Τι να γυρεύει νύχτα πια
κάτω στην παραλία
ο νιος ο εικοσάχρονος μ’
άγνωστη τη δειλία;
Σαν καβαλάρης στέκεται πάνω
στη μηχανή του
κι ο χάρος μαύρος άγγελος
τσεκάρει τη θανή του.
Μαρσάροντας τη Χόντα του
ανοίγει τέρμα γκάζια
μοιάζει να ’ναι ο άνεμος
που παίζει όλο νάζια.
Ο ίλιγγος τονε μεθά, ζει
την ελευθερία,
δεν έχει βάρος τώρα πια,
ξέφρενη η πορεία.
Ούτε που πρόλαβε να δει
στην άσφαλτο τα λάδια
μα νιώθει πλέον καθαρά του
θάνατου τα χάδια.
Σκέτο κουφάρι κείτεται σαν
καλαμιά του βάλτου
ένας ακόμη «λεύτερος», ο νέος
της ασφάλτου.