Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2013

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ (ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ)



Πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ᾽ οὐ πάντα συμφέρει᾽ (Α´ Κορ. 6, 12)

α. Δεύτερη Κυριακή προετοιμασίας μας γιά τήν Μεγάλη Σαρακοστή μέ τήν παραβολή τοῦ ἀσώτου καί τό ἀντίστοιχο πρός αὐτήν ἀποστολικό ἀνάγνωσμα: ὁ ἄσωτος προβάλλεται ὡς παράδειγμα μετανοίας καί ἐπιστροφῆς στόν Θεό - ὅ,τι συνιστᾶ τό νόημα τῆς Σαρακοστῆς προκειμένου νά βροῦμε καί πάλι τόν ἀληθινό καί αὐθεντικό ἑαυτό μας τόν ὁποῖο χάνουμε μέ τίς πολυποίκιλες ἁμαρτίες μας· τό ἀνάγνωσμα  ἀπό τήν Α´ πρός Κορινθίους ἐπιστολή τοῦ ἀποστόλου Παύλου ἀποτελεῖ ὑπομνηματισμό αὐτῆς τῆς ζωῆς τοῦ ἀσώτου. Τί τονίζει ὁ ἀπόστολος; Τήν ἀληθινή ἐλευθερία, αὐτήν δηλαδή πού διασφαλίζει τήν σχέση μας μέ τόν Θεό, τήν ὁποία διακρίνει ἀπό τίς διάφορες ψευδεῖς ἐκδοχές της. ῾Πάντα μοι ἔξεστι᾽, ὅλα μοῦ ἐπιτρέπονται, ἔλεγαν στήν ἐποχή τοῦ ἀποστόλου, ῾ἀλλ᾽ οὐ πάντα συμφέρει᾽, ἀλλά δέν συμφέρουν ὅλα ὅσα μοῦ ἐπιτρέπονται, πρόσθετε ὁ ἀπόστολος. Μία διαλεκτική ἡ ὁποία ἀπασχολεῖ τόν ἄνθρωπο σέ κάθε ἐποχή καί δίνει τήν εὐκαιρία σύντομου σχολιασμοῦ της.

β. 1. Εἶναι περιττό βεβαίως νά ὑπενθυμίσουμε καί πάλι τήν ἀξία τῆς ἐλευθερίας στόν ἄνθρωπο. ῾Η ἐλευθερία προβάλλεται πρωτίστως ἀπό τούς ἁγίους μας ὡς τό κατεξοχήν στοιχεῖο τοῦ εἰκονισμοῦ τοῦ Θεοῦ σ᾽ αὐτόν. ῎Αν δηλαδή μιλᾶμε γιά τόν κατ᾽ εἰκόνα καί καθ᾽ ὁμοίωσιν Θεοῦ ἄνθρωπο, συνεπῶς γιά τό ὄν πού προικίστηκε ἀπό τόν Θεό μέ χαρίσματα ἰδιαίτερα δικά Του, μιλᾶμε κυρίως γιά τό δῶρο τῆς ἐλευθερίας πού τοῦ ἔδωσε, ὥστε χωρίς αὐτό νά μή θεωρεῖται κἄν ἄνθρωπος. Κατά τήν γνωστή φράση τοῦ ἁγίου συγχρόνου Γέροντα Πορφυρίου ῾ὁ Θεός ὄχι ἁπλῶς ἔδωσε ἐλευθερία στόν ἄνθρωπο, ἀλλά τήν χάραξε μέσα σ᾽ αὐτόν᾽. ῎Οχι λοιπόν ἡ λογική του οὔτε καί ὁ συναισθηματικός του κόσμος συνιστοῦν τήν προτεραιότητά του, ἀλλά ἡ ἐλεύθερη βούλησή του, γεγονός πού σημαίνει ὅτι ἀπό αὐτήν ἐξαρτᾶται ἡ ὀρθή ἤ μή πορεία τοῦ ἀνθρώπου γιά τήν ἐπίτευξη τῆς σωτηρίας του.

2. ῎Αν ὅμως ἡ ἐλευθερία εἶναι τό πιό καθοριστικό στοιχεῖο στόν ἄνθρωπο, δέν εἶναι εὔκολος καί ὁ προσδιορισμός τοῦ περιεχομένου της. Διότι λόγω τῆς πτώσης τοῦ ἀνθρώπου στήν ἁμαρτία, διά τῆς ὁποίας ζοφώθηκε ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ σ᾽ αὐτόν, καί ἡ ἐλευθερία ἔχασε τήν καθαρή ἔννοιά της καί παρουσιάζεται μέ διαστρεβλωμένο τρόπο. Καί ἀκριβῶς ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐπισημαίνει τή βασικότερη διαστρέβλωση: ῾πάντα μοι ἔξεστι᾽. ῞Ολα μοῦ ἐπιτρέπονται. Πρόκειται γιά τήν κατανόηση τῆς ἐλευθερίας ὡς πλήρους ἀσυδοσίας, ἡ ὁποία προφανῶς προϋποθέτει ὅτι ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος συνιστᾶ καί τήν τελική ἀναφορά στόν κόσμο τοῦτο. Δέν ὑπάρχει ἐδῶ ἡ αἴσθηση τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ οὔτε γι᾽ αὐτό καί ἡ ἱεραρχημένη λειτουργία τῆς ἐλευθερίας, ὡς δώρου δηλαδή πού ὁδηγεῖ πρός ᾽Εκεῖνον. ῾Η ἀνατροπή συνεπῶς τοῦ τρόπου τῆς δημιουργίας εἶναι δεδομένη: ὁ ἄνθρωπος ἐπειδή ἀκριβῶς δέν ἀναφέρεται στόν Θεό ὁδηγεῖται στήν πλήρη ὑποδούλωση στά πάθη τοῦ ἑαυτοῦ του καί κατ᾽ ἐπέκταση στόν διάβολο. ῾ᾯ τις ἥττηται τοῦτο καί δεδούλωται᾽. ῾Ο ἄνθρωπος καθίσταται ἔτσι τό πιό ἐπικίνδυνο ὄν μέσα σέ ὅλη τήν δημιουργία: καταστρέφει τόν ἑαυτό του καί ὅ,τι ἐνδεχομένως στέκεται ἐμπόδιο στήν ἱκανοποίηση τῶν παθῶν του. ῞Οπως τό ἔχει ἐπισημάνει καί ὁ μεγάλος Ρῶσος μυθιστοριογράφος Ντοστογιέφσκι: ῾Χωρίς Θεό ὅλα ἐπιτρέπονται᾽. Τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα μέ τήν παραβολή τοῦ ἀσώτου ἔρχεται ἀνάγλυφα νά περιγράψει τήν κατάσταση αὐτή τῆς ἀσύδοτης χωρίς Θεό ἐλευθερίας: ἀσωτία, νέκρωση καί ἀπώλεια τοῦ ἑαυτοῦ.

