Σαν παιδί χαμένο τώρα εγώ,
μες σ’ αυτόν τον κόσμο
άστοργο
παντού λόγχες με τρυπούν
βαθιά
σαν όνειρα εφιαλτικά,
- δεν το ‘ξερα -
ήρθα ανέτοιμος και γυμνός
χώμα δίχως φως
περίσσια άφρονας και μοναχός.
Κραυγάζω, Θε μου, Σ’
αναζητώ
ψάχνοντας Σένανε τριγυρνώ
ποθώ τη μία Σου ματιά
που θα μου σκίσει τη νυχτιά
φως να ριχτεί μες στην
καρδιά
να φύγει η θλίψη η βαριά
να γεννηθεί χαρά
μαζί με όλους και μοναχός.
Ξέρω πως μ’ αγαπάς πολύ
Σταυρό εβρήκες πάνω στη γη
χωρίς κραυγές μόνο σιωπή
μια αγκαλιά κι ένα φιλί
δίνεις και γέρνω πάνω σου να
τραφώ
μάνα εσύ
χωρίς ορφάνια, ποτέ
μοναχός.
«Αδέλφια», κράζω, «ήρθ’ ο
Χριστός
καρκίνος είν’ ο εγωισμός
ακούστε μου τη μαρτυρία
καμία λύση δεν φέρν’ η βία».
Λέξεις που στάλες έπεσαν
κενές
σε άδειες καρδιές και πάντα
μοναχές.
Μην προσδοκάς άλλου τη λαλιά
- φωνή βοώντος πάντα ερημιά -
γίνε κεράκι με φως λιγοστό
κάποιοι να ελπίσουν, είν’
αρκετό.
Συ θα τραβάς και άλλους μπροστά
χιλιάδες μ’ εσένα
πορεύονται
χωρίς γνώση
μυστήρια πορεία «μοναχών».