Η Άννα
κάθισε κουρασμένη και κατάκοπη, σχεδόν ξεψυχισμένη, στον πάγκο της μικρής
κουζίνας της. Έπιασε το κεφάλι της και με τα δυο χέρια και… αναλύθηκε σε δάκρυα. Αναφιλητά
τράνταζαν το κορμί της, ενώ λογισμοί περίεργοι, απόγνωσης και απελπισίας, άρχισαν
να τριβελίζουν τον νου και την καρδιά της. «Χριστέ μου, Χριστέ μου, γιατί; Πού είσαι;
Ξέρεις το πρόβλημα που έχουμε, γιατί δεν επεμβαίνεις;», μουρμούριζε ξέπνοα μες
στ’ αναφιλητά της, αλλά απάντηση δεν έπαιρνε.
Πιστή
γυναίκα η Άννα, μ’ αγάπη αληθινή στον Χριστό και στους αγίους της Εκκλησίας,
ήξερε πως η απελπισία που πάει να την καταβάλει δεν είναι εκ Θεού. Αλλά, από
την άλλη ζούσε το καθημερινό πρόβλημα που ταλάνιζε όχι μόνον αυτή – αν ήταν
μόνη της δεν θα την ενδιέφερε και τόσο, θα έκανε υπομονή – μα και τα μικρά
παιδιά της. Χήρα γυναίκα η Άννα εδώ και τρία χρόνια, πάλευε να αναστήσει τα δύο
κορίτσια της και το μικρό αγόρι της, δέκα, οκτώ και πέντε χρονών αντίστοιχα. Ο
μακαρίτης τους άφησε χρόνους, καθώς καταπλακώθηκε από ένα δοκάρι σε μία
οικοδομή που δούλευε, κι έκτοτε, με τη βοήθεια κάποιων συγγενών της, αγωνιζόταν
να τα βγάλει πέρα. Και τα κατάφερνε, ήταν αλήθεια, γιατί ήταν δυναμική και άξια
γυναίκα, καθώς της έδινε κουράγιο και φτερά η μεγάλη πίστη της στον Χριστό και
την Παναγία. Από την Εκκλησία δεν έλειπε, όσο μπορούσε, και πάσχιζε την πίστη της
τη ζωντανή να τη μεταλαμπαδεύσει και στα μικρά παιδιά της. Μα, το πρόβλημα
τελικά που αντιμετώπιζε η οικογένεια δεν λυνόταν εύκολα. Κι ήταν πρόβλημα
άμεσο, καθημερινό, θέμα ζωής και θανάτου: η ύπαρξη του νερού. Δεν είχαν νερό να
πιούν, να καθαρίσουν, να ζήσουν… Αναγκάζονταν, κι αυτή και οι άλλοι βεβαίως της
ευρύτερης περιοχής, να καταφεύγουν σε μακρινό μέρος, εκεί που δημιουργούσε μία
μικρή πηγή ο χείμαρρος του τόπου, στο οροπέδιο της Απάμειας της Συρίας.
Σπουδαία πόλη, με ιστορία ξεχωριστή και ιδιαίτερη, μα και με το πρόβλημα της ύδρευσης.
Επιχείρησε
η Άννα να κάνει το ίδιο που προσπάθησαν κι άλλοι: να ανοίξει πηγάδι στο χωράφι
που περιέβαλε το σπιτικό τους. Είχε μάθει ότι υπάρχουν δυσκολίες, ότι δεν
βρίσκει κανείς εύκολα νερό, κι άλλοι το επιχείρησαν και τα παράτησαν. Μα ήταν
τόσο πιεστικό το πρόβλημα, που τ’ αποφάσισε, στηριζόμενη στην πίστη και στις προσευχές
της. «Θα επέμβει ο Κύριος και θα κάνει το αίτημα της καρδιάς των δούλων Του»,
μονολογούσε ή τόνωνε με τα λόγια της τα παιδάκια της που στύλωναν πάνω της με
αγωνία το βλέμμα τους. «Κάντε προσευχή κι εσείς, παιδιά μου, παρακαλέστε τον
Χριστό και την Παναγία μας, να βρούμε νερό… να ζήσουμε. Ο Θεός ακούει την
προσευχή ιδίως των παιδιών». Και γονάτιζαν όλοι μαζί στο εικονοστάσι του
σπιτιού τους κι η προσευχή τους γεμάτη δάκρυα ανέβαινε θυμίαμα ευωδιαστό στα
πόδια του Δημιουργού τους.