3. ῾Ο ἀπόστολος Παῦλος λοιπόν βάζει τά πράγματα στήν θέση τους. Μιλάει γιά τήν ἀληθινή ἐλευθερία, κριτήριο τῆς ὁποίας εἶναι τό πνευματικό συμφέρον του ἀνθρώπου, δηλαδή ὅ,τι συντελεῖ στήν ζωντανή σχέση του μέ τόν Θεό. Δέν αὐτονομεῖται ἡ ἐλευθερία, ὅπως ἀφήνει νά ἐννοηθεῖ ὁ ἀπόστολος μέ τούς ὑπέρμαχους τοῦ ῾πάντα μοι ἔξεστι᾽ καί ὅπως συνέβη στά νεώτερα ἰδίως χρόνια ἐπί φιλοσοφικοῦ καί πρακτικοῦ ἐπιπέδου. ῾Η ἐλευθερία δόθηκε ἀπό τόν Θεό γιά νά γίνεται ἀναβαθμός στήν ἐν Θεῷ προκοπή τοῦ ἀνθρώπου, πού σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐλεύθερος προκειμένου νά ἐπιλέγει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ στή ζωή του καί ὄχι νά ἐναντιώνεται πρός αὐτό. ᾽Ακριβῶς ἡ ἐναντίωσή του αὐτή, ἡ κατανόηση τῆς ἐλευθερίας του ὡς δύναμης διαγραφῆς τοῦ Θεοῦ ἀπετέλεσε καί τήν πτώση του μέ ὅλα τά τραγικά ἀποτελέσματα πού ἔφερε, κυρίως δέ τήν ἀπώλεια τῆς ἴδιας τῆς ἐλευθερίας του. ῾᾽Αλλ᾽ οὐκ ἐγώ ἐξουσιασθήσομαι ὑπό τινος᾽. Κι αὐτό θά πεῖ: τήν ὥρα πού ἐλεύθερα ἐπιλέγω τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἐκείνη τήν ὥρα διασφαλίζω τήν ἐλευθερία μου καί τήν περαιτέρω αὔξησή της. Διότι ἡ ἀληθινή ἐλευθερία βρίσκεται στόν ἴδιο τόν Θεό. Αὐτός συνιστᾶ τήν πηγή της. ῾Οὗ τό Πνεῦμα Κυρίου ἐκεῖ καί ἐλευθερία᾽. ῾Τῇ ἐλευθερίᾳ ᾗ Χριστός ὑμᾶς ἠλευθέρωσε, στήκετε καί μή πάλιν ζυγῷ δουλείας ἐνέχεσθε᾽.
῎Ετσι δημιουργεῖται ἕνα θεωρούμενο παράδοξο: πρέπει νά ῾δουλωθεῖ᾽ κανείς στόν Θεό, νά ὑπακούει δηλαδή στό θέλημά Του, γιά νά γίνει ἐλεύθερος. Καί τό ἐλεύθερος σημαίνει υἱός τοῦ Θεοῦ. Μέ ἄλλα λόγια ὁ Θεός αὐτόν πού Τόν ὑπακούει τόν ἐξυψώνει σέ υἱό Του, σέ φίλο καί ἀδελφό Του. ῾῾Υμεῖς φίλοί μου ἐστέ ἐάν ποιῆτε ὅσα ἐντέλλομαι ὑμῖν᾽. ῾῞Οσοι ἔλαβον Αὐτόν (τόν Χριστόν) ἔδωκεν αὐτοῖς τήν ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι᾽.  Κι ἀπό τήν ἄλλη: ὁ ῾ἀπελεύθερος᾽ τοῦ Θεοῦ γίνεται τελικῶς δοῦλος τῶν παθῶν του καί τοῦ διαβόλου. Διότι ἡ ἐλευθερία ἀπό τόν Θεό σημαίνει ἀπώλεια τῆς ἀγάπης καί ἐμπλοκή στήν ἴδια τήν κόλαση.
Λοιπόν ἐλεύθερος δέν εἶναι αὐτός πού κάνει ὅ,τι θέλει ἤ ὅ,τι μπορεῖ νά κάνει, ἀλλά αὐτός πού κάνει ὅ,τι συμφέρει καί ἁρμόζει στήν ψυχοσωματική του ὕπαρξη, δηλαδή ὅ,τι ἔχει αἰώνια ἀξία καί τόν διακρατεῖ στήν χάρη τοῦ Χριστοῦ. Τά παραδείγματα πού φέρνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὡς πρός τό φαγητό καί ὡς πρός τό θέμα τῆς πορνείας ἀκριβῶς κατανοοῦνται κάτω ἀπό αὐτήν τήν ὀπτική: ὄχι μόνο ἡ ψυχή, ἀλλά καί τό ἴδιο τό σῶμα λειτουργεῖ σωστά καί ὁμαλά, ὅταν λειτουργεῖ δοξολογικά, δηλαδή ἐν σχέσει πρός τόν Χριστό καί ὄχι ἐν σχέσει πρός τήν ἱκανοποίηση ἁπλῶς τῆς φιληδονίας τοῦ ἀνθρώπου: ῾τό σῶμα οὐ τῇ πορνείᾳ, ἀλλά τῷ Κυρίῳ, καί ὁ Κύριος τῷ σώματι᾽.

4. ᾽Από τήν ἄποψη αὐτή τό κύριο χαρακτηριστικό τῆς ἐλευθερίας πού ὁδηγεῖ στόν σκοπό της, τήν ζωντανή σχέση μέ τόν Θεό, εἶναι ἡ ἐγκράτεια. ῾Η ἐγκράτεια πού τόσο τονίζει ἡ περίοδος τῆς Σαρακοστῆς εἴτε ὡς νηστεία εἴτε ὡς περιορισμό τῶν ὅποιων ἁμαρτωλῶν ὀρέξεων  δέν εἶναι μία ἁπλή καί ἐπιμέρους ἀρετή, πολλῷ μᾶλλον δέν εἶναι κάτι πού καταπιέζει τόν ἄνθρωπο, ὅπως πολλοί πιστεύουν καί διατείνονται. ᾽Αποτελεῖ γενική ἀρετή - ῾ὁ ἀγωνιζόμενος πάντα ἐγκρατεύεται᾽ κατά τόν ἀπόστολο - πού διασφαλίζει τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν ἀνεξέλεγκτη ὑποδούλωση στά πάθη του. ῞Οπως εἶναι ἡ κοίτη ἑνός ποταμοῦ πού διοχετεύει τά νερά στήν κανονική τους ροή καί πορεία, ἔτσι καί ἡ ἐγκράτεια περιορίζει τόν ἄνθρωπο ὡς πρός τίς ἁμαρτωλές ροπές του γιά νά παραμένει ἐν Θεῷ καί νά ἀναπνέει τόν ἀέρα τῆς ἐλευθερίας. ᾽Εγκράτεια καί πνευματική χριστιανική ζωή συνυπάρχουν πάντοτε, γι᾽ αὐτό καί δέν ὑπάρχει ἅγιος ἀνεγκρατής. ῾Η ἰδέα ὅτι μπορεῖ κανείς νά συνδυάσει τήν πνευματική ζωή μέ τήν ἀχαλίνωτη ἱκανοποίηση τῶν ὀρέξεών του συνιστᾶ ὄντως μία ἰδέα, δέν ἔχει καμμία σχέση ὅμως μέ αὐτό πού ζεῖ ἡ ᾽Εκκλησία μας. Καί θά λέγαμε ὅτι τήν θεολογική βάση γιά τήν ἀλήθεια αὐτή τήν δίνει ὁ ἴδιος ὁ Θεός μας. Εἶναι ἐλεύθερος διότι εἶναι παντοδύναμος αὐτοπεριοριζόμενος: δέν κάνει ὅ,τι μπορεῖ νά κάνει, ἀλλά ὅ,τι εἶναι συμφέρον γιά τήν δημιουργία Του, λόγω τῆς ἀγάπης Του.

γ. ῾Ο ἀγώνας μας γιά νά εἴμαστε ἐλεύθεροι, δηλαδή νά ζοῦμε ἐν Θεῷ, ὅπως εἴπαμε, δέν εἶναι ἀγώνας μίας στιγμῆς ἤ κάποιων στιγμῶν τῆς ζωῆς μας. Καί δέν σχετίζεται μέ τά δικά μας (ἁμαρτωλά ὡς ἐπί τό πλεῖστον) θέλω καί τό ἔτσι μ᾽ ἀρέσει.  ῾Η ἐλευθερία μας κερδίζεται ἤ χάνεται τήν κάθε στιγμή στόν βαθμό πού πορευόμαστε μέ κριτήριο τό πνευματικό μας συμφέρον, δηλαδή τήν ὑπακοή μας στό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ. Τό ῾γενηθήτω τό θέλημά Σου᾽ συνιστᾶ τόν ἀέρα πού ἀναπνέουν τά τέκνα τοῦ Θεοῦ, γι᾽ αὐτό καί τελικῶς ῾βλέπουν᾽ τόν Θεό νά γίνεται ὁ ῎Ιδιος δικός τους ὑπήκοος. Σ᾽ αὐτόν τόν ἀέρα ἐλευθερίας μᾶς καθοδηγεῖ βῆμα βῆμα ἡ ᾽Εκκλησία μας πάντοτε, κατεξοχήν ὅμως τήν περίοδο τῆς Σαρακοστῆς πού βρίσκεται ἐπί θύραις. 

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ



«᾽Αναστάς πορεύσομαι πρός τόν πατέρα μου» (Λουκ. 15, 18)

α. Είναι τρομερή η ενέργεια που περικλείει η παραβολή του ασώτου, το ευαγγελικό ανάγνωσμα της ομώνυμης Κυριακής, η οποία αποτελεί το δεύτερο σκαλοπάτι της εισόδου μας στο ευλογημένο Τριώδιο. Κι αυτό γιατί προεκτείνει τη δυναμική της μετάνοιας, που τόνισε η προηγουμένη Κυριακή με την παραβολή του Τελώνου και του Φαρισαίου, ως εκείνης της εσωτερικής αλλαγής του ανθρώπου, η οποία δίνει την ώθηση για πραγματική σχέση με τον Θεό Πατέρα. Εννοούμε ότι αν στο πρόσωπο του Τελώνη είδαμε την εν ταπεινώσει κραυγή της μετάνοιας που αποδέχεται ο Θεός – «ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ» - στο πρόσωπο του μικρού γιου της παραβολής του ασώτου βλέπουμε τη μετάνοια ως κίνηση της υπάρξεως, προκειμένου να απεγκλωβιστεί από το χάος της απώλειας και της νέκρωσης της αμαρτίας και να βρει το αληθινό της πρόσωπο: αυτό που ανατέλλει με τη θέα του προσώπου του Πατέρα Θεού. «Αναστάς πορεύσομαι προς τον Πατέρα μου», θα σηκωθώ και θα πάω προς τον πατέρα μου.  Δεν είναι τυχαίο, γι’ αυτό, που η παραβολή του ασώτου, κατά την εκκλησιαστική ορολογία, έχει χαρακτηριστεί ως «το μαργαριτάρι των παραβολών του Κυρίου» και ως «το ευαγγέλιο των ευαγγελίων». Πουθενά αλλού δεν παρουσιάζεται με τόση ένταση η κατάντια της αμαρτίας, αλλά και η αγάπη του Θεού, το φιλεύσπλαχνο και το φιλάνθρωπο του μεγάλου Πατέρα.

