Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2019

ΣΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΑΚΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ


«Παιδιά μου», είπε ο Γέροντας Νεκτάριος, που η καρδιά του χαιρόταν πολύ βλέποντας μία ομάδα νεαρών παιδιών, αγοριών και κοριτσιών, να έχουν προσέλθει με τον υπεύθυνό τους από μία συγκεκριμένη ενορία της Αθήνας, με μεγάλη δράση, όπως λένε, στον τομέα των Νέων, «αν θέλει κανείς να ισορροπήσει στην πνευματική του ζωή, αλλά και σε όλη τη ζωή του, θα πρέπει να κατανοήσει καλά ότι πρέπει να κινητοποιήσει και το σώμα του. Θέλω να πω ότι δεν είναι δυνατόν ένας χριστιανός να αποκτήσει το Πνεύμα του Θεού -  μόνον τότε βεβαίως θεωρείται ότι έχει πνευματική ζωή -  έξω από τη συμμετοχή και της σωματικής άσκησης».
«Τι θέλετε να πείτε, Γέροντα;» ρώτησε ένας νεαρός, ονόματι Γιώργος. «Γιατί αν είναι έτσι, τότε οι περισσότεροι από εμάς που πάμε και στα Γυμναστήρια, κι ίσως και οι περισσότεροι νέοι, έστω και άσχετοι προς την Εκκλησία, θα πρέπει να έχουμε Πνεύμα Θεού!»
Όλοι οι νέοι έστρεψαν το βλέμμα τους στον Γέροντα. Προφανώς η ερώτησή του εξέφραζε και τους ίδιους. Χαμογέλασε ο Γέροντας, ο οποίος αγκάλιασε με τη ματιά του όλα τα παιδιά. «Ναι, έχετε δίκιο», είπε· «έτσι όπως το εξέφρασα είναι λογικό να καταλήξετε στο συμπέρασμα αυτό. Χωρίς να παραθεωρώ την αξία και της γυμναστικής ως σωματικής άσκησης – μη ξεχνάτε ότι ο ίδιος ο απόστολος Παύλος αναφέρεται και σ’ αυτήν, «ἡ σωματική γυμνασία πρός ὀλίγον ὠφέλιμός ἐστιν» σημειώνει, δηλαδή βλέπετε ότι την αξιολογεί θετικά, «ὠφέλιμος» λέει ότι είναι, έστω και λίγο – όμως έχω στο μυαλό μου αυτό που κυρίως οι άγιοι Πατέρες μας, στηριγμένοι κι αυτοί βεβαίως στην Αγία Γραφή, εννοούν: τη σωματική άσκηση ως εγκράτεια και περιορισμό των άτακτων ορμών του σώματος, προκειμένου ο πιστός να μην άγεται και φέρεται, ως συνήθως γίνεται, από τα σαρκικά πάθη του, αλλά να υποτάσσονται αυτά κάτω από τον ηγεμόνα νου, ο οποίος όμως βρίσκεται αδιάκοπα ενωμένος με τον Κύριο Ιησού Χριστό.
»Για να το πω και διαφορετικά, όταν ο νους του ανθρώπου, που αποτελεί και το κέντρο της ψυχοσωματικής ύπαρξής του, είναι στραμμένος προς τον Χριστό με όλη τη δύναμη της βούλησής του – κάτι που προϋποθέτει την ένταξη στην Εκκλησία και τη ζωή μέσα σ’ αυτήν -  τότε πράγματι κάνει τον άνθρωπο έναν αυτοκράτορα  θα λέγαμε, διότι αυτός κάνει το «κουμάντο» σε όποιες άτακτες ορμές πάνε να αναπτυχτούν στο σώμα· με αποτέλεσμα ο άνθρωπος ως σώμα και ψυχή να λειτουργεί φυσιολογικά ως μέλος του Χριστού, να βρίσκεται σε ομαλή σχέση με την κεφαλή τον Χριστό, αλλά και με τα υπόλοιπα μέλη του σώματος, την Υπεραγία Θεοτόκο, τους αγίους αγγέλους, τους λοιπούς αγίους».
Έπεσε για λίγο σιωπή στα λόγια αυτά του π. Νεκταρίου, αλλά πήρε τον λόγο σε λίγο ο υπεύθυνος των νεαρών παιδιών, ο οποίος ήταν ένας ευσεβής νέος άνθρωπος κι αυτός, παντρεμένος και με δύο μικρά παιδάκια, αναπληρωτής καθηγητής θεολόγος σε κάποιο Λύκειο.
