Εἶναι
μοναδική εὐκαιρία πού δίνεται κάθε φορά, ὅταν ἀλλάζει ὅπως λέμε ὁ χρόνος, νά
προβληματιζόμαστε πάνω ἀκριβῶς στόν ἐρχομό
του, νά φιλοσοφοῦμε ἤ καλύτερα νά θεολογοῦμε περί τῆς ἐννοίας του, νά βλέπουμε
τί μποροῦμε νά ποῦμε ὥστε αὐτό νά μᾶς παρακινεῖ καί στήν καλύτερη δυνατή ἀξιοποίηση
του, μιᾶς καί γινόμαστε πολύ συχνά μάρτυρες τοῦ τραγικοῦ γεγονότος νά ὑπάρχουν
συνάνθρωποί μας – μήν εἴμαστε κι ἐμεῖς μερικές φορές ἀπό αὐτούς; - πού προσπαθοῦν ἁπλῶς «νά σπρώξουν τόν χρόνο»,
καθώς λένε, ἤ καί «νά τόν… σκοτώσουν», ἀκόμη χειρότερα, ἐπιβεβαιώνοντας τήν ἀνοησία μέσα στήν ὁποία
βρίσκονται. Κι ἄν ἀπό τήν ἄλλη ὑπάρχουν πολλοί πού μπορεῖ νά προβληματίζονται καί νά λένε ὡραῖα ἴσως
πράγματα γιά τόν χρόνο, γιατί τόν θεωροῦν ὡς δῶρο στή ζωή τους, συνεπῶς ὡς κάτι
πού ἔχει θετική διάσταση γι’ αὐτούς, ἐμεῖς θά κάνουμε κάτι ἀπείρως καλύτερο: θά
ποῦμε ἐκεῖνα πού δέν βγαίνουν ἀπό τήν κεφαλή μας, ὅσο σοφή ἤ ἄσοφη εἶναι, ἀλλά ἀπό
τόν ἴδιο τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, ἀπό ἐκεῖνο πού ἀποτελεῖ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας
μας. Καί τί πιό ἄμεσο καί ἐπωφελές ἀπό τό νά ἐγκύψουμε στό κείμενο πού ἡ Ἐκκλησία
μας χρησιμοποιεῖ ὡς εὐχή γιά τήν εἴσοδό μας στό νέο ἔτος! Ἐκεῖ θά δοῦμε τή δική
της θεώρηση γιά τόν χρόνο, ἐκεῖ θά δοῦμε πῶς γεμίζει ὁ χρόνος μ’ αὐτό πού δίνει
νόημα καί χαρά στόν ἄνθρωπο, ἐκεῖ θά προκληθοῦμε νά μετρήσουμε καί τή δική μας
χριστιανοσύνη, ἀφοῦ χριστιανός πού βλέπει μέ ἄλλα μάτια τή ζωή ἀπ’ ὅ,τι ἡ Ἐκκλησία
δέν μπορεῖ νά ὑπάρχει. Θά δοῦμε λοιπόν πρῶτα τήν εὐχή στό πρωτότυπο, θά τήν ἀποδώσουμε
στή νεοελληνική, κι ἔπειτα, μέ τίς εὐχές καί τήν ὑπομονή σας, θά ἐπισημάνουμε ὁρισμένα
στοιχεῖα της πού νομίζουμε ὅτι θά μᾶς δώσουν τίς κατάλληλες ἀφορμές προκειμένου,
ὅπως εἴπαμε, νά διεισδύσουμε κάπως βαθύτερα στόν χρόνο πού εἰσήλθαμε. Κι αὐτό ἴσως
ἀποτελέσει τήν ὥρα τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ γιά μερικούς ἀπό ἐμᾶς, μακάρι δέ καί γιά ὅλους
μας…
«Κύριε ὁ Θεός ἡμῶν, ὁ καιρούς καί χρόνους ἐν
τῇ ἰδίᾳ ἐξουσίᾳ θέμενος, ὁ ἄναρχος καί ἀτελεύτητος καί ἐπέκεινα παντός χρόνου
νοούμενός τε καί ὑπάρχων, ὁ πάσης ἐκτός μεταβολῆς τε τῶν ὄντων καί ἀλλοιώσεως, ὁ
τόν πάντα χρόνον τόν τε γεγονότα τόν τε ὄντα καί τόν ἐσόμενον πληρῶν, ὁ ἐν τῇ ἀφάτῳ
σου μακροθυμίᾳ καταξιώσας ἡμᾶς εἰς νέον ἐνιαυτόν εἰσελθεῖν· αὐτός πανάγαθε
Δέσποτα, τήν εἴσοδον ταύτην τῇ θείᾳ σου χάριτι εὐλόγησον· ὄμβρους εἰρηνικούς πρός καρποφορίαν τῇ γῇ
δώρησαι· τούς ἀέρας ὑγιεινούς καί εὐκράτους ἀνθρώποις τε καί κτήνεσι
κατασκεύασον· δός ἡμῖν ἐν εἰρήνῃ καί ὁμονοίᾳ βεβαίᾳ τόν κύκλον αὐτοῦ διελθεῖν,
τῷ στεφάνῳ τῆς δόξης τῶν ἀρετῶν κοσμουμένους, τῷ φωτί τῶν ἐντολῶν σου εὐσχημόνως
ὡς ἐν ἡμέρᾳ καλῶς ὁδεύοντας. Τήν ἁγίαν ἡμῶν Ἐκκλησίαν καλῶς διαφύλαξον· τό εὐσεβές
ἡμῶν Ἔθνος τῇ δυνάμει σου κραταίωσον· τούς ἄρχοντας ἡμῶν καί τόν στρατόν τῇ
κραταιᾶ σου χειρί στερέωσον καί κράτυνον. Τήν νεότητα παιδαγώγησον, τό γῆρας
περικράτησον, τούς ἐσκορπισμένους ἐπισυνάγαγε, τούς πεπλανημένους ἐπανάγαγε καί
σύναψον τῇ ἁγίᾳ σου Ἐκκλησίᾳ. Ἐλθέτω δή ἐφ’ ἡμᾶς ἡ βασιλεία σου, βασιλεία
πάντων τῶν αἰώνων, βασιλεία χρηστότητος, δικαιοσύνης, καί εἰρήνης, καί ἀξίωσον ἡμᾶς
ἐν ἑνί στόματι καί μιᾷ καρδίᾳ ὑμνεῖν σε καί δοξάζειν τόν ἐν Τριάδι ἄναρχον καί
αἰώνιον Θεόν εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων»(Εὐχή ἐπί τῇ εἰσόδῳ εἰς τό Νέον Ἔτος).
