»Λοιπόν,
να συνεχίσουμε στο θέμα του… ρατσισμού! Πρέπει να…» - ένας ξαφνικός θόρυβος προερχόμενος
απ’ έξω, από τη μικρή αυλή του κελιού, διέκοψε τον λόγο του Γέροντα. Και οι δύο
έστρεψαν το κεφάλι τους ενστικτωδώς προς την πλευρά της θύρας του κελιού. Ο Δημήτρης
κοίταξε ερωτηματικά τον π. Ανανία, ο οποίος σηκώθηκε, άνοιξε τη θύρα, κοίταξε
ερευνητικά ένα γύρο. «Είναι κανείς εδώ;» φώναξε δυνατά, αλλά απάντησε δεν πήρε.
Στάθηκε λίγο ακόμη αναποφάσιστος, κι ύστερα μπήκε και πάλι μέσα. «Ίσως κάποια
από τις γάτες που έχω να έριξε κάτι», είπε, «μάλλον για να δηλώσει κι εκείνων
την παρουσία. Τα ζωντανά του Θεού… τους αρέσει να παίζουν και να κυνηγιούνται».
Πήγε προς τη θέση του, αφού έριξε λίγο νερό ακόμη στο ποτήρι του Δημήτρη, έβαλε
και στο δικό του κι ήπιε κάνοντας το σημείο του Σταυρού.
«Λοιπόν,
πού είχαμε μείνει, Δημήτρη μου;» «Στο θέμα του ρατσισμού, Γέροντα. Κάτι ξεκινήσατε
να λέτε». «Α, ναι! Το θέμα του… ρατσισμού», επανέλαβε και χαμογέλασε. «Πρέπει
να προσέξεις ιδιαίτερα σ’ αυτό. Μπορεί στον κόσμο τούτο πια, τον πεσμένο στην
αμαρτία, αλλά αναγεννημένο από τον Χριστό, να υπάρχουν πολλές διαφορές μεταξύ
των ανθρώπων, μπορεί να έχουμε ανθρώπους που να διακρίνονται για τη φυσική ευφυΐα
τους και τα λοιπά σωματικά και πνευματικά προσόντα τους, αλλά αυτό δεν παίζει
ρόλο στο θέμα της αγιότητας. Όπως είπαμε, όλοι οι άνθρωποι είμαστε κλημένοι γι’
αυτήν, γιατί αυτόν τον σκοπό μάς έθεσε απαρχής ο Δημιουργός μας, όμως
ιδιαιτέρως αφότου ήρθε ο Χριστός, μας ενέταξε στον εαυτό Του, μας έκανε μέλη
Του, που θα πει ότι όταν ο άνθρωπος βαπτιστεί και χριστεί, μετέχει δε στα
μυστήρια της Εκκλησίας, κατεξοχήν στο μυστήριο της μετανοίας και της θείας
κοινωνίας, έχει τις δυνάμεις του Χριστού ως ένας άλλος Χριστός· η όποια
αδυναμία του μεταποιείται σε δύναμη, δηλαδή δεν υπάρχει πια «δεν μπορώ», γιατί
είναι σαν να αρνείται το βάπτισμά του. Έχεις ακούσει ή έχεις διαβάσει πόσο
ωραία το έλεγε ο άγιος Παΐσιος, ο μεγάλος κι αυτός σύγχρονος Γέροντας του
Όρους; «Δεν υπάρχει δεν μπορώ», έλεγε. «Υπάρχει μόνον δεν θέλω. Και υπάρχει το
δεν θέλω, γιατί δεν αγαπώ». Λοιπόν, αν πει κάποιος ότι «δομικά» δεν είναι
φτιαγμένος για τα υψηλά, όπως χαρακτηριστικά ανέφερες, τότε πράγματι αποδίδεις
στον Χριστό μας τον τίτλο του «ρατσιστή» - δίνει τα πολλά μόνο σε λίγους… Μα ο
Χριστός μας δίνει τα πάντα σε όλους, αρκεί να το θέλουν. Δεν είναι τσιγκούνης,
Δημήτρη μου, ο Χριστός και Θεός μας. Το λέει και η Γραφή: «οὐκ ἐκ μέτρου
δίδωσιν ὁ Θεός τό Πνεῦμα». Δεν παίρνει σταγονόμετρο για την προσφορά της χάρης
Του ο Θεός. Γι’ αυτό και ο απόστολος Παύλος θα συνεχίσει και θα επισημάνει: «Ὁ
Θεός που δεν φείστηκε του Ίδιου του Υιού Του και Τον έστειλε στον κόσμο και
θυσιάστηκε, πώς μαζί μ’ Αυτόν δεν θα μας χαρίσει τα πάντα;» Η αγάπη συνεπώς του
Θεού είναι ίδια για όλους, ο Θεός μας δεν κάνει διακρίσεις, εμείς πάντοτε
είμαστε το πρόβλημα…».
