Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2024

ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ

 

«Χριστιανός είναι η απομίμηση του Χριστού, όσο είναι δυνατόν στον άνθρωπο, και στα λόγια και στα έργα και στη σκέψη. Πιστεύει δε ορθά και αλάνθαστα στην Αγία Τριάδα» (Άγ. Ιωάννης Κλίμακος, λόγ. α΄, 7).

Ο άγιος Ιωάννης σου δίνει τα κριτήρια.  Πρώτον· είσαι χριστιανός αν πιστεύεις «ορθά και αλάνθαστα στην Αγία Τριάδα». Που σημαίνει ότι ζεις και αναπνέεις τη ζωή της Εκκλησίας, αφού εκεί διαφυλάσσεται και κηρύσσεται η ορθή πίστη που απεκάλυψε ο Κύριος Ιησούς. Το «πιστεύω εις ένα Θεόν…και εις ένα Κύριον Ιησούν Χριστόν», δηλαδή, πάει πάντα μαζί με το πιστεύω και «εις μίαν, αγίαν, καθολικήν και αποστολικήν Εκκλησίαν». Είμαι μέλος της Εκκλησίας θα πει είμαι μέλος του Χριστού και βλέπω με την όραση που μου έδωσε και μου δίνει ο ίδιος ο Χριστός. Η ορθή πίστη έτσι υπάρχει εκεί που υπάρχει η κοινή πίστη: των Αποστόλων, των Πατέρων, όλων των αγίων. Χωρισμένος από την Εκκλησία, το μόνο που βλέπω είναι ο εαυτός μου και τα πάθη μου, έστω κι αν επικαλούμαι το όνομα του Χριστού.

Και δεύτερον, μάλλον πρώτον κατά τον άγιο: είσαι χριστιανός, όταν φανερώνεις στην καθημερινότητά σου τον Χριστό. Στο πρόσωπό σου ο κάθε άλλος, γνωστός ή ξένος, να μπορεί να βλέπει την παρουσία Εκείνου. Όχι μόνο στα λόγια, αλλά και στα έργα, ακόμη και στη σκέψη. Άλλωστε ο λόγος και τα έργα είναι γνήσια στον βαθμό που εκφράζουν τον νου και τη σκέψη του ανθρώπου. Όπως το έλεγε ο μέγιστος των αποστόλων άγιος Παύλος: «μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς καγώ Χριστού». Γιατί; Διότι «και ημείς νουν Χριστού έχομεν». Έτσι μη θεωρήσεις χριστιανό εκείνον που πάει να μιμηθεί τον Χριστό με έναν εξωτερικό τρόπο. Είναι υποκριτής. Παίζει θέατρο. Ο χριστιανός ζει τον Χριστό στην καρδιά του και αυτό κατά φυσικό τρόπο αντανακλάται σε όλο το είναι του. Εκεί άλλωστε βρίσκεται και το μεγαλείο του αγίου βαπτίσματος, κατά το οποίο γίνεται ο άνθρωπος πραγματικό μέλος του Χριστού.

Γι’ αυτό βεβαίως και η ζωή του στον κόσμο δεν είναι ρόδινη. Ό,τι σταυρό πέρασε ο Χριστός, το ίδιο, με τη χάρη Εκείνου, περνά και ο χριστιανός. «Ει εμέ εδίωξαν, και υμάς διώξουσιν». Μη δυσανασχετείς λοιπόν με τα βάσανα και τις οδύνες της ζωής. Όταν υπάρχουν σημαίνει ότι βρίσκεσαι στον σωστό δρόμο. Αλλά το τέρμα είναι η χαρά και Ανάσταση. «Ιδού γαρ ήλθε δια του Σταυρού χαρά εν όλω τω κόσμω». Οπότε «ου πάντων η πίστις». «Μικρόν γαρ το ποίμνιον».