(Κύριε Θεέ
μας, Σύ πού ἔχεις τούς καιρούς καί τούς χρόνους στή δική Σου ἐξουσία, πού εἶσαι
ὁ ἄναρχος καί αἰώνιος καί νοεῖσαι καί ὑπάρχεις πέρα ἀπό κάθε χρόνο, πού εἶσαι ἔξω
ἀπό κάθε μεταβολή καί ἀλλοίωση τῶν ὄντων, πού γεμίζεις τόν κάθε χρόνο, τό
παρελθόν, τό παρόν καί τό μέλλον, πού μᾶς ἀξίωσες νά εἰσέλθουμε μέσα στήν ἄφατη
μακροθυμία Σου στόν νέο χρόνο· Σύ πανάγαθε Δέσποτα, εὐλόγησε τήν εἴσοδο αὐτή μέ
τή θεία Σου χάρη· δώρησε καλές βροχές γιά νά καρποφορήσει ἡ γῆ· κάνε τούς ἀέρηδες
ὑγιεινούς καί εὔκρατους γιά χάρη τῶν ἀνθρώπων καί τῶν ζώων· δῶσε μας νά
περάσουμε τόν χρόνο αὐτόν μέ εἰρήνη καί βέβαιη ὁμόνοια, κοσμημένους ἀπό τό
στεφάνι τῆς δόξας τῶν ἀρετῶν καί βαδίζοντας καλά καί καλότροπα μέ τό φῶς τῶν ἐντολῶν
σου σάν σέ ἡμέρα. Τήν ἁγία μας Ἐκκλησία διαφύλαξε καλά· τό εὐσεβές μας ἔθνος
κάν’ το ἰσχυρό μέ τή δύναμή Σου· τούς ἄρχοντές μας καί τόν στρατό στερέωσε καί ἰσχυροποίησε μέ τό κραταιό Σου
χέρι. Διαπαιδαγώγησε τή νεότητα, στήριξε
τά γηρατειά, μάζεψε τούς σκορπισμένους, φέρε πίσω τούς πλανημένους καί σύνδεσέ
τους μέ τήν ἁγία Σου Ἐκκλησία. Ἄς ἔλθει ἐπιτέλους ἡ βασιλεία Σου στή ζωή μας,
πού ‘ναι βασιλεία αἰώνια, βασιλεία χρηστότητας, δικαιοσύνης καί εἰρήνης, καί ἀξίωσέ
μας μ’ ἕνα στόμα καί μιά καρδιά νά Σέ ὑμνοῦμε καί νά δοξάζουμε τόν Τριαδικό καί
ἄναρχο καί αἰώνιο Θεό εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων).
1.
Ὁ ἄναρχος καί αἰώνιος καί πέρα ἀπό τόν χρόνο Θεός…
Ὁ Θεός δέν
ἔχει ἀρχή, δέν ἔχει τέλος, συνεπῶς εἶναι πέρα ἀπό τόν χρόνο, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ
μία κτιστή δημιουργημένη πραγματικότητα. Ὁ χρόνος δηλαδή εἶναι στοιχεῖο τῆς
Δημιουργίας, πού σημαίνει ὅτι ὑφίσταται ἐπειδή ὑπάρχει ἡ ὕλη. Χωρίς τήν ὕλη
χρόνος δέν θά ὑφίστατο. Γι’ αὐτό καί ὅπου χρόνος ἐκεῖ καί δημιουργήματα, ἐκεῖ
συνεπῶς καί ἀλλοιώσεις, ἐκεῖ ἡ διάκριση σέ παρελθόν σέ παρόν καί σέ μέλλον. Ὁ
Θεός μας λοιπόν, καί μιλᾶμε πάντοτε γιά τόν Τριαδικό Θεό πού μᾶς φανέρωσε ὁ
Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, εἶναι ἔξω ἀπό τά στοιχεῖα αὐτά, γι’ αὐτό καί εἶναι ἀναλλοίωτος,
πάντοτε ὁ Ἴδιος, καί πάντοτε ὁ μόνος ἀπολύτως πιστός. «Σύ δέ ὁ αὐτός εἶ καί τά ἔτη σου οὐκ ἐλείψουσι. Αὐτοί ἀπολοῦνται, σύ δέ
διαμένεις καί πάντες ὡς ἰμάτιον παλαιωθήσονται», κατά πῶς τό λέει ὁ
προφητάναξ καί τό ἐπαναλαμβάνει καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Ἑβρ. 1,12). Κι εἶναι τοῦτο
ἡ μεγαλύτερη παρηγοριά πού μποροῦμε νά ἔχουμε, γιατί ξέροντας ὅτι ὁ Θεός μας εἶναι
ἀγάπη, ξέρουμε παρομοίως ὅτι, χωρίς ἀλλοίωση καμμιά, παραμένει ἀπέναντί μας καί ἀπέναντι σέ ὅλα τά
δημιουργήματά Του μέ ἀγάπη καί μέ ἐλευθερία, ὡς ὁ ἀληθινός Πατέρας πού ἀγαπᾶ ἐξίσου
ὅλα τά παιδιά Του, χωρίς νά μεταπίπτει σέ ἐναλλαγές συναισθηματικές. Ἄς
φανταστοῦμε τόν φόβο καί τόν τρόμο πού θά εἴχαμε, ἄν ὁ Θεός εἶχε τίς δικές μας ἀλλοπρόσαλλες
συναισθηματικές μεταπτώσεις! Θά ἀποδυόμασταν πάντοτε σέ ἕναν ἀγώνα ἐξευμενισμοῦ
του, προκειμένου νά τόν φέρουμε στά νερά μας… Ὅ,τι δηλαδή βλέπουμε στίς διάφορες
ἄλλες θρησκεῖες, εἰδωλολατρικές καί μή, πού αὐτό πού κυριαρχεῖ στίς συνειδήσεις
τῶν ἀνθρώπων εἶναι ἀπολύτως ὁ φόβος. Ἀλλά ἐκεῖ δικαιολογημένα: οἱ θρησκεῖες, (ἔστω
κι ἄν ὡς ὅρος χρησιμοποιεῖται καταχρηστικά ἀπό τήν Ἁγία Γραφή καί ἀπό τήν Ἐκκλησία
μας, βλ. π.χ. τό τοῦ ἁγίου Ἰακώβου, 1, 27: «θρησκεία
καθαρὰ καὶ ἀμίαντος παρὰ τῷ Θεῷ καὶ πατρὶ αὕτη ἐστίν, ἐπισκέπτεσθαι ὀρφανοὺς καὶ
χήρας ἐν τῇ θλίψει αὐτῶν, ἄσπιλον ἑαυτὸν τηρεῖν ἀπὸ τοῦ κόσμου»), εἶναι τά κατασκευάσματα
τοῦ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου στήν κατάσταση τῆς πτώσης του στήν ἁμαρτία. Φτιάχνει θεούς
πού εἶναι τελικά εἴδωλα τοῦ μυαλοῦ του καί τῶν ἀποθεωμένων παθῶν του, συνεπῶς εἴτε
τό τίποτε εἴτε τά πονηρά δαιμόνια πού τόν ὑποκινοῦν…
2.