Σταμάτησε
ο Γέροντας και η σιωπή, για αρκετό διάστημα, έγινε ο ηγεμόνας του μικρού
κελιού. Σιωπή όμως μόνον εξωτερική. Γιατί αφενός ο Δημήτρης πάσχιζε να χωνέψει
όλα αυτά που άκουγε και να τα βάλει σε μια τάξη μέσα στο μυαλό του – βαθιά μέσα
στην καρδιά του ένιωθε την αλήθεια τους που του προκαλούσε μία πρωτόγνωρη
γαλήνη και ηρεμία – αφετέρου ο Γέροντας είχε αποδυθεί στον αγώνα της προσευχής,
δηλαδή της μυστικής συνομιλίας του με τον Κύριο, συνεπώς η σιωπή ήταν η
επιφάνεια, ενώ οι εσωτερικές κραυγές ήταν πολύ δυνατές και ζωντανές.
«Υπάρχουν
κι άλλα πολλά βεβαίως, παιδί μου, στο συγκεκριμένο θέμα», έσπασε την εξωτερική
σιωπή κάποια στιγμή ο Γέροντας, «που ίσως χρειαστεί άλλη φορά να
συνεχίσουμε. Θα μου επιτρέψεις όμως
ακόμα δύο σημεία να σημειώσω. Πρώτον, ότι ενώ η αγιότητα είναι κλήση και
προοπτική για όλους τους ανθρώπους, αλλά την αποδέχονται κατά φυσικό λόγο μόνον
οι χριστιανοί, όμως κι εδώ υπάρχουν σκαλοπάτια. Άλλος αγιάζει περισσότερο,
άλλος λιγότερο, άλλος ακόμη πιο λίγο. Κι αυτό όχι γιατί ο Θεός δεν προσφέρεται
εξίσου – αυτό το εξηγήσαμε μόλις προηγουμένως – αλλά γιατί η αποδοχή του Θεού
από τους ανθρώπους έχει διαβαθμίσεις. Κατά τον ευαγγελικό λόγο, άλλος
καρποφορεί εκατό, άλλος εξήντα, άλλος τριάντα. Που σημαίνει ότι κι εκείνος που
ανταποκρίνεται, μπορεί να μη δώσει το εκατό τοις εκατό της ψυχής του στον
Κύριο, άρα να δέχεται τη χάρη και την ενέργειά Του, αλλά μόνο στον βαθμό που
έχει ανοίξει την καρδιά του».