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΦΩΤΙΣΤΗΣ ΚΑΙ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΑΡΜΕΝΙΑΣ

«Ο άγιος Γρηγόριος έζησε επί βασιλείας Διοκλητιανού. Ήταν Πάρθος κατά την καταγωγή, υιός του Ανάκ, συγγενής του Κουσαρώ, βασιλιά της Αρμενίας. Συνελήφθη από τον βασιλιά Τηριδάτη ως χριστιανός και υπέμεινε γι’  αυτό πολλές τιμωρίες. Όταν έμαθε μάλιστα ο Τηριδάτης ότι είναι υιός του Ανάκ του Πάρθου που δολοφόνησε τον πατέρα του, του έδεσε τα χέρια και τα πόδια και τον έστειλε στην πόλη Αρταξά, όπου εκεί τον έριξαν σε βαθύ λάκκο, γεμάτο από θηρία και ερπετά. Στον λάκκο αυτό έζησε  δεκαπέντε χρόνια, τρεφόμενος κρυφά από μία γυναίκα χήρα. Στο μεταξύ ο βασιλιάς Τηριδάτης παρεφρόνησε, έτρωγε τις σάρκες του και ζούσε μαζί με τα γουρούνια στα βουνά. Η αδελφή του Κουσαροδούκτα είδε τότε ένα όνειρο κι άκουσε φωνή που έλεγε: Αν δεν βγει από τον λάκκο ο Γρηγόριος, ο Τηριδάτης δεν πρόκειται να γίνει καλά. Πράγματι, η Κουσαροδούκτα απελευθέρωσε τον Γρηγόριο, ενώ την ίδια ώρα θεραπεύτηκε και ο βασιλιάς. Ο Γρηγόριος έγινε επίσκοπος της Αρμενίας, βάπτισε τους κατοίκους της, έφτιαξε πολλές Εκκλησίες, και τελικώς εκδήμησε προς τον Κύριο ειρηνικά».  

Διαβάζοντας κανείς τον βίο του αγίου Γρηγορίου, φωτιστή των Αρμενίων, δύο πράγματα έρχονται στον νου του για να κάνει: ή να κλείσει τα μάτια από ντροπή, μπροστά στη φοβερά μεγάλη προσωπικότητα και το τεράστιο σε βάθος και πλάτος έργο του Γρηγορίου, προσπαθώντας να το «απωθήσει» στο υποσυνείδητό του, ή να αρχίσει να κλαίει για τη δική του κατάντια. Διότι ο άγιος, ένας αυτός – και όχι χιλιάδες «χριστιανοί» όπως εμείς – αλλά «οίκον Τριάδος εαυτόν αποτελέσας» κατά τον υμνογράφο, δηλαδή κάνοντας τον εαυτό του οίκο της αγίας Τριάδος, κατόρθωσε με τη χάρη του Θεού να μεταστρέψει στη χριστιανική πίστη έναν ολόκληρο ειδωλολατρικό λαό, που καταδυναστευόταν από τον πονηρό διάβολο και τις μεθοδείες του. «Λυμαινόμενον αθέως τον εχθρόν χώραν άπασαν, την των Αρμενίων, θεία δυναστεία κατέβαλες∙ και ως πυρσός αναλάμψας κατεφώτισας τους εν σκότει κειμένους, σοφέ, ματαιότητος» (Με τη δύναμη του Θεού νίκησες τον εχθρό διάβολο, ο οποίος κατέστρεφε με την αθεΐα όλη τη χώρα των Αρμενίων. Και αφού έλαμψες σαν πυρσός, φώτισες πολύ δυνατά, σοφέ, αυτούς που βρίσκονται στο σκοτάδι της ματαιότητας). Ο άγιος, γι’  αυτό, αντιπαραβάλλεται με τους αγίους αποστόλους, τους μαθητές του Κυρίου, παραλληλίζεται με τον άγιο Γρηγόριο τον Νεοκαισαρείας τον θαυματουργό, ο οποίος εξίσου με τον σημερινό Γρηγόριο, όταν πήγε στη Νεοκαισάρεια βρήκε ελάχιστους χριστιανούς και όταν έφυγε από τη ζωή αυτή άφησε ελάχιστους ειδωλολάτρες, παραπέμπει στους νεώτερους αγίους Κύριλλο και Μεθόδιο, φωτιστές των Σλαύων.

