Ο Γέροντας την κοίταξε πονετικά
πολύ
κι έσκυψε το κεφάλι·
απόκριση δεν έδωσε καμία.
«Γέροντα, πες μου, το παιδί…
τι θ’ απογίνει;
θα σωθεί; Είναι πεσμένο από
καιρό στην ηρωίνη».
Με τσακισμένη την ψυχή
ρώτησε η γυναίκα
κι άπλωσε χέρια μ’ ίδρωτα
στου Γέροντα τα πόδια.
Ο Γέροντας δεν κούνησε ούτε
και αποκρίθη πάλι.
Μόνο δυο δάκρυα καυτερά
βγήκαν απ’ την καρδιά του
που βάψανε με κόκκινο τα
χέρια της γυναίκας.
Πώς να της πει πως αύριο ο
γιος θα την κτυπήσει
και μαύρες θα 'ν’ οι
μελανιές στην έρμη την ψυχή της!