«Αυτά που λέει ο Γέροντας, ο π. Νεκτάριος», είπε, «και θα μου επιτρέψετε, Γέροντα, τη συμπλήρωση», - ένευσε αμέσως καταφατικά ο Γέροντας, ο οποίος κρατούσε διακριτικά ένα μικρό κομποσχοίνι και το γυρόφερνε στα χέρια του – δεν πρέπει να μας παραξενεύουν. Δεν πρόκειται για πράγματα θεωρητικά που πρέπει να ψάξει κανείς σε βαριά θεολογικά βιβλία για να τα βρει. Αποτελούν για την Εκκλησία μας τη βασική διδασκαλία της, την οποία την ψέλνει, την τραγουδάει θα λέγαμε, καθημερινά και σε όλους τους τόνους. Μία απλή σελιδομέτρηση να κάνει κανείς στα εκκλησιαστικά βιβλία, σ’ έναν εσπερινό να πάει ή σε έναν όρθρο για παράδειγμα,  και να τείνει το ους του, που λέμε, για να προσέξει, θα διαπιστώσει ότι αυτά προβάλλει η Εκκλησία για τους αγίους της. Διαρκώς τονίζει τον ηγεμόνα νου, ο οποίος έχασε την ηγεμονική θέση του στην ανθρώπινη ύπαρξη λόγω της αμαρτίας στην οποία παρασύρθηκε ο κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού δημιουργημένος άνθρωπος, αλλά ξαναβρήκε τη θέση αυτή με τον ερχομό του Χριστού. Γι’ αυτό και συχνά ακούμε – κι είναι κάτι που αρκετές φορές το έχουμε συζητήσει κι εμείς στις συναντήσεις μας – ότι ο άνθρωπος που ξέπεσε στην αμαρτία και έχασε τη ζωντανή καλή σχέση του με τον Θεό «παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καί ὡμοιώθη αὐτοῖς». Έγινε ο άνθρωπος σαν τα ζώα που κινούνται ενστικτωδώς, που άγονται και φέρονται από τις ορμές τους· αλλά εκείνα δικαιολογημένα, γιατί ό,τι άγριο διαπιστώνουμε σ’ αυτά οφείλεται δυστυχώς και πάλι στον άνθρωπο, ο οποίος συμπαρέσυρε και αυτά στην πτώση της αμαρτίας του – μεγάλο θέμα κι αυτό. Ο άνθρωπος όμως; Δεν είχε καμία δικαιολογία, γιατί αλλιώς τον έφτιαξε ο Δημιουργός του κι αλλιώς δυστυχώς κατέληξε. Αλλά ευτυχώς, είπαμε, που ήρθε Κύριος ο Θεός μας και μας αποκατέστησε».
Σταμάτησε ο θεολόγος και ελαφρώς κοκκίνησε, γιατί ένιωσε σαν να ξεπέρασε αυτό που έπρεπε να πει. «Γέροντα», είπε εμφανώς ντροπιασμένος, «ζητώ συγγνώμη που μακρηγόρησα κι άρχισα ενώπιόν σας τη διδασκαλία. Πείτε το…», εκεί λίγο χαμογέλασε για να αλλάξει και τη δική του διάθεση, «… επαγγελματική διαστροφή!»
Γέλασαν όλα τα παιδιά με την τελευταία φράση του υπευθύνου τους και περισσότερο ο π.  Νεκτάριος. «Όχι συγγνώμη, αλλά ευχαριστίες σου οφείλω, αγαπητέ μου Δημήτριε, γιατί η συμπλήρωσή σου ήταν καίρια και πολύ διαφωτιστική. Και χαίρομαι, γιατί ορθοτομείς τον λόγο της αλήθειας, που σημαίνει ότι τα παιδιά, αλλά και οι μαθητές σου στο σχολείο που υπηρετείς, πίνουν και ξεδιψούν από τα καθαρά νάματα της χριστιανικής μας πίστεως».
«Γέροντα», ακούστηκε μία γυναικεία φωνή, η φωνή της Γιάννας, η οποία καθώς εξήγησε ο θεολόγος Δημήτρης ήταν φοιτήτρια νοσηλευτικής. «Να μας εξηγήσετε λίγο περισσότερο αυτά τα σχετικά με τη σωματική άσκηση, που δεν είναι όμως Γυμναστική; Κάτι είπατε για την εγκράτεια, η οποία, θα μου επιτρέψετε να πω, ηχεί λίγο στις ημέρες μας αναχρονιστικά και αρνητικά. Λες σε κάποιον «εγκράτεια» και αμέσως… ξινίζει τα μούτρα του…».