Η χάρη του Θεού ενήργησε σε όλες τις καλοπροαίρετες καρδιές των Αρμενίων, μέσω του εκλεκτού οργάνου της Γρηγορίου, μ’  έναν τριπλό τρόπο: με τη δύναμη του λόγου του, με τη δύναμη των θαυμάτων που επιτελούσε, με τα θαυμαστά μαρτύρια που πέρασε για την πίστη του. Ο λόγος του πράγματι, επιβεβαιούμενος  και με τα θαύματα που ο Θεός επέτρεπε να επιτελεί, ήταν γεμάτος από δύναμη Θεού και δεν ήταν ανθρώπινα επιχειρήματα, που συνήθως κτυπούν ως «κύμβαλον αλαλάζον» τα αυτιά των ανθρώπων. Με τον λόγο αυτό έπεφταν  οι ειδωλολατρικοί ναοί και φυγαδεύονταν οι κρυμμένοι σ’  αυτούς δαίμονες, ενώ στερεώνονταν οι καρδιές των ανθρώπων στον θεϊκό έρωτα, όπως σημειώνει έκθαμβος ο υμνογράφος. «Ρημάτων σου δυναστεία, ναοί κατερράγησαν και δαιμόνων κατεβλήθη ανίδρυτα ξόανα, και πιστών καρδίαι θεϊκώ ενιδρύθησαν έρωτι». Εκεί όμως που κατεξοχήν λειτούργησε ως φάρος που φώτισε τους ανθρώπους ήταν τα μαρτύρια που υπέστη. Τα μαρτύρια αυτά ήταν η δόξα του, κατά αντιστοιχία με το Πάθος και το μαρτύριο Κυρίου του Θεού του. Το σημειώνει ο θεολογικώτατος ποιητής της ακολουθίας του, για να δείξει ποιο είναι το στίγμα του χριστιανικού μαρτυρίου: «Εις περίβλεπτον σε ύψος μαρτυρίου ανήνεγκεν, υψηλός εν δόξη Κύριος Ύψιστος, ένδοξε∙ ου τα παθήματα χαίρων εξεικόνισας, ιερομάρτυς, δόξα βοών τη δυνάμει σου» (Ο υψηλός στη δόξα Ύψιστος Κύριος, ένδοξε Γρηγόριε, σε ανέβασε σε περίβλεπτο ύψος μαρτυρίου. Τα παθήματα Αυτού (που ήταν η δόξα Του) εξεικόνισες με χαρά, ιερομάρτυς, φωνάζοντας δόξα στη δύναμή Σου).

Αυτού του είδους το χριστιανικό μαρτύριο, ως συμμετοχή στο μαρτύριο του Χριστού, φέρνει αποτελέσματα, τα οποία, ενώ είναι τρανταχτά, δεν φαίνονται με πρώτη ματιά. Το μαρτύριο των αγίων δηλαδή, όπως το Πάθος του Χριστού, περικλείει το μυστήριο της δύναμης του Θεού, πράγμα που σημαίνει ότι όπως σε εκείνο του Σταυρού νικήθηκε - χωρίς να φαίνεται εξωτερικά - η αμαρτία, ο θάνατος και ο διάβολος, έτσι και στων αγίων: συντρίβεται ο διάβολος και τα όργανά του. Θέλουμε να πούμε, ακολουθώντας τους ύμνους της εορτής, ότι κάθε κτύπημα ενός αγίου είναι και κτύπημα κατά της πονηρίας, κάθε πόνος και βάσανός του φέρνει και το βογγητό και την κόλαση του πονηρού. Ας δούμε πόσο ωραία μας το καταθέτει ο εκκλησιαστικός και πάλι ποιητής: «Ραπισμοίς σιαγόνων σου, μύλας συντρίβεις λεόντων, και οχετοίς αιμάτων, δαιμόνων λύθρον εκμειοίς, ειδωλικάς προρρίζους τε, καταστρέφεις στήλας, Αξιάγαστε» (Με τα ραπίσματα των σιαγόνων σου συντρίβεις τα δόντια των λιονταριών, και με τους οχετούς των αιμάτων σου εξαφανίζεις τη βρωμιά των δαιμόνων και καταστρέφεις από τη ρίζα τις στήλες των ειδώλων, αξιοθαύμαστε Γρηγόριε).

Ίσως θα πρέπει κάποτε να μάθουμε να βλέπουμε και τα δικά μας βάσανα, και τους δικούς μας πόνους σ’  αυτήν τη ζωή, με αυτό το «μάτι» της πίστεως: αν τα βάσανά μας τα υπομένουμε με πίστη, τότε και μέσα από εμάς θα λειτουργεί η δύναμη του Θεού, που συντρίβει το κακό και τον διάβολο. Και τότε θα αρχίσουμε να γινόμαστε κι εμείς, σε κάποιο βαθμό ίσως, φωτιστές και των άλλων συνανθρώπων μας, προκειμένου να βρίσκουν το αληθινό φως, τον Ιησού Χριστό.