«Συνεπώς,
το κριτήριο αγιότητας, απ’ ό,τι καταλαβαίνω, είναι η αγάπη προς τον Θεό», είπε ο Δημήτρης, «αυτό
μου λέτε;» «Ακριβώς, παιδί μου», είπε συγκινημένος ο Γέροντας, βλέποντας την
ετοιμότητα του νέου να κατανοήσει τον κάθε λόγο του. «Όταν μιλάμε για αγιότητα,
τελικώς μιλάμε για το ποσόν και το ποιόν της αγάπης που τρέφουμε απέναντι στον
Κύριο και Θεό μας, κατά την εντολή που απαρχής έδωσε στον άνθρωπο: “Ἀγαπήσεις
Κύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς, ἐξ ὅλης τῆς καρδίας, ἐξ ὅλης τῆς
διανοίας καί ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος”. Γι’ αυτό και δεν υπάρχουν και διαλείμματα
στην πορεία της αγιότητας. Ο χριστιανός βρίσκεται αδιάκοπα υπ’ ατμόν, σαν το
καράβι που έχει αναμμένες και ζεσταμένες τις μηχανές του. Αν τυχόν σταματήσει η
μηχανή, αν σταματήσει δηλαδή η εν αγάπη στροφή προς τον Θεό, την ίδια ώρα
αρχίζει η κατρακύλα. Ο ίδιος ο Κύριος το βεβαίωσε: “Ὁ μή ὤν μετ’ ἐμοῦ, κατ’ ἐμοῦ
ἐστι· καί ὁ μή συνάγων μετ’ ἐμοῦ σκορπίζει”. Η πορεία λοιπόν είναι πάντοτε προς
τα εμπρός, δηλαδή προς την αγάπη. Και πρέπει να προσθέσουμε αυτό που νομίζω ότι
γνωρίζεις κι εσύ πολύ καλά. Η αγάπη αυτή προς τον Θεό συνυπάρχει και συμβαδίζει
με την αγάπη προς τον συνάνθρωπο. Γιατί μετά την εντολή αγάπης προς τον Θεό ο
Ίδιος έδωσε και την εντολή αγάπης προς τον συνάνθρωπο. Κι όχι σαν μια δεύτερης
ποιότητας εντολή, αλλά όμοια με την πρώτη. “Αγαπήσεις τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν”».
«Ώστε,
Γέροντα, γίνομαι άγιος αν αρχίζω να αγαπώ τον Θεό και τον συνάνθρωπό μου».
«Ναι, Δημήτρη μου. Χρησιμοποίησες μάλιστα το σωστό ρήμα, όπως και στην αρχή της
κουβέντας μας: γίνομαι άγιος. Όπως έδωσε και ο Θεός την εντολή: “Ἅγιοι γίνεσθε,
ὅτι ἐγώ ἅγιός εἰμι”. Γιατί μιλάμε πάντοτε για μία διαρκή εξέλιξη και ανέλιξη
του ανθρώπου· για μία διαρκή άνοδό του που δεν τελειώνει ποτέ. Και δεν
τελειώνει ποτέ, γιατί όπως καταλαβαίνεις, δεν έχει τέλος ο Θεός. Όσο η απειρία
είναι χαρακτηριστικό Του, τόσο και η επέκταση του ανθρώπου προς Αυτόν δεν έχει
τελειωμό. “Ἀτέλεστος τελειότης” λέγεται από τους Πατέρες μας τούτο».
«Να ρωτήσω
όμως κάτι εδώ, Γέροντα; Σας κουράζω, το καταλαβαίνω, αλλά μου δημιουργήθηκε η
απορία». Ένευσε θετικά ο Γέροντας, ο οποίος ήπιε κι αυτός λίγο νερό, οπότε
συνέχισε ο Δημήτρης. «Φτάνει μόνον η αγάπη; Τι νόημα έχουν τότε οι άλλες
αρετές, όπως η πίστη ή η ταπείνωση για παράδειγμα; Διαρκώς ακούμε γι’ αυτές κι
ότι χωρίς αυτές δεν υπάρχει καν χριστιανισμός».
