Ένα
προσωπικό περιστατικό αποτελεί την αφορμή του παρόντος σημειώματος: είχα
απευθυνθεί προ καιρού σ’ έναν εν Χριστώ αδελφό, καλόγερο, να με εξυπηρετήσει
και να με διευκολύνει σε κάτι. Τον
παρεκάλεσα όμως να κινηθεί εντελώς ελεύθερα, χωρίς να πιεστεί για τη
διευκόλυνσή μου. Και πράγματι, η απάντηση στο αίτημά μου με χαροποίησε διπλά.
Γιατί ενώ αρνήθηκε την εκπλήρωση αυτού που ζητούσα, ο λόγος της άρνησής του
έδειχνε το μεγαλείο της γνήσιας αγάπης του. Τι εννοώ; Αφενός ήμουνα εντελώς
βέβαιος για τη γνησιότητα της διάθεσής του να με εξυπηρετήσει, ανεξάρτητα από
το ότι δεν συνέβη αυτό, αφετέρου εκείνο που τον συνείχε ήταν η ανάγκη παραμονής
στο μοναστήρι του για λόγους ποιμαντικής: έπρεπε να βρίσκεται εκεί που πολλοί
αναγκεμένοι χριστιανοί ζητούσαν τον λόγο του, τη συμβουλή του, την αγιασμένη παρουσία
του. Μου αρνήθηκε λοιπόν για χάρη της εντολής του Χριστού: της ίδιας της
αγάπης. Αλλά επιπρόσθετα με χαροποίησε ακόμη περισσότερο, γιατί με την άρνησή
του έδειχνε το πόσο ελεύθερα τον κάνει να κινείται η εν Χριστώ αγάπη του, η
οποία φανερώνει και την πίστη ότι ο άλλος αδελφός δεν πρόκειται να τον
παρεξηγήσει, ότι θα τον καταλάβει και ότι θα αυξηθεί μάλιστα η μεταξύ τους
αδελφική σχέση, κάτι το οποίο όντως συνιστά πραγματικότητα· που σημαίνει:
αρνούμενος την εξυπηρέτησή μου με εξύψωνε βλέποντάς με στο επίπεδο της δικής
του αγάπης. Πόσο πράγματι ευκολότερες θα
ήταν οι μεταξύ των ανθρώπων σχέσεις, αν βασίζονταν σ’ αυτήν την ελεύθερη αγάπη
του Χριστού. Είτε με το ναι είτε με το όχι, να ξέρεις ότι ο άλλος σε αγαπά και
σε αποδέχεται, γιατί τελικώς ρυθμιστικό στοιχείο της ζωής του είναι το απόλυτο
για τον χριστιανό: η υπακοή του στο θέλημα του Θεού.