Πέμπτη 31 Μαρτίου 2022

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΥΠΑΤΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΓΑΓΓΡΩΝ

«Ο άγιος Υπάτιος που καταγόταν από την Κιλικία, υπήρξε αρχιερέας στις Γάγγρες και έλαβε μέρος στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο (325) των τριακοσίων δεκαοκτώ Θεοφόρων Πατέρων. Ήταν άνθρωπος γεμάτος από Πνεύμα άγιον και αφού υπέμεινε στη ζωή του πολλούς πειρασμούς και επιτέλεσε διάφορα θαύματα έγινε ξακουστός. Ένα τέτοιο θαύμα μεγάλο είναι και το παρακάτω: Όταν βασίλευε ο Κωνστάντιος ο γιος του μεγάλου Κωνσταντίνου, ένα τεράστιο φίδι, κυριολεκτικά ένας δράκος, κατόρθωσε να εισέλθει στα βασιλικά ταμεία, όπου φυλασσόταν όλο το χρυσάφι της χώρας, κι έκανε φωλιά δίπλα στην είσοδο. Το γεγονός προξένησε μεγάλη θλίψη στον βασιλιά, γιατί κανείς δεν μπορούσε έστω και να πλησιάσει. Στην αμηχανία του ο βασιλιάς προσκαλεί τον μακάριο Υπάτιο, τον οποίο όταν ήλθε τον υποδέχτηκε με μεγάλο σεβασμό, και του είπε για το θηρίο που παρείσφρυσε. Ο άγιος είπε: - όσο μου είναι δυνατόν, βασιλιά μου, και με τη συνέργεια του Θεού, θα κάνω αυτό που μου ζητάς. Και μη στενοχωριέσαι, διότι τα αδύνατα στους ανθρώπους είναι δυνατά στον Θεό.

Όταν είπε αυτά ο άγιος και φάνηκε από μακριά ο δράκος, ο βασιλιάς πρόσθεσε: - Πατέρα μου, μη πλησιάσεις το θηρίο χωρίς προφυλάξεις και πάθεις ό,τι έπαθαν και πολλοί άλλοι, λόγω των δικών μου αμαρτιών. - Η δική μου  προσευχή, βασιλιά, είπε ο μακάριος, δεν έχει καμία δύναμη από μόνη της. Έχε πίστη στον Θεό και Εκείνος θα δώσει τη μεγάλη και αήττητη δύναμή Του. Έπεσε τότε στη γη γονατιστός ο άγιος και προσευχήθηκε για πολλή ώρα. Όταν σηκώθηκε είπε στον βασιλιά: Διάταξε να αναφτεί μεγάλη φωτιά στο μέσον της πλατείας, στον τόπο που είναι ιδρυμένη η στήλη του Πατέρα σου, κι αυτοί που πρόκειται να την ανάψουν να παραμείνουν εκεί προσμένοντας την άφιξή μου. Το πρόσταξε ο βασιλιάς, κι ο άγιος εισήλθε κι άνοιξε τις θύρες των βασιλικών ταμείων, ενώ όλοι οι υπόλοιποι έφυγαν τρομοκρατημένοι, παρακολουθώντας τα γενόμενα από μακριά. Ο άγιος πλησίασε και κτύπησε το θηρίο με μία ράβδο που κρατούσε αλλά δεν κατάφερε στην αρχή τίποτε. Οι ώρες περνούσαν και η ημέρα κόντευε να κλείσει, οπότε όλοι θεωρούσαν ότι είχε θανατωθεί από το θηρίο ο άγιος. Εκείνος όμως υψώνοντας το βλέμμα του στους ουρανούς και επικαλούμενος τον Κύριο, έβαλε στο στόμα του θηρίου τη ράβδο και είπε: Στο όνομα του Κυρίου μου Ιησού Χριστού, ακολούθησέ με. Και ο δράκος, αφού δάγκωσε τη ράβδο, ακολούθησε τον άγιο, σαν να καταδιωκόταν από κάποιον.

Ο μακάριος Υπάτιος λοιπόν, αφού βγήκε από τον βασιλικό τόπο και περπάτησε όλη τη λεωφόρο μέχρι την πλατεία, σέρνοντας τη ράβδο στη γη και δι’ αυτής και τον δράκο που την είχε δαγκώσει, προκάλεσε κατάπληξη σε όλους. Διότι ήταν φοβερός ο δράκος στη θέα του, έχοντας έξι πήχεις μάκρος, κατά τα λεγόμενα των ανθρώπων. Πλησίασε ο άγιος την αναμμένη μεγάλη φωτιά και λέει στο θηρίο: Στο όνομα του Ιησού Χριστού που εγώ ο ελάχιστος κηρύττω, μπες μέσα στην πυρκαγιά. Ο φοβερός δράκος τότε, υπακούοντας στη διαταγή του αγίου, σχημάτισε ένα είδος καμάρας τον εαυτό του, τον κύρτωσε προς τα κάτω κι αφού τον άπλωσε μετά πολύ ρίχτηκε στο μέσο της φωτιάς κι έγινε παρανάλωμά της. Όλοι τότε με τεράστια έκπληξη άρχισαν να δοξάζουν και να ευλογούν τον Θεό, διότι στις ημέρες τους ανέδειξε τέτοιο μεγάλο άγιο και θαυματουργό. Ο βασιλιάς τίμησε εξαιρετικά τον άγιο και τον ευχαρίστησε, και διέταξε να εξεικονιστεί η μορφή του σε σανίδα. Κι όταν ετοιμάστηκε η εικόνα του την έβαλε στο Βασιλικό ταμείο για να αποτρέπει έκτοτε κάθε τι κακό. Τον άγιο λοιπόν αφού τον κατασπάστηκε τον έστειλε και πάλι στον τόπο του.

Όταν επέστρεψε ο άγιος στην επισκοπική θέση του στις Γάγγρες, οι αιρετικοί Ναβατιανοί κινούμενοι από μεγάλο φθόνο εναντίον του, του έστησαν καρτέρι στους τόπους που συνήθιζε να διέρχεται – κι ήταν οι περιοχές αυτές λόγω της φύσεως της περιοχής που ποίμαινε στενοί και κρημνώδεις. Τον περίμεναν λοιπόν κάποια φορά, κρυμμένοι με ρόπαλα και ξίφη, οπότε διερχόμενος εκείνος δέχτηκε ξαφνικά την επίθεσή τους, όπως επιπίπτουν τα άγρια θηρία στο θήραμά τους, κι άλλος με ξύλο, άλλος με πέτρα κι άλλος με ξίφος τον έριξαν κάτω σ’ έναν γκρεμό. Κι αφού τον έριξαν από μεγάλο ύψος, ήρθαν κοντά του έπειτα και συνέχισαν να του καταφέρουν πολλά κτυπήματα, όπως παλιότερα οι Ιουδαίοι κτυπούσαν τον πρωτομάρτυρα Στέφανο. Ο άγιος τότε, αφού τον πέταξαν στο παρακείμενο ποτάμι, ημιθανής, άπλωσε λίγο όσο μπορούσε τα χέρια του και ύψωσε τους οφθαλμούς του στους ουρανούς λέγοντας: Κύριε, μην τους καταλογίσεις την αμαρτία αυτή. Και την ώρα που προσευχόταν έτσι, μία γυναίκα αμαρτωλή και βρομερή στην ψυχή, σήκωσε μία μεγάλη πέτρα και τον κτύπησε στον κρόταφο, οπότε άφησε ο άγιος την τελευταία του πνοή. Και η μεν εκείνου αγία ψυχή ήταν ήδη στα χέρια του Θεού, η δε αμαρτωλή αυτή γυναίκα καταλήφθηκε από πονηρό πνεύμα, που την έκανε την ίδια πέτρα που κρατούσε να τη στρέψει πάνω της και να κτυπά το δικό της στήθος. Το ίδιο συνέβη όμως και με όλους τους φονιάδες του αγίου: άρχισαν να βασανίζονται από ακάθαρτα πνεύματα. Σηκώθηκαν και έφυγαν γρήγορα, αφού το λείψανο του αγίου το έκρυψαν σ’ έναν αχυρώνα. Κι όταν ήλθε ο γεωργός που είχε τον αχυρώνα και εισήλθε για να πάρει τροφή για τα ζώα του, άκουσε δοξολογία ουρανίων ασμάτων και καταλαβαίνοντας τι είχε συμβεί, έτρεξε να φανερώσει και στους άλλους τα σχετικά με τον άγιο πατέρα.

Οι κάτοικοι της πόλεως Γαγγρών μαζεύτηκαν μόλις το έμαθαν και από κοινού θρήνησαν τον επίσκοπό τους. Πήραν το άγιο λείψανό του και το μετέφεραν στην πόλη τους, καταθέτοντάς το σε ξεχωριστό τόπο. Η δε γυναίκα που τον αποτελείωσε ήλθε στον τάφο του συνεχίζοντας να κτυπά τον εαυτό της με τον λίθο που τον είχε κτυπήσει, και μόλις έφτασε αμέσως θεραπεύτηκε. Παρομοίως και οι υπόλοιποι φονιάδες του αγίου που μετάνιωσαν θεραπεύτηκαν. Στον τάφο του άρχισαν να επιτελούνται έκτοτε πολλά θαυμαστά σημεία».

Μέγας θαυματουργός ο άγιος Υπάτιος, ένας από τους θεοφόρους πατέρες της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, μαζί με τον άγιο Αθανάσιο, τον άγιο Σπυρίδωνα, τον άγιο Νικόλαο, τον άγιο Αλέξανδρο. Που σημαίνει ότι ο άγιος είχε ξεχωριστό φωτισμό στην καρδιά του, ώστε και την αλήθεια να εξαγγέλλει κατά του αιρετικού Αρείου και όλων των παραφυάδων της δαιμονικής αιρέσεώς του: την αλήθεια περί του Ιησού Χριστού ως του ενανθρωπήσαντος Θεού, και να γίνεται καθαρή δίοδος του Θεού προς επιτέλεση θαυμαστών σημείων για χάρη των αναγκεμένων συνανθρώπων του. Κι αυτό γιατί βεβαίως κανείς δεν μπορεί να δει την αλήθεια περί του Χριστού χωρίς φωτισμό του Θεού – «κανείς δεν μπορεί να ομολογήσει τον Ιησού ως Θεό χωρίς το φως του αγίου Πνεύματος» θα πει ο απόστολος Παύλος – και κανείς δεν μπορεί να αποκτήσει θαυματουργικό χάρισμα, χωρίς να έχει καθαρή καρδιά μέσω της οποίας ενεργεί στον ίδιο και στον κόσμο ο παντοδύναμος Θεός.

Ο άγιος Υπάτιος λοιπόν ήταν άνθρωπος που η πίστη γι’ αυτόν ήταν το πιο κύριο στοιχείο της ζωής του, ήταν το πρώτο ζητούμενο στην όλη πορεία του, και μάλιστα «εκ βρέφους». Από μικρός φωτίστηκε, μας λέει ο άγιος υμνογράφος του, από το φως της αγίας Τριάδος και ανατράφηκε με το γάλα της πίστεως που δίνει στον άνθρωπο τη ζωή. Κατά φυσικό τρόπο λοιπόν ήταν μία ενάρετη παρουσία μέσα στον κόσμο που έλαμψε στην Εκκλησία σαν τον ήλιο με τα θαύματά του (ωδή α΄). Ο υμνογράφος του μάλιστα επιμένει να μας παρουσιάζει τη θεόμορφη ψυχή του, αναφέροντας ότι ο άγιος με τους πνευματικούς αγώνες του κατέστη «οίκος θείου πνεύματος και εικόνα προσευχής» (ωδή γ΄). Η εγκράτεια και η νηστεία του μάλιστα ήταν εκείνη που τον έκανε να χαλιναγωγήσει τα πάθη του (ωδή α΄) σε συνδυασμό με την αγάπη του προς τη μελέτη των Γραφών. Η μελέτη αυτή μάλιστα ήταν τέτοια που τον έκανε να μοιάζει με το δέντρο που αρδεύεται από την ίδια την πηγή και γι’  αυτό παραμένει πάντοτε αειθαλές (ωδή γ΄).

Τι υποκινεί μία τόσο μεγάλη πίστη που σφραγίζει όλες τις διαστάσεις της ζωής ενός ανθρώπου και τον αναδεικνύει πράγματι φωτεινό σαν τον ήλιο; Τίποτε άλλο από αυτό που βλέπουμε σε όλους τους αγίους: η αγάπη προς τον Κύριο Ιησού Χριστό. Έγινε κατάσκοπος του Θεού ο Υπάτιος, σημειώνει ευφυώς ο άγιος ποιητής, με την έννοια ότι όλη την έφεση της ψυχής του την είχε στραμμένη προς την απόκτηση της γνώσεως Εκείνου. «Φάνηκες καθαρό έσοπτρο της αγίας Τριάδος, Πατέρα Υπάτιε. Γιατί αγάπησες να κατοπτεύεις με καθαρό τρόπο, δηλαδή μακριά από την αμαρτία και με την τήρηση των εντολών του Θεού, τη γνώση του Θεού μας» (ωδή δ΄). «Η έφεσή σου, Πατέρα, ήταν προς το νερό της θείας αναβάσεως και ορεγόσουν το άυλο κάλλος του Παραδείσου» (ωδή ε΄).