«Συνεχίζεις,
Δημήτρη μου, τις καίριες ερωτήσεις σου, δείχνεις δηλαδή ότι πράγματι δεν έχεις
κουραστεί. Πολύ σωστά ρωτάς τι γίνεται με τις αρετές αυτές. Λοιπόν… αφού
κάνουμε τη διάκριση ότι αλλιώς κατανοεί ο αρχαιοελληνικός και όχι μόνο κόσμος
τις αρετές κι αλλιώς ο χριστιανικός – οι χριστιανοί τις κατανοούμε ως καρπό της
παρουσίας του Αγίου Πνεύματος στον καλοπροαίρετο άνθρωπο που συνεργάζεται με
τον Θεό, ενώ οι υπόλοιποι τις κατανοούν κυρίως ως κατόρθωμα του ίδιου του
ανθρώπου, συνεπώς μπορεί και να καυχηθεί αυτός για την απόκτησή τους – όλες οι
αρετές προϋποθέτουν την αγάπη και οδηγούν σ’ αυτήν. Θέλω να πω ότι χωρίς την
αγάπη, προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο, καμία αρετή δεν έχει αξία και σημασία.
Όπως μάλιστα ανέφερα μπορεί και να γίνει στοιχείο αρνητικό της ζωής του
ανθρώπου, αν τον οδηγήσει στην υπερηφάνεια. Γιατί, Δημήτρη μου, σκέψου, τι
είναι η πίστη στον Χριστό; Δεν είναι η αγάπη σ’ Εκείνον που Τον αποδέχεσαι με
τον τρόπο που ήλθε: ως Διδάσκαλο, ως πνευματικό Βασιλιά, ως Αρχιερέα που
θυσιάστηκε για τους ανθρώπους; Κι η ταπείνωση που μνημόνευσες: δεν είναι κι
αυτή καρπός αγάπης προς Εκείνον, γιατί Τον αποδέχτηκες ως τον Δημιουργό σου, ως
τον Προνοητή σου, ως τον Κυβερνήτη σου, συνεπώς με επίγνωση ότι χωρίς Αυτόν
ούτε θα υπήρχες αλλ’ ούτε και θα μπορούσες κάτι να κάνεις ή να επιτύχεις; Κοίτα
πόσο άμεσα και καθαρά μας το είπε ο Κύριος: “Χωρίς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν”!
Τι άλλο θέλουμε για να είμαστε προσγειωμένοι στις μηδαμινές δυνατότητές μας, οι
οποίες όμως μόλις ενισχυθούν από Εκείνον γίνονται παντοδύναμες, σαν να είμαστε
κι εμείς ο ίδιος ο Χριστός! Γι’ αυτό και δεν μπορεί να υπάρξει ασφαλώς η αγάπη,
όπως την αποκαλύπτει ο Χριστός, χωρίς την πίστη σ’ Αυτόν και χωρίς την
ταπείνωση. Στο θέμα της ταπείνωσης μάλιστα πρέπει κανείς να επιμείνει. Γιατί οι
άγιοί μας την θεωρούν ως τη βάση όλων των αρετών, συνεπώς και της ίδιας της
αγάπης, πάντοτε όμως με την παρατήρηση που κάναμε: η αρετή ως καρπός της
ενέργειας του Θεού στον άνθρωπο που θέλει τον Θεό στη ζωή του».
Έξυσε το
κεφάλι του λίγο με αμηχανία ο Δημήτρης. Φάνηκε να κοκκινίζει λίγο, δείγμα ότι
τα πράγματα άρχιζαν πλέον να… ξεφεύγουν. Το κατάλαβε αμέσως ο Γέροντας κι
ένιωσε λίγο να τον ελέγχει η συνείδησή του. Σαν να προχώρησε πολύ, σαν να
φόρτωσε πολλά την ψυχή του νεαρού συζητητή του.
«Αρκετά
όμως, Δημήτρη. Μέχρις εδώ. Ό,τι και να ρωτήσεις και να πεις, δεν θα το δεχτώ,
γιατί έχω αρχίσει να κουράζομαι. Πρέπει να διακόψουμε. Κάποια άλλη φορά, τώρα
που γνωριστήκαμε, θα συνεχίσουμε. Φτάσαμε στα… όριά μας… δεν νομίζεις;»
«Χμ… ναι,
Γέροντα», έκανε με αμηχανία ο Δημήτρης. «Νομίζω ότι έχω αρχίσει και χάνω… την
μπάλα, που λένε».
