Υπάρχουν
χριστιανοί, οι οποίοι αισθάνονται ένα είδος αδικίας για τον εαυτό τους λίγο παράδοξο
και περίεργο. Νιώθουν ότι έχουν αδικηθεί, από τον Θεό και από τη φύση τους, διότι
δεν έχουν τα προσόντα και τα χαρίσματα που βλέπουν σε πολλούς άλλους, για να
μην πούμε σε όλους πλην των εαυτών τους. «Εγώ δεν έχω κανένα χάρισμα», διατείνονται.
«Ψάχνω μέσα μου και διαπιστώνω μόνο ελαττώματα». Το αποτέλεσμα βεβαίως είναι
τραγικό: σιγά σιγά αναπτύσσεται μέσα τους ένα σύμπλεγμα κατωτερότητας, το οποίο
αν δεν προσεχθεί, μπορεί να τους οδηγήσει σε μία επιθετικότητα, όχι τόσο ίσως έναντι
των άλλων, όσο έναντι των ίδιων τους των εαυτών. Σε πιο ακραίες καταστάσεις η
κατάσταση αυτή μπορεί να τους οδηγήσει και σε ανεπίγνωστες, μερικές φορές,
αυτοκαταστροφικές τάσεις· το σίγουρο πάντως είναι ότι με αυτή τη μειονεκτική διάθεσή
τους δεν λειτουργούν μέσα στον κόσμο με το πνεύμα της ελευθερίας που δίνει ο
Χριστός και καλλιεργεί η Εκκλησία, δεν χαίρονται τη ζωή τους, δεν προσφέρουν
στον συνάνθρωπό τους και στο κοινωνικό σύνολο αυτό που θα μπορούσαν να προσφέρουν.
Τι μπορούμε να πούμε γι’ αυτές τις αξιοσυμπάθητες περιπτώσεις συνανθρώπων μας;
Πρώτον· είναι μεγάλη πλάνη – επιμονή σ’ έναν λανθασμένο λογισμό που ίσως έχει καλλιεργηθεί
από τους γονείς ή το άμεσο κοινωνικό περιβάλλον – να θεωρεί κανείς ότι δεν έχει
χαρίσματα και προσόντα. Δεν υπάρχει άνθρωπος ερχόμενος στον κόσμο που να μην έχει
χαριτωθεί από τον Κύριο – μη ξεχνάμε ότι ο Κύριος είναι «τό φῶς τό ἀληθινόν, ὅ
φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον» - με χαρίσματα που ξέρει Εκείνος να δίνει, κατά την
αναλογία όμως της προγνώσεώς Του για τον καθένα από εμάς. Όλοι με άλλα λόγια
ερχόμαστε στον κόσμο, έχοντας χαρίσματα είτε φυσικά είτε πνευματικά, τα οποία όμως
καλούμαστε να τα καλλιεργήσουμε και να τα αυξήσουμε. Κι εδώ είναι το κρίσιμο
σημείο: η αξία ενός χαρίσματος δεν έγκειται στην καθαυτή ύπαρξή του, αλλά στην
καλλιέργεια και την προσπάθεια αύξησής του. Θυμόμαστε εν
προκειμένω την παραβολή των ταλάντων που είπε ο Κύριος: αυτός που πήρε πέντε τάλαντα
καλείται να τα κάνει δέκα, αυτός που πήρε δύο να τα κάνει τέσσερα κ.ο.κ. Οπότε,
όπως πολύ ωραία είχε επισημάνει και ο άγιος Παΐσιος ο αγιορείτης, στην
αριθμητική του Θεού τα πράγματα πάνε ανάποδα: το εννιά μπορεί να είναι μικρότερο
του τέσσερα, με την έννοια ότι αυτός που είχε πέντε και τα έκανε αντί δέκα εννιά
είναι σε κατώτερη κλίμακα από εκείνον που είχε δύο και τα έκανε τέσσερα. Το
ζητούμενο είναι τι κάνω με αυτό που έχω και όχι με αυτό που δεν έχω και έχει ο άλλος.
Και δεύτερον, ακόμη πιο σημαντικό όμως, είναι το γεγονός ότι τα όποια χαρίσματα
έχουμε, φυσικά ή πνευματικά, όχι μόνον δεν έχουν σημασία, απλώς και μόνο
καλλιεργούμενα, αλλά μπορεί και να μας καταστρέψουν αιωνίως, αν δεν τα
καλλιεργούμε υπό την πνοή των κατεξοχήν χαρισμάτων που ανεξαιρέτως δίνονται σε όλους
από τον Θεό, δηλαδή των χαρισμάτων του αγίου Πνεύματος που παίρνουμε από το άγιο
βάπτισμα και το άγιο χρίσμα. Τι θέλουμε να πούμε; Ένας ευφυής άνθρωπος που
καλλιεργεί την ευφυΐα του, αν δεν έχει ρυθμιστικό παράγοντα την αγάπη του Θεού –
αυτό που κατεξοχήν αποτελεί δωρεά του αγίου βαπτίσματος – τότε το χάρισμα της ευφυΐας
του λειτουργεί εις βάρος του, γιατί, καθώς και πάλι έλεγε ο άγιος Γέρων Παΐσιος,
το χάρισμά του τον κάνει «έναν έξυπνο διάβολο». Μη κοιτάμε λοιπόν τα χαρίσματα ή
τα ελαττώματα των άλλων. Ο καθένας πρέπει να είναι στραμμένος στον εαυτό του, να
επισημαίνει τι ο Θεός του έχει δώσει, αλλά με προτεραιότητα τη στροφή προς τον
Θεό ως αύξηση των αγιοπνευματικών ταλάντων του. Έτσι ανοίγεται ο άνθρωπος ορθά
μέσα στον κόσμο, γιατί πορεύεται εν αγάπη, που θα πει με τον μόνο τρόπο που μπορεί
να δικαιώσει τον άνθρωπο.