Κι είναι τούτο μία αλήθεια που συχνά την ξεχνάμε: πηγή της χριστιανικής αληθινής πίστεως είναι η αγάπη. Όσο κανείς θερμαίνει την αγάπη του προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο, τόσο βλέπει αισθητά μέσα στην καρδιά του να φουντώνει και η πίστη του στον Χριστό. Πίστη και αγάπη αποτελούν ιερό ζεύγος και δεν υφίσταται ποτέ η μία χωρίς την άλλη. Γι’  αυτό και ο υμνογράφος με σοφία διαπιστώνει εν προκειμένω την τραγικότητα του αιρετικού Ναβάτου, που «κήρυσσε τα αντίθεα δόγματα» (ωδή θ΄) με τη σκληρότητά του να αρνείται τη μετάνοια στους αδύναμους ανθρώπους. «Καθώς πνιγόταν ο Ναβάτος στον βυθό της απιστίας και πρόσθετε τη θηλειά της απόγνωσης σ’ αυτούς που είχαν πέσει στα ατιμωτικά πάθη, έσβησε τη μετάνοια. Αυτήν τη μετάνοια άστραψε για τους πιστούς ο άγιος Υπάτιος και κατέφλεξε τον Ναβάτο» (ωδή ζ΄).  

Τετάρτη 30 Μαρτίου 2022

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΟΣ

«Ὁ ἅγιος ᾽Ιωάννης, γιά τόν ὁποῖο δέν ἔχουμε πολλά βιογραφικά στοιχεῖα, νεαρός, 16 ἐτῶν περίπου, ἔγινε μοναχός στό ὄρος Σινᾶ, στή Μονή τῆς ἁγίας Αἰκατερίνης, ἀφοῦ ἤδη εἶχε μάθει ἀρκετά γράμματα. ᾽Επί 19 ἔτη παρέμεινε ὑποτακτικός ἑνός σπουδαίου Γέροντος, τοῦ ἀββᾶ Μαρτυρίου, στόν ὁποῖο ἔκανε ἀδιάκριτη ὑπακοή, ὁπότε μετά τό θάνατό του ἀπεσύρθη σέ ἐρημική τοποθεσία, ὀκτώ χιλιόμετρα μακριά ἀπό τή Μονή, στήν ὁποία καί ἔζησε ἐπί σαράντα χρόνια. ᾽Εκεῖ ἔζησε ὁσιακή ζωή, ὑπερβαίνοντας μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ τά ψεκτά πάθη του καί ἀποκτώντας ὅλα τά χαρίσματα τοῦ Θεοῦ, καί κυρίως τήν ταπείνωση καί τήν ἀγάπη. Μετά τά σαράντα χρόνια παρακλήθηκε νά γίνει ἡγούμενος τῆς Μονῆς, γεγονός πού ἀποδέχθηκε, καί παρέμεινε στό ἀξίωμα αὐτό γιά κάποια χρόνια, ὁπότε θέλησε καί πάλι ν᾽ ἀποσυρθεῖ στήν ἀγαπημένη του ἡσυχία καί μετ᾽ ὀλίγο κοιμήθηκε».

῎Εχουν διασωθεῖ διάφορα θαυμαστά γεγονότα ἀπό τή ζωή του πού φανερώνουν τήν ἰδιαίτερη χάρη πού εἶχε ἀπό τόν Θεό, ἀλλά τά μεγαλύτερα θαύματά του σχετίζονται μέ τίς μεταστροφές τῶν καρδιῶν πού προξενοῦν τά θεόπνευστα κείμενά του, κάτι πού μπορεῖ ὁ οἱοσδήποτε χριστιανός νά διαπιστώσει, ὅταν ἀρχίσει μέ γνήσια διάθεση νά τά μελετᾶ. Εἶναι γνωστό ἄλλωστε ὅτι οἱ ἅγιοι πού μέ τά κείμενά τους βοηθοῦν τούς συνανθρώπους τους ἔχουν πρωτίστως ὡς χάρισμα ῾θαυματουργίας᾽ ἀκριβῶς τή δύναμη τῶν λόγων τους καί ὄχι τά γνωστά θαύματα σωματικῶν ἰάσεων ἄλλων ἁγίων. Καί μήν πεῖ κανείς ὅτι τά κείμενα τοῦ ἁγίου ᾽Ιωάννου εἶναι μόνο γιά τούς μοναχούς, γιατί μπορεῖ νά γράφτηκαν κυρίως γι᾽ αὐτούς, ὅμως ἡ ὠφέλεια πού εἰσπράττει καί ὁ κοσμικός λεγόμενος χριστιανός δέν εἶναι μικρή. Γι᾽ αὐτό καί ἀγαπήθηκε ἡ ῾Κλίμακά᾽ του σ᾽ ᾽Ανατολή καί Δύση καί θεωρεῖται τό σπουδαιότερο σέ κυκλοφορία βιβλίο μετά τήν ῾Αγία Γραφή.

᾽Από τά θαυμαστά περιστατικά πού καταγράφηκαν ἐν ὅσῳ ζοῦσε, μνημονεύουμε δύο: 

Τό πρῶτο, ὅταν ἦταν στήν ἔρημο κι εἶχε δεχθεῖ ἕναν ὑποτακτικό, ὀνόματι Μωϋσῆ. Κάποια φορά, σέ διακόνημα εὑρισκόμενος ὁ νεαρός ὑποτακτικός, κουράστηκε κάτω ἀπό τόν καυτό ἥλιο τοῦ Αὐγούστου καί κάθησε νά ξεκουραστεῖ στόν ἴσκιο μεγάλης πέτρας, ὁπότε καί τόν πῆρε ὁ ὕπνος. Τήν ἴδια ὥρα ὁ ἅγιος ᾽Ιωάννης εἶδε σέ ὅραμα κάποιον πού τοῦ ἔλεγε ὅτι κινδυνεύει ὁ μαθητής του. ᾽Αμέσως ἄρχισε ἔντονη προσευχή γι᾽ αὐτόν καί μετά ἀπό λίγο κατέφθασε καί ὁ ὑποτακτικός, ἀναγγέλλοντάς του τή φοβερή ἀγωνία πού πέρασε, καθώς ξύπνησε ξαφνικά ἀπό τή φωνή τοῦ ἁγίου ᾽Ιωάννη, πού τόν καλοῦσε νά ἐγκαταλείψει ἀμέσως τόν τόπο πού βρισκόταν. Πράγματι, τό ἔκανε καί στή στιγμή ἔπεσε στόν τόπο αὐτό ἡ μεγάλη πέτρα, χωρίς βεβαίως ὁ ἴδιος νά πάθει κάτι. Ὁ ἅγιος ᾽Ιωάννης ἀνελύθη σέ δοξολογίες πρός τόν Θεό, χωρίς ὅμως νά ἀναφέρει καί τό τί προηγήθηκε στό μαθητή του. 

Τό δεύτερο: τήν ἡμέρα τῆς ἐνθρονίσεώς του ὡς ἡγουμένου ἦλθαν στή Μονή περί τά 600 ἄτομα. Ὅλοι ἔβλεπαν νά ὑπηρετεῖ σέ ὅλα τά διακονήματα κάποιος σάν ἰουδαῖος, μέ κοντό μαλλί, πού ἔτρεχε πάνω κάτω καί γιά τά πάντα. Στό τέλος τῆς ἡμέρας τόν ἀνεζήτησαν, ἀλλά δέν τόν βρῆκαν πουθενά. Καί στήν ἀπορία τους, ὅταν ἀπευθύνθηκαν στόν ἡγούμενο, τόν ἅγιο ᾽Ιωάννη, εἰσέπραξαν τήν ἀπάντηση: Τί πιό φυσικό νά ὑπηρετεῖ τό δικό του τόπο ὁ προφήτης Μωϋσῆς; 

Τό βιβλίο του ῾Κλίμαξ᾽, εἴπαμε, προξενεῖ τό πραγματικό καί μεγαλύτερο θαῦμα: τή μεταστροφή τῶν καρδιῶν, τή δημιουργία μετανοίας στόν ἄνθρωπο. Δέν μποροῦμε νά ποῦμε πολλά. Θά σημειώσουμε ὅμως ἐπιγραμματικά αὐτά πού θίγει, ἀπό τούς 30 λόγους του–σκαλοπάτια στήν πνευματική ζωή, στόν πρῶτο καί στόν τελευταῖο λόγο του.

 Ὁ πρῶτος, ἡ ἀποταγή: δέν μπορεῖ κανείς νά προσεγγίσει τόν Θεό, χωρίς νά πεῖ ὄχι στήν ἁμαρτία καί μάλιστα στά ἐγωϊστικά θελήματά του. Γιατί αὐτά τά θελήματα μᾶς κρατοῦν δέσμιους στόν ἁμαρτωλό κόσμο. Ὅπως τό λέει καί ὅσιος Ποιμήν: ῾Τό θέλημά μου εἶναι χάλκινο τεῖχος πού μέ χωρίζει ἀπό τόν Θεό᾽! 

Κι ὁ τελευταῖος: ἡ ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη πού ἀποτελεῖ τό ἐπιστέγασμα τῶν πάντων στή χριστιανική πίστη, ἀφοῦ ὅ,τι λέμε καί κάνουμε σ᾽ αὐτήν, εἴτε προσευχή εἴτε νηστεία εἴτε μελέτη εἴτε ὁτιδήποτε ἄλλο, ἄν δέν καταλήγει στήν ἀγάπη, δέν ἔχει νόημα. Καί τοῦτο, γιατί ἀγάπη εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Κι αὐτό σημαίνει: ἡ πίστη πού ζητᾶ ὁ Χριστός καί κινητοποιεῖ τόν Θεό καί βγάζει καί δαιμόνια, προϋποθέτει τήν ἄρνηση τοῦ ἐγωϊσμοῦ τοῦ ἀνθρώπου καί τή στροφή του στή ζωή τοῦ Θεοῦ, τήν ἀγάπη. Στό βαθμό πού ὁ ἄνθρωπος ἀγαπᾶ, τόν ὅποιο συνάνθρωπό του, τόσο καί αὐξάνει ἡ πίστη του, ὅπως τό διακηρύσσει καί ὁ ἀπ. Παῦλος: ῾πίστις δι᾽ ἀγάπης ἐνεργουμένη᾽!

Ο ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΟΣ ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ ΤΟΥ ΣΙΝΑ

ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟ ΤΟΥ ΓΟΥΔΑ

Ἡ ἀναχώρηση καί ἡ πορεία

Ὁ ἀββᾶς Μαρτύριος, ὁ Γέροντας τοῦ Ἰωάννη, ἔκανε τίς τελευταῖες του μετάνοιες, ἀσπάστηκε τόν Τίμιο Σταυρό, καί στράφηκε στόν ὑποτακτικό του.

«Εἶσαι ἕτοιμος, παιδί μου;» εἶπε καί ἀγκάλιασε μέ τό βλέμμα του στοργικά τόν νεαρό μοναχό. «Εἶναι ἀρκετή ἡ ἀπόσταση μέχρι τήν ἔρημο τοῦ Γουδᾶ καί πρέπει νά σπεύσουμε. Κάθε καθυστέρηση μπορεῖ νά μᾶς στοιχίσει ὄχι μόνον τήν ἔλλειψη τοῦ φωτός, ἀλλά καί τό νά μή δοῦμε τόν Γέροντα. Κι εἶναι μεγάλη ἡ εὐκαιρία πού μᾶς ἔδωσε ὁ Κύριος, νά ἔχουμε, ἔστω καί γιά μικρό διάστημα, στήν εὐρύτερη περιοχή μας, τόν μεγάλο ἀββᾶ Ἰωάννη».

«Ἕτοιμος εἶμαι, Γέροντα. Τό σακκούλι μας ἑτοιμάζω μέ κάποια  παξιμάδια καί λίγο νερό γιά τήν πορεία μας».

Ἔκλεισαν τό κελλί τους καί διάβηκαν τή βαριά θύρα τοῦ μοναστηριοῦ τῆς ἁγίας Αἰκατερίνης στό Σινᾶ γιά τό σπουδαῖο προσκύνημά τους. Εἶχε τελειώσει ἡ πρωϊνή ἀκολουθία, ὁ Γέρων Μαρτύριος εἶχε κανονίσει ἐπακριβῶς τά τῆς ἀπουσίας τους μέ τούς ὑπευθύνους καί ἡ Ἁγία τούς κατευόδωνε καί τούς εὐλογοῦσε χαρωπή. Χαιρόταν καί ἀναγάλλιαζε ἡ ψυχή της πού τέτοιες ἁγιασμένες ὑπάρξεις ζοῦσαν καί ἀσκήτευαν στό μοναστήρι της, γι’ αὐτό καί συχνά ἐπέτρεπε ὁ Θεός νά τούς κάνει τή χάρη, ὅταν προσκυνοῦσαν τήν εἰκόνα της, νά εὐωδιάζει, δείχνοντας καί μέ αἰσθητό τρόπο τήν εὐαρέσκεια καί τή δική της, κυρίως ὅμως τοῦ μεγάλου Θεοῦ τους, τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. 

