Ο διπλός
θάνατος
Ο
Σωφρόνιος βάδιζε κατά μήκος της Νεκράς Θάλασσας. Η σκιά του κάτω από τον ισχυρό
ήλιο σχηματιζόταν με περίεργες γραμμές, κι ό,τι διαγραφόταν απ’ αυτήν έγλυφε τα
αλμυρά νερά της Θάλασσας. Στην πραγματικότητα μιλάμε για τη σκιά της… σκιάς του
εαυτού του. Γιατί ο Σωφρόνιος ήταν αυτό που λένε «πετσί και κόκκαλο». Η σκληρή
άσκηση της πρακτικής καλογερικής ζωής τον είχε πλήρως απορροφήσει: είχε
κατανοήσει αφότου έγινε καλόγερος ότι αν θέλει να προχωρήσει στην πνευματική
ζωή, αν θέλει να νιώσει αληθινά την παρουσία του Κυρίου στη ζωή του, θα έπρεπε
να αντιμετωπίσει έναν επικίνδυνο «εχθρό», που την ίδια στιγμή ήταν και ο
καλύτερος και πρώτος φίλος του! Το ίδιο το σώμα του… Χρόνια λοιπόν πάλευε στον
αγώνα της νηστείας και της εγκράτειας. Και
μαζί μ’ αυτήν και στον αγώνα της φτώχειας. Δεν είχε τίποτε δικό του, ενώ και τα
ρούχα του ήταν κυριολεκτικά κουρέλια απ’ την πολυκαιρία, που αν τα ‘δινε και
στον πιο φτωχό ζητιάνο, εκείνος δεν θα
καταδεχόταν να τα πάρει.
Είχε
επιλέξει εκ νεότητος την καλογερική ζωή. Σε κοινόβιο πρώτα, κι έπειτα μόνος
στην έρημο της Νεκράς Θάλασσας. Με την άδεια του ηγουμένου του, ο οποίος έβλεπε
τις ασκητικές επιδόσεις του καλογέρου του και τη βαθιά αγάπη που τον συνείχε
για τον Ιησού Χριστό τον Κύριο, βρέθηκε σε μια σπηλιά της σκληρής και
απαράκλητης αυτής περιοχής. Θέλησε να γίνει «βοσκός». Όχι με την κοινή έννοια,
αλλά με την ερημήτικη ονομασία της εποχής: του αναχωρητή που ζει στα βουνά και
τρώει μόνο άγρια χόρτα! Και δεν ήταν ο μόνος εκεί.
Η σκληρή
ασκητική του ζωή βέβαια πήγαινε αντιστρόφως ανάλογα προς ό,τι ο Κύριος από
πλευράς πνευματικής τού πρόσφερε: μία χάρη τόσο μεγάλη μερικές φορές, που όχι
μόνο γλύκαινε τις πνευματικές του αισθήσεις και τον έκανε να βυθίζεται στη
θεωρία του αγαπημένου προσώπου Εκείνου, όπως και της Παναγίας Μητέρας Του, αλλά
τον έκανε να χάνει τότε και την έννοια του χρόνου, μεταφερόμενος σε άλλες υψιπετείς
καταστάσεις που δεν είναι εύκολο να περιγραφούν. Ω, ο Σωφρόνιος μακάριζε την
ώρα και τη στιγμή της εξόδου του από τον κόσμο. Γιατί ήταν η ώρα της εισόδου
του στα μυστικά και άρρητα κάλλη του «κρυπτού της καρδίας ανθρώπου»· της
εύρεσης αυτού που ο Κύριος ονόμασε «εντός ημών Βασιλεία των Ουρανών».
