Καθίσματα
ὄρθρου τῶν Χριστουγέννων. Ἦχος δ΄ νενανώ.
«Δεῦτε ἴδωμεν πιστοί, ποῦ ἐγεννήθη ὁ Χριστός,
ἀκολουθήσωμεν λοιπόν ἔνθα ὁδεύει ὁ ἀστήρ, μετά τῶν Μάγων Ἀνατολῆς τῶν Βασιλέων.
Ἄγγελοι ὑμνοῦσιν, ἀκαταπαύστως ἐκεῖ. Ποιμένες ἀγραυλοῦσιν, ᾠδήν ἐπάξιον. Δόξα ἐν
ὑψίστοις λέγοντες, τῷ σήμερον ἐν Σπηλαίῳ τεχθέντι, ἐκ τῆς Παρθένου καί
Θεοτόκου, ἐν Βηθλεέμ τῆς Ἰουδαίας».
«Τί θαυμάζεις Μαριάμ; Τί ἐκθαμβεῖσαι τῷ ἐν
σοί; Ὅτι ἄχρονον Υἱόν, χρόνῳ ἐγέννησα φησί, τοῦ τικτομένου τήν σύλληψιν μή
διδαχθεῖσα. Ἄνανδρός εἰμι, καί πῶς τέξω Υἱόν; Ἄσπορον γονήν τίς ἑώρακεν; Ὅπου
Θεός δέ βούλεται, νικᾶται φύσεως τάξις, ὡς γέγραπται. Χριστός ἐτέχθη, ἐκ τῆς
Παρθένου, ἐν Βηθλεέμ τῆς Ἰουδαίας».
Στό πρῶτο κάθισμα,
ὁ ὑμνογράφος ξεκινώντας ἀπό τά ἱστορικά γεγονότα, ὅπως καταγράφονται στά Εὐαγγέλια:
τή γέννηση τοῦ Χριστοῦ, τόν ἐρχομό τῶν Μάγων τῆς Ἀνατολῆς μέ τόν ἀστέρα πού
τούς καθοδηγεῖ, τούς ποιμένες πού βόσκουν τά πρόβατά τους, τούς ἀγγέλους πού
δοξολογοῦν τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ, μᾶς καλεῖ νά γίνουμε καί ἐμεῖς αὐτόπτες
καί αὐτήκοοι τῶν ἴδιων γεγονότων: νά δοῦμε καί ν’ ἀκούσουμε τά ἴδια μέ τούς
μάγους καί τούς βοσκούς, ἀλλά καί νά ψάλουμε τό «δόξα» μαζί μέ τούς ἀγγέλους.
Κι αὐτό γιατί; Διότι κατά τήν Ἐκκλησία μας, πού στόμα της εἶναι ὁ ὑμνογράφος, ἡ
μεγάλη αὐτή Δεσποτική ἑορτή, ὅπως καί κάθε ἄλλη ἀσφαλῶς ἑορτή, ἄν δέν ἔχει τό
στοιχεῖο τῆς μέθεξης, τῆς προσωπικῆς μετοχῆς τοῦ πιστοῦ, δέν ἔχει κανένα νόημα.
Καταντᾶ μία κοινοτυπία κι ἴσως ἕνα παραμύθι πού συνέβη «μιά φορά κι ἕναν
καιρό…». Ἡ Ἐκκλησία ὅμως τίς γιορτές τίς
ζεῖ κάθε φορά «σήμερον», μέ τή δύναμη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, κι αὐτό σημαίνει ὅτι
εἴμαστε ὄχι ἀπ’ ἔξω ἀλλά μέσα στά γεγονότα. Κι αὐτό γίνεται ὅταν ζοῦμε τίς ἐκκλησιαστικές
ἀκολουθίες. Τό ἴδιο σκεπτικό βλέπουμε καί στό δεύτερο τροπάριο: συνομιλοῦμε μέ
τήν Παναγία μας, τήν ρωτᾶμε γιά τό μυστήριο στό ὁποῖο μετέχει, γιά τήν ἀπορία της καί τήν ἐν πίστει ὑπακοή
της. Καί τελικά ἡ ἀλήθεια εἶναι μία, κι ἄς μήν τήν καταλαβαίνουμε κι ἐμεῖς:
«Χριστός ἐτέχθη ἐκ τῆς Παρθένου ἐν Βηθλεέμ τῆς Ἰουδαίας».