«Ὥστε ἀπό τή Μονή τοῦ ἁγίου Σάββα ἦλθε ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης, Γέροντα!» ἔσπασε μετά ἀπό κάποιο διάστημα τή σιωπή ὁ νεαρός Ἰωάννης, περισσότερο μονολογώντας παρά ρωτώντας. Τοῦ εἶχε ἐξηγήσει βεβαίως ἀπό ἡμέρες ὁ Γέροντάς του ποῦ ἐπρόκειτο νά πᾶνε, ποιόν ἐπρόκειτο νά συναντήσουν, ἀλλά ἤθελε ἀκόμη μία ἐπιβεβαίωση, φανερώνοντας ὅτι τό γεγονός τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Σαββαΐτου ἀββᾶ ἦταν ἐκεῖνο πού κυριαρχοῦσε στίς σκέψεις καί τούς λογισμούς του. «Σπουδαῖο μοναστήρι, ἀπ’ ὅ,τι ἔχω ἀκούσει, μέ ὀνομαστούς καί ἁγίους ἀσκητές. Ἀλλά μέ τέτοιον ἅγιο ἱδρυτή μᾶλλον δέν θά μποροῦσε νά γίνει ἀλλιῶς…», συνέχισε τόν φωναχτό μονόλογό του.

«Ναί, παιδάκι μου, ἔχεις δίκιο. Ὁ ἀββᾶς Σάββας ὑπῆρξε μία μεγάλη φυσιογνωμία, πραγματικός ὅσιος. Κι ὄχι μόνο γιά τούς ἀσκητικούς του ἀγῶνες, ἀλλά καί γιά τά χαρίσματα πού τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, τῆς ἵδρυσης καί ὀργάνωσης τῶν μονῶν, καί μάλιστα τῆς Μεγάλης Λαύρας, ἡ ὁποία ἀληθινά ἀποτελεῖ ἐργαστήριο ἁγιότητας γιά κάθε ψυχή πού θέλει νά ἀσκητέψει ἐκεῖ. Ὁ Γέροντάς του ὁ Μέγας Εὐθύμιος βρῆκε στό πρόσωπο τοῦ ἀββᾶ Σάββα τόν ἄξιο μαθητή καί συνεχιστή του. Κι ἀκόμη μή ξεχνᾶς ὅτι εἶχε τόν φωτισμό νά κατανοήσει ἐπακριβῶς τήν ἀλήθεια περί τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅπως τήν ἐξέφρασε ἡ Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος τῆς Χαλκηδόνας, καί νά ἀγωνιστεῖ γιά τή διακήρυξη τῶν ἀποφάσεών της». 

«Εἶναι ἀλήθεια, Γέροντα, ὅτι ἀκόμη καί οἱ αὐτοκράτορες τόν σέβονταν, ὅπως καί ὁ δικός μας ὁ Ἰουστινιανός, πού ἀνακαίνισε, μᾶλλον καλύτερα ἔφτιαξε τό μοναστήρι μας;»

«Ἀλήθεια, εἶναι, Ἰωάννη μου. Τόν σέβονταν, ζητοῦσαν τήν εὐλογία του, ἀλλά καί τίς προρρήσεις του ὡς προορατικός πού ἦταν, γι’ αὐτό καί ὅταν ὑπῆρχε κάποιο πρόβλημα στήν περιοχή τῆς Παλαιστίνης, ἐκεῖνον παρακαλοῦσαν νά μεσολαβήσει γιά τήν ἐπίλυσή του. Καί ὁ αὐτοκράτορας, ὅπως καί ἡ σύζυγός του, τοῦ ἔκαναν πάντοτε τή χάρη. Ἤξεραν ὅτι αὐτό πού λέει ὁ ἀββᾶς Σάββας ἦταν πάντοτε αὐτό πού ἤθελε καί ὁ Θεός. Δέν ἤθελαν λοιπόν νά γίνουν θεομάχοι, γιατί ἦταν θεοσεβούμενοι ἄνθρωποι». 

Σταμάτησαν νά μιλοῦν καί συνέχισαν τήν πορεία τους, ἐπαναλαμβάνοντας τό ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. Ἡ χάρη πού ὁ Θεός τούς ἔδινε, ἔκανε ἀνάλαφρους τούς βηματισμούς τους. Πήγαιναν σέ κακοτράχαλους δρόμους, περνοῦσαν ἀπό δύσβατα μονοπάτια, ὁ ἥλιος ἄρχισε σιγά σιγά νά πυρώνει τόν τόπο μέ τήν μεγαλοπρεπή ἐμφάνισή του, μά ἐκεῖνοι ἀπτόητοι περπατοῦσαν σάν νά πετοῦσαν. 

«Κι ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης ὁ Σαββαΐτης», ἔπιασε τόν λόγο καί πάλι ὁ Γέροντας Μαρτύριος, σάν νά μήν εἶχε διακοπεῖ καθόλου ἀπό τή σιωπηλή γι’ ἀρκετή ὥρα ὁδοιπορία τους, «τήν πνευματική ἀτμόσφαιρα τῆς σπουδαίας αὐτῆς Λαύρας ζεῖ καί μεταφέρει. Γι’ αὐτό ἄλλωστε πᾶμε νά τόν συναντήσουμε. Ἐνώπιόν του θά νιώσουμε τί σημαίνει νά ἀναπνέει κανείς τόν ἀέρα τοῦ ἴδιου τοῦ ἁγίου Σάββα. Καί νά ‘σαι ἕτοιμος, Ἰωάννη μου, νά σημειώσεις στόν νοῦ καί στήν καρδιά σου ὅ,τι καλό καί ἅγιο θά δεῖς στό πρόσωπο τοῦ σπουδαίου αὐτοῦ Γέροντα. Δές τον σάν ἕνα πνευματικό ἀμπέλι, ἀπό τό ὁποῖο πᾶμε νά κόψουμε τά πιό καλά τσαμπιά. Μπορεῖ ὡς ἄνθρωπος νά ἔχει κι αὐτός κάποιες ἀδυναμίες. Μά, δέν ἐπικεντρώνουμε σ’ αὐτές, τίς ὁποῖες μερικές φορές ἐπίτηδες τίς ἀφήνει ὁ Κύριος προκειμένου νά δημιουργοῦν κλίμα ταπείνωσης στούς πιστούς δούλους Του. Πρέπει νά εἴμαστε πάντοτε, ὅπως πολλές φορές μέ ἔχεις ἀκούσει νά σοῦ λέω, καλοί ραγολόγοι. Διαλέγουμε τά καλά πού ἔχει ὁ κάθε συνάνθρωπός μας, κι ἀφήνουμε κατά μέρος ὅ,τι ἀρνητικό ὑπάρχει. Καί ἀπό ἕναν τέτοιο ἄνθρωπο, σάν τόν ἅγιο αὐτόν ἀββᾶ, φαντάσου πόσα τσαμπιά καί πόσες καλές καί ὥριμες καί γλυκές ρόγες θά κόψουμε!»

«Ναί, Γέροντα», εἶπε κατανυγμένος ὁ Ἰωάννης. «Τό ἔχω καταλάβει.  Τό μυαλό μας πρέπει νά βρίσκεται ἀδιάκοπα ἐκεῖ πού βλέπουμε τά χαρίσματα τοῦ Θεοῦ, ὥστε ἡ κάθε συνάντηση μέ τόν κάθε συνάνθρωπό μας, ἰδίως μ’ ἕναν ἅγιο, νά ‘ναι ἀφορμή γιά ἁγιασμό μας». 

Δέν ξαναμίλησαν μέχρι νά φτάσουν μετά ἀπό ἀρκετή ὥρα στή σπηλιά τῆς ἐρήμου, ἐκεῖ πού τούς εἶχαν πεῖ καί τούς εἶχαν καθοδηγήσει γιά νά βροῦν τόν ἅγιο ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ. Ἡ περιγραφή πού τούς εἶχαν κάνει ἦταν τόσο λεπτομερειακή, ὥστε μέ τήν πρώτη, ἀφήνοντας ἄλλες σπηλιές τῆς περιοχῆς, νά βροῦν τόν ἁγιασμένο τόπο πού ζοῦσε ἐκείνην τήν ἐποχή ὁ Γέροντας. Ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης ὁ Σαββαΐτης.

Ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης

Ὁ Ἰωάννης ζοῦσε εὐτυχισμένες στιγμές στήν ἔρημο τοῦ Γουδᾶ πού βρέθηκε μαζί μέ τόν μαθητή του Στέφανο, παρ’ ὅλο τό ἀπαράκλητο τοῦ τόπου. Ἤξερε ὅτι ἐπρόκειτο περί τόπου ἡσυχαστικοῦ, ἐκεῖ πού μπορεῖ κανείς ἐλεύθερα ἀπό τήν παρουσία ἄλλων ἀσκητῶν νά προσευχηθεῖ, νά κλάψει, νά κραυγάσει πρός τόν Κύριο τούς στεναγμούς τῆς καρδιᾶς του. Ὄχι ὅτι δέν ὑπῆρχαν τέτοιοι τόποι κοντά καί στό δικό του μοναστήρι στήν Παλαιστίνη. Μά κατά καιρούς εἶχε τό συνήθειο νά κάνει προσκυνηματικές ἐκδρομές, νά πηγαίνει σέ τόπους πού εἶχαν ἁγιασθεῖ ἀπό ἀδελφούς ἀγωνιστές στήν πνευματική ζωή, σέ περιοχές πού τό πνευματικό μύρο ἀπό τά λείψανα ἁγίων πότιζε τόν τόπο. Τό ‘ξερε καλά: ὅπου ἔχει ζήσει καί ζεῖ ἕνας ἄνθρωπος ἀφιερωμένος στόν Θεό, ἐκεῖ τά πάντα ἁγιάζονται· καί ὁ ἀέρας καί τό χῶμα καί τό νερό. Κι ἐδῶ τώρα, σ’ αὐτήν τήν ἔρημο, πού ἦταν κοντά στό μοναστήρι τῆς ἁγίας Αἰκατερίνης, τά πάντα ἀπέπνεαν τό δικό της ἄρωμα καί τή δική της παρουσία· ὅπως καί τοῦ ἀρχαγγέλου Μιχαήλ. Ὤ, ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης ἔτρεφε ἰδιαίτερη «ἀδυναμία» καί στούς δυό τους καί τήν ἀγάπη του αὐτή τήν εἶχε μεταδώσει σ’ ἕναν βαθμό καί στόν Στέφανο. Προστάτης του ὁ ἀρχάγγελος, εὐεργέτιδά του ἡ ἁγία Αἰκατερίνα. Πόσες φορές δέν τούς εἶχε ἐπικαλεστεῖ, ὅπως τότε μέ τό ὀξύ πρόβλημα πού εἶχε παρουσιαστεῖ μέ τή μέση του. Δέν μποροῦσε νά σηκωθεῖ, νά περπατήσει, νά κάνει τίς στοιχειώδεις μοναχικές του ἀσκήσεις. Κι ὅταν τούς ἐπικαλέστηκε, ἀνήμερα μάλιστα τῆς ἑορτῆς τῆς ἁγίας, τοῦ παρουσιάστηκαν, τόν γιάτρεψαν, τόν παρηγόρησαν ἀπό τούς φρικτούς πόνους του. Γι’ αὐτό καί μέ τήν πρώτη εὐκαιρία τό προγραμμάτισε. Τό ἑπόμενο προσκύνημά του θά ἦταν κοντά στήν ἁγία, στό ὄρος Σινᾶ. Καί διάλεξε τήν ἔρημο, γιατί δέν ἤθελε νά κουράσει κανέναν. Μία σπηλιά τοῦ ἀρκοῦσε γιά νά ἱκετεύει τόν Θεό του, νά Τόν δοξολογεῖ, νά Τόν εὐχαριστεῖ γιά τίς ἀέναες εὐεργεσίες του.

Τελειώνοντας τήν ἀποψινή του ἀγρυπνία σήμερα, μέ δεξιό παραστάτη του πάντοτε τόν μοναχό Στέφανο, κάνοντας τίς μετάνοιές του, ψιθυρίζοντας τό ὄνομα τοῦ ἀγαπημένου Του Ἰησοῦ, ἔνιωσε τόν ψίθυρο τοῦ Κυρίου στήν καρδιά του· πῆρε τήν «πληροφορία». Ἔρχονταν νά τόν συναντήσουν δύο καλόγεροι ἀπό τό μοναστήρι. Ὁ ἕνας μεγάλος καί Γέροντας· ὁ ἄλλος νεαρός. Ὁ Κύριος τοῦ ἀπεκάλυψε τά ὀνόματά τους: Μαρτύριος ὁ Γέροντας, Ἰωάννης ὁ ὑποτακτικός, τό νεαρό παλληκάρι. Ἄρχισε νά προσεύχεται γι’ αὐτούς. Ὄχι μόνο νά τούς δίνει δύναμη ὁ Θεός νά πορεύονται ὅπως πρέπει στήν πνευματική τους ζωή, ἀλλά καί νά καταστεῖ ὁ ἐρχομός τους θετικός καί μέ καρποφορία. Στράφηκε μέσα στήν καρδιά του. «Κύριε, κάνε με ὄργανό σου, ὥστε νά ὠφεληθοῦν οἱ ἀδελφοί. Μή γίνω πρόσκομμα μέ τίς ἄπειρες καί μεγάλες ἀδυναμίες μου». Δάκρυα πῆραν νά βρέχουν τό λιπόσαρκο πρόσωπο τοῦ Γέροντα. Ἔκανε μία ἀκόμη μεγάλη μετάνοια, σταυροκοπήθηκε καί βγῆκε στήν εἴσοδο τῆς σπηλιᾶς. Κάλεσε καί τόν Στέφανο. Οἱ φιγοῦρες τῶν ἀδελφῶν διαγράφονταν πιά καθαρά. 

