Ὁ νεαρός εἶχε ἀποκάμει
ἀπό τή πεζοπορία. Είχε ξεκινήσει πολύ νωρίς τό πρωί καί βρέθηκε στή θύρα τοῦ
Γέροντα Ἀκάκιου σχεδόν μεσημέρι. Ἔκανε ἐλάχιστες στάσεις, ἴσα νά βρέξει λίγο τά
χείλη του ἀπό τή δίψα καί νά βάλει ἕνα παξιμάδι στό στόμα του. Ἡ φύση γύρω του,
στό βουνό πού ἀνέβαινε ἀπό τό φιδωτό δρομάκι, ἦταν θεσπέσια. Ὅλων τῶν εἰδῶν τά
δέντρα παρουσιάζονταν μπροστά του, κάποια σάν νά τόν προσκαλοῦσαν ν’ ἀναπαυτεῖ
στή ρίζα τους, τό θρόϊσμά τους ἀκουγότανε σάν μελωδικό τραγούδι, ἐνῶ τά
πουλάκια πού χαίρονταν τή λευτεριά τους πετώντας ἀπό δῶ κι ἀπό κεῖ, τοῦ ‘στηναν
μικρές «παγίδες», καθώς στροβιλίζονταν σχεδόν σύριζα στό κεφάλι του, γιά νά ἀκολουθήσει
τόν παιχνιδιάρικο ρυθμό καί τό κυνηγητό τους. Μά ὁ Νικόλας δέν καταλάβαινε
τίποτε. Δέν ἔβλεπε τίποτε. Τό μυαλό του φουρτουνιασμένο ἀπό τίς ἀγωνίες του καί
τά προβλήματά του ἦταν προσανατολισμένο μόνο στόν σκοπό του: νά φτάσει στό κελί
τοῦ Γέροντα· νά ξεδιπλώσει τή λιγωμένη ψυχή του· νά βρεῖ μιά στάλα κουράγιο καί
παρηγοριά γιά νά μπορέσει ἡ ζήση του νά γίνει ἀνθρώπινη. Ἦταν τέτοια ἡ
«τύφλωσή» του, ὥστε οὔτε τήν ἁπλωταριά τῆς μπλέ θάλασσας πού κείτουνταν στά
δεξιά τοῦ βουνοῦ, μ’ ἕνα φαράγγι πού τό ‘κοβε στά δύο, δέν ἦταν ἱκανός νά ἀπολαύσει.
Ἀγκομαχώντας
κτύπησε τό καμπανάκι τῆς ἐξώθυρας, μιά, δυό, τρεῖς φορές…, τό ‘ξερε πώς ἡ ὥρα ἦταν
περασμένη, ἀλλά ἡ κάψα τῆς ψυχῆς του δέν λογάριαζε πιά τέτοια. Ἄρχισε νά ἐπικαλεῖται
καί τήν Παναγία. «Κάνε, Παναγιά μου, νά
μοῦ ἀνοίξει ὁ ἄνθρωπός σου, νά μή μοῦ στερήσει τό φῶς τῆς καρδιᾶς καί τῶν ματιῶν
του. Βλέπεις τήν ἀντάρα τῆς καρδιᾶς μου. Χρειάζομαι βοήθεια…».
Κάποια στιγμή σάν
νά ‘νοιξε ἡ θύρα τοῦ μικροῦ κελιοῦ καί πρόβαλε ἡ λιπόσαρκη φιγούρα τοῦ Γέροντα.
«Ἔρχομαι, ἔρχομαι», ἀκούστηκε χαρούμενη ἡ φωνή του. «Μή κτυπᾶς τόσο πολύ, θά
σπάσεις τήν πόρτα καί μετά θά πρέπει νά μείνεις ἐδῶ γιά νά μοῦ τή φτιάξεις…».
Ὁ Νικόλας,
καθοδηγημένος ἀπό τόν Γέροντα, πέρασε μέσα στό μικρό κελί καί πρίν προλάβει νά
πεῖ τό ὁτιδήποτε, βρέθηκε καθισμένος στή μοναδική καρέκλα τοῦ στενοῦ δωματίου.
«Πάρε μιά ἀνάσα, παλληκάρι μου, φαίνεσαι πολύ κουρασμένος. Κάτσε νά σοῦ φέρω
μιά στάλα νερό καί κάτι νά σέ τρατάρω». Ἔβγαλε τό μαντήλι του ὁ νεαρός καί
σκούπισε τό ἱδρωμένο πρόσωπό του. Φύσηξε, ξεφύσηξε, ἄρχισε νά βρίσκει καί πάλι
τόν φυσιολογικό ρυθμό τῆς ἀναπνοῆς του. «Φάε καί τά παξιμάδια καί τά
λουκουμάκια», τόν παρότρυνε ὁ Γέροντας, ἐνῶ ὁ ἴδιος κάθισε στόν μικρό σοφρά ἀκουμπώντας
ἀνάλαφρα τή λίγο κυρτωμένη πλάτη του στόν τοῖχο. «Λοιπόν», εἶπε ὁ Ἀκάκιος
καλωσυνάτα, «ποιός καλός ἄνεμος σ’ ἔφερε πρός τά μέρη μας;», ἐνῶ τά χέρια του
δούλευαν ἀσταμάτητα τό κομποσχοίνι του. «Διακρίνω, ἄν δέν ἀπατῶμαι, μιάν ἀντάρα
στήν ψυχή σου, σάν ἕνα ἀγκάθι νά ‘χει καρφωθεῖ πάνω της καί νά μή σ’ ἀφήνει ν’ ἀναπνεύσεις».