«Ναι, έχεις απόλυτο δίκιο, καλό μου παιδί», είπε ο Νεκτάριος. «Δυστυχώς, αρκετά χρόνια τώρα μάς έχουν βομβαρδίσει με τόσες ιδέες, θεωρίες, εικόνες κυρίως, για το ότι ο άνθρωπος είναι το κέντρο του κόσμου και ότι όλα πρέπει να υπηρετούν τις ορέξεις του, ώστε όχι μόνο θεωρείται αναχρονιστικός αυτός που μιλάει για εγκράτεια, ότι είναι…, όπως το λέτε εσείς οι νέοι, ufo…», χαμογέλασαν τα παιδιά για την ορολογία του Γέροντα, όπως χαμογέλασε κι ο ίδιος, «…αλλά και ότι είναι, να μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας, και λίγο πολύ ανώμαλος. Αλλά δεν πρέπει να πέφτουμε στην παγίδα. Αυτοί που τα λένε έχουν τα σχέδιά τους, τις περισσότερες φορές κρύβονται σκοτεινοί κύκλοι πίσω από αυτά, που θέλουν να ισοπεδώσουν τα πάντα, να σπάσουν όποιες ηθικές και πνευματικές αντιστάσεις υπάρχουν, προκειμένου να κυριαρχήσουν και να επιβάλουν τη δική τους εξουσία. Γιατί είναι ευνόητο ότι αν κάποιος, και μάλιστα νέος, στηρίζεται σε αξίες και ιδανικά, στηρίζεται πάνω από όλα στην πίστη στον Θεό, τότε δεν είναι εύκολο να υποταχτεί και να συρθεί σε δρόμους περίεργους και ζοφώδεις – πατάει σε έδαφος μη ελέγξιμο από τους κύκλους αυτούς. Γι’ αυτό και υπάρχει συστηματικό κτύπημα των αξιών, της πίστης, της πνευματικής ζωής, της Εκκλησίας, της εγκράτειας που συζητάμε, γιατί αυτά κρατάνε τον άνθρωπο στην ατμόσφαιρα της ελευθερίας και δεν τον αφήνουν να γίνεται έρμαιο των παθών του.
»Και θα μου επιτρέψετε λίγο να συνεχίσω, μολονότι ξέρω ότι ίσως σας κουράζω. Σας κουράζω… άλλη παρανόηση κι εδώ, λες και δεν ξέρουμε ότι ο κόπος τελικά δεν είναι κάτι αρνητικό. Ό,τι μεγαλειώδες δημιούργησε ο άνθρωπος το δημιούργησε με κόπο, με πόνο, με αγώνα. Δεν το έλεγαν και οι αρχαίοι μας πρόγονοι;  «Τά ἀγαθά κόποις κτῶνται». Με κόπους αποκτιούνται και κατακτιούνται τα καλά πράγματα. Λοιπόν, τέλος πάντων, μιλάμε για την εγκράτεια και είδατε ότι την προσδιόρισα ως δύναμη περιορισμού των άτακτων ορμών του σώματος, αλλά ακόμα και της ψυχής. Γιατί υπάρχουν και τα σωματικά, αλλά και τα ψυχικά πάθη. Πάθη δηλαδή ως δυνάμεις του ανθρώπου που έχουν πάρει λαθεμένο δρόμο, διεστραμμένες δυνάμεις, που θα πρέπει να ξαναβρούν την ορθή τους κατάσταση και να λειτουργήσουν στη φυσιολογική τους πορεία. Οπότε καταλαβαίνετε, παιδιά μου, ότι η εγκράτεια δεν είναι μία απλή γυμναστική, αλλά τόσο σε σωματικό επίπεδο, όσο και σε ψυχικό, έχει πνευματικό χαρακτήρα. Θα σας πω κάτι που ακούγεται λίγο σχηματικό, μα είναι η πραγματικότητα και βοηθάει έτσι να το θυμάται κανείς.