β. 1. Δεν θα ασχοληθούμε με την περίπτωση του μεγάλου γιου: αυτός λειτουργεί με τρόπο που ενώ εξωτερικά φαίνεται να είναι καλός και υποτακτικός, στην πραγματικότητα είναι στην αντίπερα όχθη του Πατέρα του. Δεν μπορεί να κατανοήσει την αγάπη του, δεν νιώθει καν ότι είναι γιος του. Ο Πατέρας του τον αντιμετωπίζει διαρκώς ως γιο του -  «όλα τα δικά μου είναι δικά σου» -   εκείνος επιμένει να έχει τη συνείδηση δούλου και μισθωτού - «τόσα χρόνια σου δουλεύω». Πρόκειται για μία διαφορετικού τύπου από ό,τι στον μικρό γιο κατάντια στην αμαρτία,  για μία άλλη ασωτία, όπως έχει ειπωθεί, στην οποία δεν φαίνεται να υπάρχει κάποια λύση. Η τελική στάση του μεγάλου γιου μένει μετέωρη. Ο Χριστός δεν κάνει αποτίμηση αυτής.
Στον μικρό γιο όμως τα πράγματα είναι πιο ξεκάθαρα: ο μικρός γιος, λόγω της φυγής από το σπίτι του Πατέρα, έχει οδηγηθεί σε έσχατη πτώση: ζει στερημένα («ήρξατο υστερείσθαι»), πεινάει και νιώθει ότι χάνεται («λιμώ απόλλυμαι»), γίνεται δούλος άλλων («εκολλήθη ενί των πολιτών»), ενώ το αίσθημα της ορφάνιας τον έχει καταβάλει («ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου»).  Κι είναι μία τραγική κατάσταση, που αξιολογικά επιβεβαιώνεται από ό,τι ο Πατέρας του θα πει αργότερα: «Ούτος ο υιός μου νεκρός ην…και απολωλός». Νεκρός και χαμένος. Αυτό πράγματι είναι το τίμημα της αμαρτίας: νομίζει κανείς ότι απελευθερώνεται, ότι βρίσκει τον εαυτό του, και τελικώς γίνεται δούλος, χάνει τον εαυτό του, νεκρώνεται. Κι αυτό συμβαίνει διότι ακριβώς ο άνθρωπος φεύγει από τη φυσιολογική του κατάσταση: να είναι με τον Πατέρα του, να ζει στο σπίτι το δικό του. Είναι η τραγική ερμηνεία που δίνει ολόκληρη η Αγία Γραφή σχετικά με το δράμα της πορείας του ανθρώπου: ο βασιλιάς άνθρωπος, ο «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού» δημιουργημένος ξεπέφτει λόγω της άρνησής του να υπακούσει στον Θεό Πατέρα. Αμαρτάνει και με την αμαρτία του εισέρχεται ο θάνατος στο ανθρώπινο είδος. «Διά της αμαρτίας ο θάνατος».

2. Στον μικρό γιο όμως παρακολουθούμε και την ανάστασή του από την πτώση του: «αναστάς» - ό,τι κατανοείται ως μετάνοια.  Έρχεται κάποια στιγμή που συναισθάνεται τι είχε συμβεί, που νιώθει την εξαθλίωση της υπάρξεώς του – «εις εαυτόν ελθών», συναισθάνθηκε τι του είχε συμβεί – και αποφασίζει να αλλάξει. Κι αυτό θα πει ότι η αμαρτία έχει ένα όριο, φτάνει δηλαδή κανείς σε ένα σημείο που βλέπει ότι «δεν πάει άλλο». Κι αυτό το οριακό σημείο της έσχατης πτώσεως, του «μπουχτίσματος» της αμαρτίας, μπορεί να λειτουργήσει ως νέα αρχή, ως νέα αφετηρία. Πότε όμως; Όταν υπάρχει η στροφή προς το πατρικό σπίτι. Όταν η ανάμνηση του Πατέρα παραμένει ζωντανή και η εικόνα του λειτουργεί θετικά στον απομακρυσμένο από Αυτόν άνθρωπο. «Αναστάς πορεύσομαι προς τον Πατέρα μου». Ο άσωτος μπορεί να είχε χαθεί μέσα στις αμαρτίες, μπορεί να είχε νεκρωθεί προσωρινά από ό,τι έκανε, όμως ακριβώς αυτό γίνεται η αφορμή να θυμηθεί το πρόσωπο του Πατέρα, του γεμάτου αγάπη και στοργή απέναντί του.  Θα λέγαμε ότι βρίσκεται σε ένα είδος προνομιακής θέσεως: έχει σπίτι και έχει Πατέρα, που τον αγαπά.  Δεν θυμίζει τούτο αυτό που έλεγε ο Γέροντας Παΐσιος, ότι τα παιδιά που απομακρύνονται από τον Θεό, ενώ σχετίζονταν μικρά με την Εκκλησία, δεν πρέπει να τα φοβόμαστε, γιατί, όταν συνέλθουν, θα ξέρουν πού θα γυρίσουν; Για να πει στη συνέχεια: εκείνα που δεν γνώρισαν καθόλου τον Θεό, αυτά να λυπάσθε. Γιατί όταν θα έλθει η στιγμή να συνέλθουν, δεν θα ξέρουν πού να πάνε.
Το «αναστάς πορεύσομαι προς τον Πατέρα μου» σημαίνει λοιπόν την ουσία της σώζουσας μετάνοιας. Αναγνωρίζω την πτώση μου, την αμαρτωλότητά μου, την απομάκρυνσή μου από το θέλημα του Θεού, όμως δεν μένω εκεί. Στρέφομαι με δύναμη προς τον Θεό, σ’ Αυτόν που με αγαπά και με σέβεται. Η συναίσθηση της αμαρτίας δηλαδή και η πίστη στην αγάπη του Θεού Πατέρα συνιστούν τα δομικά στοιχεία της μετάνοιας. Ένα από τα δύο αν λείπει, δεν έχουμε γνησιότητα αυτής. Κι αυτό υπήρξε για παράδειγμα και το δράμα του μαθητή του Χριστού Ιούδα: ένιωσε την αμαρτία της προδοσίας του απέναντι στον Δάσκαλο, δεν μπόρεσε όμως να πιστέψει στην αγάπη Του. Κι ενώ μετάνιωσε, δεν σώθηκε. Διότι τον κατέλαβε η απελπισία και η απόγνωση – τα μεγαλύτερα όπλα του εχθρού διαβόλου.

