«Ο όσιος Πατέρας μας και μέγας Ευθύμιος ζούσε
επί της βασιλείας του Γρατιανού, στη Μελιτηνή τη Μητρόπολη της Αρμενίας και
γεννήθηκε από κάποιους ευγενείς ανθρώπους, τον Παύλο και τη Διονυσία, όπως και
ο μέγας Ιωάννης Πρόδρομος, δηλαδή από στείρα και άκαρπη γαστέρα. Γι’ αυτό και
πήρε την ονομασία του «Ευθύμιος» κατά την υπόσχεση του Θεού, όταν ακούστηκε
φωνή από τον Ουρανό, που έλεγε να ευθυμούν οι γονείς του, οι οποίοι
παρακαλούσαν να δώσει ο Θεός να κάνουν παιδί. Αυτός, μετά τον θάνατο του πατέρα
του, οδηγείται από τη μητέρα του στον Ευτρώιο, τον μεγάλο επίσκοπο της
Μελιτηνής, και συγκαταλέγεται από αυτόν στην τάξη των κληρικών. Επειδή έδειξε
μεγάλη πρόοδο στα ιερά γράμματα και ξεπέρασε όλους τους ομοίους του κατά την
άσκηση και τις επιδόσεις στην αρετή, αναγκάζεται να λάβει τη χειροτονία του
πρεσβυτέρου και να δεχτεί τη φροντίδα των ιερών ασκητηρίων και μοναστηρίων.
Κατά το
εικοστό ένατο έτος της ηλικίας του, φτάνει στα Ιεροσόλυμα και πηγαίνει να ζήσει
μαζί με τον όσιο Θεόκτιστο σε κάποιο από τα σπήλαια ενός όρους, όπου απάλλαξε
πολλούς από βαριές αρρώστιες. Λέγεται μάλιστα ότι και αυτός, εν ονόματι του
Κυρίου, από πολύ λίγους και μικρούς άρτους, έθρεψε τετρακόσιους ανθρώπους, οι
οποίοι βρέθηκαν καθ’ οδόν προς τη μονή για να τον συναντήσουν. Όχι μόνο δε ο ίδιος
γεννήθηκε με τη δύναμη του Θεού κι έλυσε τη στείρωση της μητέρας του, αλλά και
άλλες άτεκνες γυναίκες, με την προσευχή του τις έκανε εύτεκνες και γόνιμες. Και
όπως ο μέγας προφήτης Ηλίας, και αυτός άνοιξε τις θύρες του ουρανού και
θεράπευσε τη γη, που νοσούσε από την ακαρπία. Φανέρωσε δε την εσωτερική
λαμπρότητα του οσίου και ο στύλος του πυρός, τον οποίο αυτοί που παρευρίσκονταν
είδαν ότι κατήλθε από τον ουρανό, όταν αυτός ιερουργούσε την αναίμακτη θυσία,
και βρισκόταν μαζί με τον όσιο, μέχρι ότου τελείωσε ο καιρός της θυσίας. Σημάδι
μάλιστα της τέλειας ασφαλώς καθαρότητας
της καρδιάς του και της αγνότητάς του είναι το γεγονός ότι έβλεπε ο όσιος νοερά
τις διαθέσεις εκείνων που προσέρχονταν να μετάσχουν στη θεία κοινωνία, ποιος
δηλαδή από αυτούς προσέρχεται με καθαρή συνείδηση και ποιος με βρώμικη. Ο
μακάριος αυτός όταν έγινε ενενήντα επτά ετών, εξεδήμησε προς τον Κύριο, επί της
βασιλείας Λέοντος του Μεγάλου.
Ο όσιος
Ευθύμιος ήταν ευπρεπής στην όψη, απλός στους τρόπους του, λευκός στο χρώμα,
ευσταλής και σεμνός στο μέγεθος, με άσπρες τρίχες, με γενειάδα που έφτανε μέχρι
τους μηρούς. Λέγεται ακόμη περί αυτού ότι όταν επρόκειτο κάποιος μοναχός να
φύγει από τη ζωή, ο οποίος νομιζόταν από τους πολλούς σώφρων και εγκρατής, αλλά
δεν ήταν, αντιθέτως μάλιστα: ήταν ακόλαστος, ο μακάριος Ευθύμιος έβλεπε άγγελο
να αποσπά την ψυχή του με τρίαινα, κι ότι άκουσε φωνή, η οποία φανέρωνε τις
κρυφές ντροπές του μοναχού. Τελείται δε
η σύναξή του στην αγιότατη μεγάλη Εκκλησία».