»Μιλάμε για την αμαρτία ως τη χειρότερη δυνατή κατάσταση του ανθρώπου αφού αυτή έφερε τον ίδιο τον θάνατο, η οποία στην ουσία της είναι ο εγωισμός ή αλλιώς φιλαυτία. Άνθρωπος αμαρτωλός είναι ο άνθρωπος που κοιτάει μόνο τον εαυτό του και τα συμφέροντά του, που αγαπάει μεν, αλλά τον εαυτό του και μόνον και μάλιστα παθολογικά. Αυτός ο εγωισμός λοιπόν μοιάζει με μία ρίζα που έχει τρεις κεντρικούς κλώνους: τη φιληδονία, τη φιλαργυρία και τη φιλοδοξία. Κι ο καθένας από αυτούς βεβαίως γεννάει με τη σειρά του άλλα επιμέρους πάθη και κακίες. Πώς θα ξεπεράσει ο άνθρωπος τα πάθη αυτά ώστε να μεταστρέψει τον εγωισμό του και να τον κάνει από αρνητική δύναμη θετική και ωφέλιμη και σωτήρια γι’ αυτόν; Να τον κάνει δηλαδή αληθινή αγάπη από νοσηρή που είναι, σε αναφορά προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Με άλλα λόγια η όλη προσπάθεια του ανθρώπου, όλος ο πνευματικός του αγώνας θα λέγαμε είναι ακριβώς αυτός: τον εγωισμό του να τον κάνει φιλοθεϊα και φιλανθρωπία. Και ποιο το αποτέλεσμα του αγώνα αυτού; Μα η εγκατοίκηση του ίδιου του Θεού μέσα στην ύπαρξη του ανθρώπου, γιατί ο Θεός είναι αγάπη. Ο Θεός επαναπαύεται μόνον όπου υπάρχει αντίστοιχος τρόπος μ’ Αυτόν. Γι’ αυτό λέμε και στη Θεία Λειτουργία διαρκώς για τον Θεό ότι είναι «ὁ ἐν ἁγίοις ἀναπαυόμενος». Γιατί άγιος είναι ο άνθρωπος του Θεού, που παλεύει να συντονίσει την ύπαρξή του με τον ρυθμό ζωής του Θεού, την αληθινή αγάπη.
»Λοιπόν, για να μην πολυλογώ: η εγκράτεια είναι η γενική εκείνη αρετή, καρπός της συνεργασίας του ανθρώπου με τη χάρη του Θεού, κατά την οποία ο άνθρωπος περιορίζει την αταξία της ψυχής και του σώματός του, ώστε, όπως είπαμε, να βρίσκεται υπό την καθοδήγηση του νου του, ο οποίος όμως βρίσκεται καθ’ υπακοήν στο θέλημα του Θεού. Ποιο το συμπέρασμα στο θέμα μας; Όσο ο άνθρωπος ασκεί το σώμα του εγκρατευόμενος, όσο νηστεύει αληθινά, όσο επιλέγει τον κόπο και την κούραση ακόμη, καθώς το λέει και ο απόστολος Παύλος «ὑποπιάζω τό σῶμά μου καί δουλαγωγῶ», τόσο και πιο εύκολα υπακούει στο θέλημα του Θεού, τόσο δηλαδή αποκτά ευκολία στο να ζει την αγάπη και να γίνεται κατοικητήριο του Θεού».
«Γι’ αυτό η Εκκλησία τονίζει τόσο πολύ και το θέμα της νηστείας, Γέροντα;» ακούστηκε η φωνή του Πέτρου, του φοιτητή της φιλοσοφικής από την παρέα των νέων. «Ακριβώς, παιδί μου. Η νηστεία δεν είναι δίαιτα ούτε απλά ένας περιορισμός σε ένα κακό σώμα· εντασσόμενη στο πλαίσιο της εγκράτειας έχει πνευματικό χαρακτήρα, άρα γίνεται δύναμη να ξεπεραστεί το πάθος του εγωισμού και να οδηγηθεί ο άνθρωπος όπως είπαμε στην αγάπη, την ατμόσφαιρα του Θεού. Γι’ αυτό, βλέπετε, και η Εκκλησία μας, ιδίως στην έναρξη της Σαρακοστής, τη χαρακτηρίζει ως μαχαίρι που κόβει τις κακίες. Αρκεί βεβαίως να είναι αληθινή νηστεία».