Ἡ συνάντηση καί τό «παράδοξο» φέρσιμο τοῦ ἀββᾶ Ἰωάννη

Ἔσπευσε μόλις πλησίασαν ἀρκετά οἱ ὁδοιποροῦντες ἀδελφοί νά τούς πλησιάσει καί νά τούς βάλει μετάνοια. Τούς καταφίλησε τά χέρια, ἐνῶ τούς προσφώνησε μάλιστα μέ τά ὀνόματά τους. «Καλῶς τους, καλῶς τούς εὐλογημένους ἀδελφούς, τόν Γέροντα Μαρτύριο καί τόν πατέρα Ἰωάννη». Λίγο τά ἔχασαν ἐκεῖνοι. Κανείς δέν εἶχε εἰδοποιήσει τόν Σαββαΐτη Γέροντα καί τόν ὑποτακτικό του ὅτι θά ἔρχονταν. Δέν εἶπαν ὅμως τίποτε. Καταλάβαιναν ὅτι εἶχαν εἰσέλθει σέ «περιοχή» πού τά φυσικά καί τά ἐπίγεια βρίσκονταν σέ δεύτερη μοίρα. Ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης τούς πέρασε μέσα στή σπηλιά, νά ξαποστάσουν καί νά δροσιστοῦν. Ἡ ἐντολή τοῦ ἀββᾶ πρός τόν Στέφανο τόν μαθητή του δέν ξάφνιασε κανέναν. Τό ξάφνιασμα θά ἐρχόταν λίγο ἀργότερα. «Παιδί μου, Στέφανε, ἑτοίμασε λίγο νερό στή μικρή λεκάνη». Μέχρι νά ἑτοιμαστεῖ τό νερό ὁ ἀββᾶς τούς κάθισε καί τούς τράταρε μέ ὅ,τι εἶχε πρόχειρο· κάποια παξιμάδια καί νερό.

Ὁ Στέφανος ἔφερε τή λεκάνη. Καί τότε ἦταν πού τά μάτια ἄνοιξαν διάπλατα κι ἀκίνητοι  κι ἐμβρόντητοι παρακολουθοῦσαν ὅλοι – πλήν ἴσως τοῦ Γέροντα Μαρτύριου -  τά γινόμενα. Ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης πῆρε τή λεκάνη μέ τό νερό, ἔσκυψε γονατιστός καί ἄρχισε νά πλένει τά πόδια τοῦ… νεαροῦ μοναχοῦ Ἰωάννη. Τοῦ ὑποτακτικοῦ Ἰωάννη καί ὄχι τοῦ Γέροντά του Μαρτύριου. «Μά τί κάνει ὁ Γέροντάς μου;» ἀναρωτήθηκε ὁ Στέφανος. «Δέν βλέπει ποιός εἶναι ὁ μεγάλος καί ὁ Γέροντας;» Ἡ ἔκπληξή του ἔγινε ἀκόμη μεγαλύτερη, ὅταν ὁ ἀββᾶς του δέν συνέχισε τό πλύσιμο τῶν ποδιῶν καί τοῦ Μαρτύριου. «Πάρε, τέκνο, τή λεκάνη. Δέν θά τή χρειαστοῦμε ἄλλο».

Ὁ Στέφανος δέν καταλάβαινε. Ὁ ὑποτακτικός Ἰωάννης, ὁ νεαρός καλόγερος τῆς Μονῆς Σινᾶ, κι αὐτός δέν καταλάβαινε, ἀλλά δέν ἀντιδροῦσε οὔτε κι ἔλεγε τίποτα - ἀφηνόταν στήν κρίση τοῦ μεγάλου Σαββαΐτη ἀββᾶ. Ὁ Γέροντας Μαρτύριος μόνον ἦταν αὐτός πού ἄρχισε νά… κατανοεῖ, ἐνῶ κάποια ὄχι μακρινή μνήμη τοῦ ἦλθε ἀνάγλυφα στόν νοῦ. Τότε πού, λίγα χρόνια πρίν, ὁ ἴδιος ἔφερε τόν Ἰωάννη, μόλις εἶχε καρεῖ μοναχός, στόν μεγάλο Γέροντα Ἀναστάσιο τῆς Μονῆς τοῦ Σινᾶ. Καί θυμήθηκε - μᾶλλον ἐντονότερα ἦλθε στόν νοῦ του, γιατί ποτέ δέν τό εἶχε ξεχάσει - ὅτι ὁ Γέροντας αὐτός, μετέπειτα ἡγούμενος στό μοναστήρι, τοῦ εἶχε πεῖ: «Πές μου, ἀββᾶ Μαρτύριε, ἀπό ποῦ εἶναι αὐτός ὁ νέος καί ποιός τόν ἔκειρε μοναχό»; Καί ἐκεῖνος τοῦ εἶχε ἀπαντήσει: «Δοῦλος σου εἶναι, πάτερ, καί ἐγώ τόν ἔκειρα». «Πωπώ! ἀββᾶ Μαρτύριε – συνέχισε – ποιός νά τό πεῖ ὅτι Ἡγούμενο τοῦ Σινᾶ ἔκειρες!» Αὐτό θυμήθηκε ὁ Μαρτύριος καί δάκρυα πλημμύρισαν τά μάτια του, καθώς τά πράγματα ἦταν ὁλοφάνερα πιά ἐνώπιόν του. 

Δέν ἄντεξε ὁ Στέφανος. «Γέροντα», εἶπε, μέ τήν ἀπορία καί τήν ἔκπληξη ζωγραφισμένες στό πρόσωπό του. «Τί συμβαίνει; Πῶς γίνεται αὐτό; Πλένεις τά πόδια τοῦ νεαροῦ καλόγερου καί δέν πλένεις τοῦ Γέροντα;»

Ἡ ἀτμόσφαιρα ἦταν φορτισμένη ἀπό ἱερότητα καί συγκίνηση. Ὁ ἀββᾶς δέν ἔσπευσε νά δώσει ἀμέσως ἀπάντηση. Τά λόγια του βγήκαν σέ λίγο μέ  κάθε ἐπισημότητα. «Πίστεψέ με, τέκνο μου, ὅτι ἐγώ πρώτη φορά συναντῶ τούς ἀδελφούς καί πέραν τῶν ὀνομάτων τους πού μοῦ ἀποκάλυψε ὁ Κύριος δέν ἔχω ἄλλη γνώση. Δέν γνωρίζω λοιπόν ποιός εἶναι αὐτός ὁ νέος. Ὅμως τώρα ἐγώ ὑποδέχθηκα τόν Ἡγούμενο τοῦ Σινᾶ καί τά πόδια τοῦ Ἡγουμένου ἔνιψα». 

Τό μυστήριο λύθηκε. Ὁ Κύριος φανέρωσε τό μέλλον. Ὁ Μαρτύριος βεβαιώθηκε. Ὁ Ἰωάννης παρακολουθοῦσε μέ κατεβασμένο τό κεφάλι, ἐνῶ τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ τόν σκέπαζε καθισμένο στόν θρόνο τῆς ταπείνωσης. Μέσα στή σπηλιά ἄγγελοι μπαινόβγαιναν. Ἅγιες ψυχές ἀνέπνεαν. Ὁ μελλοντικός ἡγούμενος τοῦ Σινᾶ, ὁ Ἰωάννης, καθόταν μέ καθαρά τά πόδια. Ὁ μετέπειτα Ἰωάννης τῆς Κλίμακος. Ὁ ὅσιος μέγας διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης. 

(Από το βιβλίο  "Ως έλαφος διψώσα", Ασκητικές ιστορίες παντός καιρού)

Τρίτη 29 Μαρτίου 2022

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΜΑΡΚΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΡΕΘΟΥΣΙΩΝ, ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΔΙΑΚΟΝΟΣ ΚΑΙ ΕΤΕΡΟΙ ΠΟΛΛΟΙ

«Ο άγιος Μάρκος, ζώντας επί της βασιλείας Κωνσταντίνου του Μεγάλου, παρακινήθηκε από ζήλο μεγάλο και κατέστρεψε πολλούς βωμούς και ναούς ειδωλολατρικούς. Όταν όμως ανέβηκε στον θρόνο ο Ιουλιανός ο παραβάτης, επανέφερε την ειδωλολατρία και άρχισε να διώκει και τον άγιο Μάρκο και όλους εκείνους που συνέργησαν στην καταστροφή των ειδωλολατρικών ναών. Ο άγιος τότε κρύφτηκε για λίγο, όταν όμως πληροφορήθηκε  ότι σύρονται κάποιοι άλλοι εξαιτίας του, φανερώθηκε και παρέδωσε τον εαυτό του στους αρνητές της πίστεως. Αυτοί τότε τον γύμνωσαν, του πλήγωσαν όλο το σώμα και τον πέταξαν σε βρόμικους υπονόμους. Μετά από αυτά, τον έβγαλαν και τον παρέδωσαν σε μικρά παιδιά για να τον πληγώσουν με βελόνες. Έπειτα, έβρεξαν το σώμα του με άλμη και τελικά τον άλειψαν με μέλι, κατακαλόκαιρα, και τον κρέμασαν ανάποδα στον ήλιο, για να φλέγεται και να είναι τροφή στις μέλισσες και στις σφήκες. Όλα αυτά τα βάσανα ο θεσπέσιος Μάρκος τα υπέστη με ανδρεία και υπομονή, προκειμένου οι βασανιστές να μην ανοικοδομήσουν και πάλι τους κατεστραμμένους βωμούς. Πράγματι, η σταθερότητα της πίστεώς του νίκησε. Βλέποντας οι ειδωλολάτρες να υπομένει ρωμαλέα και με σφρίγος νεανικό, πίστεψαν στον Χριστό.

Κάτι παρόμοιο έγινε και στη Φοινίκη επί Ιουλιανού και πάλι. Γιατί συνέλαβαν τον Κύριλλο τον διάκονο, που κατέστρεψε κι αυτός κάποια ειδωλολατρικά ξόανα,  κι επειδή με θάρρος ομολόγησε την πίστη του, του άνοιξαν την κοιλιά, του έβγαλαν τα σπλάχνα και τα έδειχναν ως θέαμα στους συγκεντρωμένους. Και λένε ότι συνέβη σ’ αυτούς κάτι που δείχνει τη θεία δίκη: τινάχτηκαν τα δόντια τους έξω και καταστράφηκαν η γλώσσα τους και τα μάτια τους. Με τον ίδιο θάνατο τελείωσαν τη ζωή τους και αρκετές παρθένες γυναίκες στην Ασκάλωνα και τη Γάζα, καθώς και μερικοί ιερωμένοι, των οποίων η μνήμη συνεορτάζεται την ήμερα αυτή».

Δύο είναι τα σημεία στα οποία επιμένει ιδιαιτέρως ο άγιος υμνογράφος της Εκκλησίας Γεώργιος στην υμνολόγηση του αγίου επισκόπου Μάρκου: πρώτον, η αγιοσύνη του ως ιερέα πριν το μαρτύριό του και δεύτερον, το ίδιο το μαρτύριό του που φανερώνει τη δύναμη την οποία περικλείει, εφόσον γίνεται προς χάρη της αγάπης προς τον Κύριο Ιησού Χριστό.