Ὁ Νικόλας ἔγειρε
τό κεφάλι πρός τά κάτω. Ὅλη ἡ ὀδύνη τοῦ μέσα του ἄρχισε νά παίρνει μορφή στό ἐλαφρῶς
ἀξύριστο πρόσωπό του, κυρίως δέ στά μάτια του· μιά θλίψη καί μιά μελαγχολία
διάχυτη πού προκαλοῦσε πόνο σέ ὅποιον
τόν ἔβλεπε, πολύ περισσότερο στόν Γέροντα, ὁ ὁποῖος μέ τά ὀξυμμένα ἀπό τήν ἄσκηση
καί τήν πνευματική ζωή μάτια του μποροῦσε νά διακρίνει τό βάθος ἀκόμη καί τῶν
πιό ἀνέκφραστων καί ὑποκριτικῶν προσώπων,
κι ὄχι αὐτοῦ τοῦ παιδιοῦ πού δέν ἔκανε καμία προσπάθεια νά ἀποκρύψει τά
συναισθήματά του. Ὁ Ἀκάκιος δέν τόν πίεσε. Ἄφησε τό παιδί – μόνο τό ὄνομά του
ρώτησε – νά πάρει τόν χρόνο του, ὅμως στράφηκε μέ ἔνταση στόν Κύριο Ἰησοῦ
Χριστό καί στήν Παναγία Μητέρα του νά ἡμερώσει τήν ψυχούλα τοῦ Νικόλα καί νά
τόν κάνει νά ξεκρίνει τήν ἀλήθεια τῆς ψυχῆς του ἀπό τίς πλάνες καί τίς παγίδες
τοῦ Πονηροῦ καί τοῦ κόσμου του. «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Ὑπεραγία Θεοτόκε, φώτιζε
τό νεαρό αὐτό παλληκάρι. Γιά νά ἔρθει ὥς ἐδῶ, πά ‘να ‘πεῖ πώς ἐσύ τοῦ δίνεις
τήν ὤθηση καί τό καθοδηγεῖς. Χριστέ μου, ἐλέησέ τον».
«Γέροντα…», πῆγε
νά ξεκινήσει ὁ Νικόλας, μά ἡ φωνή του πνίγηκε σ’ ἕνα λυγμό πού γίνηκε κλάμα
βουβό. Ἔκανε προσπάθεια καί ὑπόταξε λίγο τά συναισθήματά του. «Γέροντα, ἦρθα
κατευθεῖαν σήμερα ἐδῶ, χωρίς σταματημό πουθενά, γιατί δέν ἄντεχα πιά. Πολύ
καιρό βασανίζομαι ἀπό τίς σκέψεις μου, ἀπό τούς λογισμούς μου, κυρίως ὅμως ἀπό
τά πάθη μου». Σταμάτησε ὁ Νικόλας, ἀλλά ἡ στάση του αὐτή ἦταν προσωρινή, γιατί
δέν ἄντεχε πράγματι ἄλλο, ἦρθε ἀποφασισμένος ν’ ἀνοίξει τά φυλλοκάρδια του, τίποτε δέν τόν
συγκρατοῦσε στήν ἀπόφασή του αὐτή.
Εἶπε ὁ Νικόλας,
μίλησε γι’ ἀρκετή ὥρα, ἐξομολογήθηκε τί τόν ἀπασχολοῦσε, ἄνοιξε τήν καρδιά του
νά μπεῖ ζωογόνα ἡ αὔρα τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ. Κι ἀποκάλυψε πώς κυρίως αὐτό πού τόν
κατέβαλλε, ἐκεῖνο πού δέν τόν ἄφηνε νά ἡσυχάσει καί γινότανε ἀληθινό ἀγκάθι
στήν καρδιά καί σ’ ὅλη τήν καθημερινότητά του, ἦταν τό πάθος τῆς λαγνείας καί τῆς
φιληδονίας. Ταλαιπωρεῖτο ὁ δύστυχος Νικόλας ἀπό τό δύσκολο αὐτό πάθος, πού
θέριευε καί λόγω τῆς ἡλικίας του, ἀλλά καί ἀπό κάποιες ἀπροσεξίες στά μάτια
του, στήν ἀκοή του, στίς συναναστροφές του. Δέν ἦταν ἄσχετος μέ τήν Ἐκκλησία
καί τήν πνευματική ζωή ὁ συμπαθής νέος. Ἔκανε ἀγώνα νά μήν παρασυρθεῖ - εἶχε εὐσεβεῖς
γονεῖς πού τόν κατεύθυναν ἀπό νωρίς στήν Ἐκκλησία καί σέ πνευματικό – μά λίγο ἡ
ἀμέλεια, λίγο οἱ παρέες, τόν ἔκαναν νά νιώθει τόσο «φουντωμένος», ὥστε νά μή ξέρει πῶς νά διαχειριστεῖ τό μυαλό
του, κυρίως δέ τό σῶμα του.
«Γέροντα, ἔχω
πνευματικό», εἶπε ὁ Νικόλας στόν Ἀκάκιο πού ἄκουγε μέ πολλή στοργή καί ὑπομονή
τό παλληκάρι. «Μά νιώθω πώς ἴσως καί λόγω τῆς προχωρημένης ἡλικίας του δέν
μπορεῖ νά μέ βοηθήσει ὅσο πρέπει. Γι’ αὐτό καί πῆρα τήν ἀπόφαση νά ἔλθω σέ σᾶς.
Πιστεύω ὅτι θά μοῦ δώσετε τή βοήθεια πού μοῦ πρέπει…», ἔμοιαζε ξαλαφρωμένος ὁ
Νικόλας μετά τήν ἐξομολόγησή του αὐτή.
