«Τά σύμπαντα σήμερον χαρᾶς πληροῦνται,
Χριστός ἐτέχθη ἐκ τῆς Παρθένου» (Πεντηκοστάρια Χριστουγέννων. Ήχος β΄).
Γεννιέται ὁ
Χριστός, ὁ Θεός γίνεται ἄνθρωπος, καί τό μέγα τοῦτο μυστήριο διακονεῖται ἀπό ὅ,τι
ὡραιότερο καί ἀνώτερο γέννησε ἡ ἀνθρωπότητα, τήν Παρθένο Μαριάμ. Στό πρόσωπο ἐκείνης
παίρνουμε κι ἐμεῖς τή χαμένη λόγω ἁμαρτίας ἀξία μας, στό πρόσωπο Ἐκείνης βρῆκε ὁ
Θεός μας τή γέφυρα προκειμένου νά ἔλθει στόν κόσμο. Κι ἔρχεται ὁ Χριστός λοιπόν
«ἐκ Πνεύματος ἁγίου καί Μαρίας τῆς Παρθένου» καί προσλαμβάνει τόν ἄνθρωπο, ἀποκαθιστώντας
τον στήν πρότερη κι ἀκόμη περισσότερο θέση του: νά μπορεῖ νά γίνει ἕνας μικρός
Θεός στόν κόσμο· νά ἔχει καθαρή τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ μέσα του κι ἀνοικτή τή
δυνατότητα καί πάλι τῆς ὁμοίωσής του πρός τόν Δημιουργό του. Ἡ φυλακή τῆς ἁμαρτίας
γκρεμίστηκε, ὁ θάνατος ἔπαψε πιά νά εἶναι ὁ κυρίαρχος, ὁ διάβολος τρίζει τά
δόντια του γιατί χάθηκε ἀπ’ τά χέρια του τό θήραμα καί ὑποχείριό του. Τί ‘ναι
τό μόνο πού μένει; Ἡ ἄφατη χαρά καί τά «δόξα ἐν ὑψίστοις». Καί μαζί μέ τόν ἄνθρωπο
ἀπελευθερώθηκε ἀπό τά δεσμά της καί ἡ ὑπόλοιπη δημιουργία. Ὅλο τό σύμπαν πανηγυρίζει τή Γέννα τοῦ Θεοῦ μας.