ΟΝΕΙΡΟ
Πήγε να σύρει
τις πρώτες λέξεις. Το χέρι δεν κουνήθηκε από τη θέση του. Καμία αράδα. Το
γράμμα παρέμενε εντελώς… άδειο.
Απορροφήθηκε από τη θέα και πάλι του παιδιού. Ο νους του αρνιόταν να συγκεντρωθεί σ’ αυτό που μόλις είχε αποφασίσει. Ξέφυγε. Οι σκέψεις, πουλιά πετούμενα, έκλωθαν εικόνες με ή χωρίς ειρμό, και ζωγράφιζαν σχέδια που τον ταξίδευαν στον ουρανό. Ονειρευόταν.
Απορροφήθηκε από τη θέα και πάλι του παιδιού. Ο νους του αρνιόταν να συγκεντρωθεί σ’ αυτό που μόλις είχε αποφασίσει. Ξέφυγε. Οι σκέψεις, πουλιά πετούμενα, έκλωθαν εικόνες με ή χωρίς ειρμό, και ζωγράφιζαν σχέδια που τον ταξίδευαν στον ουρανό. Ονειρευόταν.
Είδε ένα παιδάκι,
το δικό του παιδί, να προσπαθεί να κάνει τα πρώτα βηματάκια του. Να πέφτει, να
σηκώνεται. Ν’ απλώνει τα χεράκια του κάπου να κρατηθεί.
Είδε ένα
παιδάκι, το δικό του παιδί, πάνω από μια τούρτα στρογγυλή, που έγραφε τ’ όνομά
του. Ο αριθμός 1, ροζ, καλλιτεχνικός, δέσποζε στο κέντρο, έχοντας στέμμα μία μικρή φλογίτσα. Τα πρώτα του γενέθλια. «Να
ζήσεις…» - αλήθεια τι όνομα θα έπαιρνε η κόρη του; - «… και χρόνια πολλά, μεγάλη
να γίνεις…». Κάποιες σταγόνες σαν να πάλευαν να βρουν την έξοδο από την καρδιά…
Δεσποινιδούλα
τώρα κανονική. Με άποψη. Με πείσμα. Οι σκανταλιές μέσα στο πρόγραμμα. Τα
λογάκια πια πάνε κι έρχονται. Αλλοιωμένα, μπερδεμένα – δεν καταλαβαίνει γιατί
γελάνε οι άλλοι, οι μεγάλοι, μαζί της! – μα… λογάκια.
Παιδικός
σταθμός… Νηπιαγωγείο… Δημοτικό…
Ξύπνησε.
Ονειρευόταν μπρος στο κοριτσάκι του. Ζούσε το όνειρο. Η γυναίκα του δίπλα
συνέχιζε κι εκείνη να ονειρεύεται, με μία έγνοια να σκιάζει κάπου κάπου το
όμορφο πρόσωπό της!
Το λευκό
γράμμα παρέμενε… λευκό!