Βάδιζε
λοιπόν ο μεσήλικας Σωφρόνιος κάτω από τον πυρωμένο ήλιο, και αν είχε κανείς τη
δυνατότητα να τον προσεγγίσει από κοντά θα έβλεπε το σκαμμένο από την άσκηση
πρόσωπό του, αλλά και τα δάκρυα που έρρεαν διαρκώς από τα βαθουλωμένα μάτια του,
ψάχνοντας τρόπο σαν από ντροπή να βρουν καταφύγιο και να χαθούν μέσα στα ψαρά
και δασιά γένια του. Έκλαιγε ο καλόγερος, κι όχι μόνο τώρα – τα δάκρυα είχαν
γίνει δεύτερη φύση του – γιατί ένιωθε το βάρος των αμαρτιών του. Όσο μάλιστα ο
Κύριος τον φώτιζε και του έδινε τις δωρεές των χαρίτων Του, τόσο καταλάβαινε σε
τι άβυσσο πτώσης βρίσκεται, πόσο ο άδης της ψυχής του τον καταβάλλει και τον
σέρνει στη δίνη της δικής της κόλασης! Πενθούσε λοιπόν ο Σωφρόνιος, γιατί
έβλεπε τις αμαρτίες του. Κι όσο περνούσε ο καιρός, τόσο αύξανε και το πένθος,
τόσο αύξανε και το βάθος της ταπείνωσής του.
Ένας λογισμός
άρχισε να αναπτύσσεται μέσα του και να παίρνει τη μορφή της έμπονης προσευχής:
να φύγει από τη ζωή αυτή, γιατί όσο μένει, τόσο και αυξάνει τις αμαρτίες του.
Διαπίστωνε ότι υπήρχαν φορές, πολλές φορές, ότι το μυαλό του δεν βρίσκεται εκεί
που ζητάει ο Κύριος: στην απόλυτη αγάπη προς Εκείνον. Η απαρχής εντολή του
Θεού, «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της ψυχής, εξ όλης της καρδίας, εξ
όλης της διανοίας, εξ όλης της ισχύος, και τον πλησίον σου ως σεαυτόν» τον
συνείχε σε τέτοιο βαθμό, ώστε αποτελούσε τη μοναδική σκέψη και εργασία του νου
του. Αυτό μάλιστα το «εξ όλης» το βίωνε ως μαστίγωμα της ύπαρξής του. Γιατί
έφερνε στην επιφάνεια την… αμέλεια της ζωής του. Πώς να μπορέσει να βρίσκεται
εκατό τοις εκατό στην αγάπη του Θεού και του συνανθρώπου; Κατ’ ανάγκην ως
άνθρωπος έπρεπε να ασχοληθεί και με τα… επίγεια. Κάθε φορά λοιπόν που ο
λογισμός του ξέφευγε σ’ αυτά, δεν έχανε την αγάπη του Θεού; Οπότε ένιωθε…
βρώμικος ψυχικά. Γιατί ήξερε πως «ακάθαρτος ενώπιον Κυρίου πας παράνομος». «Κι εγώ είμαι
παράνομος, αφού παραβαίνω τον νόμο του Θεού», ψιθύριζε διαρκώς μέσα του.
Αυτό τον
διακατείχε και την ώρα που βάδιζε στην ακροθαλασσιά. Κι αισθανόταν ότι η
περίεργη και μοναδική αυτή ιστορική θάλασσα, που ήταν το αποτέλεσμα της αμετανοησίας
των ανθρώπων της περιοχής παλιά – ό,τι εισέπραξαν οι άνθρωποι των Σοδόμων και
των Γομόρρων από τη φωτιά και το θειάφι που έβρεξε ο Θεός – του ταίριαζε
απόλυτα. Γι’ αυτό άλλωστε και κατέβαινε στη θάλασσα αυτή, από τη σπηλιά του στο
βουνό. Γιατί τον προκαλούσε να σκεφτεί, να στοχαστεί, να πενθήσει ακόμη
περισσότερο για τον «άδη» του, να προσευχηθεί με πύρινα δάκρυα. «Φωτιά και
αρμύρα των δακρύων», έκανε τον συσχετισμό με τη Νεκρά Θάλασσα, και ήταν η στιγμή
που λίγο σαν να χαμογέλασε. Για να συνέλθει αμέσως από το… ολίσθημα. «Κύριε,
πάρε με για να μη συνεχίζω να αμαρτάνω», επανέλαβε. «Κύριε Ιησού Χριστέ,
ελέησόν με».
Άκουσε ξάφνου
φωνές, δυνατές και αγριωπές. Μαζί και γέλια αδιάντροπα. Παραξενεύτηκε. Και λίγο
ταράχτηκε. Χαλούσαν την ησυχία του τοπίου. Στο βάθος μπροστά του διέκρινε φιγούρες, που
λίγο λίγο γίνανε πιο ευδιάκριτες.