«…ὁ καιρούς καί χρόνους ἐν τῆ ἰδίᾳ ἐξουσίᾳ θέμενος…».
Ὁ χρόνος
λοιπόν δημιούργημα τοῦ Θεοῦ· στό «ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεός τόν οὐρανόν καί τήν
γῆν» (Γεν. 1,1) βλέπουμε καί τήν ἀρχή τοῦ κόσμου καί τήν ἀρχή τοῦ χρόνου. Ὁ
χρόνος ἀνήκει στόν Θεό, ὅπως καί ὅλη ἡ κτίση, Ἐκεῖνος εἶναι ὁ ἐξουσιαστής του,
πού σημαίνει ὅτι μέσα στόν χρόνο ἀποτυπώνεται ὅ,τι καί σέ ὅλη τή δημιουργία: ἡ ἀγάπη
τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Κι ἐπειδή ὅλη ἡ δημιουργία κτίστηκε ἀπό τόν Θεό ἐν Χριστῷ,
διακρατεῖται ἀπό τόν Χριστό καί ὁδηγεῖται ἀπό Ἐκεῖνον πρός τόν τελικό της
προορισμό, γι’ αὐτό καί ὁ χρόνος ἔχει μία συνέχεια, ἔχει μία κίνηση, δέν εἶναι
κάτι τό στατικό. «Ὅτι ἐν αὐτῷ, (τῷ
Χριστῷ), ἐκτίσθη τά πάντα», λέει ὁ ἀπόστολος
Παῦλος, καί πάλι «δι’ αὐτοῦ καί εἰς αὐτόν
ἐκτίσθη» καί «τά πάντα ἐν αὐτῷ
συνέστηκεν» (Κολ. 1, 16-17). Εἶναι ἀκριβῶς αὐτό πού εἴπαμε, τό «ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεός τόν οὐρανόν καί τήν
γῆν» τῆς Γενέσεως τῆς Π. Διαθήκης, εἶναι τό «πάντα δι’ αὐτοῦ, (τοῦ Χριστοῦ), ἐγένετο
καί χωρίς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδέ ἕν ὅ γέγονε» τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Εὐαγγελιστοῦ
(1,3), εἶναι αὐτό πού δηλώνει ἤδη καί τό πρῶτο καί τό δεύτερο ἄρθρο τοῦ
Συμβόλου τῆς Πίστεως.
Κι εἶναι
καλό νά ὑπενθυμίσουμε βεβαίως τή διάκριση στόν Θεό μας μεταξύ οὐσίας καί ἐνεργείας
Του, δηλαδή ὅτι ἡ οὐσία Του εἶναι παντελῶς ἀπρόσιτη καί ἄγνωστη καί ἀμέθεκτη,
γνωστή μόνον στά πρόσωπα τῆς ἁγίας Τριάδος, ἐνῶ ἡ ἐνέργειά Του, ἄκτιστη κι αὐτή
ὡς Αὐτός ὁ Ἴδιος, εἶναι προσιτή καί γνωστή καί μεθεκτή. Καί γιατί νά θυμηθοῦμε ἐν
προκειμένῳ τή διάκριση αὐτή; Γιατί κατά τήν πίστη μας ὅλη ἡ Δημιουργία, συνεπῶς
καί ὁ χρόνος ὅπως εἴπαμε, εἶναι καρπός τῆς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ καί ὄχι τῆς οὐσίας
Του ὥστε νά μιλᾶμε γιά πανθεϊσμό, πού θά πεῖ ὅτι, ἀκριβῶς πιά γι’ αὐτό, ὁ Θεός
εἶναι μονίμως παρών στή Δημιουργία Του, ὄχι μόνο στήν ἀρχή δηλαδή, (ὅπως
πρέσβευε ὁ φιλοσοφικός Δεϊσμός τῶν νεώτερων χρόνων), ἀλλά καί μετέπειτα καί
πάντα σέ ὅλη τή διαδρομή του, ἕως ἑπομένως τῆς συντελείας τῶν αἰώνων, ἡ ὁποία
συντέλεια δέν νοεῖται σάν τό τέλος τοῦ κόσμου ὡς καταστροφή αὐτοῦ, ἀλλά τό
τέλος ὡς ἀνακαίνιση αὐτοῦ - «καινούς οὐρανούς
καί γῆν καινήν κατά τό ἐπάγγελμα αὐτοῦ προσδοκῶμεν» (Β΄ Πέτρ. 2, 13).
