Τα λάβαρα που υψώνεις
συνήθως, αδελφέ μου,
με τρόπο παθιασμένο και μ’
εξογκωμένες φλέβες
μού δείχνουνε τα τείχη που
’χεις βάλει για να
σκεπάζεις τον φοβισμένο σου
εαυτό, αυτόν που
σαν παιδάκι τρέχει να
κρυφτεί κάτω απ’ τις καρέκλες.
Τα λάβαρα δεν είναι όμως
για να κρύβεσαι·
είναι η ίδια σου η ψυχή
καθώς ξανοίγεται σ’ αγώνες
άγιους κι ιερούς, είναι η
απλωμένη σου αγκαλιά
που κυματίζει περήφανα κι
αγνά σε άνεμο αγάπης,
είναι τ’ αντάμωμα με τις
ψυχές π’ αγαλλιούνε
σύγκορμα στο ίδιο ρίπισμα
τ’ αγέρα, για να γενούνε
δύναμη κι αναπαμός σ’
αποσταμένους άλλους.
Όχι·
τα λάβαρα δεν φτιάχνονται για φυλακή ανθρώπων.
Είναι των δυνατών το
πρόσωπο, αγίων και ηρώων, που
στέργουν μες στην αγκαλιά
ολάκερο τον κόσμο.