Σαν την εποχή των αγίων Πατέρων …
Άνοιξε τη
θύρα του μεγάλου ναού κι αμέσως τον αγκάλιασε η γνώριμη και τόσο αγαπητή του
ατμόσφαιρα: σιωπή, μυρωδιά από λιβάνι τριαντάφυλλο και καμένο καθαρό κερί.
«Κύριε
Ιησού Χριστέ, ελέησόν με!», ψιθύρισαν για μία ακόμη φορά τα χείλη του, κι
ένιωσε τα μάτια του να υγραίνονται από δάκρυα.
Άναψε το
κεράκι του, κι έβαλε βαθιά μετάνοια για να φιλήσει την εικόνα του ένθρονου
Κυρίου και της Παναγίας της Γλυκοφιλούσας.
«Υπεραγία
Θεοτόκε, σώσον με», συνέχισε τη θεοφιλή «φλυαρία» του.
«Γέροντα,
την ευχή σας», άκουσε μία σεμνή και σιγανή φωνή δίπλα του, κι ένιωσε να του
αρπάζουν με λαχτάρα το χέρι και να το φιλούν.
«Την ευχή της
Παναγίας μας», απάντησε γλυκά.
«Είμαι ο
νεωκόρος του ναού κι ασφαλώς είστε ο π. Νικόδημος που περιμένει ο Γέροντάς μας.
Προχωρήστε στο ιερό. Εκεί βρίσκεται και κάτι τακτοποιεί στην άγια Τράπεζα».
Προσκύνησε
τις εικόνες και στα άλλα προσκυνητάρια και πήγε προς το Ιερό. Δεν πρόλαβε καλά
καλά να μπει, κι ο παπα Δημήτρης έπεσε στην αγκαλιά του και τράβηξε το χέρι του
για να το φιλήσει. Μα πρόλαβε εκείνος.
«Τι
κάνεις, Γέροντα;», είπε ο παπα Δημήτρης. «Πόσο σε πεθύμησα από το καλοκαίρι πέρσι
που βρεθήκαμε στο περιβόλι της Παναγίας μας. Χάρηκα τόσο πολύ που μου ‘πες στο
τηλέφωνο ότι θα έλθεις να με δεις. Έλα, προσκύνησε την άγια Τράπεζα».
Ο Γέροντας
Νικόδημος, έβγαλε το μοναχικό σκούφο του, έκανε τρεις βαθιές μετάνοιες, σταυροκοπήθηκε
και προσκύνησε το Ευαγγέλιο και την άγια Τράπεζα. «Δοξασμένο το όνομα του
Κυρίου μας», μουρμούρισαν τα χείλη του.
«Παπα
Δημήτρη μου», είπε με συστολή και σεβασμό, «θέλησα να σε δω, γιατί μιας και
κατέβηκα στην πόλη από το Όρος για κάποιες ιατρικές εξετάσεις είπα και να
ξομολογηθώ τα κρίματά μου».
«Γέροντα,
τι λες;», σαν να σάστισε ο παπα Δημήτρης. «Εσύ να εξομολογηθείς σ’ εμένα; Εσύ ο
Γέροντας που τον σέβονται όλοι στο Όρος, μεγάλοι και μικροί, εσύ που και Δεσποτάδες
καταφεύγουν σ’ εσένα, να θέλεις να εξομολογηθείς σ’ εμένα; Το βρίσκω αδιανόητο».
Ο παπα Δημήτρης φαινόταν εμβρόντητος μη χωρώντας το μυαλό του αυτό που άκουσε.
«Σε
παρακαλώ, παπα Δημήτρη μου», είπε ο Γέροντας. «Γνωριζόμαστε τόσο καιρό, ξέρω
ποιος είσαι, κι είναι για μένα ξεχωριστή ευκαιρία και ευλογία να αξιοποιήσω τον
χρόνο μου. Τι πα να πει είμαι Γέροντας του Όρους; Όλοι μας, από τον πιο μικρό
έως τον πιο μεγάλο, αμαρτάνουμε, είτε με τα λόγια είτε με τα έργα είτε και με τους
λογισμούς μας. Όπως το ξέρεις καλύτερα από μένα, αναμάρτητος είναι μόνον ο
Κύριός μας. Λοιπόν, σε παρακαλώ, άσε τις επιφυλάξεις και φόρεσε το πετραχήλι σου.