Οι
ύμνοι της Εκκλησίας ιδιαιτέρως επικεντρώνουν την προσοχή τους στον μέγιστο
Ιωάννη Πρόδρομο, του οποίου τον βίο προσπάθησε να μιμηθεί ο όσιος Ευθύμιος. Και
η μίμηση από αυτόν του Προδρόμου έγκειτο αφενός στον αγιασμένο τρόπο ζωής του,
τόσο που τον χαρακτηρίζουν «εκμαγείον»,
αποτύπωμα αυτού («τούτου γέγονας εκμαγείον, Ευθύμιε, βαπτιστής ορεσίτροφος, ακτήμων,
άοικος, πάσι χαρίσμασι διαλάμπων», δηλαδή: έγινες αποτύπωμα και εικόνα του
Προδρόμου, Ευθύμιε, ευρισκόμενος στα όρη βαπτιστής, ακτήμονας, χωρίς σπίτι,
λάμποντας σε όλα τα χαρίσματα), αφετέρου στο ότι και ο ίδιος υπήρξε άλλους
είδους Βαπτιστής, αναγεννώντας τους ανθρώπους με την ορθόδοξη διδασκαλία του
στο πνευματικό βάπτισμα της Εκκλησίας, το βάπτισμα της υιοθεσίας («υιούς Θεού τούτους αναπλάσας υιοθεσίας
βαπτίσματι∙ του θείου γαρ Προδρόμου μιμησάμενος βίον, Βαπτιστής ανεδείχθης,
Ευθύμιε», δηλαδή: ανέπλασας αυτούς, τους ανθρώπους, με το βάπτισμα της
υιοθεσίας. Διότι αφού μιμήθηκες τον βίο του Προδρόμου, αναδείχτηκες Βαπτιστής,
Ευθύμιε).
Αν
θέλει κανείς με μία φράση να χαρακτηρίσει τη ζωή του αγίου Ευθυμίου, θα έλεγε
αυτό που ο άγιος υμνογράφος επισημαίνει: «Πάτερ
Ευθύμιε, ο σος βίος ανυπέρβλητος, η πίστις όντως ορθόδοξος» (Πάτερ Ευθύμιε,
η ζωή σου αξεπέραστη, η πίστη σου αληθινά ορθόδοξη). Ορθόδοξη πίστη, αγιασμένη
στο έπακρο ζωή, ορθοδοξία και ορθοπραξία: να ο κανόνας ζωής για κάθε πιστό, για
κάθε, καλύτερα, άνθρωπο που αποφάσισε να λατρεύει τον Θεό κατά τρόπο τέλειο. «Ο μεν ισάγγελος βίος κανών αρετής και
χαρακτήρ ακριβέστατος των αιρουμένων Θεώ λατρεύειν εν τελειότητι» (Ο
ισάγγελος βίος σου έγινε κανόνας αρετής και ακριβέστατος χαρακτήρας για
εκείνους που διάλεξαν να λατρεύουν τον Θεό με τελειότητα). Δεν είναι τυχαίο,
γι’ αυτό, που ο υμνογράφος μας άγιος Θεοφάνης τον παραλληλίζει μεταξύ άλλων και
με τον προφήτη Μωυσή: όπως εκείνος με τη ράβδο την εκ Θεού έσχισε την ερυθρά
θάλασσα προκειμένου να διέλθουν οι Ισραηλίτες προς τη γη της επαγγελίας, το
ίδιο και ο όσιος: έγινε μιμητής της αρετής εκείνου και προκάλεσε ρήγμα στη
θάλασσα των παθών, οπότε και διάβηκε χωρίς εμπόδια στη γη της επαγγελίας, τη
βασιλεία του Θεού («ώσπερ Μωσεί πάλαι τω
θεόπτη∙ ου μιμητής δι’ αρετής γενόμενος,
ρήξας συ την θάλασσαν των παθών, διέβης ακωλύτως προς γην επαγγελίας»).
Κι
οι υμνογράφοι μάς βοηθούν περαιτέρω: ποιες οι αρετές που άσκησε ο όσιος
Ευθύμιος και υπερέβη τα πάθη και κέρδισε με τη χάρη του Θεού τη βασιλεία Του;
Πρώτα από όλα πόθησε τη βασιλεία του Θεού, ντύθηκε έπειτα την ταπείνωση,
ακολούθησε την εγκράτεια, επιδίωξε τη δικαιοσύνη. Συνεπώς μπόρεσε να απεμπλακεί
από τη γοητεία της παρούσας ζωής, διότι μετέθεσε το κέντρο βάρους της ζωής του
στα μένοντα και αιώνια, λόγω αγάπης προς τον Κύριο. Άλλος δρόμος για κάθε
άνθρωπο από αυτόν δεν υπάρχει. Όσο θεωρούμε ότι η ζωή βρίσκεται στον παρόντα
κόσμο, τόσο δεν υπάρχει περίπτωση να ζήσουμε αληθινά την όντως ζωή, τον Κύριο
και τη χάρη Του. «Των εν βίω πραγμάτων
κατεφρόνησας, Πάτερ Ευθύμιε, ότι την άνω πολιτείαν επεπόθησας∙ πλούτον
εβδελύξω, ενδυσάμενος ταπείνωσιν∙τρυφήν εμίσησας, και επεσπάσω την εγκράτειαν∙
αδικίαν απεβάλου και εδίωξας δικαιοσύνην» (Καταφρόνησες, Πάτερ Ευθύμιε, τα
γήινα πράγματα, διότι πόθησες βαθιά την ουράνια βασιλεία: Θεώρησες βδέλυγμα τα
πλούτη, με το ντυθείς την ταπείνωση,
μίσησες τις ηδονές του βίου και έκανες δικιά σου την εγκράτεια, έδιωξες
την αδικία και επιδίωξες τη δικαιοσύνη).