Τετάρτη 25 Σεπτεμβρίου 2024

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΣΙΛΟΥΑΝΟΣ Ο ΕΝ ΑΘΩ (24 Σεπτεμβρίου)

«Ο Σιλουανός αυτός, ο πολίτης της επουράνιας Ιερουσαλήμ, είχε γονείς ευσεβείς που κατάγονταν από την κώμη Σοβσκ της Ρωσίας, η οποία ανήκε εκκλησιαστικά στη Μητρόπολη Ταμπώβ. Γεννήθηκε το 1866 και κλήθηκε σε μετάνοια ήδη από τη νεότητά του από την ίδια την Πανύμνητο Θεοτόκο και Αειπάρθενο Μαρία.

Όταν έγινε εικοσιεπτά ετών, εγκατέλειψε όλα τα βιοτικά και λαμβάνοντας ως εφόδιο τις ευχές του αγίου Ιωάννη της Κροστάνδης ανεχώρησε για το Άγιον Όρος, γινόμενος μοχανός στο (Ρωσικό) Μοναστήρι του Αγίου Μεγαλομάρτυρος και ιαματικού Παντελεήμονος.

Έδωσε λοιπόν τον εαυτό του ολόψυχα στον Θεό και γι’ αυτό σε λίγο χρόνο όχι μόνο έλαβε τη χάρη της αδιάλειπτης προσευχής από την Υπεραγία Θεοτόκο, αλλά και αξιώθηκε άρρητης θεοφάνειας στον σεβάσμιο ναό του αγίου προφήτου Ηλιού που βρισκόταν κοντά στον μύλο της Μονής του Αγίου Παντελεήμονος. Κατά παραχώρηση Θεού παραδόθηκε σε πολλούς πειρασμούς του πονηρού διαβόλου για δεκαπέντε χρόνια, ενώ ταυτόχρονα αγωνιζόταν να επακολουθεί τα ίχνη του Χριστού, προσφέροντας στον Μόνο που μπορεί να τον σώζει από τον θάνατο δεήσεις και ικεσίες με κραυγή μεγάλη και δάκρυα. Έγινε διδακτός Θεού και άκουσε από τον νομοδότη Κύριο τη φωνή Του να λέει: «Κράτει τον νου σου εις τον άδην και μη απελπίζου». Την εντολή αυτή την κράτησε καθαρή ως κανόνα σε όλη τη ζωή του κι έτσι έτρεξε την οδό του Αντωνίου, του Μακαρίου, του Σισώη, του Ποιμένα και των άλλων ενδόξων καθηγητών της ερήμου, των οποίων και τα πνευματικά μέτρα και τα χαρίσματα απέκτησε, αποκαλυπτόμενος εν ζωή αλλά και μετά θάνατο ως αποστολικός και προφητικός δάσκαλος.

Μας άφησε γραπτά γεμάτα από χάρη και Πνεύμα Άγιο, τα οποία εξέδωσε ο μαθητής και υποτακτικός του Γέρων (όσιος) Σωφρόνιος, ο κτίτορας και αρχιμανδρίτης της ιεράς Μονής των ευσεβών ορθοδόξων στη Βρεττανία (Έσσεξ).

Ήταν δε ο θαυμάσιος Σιλουανός πράος και ταπεινός στην καρδιά, φλογερός στις παρακλήσεις του προς τον Θεό υπέρ της σωτηρίας όλων των ανθρώπων και κήρυκας της αγάπης και προς τους εχθρούς, αγάπης που αποτελεί και το ασφαλέστερο κριτήριο της αληθινής παρουσίας του θείου Πνεύματος.

Μετέβη από τον θάνατο στη ζωή ο μακάριος όσιος Σιλουανός, πλήρης ημερών, κατά την εικοστή Τετάρτη του Σεπτεμβρίου, του έτους 1938».

(Η Εκκλησία εκτιμώντας τις σπάνιες αρετές του, το βάθος της γνώσεως του Θεού που απέκτησε, τις εν Πνεύματι Αγίω γραφές του, τα ποικίλα πνευματικά του χαρίσματα και τις θαυματουργίες του, διεκήρυξε επισήμως την αγιότητά του, κατατάσσοντάς τον στις δέλτους των αγίων μας, την 26η Νοεμβρίου 1987).