3. Η εικόνα του φιλόστοργου και φιλεύσπλαχνου Πατέρα λοιπόν  είναι και το κρισιμότερο στοιχείο για να υπάρξει και να λειτουργήσει η μετάνοια στον μικρό γιο, τον άσωτο, τον καθένα δηλαδή από εμάς άνθρωπο. Δεν φαίνεται να ήταν πρωτίστως οι συνέπειες της αμαρτίας, αλλά η εικόνα του Πατέρα εκείνο που έδωσε την αποφασιστική ώθηση στον άσωτο για να μετανοήσει. Αν ο άσωτος μέσα στην κατάντια του και την απελπισία του είχε ως εικόνα Πατέρα έναν σκληρό και αυστηρό ελεγκτή και δικαστή, ουδέποτε θα είχε πάρει τον δρόμο της επιστροφής. Η κατάντια θα ήταν μόνιμη. Και σίγουρα θα γινόταν χειρότερη. Ο Πατέρας του όμως – το πρότυπο για κάθε αληθινό πατέρα – παρουσιάζεται με αληθινή αγάπη απέναντί του. Κι η μεγαλύτερη απόδειξη: ο σεβασμός της ελευθερίας του. Δεν τον καταπιέζει για να μείνει στο σπίτι, δεν του αρνείται την έξοδο, δεν τον απειλεί, δεν «του κρατάει μούτρα». Ενώ γνωρίζει το τραγικό αποτέλεσμα της κακής επιλογής του παιδιού του, το αφήνει να αποφασίσει ελεύθερα. Γιατί ακριβώς το αγαπάει. Και η συνέχεια της παραβολής επιβεβαιώνει το αέναο της αγάπης αυτής: περιμένει πάντοτε την επιστροφή του παιδιού του, χαίρεται με απόλυτο τρόπο όταν πραγματοποιείται αυτή. Είναι η εικόνα του Θεού Πατέρα μας, που επειδή είναι τόσο καταλυτική, έχουν πει ότι δεν πρέπει η παραβολή να λέγεται «του ασώτου», αλλά «του φιλεύσπλαχνου ή σπλαχνικού πατέρα». Η πλήρης αγάπης στάση Του είναι και το πιο καθοριστικό στοιχείο της παραβολής. Δεν είναι τυχαίο που είπαν ότι αν χάνονταν όλες οι άγιες Γραφές, αλλά κάποιος προλάβαινε να κρατήσει τη συγκεκριμένη σελίδα με την παραβολή του ασώτου, θα ήταν και μόνη αυτή αρκετή για να αναπληρωθεί όλη η διδασκαλία του Κυρίου: εκεί παρουσιάζεται ποιος είναι ο Θεός και πόσο αγαπά το πλάσμα Του, τον άνθρωπο. Γι’ αυτό και η αγάπη του Θεού εν προσώπω Ιησού Χριστού είναι το πλέον αδιαπραγμάτευτο γεγονός σε όλη τη διδασκαλία της Εκκλησίας μας. Μπορεί κανείς τα πάντα να αμφισβητήσει, όχι όμως την αγάπη του Θεού. Κι όμως, είναι αυτό στο οποίο χωλαίνουμε ακόμη και οι χριστιανοί. Αν πολλές φορές δεν μετανοούμε όπως πρέπει, αν ταλαιπωρούμαστε στη ζωή αυτή, ενώ μας έχει δοθεί το μεγαλύτερο δώρο του Θεού: να είμαστε δικοί Του και μέλη του αγίου σώματός Του, είναι διότι αμφισβητούμε την αγάπη Του. Θέλουμε να πιστεύουμε ότι οι αμαρτίες μας, η κατάντια μας είναι πολύ μεγάλα για τον Θεό και υπερβαίνουν την αγάπη Του.

4. Και τι γίνεται πια με τη μετάνοια του ασώτου; Αναγνωρίζοντας τις αμαρτίες του, παίρνοντας τον δρόμο επιστροφής στον Πατέρα του, θέλει να εκφράσει τα συναισθήματά του με την εν ταπεινώσει εξομολόγησή του. «Πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου∙ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου∙ ποίησόν με ως ένα των μισθίων σου». Καταλαβαίνει ότι η ντροπή δεν είναι στη μετάνοια και την επιστροφή του. Ήταν στην κατάσταση της αμαρτίας του. Κι η πορεία επιστροφής του παίρνει γι’ αυτόν την πιο απρόσμενη εξέλιξη: ο Πατέρας είναι Αυτός που τρέχει προς αυτόν. Για να τον αγκαλιάσει, να τον αποκαταστήσει στην πρώτη δοξασμένη θέση του, να κάνει το μεγαλύτερο πανηγύρι που μπορούσε. Χωρίς μάλιστα όχι να τον επιπλήξει, αλλ’ ούτε καν να τον ρωτήσει. Στον Πατέρα, τον Θεό μας, φθάνει η με μετάνοια προσφορά της αμαρτίας μας. Σαν τη φωνή που άκουσε ο  άγιος Ιερώνυμος την ημέρα των Χριστουγέννων, όταν ζητούσε από τον Θεό να του πει τι δώρο θα μπορούσε να του κάνει, ώστε να Τον ευχαριστήσει: τις αμαρτίες σου, Ιερώνυμε.

 γ. Η παραβολή του ασώτου έρχεται ως συνέχεια της παραβολής, είπαμε, του Τελώνου και του Φαρισαίου. Μας αποκαλύπτει ότι για τον Θεό μας, συνεπώς και για την Εκκλησία, σημασία δεν έχει το αναμάρτητο – ανέφικτο άλλωστε για όλους – του ανθρώπου, αλλά η μετάνοιά του. Είναι γνωστό ότι άγιος δεν είναι ο αναμάρτητος, αλλά ο μετανοημένος αμαρτωλός. Η μετάνοια είναι αυτή που μεταποιεί για εμάς την μία πάντοτε αγάπη του Θεού μας και την κάνει να λειτουργεί ως Παράδεισος. Ακόμη κι ο διάβολος αν μετανοούσε, θα ζούσε στον Παράδεισο ως και πάλι άγγελος Εκείνου. Δεν το θέλει όμως. Το θέμα όμως είναι τι κάνουμε εμείς; Πρέπει να είμαστε ευγνώμονες, διότι μέσα στην Εκκλησία μας ό,τι είπε ο Κύριος ως παραβολή, γίνεται πραγματικότητα: ερχόμαστε με τις αμαρτίες μας, με τη συναίσθηση της τραγικότητάς μας, για να ριχτούμε όμως στην αγκαλιά Του, μέσα από το μυστήριο της μετανοίας, που καταλήγει στο ευλογημένο εξομολογητήριο. Εκεί αρχίζουμε να ντυνόμαστε και πάλι τη στολή την πρώτη, να τρώμε τον μόσχο τον σιτευτό, να γινόμαστε ένα με τον Κύριο. Σ’ αυτό μας προσανατολίζει για μία ακόμη φορά η Εκκλησία μας, με το Τριώδιο και τη Σαρακοστή που έρχεται.

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ, ΣΥΝΑΣΚΗΤΗΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΡΟΚΟΠΙΟΥ




«Ο όσιος Βασίλειος έζησε επί της βασιλείας Λέοντος του εικονομάχου. Άφησε τον κόσμο και τα εν τω κόσμω κι έγινε μοναχός. Κι αφού ασκήθηκε πρώτα με τρόπο θεάρεστο, ύστερα, όταν άρχισε η μάχη κατά των αγίων εικόνων, αντιστάθηκε δυνατά στους εικονομάχους. Αποτέλεσμα ήταν να συλληφθεί και να υποστεί πολλές τιμωρίες, αλλά δεν υποχώρησε. Αντιθέτως, κήρυσσε την αλήθεια μέχρι θανάτου, έχοντας ως σύμμαχο και τον θείο Προκόπιο τον Δεκαπολίτη. Γι’ αυτόν τον λόγο και ξέσχισαν με σιδερένια νύχια όλο το σώμα του και τον τράχηλό του και τον έριξαν στη φυλακή. Έτυχε όμως και πέθανε ο τύραννος, οπότε ο όσιος ελευθερώθηκε. Κι από τη φυλακή βγαίνοντας, συνέχισε τον ίδιο τρόπο ζωής. Προετοίμαζε και καθοδηγούσε πολλούς στον δρόμο της αρετής και επανέφερε τους πλανηθέντες στην ορθόδοξη πίστη, μέχρις ότου με χαρά και με ευχαριστία εκδήμησε προς τον Θεό, τον Οποίο ποθούσε από βρέφους».  