Κι αὐτή ἡ
διαρκής παρουσία τοῦ Θεοῦ στήν κτίση Του, ἡ ὁποία χωρίς Αὐτόν δέν ὑφίσταται,
προβάλλει βεβαίως αὐτό πού λέμε Πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἀγκαλιάζει ὄχι μόνο
τόν ἄνθρωπο, ἀλλά καί τήν παραμικρότερη πέτρα καί τό παραμικρότερο χορταράκι,
γιατί ὅλα ἀνήκουν σέ Ἐκεῖνον. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος τόνισε μέ μεγαλειώδη τρόπο τήν
Πρόνοιά Του αὐτή, ὅταν γιά παράδειγμα ἔλεγε ὅτι καί τό ἀγριόχορτο ἀκόμη εἶναι ἀντικείμενο
τῆς φροντίδας τοῦ Θεοῦ, πολύ περισσότερο βεβαίως ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος. «Εἰ δέ τόν χόρτον τοῦ ἀγροῦ σήμερον ὄντα καί
αὔριον εἰς κλίβανον βαλλόμενον ὁ Θεός οὕτως ἀμφιέννυσι, πόσῳ μᾶλλον ὑμᾶς, ὀλιγόπιστοι;»
(Ματθ. 6, 30). «Ὑμῶν δέ καί αἱ τρίχες
τῆς κεφαλῆς πᾶσαι ἠριθμημέναι εἰσί» (Ματθ.10,30). Αὐτή ἡ διαβάθμιση τῆς
πρόνοιας τοῦ Θεοῦ πού ἀποκορυφώνεται στόν κατ’εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Αὐτοῦ ἄνθρωπο,
ὑπάρχει καί στούς ἴδιους τούς ἀνθρώπους. Ὅπως δηλαδή ὁ ἄνθρωπος, ὁ βασιλιάς τῆς
Δημιουργίας, καθώς ἀποκαλύπτει ἡ Γραφή, δέχεται αὐξημένη τή χάρη τοῦ Θεοῦ, ἔτσι
καί ὁ ἅγιος ἄνθρωπος δέχεται πολλαπλασίως αὐξημένη τήν παροχή τῆς χάρης αὐτῆς,
πού σημαίνει ὅτι κατά τήν ἀναλογία τῆς ἀνταπόκρισης τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεό ὁ
ἄνθρωπος εἰσπράττει καί τή δωρεά τῆς παρουσίας Του, τή χάρη Του ἀλλιῶς, τό φῶς
Του καί τή δόξα Του. Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ ὁμολογητής σημειώνει ἐπ’ αὐτοῦ ὅτι ὑπάρχει
ἡ οὐσιοποιός ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ὑπάρχει ἡ ζωοποιός ἐνέργειά Του, ὑπάρχει ἡ
σοφοποιός ἐνέργειά Του, ἀλλά καί ἡ θεοποιός ἐνέργεια. («Βεβαίως», σημειώνει ἐπ’ αὐτοῦ ὁ μακαριστός π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, ὅπως
διέσωσε τόν λόγο του ἀπό τίς προφορικές του παραδόσεις τῆς Δογματικῆς ὁ Σεβ.
Μητρ. Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος, «μία εἶναι ἡ
ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ἀλλά διακρίνεται σέ πολλές ἐνέργειες, ἀνάλογα μέ τά ἀποτελέσματά
της, ἤτοι οὐσιοποιός, ζωοποιός, σοφοποιός, θεοποιός, καθώς ἐπίσης ὑπάρχει ἡ
δημιουργική, συντηρητική, προνοητική, θεωτική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Ὅλη ἡ κτίση
μετέχει, ἀναλόγως, στήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ»).
Ἔτσι δέν ὑπάρχει
στοιχεῖο τοῦ χρόνου πού νά εἶναι ἔξω ἀπό τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ὁπότε καί τά
παρελθόντα καί τά παρόντα καί τά μελλούμενα εἶναι τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος τά ἔχει
μπροστά Του ὡς διαρκῶς παρόντα, λόγω ἐλλείψεως χρόνου σ’ Αὐτόν. «Οὐκ ἔστιν κτίσις ἀφανής ἐνώπιον Αὐτοῦ…Πάντα γυμνά καί τετραχηλισμένα τοῖς ὀφθαλμοῖς
Αὐτοῦ» (Ἑβρ. 4, 13). «Αὐτός ἐστιν ὁ ὤν καί ὁ ἦν καί ὁ ἐρχόμενος»
(Ἀποκ. 1,8). «Ὁ Θεός ἐστιν ὁ πατήρ τοῦ
μέλλοντος αἰῶνος» (Ἡσ. 9,6). Ἀλλά ἄν ὁ Θεός προσδιορίζει τόν ὅλο χρόνο, δέν
συμβαίνει τό ἴδιο καί μέ τόν ἄνθρωπο. Ὁ ἄνθρωπος προσδιορισμένος ἀπό τίς
κατηγορίες τοῦ χρόνου καί τοῦ τόπου ζεῖ μόνον τό παρόν. Τό παρελθόν γι’ αὐτόν ἔφυγε,
τό μέλλον δέν ἔχει ἔλθει, τό μόνο πού ἔχει εἶναι τό παρόν καί μ’ αὐτό λοιπόν
παλεύει…
3.
«…ὁ καταξιώσας ἡμᾶς ἐν τῇ ἀφάτῳ μακροθυμίᾳ εἰς τόν νέον ἐνιαυτόν εἰσελθεῖν…».
