Το
κάθε αίτημα του Χριστού στον άνθρωπο, η κάθε εντολή Του σ’ αυτόν αποτελεί στην ουσία μία δωρεά Του που τις περισσότερες
φορές δεν κατανοείται έτσι. Δεν είναι λίγοι οι θεωρούμενοι χριστιανοί – δεν μιλάμε
για τους εκτός της πίστεως που μπορεί να είναι δικαιολογημένοι – που δυσανασχετούν
για τις εντολές του Θεού, θεωρώντας ότι καταπιέζονται και στερούνται την
ελευθερία τους. Ο Κύριος όμως είναι σαφής: κάθε τι που ζητάει από το πλάσμα Του τον άνθρωπο
είναι μία δωρεά Του, είναι μία δηλαδή πρόσκλησή Του να έλθει κοντά σ’ αυτόν, να
του δώσει τη χάρη Του, να στήσει μαζί του μία προσωπική σχέση – δεν υπάρχει
τίποτε απρόσωπο στον Θεό: η κάθε ενέργειά Του είναι «άκτιστος», δηλαδή ο Ίδιος αυτοπροσώπως
- προκειμένου ο άνθρωπος να υψωθεί σε
ό,τι αποτελεί την προοπτική του: να γίνει κι αυτός ένας μικρός Θεός. «Δώσε μου
να πιω», λέγει για παράδειγμα ο Κύριος στη Σαμαρείτισσα, «παρά το φρέαρ του
Ιακώβ». Κι όταν εκείνη έχει τις ενστάσεις της, ο Κύριος συμπληρώνει: «Αν ήξερες
τη δωρεά του Θεού και ποιος σου ζητάει νερό, εσύ θα του ζητούσες να πιεις». Το
αίτημα του Κυρίου ήταν η πρόσκλησή Του να δεχτεί η γυναίκα αυτή «την δωρεάν του
Θεού». Το βασικότερο όμως αίτημα του Θεού πάντοτε σ’ εμάς είναι να αγαπήσουμε
την αγάπη Του. «Παιδί μου», λέει σε όλες τις εποχές, «δώσε μου την καρδιά σου».
«Υιέ μου, δος μοι σην καρδίαν». Μας ζητάει τον εαυτό μας για να μας κάνει το
μεγαλύτερο δώρο: να μας προσφερθεί ολοκληρωτικά μέσα σ' αυτόν. Όσοι ανταποκρίθηκαν στο διάβα
των αιώνων, όλοι οι άγιοι, γέμισαν από Εκείνον κι έγιναν στον κόσμο τούτο δεύτεροι
«Χριστοί», κατ’ ακρίβεια δεύτερες πηγές που αναβλύζουν μέσα από την ύπαρξή τους
την ίδια την αιωνιότητα.