«Σαρακηνοί»,
μονολόγησε, και σκοτείνιασε λίγο το πρόσωπό του. Πήρε να προσεύχεται για τα
πλανεμένα αυτά αδέλφια του. Τα ‘δε όπως είχε πια συνηθίσει να βλέπει όλον τον
κόσμο, γνωστό και ξένο: σαν την άλλη, άγνωστη, πλευρά του εαυτού του. «Τον πλησίον
σου ως σεαυτόν», ήλθε και πάλι η εντολή στη σκέψη του.
Τον
πλησίασαν. Τον κοίταξαν περίεργα, άγρια, με μίσος. Ένας σαν να κοντοστάθηκε. Ο
Σωφρόνιος προσευχήθηκε ακόμη περισσότερο. Έκανε ένα νεύμα σαν υπόκλιση. Τους προσπέρασε.
Τον προσπέρασαν. Οι φωνές τους γίνηκαν ακόμη πιο άγριες. Φάνηκε ότι τον
ειρωνεύονταν και ότι τον σάρκαζαν. Ο Σωφρόνιος συνέχιζε την προσευχή του. Τους στοχασμούς
του. Ο νους του σαν να αρπάχτηκε σε θεωρία του Κυρίου. Μια γαλήνη δέσποζε μέσα
στην καρδιά του. Ένιωσε τη χάρη του Θεού ολότελα ξαφνικά εκείνη την ώρα να τον
πλημμυρίζει.
Ξαφνικά,
έγινε σιωπή. Οι φωνές των Σαρακηνών σταμάτησαν. Ασυναίσθητα, στράφηκε προς τα
πίσω. Κι είδε τον ένα από αυτούς και πάλι να τον πλησιάζει. Ερχόταν σχεδόν
τρέχοντας προς αυτόν, ίσια καταπάνω του. Το χέρι του Σαρακηνού οπλίστηκε με
το κοφτερό σπαθί του. «Κύριε Ιησού Χριστέ…», ήταν οι τελευταίες λέξεις του, κι η
εικόνα του άγριου Σαρακηνού έγινε η εικόνα του αγίου αγγέλου του. Το αγιασμένο
κεφάλι έπεσε και κύλισε προς την πλευρά της θάλασσας, η οποία ξαφνιάστηκε και
ρίγησε, νιώθοντας την αρμύρα της ν’ αυξάνει από τα δάκρυα που ακόμη κυλούσαν
από τα βαθουλωμένα μάτια…
Δεν
επέτρεψε ο Κύριος να δει ο Σωφρόνιος δύο πράγματα. Δεν είδε την άμεση επέμβαση της Πρόνοιας του Θεού.
Γιατί έδωσε εντολή ο Κύριος σ’ ένα όρνιο που πετούσε λίγο παραπέρα, να γυρίσει
σαν αέρας καταπάνω στον Σαρακηνό. Το όρνιο άρπαξε το όργανο του διαβόλου με τα
τεράστια σιδερένια νύχια του, το πήγε ψηλά στον ουρανό και το άφησε να πέσει
πάνω στις πέτρες, θρυμματίζοντας κάθε κόκκαλο και ακέραιο σώμα. Οι δαίμονες
παραμόνευαν και παρέλαβαν με χαρά και ουρλιαχτά την άθλια ψυχή του.
Δεν είδε επίσης
ο Σωφρόνιος, σκεπασμένος από τους αγίους αγγέλους και προσβλέποντας στο φως του
Ήλιου της δικαιοσύνης που τον φώτιζε, τρεις άλλους ερημίτες, «βοσκούς» σαν κι
αυτόν, που από παρακείμενο βουνό παρακολουθούσαν ό,τι διαδραματιζόταν.
Συγκλονισμένοι
αυτοί, σταυροκοπήθηκαν και γονάτισαν. Με δάκρυα στα μάτια ξεκίνησαν να
προσεύχονται και για τις δύο ψυχές…
(Από το «Λειμωνάριον»
του Ιωάννου Μόσχου, κεφ. 21)