Δούλεψε,
δανείστηκε, έδωσε ό,τι τους είχε αφήσει ο μακαρίτης ο άντρας της, προκειμένου
να βρει τα χρήματα που έπρεπε – κι ήταν πολλά αλήθεια – για να ανοιχτεί το
πηγάδι. Κι οι εργάτες με πολλή ευσυνειδησία και με όρεξη, βλέποντας κι εκείνοι
την ανάγκη, έσκαβαν κι έσκαβαν… και προχωρούσαν σε βάθος, μα του κάκου! Ίχνος
νερού δεν έβρισκαν, μολονότι κάποιοι, που λέγανε πως ήξεραν, τους καθοδήγησαν
στο θεωρούμενο σωστό σημείο. Είδε η Άννα να εξανεμίζονται τα χρήματα κι ο κόπος
να πηγαίνει χαμένος. Στην αρχή δεν το έβαλε κάτω, είπε να συνεχίσουν το σκάψιμο,
δεν μπορεί κάτι θα εύρισκαν, η πίστη της ήταν μεγάλη. Το βάθεμα του λάκκου και
πάλι όμως κατέληξε σε αποτυχία. Ξερός τόπος, άνυδρος, πέτρες και χώματα…
Έδωσε
εντολή να σταματήσουν, γιατί είδε πια το αδιέξοδο. Φύγανε οι εργάτες, τους πλήρωσε,
με κατεβασμένα μάτια είναι αλήθεια πήρανε ό,τι τους αναλογούσε, κι έπεσε ξέπνοη
και με απόγνωση στον πάγκο της κουζίνας… Και ξέσπασε σε δάκρυα και σε
αναφιλητά. Ευτυχώς τα παιδιά της δεν βρίσκονταν εκείνη την ώρα μαζί της και
ήταν πιο εύκολο να αφεθεί ελεύθερη στα συναισθήματά της. Τα λόγια της προσευχής
της μπερδεύονταν με τις σκέψεις της απελπισίας που πήγαιναν σαν δόλιοι κλέφτες
να σκαρφαλώσουν στην καρδιά της. Έκανε προσπάθεια και σηκώθηκε. Βαριά τα βήματά
της σύρθηκαν και πάλι στο μόνο μέρος που έβρισκε παρηγοριά και ανάπαψη: στο
προσευχητάρι της. Έπεσε στα γόνατα, έκλαψε, δεν έλεγε πια τίποτε, σταμάτησαν
και τα δάκρυά της… Μόνο ένα βλέμμα ικεσίας έριχνε κατά καιρούς στον Κύριο και
στην Παναγία Μητέρα Του, και κάποια στιγμή της φάνηκε σαν να δάκρυσε κι Εκείνη…
Άκουσε ένα
απαλό χτύπημα στην πόρτα, δεύτερο κι ύστερα τρίτο. Σηκώθηκε με δυσκολία,
φτιάχτηκε λίγο, σκούπισε τα δάκρυά της κι άνοιξε. Στο κατώφλι στεκόταν ένας γέροντας,
σαν καλόγερος της φάνηκε, που δεν τον είχε ξαναδεί. «Την ευχή σας», ψέλλισαν τα
χείλη της και το βλέμμα της ερωτηματικό έψαξε το βλέμμα του άγνωστου
ρασοφορεμένου. «Την ευχή του Χριστού και της Παναγίας, κόρη μου», είπε εκείνος.
«Μπορώ να περάσω; Δεν θα σε καθυστερήσω». Του έκανε χώρο και πέρασε ο γέροντας.
Τον έβαλε να καθίσει στο μικρό καθιστικό τους κι έσπευσε να τον τρατάρει κάποιο
γλύκισμα. Έφερε κι ένα ποτήρι από το λιγοστό νερό που ‘χε για τα παιδιά της και
τ’ απόθεσε στο τραπεζάκι.