Δέν βιάστηκε ὁ
πολύπειρος Ἀκάκιος νά ἀπαντήσει. Τά πολλά χρόνια τῆς ἀσκητικῆς του ζωῆς, οἱ
προσευχές του, οἱ μελέτες του, οἱ συχνές συναντήσεις του μέ διαφόρους ἀνθρώπους
ὅλων τῶν εἰδῶν, τοῦ εἶχαν δώσει ἐκείνη τή σοφία πού ἀποκτᾶ ὁ ἄνθρωπος καί
μάλιστα ὁ ἀφιερωμένος στόν Θεό, μέ τήν ὁποία μπορεῖ κάποια στιγμή νά δείξει μέ ὑπευθυνότητα
τόν δρόμο τῆς ἀληθινῆς ζωῆς στόν ἀναζητητή τῆς ἀλήθειας. Κι αὐτό γιατί πρῶτα ἀπό
ὅλα ἡ ἀσκητική του ζωή τόν εἶχε κάνει χρόνια τώρα νά παλέψει μέ τόν ἑαυτό του,
νά ‘ρθεῖ ὁ ἴδιος ἀντιμέτωπος μέ τά πάθη του, νά δεῖ κατάματα τήν καρδιά καί τόν
ἑαυτό του. Κι εἶναι γνωστό πώς μόνον ἐκεῖνος πού ‘χει μάθει τόν ἑαυτό του, ὅσο
εἶναι δυνατό μέ τόν φωτισμό τοῦ Θεοῦ, μπορεῖ νά διακρίνει καί τῶν ἄλλων τά
ντέρτια, τά προβλήματα, τήν πάλη ἀνάμεσα στή χάρη καί στήν πλάνη.
Καί νά τώρα, ὁ
Νικόλας. Μά, τό πρόβλημα αὐτό τῶν πορνικῶν λογισμῶν καί τῆς λαγνείας τό εἶχε ἀντιμετωπίσει
καί ὁ ἴδιος. Πάλεψε ἀρκετά εἶναι ἀλήθεια, καί μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί τοῦ
πνευματικοῦ του, τό τιθάσευσε. Ἤξερε ὅμως πώς ἀκόμη καί σ’ αὐτήν τήν
προχωρημένη ἡλικία πού βρισκότανε, δέν μποροῦσε νά ξεθαρρέψει. Ἡ σάρκα εἶναι ἄτιμος
φίλος. «Φίλος καί σύζυγος, μά καί ἐχθρός», ὅπως ἔγραψε καί ὁ μεγάλος ἀσκητικός
δάσκαλος ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος.
«Νικόλα», τοῦ εἶπε
μέ στοργή καί τρυφερότητα. «Δέν εἶσαι μόνος ἐσύ πού ἀντιμετωπίζεις τέτοιο
πρόβλημα. Αὐτό εἶναι πρόβλημα ὅλων τῶν ἀνθρώπων, γιατί ἡ φιληδονία μέ ὅλα τά
παρακλάδια της, τῆς λαγνείας, τῆς πορνείας, τῆς γαστριμαργίας, τῆς λαιμαργίας,
τῆς τεμπελιᾶς, ἀποτελεῖ ἕνα ἀπό τά κεντρικά κλαδιά πού φύονται ἀπό τή μάνα τους
τή φιλαυτία, ἀλλιῶς τόν ἐγωισμό. Ὁ ἐγωισμός εἶναι ἡ οὐσία τῆς ἁμαρτίας, πού θά
πεῖ ὅτι ταλαιπωρεῖ ὅλους τούς ἀνθρώπους – μόνον ὁ Χριστός μας θυμήσου εἶναι ἀναμάρτητος
- ἄρα κάθε ἄνθρωπος γέρνει ἁμαρτητικά καί πρός τή φιληδονία, ἀλλά καί πρός τούς
ἄλλους κλάδους, τή φιλοδοξία καί τή φιλαργυρία. Ἡσύχασε, λοιπόν, Νικόλα μου,
δέν εἶσαι μόνος ἐσύ ἐπί τῆς γῆς πού ταλαιπωρεῖσαι».
Σάν ν’ ἀναθάρρησε
λίγο ὁ Νικόλας καί σήκωσε μ’ εὐγνωμοσύνη τό κεφάλι του γιά ν’ ἀτενίσει τόν Γέροντα.
«Ναί, μά ἐγώ…», πῆγε κάτι νά ψελλίσει καί πάλι, μά τοῦ ‘κανε νόημα μέ τό χέρι
του ὁ Ἀκάκιος προκειμένου νά ὁλοκληρώσει τή σκέψη του. «Ξέρω τί θά πεῖς. Πώς ἐσύ
ἀντιμετωπίζεις σκληρότερα ἀπό ἄλλους τίς ἐπιθέσεις τοῦ πονηροῦ», κι εἶδε τόν
Νικόλα νά κουνάει θετικά τό κεφάλι του. «Δέν εἶναι ἔτσι. Γιατί ἀπό τή μιά εἶναι
τά δικά μας τά πάθη, ἴδια κι ἀπαράλλαχτα σάν καί τῶν ἄλλων, μά καί ἡ δύναμη τοῦ
πονηροῦ, ὁ ὁποῖος ἐξίσου μισεῖ ὅλους ἀνεξαιρέτως τούς ἀνθρώπους. Δέν κάνει
διακρίσεις στό μίσος του ὁ τρισκατάρατος - ἄν ἦταν στό χέρι του θά μᾶς εἶχε
ξεκάνει ὅλους. Ὅμως…, ὑπάρχει ἕνα ὅμως», εἶπε ὁ Γέροντας καί ξερόβηξε γιά νά
δείξει ἴσως καί τό βαρυσήμαντο τῆς συνέχειας τοῦ λόγου του.
