Ο
όσιος Μαρτινιανός εξυψώνεται ενώπιόν μας και ενώπιον όλων των γενεών ως τύπος
συνετού και προσγειωμένου στην πραγματικότητα ανθρώπου. Διότι δεν «πήρε θάρρος»
από τη νίκη του απέναντι στους πονηρούς πειρασμούς που αντιμετώπισε. Δεν
σκέφτηκε ότι όπως νίκησε τώρα, θα νικήσει και μετά. Αντίθετα: «τρόμαξε» με την
πονηρία του διαβόλου και θέλησε να φύγει και από το όρος. Η καταφυγή του σε
ξερονήσι, μακριά από την ξηρά, ήταν η νομιζόμενη από αυτόν λύτρωση: δεν θα
ερχόταν καμία γυναίκα ή κανένας να τον υποβάλει σε πειρασμό. Κι έζησε εκεί με
τρόπο που θυμίζει τις χίλιες ημέρες και τις χίλιες νύκτες πάνω σε βράχο του
νεωτέρου και αγαπημένου Ρώσου οσίου Σεραφείμ του Σάρωφ: με ολοκληρωτική αναφορά
στον Θεό, είτε σε ψύχος είτε σε καύσωνα. «Δεν χαυνώθηκε ο νους σου από το ψύχος
κι ούτε φλέχτηκε η ψυχή σου από τον καύσωνα, ώστε να υποχωρήσεις έστω και για
λίγο, θλίβοντας το σαρκίο σου. Αλλά υπέφερες, έχοντας κατά νου τη μακαριότητα
των δικαίων» («Ου ψύχει χαυνούμενος τον
νουν αλλ’ ουδέ καύσωνι ψυχήν φλεγόμενος όλως ενέδωκας θλίβων σου το σαρκίον∙
αλλ’ υπέφερες την τοις δικαίοις εννοών μακαριότητα») (ωδή η΄).
Έμαθε
όμως ότι η πονηρία του Πονηρού δεν έχει όρια. Τα πάντα εφευρίσκει, πάντοτε
βεβαίως με την παραχώρηση του Κυρίου, προκειμένου να πειράξει τον δούλο του Θεού. Κι
όταν αντιμετωπίζει από το «πουθενά» νέο πειρασμό στο πρόσωπο μιας ναυαγισμένης
κόρης, σηκώνεται και φεύγει, για να αποφασίσει εσαεί να είναι περιπλανώμενος.
Πόσο προσγειωμένος πράγματι είναι! Τι εμπιστοσύνη να δείξει στον εαυτό του,
όταν βλέπει ότι ακόμη βρίσκεται στον κόσμο τούτο; Όπως το έλεγε και ο Γέροντας
των Αθηνών μακαριστός π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος: «το θέμα σαρξ τελειώνει με το
θέμα πλαξ», δηλαδή όσο η πλάκα του τάφου δεν μας έχει κλείσει, δεν μπορεί
κανείς να εμπιστεύεται τη σάρκα του, το ίδιο βλέπουμε στον όσιο Μαρτινιανό και
σε κάθε άλλο βεβαίως άγιο.