Ο
Κύριος στέκεται στη θύρα της καρδιάς μας και τη χτυπάει για να Του την
ανοίξουμε, προκειμένου να εισέλθει μέσα, να βρεθεί και να παρακαθήσει στο
τραπέζι μαζί μας – μία πολύ ωραία εικόνα
που καταγράφεται στην Αποκάλυψη του αγίου Ιωάννου (3, 20). Κι αυτό μεν δείχνει
την ταπεινή αγάπη βεβαίως του Δημιουργού μας, η οποία δεν μειώνεται και δεν
αλλοιώνεται ποτέ – ο Θεός είναι ο μόνος πιστός – όμως δείχνει και την ευθύνη
την οποίαν έχει ο καθένας μας απέναντί Του. Διότι ο Χριστός επειδή ακριβώς μας αγαπάει,
ουδέποτε παραβιάζει την ελεύθερη βούλησή μας. Γιατί τότε δεν Τον ακούμε και δεν
Του ανοίγουμε; Η απάντηση δίνεται από τον ίδιο άγιο Ιωάννη στο Ευαγγέλιό του:
δεν Τον ακούμε, δεν Τον δεχόμαστε επομένως, διότι «είναι πονηρά τα έργα μας».
Ακόμη και οι θεωρούμενοι καλοί χριστιανοί που βεβαιώνουν την αγάπη τους προς Εκείνον,
δεν φαίνεται να αισθάνονται την παρουσία Του ενεργά και αισθητά στην ύπαρξή τους,
διότι τα πάθη τους – η φιληδονία τους, η φιλαργυρία τους, η φιλοδοξία τους – είναι
τόσο ισχυρά μέσα τους, ώστε ο θόρυβός τους επισκιάζει οτιδήποτε άλλο, πολύ περισσότερο
τον απαλό ήχο από το ευγενικό χτύπημα του ταπεινού και ελεήμονος Θεού μας. Πρέπει
να εντείνουμε την προσοχή μας, λίγο να Τον «διψάσουμε», για να Τον ακούσουμε.
Κι αυτό θα αποτελεί την απαρχή της συνάντησής μας μαζί Του.