«Ποιος
είστε, Γέροντα;» είπε αναθαρρημένη τώρα η Άννα, παίρνοντας κουράγιο απ’ το
γαλήνιο και ήρεμο βλέμμα του. «Πώς από εδώ; Δεν σας έχω ξαναδεί». Ο Γέροντας
δεν απάντησε αμέσως. Έκανε το σημείο του σταυρού και πήρε το ποτήρι με το νερό.
Το ήπιε και παρακάλεσε και για ένα δεύτερο. «Να με συμπαθάς, κόρη μου, μα είμαι
πολύ διψασμένος και κουρασμένος… Έρχομαι από μακριά, είδα πρώτο το σπίτι σου
στην είσοδο της πόλης και είπα να σου κτυπήσω την πόρτα. Να είσαι καλά και ο
Κύριος να σου δίνει όλες τις ευλογίες του Ουρανού».
Σαν αγκάθι
ακούστηκε το τελευταίο από την Άννα. «Τις ευλογίες του Ουρανού…», σκέφτηκε. «Από
το στόμα σας και στου Θεού τ’ αυτί», απάντησε, και πήγε να γεμίσει και πάλι το
ποτήρι. «Γέροντα, δεν έχουμε περισσότερο από το μισό αυτό», είπε και το
πρόσφερε. «Δυστυχώς, υπάρχει μεγάλη έλλειψη νερού στην περιοχή, προσπαθήσαμε να
βρούμε νερό μ’ ένα πηγάδι που σκάψαμε – θα είδατε ίσως τα χώματα και τον λάκκο –
μα δυστυχώς δεν έγινε τίποτε… Μόλις φύγανε οι εργάτες και είμαστε λίγο σε
απορία…» - σκοτείνιασαν τα μάτια της Άννας και χωρίς να θέλει γέμισαν και πάλι
δάκρυα.
«Γιατί δεν
επικαλείστε τον άγιο Θεοδόσιο;» ρώτησε ο άγνωστος καλόγερος. «Ο άγιος που είναι
από τα μέρη αυτά, που ‘φτιαξε ένα μικρό μοναστήρι όχι πολύ μακριά από εδώ… έχω
ακούσει πολλά θαυμαστά να γίνονται με την επίκλησή του». Η γυναίκα λίγο σαν να
τα ‘χασε. «Πώς… πώς…τον ξέρω, έχω ακούσει γι’ αυτόν, μα… Γέροντα, διαρκώς
επικαλούμαστε τον Χριστό και την Παναγία μας. Είπαμε ότι είναι αρκετό τούτο,
δεν νομίζετε;» Δεν απάντησε αμέσως ο καλόγερος. Πήρε το γλυκό και το ‘φερε στο
στόμα του. Και πάλι ευχαρίστησε κι απόσωσε το λιγοστό νερό της δεύτερης φορά
που του ‘φερε η Άννα.
Σκούπισε
τα χείλη του και είπε: «Ο Χριστός και η Παναγία μας είναι η διαρκής αναφορά μας,
παιδί μου, έχεις δίκιο. Μα, συχνά ο Κύριός μας θέλει να επεμβαίνει στους πιστούς
Του μέσω αγίων Του, για να τους δοξάζει στην Εκκλησία, για να τους κάνει
γνωστούς στους υπόλοιπους ανθρώπους του. Μη ξεχνάτε ότι όλοι είμαστε μέλη του ενός
σώματος του Χριστού που είναι η κεφαλή. Εκείνος λοιπόν ενεργεί μέσω των μελών
Του, που θα πει ότι ίσως ο Κύριος να θέλει να δώσει τη χάρη και την ευλογία Του
χρησιμοποιώντας στην περιοχή αυτή της Συρίας τον νέο αυτόν άγιό Του, τον
Θεοδόσιο του Σκοπέλου. Και μάλλον… υπάρχει και συγκεκριμένος λόγος για να
χρησιμοποιήσει τον συγκεκριμένο αυτόν άγιο…». Ανοίξανε με απορία τα μάτια της Άννας.