Δεν υπάρχει άνθρωπος πιστός στον Θεό, χριστιανός ορθόδοξος αλλά και ετερόδοξος, που να έχει έλθει σε επαφή με τα εμπνευσμένα από το Πνεύμα του Θεού κείμενα του αγίου Σιλουανού, (μάλιστα διερμηνευμένα από το πνευματικό του τέκνο εξίσου όσιο Σωφρόνιο στο έργο του που χαρακτηρίστηκε ως το σημαντικότερο του 20ού αι. «Ο Γέρων (άγιος) Σιλουανός του ΄Αθω»), και να μην αναφωνήσει κατανενυγμένος «ως εμεγαλύνθη τα έργα σου, Κύριε» και «θαυμαστός ο Θεός εν τοις αγίοις Αυτού»! Πολύ περισσότερο ο σοφός και χαρισματούχος υμνογράφος του οσίου, ιερομόναχος Αθανάσιος, ο οποίος με πραγματική καρδιακή αίσθηση και βαθιά αγάπη και γνώση του αγίου εκπόνησε την ακολουθία του, τόσο σημαντική και περιεκτική που και μόνον αυτή αρκεί για να έλθει κανείς σε μέθεξη του πνεύματος του μεγάλου Σιλουανού.

Είναι των αδυνάτων αδύνατο σε ένα μικρό κείμενο να αποτυπώσει κανείς όλες τις διαστάσεις που θίγει ο βαθύνους υμνογράφος – τούτο θα απαιτούσε πολλές σελίδες, ως να έγραφε κανείς μία εκτεταμένη μελέτη για τον άγιο. Θα αρκεστούμε λοιπόν στον σχολιασμό κάποιων επιμέρους στοιχείων, ικανών όμως όπως πιστεύουμε να φωτίσουν έστω δι’ ολίγων τη φωτισμένη από τον Θεό προσωπικότητά του. Και σχεδόν τυχαίως θα επιλέξουμε ως οδηγό το δοξαστικό του εσπερινού του αγίου, το οποίο θίγει εν σμικρώ πολλά.

«Δέχου καὶ μὴ ἀπόρριπτε συμπαθέστατε Πάτερ, τὴν αἴνεσιν ταύτην τὴν μικρὰν πλὴν ὅμως φιλοπάτορα. Τίσι γὰρ λόγοις Ὅσιε, τὸν θαυμαστὸν σου βίον ἐπαινέσωμαι; ὅτι γέγονας τῶν παλαιῶν ἀσκητῶν ἰσοβάθμιος, καὶ ὁδηγεῖς πρὸς τὴν γνῶσιν τοῦ Θεοῦ πεπλανημένας ψυχὰς ὥσπερ ἀστὴρ ἑωθινός, ἐν νυκτὶ βαθείᾳ τῆς σκοτώδους ἁμαρτίας. Καὶ τὴν κτῆσιν διδάσκεις τοῦ Πνεύματος, οὐ λογιστικῶς, ἀλλὰ βιωματικῶς. Ὅθεν σε Σιλουανέ, ὁρῶντες ἐκπληττόμεθα καὶ μακαρίζομεν τὴν ἐνεγκαμένην σε Χώραν, τὴν δὲ πνευματικήν σου πατρίδα μεγαλύνομεν, ἐν ᾗ καὶ τῆς ἁγιότητος πλήρης γέγονας. Πρέσβευε δεόμεθα, τῶν Ἀθωνιτῶν ἡ ἐσχάτη καὶ μεγάλη δόξα, ὑπὲρ ἡμῶν πρὸς Κύριον».

 (Δέξου και μην απορρίψεις, συμπαθέστατε Πάτερ, τη μικρή αυτή αίνεση, αλλ’ όμως φτιαγμένη με αγάπη. Με ποια λόγια λοιπόν, όσιε, θα επαινέσω τον θαυμαστό σου βίο; Διότι έγινες ισοβάθμιος με τους παλαιούς ασκητές και οδηγείς στη γνώση του Θεού σαν πρωινό αστέρι ψυχές που έχουν πλανηθεί μέσα στη βαθιά νύκτα της σκοτεινής αμαρτίας. Και την απόκτηση διδάσκεις του Αγίου Πνεύματος, όχι με λογισμούς και σκέψεις  αλλά βιωματικά. Γι’ αυτό, Σιλουανέ, βλέποντάς σε εκπληττόμαστε και μακαρίζουμε τη χώρα που σε γέννησε, αλλά και δοξολογούμε και την πνευματική σου πατρίδα, μέσα στην οποία έγινες πλήρης και από αγιότητα. Πρέσβευε, παρακαλούμε, συ που είσαι η τελευταία και μεγάλη δόξα των Αθωνιτών, υπέρ ημών προς τον Κύριο).