Πάντοτε η ασκητική παράδοση της Εκκλησίας μας προβάλλει ως τρόπο ζωής κάτι που προκαλεί τη λογική του κοσμικού μη εν Θεώ ζώντος ανθρώπου, έστω κι αν χαρακτηρίζεται επιφανειακά χριστιανός: ότι δηλαδή η εγκράτεια ως περιορισμός των σαρκικών ηδονών αποτελεί την τρυφή του πιστού, η πτωχεία ως συνειδητή επιλογή συνιστά τον πλούτο του, η ακτημοσύνη ως άρνηση κατοχής οιωνδήποτε υλικών πραγμάτων, κυρίως δε εσωτερικής δέσμευσης σε αυτά, είναι η μεγάλη περιουσία του, η ταπείνωση είναι ο έπαινός του. Κι αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο χριστιανός αγωνίζεται κατά του κεντρικού πάθους του ανθρώπου, της φιλαυτίας με όλα τα παρακλάδια της: της φιληδονίας, της φιλαργυρίας, της φιλοδοξίας, ώστε να τη μεταστρέψει και να την κάνει φιλοθεΐα και φιλανθρωπία. Δηλαδή κτυπά τα πάθη του με τις αντίστοιχες αρετές, ώστε μεταστρέφοντας με τη χάρη του Θεού τη φιλαυτία σε φιλοθεΐα και φιλανθρωπία, να βρει  το σημείο συντονισμού του με τη χάρη του Θεού. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το ζητούμενο πάντοτε είναι ο ίδιος ο Θεός και η χάρη Του στη ζωή του ανθρώπου και το μόνο σημείο που ο άνθρωπος βρίσκει όντως τον Θεό είναι η αγάπη. Από την άποψη αυτή δεν δυσκολευόμαστε να καταλάβουμε ό,τι στο Γεροντικό για παράδειγμα διαβάζουμε για οσίους μας, που έλεγαν: «Πηγαίνω όπου υπάρχει κόπος και εκεί βρίσκω ανάπαυση».
Το παραπάνω σκεπτικό επισημαίνουμε και στην ασκητική ζωή του οσίου Βασιλείου. Ο υμνογράφος μας καθοδηγεί και μας λέει: «Επιθύμησες την πάνω από τον ανθρώπινο νου μακαριότητα του Θεού, γι’ αυτό και θεώρησες, θεσπέσιε, την εγκράτεια ως τρυφή σου, την πτωχεία ως πλούτο σου, την ακτημοσύνη ως μεγάλη περιουσία, την ταπείνωση ως έπαινό σου» («Της μακαριότητος της υπέρ νουν ορεγόμενος, ελογίσω, θεσπέσιε, τρυφήν την εγκράτειαν, την πτωχείαν πλούτον, την ακτημοσύνην περιουσίαν δαψιλή, και ευδοξίαν την μετριότητα») (στιχηρό εσπερινού).  Με άλλα λόγια κανείς δεν μπορεί να συναντηθεί αληθινά με τον Θεό, να νιώσει ζωντανή μέσα του τη χάρη του Πνεύματός Του, έχοντας μέσα του ενεργό το πάθος του εγωισμού με τα παρεπόμενά του. Κι από την άποψη αυτή καταλαβαίνει και την ευλογία της περιόδου της Σαρακοστής, που δίνει πάμπολλες αφορμές ελέγχου των ψεκτών παθών μας και μεταστρέψεώς τους σε ένθεα πάθη, δηλαδή σε αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο.
Ο άγιος υμνογράφος Θεοφάνης, εκτός βεβαίως από την ασκητική διαγωγή του οσίου Βασιλείου, τονίζει σε αρκετούς ύμνους του κανόνα του και την ιδιαίτερη άθληση του οσίου στο θέμα των αγίων εικόνων. Η εποχή του οσίου Βασιλείου αυτό κυρίως αντιμετώπιζε, τη χριστολογική αίρεση των εικονομάχων με την τεράστια πολεμική που είχαν εξαπολύσει κατά των ορθοδόξων,  και εκεί αθλήθηκε ο όσιος: και με τη διδασκαλία του, αλλά και με το μαρτύριό του, από το οποίο πήρε και τον χαρακτηρισμό του ομολογητή. Ο υμνογράφος λοιπόν, συνθεωρώντας μαζί με τον όσιο Βασίλειο και τον μαθητή αυτού Προκόπιο Δεκαπολίτη (27 Φεβρουαρίου), σημειώνει κάτι πολύ ωραίο για τον αγώνα τους αυτόν υπέρ των αγίων εικόνων: σέβονταν οι όσιοι τις εικόνες, γιατί κρατούσαν όρθιο το κατ’ εικόνα Θεού της ψυχής τους. Η τιμή που απένειμαν δηλαδή στις εικόνες της Εκκλησίας μας ήταν η συνέχεια της τιμής που έδιναν στην εικόνα του Θεού μέσα στην καρδιά τους. Κι αυτό σημαίνει: αυτός που έχει ανοικτά τα μάτια της ψυχής του και βλέπει με σεβασμό τον χαρισματικό εαυτό του, τον αναγεννημένο από τη χάρη του Θεού στην Εκκλησία διά του αγίου βαπτίσματος και των λοιπών μυστηρίων, αυτός και μόνον μπορεί να στέκεται σωστά και απέναντι στις εικόνες, οι οποίες αισθητοποιούν τη ζωντανή παρουσία του Χριστού, της Παναγίας, των αγίων μέσα στην Εκκλησία μας. Συνεπώς κατά αντίστροφο τρόπο: οι πολέμιοι των εικόνων, αυτοί που ισχυρίζονται ότι πρόκειται περί «ειδωλολατρικών» πραγμάτων, είναι οι ίδιοι που πρώτα από όλα έχουν γκρεμίσει μέσα τους την εικόνα του Θεού και την αληθινή εικόνα και του ανθρώπου. «Τηρήσατε με ευσέβεια το κατ’ εικόνα της ψυχής, όσιοι, γι’ αυτό και αθληθήκατε στο μαρτύριο, σεβόμενοι την άχραντη εικόνα του Χριστού» («Τηρήσαντες ευσεβώς το κατ’ εικόνα της ψυχής, όσιοι, την του Χριστού άχραντον σέβοντες εικόνα ηθλήσατε» (ωδή γ΄).
Ο άγιος Θεοφάνης δεν φείδεται ύμνων, προκειμένου να προβάλει, όπως είπαμε, τη συνάθληση με τον όσιο Βασίλειο και του μαθητή του, οσίου Προκοπίου. Όχι ένας ή δύο, αλλά έξι ύμνοι μέσα στον κανόνα μιλούν για τον μαθητή, τον σύναθλο, τον σύμπνοο, τον ισόρροπο του οσίου Βασιλείου Προκόπιο. Για παράδειγμα: «Πέτυχες, πάτερ, τον συναθλητή και έμφρονα στρατιώτη, που πρόκοβε πάντοτε στις αρετές, μαζί με τον οποίο με χαρά αγωνίστηκες στο μαρτύριο της σταθεράς άθλησης» («Συνάθλου και στρατιώτου έμφρονος, Πάτερ, επέτυχες, ταις αρεταίς προκόπτοντος αεί μεθ’ ου χαίρων, πανόλβιε, της σταθηράς αθλήσεως διηγωνίσω το μαρτύριον») (ωδή α΄)∙ «Έχοντας την επωνυμία της ουράνιας βασιλείας, πορεύτηκες την οδό που οδηγεί σ’ αυτήν, αφού βρήκες σύμπνοο, δηλαδή ομόψυχο και ομόπιστο τον Προκόπιο» («Βασιλείας ως επώνυμος ουρανίου, την προς αυτήν απάγουσαν οδόν επορεύθης, σύμπνοον ευράμενος Προκόπιον») (ωδή δ΄). Γιατί ο ιδιαίτερος αυτός τονισμός; Χωρίς να αναφέρει επ’ αυτού κάτι ο άγιος Θεοφάνης, προφανώς έχει υπόψη του αυτό που ο λόγος του Θεού πάντοτε σημειώνει: «Αδελφός υπ’ αδελφού βοηθούμενος ως πόλις οχυρά», ο αδελφός όταν βοηθείται από αδελφό είναι σαν οχυρωμένη πόλη. Γιατί αν συμβεί οποιοδήποτε στραβοπάτημα, ο άλλος θα σπεύσει αμέσως σε βοήθεια. Γι’ αυτό «ουαί τω ενί». Αλίμονο στον ένα.

Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2013

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ ΠΡΟΚΟΠΙΟΣ Ο ΔΕΚΑΠΟΛΙΤΗΣ


«Ο όσιος Προκόπιος ακολούθησε πρώτα τον μοναχικό βίο και επιτέλεσε κάθε άσκηση με μεγάλη ακρίβεια. Καθάρισε τελείως τον εαυτό του από τα πάθη του, ενώ έλεγξε και βλεδύχθηκε όλους αυτούς που αθέτησαν με τρόπο δυσσεβή τη σάρκωση του Υιού και Λόγου του Θεού. Έπειτα για χάρη της πίστεώς του μαστιγώθηκε και αναδείχτηκε μέγας ομολογητής, κι αφού έκανε πολλά θαύματα, τότε εκδήμησε προς τον Κύριο».