«Συγκεκριμένος λόγος;… Ποιος είναι αυτός;» είπε και κρεμάστηκε με καινούργια
ελπίδα απ’ το στόμα του Γέροντα.
«Δεν έχεις
ακούσει, κόρη μου, για την πηγή που έδωσε ο Κύριος ως ευλογία στο μικρό
μοναστηράκι του αγίου; Κι εκείνος αντιμετώπισε το ίδιο πρόβλημα με σένα: δεν
είχανε νερό. Και παρακάλεσε τον Κύριο και νήστεψε κι έκανε του κόσμου τις ασκήσεις,
για να ελεήσει κι εκείνον και τους καλογέρους
του. Κι ο Κύριος ευδόκησε κι έδωσε πηγή ωραία και μεγάλη, με περίσσια απ’ ό,τι
είχε ζητήσει. Αλλά συνέβη και τούτο: μετά από κάποιο καιρό ορισμένοι νέοι
καλόγεροι, βλέποντας το πλούσιο νερό που είχαν, απαίτησαν από τον ηγούμενο
Θεοδόσιο να φτιάξουνε και λουτρό: να πλένονται με άνεση, να καθαρίζουν το σώμα τους.
Κι ο Γέροντας τα έχασε στην αρχή. Τους είπε ότι δεν είναι κοσμικοί να έχουν
τέτοιες ανέσεις, ότι το νερό το έδωσε ο Κύριος για τις άμεσες ανάγκες τους, ότι
αυτό που ζητάνε αποτελεί προσβολή για την καλογεροσύνη τους. Εκείνοι όμως επέμεναν
πολύ, οπότε ο όσιος κάμφθηκε και φτιάξανε λουτρό, συγκαταβαίνοντας στην
αδυναμία τους…». Σταμάτησε ο καλόγερος κι ένα δάκρυ βρήκε δίοδο να κυλίσει μέσα
στη μακριά γενειάδα του. Έκανε και πάλι το σημείο του σταυρού και αναστέναξε
βαθιά.
«Ώστε οι
καλόγεροι του μοναστηριού είχανε και λουτρό, πέρα από το να πίνουνε;» είπε η
Άννα, η οποία άκουγε σαν μαγεμένη την ιστορία. «Ναι, κόρη μου. Αλλά για μία
μόνο φορά. Γιατί μόλις χρησιμοποίησαν οι συγκεκριμένοι καλόγεροι το λουτρό,
αμέσως η πηγή… ξεράθηκε!» «Ξεράθηκε;» έκανε εμβρόντητη η νέα γυναίκα. «Ναι,
ξεράθηκε. Τι κι αν ξεκίνησαν νέες προσευχές και μακριές νηστείες ο Γέροντας και
οι καλόγεροι αυτήν τη φορά, ο Κύριος… κώφευε. Σταγόνα δεν έπεφτε… Μέχρις ότου ο
Θεοδόσιος κατάλαβε. Έδωσε εντολή και γκρέμισαν το λουτρό. Και μόλις το
γκρέμισαν, αμέσως η πηγή και πάλι γέμισε. Το μάθημα που πήραν όλοι οι καλόγεροι
ήταν μεγάλο: κατάλαβαν ότι δεν μπορούν να αλλοιθωρίζουν στα πνευματικά, να
είναι και κοσμικοί και καλόγεροι. Μετανιωμένοι αύξησαν τους ασκητικούς αγώνες τους
και ευλογήθηκαν πολύ από τον Κύριο… Γι’ αυτό σου λέω, κόρη μου, παρακάλεσε τον
άγιο Θεοδόσιο, της περιοχής αυτής είναι άγιος, ξέρει από προβλήματα νερού, κι
εκείνος θα… κινητοποιηθεί. Είμαι βέβαιος ότι ο Κύριος θα τον ακούσει».
«Αρκεί να
τον παρακαλέσουμε, Γέροντα;» είπε η Άννα με ψιθυριστή φωνή. «Μήπως χρειάζεται
να κάνουμε και κάτι άλλο;». «Ναι… Τώρα που μου το λες, σκέφτομαι ότι μαζί με τις
παρακλήσεις σας θα ήταν καλό να βρεις μία εικόνα του και να την ρίξεις μέσα στο πηγάδι.
