Ήτανε, είπα, απ’ τ’ αστεία
σου,
καθώς στην πόρτα έγειρες
κι ίδιο σακί σωριάστηκες
εμπρός μου.
Την όψη σου την κέρινη δεν
πρόσεξα
κι ούτε τις σταγονίτσες της
βροχής
- να συγχωρήσω πώς τον
εαυτό μου;
Γδούπος αχνός, θα ‘λεγες
ανεπαίσθητος,
και τα κλειστά τα μάτια φέρανε
αγωνία.
Συνήλθες σύντομα, έστω κι
αν δεν θυμάσαι.
Όμως αυτό το γέρσιμο κι
αυτό
το σώριασμά σου… δεν το
αλησμονώ…
Τα μάτια γίνονται θαμπά,
τα δάκρυα σταλάζουν…
Να ‘ν’ του πατέρα η καρδιά
που δεν χωρεί του σπλάχνου
του οδύνη;
Κι αδύνατο να μη σκεφτείς
τ’ άλλου Πατέρα, του
Χριστού,
τη συνεχή απ’ των παιδιών
δακρυρροή,
για των ανομιών την πτώση και τον χτύπο.
Δεν ξέρεις να ξεκρίνεις πια
τι να χτυπά πιο δυνατά;
Της αμαρτίας ο αχός ή
η καρδιά Εκείνου;