Σήκωσε μέ ἀπορία
καί περιέργεια τό πρόσωπό του ὁ Νικόλας. Ποιός ἦταν αὐτό τό ὅμως; «Ὅμως, Νικόλα
μου, ἐνῶ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι πάσχουμε ἀπό αὐτήν τή γενική ἀρρώστια, τόν ἐγωισμό, ὅσοι
βαπτιστήκαμε πήραμε τή δύναμη ἀπό τόν Χριστό μας νά τήν ξεπερνᾶμε καί νά τήν
θεραπεύουμε. Ὁ ἀβάπτιστος, ὅσο καλή διάθεση κι ἄν ἔχει, ὅσο καί νά προσπαθεῖ,
πάντοτε θά σέρνεται τελικά κάτω ἀπό τήν τυραννία τοῦ κεντρικοῦ αὐτοῦ πάθους. Ὁ βαπτισμένος ὅμως,
αὐτός πού μυρώθηκε ἀπό τήν ἁγία μας Ἐκκλησία, γίνηκε μέλος τοῦ Χριστοῦ, γίνηκε ἕνας
ἄλλος Χριστός δηλαδή μέσα στόν κόσμο, κι αὐτό σημαίνει ὅτι ἐνεργεῖ μαζί μ’ αὐτόν
ὁ ἴδιος ὁ Παντοκράτορας Κύριος. Ὁπότε βεβαίως ἔχουμε, ὅσο ζοῦμε ἀκόμη σ’ αὐτόν
τόν κόσμο, τίς ἐπιρροές τοῦ ἐγωισμοῦ, βεβαίως ταλαιπωρούμαστε ἀπό τίς πονηρές ἐπιθυμίες
μας, ἀλλά μ’ ἕναν τρόπο πού εἶναι κάτω ἀπό ἐμᾶς. Μποροῦμε νά ξεπερνᾶμε ὅ,τι κακότητα
πάει νά ἀναφανεῖ μέσα μας. Κι ἐδῶ εἶναι ἡ εὐθύνη ἡ δική μας…».
Ὁ Γέροντας
σταμάτησε κι ὁ λόγος του φάνηκε νά μένει ἀνολοκλήρωτος. Ποιά εἶναι ἡ εὐθύνη
μας; Τί μποροῦμε νά κάνουμε γιά νά ξεπερνᾶμε αὐτό πού φαίνεται ἀξεπέραστο, τόν ἴδιο
τόν ἐγωισμό μας, πάει νά πεῖ τήν ἴδια τή φύση μας; Ὁ Γέροντας ὅμως δέν μιλοῦσε.
Σάν νά εἶχε κουραστεῖ καί τό κεφάλι του εἶχε γείρει λίγο πρός τά κάτω. «Ποιά ἡ
εὐθύνη μας, Γέροντα;» εἶπε μέ ἀγωνία ὁ Νικόλας. Τί νά κάνουμε; Τί νά κάνω; Σᾶς
εἶπα πώς εἰδικά ἐγώ ταλαιπωροῦμαι ἀπό τό κλαδί, ὅπως τό εἴπατε, τῆς φιληδονίας.
Τί νά κάνω;» Χαμογέλασε μ’ ἕνα χαμόγελο πονεμένο ὁ Ἀκάκιος. Εἶδε τή διάθεση τοῦ
παλληκαριοῦ, ἀλλά… δέν συνέχισε. Σηκώθηκε ὄρθιος. «Πᾶμε, Νικόλα», εἶπε κι ἔπιασε
ἀπό τό μπράτσο τό παλληκάρι νά τό σηκώσει. «Ποῦ πᾶμε, Γέροντα;» ἀπορημένος ἀκολουθοῦσε
τόν Ἀκάκιο πού βγῆκε ἔξω ἀπό τό κελί.
Αὐθόρμητα ἔκλεισε
γιά λίγο τά μάτια του, καθώς ἀπό τό ἡμίφως τοῦ κελιοῦ πέρασε ἀπότομα στόν
λαμπρό μεσημεριανό ἥλιο. Ὁ Γέροντας εἶχε προχωρήσει πρός τή μεριά τοῦ μεγάλου
πεύκου πού δέσποζε στό κέντρο τῆς μικρῆς του αὐλῆς, ἡ ὁποία ἐκτός ἀπό τό πεῦκο
εἶχε καί κάποια μικρά δεντράκια, ὅπως καί διάσπαρτες ἕνα γύρω γλάστρες μέ
διάφορα φυτά καί λουλούδια. Ἀπό τό ὕψωμα πού βρίσκονταν τό δάσος ἐκτεινόταν
πανώριο, σχηματίζοντας ὅλων τῶν εἰδῶν τίς ἀποχρώσεις, ἕνα κυριολεκτικά χάρμα ὀφθαλμῶν,
τό ὁποῖο βεβαίως σάν «τυφλός» δέν εἶχε δεῖ ὁ Νικόλας στό ἀνέβασμά του. Κάτω ἀπό
τό δάσος, στό βάθος τοῦ ὁρίζοντα, ἡ θάλασσα δημιουργοῦσε πλῆθος ἀνταύγειες ἀπό ἀσήμι,
ἐνῶ ἕνα ἐλαφρύ ἀεράκι σχημάτιζε ψιμύθια ἀπό λευκές μικρές γραμμές πάνω στό ὑγρό
σῶμα της.