«Δηλαδή, Γέροντα;» ρώτησε και πάλι ο Γιώργος που είχε ρωτήσει προηγουμένως, ο οποίος είχε τελειώσει το Λύκειο, μα οι ανάγκες της οικογένειας τον είχαν βάλει στον δρόμο της εργασίας. «Υπάρχει και ψεύτικη νηστεία;» «Να μη σας απαντήσω εγώ», είπε ο Γέροντας. «Νομίζω ότι ξέρετε την απάντηση, αφού δεν είστε άσχετοι προς την Εκκλησία και την πνευματική ζωή, γι’ αυτό ας απαντήσει κάποιος από σας». «Μπορώ, πάτερ;» πήρε τον λόγο μία νεαρή κοπέλα, η Μαρία, η οποία καθόταν μαζεμένη στο πλάι της συντροφιάς και φαινόταν να ρουφάει την όλη συζήτηση, αλλά και την όλη ατμόσφαιρα του μικρού μοναστηριού. Αργότερα, θα μάθαινε ο Γέροντας σε κατ’ ιδίαν μαζί της συζήτηση πως τα οικογενειακά προβλήματα που αντιμετώπιζε ήταν τέτοια που δύσκολα ένας νέος άνθρωπος θα μπορούσε να τα αντέξει. Γι’ αυτό και ζήτησε να τον δει και να συζητήσει μαζί του, κάτι που βεβαίως έγινε. «Ασφαλώς, Μαρία μου και μπορείς», είπε ο π. Νεκτάριος, αφού έμαθε το όνομά της. «Λοιπόν, γνωρίζω καλά ότι η νηστεία είναι αληθινή, όταν αποσκοπεί στην πνευματική αλλαγή του ανθρώπου, τη μεταμόρφωση όπως μας είπατε προηγουμένως του εγωισμού σε αγάπη Θεού και ανθρώπου. Κι αυτό με έχει αναπαύσει εδώ και αρκετό καιρό, αφότου το έμαθα. Γιατί κατάλαβα ότι το νόημα της νηστείας είναι ακριβώς η αγάπη. Νηστεύουμε για να μπορούμε να αγαπάμε, οπότε να γινόμαστε κι εμείς ένας μικρός Χριστός».
«Μαρία μου», είπε συγκινημένος ο Γέροντας, «καλύτερη απάντηση δεν νομίζω ότι θα έδινα ούτε εγώ ούτε κι ο Δημήτρης που είναι θεολόγος. Όντως μίλησες ως θεολόγος, ως βαθύς γνώστης της χριστιανικής πνευματικής ζωής. Οπότε θα ξέρεις κι αυτό που σημειώνει κι ο Μέγας Βασίλειος, από τον οποίο πήρε και το απόσπασμά του ο υμνογράφος και το έκανε τροπάριο της Σαρακοστής: «Νηστεύσωμεν νηστείαν δεκτήν,  εὐάρεστον τῷ Κυρίῳ· ἀληθής νηστεία ἡ τῶν κακῶν ἀλλοτρίωσις, ἐγκράτεια γλώσσης, θυμοῦ ἀποχή, ἐπιθυμιῶν χωρισμός, καταλαλιᾶς, ψεύδους καί ἐπιορκίας». Αυτή είναι η αληθινή νηστεία, αυτό είναι το νόημα της εγκρατείας, έτσι αυτοπεριοριζόμενος ο άνθρωπος κτυπά με τον σωματικό του κόπο τη φιληδονία ως κλαδί της φιλαυτίας και του εγωισμού».
Η ώρα είχε παρέλθει. Το σούρουπο είχε πέσει κι όλοι μαζί σηκώθηκαν και πήγανε στο εκκλησάκι του Γέροντα για τον εσπερινό. Ο δόκιμος που είχε μαζί του ο π. Νεκτάριος είχε ετοιμάσει τον Ναό, είχε ανάψει τα καντήλια, είχε κάνει την ενάτη. Με συγκίνηση μεγάλη ψάλανε την εσπερινή ακολουθία, πήραν την ευλογία του Γέροντα και έφυγαν. Οι καρδιές όλων ήταν γεμάτες από παρουσία Θεού, αλλά και από… προβληματισμό. Τα λόγια του Γέροντα, τα λόγια και των ίδιων τριβέλιζαν στο μυαλό τους, ζητώντας όμως την ολοκλήρωση. Να γίνουνε πράξη… Η εικόνα του Γέροντα Νεκτάριου, το πλούσιο κέρασμα, το άνοιγμα της ψυχής «βάραιναν» ανάλαφρα μέσα τους. Ένιωθαν σαν να είχαν ανέβει ένα μονοπάτι που τους έκανε καλύτερους ως ανθρώπους. Ο άγιος Νεκτάριος, το μοναστηράκι του οποίου είχαν επισκεφτεί, τους σκέπαζε αόρατα, δεόμενος για τον καθένα ξεχωριστά στον θρόνο της Τριαδικής Θεότητας…