«(Ο αιχμάλωτος για την πίστη του στον Χριστό Ελευθέριος) λύθηκε από αγγέλους, που τον οδήγησαν σε όρος
υψηλό, όπου έζησε μαζί με τα άγρια ζώα, τα οποία εξημερώνονταν, καθώς ο άγιος τους έλεγε
λόγια του Θεού» (Από το συναξάρι του αγίου).
Τα
λόγια που αρνήθηκαν ν’ ακούσουν
αυτοί
που τους λαούς εξουσιάζανε
τ’
άκουσαν τ’ άγρια θεριά, οι λύκοι, τα τσακάλια,
τ’
αγριογούρουνα κι οι ύαινες.
Σαν
δρόσος Αερμών ο σπόρος έπεφτε
στις
άλογες ψυχές τους, και ημέρωναν
σκύβοντας
το κεφάλι σαν τ’ άκακα αρνιά.
Νέος
Αδάμ ο Ελευθέριος στον κήπο της Εδέμ
σα
βασιλιάς την αγκαλιά του άπλωνε
στ’
αδικημένα απ’ τ’ αδελφού του πρώτου
τις
μαύρες τις αποκοτιές.
Στης
άγιας Ανθίας το βλαστάρι
βρήκαν
κι αυτά την εδική τους
χάρη
και το χαμένο «πρόσωπο».
Κι
είδαν ψηλά και δάκρυσαν
ο
Ησαΐας κι ο Μιχαίας, τα τρία
παιδιά τα άγια, ακόμα και ο Δανιήλ
που ξέκρινε ονείρατα των πρώτων
-
πώς φέγγισ’ η καρδιά τους.
Μονάχα
κλαίνε κι απορούν που
όχι
λίγων χριστιανών ψυχές
τα
δόντια με λαχτάρα ακονίζουν
στων
αδελφών τη σάρκα για να μπήξουν
θεριά
ανήμερα με μάσκα του ανθρώπου.