«Ισοβάθμιος λοιπόν με τους παλαιούς ασκητές» ο όσιος Σιλουανός κατά τον υμνογράφο μας. Δηλαδή της περιωπής των μεγίστων οσίων Αντωνίου του μεγάλου, Ποιμένος, Μακαρίου, Σισώη και των λοιπών ενδόξων αββάδων των Γεροντικών της Εκκλησίας. Που σημαίνει ακριβώς, όπως λέει, ότι μιλάμε για αστέρι πρώτου μεγέθους, για πνευματικό ήλιο που δέχτηκε πλούσια τις λαμπηδόνες του πρώτου Φωτός, της ίδιας της Τρισηλίου θεότητος («Έφθασας εις μέτρα οσίου Αντωνίου», ωδή η΄˙ «Σέ τὸν ἀνέσπερον Ἥλιον βλέποντες φωτιζόμεθα», δοξ. Εσπ.) και γι’ αυτό στο πρόσωπό του ψαύουμε τα σημάδια της παρουσίας του Χριστού μ’ έναν έντονο και μοναδικό τρόπο – ο άγιος γίνεται ο καθοδηγητής μας για να βλέπουμε το πρόσωπο του εν σαρκί φανερωθέντος Θεού μας, έστω κι αν πορευόμαστε εν χώρα και σκιά θανάτου. Από την άποψη αυτή ο άγιος Σιλουανός, μάλλον και ο άγιος αυτός, με τη βιοτή του και τα κείμενά του γίνεται ένας από τους πιο διαπρύσιους ιεραποστόλους της εποχής μας, αλλά και κάθε μελλούσης εποχής.  «Ο Κύριος σε έκανε διδάσκαλο της οικουμένης με όσα έμαθες από την πείρα σου, Σιλουανέ, να διδάσκεις δηλαδή πώς το θείο Πνεύμα έρχεται και κατοικεί στις ψυχές» (ωδή γ΄).

Και τι μας διδάσκει συγκεκριμένα από την πείρα του; Αφενός ότι «σκοπός της πνευματικής ζωής είναι η απόκτηση του Αγίου Πνεύματος» (Σεραφείμ του Σάρωφ), αφετέρου ότι για να φτάσει κανείς στο σημείο αυτό απαιτείται να «δώσει αίμα για να λάβει Πνεύμα». Δεν ήταν «αναίμακτη» η κατά Χριστόν πορεία του μεγάλου αγίου. Δεν πορευόταν απαρχής όπως καθόριζε το θέλημα του Θεού. Αλλά ήταν καλοπροαίρετος – αυτό που συνιστά την προϋπόθεση για την ύπαρξη της σχέσεως με τον Θεό. Και γι’ αυτό η ίδια η Παναγία Μητέρα του Κυρίου μας επενέβη στη ζωή του, καλώντας τον σε μετάνοια. Με τον λόγο του σπουδαίου υμνογράφου: «Ως σωτήρια προίκα έλαβες τη μετάνοια από τη Θεοτόκο. Διότι όταν κατάπιες το φίδι (όταν δηλαδή περιέπεσες σε σαρκικά βαριά αμαρτήματα), τότε ελέγχθηκες από Αυτήν, γιατί δεν της άρεσε η ζωή σου, κι έτσι ο πόθος της ασκήσεως ανέφλεξε την ψυχή σου, Σιλουανέ παμμακάριστε» (στιχ. εσπ.). Πράγματι, έκτοτε στράφηκε ολοκληρωτικά προς τον Θεό με κατάληξη το Άγιον Όρος, αφού ενισχύθηκε ενδιάμεσα και από την προσευχή του μεγάλου Ρώσου αγίου Ιωάννη της Κροστάνδης, που οι προσευχές του τον διαφύλασσαν και δεν τον άφηναν ούτε στιγμή σε ησυχία.  «Έφυγες από τον κόσμο, πάτερ, και εισήλθες στην κάμινο του Άδου, με τις ευχές του Ποιμένα του Θεού (αγίου Ιωάννη της Κροστάνδης)» (λιτή). «Ὁ σοφὸς ποιμὴν Κροστάνδης, τῇ εὐχῇ σε ἐνεύρωσεν, κόσμου ἀποστῆναι»(ωδή δ΄) (Ο σοφός ποιμένας της Κροστάνδης με την προσευχή του σε δυνάμωσε ώστε να απομακρυνθείς από τον αμαρτωλό κόσμο).