Κι εἶναι ἀκριβῶς
πιά τό ἑπόμενο στοιχεῖο: ὁ Θεός μᾶς ἀξιώνει νά εἰσερχόμαστε κάθε φορά στόν νέο
χρόνο. Ὁ χρόνος Τοῦ ἀνήκει ὡς δημιουργία Του, τόν δίνει ὡς δωρεά Του, συνεπῶς
θεωρεῖται ὡς ἡ εὐκαιρία καί ἡ εὐλογία Του στόν ἄνθρωπο γιά νά τόν ἀξιοποιήσει. Ὅπως
συμβαίνει καί μέ ὅλα τά δημιουργήματα, πού ὁ Θεός τά προσέφερε στόν ἄνθρωπο
πρός ἀξιοποίησή τους – «ἐργάζεσθαι καί
φυλάσσειν αὐτά» λέει ἡ Γραφή (Γέν. 2,15) - κατά τόν ἴδιο τρόπο καί μέ τόν
χρόνο. Δέν εἶναι ὁ χρόνος ἕνα πράγμα πού ὑφίσταται ἀπό μόνο του, δέν λειτουργεῖ
κατά μαγικό τρόπο ὡς ἕνα εἶδος κύκλου (κυκλική ἔννοια τοῦ χρόνου: ὅλα ἔρχονται
καί ἐπανέρχονται τά ἴδια), ὅπως νόμιζαν οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες λόγω τῆς πίστης τους
στήν αἰωνιότητα τοῦ κόσμου, ἀλλά εἶναι ὅπως εἴπαμε ἡ προσφορά τοῦ Θεοῦ γιά νά
τήν γεμίζει ὁ ἄνθρωπος μέ αὐτό πού ἀρέσει στόν Θεό καί πού θά ἔπρεπε νά ἀρέσει
καί σ’ ἐκεῖνον, ὥστε νά γίνεται αὐτό καί ἡ χαρά τοῦ ἀνθρώπου. Γιατί μόνον ὅταν ὁ
ἄνθρωπος βρίσκεται στήν πορεία τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ ζεῖ τή φυσιολογία του καί
ἄρα τή χαρά καί τό νόημα τῆς ζωῆς του. Βγάλε τόν Θεό ἀπό τή ζωή τοῦ ἀνθρώπου, ὅλα
χάνουν τό νόημά τους καί στεροῦνται ἀπό ὁποιαδήποτε χαρά. Ἡ θλίψη γίνεται ἐκεῖνο
πού τήν σφραγίζει. «Θλίψις καί στενοχωρία
παντί τῷ ἐργαζομένῳ τό κακόν» (Ρωμ. 2,9). Μέσα λοιπόν στήν ἄφατη ἀγάπη τοῦ
Θεοῦ ἐπιτρέπει Ἐκεῖνος νά εἰσέλθει ὁ ἄνθρωπος στόν καινούργιο χρόνο, ὥστε νά
βρίσκεται συντονισμένος μέ τόν δωρεοδότη Του, νά ζεῖ δηλαδή μέ ἀγάπη. Κι ἐπειδή
μετά τήν πτώση τοῦ ἀνθρώπου στήν ἁμαρτία, ὁ ἐγωισμός ἦταν τό καθοριστικό στοιχεῖο
τῆς ζωῆς του, γι’ αὐτό καί ὁ ἄνθρωπος ζοῦσε τόν χρόνο του προσβάλλοντας διαρκῶς
τόν Δημιουργό του.
Κι ἦλθε ὁ
Χριστός καί ἐπανένταξε τόν ἄνθρωπο στόν ἀρχικό του δρόμο, γιατί τόν ἐνέταξε
μέσα στόν ἑαυτό Του πού ἐνανθρώπησε, συνεπῶς ἀπό τόν ἐρχομό τοῦ Χριστοῦ καί ἔπειτα,
ὅλος ὁ ἀγώνας τοῦ ἀνθρώπου, πάνω στό πεδίο τοῦ χρόνου, εἶναι μία πάλη ὑπέρβασης
τοῦ ἐγωισμοῦ καί βίωσης τῆς κανονικότητάς του, τῆς ἀγάπης. Πόσο ὡραῖα μᾶς τό λέει ἐκεῖ στήν ἀποκάλυψη τοῦ
Ἰωάννη (2,21) τό ἴδιο τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ: «ἔδωκα
χρόνον ἵνα μετανοήσῃ» ὁ ἄνθρωπος. Δίνει ὁ Θεός χρόνο, παρατείνει τόν χρόνο
παραμονῆς τοῦ ἀνθρώπου ἐπί γῆς, γιά νά μετανοεῖ αὐτός, μέ τήν ἔννοια πού εἴπαμε:
τῆς διαρκοῦς προσπάθειάς του, μέ τή χάρη πιά τοῦ Θεοῦ, σέ ὅ,τι ἀποτελεῖ θέλημα
τοῦ Θεοῦ. «Ἐξαγοραζόμενοι τόν καιρόν, ὅτι
αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσι», πού λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Ἐφ. 5, 15), ἐννοώντας
ὅλα τά παραπάνω. Οἱ ἡμέρες, δηλαδή ὁ χρόνος πού βρισκόμαστε μέσα στήν πτώση τῆς
ἁμαρτίας, χωρίς ἀποδοχή τοῦ Χριστοῦ, εἶναι πονηρές. Γιατί ἀκριβῶς ὁ ἄνθρωπος
δέν πιστεύει στόν Χριστό, ὁπότε μακριά ἀπό Ἐκεῖνον ζεῖ μόνον τά πάθη τοῦ ἐγωισμοῦ
του, γενόμενος ἔτσι ἕρμαιο τοῦ Πονηροῦ διαβόλου καί κάνοντας τόν χρόνο του ὄντως
πονηρό. Ὄχι ὅμως ὁ χριστιανός: τόν χρόνο του ἀφοῦ εἶναι δωρεά τοῦ Θεοῦ (πρέπει
νά) τόν ἀξιοποιεῖ κατά τό θέλημα Ἐκείνου. Ἐξαγοράζομαι κάτι σημαίνει κάνω
συνετή χρήση αὐτοῦ, ἄρα κατά τόν ἀπόστολο ὁ μόνος τρόπος γιά νά ζοῦμε μέσα στίς
πονηρές ἡμέρες λόγω τοῦ ἐγωισμοῦ τῶν ἀνθρώπων εἶναι νά ζοῦμε ἐμεῖς κατά τό
θέλημα τοῦ Θεοῦ, γιατί αὐτό εἶναι τό μόνο συνετό πού μποροῦμε νά κάνουμε.