Ο όσιος Προκόπιος, κατά την υμνολογία της Εκκλησίας μας, αποτελεί μία επιβεβαίωση αυτού που ο Θεός έδωσε στον άνθρωπο ήδη απαρχής της δημιουργίας του: να είναι πλασμένος κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Εκείνου. Μπορεί δηλαδή ο άνθρωπος να διέστρεψε τη δωρεά αυτή του Θεού με την πτώση του στην αμαρτία, με αποτέλεσμα το κατ’ εικόνα του Θεού να σκοτεινιάσει στον άνθρωπο και να χαθεί το καθ’ ομοίωσιν, όμως ο όσιος Προκόπιος, όπως και οι άλλοι βεβαίως άγιοί μας, αξιοποιώντας την υπερφυή έλευση του Θεού ως ανθρώπου στο πρόσωπο του Χριστού, με την οποία αποκατέστησε τον άνθρωπο στην αρχική του κατάσταση κι ακόμη περισσότερο – ο Χριστός καθάρισε την εικόνα του Θεού στον άνθρωπο και ξανάνοιξε την προοπτική του καθ’ ομοίωσιν, της θέωσης αλλιώς, κάτι που επιτυγχάνεται πια μέσα στο ζωντανό σώμα του Χριστού, την Εκκλησία – πίστεψε στον Χριστό και αγωνίστηκε να κρατήσει τη δωρεά Του αυτή ενεργή στη ζωή του. Ήδη το πρώτο στιχηρό του εσπερινού την αλήθεια αυτή τονίζει: «Έγινες κατ’ εικόνα και ομοίωση του Θεού, σύμφωνα με την αρχή της δημιουργίας, παμμακάριστε» («Κατ’ εικόνα γενόμενος του Θεού και ομοίωσιν, κατ’ αρχήν της πλάσεως, παμμακάριστε»). Έτσι και στον άγιο Προκόπιο βλέπουμε τον άνθρωπο στην αποκαταστημένη από τον Χριστό εικόνα του, δηλαδή βλέπουμε τον αληθινό άνθρωπο, όπως βγήκε από τα χέρια του Δημιουργού του, και όχι τον κολοβωμένο και διεστραμμένο της πτώσεως στην αμαρτία. Κι είναι τούτο μία αλήθεια που δεν πρέπει να ξεχνάμε: οι άγιοί μας, λόγω της σχέσης τους με τον τέλειο Θεό και τέλειο άνθρωπο Χριστό, αποτελούν τους τύπους του αληθινού και αυθεντικού ανθρώπου, κυριολεκτικά τα όριά του, γι’ αυτό και πάντοτε η προβολή ενός αγίου αποτελεί πρόκληση μετανοίας για κάθε πιστό.
Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας βεβαίως μας βοηθούν να κατανοούμε κάθε φορά και τον τρόπο που ο άνθρωπος μπορεί να κρατήσει το αξίωμα της εικόνας του Θεού μέσα του που αποκατέστησε ο Χριστός. Κι ο τρόπος αυτός δεν είναι άλλος από τον αδιάκοπα αγώνα του πιστού πάνω στην καθαρότητα της καρδιάς, με το δεδομένο ότι έχουμε πια λόγω του αγίου βαπτίσματός μας τη δύναμη να κάνουμε αυτόν τον αγώνα. Με άλλα λόγια ο βαπτισμένος χριστιανός που έλαβε το σπέρμα του Πνεύματος του Θεού μέσα στην καρδιά του και του δίνει τη διαρκή ώθηση να ζει εν Θεώ, συνεργάζεται ελεύθερα με τον Θεό διά της ασκήσεως των αγίων εντολών Του, οπότε αναδεικνύεται σε ζωντανή κι αυτός πράγματι εικόνα του Θεού, προχωρώντας πάντοτε ανυψωτικά, στην κλίμακα της ομοιώσεως προς Εκείνον. Ο υμνογράφος γίνεται εν προκειμένω πολύ σαφής: «Έκανες διαρκή έγνοια και αγώνα σου να τηρείς το αξίωμα της εικόνας του Θεού, με πανευσεβή λογισμό, με καθαρότητα και αγνότητα του νου, με εγκράτεια απέναντι στα πάθη, με υπακοή στις εντολές του Χριστού και με ορθή πίστη, πανόλβιε» («Το της εικόνας αξίωμα τηρείν διεσπούδασας, λογισμώ πανευσεβεί και νοός καθαρότητι και αγνόητι, και παθών εγκρατεία και τηρήσει των Χριστού διαταγμάτων και ευσεβεία, πανόλβιε») (στιχηρό εσπερινού).
Ο υμνογράφος μάλιστα θεωρεί ότι ο αγώνας αυτός καθάρσεως του νου και εγκρατείας των παθών αποτελεί την προτεραιότητα της ζωής του χριστιανού, κυριολεκτικά τον σκοπό του, με την έννοια προφανώς ότι έτσι ο άνθρωπος μπορεί και κρατάει ζωντανή μέσα του την παρουσία του Θεού, που είναι βεβαίως και το αενάως ζητούμενο. Δεν είναι αυτό που ο ίδιος ο Κύριος είπε με το «ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού και ταύτα πάντα (όλα τα ανθρώπινα δηλαδή) προστεθήσεται υμίν»; Δεν είναι το ίδιο που καθημερινά η Εκκλησία μας, πρωί και εσπέρας και βράδυ, μας τονίζει, λέγοντάς μας «Καταξίωσον, Κύριε, εν τη ημέρα, εν τη εσπέρα, εν τη νυκτί ταύτη, αναμαρτήτους φυλαχθήναι ημάς»; «Ευαρέστησες τον Δημιουργό, ο Οποίος μόνος απαιτεί την κάθαρση της ψυχής μας από εμάς και την ευγένειά της» («Ευηρέστησας τω Κτίσαντι, τω μόνω την κάθαρσιν απαιτούντι παρ’ ημών και ψυχής ευγένειαν») (στιχηρό εσπερινού). Η προτεραιότητα της ζωής μας, όπως μας την υπενθυμίζει και ο όσιος Προκόπιος σήμερα, είναι ακριβώς να κρατάμε την καθαρότητα της καρδιάς, δηλαδή αυτό που μας δόθηκε διά του αγίου βαπτίσματος, με άλλα λόγια να ακολουθούμε τα χνάρια του Χριστού, διότι στην καθαρά καρδία επαναπαύεται μόνον το Πνεύμα του Θεού. «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται».

Ο υμνογράφος μάλιστα σημειώνοντας την αληθινή αυτή προοπτική του ανθρώπου προβαίνει και σε δύο εκτιμήσεις: πρώτον∙ ο άνθρωπος που έχει ως προτεραιότητα της ζωής του το θέλημα του Θεού, είναι ο ισορροπημένος άνθρωπος, ο ψυχικά ομαλός, που δεν εκτρέπεται στη μανία της αθεΐας και της αίρεσης. «Διότι αληθινά καταφρόνησες τη μανία και την τρέλα των αθέων» («της γαρ μανίας αληθώς των αθέων κατεφρόνησας») (ωδή δ΄). Ο υμνογράφος εν προκειμένω κινείται αγιογραφικά. Η παραπάνω εκτίμησή του είναι η εκτίμηση της θεόπνευστης Γραφής: «Είπεν άφρων εν τη καρδία αυτού: ουκ έστι Θεός»: Είπε ο ανόητος μέσα στην καρδιά του: Δεν υπάρχει Θεός. Και δεύτερον ο αληθινός χριστιανός είναι και ο πραγματικά προοδευτικός άνθρωπος, εκείνος που κοιτάζει μπροστά στη ζωή του, υπερβαίνοντας διαρκώς τα όποια σφάλματά του ή τις αμαρτίες του. Η ζωή του χριστιανού με άλλα λόγια αποτελεί μία διαρκή υπέρβαση προς ό,τι αληθινό και ανθρώπινο υπάρχει: την επικράτηση της δικαιοσύνης του Θεού στον κόσμο. Σε έναν ωραιότατο ύμνο από την ωδή ε΄ ο υμνογράφος σημειώνει: «Ανέλαβες στους ώμους σου την πανοπλία του Σταυρού κι ακολούθησες, πάτερ, τον Χριστό, αφήνοντας στη λήθη τα περασμένα και προχωρώντας στους δρόμους που βρίσκονται μπροστά» («Επί των ώμων αναλαβών την διά Σταυρού πανοπλίαν, συ τω Χριστώ ηκολούθησας, των οπίσω, πάτερ, λήθην ποιούμενος και τοις έμπροσθεν δρόμοις επεκτεινόμενος»). Την αλήθεια αυτή μπορεί να τη δανείζεται ο υμνογράφος από τον απόστολο Παύλο, αλλά για να τονίσει ότι ο χριστιανός έχει μία δυναμικότητα που μπορεί να τραντάξει τον κόσμο. Διότι ακολουθεί πάντοτε τον Χριστό κι αφήνει πίσω του οτιδήποτε σάπιο και ευτελές. Η ζωή του χριστιανού, αν είναι λίγο συνεπής, είναι μία βόμβα ανθρωπισμού στον αιχμαλωτισμένο από τον διάβολο κόσμο μας. Τα αποτελέσματα μπορεί να μην είναι αμέσως εμφανή και ορατά, υπάρχουν όμως και δρουν κατά υπόγειο τρόπο, όπως και ο σπόρος που δεν φαίνεται θαμμένος στη γη, έρχεται ώρα που καρποφορεί, για να γίνει δέντρο μεγάλο.

Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2013

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΤΑΡΑΣΙΟΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ

«Ο άγιος Ταράσιος δογμάτισε την προσκύνηση των σεπτών και αγίων εικόνων και δι’ αυτού η βασιλική αρχή και ρωμαϊκή εξουσία επανήλθε προς τις σεπτές παραδόσεις των αγίων Αποστόλων και των Οικουμενικών Συνόδων και η αγία Εκκλησία ενώθηκε με τα υπόλοιπα Πατριαρχεία. Έζησε ο Ταράσιος ευσεβώς και έγινε αξιοσέβαστος στους βασιλείς, ενώ ίδρυσε και ιερό μοναστήρι πέραν του στενού, όπου συνάθροισε πλήθη μοναστών. Υπήρξε πολύ ελεήμων στους πτωχούς, διακυβέρνησε καλώς την Εκκλησία επί είκοσι δύο έτη και δύο μήνες και τελειώθηκε εν ειρήνη, οπότε και κατατέθηκε το σκήνωμά του στο μοναστήρι που κτίστηκε από τον ίδιο. Ήταν σωματικά κατά πάντα όμοιος με τον Θεολόγο Γρηγόριο, εκτός από την ηλικία και την ουλή κάτω από τον οφθαλμό. Διότι δεν ήταν εντελώς μεγάλος στα χρόνια. Η σύναξή του τελείται στην αγιότατη μεγάλη Εκκλησία».