«Κοίτα, Νικόλα,
παιδί μου. Κοίτα τήν ὀμορφιά τῆς φύσης. Εἶναι τό χέρι τοῦ Θεοῦ πού ζωγράφισε ὅλο
αὐτό τό μεγαλεῖο. Κι ἄν λίγο ἡσυχάσεις μέσα σου, κι ἄν ἡ καρδιά σου στραφεῖ
πρός τόν Δημιουργό τόν Κύριό μας, τότε μπορεῖς ν’ ἀφουγκραστεῖς τό τραγούδι τοῦ
δάσους, τῶν δέντρων, τῆς θάλασσας, τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ, τοῦ κάθε ζωύφιου,
πού δέν κάνουν τίποτε ἄλλο ἀπό τό νά ὑμνολογοῦν μέ τόν τρόπο τους τόν Δημιουργό
μας. Πῶς τό λέει κι ὁ προφητάνακτας Δαυίδ: “οἱ οὐρανοί διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ,
ποίησιν δέ χειρῶν αὐτοῦ ἀναγγέλλει τό στερέωμα”».
Γύρισε ὁ Νικόλας
πρός τόν Ἀκάκιο, τόν ἀσκητικό αὐτόν Γέροντα μέ τή μεγάλη καρδιά καί σάν νά ‘δε
δάκρυα νά κυλᾶνε ἀπό τά ἁγιασμένα μάτια του. Δέν μίλησε. Ἔνιωσε ὅμως ὅτι ὅλη αὐτή
ἡ ὀμορφιά τοῦ κάνει καλό στά σωθικά του ἀλλά καί στό σῶμα του. Μιά εὐφορία πῆρε
λίγο νά τόν συνεπαίρνει. Ἄκουσε καί πάλι τόν Γέροντα νά ψιθυρίζει, κι ἦταν σάν
νά μονολογεῖ. «Πλήρης ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ τῆς δόξης Σου. Ὠσαννά ἐν τοῖς Ὑψίστοις…».
Ἔκανε τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ ἀργά καί μέ εὐλάβεια ὁ ἀσκητής. Ἔπιασε ἔπειτα ἀπό
τόν ὦμο ἁπαλά τόν Νικόλα. «Θέλεις, παιδί μου, νά καθήσουμε καί νά συνεχίσουμε τήν
κουβέντα μας κάτω ἀπό τό πεῦκο, στή σκιά τοῦ εὐλογημένου αὐτοῦ δέντρου; Ἀγαπῶ
πολύ τό πεῦκο αὐτό, ὄχι μόνο γιά τήν ὀμορφιά του καί τή σκιά πού μᾶς παρέχει, ἀλλά
καί γιατί μοῦ θυμίζει δύο μεγάλους ἁγίους τῆς νεώτερης ἐποχῆς, πολύ ἀγαπημένους
καί γνωστούς: τόν μεγάλο ἅγιο Νεκτάριο καί τόν ἐσχάτως ἁγιοκαταταχθέντα στό ἁγιολόγιο
τῆς Ἐκκλησίας μας, τόν ὅσιο Ἀμφιλόχιο τῆς Πάτμου. Θά ξέρεις ὅτι καί οἱ δύο εἶχαν
ἰδιαίτερη ἀγάπη στά πεῦκα, καί μάλιστα σέ κάποιο ξεχωριστό ἐκεῖ πού ζοῦσαν. Ὁ ὅσιος
Ἀμφιλόχιος μάλιστα ὀνόμαζε, καθ’ ὑπερβολήν βέβαια ἀλλά ἔτσι τό ἔνιωθε, τό πεῦκο
τοῦ μικροῦ μοναστηριοῦ του, κάτω ἀπό τόν ἴσκιο τοῦ ὁποίου καθόταν ὅποτε μποροῦσε,
τό ὀνόμαζε λοιπόν «παιδί του, γιό του…».
Κάθισαν σέ δύο ἀπό
τούς μικρούς κομμένους κορμούς πού ὑπῆρχαν καί χρησίμευαν γιά κάθισμα. Ἡ ζέστη ἦταν
ὑποφερτή καί μάλιστα κάποιες ριπές δροσεροῦ ἀέρα ἔρχονταν κι ἀναζωογονοῦσαν καί
τούς δύο. Ἀκολούθησε μία μικρή σιωπή. Ὁ Νικόλας θυμήθηκε τόν λόγο γιά τόν ὁποῖο
ἀνέβηκε πάνω στό καλύβι κι ἔνιωσε καί πάλι νά σφίγγεται ἡ καρδιά του. «Γέροντα»,
εἶπε σέ λίγο. «Δέν ὁλοκληρώσατε προηγουμένως. Μιλήσατε γιά μιά εὐθύνη πού ἔχουμε.
Ποιά εἶναι ἡ εὐθύνη μας;»
«Ναι, ἡ εὐθύνη
μας…», εἶπε ἀργόσυρτα ὁ Ἀκάκιος. «Ἡ εὐθύνη μας! Ἀπό τή στιγμή πού βγήκαμε ἀπό τήν κολυμβήθρα,
παιδί μου Νικόλα, καινούργιοι ἄνθρωποι,
ξαναγεννημένοι μέ τόν Χριστό, πρέπει νά συνεργαζόμαστε μαζί Του γιά νά
παραμένουμε μαζί Του. Ποτέ ὁ Χριστός μας δέν μᾶς δίνει κάτι ὡς δωρεά, ἄν δέν
θέλουμε κι ἐμεῖς νά τό ἀποδεχτοῦμε καί νά τό ἐνεργοποιήσουμε στή ζωή μας. «Συνεργοί
Θεοῦ ἐσμεν», ὅπως λέει καί ὁ ἀπόστολος. Κι ἔχουμε λοιπόν τήν εὐθύνη νά ‘μαστε
γαντζωμένοι πάνω στίς ἅγιες ἐντολές Του, γιά νά πατᾶμε στόν δρόμο Του, νά Τοῦ ἀφήνουμε
χῶρο νά φανερώνεται μέσα ἀπό τόν καθένα μας, νά εἶναι Ἐκεῖνος μέσα ἀπό ἐμᾶς…».
