Πέρα
από τη δοξολογία του ονόματος του Θεού που δοξάζει τους μάρτυρές Του, ο θρήνος
και ο φόβος είναι τα αισθήματα που δημιουργεί η περίπτωση του Σαπρικίου. Ποιος
μπορεί να καυχηθεί για το όποιο αξίωμά του στην Εκκλησία, για τα
κηρύγματά του, για τη δράση του, για τη θαρραλέα ακόμη πίστη του; Ο Σαπρίκιος
τα είχε αυτά: ήταν ιερέας, κήρυσσε και δρούσε ιεραποστολικά, ομολογούσε την
πίστη του με θάρρος. Το κριτήριο όμως είναι άλλο: απολύτως και μόνον η αγάπη,
που αποδεικνύεται έμπρακτα ως συγχώρηση προς τον κάθε συνάνθρωπο – ό,τι ζούσε
και φανέρωνε ο άγιος Νικηφόρος. Τα πάντα δηλαδή μπορεί κανείς να έχει ως
αρετές. Δεν έχει το ένα «ου εστί χρεία»,
την αγάπη, δεν έχει τίποτε. Γι’ αυτό και αφενός κανείς δεν μπορεί να καυχηθεί
για οτιδήποτε: η αληθινή αγάπη φυτρώνει εκεί που υπάρχει το έδαφος της
ταπείνωσης, αφετέρου το μαρτύριο από μόνο του δεν σώζει. Και στην περίπτωση
ακόμη που ο Σαπρίκιος έδινε τη ζωή του για τον Χριστό, δεν θα ήταν χριστιανός
μάρτυρας. Ο χριστιανός μάρτυρας πεθαίνει, αλλά χωρίς ίχνος μίσους και έχθρας
μέσα του. Το λέει σαφέστατα και ο απόστολος Παύλος: «και εάν παραδώ το σώμα μου, ίνα καυθήσωμαι, αγάπην δε μη έχω, ουδέν
ωφελούμαι». Και να καεί το σώμα μου για την πίστη μου, χωρίς αγάπη η θυσία
αυτή δεν με ωφελεί.