Αποδύθηκε σε μεγάλους αγώνες στη Μονή της μετανοίας του, πέρασε από το καμίνι πολλών και ποικίλων πειρασμών, επέμεινε και υπέμεινε άχρι τέλους, δέχθηκε πλήθος αποκαλύψεων από τον Κύριο και την Υπεραγία Θεοτόκο. Συχνά-πυκνά ο υμνογράφος του σημειώνει το πιο γνωστό περιστατικό που περιγράφει ο βιογράφος του όσιος Σωφρόνιος: τότε που εξαντλημένος και σχεδόν απελπισμένος από τις δαιμονικές επιθέσεις λόγω των πειρασμών κενοδοξίας και υπερηφάνειας που αντιμετώπιζε, είδε τον ζώντα Χριστό μέσα από την εικόνα του τέμπλου του ναού. «Ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι τὸν Ζῶντα Χριστὸν ἑωρακώς, τὸ περισσὸν τῆς ζωῆς εἴληφας, Σιλουανὲ ὁσιώτατε» (δοξ. Εσπ.).  «Ποτέ του δεν θα ξεχνούσε το πλήρες αγάπης και υπερνοητής γαλήνης βλέμμα του Ιησού» έγραψε ο άγιος υποτακτικός του Σωφρόνιος. Και βεβαίως ο υμνογράφος αναφέρεται και στην απάντηση που έδωσε ο Κύριος στον σπουδαίο αγωνιστή Του για το πώς να αντιμετωπίζει τις επιθέσεις των λογισμών κενοδοξίας. «Κράτα τον νου σου στον άδη και μην απελπίζεσαι». «Η ταπείνωση είναι δοσμένη, σοφέ, ως όρος της καρποφόρας προσευχής, όπως και η κατάβαση του νου στα βασίλεια του άδη αλλά με σωτήριο απελπισμό είναι η οδός των Πατέρων. Αυτήν την οδό πορεύτηκες, θεοφόρε, με πίστη και έφτασες σε μέτρα οσίου Αντωνίου» (ωδή η΄).

Δεν ήταν όμως η εμφάνιση του Κυρίου μέσα από την εικόνα Του η μοναδική φορά παρουσίας στον αγαπημένο Του δούλο. Σημειώνει ότι του δόθηκε η μεγάλη αυτή χάρη και σε περίσταση που δεν το περίμενε: όταν διακονούσε τους συνανθρώπους του στο διακόνημα της τράπεζας. Επειδή τους  διακονούσε με όραση Χριστού, έβλεπε δηλαδή στο πρόσωπό τους Εκείνον, γι’ αυτό και ο Κύριος τον αντάμειψε με το να Τον δει και πάλι. «Τὴν τοῦ δεσπότου παρουσίαν ἔχων ἀεὶ πρὸ ὀφθαλμῶν σου, ὡς πιστὸς οἰκονόμος τῆς χάριτος Αὐτοῦ, ἐν τῷ μύλωνι τοὺς ἀδελφούς σου διηκόνεις, ἔνθα καὶ ἠξίωσαι τῆς τοῦ Χριστοῦ ἀρρήτου ἐμφανείας, τοῦ Ἄρτου τῆς ζωῆς» (λιτή). (Έχοντας πάντοτε μπροστά στα μάτια σου την παρουσία του Κυρίου, ως πιστός οικονόμος της χάριτός Του, διακονούσες τους αδελφούς στον μύλο, όπου και αξιώθηκες της άρρητης εμφάνισης του Χριστού που είναι ο Άρτος της ζωής).