Τρία είναι τα επίπεδα που προβάλλει η υμνολογία της εορτής του αγίου Ταρασίου: πρώτον η πνευματική ασκητική του διαγωγή, διά της οποίας υπερέβη τα πάθη της σαρκός και έζησε θεωρητικό αγγελικό βίο («όλο το γεώδες των παθών της σαρκός το απέβαλες με τους κόπους της εγκρατείας, Ταράσιε, και έζησες επί γης βίο ισάγγελο»: «όλον της σαρκός σου το γεώδες απέθου εγκρατείας πόνοις, Ταράσιε, και βίον ισάγγελον επί γης διήνυσας») (ωδή η΄), δεύτερον η ορθόδοξη διαποίμανση του ποιμνίου του, με το κήρυγμα των ορθοδόξων δογμάτων, κυρίως της προσκυνήσεως των αγίων εικόνων, και την καταπολέμηση των αιρέσεων («Στερέωσες, Ταράσιε, την ταραγμένη διάνοια των πιστών,  στη άσειστη πέτρα της ορθοδοξίας, και τράνταξες τα θεμέλια της πλάνης και κατέβαλες τις βάσεις των αιρέσεων»: «Ίδρυσας, Ταράσιε, ορθοδοξίας εις άσειστον πέτραν την διάνοιαν, σαλευομένην, βροτών, και εδόνησας θεμέλια της πλάνης και τας των αιρέσεων βάσεις κατέβαλες») (ωδή α΄) «τη βασιλεύουσα διαποίμανες ορθόδοξα, διώχνοντας μακριά τα θηρία των αιρέσεων, θεόπνευστε, και διατρανώνοντας την προσκύνηση των σεπτών εικόνων»: «την βασιλεύουσαν ορθοδόξως εποίμανας, απελάσας θήρας αιρέσεων, θεόπνευστε, την των σεπτών εικόνων τρανώσας προσκύνησιν») (κάθισμα όρθρου),  τρίτον η τεράστια φιλανθρωπική του δράση υπέρ των πτωχών και αναγκεμένων συνανθρώπων του, καρπός της γεμάτης έλεος και αγάπη καρδιάς του («έχοντας την προαίρεσή σου σαν ανεξάντλητο ποτάμι ελέους, ανέβλυσες τους αέναους κρουνούς της ευεργεσίας στους αναγκεμένους»: «ρείθρον την προαίρεσιν ελέους ανεξάντλητον έχων, ιεράρχα, δεομένοις, της ευποιϊας τους αενάους κρουνούς έβλυσας») (ωδή ε΄), που συνεχιζόταν και με τα διάφορα θαύματά του («σαν μέγας ήλιος φωταγείς πάντοτε το πλήρωμα της οικουμένης με τις λάμψεις των δογμάτων σου και των θαυμάτων σου»: «ώσπερ μέγας ήλιος ταις των δογμάτων και θαυμάτων λάμψεσι φωταγωγείς διαπαντός της οικουμένης το πλήρωμα») (κοντάκιον). 

Ο σεμνός υμνογράφος του αγίου Ταρασίου Γεώργιος μάλιστα, γνωστός υμνογράφος της Εκκλησίας μας, θέλοντας να προβάλει ζωντανά και παραστατικά το μέγεθος της αγιότητάς του στους πιστούς, τον παρουσιάζει ως ζωντανή εικόνα και στήλη  που στέκει ενώπιόν μας καλώντας μας να τον ακολουθήσουμε σε ό,τι αυτός πάλεψε να έχει στη ζωή του: την πίστη και τις αρετές. «Στέκεσαι μπροστά μας, σαν γεμάτη πνοή εικόνα και ζωντανή στήλη των αρετών και της πίστεως, Ταράσιε, φωνάζοντας αδιάκοπα με τα έργα και τα λόγια σου, σοφέ, και προτρέπεις όλους τους πιστούς να μιμηθούν εσένα» («Έμπνους ως εικών και στήλη, Ταράσιε, ζώσα προκείμενος αρετών και πίστεως, βοάς απαύστως έργοις και λόγοις, σοφέ, και προς οικείαν μίμησιν πάντας προτρέπεις πιστούς») (ωδή θ΄). Ο υμνογράφος με τον τρόπο αυτό διακηρύσσει την παρρησία στον Θεό του αγίου Ταρασίου. Διότι μόνον ένας που έχει γίνει χριστομίμητος, σαν τον απόστολο Παύλο, μπορεί να έχει το θάρρος να καλεί και τους άλλους να τον ακολουθήσουν στον τρόπο της ζωής του. Όπως δηλαδή ο απόστολος έλεγε «μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς καγώ Χριστού», κατά τον ίδιο τρόπο και ο άγιος Ταράσιος: προέτρεπε τους πιστούς να τον μιμηθούν. Σε αποστολικά ύψη λοιπόν η ζωή του, όπως μας τον παρουσιάζει η Εκκλησία μας.

Κι είναι εκπληκτικό από τη ζωή του, όπως το διαπιστώνουμε και στους μεγάλους Ιεράρχες και Πατέρες της Εκκλησίας μας, το γεγονός ότι παρ’ όλες τις απασχολήσεις του ως αρχιεπίσκοπος, έβρισκε χρόνο για τις εμβριθείς μελέτες του στην Αγία Γραφή – τι ωραία μας δίνει τη διάσταση αυτή ο ύμνος της ακολουθίας του (ωδή γ΄): «Εισέδυσες στον βυθό της θεόπνευστης Γραφής, Ταράσιε σοφέ, κι από εκεί ανείλκυσες τον πολύτιμο μαργαρίτη» («Γραφής εις βυθόν της θεοπνεύστου εισδύσας, Ταράσιε σοφέ, εντεύθεν τον πολύτιμον μαργαρίτην ανείλκυσας») – όπως και το ότι δεν σκλήρυνε την καρδιά του η θεσμική διοικητική του θέση. Η καρδιά του κρατήθηκε ανέπαφη, γεμάτη σπλάχνα οικτιρμών προς όλους τους ανθρώπους, κατεξοχήν μάλιστα προς τους πτωχούς και τους ενδεείς. Το σημειώσαμε και παραπάνω: η καρδιά και η προαίρεσή του ήταν «ανεξάντλητο ποτάμι ελέους και αγάπης». Πόσο πρέπει να τον έχουμε παράδειγμα τον άγιο όλοι οι πιστοί, και μάλιστα εκείνοι που κατέχουν  μεγάλα αξιώματα, είτε στην Εκκλησία είτε στην πολιτεία. Διότι αν τα αξιώματα δεν μας κάνουν πιο σάρκινη την καρδιά μας και δεν θεωρούνται αναβαθμός για μείζονα αγάπη, ασφαλώς δεν έχουν κανένα νόημα. Κι ίσως θεωρηθούν και η καταδίκη μας.

Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2013

Η ΕΥΡΕΣΙΣ ΤΗΣ ΤΙΜΙΑΣ ΚΕΦΑΛΗΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΡΟΦΗΤΟΥ, ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΚΑΙ ΒΑΠΤΙΣΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ (24 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ)




«Η τίμια και σεβάσμια και στους αγγέλους κεφαλή πρώτα μεν βρέθηκε, κατ’ ευδοκία και φανέρωση του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, από δύο μοναχούς στην οικία του Ηρώδη, όταν ήλθαν στα Ιεροσόλυμα για να προσκυνήσουν τον ζωηφόρο τάφο του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Από τους μοναχούς αυτούς την έλαβε κάποιος κεραμέας και την μετέφερε στην πόλη των Εμεσηνών. Επειδή αισθανόταν χαρά κι ευτυχία  στην καρδιά του μέσω αυτής ο κεραμέας, την τιμούσε εξαιρετικά. Έπειτα επειδή επρόκειτο να πεθάνει, την άφησε στην αδελφή του, αφήνοντας την εντολή να μην την μετακινεί ούτε να την ανοίγει, παρά μόνον να την τιμά. Και μετά τον θάνατο της γυναίκας, πολλοί δέχτηκαν την κεφαλή διαδοχικά ο ένας μετά τον άλλον. Τελευταία από όλους η κεφαλή του Προδρόμου περιήλθε σε κάποιο μοναχό και πρεσβύτερο Ευστάθιο, που ανήκε στην κακοδοξία των Αρειανών. Αυτός εκδιώχτηκε από τους ορθοδόξους από το σπήλαιο στο οποίο κατοικούσε, διότι καπηλευόταν τις ιάσεις που γίνονταν διά της τιμίας κάρας, λέγοντας ότι οφείλονται στην κακόδοξη πίστη του, γι’ αυτό κατά θεία οικονομία φεύγοντας άφησε την κάρα του θείου Προδρόμου στο σπήλαιο. Ήταν λοιπόν κρυμμένη εκεί, μέχρι των χρόνων του Μαρκέλλου, που ήταν αρχιμανδρίτης, επί της βασιλείας του Ουαλεντιανού του νέου και του επισκόπου Εμέσης Ουρανίου. Τότε ακριβώς, επειδή αποκαλύφθηκαν πολλά γι’ αυτήν, βρέθηκε να είναι σε υδρία, οπότε εισήχθη στην Εκκλησία από τον επίσκοπο Ουράνιο, ενεργώντας πολλές ιάσεις και θαύματα. Τελείται δε η σύναξη για την εύρεση της κάρας στο αγιότατο Προφητείο του Προδρόμου, που βρίσκεται στην περιοχή του Φωρακίου».

