Η
χριστιανική ζωή κρίνεται κατά τρόπο απόλυτο από τη στάση μας έναντι του συνανθρώπου
μας. Η αποδοχή του άλλου μέσα μας, το πώς τον «χωρούμε», είναι το αποδεικτικό
της καλής ή όχι μαθητείας μας προς τον
Χριστό. Γιατί Χριστός και άλλος, κατά την αποκάλυψη Εκείνου, είναι το ίδιο. «Ἐφ’
ὅσον ἐποιήσατε ἑνί τούτων… ἐμοί ἐποιήσατε». Έτσι το είδος της αγκαλιάς μας, η
ποιότητα κι η ατμόσφαιρά της πρέπει να ‘ναι αυτή, όπως θα υποδεχόταν τον ίδιο
τον Χριστό. Ποιος χριστιανός δεν θα ετοίμαζε ό,τι καλύτερο για να νιώσει
αναπαυμένος και άνετα Εκείνος που θεωρείται ο αρχηγός της πίστης κι ο ίδιος ο
Θεός του; Να καθίσει ο Χριστός σε ό,τι πιο βελούδινο μπορεί να έχουμε στο
σπιτικό μας! Τι κάνουμε όμως δυστυχώς τις περισσότερες φορές οι δικοί Του
πιστοί; Τον αγκαλιάζουμε και Τον ασπαζόμαστε, αλλά τρυπώντας Τον με αγκάθια και
μαχαίρια και σπασμένα γυαλιά· Τον αποδεχόμαστε καταπληγώνοντάς Τον, καθιστώντας
Τον αιμόφυρτο με χαίνουσες πληγές! Πώς; Στο πρόσωπο του συνανθρώπου μας, με την
κατάκριση που έχουμε πρόχειρη όχι μόνο στα χείλη μας, αλλά πρωτίστως στην
καρδιά μας. Όταν ο Χριστός μάς καλεί να μην κρίνουμε τον συνάνθρωπό μας, (στην
ουσία τον Ίδιο), είναι για να τον αποδεχόμαστε και να τον υποδεχόμαστε στην
καρδιά μας χωρίς να τον πληγώνουμε. Μας αφαιρεί, αν θέλουμε να είμαστε δικοί
Του, το μαχαίρι και τα αγκάθια. Γιατί μας λέει πως η κρίση είναι δική Του και δεν
πρέπει να την αρπάζουμε από Αυτόν· να μην το «παίζουμε» δηλαδή… Θεοί. Γιατί
κάνει τον Θεό εκείνος που κρίνει και κουτσομπολεύει και κατακρίνει τον
συνάνθρωπό του, συνεπώς το πρόβλημά του είναι η κρυμμένη υπερηφάνεια του κι
ένας απεχθής δαιμονισμός του. Μόνο σε μία περίπτωση μάς είπε ότι μπορούμε άνετα
να κρίνουμε: όταν η κρίση μας είναι δίκαιη κι όχι επιφανειακή. Δηλαδή κρίση
γεμάτη από αγάπη προς τον άλλον. Τότε ναι, μπορούμε να κρίνουμε, γιατί τότε θ’
απλωνόμαστε ως προστατευτική ομπρέλα απέναντί του και θα ‘ναι αυτός μέσα στην
ασφάλεια μιας μητρικής αγκαλιάς. «Ἡ κρίσις ἡ ἐμή δικαία ἐστί, ὅτι οὐ ζητῶ τό
θέλημα τό ἐμόν, ἀλλά τό θέλημα τοῦ πέμψαντός με Πατρός».