Ο ιερός υμνογράφος του οσίου Λουκά Ιωσήφ ο υμνογράφος με σοφό τρόπο εξαγγέλλει ότι η εν αγάπη προς τον Κύριο σκληρή άσκηση του οσίου
ήταν για να παραμένει στις εντολές του Κυρίου, δηλαδή την
αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Διότι αν η όλη ασκητική
διαγωγή του χριστιανού δεν κατατείνει προς αυτόν τον σκοπό, την αγάπη δηλαδή, δεν έχει νόημα. Διαστρέφεται και γίνεται φαρισαϊκή ηθική, ευσεβισμός,
καύχηση για αρετές χωρίς νόημα, σκλήρυνση
της καρδιάς. Σ’ αυτήν την κατάσταση ο άνθρωπος έχει αρετές,
όχι όμως Θεό. Λείπει η ταπείνωση ως οριστικό
άφημα του εαυτού στον Χριστό. «Πέρασες τη ζωή σου με σωφροσύνη
και με καλό τρόπο, φιλοξενώντας αδιάκοπα και ελεώντας τον
συνάνθρωπό σου πλούσια και άφθονα» («Σωφρόνως διήνυσας
σου τον βίον και καλώς, φιλοξενών εκάστοτε, ελεών τε πλουσίως και δαψιλώς») (ωδή ς΄).
Είναι ευνόητο λοιπόν για τον άγιο Ιωσήφ να συμπεράνει ότι αυτή
η απλότητα και η ταπείνωση και η αγάπη και η πραότητα του οσίου Λουκά τον έχουν
κατατάξει στη βασιλεία του Θεού, μαζί με τους αγίους και
δικαίους Αβραάμ και Ιακώβ και Δαυίδ. «Έδειξες, πάτερ, αληθινά απλό και απονήρευτο και ταπεινό,
γεμάτο από έλεος προς τους φτωχούς, και
φιλόξενο και φιλέρημο, ήσυχο και πράο ήθος. Γι’ αυτό και κατατάχτηκες με τον Αβραάμ και Ιακώβ και Δαυίδ»
(«Απλούν το ήθος και απονήρευτον, και
ταπεινόν, ελέους τε μεστόν προς τους πένητας, και φιλόξενόν τε και φιλέρημον, ήσυχον πράον
όντως, Πάτερ, ενέδειξας∙ όθεν συνετάγης Αβραάμ και Ιακώβ και Δαυίδ») (ωδή θ΄).