Πρόκειται
γι’ αὐτό πού μᾶς ὑπενθυμίζει καθημερινά ἡ Ἐκκλησία μας καί στόν ὄρθρο καί στόν ἑσπερινό
καί στό ἀπόδειπνο: «Καταξίωσον Κύριε ἐν τῇ
ἡμέρα, ἐν τῇ ἑσπέρα, ἐν τῇ νυκτί ταύτῃ, ἀναμαρτήτους φυλαχθῆναι ἡμᾶς». Νά
θεωρῶ τόν χρόνο μου ὡς εὐκαιρία πού μοῦ δίνει ὁ Θεός γιά νά βρίσκομαι σέ ἀγώνα ἀναμαρτησίας.
Καί ναί μέν ἀπόλυτη ἀναμαρτησία δέν ὑπάρχει περίπτωση νά ἔχω, γιατί μόνον ὁ
Χριστός μας ὡς Θεός καί ἄνθρωπος εἶναι ἀπολύτως ἀναμάρτητος, ὅμως κι ὁ κάθε
χριστιανός, ὅσο μπορεῖ, ἀπαιτεῖται νά ἀγωνίζεται γι’ αὐτό, χωρίς νά μπλέκεται
μέ τίς ἐνοχές ἐνδεχομένως τοῦ παρελθόντος ἤ μέ τίς φαντασιώσεις τοῦ μέλλοντος.
Τό παρόν πρόκειται μόνον ἐνώπιόν του, συνεπῶς πάνω σ’ αὐτό κάνει τόν ἀγώνα του.
«Μή μεριμνήσητε εἰς τήν αὔριον· ἡ γάρ αὔριον
μεριμνήσει τά ἑαυτῆς», θά μᾶς ἐπισημάνει ὁ Κύριος. «Ἀρκετόν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία αὐτῆς» (Ματθ. 6, 34). Καί «οὐδείς ἐπιβαλών τήν χεῖρα αὐτοῦ ἐπ’ ἄροτρον
καί στραφείς εἰς τά ὀπίσω, εὔθετός ἐστιν εἰς τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (Λουκ.
9,62).
Συνεπῶς,
τό τώρα, αὐτό πού ζοῦμε τήν κάθε στιγμή στόν συγκεκριμένο τόπο καί χρόνο, εἶναι
καί ὅ,τι ἀνώτερο ὑπάρχει. Γιατί εἶναι τό πεδίο πού ἀναμετρεῖται ἡ συνείδησή μας
μέ τόν ἴδιο τόν Θεό καί εἴτε κερδίζουμε τήν παρουσία Του εἴτε δυστυχῶς τήν ἀπεμπολοῦμε,
καθώς χανόμαστε μέσα στήν ὀρφάνια τῆς ἀπουσίας Του, ὄχι γιατί Ἐκεῖνος φεύγει - ἀπό
ποῦ νά φύγει, ἀφοῦ Ἐκεῖνος διακρατεῖ καί συνέχει τά σύμπαντα ὅπως εἴπαμε, (τί ὡραῖα
τό λέει ὁ ψαλμωδός ὅταν γράφει «ποῦ
πορευθῶ ἀπό τοῦ Πνεύματός Σου καί ἀπό τοῦ προσώπου σου ποῦ φύγω; Ἐάν ἀναβῶ εἰς
τόν οὐρανόν, Σύ ὑπάρχεις ἐκεῖ· ἐάν καταβῶ εἰς τόν Ἅδην πάρει· ἐάν ἀναλάβω τάς
πτέρυγάς μου κατ’ ὄρθρον καί κατασκηνώσω εἰς τά ἔσχατα τῆς θαλάσσης, καί γάρ ἐκεῖ
ἡ χείρ Σου ὁδηγήσει με καί καθέξει με ἡ δεξιά Σου» (Ψαλ. 138, 6)) – ὄχι
λοιπόν γιατί Ἐκεῖνος φεύγει, ἀλλά γιατί ἐμεῖς Τόν διαγράφουμε νομίζοντας ὅτι
δέν ὑπάρχει. Ἴσως νά θυμηθοῦμε ἐδῶ τή σπαρακτική πράγματι κραυγή τοῦ προφήτη τῆς
ἀθεΐας Νίτσε, ὁ ὁποῖος στό ἔργο του «Τάδε ἔφη Ζαρατούστρα» βάζει τόν
πρωταγωνιστή νά κραυγάζει ὅτι ὁ Θεός πέθανε. Κι ὄχι γιατί πράγματι πέθανε, ἀλλά
γιατί ἐμεῖς Τόν σκοτώσαμε μέσα στίς ψυχές καί τίς καρδιές μας. «Ἡ ὥρα πού περνᾶς
τώρα», θά σημειώσει ἐν προκειμένῳ καί ὁ γνωστός θεολόγος Παῦλος Εὐδοκίμωφ τῶν
Ρώσων τῆς διασπορᾶς, «ὁ ἄνθρωπος πού συναντᾶς τώρα καί ἐδῶ, τό ἔργο πού ἐπιτελεῖς
αὐτήν ἐδῶ τή στιγμή – αὐτά εἶναι πάντοτε τά πιό σημαντικά σ’ ὁλόκληρη τή ζωή
σου». Ὁ χρόνος δηλαδή, ὅπως κι ὁ κάθε τόπος, ἀποκτᾶ μία ἱερότητα πού θά μποροῦσε
νά χαρακτηριστεῖ ὡς ὥρα θεοφανείας. Τό ὁριζόντιο στοιχεῖο τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου,
καθώς ἀνοίγεται στό κάθετο τῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, (γι’ αὐτό καί σταυρική ἡ ἔννοια
τοῦ χρόνου τελικά, ἰδίως ἀφότου ἦλθε μέσα στόν χρόνο ὁ ἴδιος ὁ Θεός ὡς ἄνθρωπος),
μεταμορφώνεται σέ σκαλί πού ἐκβάλλει στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι
ἡ αἰωνιότητα γιά τήν πίστη καί τήν Ἐκκλησία μας δέν νοεῖται ὡς ἁπλῶς ἡ ἀτέρμονη
συνέχεια πού ἔρχεται μετά τό τέλος αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἀλλ’ ἡ χαρισματική γεύση
καί αἴσθηση τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ ἀκριβῶς στό μεταμορφωμένο ἐδῶ καί τώρα ἀπό
τή χάρη τοῦ Θεοῦ τῆς ζωῆς ἑνός ἀληθινοῦ πιστοῦ, τοῦ ἁγίου. Ὁ ἅγιος, δηλαδή ὁ
πιστός χριστιανός πού «ἐξαγοράζεται τόν καιρόν» αὐτοῦ κατά τόν τρόπο πού εἴπαμε,
ἀξιοποιώντας τον δηλαδή μέ ὑπακοή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ζεῖ τήν αἰωνιότητα τοῦ
Θεοῦ, καθώς γίνεται ἕνας ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ Χριστός. «Αὕτη ἐστίν ἡ αἰώνιος ζωή», καθώς μαρτυρεῖ καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ εὐαγγελιστής, «ἵνα γινώσκωσί Σε τόν μόνον ἀληθινόν Θεόν
καί ὅν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν» (Ἰωάν. 15,12).
