον ρωτούσαν τι συνέβη είπε ότι κάπου παραπάτησε και έπεσε άσχημα. Δεν τόλμησε
ποτέ να ομολογήσει την ανίερη πράξη του, παρά μόνο μετά από κάποιο καιρό στον
ιερέα που πήγε να εξομολογηθεί. Τα δάκρυά του πόναγαν και έτσουζαν τις πληγές
του. Το θεωρούσε δίκαιο.
Δεν
ξανάκλεψε, αλλά και δεν μπόρεσε να δουλέψει κάπου σωστά. Η αγορά τον έκανε δικό
της… άνθρωπο, αλλά σαν τυφλό ζητιάνο πια. Οι δρόμοι τον άκουγαν να επαιτεί και
να εκλιπαρεί τους περαστικούς για λίγο ψωμί και για λίγα χρήματα…
(Από το «Λειμωνάριον»
του Ιωάννου Μόσχου, κεφ. 77)