Πράγματι, ο Γεώργιος προβάλλει τη θέση του αγίου Μάρκου στην Εκκλησία ως «λαμπρού λαμπτήρα που καταυγάζει το πλήρωμα αυτής» (ωδή α΄), δεδομένου ότι «ανατράφηκε και μεγάλωσε ο άγιος με την πίστη του Χριστού, μέχρι να φτάσει στο ύψος της μαρτυρικής αθλήσεως» (ωδή α΄). Ο άγιος, σημειώνει ο υμνογράφος, υπήρξε σε όλα τα χρόνια της ζωής του κήρυκας και οδηγός των ανθρώπων προς τον Χριστό, διακρινόμενος εξαιρέτως για την ιεροπρέπειά του και την ψυχική του καθαρότητα στην τέλεση της θείας Λειτουργίας, γεγονός που τον έκανε να στερεώσει και να καθοδηγήσει και τους άλλους συνάθλους του στη μεγαλύτερη αγάπη προς τον Χριστό που υπάρχει: να δώσουν και τη ζωή τους για χάρη Του! (ωδή α΄). Το κηρυκτικό χάρισμα μάλιστα του αγίου Μάρκου ήταν τόσο μεγάλο, λέει ο άγιος ποιητής, που οι λόγοι του, προφανώς εδρασμένοι στην άγια ζωή του, λειτουργούσαν αφενός ως φλόγα που ξέραιναν όλα τα θολά ποτάμια της πλάνης των ειδωλολατρών, αφετέρου ως πηγή που πήγαζαν τα νάματα της θεογνωσίας για τους ανθρώπους (ωδή γ΄). Κι έρχεται ο Γεώργιος ως στόμα της Εκκλησίας στη συνέχεια να εξηγήσει και τη θεωρούμενη βιαιότητα της ενέργειάς του να καταστρέψει κάποια ειδωλολατρικά τεμένη. Αιτία της ενέργειάς της αυτής ήταν η φιλανθρωπία του αγίου, σημειώνει ο Γεώργιος. Γιατί ο διορατικός άγιος έβλεπε ότι τα είδωλα που υπηρετούν τα δαιμόνια κάνουν τους ανθρώπους να μην μπορούν να ηρεμήσουν και να γαληνέψουν˙ τους δημιουργούν μία διαρκή αναταραχή και διασάλευση του νου και της ζωής τους. Γκρεμίζει λοιπόν τους οίκους των δαιμονίων, για να κτίσει στη θέση τους, κυρίως με τον λόγο του, τον οίκο του αληθινού Θεού, να καταστήσει δηλαδή τους ίδιους τους ανθρώπους «ναούς του ζώντος Θεού», μέλη του Χριστού. Κι αυτό συνιστά τη μεγαλύτερη ευεργεσία που μπορεί άνθρωπος να προσφέρει στον κόσμο: τους στηρίζει πάνω στον παντοδύναμο Θεό, τον Χριστό. Με τα λόγια του υμνογράφου: «Τράνταξες τα τεμένη των ειδώλων, μακάριε, και στήριξες τους ανθρώπους που σαλεύονταν και έτρεμαν, στον Χριστό» (ωδή ς΄).

Κι έπειτα, ο υμνογράφος επικεντρώνει στο ίδιο το μαρτύριο, που συνιστά τη μεγαλύτερη επιβεβαίωση της πίστεως και της αγάπης του αγίου προς τον Χριστό. Και τι σημειώνει; Ότι εκτός της θυσίας του αγίου που την ώρα του μαρτυρίου «ιερουργούσε τον εαυτό του προς τον Κύριο» (ωδή ζ΄), το ίδιο αυτό μαρτύριό του, επειδή πραγματοποιείτο όχι με οργή και θυμό και αίσθημα αντεκδίκησης έναντι των εχθρών του, αλλά με ό,τι ο ίδιος ο Κύριος έδειξε πάνω στον Σταυρό, δηλαδή με αγάπη και μακροθυμία και προς τους διώκτες, γι’ αυτό και λειτουργούσε ως τεράστια δύναμη που ταπείνωνε τα θράση των οργάνων του Πονηρού και εξύψωνε σε νικητή τον θεωρούμενο ηττημένο! (ωδή ε΄). Κι είναι τούτο μία εξαιρετική παρατήρηση του αγίου υμνογράφου, την οποία συνήθως παραθεωρούμε οι χριστιανοί, εκτρεπόμενοι σε κοσμικούς μεθόδους στις καθημερινές σχέσεις μας: την ώρα που υπομένουμε την έχθρα του όποιου συνανθρώπου μας και «απαντάμε» στην επίθεσή του με την ταπείνωση και την αγάπη μας, εκείνη την ώρα τον «υποσκελίζουμε», για να χρησιμοποιήσουμε έναν ωραίο χαρακτηρισμό της Γραφής, εκείνη την ώρα δηλαδή νικάμε εμείς, γιατί κινητοποιείται μέσω ημών η παντοδυναμία του Σταυρού! «Στον θυμό των εχθρών αντιπαρέταξες ως μιμητής του Χριστού τη μακροθυμία, όσιε. Και με αυτήν τη μακροθυμία ταπείνωσες τα θράση τους και αποδείχτηκες νικητής» (ωδή ε΄).

Η ΠΑΡΑΝΟΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

ΤΡΙΤΗ Δ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

«Τίς μή θρηνήσει σε; τίς μή πενθήσει σε, ψυχή, ποθοῦσαν τά πονηρά, οὐκ ἐζητοῦσαν πόθῳ τά ἀγαθά, δικαίου Κριτοῦ δέ καταφρονοῦσαν ἀεί, μακροθυμοῦντος ἐπί σοί;» (ωδή β΄ Τριωδίου).

(Ποιος δεν θα σε θρηνήσει; Ποιος δεν θα σε πενθήσει, ψυχή μου, που ποθείς τα πονηρά, δεν εκζητείς με πόθο τα αγαθά, κι από την άλλη καταφρονείς πάντοτε τον δίκαιο Κριτή που μακροθυμεί για σένα;)

Πλήρης κατανύξεως ο ύμνος του αγίου Ιωσήφ του υμνογράφου, ο οποίος διεκτραγωδεί την κατάσταση όχι κάποιου άλλου αμαρτωλού, αλλά του ίδιου του εαυτού του! Γιατί το σημείο του ορθοφρονούντος πιστού αυτό είναι: να κατακρίνει πρωτίστως τον εαυτό του και μόνον αυτόν, καθώς ο Θεός τού ανοίγει τα μάτια για να βλέπει την έσχατη κατάπτωσή του. Είναι καίρια αλήθεια της χριστιανικής πίστεως ότι όσο κανείς προσεγγίζει τον Θεό, τόσο και διανοίγονται οι πνευματικοί οφθαλμοί του για να βλέπει την πραγματικότητα του εαυτού του. Διαρκώς η Εκκλησία μας, ιδίως την περίοδο της Σαρακοστής, μάς το υπενθυμίζει: «Δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τά ἐμά πταίσματα καί μή κατακρίνειν τόν ἀδελφόν μου». Και πώς να είναι αλλιώς τα πράγματα, όταν ο ίδιος ο Κύριος, μέσα στο πλαίσιο της άπειρης φιλανθρωπίας Του, μάς έχει πει ποιοι τελικώς είμαστε, μετά την πτώση μας στην αμαρτία; Τι είμαστε οι άνθρωποι; Επιλέγουμε τα λόγια του Κυρίου: «ἄπιστοι», «ὀλιγόπιστοι», «το τίποτε», «πονηροί», «διεστραμμένοι», «σατανάδες», «ἀχρεῖοι»! Κι όμως εμάς μάς κατέστησε η αγάπη Του ίδιους με Εκείνον! Μας ενσωμάτωσε στον Εαυτό Του και μας έδωσε και μας δίνει τις δυνάμεις Του και τα χαρίσματά Του! Και μας υποσχέθηκε την Ουράνια Βασιλεία Του και τα αγαθά Της, γιατί Εκείνος έγινε «ὁ πρωτότοκος ἐν πολλοῖς ἀδελφοῖς»! Όπως το σημειώνει μεταξύ άλλων και ο απόστολος Παύλος: «Ἅ ὀφθαλμός οὐκ εἶδε καί οὗς οὐκ ἤκουσε, καί ἐπί καρδίαν οὐκ ἀνέβη, ἅ ὁ Θεός ἡτοίμασε τοῖς ἀγαπῶσιν Αὐτόν

Κι όμως! Παρ’ όλες τις δωρεές και τα χαρίσματα, παρ’ όλη την απειρία της προσφοράς του Θεού μας, εξακολουθούμε συχνά να διαγράφουμε τον Θεό μας, έστω και κατά διάνοια, και να επιλέγουμε ό,τι συνιστά καταστροφή μας – η έσχατη αφροσύνη και παράνοια! Όπως το σημειώνει το Γεροντικό της Εκκλησίας μας μέσα από τον προβληματισμό ενός παιδιού: Υπάρχει κάποιος πλούσιος που με αγαπά, αλλά εγώ δεν τον θέλω και αγαπώ έναν φτωχό που με μισεί. Αυτό δεν κάνουμε οι θεωρούμενοι πιστοί του Χριστού; Δεν επιλέγουμε όχι μία ή δύο, αλλά πολλές φορές στη ζωή μας αυτό που αποτελεί δόλωμα του Πονηρού, κάνοντας πέρα τα πλούσια αγαθά του Κυρίου μας;

Λοιπόν, ο άγιος υμνογράφος, διαπιστώνοντας την τραγωδία της ύπαρξής του: να συνεχίζει να ποθεί τα πονηρά και όχι τα αγαθά, να καταφρονεί και να περιφρονεί τον Κύριο που τον αγαπά σε απόλυτο βαθμό, πιάνει το πένθος και τους θρήνους. Σε έναν τέτοιον άνθρωπο, με τέτοια παραφροσύνη, μόνον αυτό ταιριάζει. Κινείται στο ίδιο μήκος κύματος με τον άγιο Ανδρέα Κρήτης, ο οποίος και αυτός, έχοντας την ίδια χάρη αυτογνωσίας, στον Μεγάλο Κανόνα του έτσι ξεκινάει: «Πόθεν ἄρξομαι θρηνεῖν τάς τοῦ ἀθλίου μου βίου πράξεις; Ποίαν ἀπαρχήν ἐπιθήσω, Χριστέ, τῇ νῦν θρηνωδίᾳ;» Η παράνοια και η ανοησία φτάνει στο απώγειο, όταν επισημαίνει ο υμνογράφος: ο Κύριος που με αγαπά υπέρμετρα, είναι και ο Κριτής μου. Και η κρίση Του, επειδή είναι Δίκαιος, θα είναι δίκαια και απέναντί μου. «Ἕκαστος περί ἑαυτοῦ λόγον δώσει τῷ Κυρίῳ». Ο καθένας ανάλογα με τις πράξεις, τις διαθέσεις του, τους λόγους του, τις σκέψεις και τους λογισμούς του, θα κριθεί. Τα δάκρυα έτσι πολλαπλασιάζονται!

Δευτέρα 28 Μαρτίου 2022

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΙΛΑΡΙΩΝ Ο ΝΕΟΣ

«Δούς Ἱλαρίων γῇ τό γῆθεν σαρκίον, γῆν μακάρων ᾢκησε τήν μακαρίαν» (στίχος συναξαρίου) (Έδωσε ο Ιλαρίων στη γη τη γήινη σάρκα του και κατοίκησε τη μακάρια γη των μακαρίων αγίων).

«Ο Όσιος Ιλαρίων διετέλεσε ηγούμενος της μονής Πελεκητής στην Τριγλία και διακρίθηκε για το ασκητικό του ήθος, το φιλόθεο ζήλο του, το χάρισμα της ελεημοσύνης και τους πνευματικούς αγώνες. Γι’ αυτό ο Άγιος Θεός τον προίκισε με το προορατικό χάρισμα. Ο Όσιος κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 754».

Δεν έχουμε πολλά στοιχεία από τον βίο του οσίου Ιλαρίωνος του νέου, πέραν του γεγονότος ότι υπήρξε ηγούμενος της Μονής Πελεκητής, Μονής που η ίδρυσή της ανάγεται στον όγδοο αιώνα και η ονομασία της σχετίζεται με την τοποθεσία της πάνω σ’ έναν απότομο βράχο. Το πραγματικό όνομα της Μονής είναι του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, που βρίσκεται σε κοντινή απόσταση από τη σημερινή Τρίγλια, τη μεσαιωνική Βιθυνία. Η Μονή που και σήμερα διατηρούνται τα ερείπιά της από τη βυζαντινή περίοδο υπήρξε, κατά τους ιστορικούς, κέντρο των ορθοδόξων που μάχονταν κατά της αίρεσης των εικονομάχων, γι’ αυτό και οι μοναχοί υπέστησαν πολλά βασανιστήρια από τους διώκτες τους εικονομάχους, σε σημείο που πολλοί από αυτούς να μαρτυρήσουν για την πίστη τους. Ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος λοιπόν κατά φυσικό τρόπο τονίζει και τις διώξεις που υπέστη ο όσιος μάρτυς ηγούμενος Ιλαρίων από τους συγκεκριμένους αιρετικούς. «Τίμιος ο θάνατός σου φάνηκε μπροστά στον Θεό, ιερότατε Πατέρα» σημειώνει, «γιατί τίμησες την Εικόνα Του και υπέφερες θλιβόμενος τους διωγμούς των τυράννων, οπότε έτσι αναδείχτηκες μάρτυς» (ωδή η΄).

Ο άγιος Ιλαρίων όμως υπερασπίστηκε σθεναρά την πίστη της Εκκλησίας περί των εικόνων, πίστη που φανέρωνε την αλήθεια περί του Χριστού ως του ενανθρωπήσαντος Θεού, διότι ο ίδιος «μάτωνε» εσωτερικά για να διακρατεί αλώβητη την εικόνα του Θεού στην ύπαρξή του – οι αγώνες του για την πίστη ήταν η συνέχεια των αγώνων του για την ακεραιότητα του φρονήματός του. Και σ’ αυτούς τους εσωτερικούς πνευματικούς αγώνες του αναλώνεται κυριολεκτικά ο άγιος υμνογράφος. Με κάθε τρόπο προβάλλει την ένταση του οσίου ηγουμένου, προκειμένου ο νους του να θεάται μόνο το κάλλος του Ουράνιου Πατέρα. Τα μάτια του οσίου ήταν διαρκώς στραμμένα προς τον Κύριο, κατά το ψαλμικό «οι οφθαλμοί μου διά παντός πρός τον Κύριον» και «προωρώμην τον Κύριον ενώπιόν μου διά παντός», γεγονός που απεκάλυπτε ότι κυριολεκτικά φλεγόταν από την αγάπη προς Εκείνον που ήταν η πηγή της ζωής του. «Έδωσες φτερά στον νου σου – θα πει – αφού λάμπρυνες την καρδιά σου με ιερές αναβάσεις, προκειμένου να βλέπεις μόνο το κάλλος του Θεού και να καταυγάζεσαι με τις ακτίνες του φωτός Του» (ωδή δ΄).