«Δέν εἶναι
δύσκολες οἱ ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, Γέροντα;» ρώτησε ὁ Νικόλας. «Τίς ἔχω διαβάσει,
τίς διαβάζω, τίς ἀκούω, μά τίς βλέπω τόσο μακριά μου πού λέω πώς οὔτε καί μέ τά
κυάλια δέν μπορῶ νά τίς φέρω κοντά μου. Γιά παράδειγμα, αὐτό πού ζητάει νά ἀγαπᾶμε
τούς ἐχθρούς μας… Πόσο δύσκολο καί ἀκατόρθωτο φαντάζει!»
«Δέν ἔχεις ἄδικο,
Νικόλα μου, ὄχι μόνο εἶναι δύσκολο, μά καί ἀκατόρθωτο, ὅπως λές», μάζεψε λίγο
τό ἀντερί του ὁ Γέροντας κι ἔφτιαξε κάπως τόν καλογερικό του σκοῦφο. «Μά γιά
ποιόν εἶναι ἀκατόρθωτο; Μόνο γιά τόν ἀβάπτιστο, ὅπως πρίν ἀπό λίγο εἴπαμε.
Γιατί ἐκεῖνος δέν ἔχει τή δύναμη νά ξεπεράσει τό φράγμα τῆς ἁμαρτίας του καί
τίς πονηρές ἐπιθέσεις. Ὁ βαπτισμένος ὅμως, τό ξανατονίζω, πορεύεται πάντοτε
μαζί μέ τόν Χριστό. Ἐκεῖνος δίνει τή δύναμη τήν ὅποια ἀδυναμία νά τήν ξεπερνᾶ ὁ
πιστός, καί μάλιστα ὅταν διαρκῶς ἀνανεώνει αὐτός τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ στή
ζωή του μέ τή μετάνοιά του, ὅσες φορές κι ἄν ἁμαρτήσει, καί πάνω ἀπό ὅλα μέ τήν
κοινωνία τοῦ ἁγία σώματος καί τοῦ ἁγίου αἵματος τοῦ Κυρίου. Εἶδες τί λέει ὁ
μέγας ἀπόστολος τοῦ Κυρίου Παῦλος; «Ζῶ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός». Καί
«πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντί με Χριστῷ». Ὁπότε δέν ὑπάρχει δικαιολογία,
Νικόλα μου. Τήν ὅποια δικαιολογία πού θα προβάλει ὁ πιστός γιά νά κάνει πέρα τίς ἐντολές
τοῦ Κυρίου, εἶναι «προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις». Δέν θέλουμε στήν οὐσία νά εἴμαστε
μέ τόν Χριστό, δέν Τόν ἀγαπᾶμε δηλαδή, γι’ αὐτό καί λέμε ὅτι δέν μποροῦμε. Κι ὁ
ἴδιος ὁ Κύριος μέ τό ἀψευδές στόμα Του τό βεβαίωσε. Μιλώντας γιά τίς ἐντολές
Του, γιά τίς ὁποῖες εἶπε ὅτι εἶναι ὁ μόνος δρόμος γιά νά Τόν ἔχουμε μαζί Του,
σημείωσε: “Αἱ ἐντολαί μου βαρεῖαι οὔκ εἰσι”».
Ὁ Νικόλας εἶχε
πέσει σέ περισυλλογή. Ἄκουγε καί καταλάβαινε αὐτά πού ἔλεγε ὁ Γέροντας, ἀλλά ἀπό
τήν ἄλλη ἔβλεπε τό… φάντασμα τοῦ κακοῦ ἑαυτοῦ του. Ἤξερε πώς ὅταν φύγει ἀπό τόν
Γέροντα καί ἐπιστρέψει πίσω στόν κόσμο, στήν καθημερινότητά του, θά εἶχε νά ἀντιμετωπίσει
δυστυχῶς καί πάλι τά ἴδια. Τήν ταλαιπωρία, τό ξέσκισμα τῆς ψυχῆς του, τή θλίψη ἀπό
τίς πτώσεις του. Ἀπό τή μιά χαιρότανε, ἀπό τήν ἄλλη, μή ἔχοντας καθόλου ἐμπιστοσύνη
στόν ἑαυτό του, ἤθελε νά βάλει τά κλάματα.