Ποῦ νά
σταθοῦν λοιπόν ὅλοι οἱ ρεμβασμοί γιά ἕνα παρελθόν πού ἤδη ἔχει φύγει καί πού ἔρχεται
συχνά ὡραιοποιημένο γιά νά μᾶς κάνει δραπέτες ἀπό τόν μόνο σωτήριο χρόνο, τό
παρόν, ἤ καί πού συχνά μᾶς καταπλακώνει καί μᾶς στοιχειώνει ἀπό ἐνοχές ἁμαρτημάτων
καί ἀγνοημάτων; Εἶναι πειρασμός πού ἀπό πίσω κρύβεται ὁ πονηρός. Ἤ καί ποῦ νά
σταθοῦν παρομοίως ὅλα τά ὄνειρα κι οἱ φαντασιώσεις γιά ἕνα μέλλον πού δέν
ξέρουμε ἄν θά ἔρθει καί πῶς θά εἶναι, ἀλλά ἐμεῖς τό λογιζόμαστε εἴτε μ’ εὐφορία
εἴτε μέ πανικό; Κι ἐδῶ πάλι ἔχουμε διολίσθηση μέ τρόπο ἀνεπαίσθητο σέ ἀτραπούς
πού εἶναι ἐπικίνδυνοι γιά τήν ἴδια τήν ψυχή μας. Τό μόνο πού μποροῦμε νά λέμε
γι’ αὐτό πού εἶναι πέρα ἀπό τό παρόν, εἴτε παρελθόν εἴτε μέλλον, εἶναι τό «Κύριε ἐλέησον». Νά ἐλεήσει ὁ Κύριος τό ὅποιο
παρελθόν μας ὥστε νά σβήσει κάθε ἁμαρτία του, ὅταν μάλιστα ρίχνουμε τήν ἁμαρτία
αὐτή ἐνώπιόν Του ἐν ἐξομολογήσει, ἀλλά καί νά ἐλεήσει τό ὅποιο μέλλον ἐπιτρέψει
νά ἔχουμε, ὥστε νά εἶναι αὐτό πάνω στό ἅγιο θέλημά Του. Τό περισσόν τούτων ἐκ
τοῦ πονηροῦ ἐστι. Τώρα λοιπόν κερδίζω τόν Θεό ἤ τώρα Τόν χάνω, γι’ αὐτό καί εἶναι
τεράστια ἡ εὐθύνη τοῦ καθενός μας γιά τό πῶς ἀξιοποιοῦμε τόν χρόνο μας.
Κι ἴσως ἐδῶ
νά ἐπισημάνουμε ἕνα πονηρό ὅπλο, ἀπό τά δεξιά λεγόμενα, τοῦ Διαβόλου. Ξέροντας
τήν τρομακτική ἀξία τοῦ χρόνου καί ἰδίως τοῦ παρόντος, δέν μᾶς ἀποτρέπει συχνά ἀπό
τό ἀγαθό. «Νά κάνεις τό καλό, νά μετανοήσεις», σφυρίζει πονηρά στό αὐτί μας, «ἀλλά
ὄχι… τώρα· ἄσε γιά αὔριο». Καί τόν ἀκοῦμε καί ἀναβάλλουμε ὅ,τι εἶναι γιά σήμερα
καί κερδίζει τή μάχη. Γιατί ἀναβάλλοντας γιά αὔριο, ἔρχεται τό μεθαύριο, τό
μεθαύριο παραπέμπει γιά ἀργότερα καί πάει λέγοντας. «Ἡ ἀναβολή ὁδηγεῖ στή χώρα
τοῦ ποτέ», λέει ἀπό παλιά ἕνα σοφό γνωμικό.
4.
«…τῷ φωτί τῶν ἐντολῶν σου εὐσχημόνως ὡς ἐν ἡμέρᾳ καλῶς ὁδεύοντας…».