Κι είναι γνωστό στην πίστη μας ότι η «κόλλησις» αυτή προς τον Θεό προϋποθέτει την οδύνη της απεμπλοκής από το εγωιστικό κοσμικό φρόνημα, που λειτουργεί σε κάθε άνθρωπο που έρχεται σ’ αυτόν τον κόσμο τον πεσμένο στην αμαρτία. Ο όσιος από μικρός, «εκ παιδός» (ωδή α΄), στράφηκε προς τον Κύριο και γι’ αυτό με δύναμη και χάρη Θεού σήκωσε τον σταυρό της εγκρατείας και των δεητικών προσευχών ώστε να υπερνικήσει τα όποια πάθη του. «Από παιδί βρέθηκες στον δρόμο της οσιότητας, Πάτερ, και ανέλαβες τον σταυρό της ακολουθίας του Χριστού. Γι’ αυτό και με την εγκράτεια και τις συνεχείς προσευχές σου μάρανες τα πάθη του σώματος» (ωδή α΄). Το αποτέλεσμα έτσι είναι γνωστό: τα δάκρυα της κατανύξεως που τον συνείχαν τον αξίωσαν και της μεγάλης παρηγοριάς που δίνει στους πιστούς Του ο Κύριος, κατά τον γνωστό μακαρισμό: «μακάριοι οι πενθούντες ότι αυτοί παρακληθήσονται» (ωδή η΄), σε σημείο τέτοιο που να γίνει πνευματικά κατά κυριολεξία «αυτοκράτορας» - «έκανες τον νου σου αυτοκράτορα στα πάθη και βασίλεψες σαν άριστος στρατηλάτης» (ωδή ζ΄).

Γι’ αυτό και ο Κύριος τον κατέστησε γλυκύ δάσκαλο των ανθρώπων, γιατί ακολούθησε το ορθό σχήμα της διδασκαλίας που προϋποθέτει πρώτα την πράξη και έπειτα τον λόγο, πρώτα δηλαδή τον φωτισμό από Εκείνον που δίνει τη γνώση την αληθή (ωδή δ΄) και έπειτα τη μετάδοση της γνώσης αυτής και σε άλλους. «Η γλυκύτητα των λόγων σου προκαλούσε ιλαρότητα στις καρδιές αυτών που προσέρχονταν σε σένα. Διότι πράττοντας όσα δίδασκες έκανες τον λόγο σου να γίνεται ευαπόδεκτος με συμπαθή διάθεση από τους άλλους» (ωδή δ΄) – μέγα μάθημα για τους κληρικούς,  τους εκπαιδευτικούς, τους γονείς και καθένα που ασχολείται με τη νεότητα και με τη διδασκαλία των ανθρώπων!

Ένας τέτοιος άνθρωπος ασφαλώς, με τόσα χαρίσματα εκ Θεού λόγω των προσωπικών του αγώνων, «τη συμπάθεια, την αγάπη και την ταπείνωση, την ελεημοσύνη και την απλότητα, την αληθινή πίστη και την ελπίδα, τον σεμνό βίο και την ευθύτητα της απονήρευτης γνώμης» (ωδή θ΄), χαριτώθηκε και με το θαυματουργικό χάρισμα. Οι ακτίνες των θαυμάτων του (ωδή θ΄) και στην εποχή του αλλά και στις μετέπειτα εποχές θεράπευσαν πλήθος ανθρώπων, ημέρεψαν ταραγμένες καρδιές, έφεραν το άρωμα του αγίου Πνεύματος στις ζωές των πιστών (ωδή θ΄), σαν την περίπτωση που καταγράφει ο άγιος υμνογράφος: «Έλυσες, Πατέρα όσιε, με τις προσευχές σου την αγανάκτηση των ψαράδων που κοπίαζαν χωρίς αποτέλεσμα, και τους γέμισες από ψάρια εκεί που προηγουμένως αποτύγχαναν» (ωδή η΄) – ένα γεγονός που παραπέμπει στη Γαλιλαία με τον αναστημένο Κύριο και τους αλιείς μαθητές Του!  

ΖΥΓΟΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

 «Εν μέσω δύο ληστών, ζυγός δικαιοσύνης ευρέθη ο Σταυρός σου˙ του μεν καταγομένου εις Άδην τω βάρει της βλασφημίας, του δε κουφιζομένου πταισμάτων προς γνώσιν θεολογίας. Χριστέ ο Θεός, δόξα Σοι» (Ύμνος Θ΄ ώρας Σαρακοστής).

 (Ανάμεσα σε δυο ληστές, βρέθηκε σαν ζυγαριά δικαιοσύνης ο Σταυρός σου. Γιατί ο ένας οδηγήθηκε στον Άδη από το βάρος της βλασφησμίας, ενώ ο άλλος ελευθερώθηκε από τις αμαρτίες του και γνώρισε τον Θεό. Χριστέ Θεέ μας, δόξα Σοι).

1. Η εικόνα που παρουσιάζει ο ύμνος έχει βάση ιστορική: ο Χριστός σταυρώθηκε στον Γολγοθά, όταν ηγεμόνας στην Ιουδαία ήταν ο Ρωμαίος Πόντιος Πιλάτος, εν μέσω δύο κακούργων. Σαν κακούργος και ο Χριστός δέχεται τον πιο ατιμωτικό θάνατο της εποχής, τον θάνατο διά Σταυρού. Και τι μας λένε τα Ευαγγέλια για το γεγονός; Ο ένας ληστής βλασφημούσε τον Χριστό: Τον ειρωνευόταν, Τον πρόσβαλλε, Τον αμφισβητούσε, μη μπορώντας να δείξει ίχνος συμπάθειας για έναν άνθρωπο που περνούσε το ίδιο με εκείνον πάθος, και μάλιστα λίγο πριν από τον κοινό θάνατό τους. «Αν είσαι αυτός που λες, ο Υιός του Θεού, κατέβα από τον Σταυρό και σώσε τον εαυτό σου και εμάς».

Ο άλλος, αυτός που έχει μείνει στην ιστορία ως ο ευγνώμων ληστής και που η Εκκλησία μας τον έχει εντάξει μέσα στους αγίους της, λειτούργησε απρόσμενα: σαν να ανοίχτηκαν τα μάτια του, της καρδιάς του τα μάτια, και είδε χαρισματικά ότι ο συσταυρωμένος με αυτόν δεν ήταν ένας κοινός άνθρωπος, αλλά ο ίδιος ο Θεός ως άνθρωπος, ο Σωτήρας του κόσμου. Κι είναι πράγματι χάρη Θεού να μπορείς να δεις πέρα από τα φαινόμενα, το βάθος της ζωής, το αιώνιο στοιχείο. Η «ανάγνωση» που κάνει στα γεγονότα, είναι διαμετρικά αντίθετη του άλλου «συναδέλφου» του: ο ένας βλασφημεί, ο άλλος θεολογεί. «Μνήσθητί μου, Κύριε, εν τη βασιλεία Σου». Κι η απάντηση του Κυρίου άμεση: «Αμήν, λέγω σοι, σήμερον μετ’  εμού έση εν τω παραδείσω».

2. Η ιστορία λοιπόν είναι γνωστή. Αλλά τα ίδια τα ιστορικά στοιχεία μάς οδηγούν και στη θεολογία του Σταυρού, κάτι που αποτυπώνει και επεκτείνει ο άγιος υμνογράφος. Πώς; Χαρακτηρίζοντας τον Σταυρό ως ζυγό δικαιοσύνης, χαρακτηρίζοντας τον αμφισβητία ληστή ως βλάσφημο, χαρακτηρίζοντας τον πιστεύσαντα ληστή ως θεολόγο. Οι εκφράσεις: ζυγός δικαιοσύνης, βλάσφημος ληστής, θεολόγος ληστής, αποτελούν αξιολογικές θεολογικές εκτιμήσεις που χρήζουν βεβαίως επεξηγήσεως.

(α) Βλάσφημος λοιπόν ο ένας ληστής, γιατί αδυνατεί να κατανοήσει ποιον έχει δίπλα του στον Σταυρό, που σημαίνει ότι ενώ συναντά τον Χριστό παραμένει τυφλός απέναντί Του, μέσα κυριολεκτικά στο πνευματικό σκοτάδι. Αιτία της τύφλωσης, κατά τον λόγο του Θεού, είναι η επιμονή στην πονηρία της ζωής: ο άνθρωπος που επιμένει στο αμαρτωλό εγωιστικό του φρόνημα δεν αφήνει καμία εσωτερική ρωγμή στην ψυχή του για να περάσει έστω και μία ακτίνα του φωτός του Θεού, ώστε να δει πού βρίσκεται το κέντρο και η πηγή της ζωής του. Αυτό δεν λέει και ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος ήδη από την αρχή του ευαγγελίου Του; Γιατί δεν αποδέχτηκαν τον Κύριο οι πολλοί της εποχής Του; «Ην γαρ πονηρά αυτών τα έργα». Αρνητής της πίστεως γίνεται με άλλα λόγια όχι αυτός που δεν μπορεί να πειστεί νοητικά και με τη λογική του, για λόγους θεωρητικούς δηλαδή, -αυτός κάποια στιγμή αν είναι γνήσια η αναζήτησή του θα βρει τον δρόμο της πίστεως-  αλλά αυτός που δεν θέλει να απεμπλακεί από τα πάθη και τις αμαρτίες του. Οπότε ο άνθρωπος αυτός αρνούμενος τον Θεό οδηγείται στη βλασφημία του αγίου Πνεύματος, κι αυτό διαπιστώνουμε στον αρνητή ληστή. Κι είναι πολύ σημαντική η επισήμανση του υμνογράφου της Εκκλησίας: η βλασφημία αυτή δημιουργεί βάρος στην ψυχή του ανθρώπου. «Από το βάρος της βλασφημίας έφτασε στα άδυτα του Άδη ο ένας ληστής». Αυτή είναι η τραγικότητα του ανθρώπου, και του συγκεκριμένου ταλαίπωρου ληστή αλλά και κάθε άλλου που θέλει να διαγράφει τον Χριστό από τη ζωή του: να νομίζει ότι μένει ελεύθερος για να κάνει ό,τι θέλει, και την ίδια στιγμή να κατρακυλά με τον μεγαλύτερο πάταγο σε ό,τι χειρότερο μπορεί να του συμβεί: την ίδια την κόλαση. Γιατί Άδης και κόλαση ταυτίζονται στον λόγο της Γραφής. Και ποια τα χαρακτηριστικά της κόλασης αυτής; Η αδυναμία σχέσεως με τον όποιον συνάνθρωπο, συμπεριλαμβανομένου και του ίδιου του εαυτού! Ο κολασμένος βλάσφημος άνθρωπος δεν μπορεί ποτέ να ησυχάσει και να τα βρει, όπως λέμε, ούτε με τους άλλους ούτε με τον εαυτό του. Γιατί δεν μπόρεσε να τα βρει με τον Θεό. Ο Θεός είναι ο βασικός παράγων από τον Οποίο εξαρτάται η κάθε άλλη σχέση του ανθρώπου. Το σχήμα λοιπόν που λειτουργεί ως μοτίβο διαχρονικά και παγκόσμια είναι: απιστία στον Χριστό, βλασφημία, βάρος ασήκωτο στην ψυχή, Άδης και κόλαση, η τέλεια απόγνωση! 

(β) Ο ευγνώμων από την άλλη ληστής γίνεται θεολόγος, γιατί φωτίζεται και πιστεύει στον Χριστό – αποκαλύπτεται στην καρδιά του η αλήθεια και έτσι γνωρίζει τον Θεό. Η γνώση του Θεού για την πίστη μας δεν έχει χαρακτήρα νοησιαρχικό όπως λέμε. Δεν έρχεται ως καρπός μιας πληροφορίας από ένα άκουσμα, από μία μελέτη, από μία έρευνα επιστημονική. Ο Θεός αποκαλύπτεται στην καρδιά του ανθρώπου, στο βάθος του είναι του δηλαδή, γι’ αυτό και η σχέση μας μαζί Του είναι καρδιακή. «Υιέ μου, δος μοι σην καρδίαν» ακούει κανείς ήδη από την Παλαιά Διαθήκη να καλεί τον άνθρωπο ο Θεός. Προφανώς, ο συγκεκριμένος ληστής, μολονότι βουτηγμένος στις αμαρτίες και τις ανομίες δεν είχε αλλοιωθεί εντελώς στο βάθος της ψυχής του – κάτι καλό παρέμενε εκεί αγνό και καθαρό. Κι όταν ο Χριστός του έδωσε την ευκαιρία να Τον συναντήσει, άδραξε θα λέγαμε την ευκαιρία. Η ζωντανή παρουσία του Χριστού άγγιξε την καρδιά του, κατανύχθηκε, πληγώθηκε από την αγάπη Εκείνου, γι’ αυτό και ξεσπά σε δάκρυα μετανοίας που έγιναν το κλειδί για να ανοίξει την κλεισμένη θύρα του Παραδείσου. «Με το μνήσθητί μου σαν κλειδί άνοιξε ο ευγνώμων ληστής την κλεισμένη θύρα του Παραδείσου» ακούμε αίφνης στον στίχο του συναξαρίου της Μεγάλης Παρασκευής. «Μικρή φωνή έβγαλε» θα πει αλλού η Εκκλησία μας «και κέρδισε μεγάλη θέση στον Παράδεισο». Και η μετάνοια, έχει πει ο ίδιος ο Κύριος, είναι ο χώρος της αγιότητας, η κατάσταση που προκαλεί κύματα χαράς σε όλον τον ουρανό. «Χαρά γίνεται στον ουρανό για έναν αμαρτωλό που μετανοεί». Αυτό είναι το παράδοξο στον Γολγοθά: ο Κύριος από τη μία να οδυνάται «αίρων την αμαρτίαν του κόσμου» και από την άλλη να χαίρει γιατί βλέπει τον πρώτο κάτοικο του Παραδείσου που βρήκε τον δρόμο του πάνω σ’ έναν σταυρό.