Σάν νά κατάλαβε ὁ
Γέροντας. Σηκώθηκε γιά λίγο, πῆγε λίγο πιό πέρα σ’ ἕνα βραχάκι διαμορφωμένο σάν
μιά μικρή πηγούλα, ἄνοιξε τή βρύση καί κάνοντας τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ, μέ τόν
μαστραπά ἤπιε λίγο νερό. Τόν γέμισε πάλι καί τόν ἔφερε τοῦ Νικόλα. «Πιές, παιδί
μου, κι ἐσύ λίγο νά ξεδιψάσεις», τοῦ ‘πε καί τοῦ χάιδεψε λίγο τό κεφάλι. Κάθισε
ὁ Γέροντας. «Λοιπόν, Νικόλα μου», εἶπε, «ξέρω καί πάλι τί σκέφτεσαι. Πῶς
συγκεκριμένα θά ἀντιμετωπίσεις αὐτά πού ἀποτελοῦν πιά τροχοπέδη τῆς ζωῆς σου;
Τί συγκεκριμένα μπορεῖς νά κάνεις, ὅταν μάλιστα ἔρχονται οἱ κρίσιμες ὧρες τῶν
πειρασμῶν; Θά σοῦ πῶ κάτι καταρχάς γενικό πού εἶναι πολύ παρήγορο. Ὅσο δύσκολο
καί νά σοῦ φαντάζει αὐτός ὁ ἀγώνας κατά τῆς φιληδονίας σου, σκέψου πώς ἀφενός εἶναι
ἀγώνας μαζί μέ τόν Χριστό καί ὅλους τούς ἁγίους, ἀφετέρου κάνοντάς τον ἀρχίζεις
καί συνηθίζεις. Κι ἄν συνηθίσεις νά πολεμᾶς καί μέ τή βοήθεια τοῦ Χριστοῦ νά
νικᾶς, τότε αὐτό πού τή μιά μέρα ἦταν πολύ δύσκολο, γίνεται τήν ἑπόμενη
λιγότερο δύσκολο, τήν ἄλλη ἀκόμη λιγότερο, μέχρις ὅτου ἐλέγχεις τά πράγματα
πλήρως. Ἡ συνήθεια στόν πνευματικό ἀγώνα εἶναι μεγάλο πράγμα. Ὅπως ἡ συνήθεια
στίς πονηρίες μᾶς κάνει ὑποχείριους σ’ αὐτές, ἔτσι καί στά καλά καί ἅγια
πράγματα. Συνηθίζουμε τά ἅγια καί ἔπειτα ὅλα γίνονται μ’ ἕναν εὔκολο τρόπο. Ἡ
συνήθεια δηλαδή γίνεται μία δεύτερη φύση μας.
»Κι ἔπειτα: μέχρι
νά συνηθίσεις καί νά γίνεται εὔκολα ὁ πόλεμος, μάθε νά χρησιμοποιεῖς κάποια ὅπλα
πού μᾶς ἐξυπηρετοῦν ἄμεσα στόν ἀγώνα μας αὐτόν. Γιά παράδειγμα: ἔρχεται ἕνας
λογισμός σαρκικός πού πάει νά σέ ξεσηκώσει. Ἐφόσον ἔλθει μέ τή μορφή μιᾶς εἰκόνας
– καί δέν μιλᾶμε βεβαίως γιά εἰκόνες πού ἐμεῖς οἰκειοθελῶς τίς δημιουργοῦμε μέ
τό ἀνεξέλεγκτο τῆς ὅρασής μας – πρέπει μέ εἰκόνα νά ἀντιπαλέψουμε τήν εἰκόνα.
Φύγε ἄν μπορεῖς ἀπό ἐκεῖ πού εἶσαι, ἄλλαξε δηλαδή παραστάσεις, κι ἄν δέν μπορεῖς,
εἰκόνισε μέ παραστατική δύναμη μπροστά σου τόν Χριστό, τήν Παναγία μας, τούς ἁγίους
μας. Βάλε τόν ἑαυτό σου μπροστά ἀκριβῶς στόν Ἐσταυρωμένο Χριστό, σάν νά εἶσαι
πεσμένος στά γόνατα στή ρίζα τοῦ Σταυροῦ Του, κι ἀγκάλιασέ Τον. Μή φύγεις ἀπό ἐκεῖ
μέχρις ὅτου φύγει ὁ πειρασμός. Γιατί ἄν εἶναι ἀπό τόν πονηρό, ὅπως σοῦ εἶπα καί
δέν τόν δημιουργεῖς ἐσύ, τότε θά δεῖς νά ἐξαφανίζεται ὁ πειρασμός σύντομα. «Ἀντίστητε
τῷ διαβόλῳ καί φεύξεται ἀφ’ ὑμῶν», σημειώνει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Μέ ὅ,τι τρόπο
καί σχῆμα ἔρχεται ὁ πειρασμός, μέ τόν ἴδιο τρόπο καί σχῆμα ἀντιπάλεψέ τον. Μήν
κάνεις μόνο τό σφάλμα νά θελήσεις νά «ἐπεξεργαστεῖς» τόν πονηρό λογισμό. Αὐτό εἶναι
ἡ βέβαιη ἧττα σου. Κανείς δέν μπορεῖ νά ἀντιπαλέψει τόν διάβολο, ὅταν μάλιστα εἶναι
ἀρχάριος. Χρειάζεται πλήρη περιφρόνηση καί στροφή πάραυτα στόν Κύριο καί τήν εἰκόνα
Του.