Αφορμή και πάλι για την Εκκλησία μας η εύρεση της τιμίας κεφαλής του Προδρόμου, προκειμένου να τονίσει τη σπουδαία θέση του μεταξύ όλων των αγίων: να θυμηθούμε οι πιστοί ότι ήταν εκείνος που «κήρυξε τη σωτήρια έλευση του Σωτήρος Χριστού, κατενόησε την πτήση του αγίου Πνεύματος που σκήνωσε σ’ εκείνον, κατά το βάπτισμα του Κυρίου, που μεσίτευσε μεταξύ της Παλαιάς και της Νέας χάριτος» (στιχηρό εσπερινού) ότι ήταν εκείνος που «όταν παρανόμησε ο Ηρώδης τον έλεγξε και γι’ αυτό ως παράφρων ο δειλός του έκοψε την κεφαλή»(κάθισμα όρθρου) ότι ήταν εκείνος που «σφράγισε την Παλαιά Διαθήκη και υπήρξε το τέλος των προφητών, ενώ ετοίμασε τον δρόμο της καινής» (ωδή δ΄) ότι τέλος υπήρξε εκείνος που «φάνηκε με τη δύναμη και το πνεύμα του προφήτη Ηλία σαν ακράδαντος πύργος» (ωδή ε΄) ενώ υμνήθηκε από τον Κύριο «ως ο μεγαλύτερος από όλους τους ανθρώπους» (ωδή ζ΄).

Πέραν όμως αυτών. Η υμνολογία της Εκκλησίας μας σήμερα έρχεται να μας εξηγήσει γιατί ο Κύριος θέλησε να τον φανερώσει από την κρυμμένη στη γη για πολλά χρόνια θέση του. Κι η εξήγηση που προσάγει είναι διπλή: αφενός να κηρύξει εκ νέου μετάνοια  στους ανθρώπους, αφετέρου να γίνει ίαμα γι’ αυτούς με τα διάφορα θαύματά του. Με άλλα λόγια η εύρεση της κεφαλής του τιμίου Προδρόμου κατανοείται μέσα στα πλαίσια της ευεργεσίας του Χριστού στον πιστό λαό του, αποτελεί δηλαδή δώρο Του στην Εκκλησία, γιατί θέλει και να τον παρηγορήσει στον κόσμο τούτο με τα ιάματα που προσφέρει δια της κάρας του Ιωάννου, και να τον βοηθήσει και πάλι να βρει τον αληθινό δρόμο της ζωής, που δεν είναι άλλος από τον δρόμο της μετανοίας και του αγιασμού. Οι πολλές αναφορές του υμνογράφου επί των παραπάνω συγκεφαλαιώνονται θα λέγαμε στους στίχους του συναξαρίου: «Από τη γη φανερώνει ο Πρόδρομος τη σεβάσμια κάρα του, προτρέποντας πάλι να κάνουμε καρπούς άξιους της μετάνοιας. Πρόδρομε, συ που βάπτισες παλιά τον λαό στις πηγές των υδάτων, συ τώρα που φάνηκες από τη γη, βάπτιζέ τον στις πηγές των θαυμάτων» («Εκ γης προφαίνει Πρόδρομος σεπτήν Κάραν, καρπούς παραινών αξίους ποιείν πάλιν. Ο Βαπτίσας πριν υδάτων πηγαίς όχλους, γήθεν φανείς βάπτιζε πηγαίς θαυμάτων»).

Αλλ’ είπαμε, οι αναφορές του υμνογράφου είναι πάμπολλες: δεν μπορεί να κάνει οιαδήποτε αναφορά στον άγιο Ιωάννη, χωρίς να νιώσει την ανάγκη να μιλήσει για το πρώτιστο έργο του Προδρόμου, το κήρυγμα της μετανοίας. Προσαρμόζει όμως το έργο αυτό στα δεδομένα της εποχής του, και κάθε εποχής βεβαίως, όσο κι αν είναι σύγχρονη. «Στάλθηκε ο Πρόδρομος σαν φωνή ανθρώπου που φωνάζει στις έρημες καρδιές, εγκεντρίζοντας σ’ αυτές την ευσεβή πίστη του Υιού του Θεού, του αληθινού Θεού» («Απεστάλη βοώντος φωνή ο Πρόδρμος ταις ερήμοις καρδίαις, την του Υιού του Θεού πίστιν ευσεβή εγκεντρίζων του όντως Θεού») (ωδή η΄). Κι είναι ευνόητο για τον άγιο υμνογράφο ότι μιλώντας για τη μετάνοια μιλάμε για την οδό αγιασμού των ανθρώπων, που οδηγεί στο να γίνει ο άνθρωπος κατοικητήριο του Τριαδικού Θεού. Εκεί οδηγεί η μετάνοια και ο αγιασμός: όχι απλώς να γίνει ο άνθρωπος ένας καλός άνθρωπος – πολλοί «καλοί» άνθρωποι από ό,τι μας λένε οι άγιοί μας θα βρεθούν στην κόλαση, σε αρνητική δηλαδή σχέση με τον Θεό – αλλά να γίνει μία φανέρωση Εκείνου, μία ζωντανή παρουσία της Βασιλείας του Θεού στον κόσμο. «Ετοιμάστε, λέει και τώρα (που φανερώθηκε η κεφαλή του) ο Πρόδρομος, την οδό του Κυρίου, διά της αγιότητος. Διότι αυτός θα έλθει μαζί με τον Πατέρα και το Πνεύμα και θα κατοικήσει αιωνίως στις καρδιές μας» («Ετοιμάσατε, φάσκει και νυν ο Πρόδρομος, του Κυρίου την τρίβον, δι’ αγιότητος ούτος γαρ ελθών, συν Πατρί και Πνεύματι, ταις ημών καρδίαις οικήσει εις αιώνας») (ωδή η΄).

Είναι περισσότερο από σαφές έτσι ότι η εύρεση της κεφαλής του τιμίου Προδρόμου λειτουργεί κατεξοχήν εισαγωγικά και αφυπνιστικά προς την περίοδο που εισερχόμαστε σε λίγες ημέρες: τη Σαρακοστή. Δεν υπάρχει καλύτερη προετοιμασία μας γι’ αυτήν, περίοδο νηστείας και εγκρατείας, πνευματικής αφύπνισης και κατάνυξης, από ό,τι μας προβάλλει η τεράστια προσωπικότητα του αγίου Ιωάννου. Κι ακριβώς αυτό επισημαίνει μεταξύ άλλων και η υμνολογία της Εκκλησίας: «Ανέτειλε με λαμπρότητα η τίμια κάρα σου από τους άδυτους κόλπους της γης, Πρόδρομε Ιωάννη…Σε παρακαλούμε να μας δώσεις λύση στα δεινά της ζωής μας, όπως και να διανύσουμε τον καιρό της εγκράτειας καρποφόρα με τις πρεσβείες σου» («Λαμπροφανής ανέτειλεν η τιμία σου κάρα, εκ των αδύτων κόλπων γης, Πρόδρομε Ιωάννη…Δυσωπούμεν σε των δεινών ευρείν λύσιν και τον καιρόν ευμαρώς ανύσαι της εγκρατείας, πρεσβείαις σου») (εξαποστειλάριον όρθρου). Και στους αίνους διαβάζουμε: «Άνοιξε τα προπύλαια της εγκράτειας η πάνσεμνη κεφαλή σου, πανεύφημε, και παρέθεσε σε όλους γλυκύτατη ευχαρίστηση των θείων χαρισμάτων. Σ’ αυτά τα θεία χαρίσματα αν μετέχουμε με πίστη, γλυκαίνουμε την τραχύτητα της νηστείας» («Ήνοιξε προπύλαις της εγκρατείας η πάνσεμνος κεφαλή σου, πανεύφημε, και τρυφήν προέθηκεν ηδυτάτην πάσι θείων χαρισμάτωνων περ μετέχοντες πιστώς, το της νηστείας τραχύ γλυκαίνομεν»).