Οπότε, κατά τον άγιο υμνογράφο μας, το χαρακτηριστικό της θεολόγου γλώσσας του ευγνώμονος ληστή είναι η βίωση της αφέσεως των αμαρτιών του. Ο άγιος ληστής νιώθει ότι απαλλάσσεται από το βάρος της βλάσφημης μέχρι την ώρα εκείνη ζωής του, γιατί στράφηκε προς τον Ήλιο της δόξης που στεκόταν στο πλάι του. Κι αυτή η αίσθηση της συγχώρησης ως εμπειρία της χάρης του Εσταυρωμένου Κυρίου συνιστά τη βάση για να θεολογήσει κανείς. Θα μπορούσαμε με βεβαιότητα να πούμε ότι ο σωσμένος ληστής «είδε» εν Πνεύματι τον Χριστό να σηκώνει τις αμαρτίες τις δικές του και όλου του κόσμου, έζησε δηλαδή μία θεοπτία, που επιτρέπει ο Χριστός σ’ εκείνες τις ψυχές που «συγγενεύουν» μαζί Του. Και συγγενεύουν, όπως είπαμε, όχι γιατί είναι αναμάρτητοι, αλλά γιατί φτάνουν στο σημείο να μετανοήσουν αληθινά, οι καρδιές τους δηλαδή να αφουγκραστούν τον κτύπο της δικής Του καρδιάς, που θα πει να αισθανθούν λίγη από την αγάπη Του!

3. Μπρος λοιπόν στον Σταυρό του Χριστού έχουμε δύο εντελώς διαφορετικές καταστάσεις: του βλασφήμου ανθρώπου και του θεόπτη θεολόγου. Ο Εσταυρωμένος Κύριος λειτουργεί ως ζυγός δικαιοσύνης, ως μέτρο που ενώπιόν Του αναγκάζονται οι άνθρωποι να αποκαλύψουν την εσωτερική τους κατάσταση, τα μύχια της ψυχής τους. Μπρος δηλαδή στον Σταυρό οι άνθρωποι ξεγυμνωνόμαστε  ψυχικά, χωρίς να μπορούμε να κρυφτούμε – πώς άλλωστε να κρυφτεί κανείς από Εκείνον στον Οποίον «δεν υπάρχει κτίση αφανής και τα πάντα είναι γυμνά και φανερά στα μάτια Του;» Όπως κι επίσης δεν μπορούμε να σταθούμε αδιάφοροι. Αδιάφορη στάση απέναντι στον Χριστό δεν υπάρχει. Μας το βεβαίωσε ο Ίδιος: «ο μη ων μετ’ εμού κατ’ εμού εστι», όποιος δεν είναι μαζί μου είναι εναντίον μου. Κι ήταν αυτό που από την αρχή της ζωής Του είχε πει προφητικά ο γέρων Συμεών ο θεοδόχος: «Ούτος κείται εις πτώσιν και ανάστασιν πολλών και εις σημείον αντιλεγόμενον»! Μπροστά στον Χριστό ή πέφτεις ή ανασταίνεσαι. Και Αυτός είναι το σημείο που οι άνθρωποι του κόσμου τούτου δεν θα μπορούν να ομονοήσουν. Να λοιπόν, πώς ειδικά με τους συσταυρωμένους με τον Χριστό ληστές επιβεβαιώνεται ο συγκεκριμένος προφητικός λόγος.

4. «Ζυγός δικαιοσύνης» λοιπόν ο Σταυρός του Κυρίου, ένας χαρακτηρισμός που αποκαλύπτει πολλά περισσότερα από ό,τι μπορεί κανείς απλά να υπονοήσει. Τι εννοούμε; Δύο καίριες παρατηρήσεις είναι απαραίτητες.

Πρώτη. Αποκαλύπτεται με τον Σταυρό του Κυρίου η δικαιοσύνη του Θεού, η οποία κατανοείται με τρόπο που υπερβαίνει απείρως την ανθρώπινη μόνο διάστασή της. Ποια η δικαιοσύνη των ανθρώπων; Είναι η «δικαιοσύνη» του ισχυρού, που τα θέλει όλα δικά του. Μία «δικαιοσύνη» δηλαδή που εκφράζει με τον πιο τρανταχτό τρόπο την ουσία της αμαρτίας, τον εγωισμό, τη νοσηρή κατάσταση που ταυτίζεται με τον ίδιο τον δαιμονισμό. Είναι επίσης η δικαιοσύνη που απαιτεί την ισομέρεια: όλοι το ίδιο – μία δικαιοσύνη που ύπουλα προβάλλει την αδικία, γιατί δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι τις ίδιες ανάγκες: πώς να έχει ίδιες ανάγκες για παράδειγμα ένας πολύτεκνος οικογενειάρχης με ένα μοναχικό άτομο; Είναι η δικαιοσύνη ακόμη που όντως επιβάλλει το ίσο κατά τις ανάγκες του καθενός - η καλύτερη εκδοχή της ανθρώπινης πράγματι δικαιοσύνης. Αλλά το πρόβλημα κι εδώ είναι η λέξη «επιβάλλει». Γιατί χριστιανικά ό,τι δεν γίνεται ελεύθερα κι από αγάπη δεν έχει ηθική βαρύτητα και αξία.

Κι υπάρχει η αληθινή χαρισματική δικαιοσύνη που τη βλέπουμε στον Σταυρό του Κυρίου και στη συνέχεια στη ζωή των αγίων μας: δίνω τα πάντα στον άλλον, με παραθεώρηση του όποιου δικού μου συμφέροντος, γιατί τον αγαπώ. Τι φανέρωσε ο Σταυρός του Κυρίου και γι’ αυτό λέμε ότι εκεί λειτούργησε η δικαιοσύνη του Θεού; Ο κατεξοχήν αθώος, ο ενανθρωπήσας Θεός, στον Οποίο αμαρτία δεν υπήρχε ούτε βρέθηκε δόλος ποτέ στο στόμα Του, πλήρωσε και τιμωρήθηκε για τις αμαρτίες και τις ευθύνες των ενόχων ανθρώπων. Ο Χριστός επί του Σταυρού «αίρει τας αμαρτίας ημών», όλων των ανθρώπων όλων των εποχών, και γίνεται Αυτός κατάρα για χάρη μας. Η θεία δικαιοσύνη δηλαδή δεν λειτουργεί κατά το αρχαιοελληνικό σχήμα: έφταιξες, θα πληρώσεις!, αλλά έφταιξες και θα δικαιωθείς! Αρκεί να αποδεχτείς την αγάπη του Δημιουργού σου. Γιατί είναι Εκείνος που αναλαμβάνει όπως είπαμε την ευθύνη μας. Δικαιοσύνη χριστιανικά σημαίνει έτσι αγάπη και ταπείνωση, γι’ αυτό και όπου η δικαιοσύνη δεν έχει ως περιεχόμενο τα στοιχεία αυτά δεν είναι χριστιανική.

Ας δούμε τι λένε επ’ αυτού οι άγιοί μας, όπως ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος για παράδειγμα, από τους μεγαλύτερους νηπτικούς πατέρες της Εκκλησίας μας. Σε προβληματισμό του για το θέμα ακριβώς της δικαιοσύνης λέει τα εξής θεωρούμενα παράδοξα: «Μην ονομάζεις τον Θεό δίκαιο, διότι η δικαιοσύνη του Θεού δεν γνωρίζεται στα έργα σου… Πώς θα ονομάσεις τον Θεό δίκαιο, όταν διαβάζεις στο Ευαγγέλιο για τον μισθό των εργατών;  Φίλε, λέγει, δεν σε αδικώ, θέλω να δώσω και σ’ αυτόν τον τελευταίο, όσα έδωσα και σε σένα. Εάν ο οφθαλμός σου είναι πονηρός, όμως εγώ είμαι αγαθός. Πώς θα ονομάσει κανείς δίκαιο τον Θεό, όταν διαβάζει στο Ευαγγέλιο τα περί του ασώτου υιού, που σκόρπισε τον πατρικό πλούτο σε ασωτίες, και όταν έδειξε μόνο κατάνυξη, πώς έτρεξε ο πατέρας και έπεσε στον τράχηλό του, και του έδωσε εξουσία πάνω σ’ όλον τον πλούτο… Πού είναι η δικαιοσύνη του Θεού; Διότι ήμασταν αμαρτωλοί, και ο Χριστός απέθανε για χάρη μας

Κι η δεύτερη παρατήρηση. Ο Σταυρός που αποκαλύπτει την αγάπη και την ταπείνωση του Θεού μας και που χαρακτηρίζεται ως «δόξα» Αυτού, είναι ο ζυγός, το μέτρο και ο καθρέπτης που μετριόμαστε αν είμαστε χριστιανοί. Κι εδώ αρχίζουν όπως λέμε τα… δύσκολα. Γιατί μέτρο δεν είναι μία πρόταση έστω πολύ αληθινή, μία φιλοσοφική αρχή ίσως, ένα ηθικό σύστημα, ακόμη και η φωνή της συνειδήσεώς μας όταν λειτουργεί. Είναι ο Σταυρός που καλούμαστε οι χριστιανοί να ζήσουμε ως προσωπικό γεγονός. Κι όχι μία φορά στη ζωή μας, αλλά καθημερινώς και αδιαλείπτως, την κάθε ώρα και την κάθε στιγμή. Δεν είναι λόγια δικά μας. Είναι του ίδιου του Θεού μας. «Όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι». Ακολουθία του Χριστού με άλλα λόγια σημαίνει σταυρική πορεία. Και σταυρική πορεία σημαίνει θάνατο: του εγωιστικού αμαρτωλού φρονήματός μας, για να περπατάμε επί τα ίχνη του Χριστού. Όσο οδυνηρό και αν ακούγεται τούτο, είναι η κεντρικότερη αλήθεια: για να ’σαι χριστιανός, όχι ασφαλώς της ταυτότητας, πρέπει να έχεις αποφασίσει τον θάνατό σου! Αμεσότατα το λέει το Πνεύμα του Θεού στην Αποκάλυψη: «Γίνου πιστός άχρι θανάτου»!

Γι’ αυτό και ακούμε τον απόστολο Παύλο να ομολογεί: «Χριστώ συνεσταύρωμαι˙ ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός», έχω σταυρωθεί μαζί με τον Χριστό, γι’ αυτό και δεν ζω πια εγώ αλλά μέσα μου ζει ο Χριστός. Κι αν τόσα προβλήματα υπάρχουν στη ζωή μας, κι αν παρουσιαζόμαστε οι χριστιανοί τόσο λειψοί, είναι ακριβώς γι’ αυτό: αλλοιθωρίζουμε πνευματικά, προσπαθώντας να συμβιβάσουμε τα ασυμβίβαστα: και τη ζωή με τον Θεό και τη ζωή με τον αμαρτωλό κόσμο. Αλλ’  «ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν» λέει ο Κύριος. Και «ος αν θέλη φίλος είναι του κόσμου, εχθρός του Θεού καθίσταται» (απόστολος Παύλος). Έρχεται στο μυαλό μας ο άγιος Παῒσιος, που νεαρός ακόμη ως Αρσένιος, δέχεται πειρασμό απιστίας από έναν άθεο συγχωριανό του φοιτητή. Πώς ξεπερνά τους λογισμούς άρνησης που του ενέσπειρε ο αθεόφοβος στην αγνή καρδιά του; Με την απόφαση που παίρνει: Εγώ θα πιστεύω στον Χριστό κι ας πεθάνω! Και μόλις παίρνει την απόφαση αυτή του φανερώνεται ο Χριστός!