Σηκώθηκαν
και βγήκαν έξω να αναπνεύσουν λίγο φρέσκο αέρα. Η γάτα που πράγματι είχε κάνει
τη ζημιά, τότε που ακούστηκε ο θόρυβος –
βρέθηκε ότι είχε ρίξει μία μικρή στάμνα με νερό – έτρεξε αμέσως προς τον
Γέροντα και άρχισε να τρίβεται στα πόδια του. Την έπιασε εκείνος, τη χάιδεψε
λίγο και την άφησε με πολλή στοργή κάτω. «Η παρέα μου», είπε, «κι αυτή και οι
άλλες». Δεν απόσωσε κι άλλες τρεις φάνηκαν που ‘τρεξαν κι αυτές κοντά του
νιαουρίζοντας και δείχνοντας την αγάπη τους…
Ο Γέροντας
με τον Δημήτρη στο πλάι του άρχισε να του δείχνει την… πραμάτεια του μικρού
περιβολιού του. Του εξηγούσε το τι καλλιεργούσε, τι υπήρχε, ανοιγόταν στην
ευρύτερη περιοχή, μιλώντας για τη χλωρίδα και την πανίδα του τόπου. Ο Δημήτρης
θαύμαζε τον πλούτο γνώσεων του Γέροντα, όχι μόνο των θεολογικών, αλλά αυτήν τη
φορά και των βοτανολογικών, όπως και παρατήρησε κάτι που αναστατωμένος όπως
ήλθε δεν είχε επισημάνει. Τα χέρια του Γέροντα… Σκληρά, ροζιασμένα, χέρια
εργάτη και δουλευταρά. Το κατάλαβε ο Γέροντας. «Ἐν ἱδρῶτι τοῦ προσώπου σου φαγεῖ
τόν ἄρτον σου”, Δημήτρη μου. Αν δεν φυτέψω, δεν καλλιεργήσω, δεν φροντίσω
γενικότερα, δεν θα έχω αυτά που είναι εντελώς απαραίτητα για τη διαβίωσή μου
εδώ. Είναι και ο τρόπος που λέει και ο απόστολος: “Ὑποπιάζω τό σῶμα μου καί
δουλαγωγῶ”. Μαζί με τις πνευματικές ασκήσεις, είναι εντελώς απαραίτητες και οι
σωματικές. Μάλιστα θα σου έλεγα ότι αν δεν ξεκινήσει κανείς από τα σωματικά,
δύσκολα περνά στα πνευματικά. Αυτό και σου προτείνω, Δημήτρη. Καλές οι
αναζητήσεις, καλές οι συζητήσεις, αλλά κινητοποίησε όσο μπορείς και το σώμα σου
από πλευράς εργασίας. Η σωματική κόπωση, θα το δεις πολύ σύντομα, θα σε
ισορροπήσει πνευματικά. Γιατί είμαστε σώμα και ψυχή. Και τα δύο χρειάζονται τα
δικά τους».
Ήταν και
οι τελευταίες κουβέντες του Γέροντα, ο οποίος αγκάλιασε τον Δημήτρη, τον
ασπάστηκε, του ευχήθηκε καλή επάνοδο και καλή πνευματική πορεία. «Και μην
ξεχνάς τις επισκέψεις σου στον πνευματικό σου, Δημήτρη. Εκείνος θα σε καθοδηγεί
στα πνευματικά μονοπάτια της ζωής σου. Κι όποτε θέλεις, να έρχεσαι να
ξεκουράζεσαι στο ταπεινό κελάκι μου, παρέα και με τις γατούλες του Θεού. Στην
ευχή του Χριστού και της Παναγίας».
«Ευλογείτε,
Γέροντα. Σας ευχαριστώ με την καρδιά μου. Να εύχεστε…», είπε ο Δημήτρης κι
ασπάστηκε το ροζιασμένο και δουλεμένο χέρι του, καταβρέχοντάς το με τα δάκρυά
του…