Εντελώς
παράδοξη η ζωή του αγίου Τιμοθέου με την ανθρώπινη λογική:
ζούσε στα όρη, τριγύριζε στις ερήμους,
δεν ήθελε να δει πρόσωπο γυναίκας, και
όμως αναδείχτηκε, όπως σημειώνει ο υμνογράφος του άγιος
Θεοφάνης, «πατέρας των ορφανών, προστάτης των χηρών, αμφίεση των γυμνών,
τροφή των πεινασμένων». Να κυνηγάς
διά παντός τον Θεό με απομάκρυνση από τους ανθρώπους και να γίνεσαι ο μεγαλύτερος
κοινωνικός εργάτης, είναι πράγματι, το λιγότερο, παράδοξη κατάσταση. Αλλά ο άγιος Τιμόθεος βίωσε αυτό που έζησαν και οι περισσότεροι ασκητές
άγιοι: όσο στρέφεσαι προς τον Θεό, τόσο ο Θεός σε στρέφει προς τους ανθρώπους. Γιατί;
Διότι «ο Θεός αγάπη εστί».
Και Τον βρίσκουμε εκεί που κατεξοχήν φανερώνεται: στα πρόσωπα των κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Εκείνου δημιουργημάτων
Του. Όπως το είπε στην παραβολή της κρίσεως ο ίδιος ο Κύριος:
«Εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων,
εμοί εποιήσατε». Γι’ αυτό και ο βαθμός
αγάπης μας προς τον Θεό φανερώνεται από τον βαθμό αγάπης μας προς τον συνάνθρωπό
μας. Και με τον άγιο Αντώνιο το ίδιο δεν έγινε; Απομακρυνόταν για χάρη του Θεού από τον κόσμο, κι ο Θεός τελικώς τον οδηγούσε στον κόσμο. Κι
ο άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ: την απομόνωση και τον εγκλεισμό
του ζητούσε. Κι η Παναγία του παρουσιάστηκε για να του πει
να βγει να βοηθήσει τον κόσμο. Ήταν και το παράπονο του
οσίου Γέροντος Παϊσίου του αγιορείτου: ήλθα στο Όρος να βρω ησυχία,
και μπήκα στο πρόγραμμα των ανθρώπων. Αλλά
είπαμε: κριτήριο της πίστεώς μας και των αγίων είναι η αγάπη.
Όπου αγάπη εκεί και ο Θεός. Φεύγει κανείς
από την αγάπη, έστω και για λόγους «πίστεως»; Χάνει τον Θεό. «Ο Θεός αγάπη εστί και ο μένων εν τη αγάπη, εν
τω Θεώ μένει και ο Θεός εν αυτώ».