»Καί πέραν
τούτου: ἕνας τρόπος νά ξεπερνᾶμε τούς πειρασμούς εἶναι νά σκεφτόμαστε τίς ὀδυνηρές
συνέπειες στήν ψυχή μας. Νά καλή ὥρα ὅ,τι γίνεται τώρα μέ σένα. Ἦλθες ἴδιο
ράκος. Γεμάτος ἐνοχές, ὀδύνη καί θλίψη. Νά σκέπτεσαι λοιπόν τίς ἀρνητικές
συνέπειες, οἱ ὁποῖες μπορεῖ νά πάρουν χαρακτήρα καί σωματικό. Νά ἐπιτρέψει
δηλαδή ὁ Θεός καί κάποια ἀσθένεια, μήπως καί μᾶς συνετίσει. Θά πεῖς, μέ τήν
τιμωρία τοῦ Θεοῦ νά κάνω τόν πνευματικό ἀγώνα; Ναί, σοῦ λέω, σκεφτόμενος καί
τήν τιμωρία. Γιατί δέν εἶναι τιμωρία. Εἶναι παιδαγωγία Θεοῦ. Σάν τόν καλόγερο ἐκεῖνον
– θυμήθηκα μιά ἱστορία ἀπό ἕνα ἀσκητικό κείμενο – πού μή ἀντέχοντας τόν σαρκικό
πόλεμο ἔφυγε ἀπό τό μοναστήρι του καί βρέθηκε σ’ ἕνα καταγώγιο γιά νά ἱκανοποιήσει
τό πάθος του. Καί τί ἔγινε; Ὁ φιλάνθρωπος Θεός, γιά νά μή χάσει ὁ καλόγερος ὅλους
τούς κόπους του, ἐπέτρεψε τήν ὥρα πού κατέβαινε τά σκαλοπάτια τοῦ πονηροῦ οἰκήματος
καί γέμισε ἀπό… λέπρα. Ἄκουσες, Νικόλα; Γέμισε λέπρα ὁ καλόγερος, εἶδε τήν
κατάντια του κι ἐπέστρεψε μετανοημένος καί γεμάτος δάκρυα στό μοναστήρι του. Κι
εὐγνωμονοῦσε τόν Θεό, γιατί ἔτσι γλίτωσε ἀπό τόν θάνατο τῆς ἁμαρτίας. Καί δέν εἶναι
τό μόνο παράδειγμα ἀπό τήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας σ’ αὐτό τό θέμα…».
Ἔκοψε τόν λόγο
του ἀπότομα ὁ Ἀκάκιος. Ἔνιωσε πώς εἶπε πολλά κι ἴσως περισσότερα ἀπό ὅσα ἔπρεπε.
Ἔβλεπε ὅμως ὅτι ὁ λόγος του δέν πήγαινε χαμένος. Ἡ ἔκφραση τοῦ Νικόλα εἶχε ἀλλάξει.
Τό πρόσωπό του ζωντάνεψε, τά μάτια του σάν νά φωτίστηκαν ἀπό ἕνα ὑπερκόσμιο φῶς.
Φαινόταν ὅτι ἡ θέλησή του εἶχε δυναμώσει. Καί πράγματι, αὐτή ἦταν ἡ ἀλήθεια».
«Γέροντα», εἶπε,
καθησυχασμένος κι ἀναπτερωμένος, «σᾶς εὐχαριστῶ πολύ. Ἦλθα καταπτοημένος καί ἀπογοητευμένος,
ἀλλά θά φύγω μέ ἀπόφαση ἀλλαγῆς καί πνευματικοῦ ἀγώνα. Ἀμέσως μόλις κατέβω, θά
ξαναπάω στόν πνευματικό μου καί θ’ ἀρχίσω νά προσέχω περισσότερο τίς παρέες μου
καί βεβαίως τά ἀπρόσεκτα βλέμματά μου. Καταλαβαίνω ὅτι ὁ Χριστός μέ θέλει καί
μέ κυνηγάει, ἀλλά θέλει καί τή δική μου ἀνταπόκριση. Σᾶς παρακαλῶ, Γέροντα, νά
μέ ἔχετε στήν προσευχή σας. Ἡ θέλησή μου τώρα μοιάζει χαλυβδωμένη, μά θά
περιμένω μᾶλλον καί πάλι τήν ἐπίθεση τῆς χαλάρωσής της. Μή μέ ξεχνᾶτε. Σᾶς ζητῶ
συγγνώμη πού σᾶς «ἔφαγα» τό μεσημέρι, ἀλλά μέ εἴδατε πόσο ἀνάγκη εἶχα νά δῶ τό
πρόσωπό σας, ν’ ἀκούσω τόν λόγο σας…».
Ὁ Γέροντας πῆγε
μέσα στό κελί κι ἐπέστρεψε μέ μία μικρή σακούλα. «Σοῦ ἔβαλα κάποια λίγα
πράγματα γιά τήν ἐπιστροφή σου», τοῦ εἶπε, «ἀλλά πάρε καί τοῦτο», τοῦ πρότεινε
τό κομποσχοίνι του. «Πάρε νά τό ‘χεις σάν ὅπλο σου κατά τοῦ διαβόλου καί κατά τῶν
παθῶν μας. Μ’ αὐτό μαστιγώνουμε τόν διάβολο καί μᾶς τρέμει… Νικόλα μου, στήν εὐχή τοῦ Θεοῦ κι ἡ Παναγιά
μαζί σου…».
Ἀγκάλιασε μέ
στοργή τό νεαρό παλληκάρι καί τόν ἀσπάστηκε. Ὁ Νικόλας πῆρε τό χέρι τοῦ Γέροντα
καί τό φίλησε μέ εὐλάβεια. Πῆρε τόν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς. Ἡ εὐλογία τοῦ χεριοῦ
τοῦ Γέροντα ἦταν ἡ τελευταία εἰκόνα πού κράτησε καθώς ἔφευγε. Ἔνιωθε τήν καρδιά
του νά τραγουδάει. Καί μαζί μέ τό τραγούδι της εἶδε αὐτήν τή φορά καί τό
τραγούδι ὅλης τῆς φύσης καθώς κατέβαινε. Τοῦ ‘ρθε νά τραγουδήσει μ’ ὅλη τή
δύναμη τῶν πνευμόνων του… νά ψάλει καί νά… χορέψει!