Θα ‘ναι σαν να βρίσκεται ο ίδιος. Και άσε τα υπόλοιπα στον Θεό και στον άγιο…».
Σηκώθηκε ο Γέροντας, χωρίς να δώσει κάποιες τελικά διευκρινίσεις για τον εαυτό
του, ευχαρίστησε πολύ, ευλόγησε το σπιτικό και όπως ήρθε ξαφνικά, έτσι και
χάθηκε.
Η Άννα
στάθηκε για αρκετή ώρα απορημένη, φέρνοντας στον νου της ό,τι είχε διαμειφθεί.
Βαθιά μέσα της σαν να έβλεπε μία απάντηση του Θεού. Θυμήθηκε κι αυτό που
θεώρησε ως δάκρυ της Παναγίας. «Ποιος να είναι αυτός ο καλόγερος άραγε;»
διερωτήθηκε, μα άφησε το ερώτημα μπροστά σ’ αυτό που έβλεπε ότι έπρεπε να
κάνει. Απευθύνθηκε σε δύο γείτονές της. Τους είπε για την παράξενη επίσκεψη του
καλόγερου, τους είπε για την πρότασή του. Της απάντησαν ότι ξέρανε τον άγιο κι
είχαν ακούσει όντως για την πηγή. Δεν άργησαν να έρθουνε με μία εικόνα του
αγίου. Τρέμοντας η Άννα, κρατώντας την εικόνα του Θεοδοσίου που την ασπάστηκε πολλές
φορές, κι αυτή και τα παιδιά της που είχαν εντωμεταξύ έρθει κι άκουσαν από τη
μητέρα τους τα καθέκαστα, παρακάλεσε τον άγιο να κάνει και σ’ αυτούς το θαύμα
του – πώς της θύμιζε ο άγιος τον καλόγερο που την επισκέφτηκε! Μαζί με τα
παιδιά της, μαζί και οι δύο γείτονες, προχώρησαν όλοι προς τον λάκκο, προς το
ξερό πηγάδι. Γονάτισαν για τελευταία φορά, ύψωσε η Άννα ψηλά στον Ουρανό την
εικόνα του αγίου, και την έριξε μέσα στον βαθύ ξερόλακκο.
Αυτό που
ακολούθησε ήταν πέρα από κάθε φαντασία. Πίστευαν στα θαύματα του Θεού, είχαν
ακούσει πάμπολλα σημεία και παράδοξα που γίνονταν από τους αγίους, μα τούτο που
έζησαν προσωπικά εκείνη την ώρα όλοι τους τούς συγκλόνισε: Την ίδια στιγμή,
μόλις η εικόνα έφτασε στον πάτο του λάκκου, ανέβλυσε νερό που έφτασε μέχρι
σχεδόν επάνω. Νερό ζωντανό, πλούσιο, εύγεστο, από τα καλύτερα που είχαν
δοκιμάσει.
Ξέσπασαν
σε φωνές, σε ύμνους, αγκαλιάστηκαν όλοι, άρχισαν να χορεύουν. Έπιαναν με τις χούφτες
τους νερό και πιτσιλιούνταν…, δεν χόρταιναν. Όταν πέρασε η πρώτη αντίδραση και
ησύχασαν, με δάκρυα στα μάτια τους όλοι γονάτισαν και πάλι και ευχαρίστησαν από
τα βάθη της καρδιά τους τον άγιο Θεοδόσιο του Σκοπέλου, τον Σύριο, κυρίως όμως τον
ίδιο τον Κύριο και την Υπεραγία Θεοτόκο, που έδωσε την ευλογία να δοξαστεί ο
δούλος Του μέσα από το θαυμαστό αυτό γεγονός. Πολλοί γεύτηκαν έκτοτε το καθάριο
αυτό νερό, κι ακόμη περισσότεροι κατανύχτηκαν από τη θαυμαστή παρουσία του
αγίου τους, τον οποίο άρχισαν με μεγάλη θέρμη να τον επικαλούνται με πίστη και αγάπη.
(Από "Λειμωνάριον" του Ι. Μόσχου, κεφ. 80-81)