5. Οπότε, για να επανέλθουμε, ο Σταυρός του Χριστού, το κατεξοχήν σύμβολο της πίστεώς μας, δεν υφίσταται για να διακρίνει μόνο τους πιστούς από τους απίστους -  οι άπιστοι μη χριστιανοί πράγματι δαιμονίζονται σαν τον διάβολο από τον Σταυρό - αλλά να διακρίνει και τη χριστιανικότητα της κάθε στιγμής ημών των θεωρουμένων δικών Του πιστών. Θέλουμε να πούμε ότι κρινόμαστε διαρκώς αν είμαστε χριστιανοί ή όχι, έστω κι αν είμαστε κληρικοί ή αριθμούμε δεκαετίες χριστιανικής ζωής και προσφοράς. Και θα το πούμε και με τον πιο άμεσο τρόπο τούτο, μνημονεύοντας την πιο γνωστή εντολή του Χριστού. «Αγαπάτε αλλήλους». Αγαπάμε πράγματι τους άλλους; Ή τουλάχιστον προσπαθούμε να αγαπάμε τους άλλους; Μη σπεύσουμε να δώσουμε θετική απάντηση, γιατί ο Κύριος παραπέμπει προς απάντηση στον Σταυρό Του, τον ζυγό της δικαιοσύνης Του! «Αγαπάτε αλλήλους», λέει, «καθώς ηγάπησα υμάς. Μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει, ίνα τις την ψυχήν αυτού θη υπέρ των φίλων αυτού». Αγαπάς τον άλλον σημαίνει ότι είσαι σταυρωμένος, δηλαδή έτοιμος προς θυσία, υπέρ αυτού, για χάρη του. Οπότε, πράγματι, ο Σταυρός είναι ζυγός που μας κρίνει: όχι μόνον προς τους εκτός της πίστεως, αλλά και προς εμάς τους ίδιους.

Γι’ αυτό και οι άγιοι μαρτυρούν ότι η χριστιανική ζωή δεν είναι ένας διαλογισμός – κατά τον τύπο των Ινδουϊστών ή των Βουδιστών – αλλά μία κινητοποίηση του ανθρώπου στο ανώτερο δυνατό των δυνάμεών του. Είναι πορεία πάντοτε προς τον Θεό και την εικόνα Του τον άνθρωπο, με ετοιμότητα όπως είπαμε θυσίας προς χάριν τους. Ακόμη και την ώρα, μας λένε, που ο χριστιανός φαίνεται ήρεμος και ήσυχος, μέσα του τον διαπερνούν ρεύματα της θείας ζωής. Ας ακούσουμε επί του προκειμένου τον άγιο Σωφρόνιο, τον μεγάλο αυτόν σύγχρονο όσιο Γέροντα, που σφραγίζει με την εμπειρία και τη θεολογία του την εποχή μας: «ο χριστιανός μοιάζει με τα ηλεκτροφόρο σύρματα: το ρεύμα τους μπορεί να κινητοποιήσει και εργοστάσια, όμως πάνω τους στέκονται ακίνδυνα πουλάκια και σπουργίτια»!

6. Αφήσαμε στο τέλος εκείνο που είναι γνωστό σε όλους μας αλλά συχνά και πάλι το ξεχνάμε: ο Σταυρός του Κυρίου πάντοτε συνυπάρχει με την Ανάστασή Του. Σταυρός και Ανάσταση είναι οι δύο όψεις του ιδίου «νομίσματος»! Το ίδιο όμως συμβαίνει και με τον σταυρό του κάθε χριστιανού. Αν η απόρριψή του οδηγεί στην κόλαση ως έλλειψη αγάπης από αυτήν ήδη τη ζωή, η αποδοχή και η ανάληψη της ευθύνης του οδηγεί και στην ανάσταση ως βίωση του παραδείσου. Ο Κύριος το υπόσχεται επανειλημμένως: όποιος σηκώνει τον σταυρό του, όποιος αγωνίζεται δηλαδή να αγαπά και να ταπεινώνεται πνευματικά, αυτός και θα κοινωνεί με τον Θεό. «Τηρήστε τις εντολές μου και θα σας φανερωθώ» είπε. Η ανάσταση δηλαδή του ανθρώπου όχι μόνο ως μελλοντικό γεγονός, μετά τον θάνατο και τη Δευτέρα Παρουσία, αλλά και ως γεγονός του εκάστοτε παρόντος συνιστά βίωμα για τον συνεπή πιστό, τον άγιο. Και γι’ αυτό το παρόν παλεύουμε κι εμείς οι μικροί και αδύναμοι, γιατί τελικώς σ’ αυτό «εξαντλείται» η πνευματική μας ζωή. Τη σχέση μας δηλαδή με τον ζωντανό Θεό μας που έχει χαρακτήρα σταυροαναστάσιμο την κερδίζουμε όχι στο παρελθόν με τις αναμνήσεις μας, όχι στο μέλλον που δεν ξέρουμε αν θα μας δωρηθεί, αλλά σε ό,τι ζούμε στο εδώ και στο τώρα. «Σήμερα αν ακούσετε τη φωνή μου, μη σκληρύνετε τις καρδιές σας». Ο Σταυρός του Χριστού από την άποψη αυτή για τον έστω και επ’ ελάχιστον πιστό  τού δίνει το κλειδί της μετάνοιας – ό,τι έλαβε και ο ευγνώμων ληστής και άνοιξε τον Παράδεισο.

Κυριακή 27 Μαρτίου 2022

Η ΑΓΙΑ ΜΑΡΤΥΣ ΜΑΤΡΩΝΑ Η ΕΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

«῾Η αγία Ματρώνα ήταν υπηρέτρια κάποιας Ιουδαίας γυναίκας, που ονομαζόταν Παντίλλα. Ακολουθούσε την κυρία της μέχρι τη συναγωγή, δεν έμπαινε όμως μέσα, αλλά γύριζε και πήγαινε στην Εκκλησία των Χριστιανών. Την είδαν λοιπόν κάποια φορά, οπότε την έπιασαν και την κτύπησαν πάρα πολύ και στη συνέχεια την έκλεισαν στη φυλακή επί τέσσερις ημέρες, χωρίς να μπορεί να την πλησιάσει κανείς και χωρίς φαγητό. Έπειτα την έβγαλαν και την καταξέσχισαν με μαστίγια. Πάλι την φυλάκισαν και την άφησαν πολλές ημέρες εκεί, όπου και παρέθεσε την ψυχή της στον Θεό. Λένε ότι το άγιο λείψανό της το έριξε η Παντίλλα από το τείχος κάτω, γι᾽αυτό και υπέστη δίκαιη τιμωρία, πέφτοντας κατά λάθος μέσα στο πατητήρι, στο οποίο χυνόταν από επάνω ο πατημένος μούστος. Εκεί τέλειωσε τη ζωή της και βγήκε η ψυχή της».

Η αντίθεση είναι έντονη: από τη μια, η αγία Ματρώνα, η δούλη, η άσημη, η καταφρονεμένη· κι από την άλλη, η Παντίλλα, η κυρία, η ένδοξη, η πλούσια. Με κοσμικά κριτήρια, δεν υπάρχει μέτρο σύγκρισης. Ο ζυγός κλίνει αυτομάτως προς τη μεριά της Παντίλλας. Αυτό δεν θα έλεγε ο σύγχρονος εκκοσμικευμένος άνθρωπος, ακόμη κι άν είναι ῾χριστιανός᾽; Όταν για παράδειγμα αυτό που φαίνεται ως προτεραιότητα στους περισσοτέρους: το κυνηγητό των απολαύσεων, του χρήματος, της δόξας, είναι αυτό που προβάλλει η Παντίλλα, ποιος δεν θα επέλεγε τη δική της θέση, ενώ θα οίκτιρε  την ῾κατάντια᾽ της Ματρώνας; Κι όμως πόση πλάνη υπάρχει σε μία τέτοια αξιολογική κρίση! Διότι είναι η κρίση της επιφάνειας. Στο βάθος,  εκεί που είναι η καρδιά και που βλέπει ο Κύριος, ο δίκαιος κριτής, εκεί που τα πράγματα λειτουργούν σε επίπεδο αιωνιότητας, τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά: η Ματρώνα είναι η ένδοξη και η κυρία, το άστρο το φωτεινό, και η Παντίλλα είναι η άσημη, η ανύπαρκτη, η δούλη και η ταλαίπωρη. Ο υμνογράφος της Εκκλησίας μας, ο άγιος Θεοφάνης, επανειλημμένως τονίζει την πραγματικότητα αυτή, διότι ακριβώς κινείται με τα κριτήρια του αναγεννημένου ανθρώπου, του χριστιανού, που βλέπει τα πράγματα κάτω από την οπτική της εν Χριστώ αποκάλυψης, δηλαδή της αλήθειας. «Έχεις θεϊκό νου αληθινά, και σοφό και θεόφρονα, γι᾽αυτό και λάμπεις στη χορεία των μαρτύρων, Ματρώνα παμμακάριστε» (ωδή ε´). «Ορυόταν και ήταν σαν μεθυσμένη και σφάδαζε από τον θυμό η δυσεβέστατη (Παντίλλα)» (ωδή δ´). «Ματρώνα, δυναμωνόσουν από τη θεία δύναμη και ξέφυγες από την υπερήφανη δουλική γνώμη της πικρής κυρίας σου. Κι αυτό γιατί είχες ψυχή, που δούλευε μόνο στον Δεσπότη Κύριο»  (ωδή δ´).

Αιτία για την εις βάθος αυτήν πραγματικότητα, την ίδια την αλήθεια, είναι το γεγονός ότι ενώπιον του Θεού εκείνο που μετράει κι έχει σημασία δεν είναι ασφαλώς τα πλούτη και η δόξα, η επίγεια κατάσταση του ανθρώπου, είτε της ελευθερίας είτε της δουλείας, ό,τι δηλαδή είναι φθαρτό με ημερομηνία λήξεως, αλλά ό,τι παραμένει στην αιωνιότητα. Κι αυτό είναι η αρετή του ανθρώπου, η ζωή η σύμφωνη με το θέλημα του Θεού. «Μη θησαυρίζετε θησαυρούς επί της γης -  όπως λέει ο Κύριος - όπου σης και βρώσις αφανίζει και όπου κλέπται διορύσσουσι και κλέπτουσι. Θησαυρίζετε θησαυρούς εν ουρανώ». Ο άγιος υμνογράφος φωνάζει εν προκειμένω στην ωδή ς´: «Η Ματρώνα δεν κρίνεται σαν δούλη ή σαν ελεύθερη, με βάση τον Χριστό. Κρίνεται από την ομορφιά της αρετής της, γιατί ήταν στολισμένη με τους τρόπους της ευσέβειας». Κι αυτό σημαίνει ότι η αγία Ματρώνα, και βεβαίως κάθε χριστιανός συνεπής, κινείται σε επίπεδο αληθινής ελευθερίας, πέρα από τις δεσμεύσεις που προκαλεί ο κόσμος αυτός στην ψυχή του ανθρώπου. Διότι ελεύθερος είναι αυτός που προσβλέπει πέρα από τα επίγεια κι είναι έτοιμος να δώσει και τη ζωή του προς χάρη του Κυρίου, ο Οποίος ήρθε στη γη ως δούλος, ακριβώς για να δώσει ελευθερία στον άνθρωπο. «Αυτός που καταδέχτηκε τη μορφή δούλου, να γίνει δηλαδή άνθρωπος,  ο Χριστός ο Θεός μας, θέλοντας να ελευθερώσει τον άνθρωπο από τα δεσμά της φθοράς και του θανάτου, μνηστεύτηκε εσένα ως μάρτυρα νύμφη Του και σε ελευθέρωσε από το ζυγό της δουλείας»  (ωδή α´).

Τι ήταν εκείνο που έκανε την αγία Ματρώνα να θέσει ως προτεραιότητα της ζωής της το θέλημα του Θεού, δηλαδή να δει την πραγματικότητα της αιωνιότητας μέσα και στη ζωή αυτή, και πάνω σ᾽ αυτό το θέλημα του Θεού να πεθάνει; Μα τι άλλο, από την αγάπη της προς τον Κύριο. Ο έρωτάς της προς τον Χριστό ήταν το στοιχείο που ενεργοποίησε τη χάρη του Θεού και την οδήγησε στα ύψη του παραδείσου. «Με προθυμία και θάρρος προχώρησες πράγματι προς τον εραστή σου Χριστό, πανεύφημε» (ωδή ζ´). Γι᾽αυτό και «είναι ωραίο το στεφάνι που τώρα φορά η ένδοξη Ματρώνα, που πήρε από το ζωαρχικό χέρι του Παντοκράτορα Χριστού» (ωδή η´ ). Ίσως κάποτε πρέπει να μάθουμε οι χριστιανοί ότι το μυστικό της πνευματικής ζωής, αυτό που συνιστά την κινητήρια δύναμη των πάντων και οδηγεί σε υπέρ φύσιν καταστάσεις, είναι η αγάπη προς τον Χριστό. Ούτε τα φόβητρα της κόλασης ούτε οι απολαύσεις του Παραδείσου, αλλά η αγάπη του Θεού είναι εκείνο που ευλογείται κατεξοχήν από τον Κύριο. Και ποια άλλη αγάπη μπορεί να θεωρηθεί ως περισσότερο άξια από την αγάπη αυτή; Γιατί είναι η μόνη που ποτέ δεν μας εγκαταλείπει και ποτέ δεν μας απογοητεύει. Πόσο την θέλουμε όμως;