Ο Θεός δοξάζεται από τους πιστούς όχι
όταν απλώς εκφέρουν το όνομά Του ή και προβάλλουν το θέλημά Του, πολλές φορές
μάλιστα με εκβιαστικό τρόπο, αλλά εκεί που φανερώνουν την ταπεινή αγάπη τους ως σεβασμό προς τον
συνάνθρωπό τους και θυσία τους προς χάριν αυτού. «Δόξα τω Θεώ» δηλαδή λέει
αληθινά μόνον ο άνθρωπος που ναι μεν κοιτάει τον Θεό, αλλά κρατάει στην αγκαλιά
του τον συνάνθρωπο. Κι όσο μάλιστα κάνει πέρα αυτός ακόμη και τα νόμιμα δικαιώματά του για να έχει
περισσότερα ο άλλος, τόσο εκεί εξαγγέλλει με πανηγυρικό τρόπο τη δόξα του Θεού.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο Σταυρός του Κυρίου – η απόλυτη κένωση του Θεού για χάρη
του ανθρώπου – χαρακτηρίζεται η δόξα Αυτού. Αλλά τι γίνεται ταυτόχρονα; Την ώρα που δοξάζει κανείς τον Θεό με τον
θυσιαστικό τρόπο της αγάπης, εκείνην ακριβώς την ώρα ο Θεός αρχίζει τη δική Του
ανταπόδοση: δοξάζει τον δούλο Του κι αρχίζει να γίνεται… εκείνου «υπήκοος». «Τους
εμέ δοξάζοντας δοξάσω». Έτσι η δοξολογία
μου προς τον Θεό γίνεται μ’ έναν τρόπο και η… παντοδυναμία μου στον κόσμο!