Έχω ανάγκη να εξομολογηθώ. Είμαι άλλωστε προχωρημένης ηλικίας και ο θάνατος,
τον οποίο έτσι κι αλλιώς περιμένω κάθε στιγμή, μπορεί να μου κτυπήσει τη θύρα
σήμερα…».
Ο παπα
Δημήτρης κάμφθηκε, φόρεσε το πετραχήλι του και δέχτηκε την ταπεινή, γεμάτη
στεναγμούς και δάκρυα εξομολόγηση του Γέροντα Νικόδημου. Μα τι ‘ταν αυτό για
τον παπα Δημήτρη; Αποκάλυψη Θεού. Άκουσε «αμαρτίες», που και για τον
προχωρημένο χριστιανό στα πνευματικά δεν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν έτσι.
Λογισμούς που δεν έβλεπε κανείς την αμαρτωλότητά τους, κι όμως για τον Γέροντα
ήταν σαν να είχε περιπέσει στο αμάρτημα της πορνείας και της μοιχείας…
«Θέ μου,
σαν να εξομολογώ τον όσιο Γέροντα Παΐσιο είναι», σκεφτόταν μέσα του ο παπα
Δημήτρης, ο οποίος δεν ήταν κανένας τυχαίος κι αυτός κληρικός. Γνωστός σε όλη
την περιοχή του και πέρα από αυτήν, είχε τη φήμη εξίσου αγιασμένου κληρικού,
πολύ έμπειρου στα πνευματικά, με σπουδαίο ιεραποστολικό και κηρυκτικό έργο. «Πόσο
μου θυμίζουν οι «αμαρτίες» του Γέροντα αυτά που έλεγε ως αμαρτίες του ο Γερω-
Παϊσιος, τότε μάλιστα που κρύωνε πολύ λόγω του χιονιά που είχε ενσκήψει στο
Όρος και το κελάκι του έμπαζε από παντού. Την ώρα της προσευχής του δεν είχε
διακόψει για να πει «Πρέπει να φορέσω κάτι πιο βαρύ επάνω μου», κι αμέσως
ένιωσε το σφάλμα στο οποίο είχε περιπέσει; Σαν να ήταν…μοιχός! Κι αυτό γιατί διέκοψε
την προσευχή του για έναν…ανθρώπινο και επίγειο λογισμό. Κι έκλαιγε ασταμάτητα
μέχρι να νιώσει τη χάρη του Θεού και πάλι πάνω του. Κάπως έτσι είναι και τώρα…».
Απόσωσε ο
Γέροντας κι έσκυψε σαν μαθητούδι το κεφάλι, περιμένοντας τη συμβουλή και την
ευχή από τον παπα Δημήτρη. Ο παπα Δημήτρης χωρίς να πει τίποτε, σηκώθηκε, διάβασε
τη συγχωρητική ευχή και πριν να προλάβει ο Νικόδημος να αντιδράσει σε τίποτε,
έβαλε το πετραχήλι του σ’ εκείνου τους ώμους.
«Γέροντα,
η σειρά μου. Εξομολογήθηκες εσύ, τώρα θα ακούσεις κι εμένα».
Γονάτισε ο
παπα Δημήτρης μπρος στον Γέροντα Νικόδημο κι άνοιξε και τη δική του την καρδιά.
Την καρδιά που την πυρπολούσε η ίδια φλόγα του αγίου Πνεύματος που έκαιγε και
στον Γέροντα του Όρους.
Κι ήταν
σαν να συνεχιζόταν η πρωϊνή θεία Λειτουργία. Κι ήταν σαν να ‘βλεπε κανείς
εικόνες από την εποχή των Μεγάλων αγίων Πατέρων. Μία ακόμη σελίδα από τα Γεροντικά της Εκκλησίας μας...