Δέν
πρόκειται νά μακρηγορήσουμε ἄλλο. Νομίζουμε ὅτι δείξαμε μέ σαφήνεια ὅτι ὁ
χριστιανός, ἄν θέλει νά εἶναι χριστιανός, ἀγωνίζεται μέ τό τώρα, ἀποκρούοντας
διαρκῶς τόν πειρασμό τοῦ χτές, τοῦ αὔριο καί τῆς ἀναβολῆς. Κι αὐτό τό τώρα, ὡς ἕνα
λευκό χαρτί πού μᾶς ἁπλώνει ἐνώπιόν μας ὁ Χριστός, εἴτε αὐτό λέγεται σήμερα, εἴτε
λέγεται ὥρα πού περνᾶμε, εἴτε λέγεται στιγμή τοῦ χρόνου, πρέπει νά μᾶς βρίσκει
μονίμως σέ μία ἔκταση τοῦ ἑαυτοῦ μας, τέτοια πού νά φαίνεται πώς χρησιμοποιοῦμε
τόν χρωστήρα γιά νά ζωγραφίσουμε πάνω
στό χαρτί αὐτό ὄχι μουτζαλιές καί σκιές, ὄχι τίς μαυρίλες τῆς ἁμαρτίας, ἀλλά
τόν ὁλοφώτεινο πίνακα τῶν ἁγίων Του ἐντολῶν καί τοῦ ἁγίου Του θελήματος. Ἡ κάθε
στιγμή καί ὥρα μας δηλαδή πρέπει νά μᾶς βρίσκει στήν ἑτοιμότητα τοῦ «γενηθήτω τό θέλημά Σου» καί ὄχι τό
θέλημά μου. Καί τό θέλημά Του εἶναι γνωστό, γιατί μᾶς ἔχει δώσει τίς ἅγιες ἐντολές
Του, κυρίως δέ τήν περιεκτική ἐντολή τῆς ἀγάπης. «Αὕτη ἐστίν ἡ ἐντολή ἡ ἐμή, ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» (Ἰωάν. 15,12 ). «Μείνατε ἐν τῇ ἀγάπῃ τῇ ἐμῇ. Ἐάν τάς ἐντολάς
μου τηρήσητε μενεῖτε ἐν τῇ ἀγάπῃ Μου» (Ἰωάν. 15, 9-10 ). Δέν ὑπάρχει ἄλλος
τρόπος νά γεμίσω τόν χρόνο μου καλῶς, νά ζωγραφίσω τό πορτραῖτο τῆς εἰκόνας τοῦ
Θεοῦ μέσα μου, πέρα ἀπό τό νά θέτω σέ πράξη αὐτό πού ζητάει ὁ Θεός καί πού
συνιστᾶ καί τήν ἴδια τήν ὕπαρξή Του: τήν ἀγάπη. Ἡ εὐχή τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι
σαφεστάτη: «νά ὁδεύουμε καλῶς σάν σέ ἡμέρα μέ τό φῶς τῶν ἐντολῶν Του». Ὅπως τό
λέει κι ἀλλοῦ ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «ὡς
καιρόν ἔχομεν, ἐργαζώμεθα τό ἀγαθόν εἰς πάντας» (Γαλ. 6, 10).
Ξέρουμε
λοιπόν ποῦ πρέπει νά βρισκόμαστε συνεχῶς μέ τήν ψυχή, τήν καρδιά, τή διάνοια, ὅλη
τήν δύναμή μας: ἐκεῖ πού εἶναι οἱ ἐντολές Του. Κι αὐτό θά πεῖ ὅτι ἀγωνιζόμαστε
νά εἴμαστε μαζί Του, γιατί ὁ Ἴδιος μᾶς ἀπεκάλυψε ὅτι καί κρύβεται μέσα στίς ἐντολές
Του, ἀλλά καί τήν ὥρα πού τίς ἐπιτελοῦμε φανερώνεται αἰσθητά μέσα μας. Ὁ χρόνος
λοιπόν μᾶς δόθηκε καί μᾶς δίνεται γιά νά… κυνηγᾶμε τόν Θεό μας. Καί Τόν κυνηγᾶμε
καθώς κυνηγᾶμε κυρίως ἐν ἀγάπῃ τόν συνάνθρωπό μας. Γι’ αὐτό καί ὁ χριστιανός
γεμίζει ἀπό φῶς καί ἀπό ζωή, γίνεται καί ὁ ἴδιος ὡς ἀντανάκλαση τοῦ Χριστοῦ φῶς
καί ζωή. Καί μή παραξενευόμαστε μ’ αὐτό πού λέμε, γιατί Ἐκεῖνος πάλι μᾶς τό ὑποσχέθηκε:
τήν ὥρα πού θά εἴσαστε στό θέλημά Μου, ἐκείνην τήν ὥρα θά γεύεσθε τήν ἀγάπη τοῦ
Θεοῦ Πατέρα καί τή δική μου, ἐκείνη τήν ὥρα θά σᾶς φανερώνομαι, ἐκείνη τήν ὥρα
θά γίνεστε κατοικητήριο ὅλης τῆς ἁγίας Τριάδος, κι ἀκόμη: ἐκείνη τήν ὥρα θά
πίνετε τό νερό πού ἐγώ θά σᾶς δίνω, κι αὐτό τό νερό θά γίνεται μέσα σας πηγή
πού θά ἀναβλύζει τήν αἰώνια ζωή. Αὐτό δέν βλέπουμε τελικά σέ ὅλους τούς ἁγίους
μας; Τί ἔκαναν περισσότερο οἱ ἅγιοί μας ἀπό ὅ,τι ἐμεῖς; Ἔβαλαν σέ ἐνέργεια τό
θέλημα τοῦ Θεοῦ. Κατάλαβαν ὅτι ἡ πίστη σ’ Ἐκεῖνον δέν εἶναι ἁπλῶς λόγια ἤ καλές
διαθέσεις, ἀλλά ξεκούνημα, ξεβόλεμα, πορεία πρός τά ἐμπρός, ἀκολουθία τοῦ
Χριστοῦ, σταύρωμα τελικά μαζί Του. Κι εἶδαν ἔμπρακτα, καθώς πειραματίστηκαν
στόν ἑαυτό τους, πώς ὅ,τι ὑποσχέθηκε νά τούς δώσει ὁ Χριστός, τήν ἴδια τή
Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τό ἔδωσε.
Αὐτό
πρόκειται καί ἐνώπιόν μας. Ἡ ἀγάπη Του εἶναι ἡ ἴδια πάντοτε, Ἐκεῖνος ποτέ δέν ἀλλάζει,
κρατάει πιστά τίς ὑποσχέσεις Του. Ἄς γίνουμε λίγο πιστοί κι ἐμεῖς ἀπέναντί Του.
Καλή χρονιά καί εὐλογημένος ὁ καινούργιος χρόνος.
(Ὁμιλία στόν «Πειραϊκό Φάρο», τήν 8η Ἰανουαρίου 2019)