Οπότε κατανοεί κανείς ότι ο άγιος Σιλουανός ζούσε με βαθύτητα τη μετάνοια ως αδιάκοπη αναζήτηση του Θεού, την ταπείνωση που τον έκανε να βλέπει την πραγματικότητα του εαυτού του μέσα στη χάρη Εκείνου, την εν Χριστώ αγάπη ως θυσιαστική στάση του έναντι όλων των αδελφών του, στοιχεία που οδηγούσαν σε όλα τα θαυμάσια που ο Θεός έχει υποσχεθεί στους γνήσιους δούλους Του.  Η ποιητική απόδοση των παραπάνω από τον μεγάλο υμνογράφο είναι καταπληκτική. Επιλέγουμε: «Θέλων ὁ Πανάγαθος Δεσπότης, ῥᾳδίαν ἐργάσασθαι βροτῶν, τὴν σωτηρίαν ἔθηκεν, ὥσπερ θεὸν ἐπίγειον, δι' οὗπερ ἀναγόμεθα πρὸς Τούτου ἕνωσιν, πλησίον, ὡς γραφαῖς ἐκδιδάσκει, ὁ φιλαδελφίᾳ, Σιλουανὸς βιώσας» (ωδή η΄). (Θέλοντας ο πανάγαθος Δεσπότης να γίνει εύκολη η εργασία της σωτηρίας για τους ανθρώπους, έθεσε σαν επίγειο θεό, μέσω του οποίου ανεβαίνουμε για την ένωση μ’ Αυτόν, τον συνάνθρωπο, όπως διδάσκει στις γραφές του ο Σιλουανός που βίωσε με αγάπη) – ό,τι αδιάκοπα τονίζουν τα Γεροντικά ως μοναδική οδό θεώσεως του ανθρώπου: «Είδες τον αδελφόν σου, είδες Κύριον τον Θεόν σου!». («Τί εἴπω Πάτερ ὁ ἀναιδέστατος; σοῦ καθορῶν, τοῦ βίου τὸ πανάπαν συμπέρασμα, δι' οὗ εἴληφας τῆς Χάριτος πλήρωμα, τὴν ταπεινοφροσύνην˙  ὅμοιος γέγονας, τῷ ταπεινωθέντι Ἰησοῦ, Οὗ ἠλλοτρίωμαι» (ωδή θ΄) (Τι να πω, πατέρα, ο αναιδέστατος εγώ, καθώς βλέπω το τελικό συμπέρασμα του βίου σου, με το οποίο έλαβες το πλήρωμα της χάριτος, δηλαδή την ταπεινοφροσύνη. Με αυτήν έγινες όμοιος με τον Ιησού που έζησε ταπεινά, από τον Οποίο εγώ έχω αποξενωθεί).

Και η ταπείνωση αυτή του Σιλουανού και η αγάπη του προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο ήταν τα καίρια στοιχεία της αληθινής και γνήσιας μετανοίας που επέδειξε, όπως είπαμε, απαρχής της στροφής του προς τον Θεό, ανταποκρινόμενος στη θαυμαστή επέμβαση της Υπεραγίας Θεοτόκου. Αλλά ο καλός υμνογράφος επισημαίνει το πιο σημαντικό ίσως σημείο της γνησιότητας της μετανοίας. Διότι πολλοί δείχνουν ότι μετανοούν, αλλά μετά από κάποιο διάστημα, μικρό ή μεγάλο, επανέρχονται στις δικές τους αμαρτωλές συνήθειες. Ποιο ήταν αυτό; Η μέχρι θανάτου απόφαση του αγίου να παραμείνει πιστός στη Μονή της μετανοίας του και στις άγιες εντολές του Κυρίου του. Ο όσιος Σιλουανός κατάλαβε απαρχής ότι αν η στροφή προς τον Θεό δεν περάσει μέσα από τον θάνατο του εαυτού του, δηλαδή του εγωιστικού του φρονήματος, προκοπή και πνευματική ζωή δεν υφίσταται. Όταν ο απόστολος Παύλος έλεγε ότι για να έχει ζωντανή σχέση με τον Χριστό είναι δεδομένη η συσταύρωση μαζί Του, («Χριστώ συνεσταύρωμαι, ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός»), όταν διαρκώς απεκάλυπτε ότι όλοι οι μαθητές του Χριστού «περιφέρουν τη νέκρωση του σώματός τους» για να επιτελούν θεάρεστα την αποστολή τους, δεν ήταν δυνατόν και ο πιστός Σιλουανός να απέχει από αυτήν την πραγματικότητα, όπως πρέπει να συμβαίνει με κάθε εν επιγνώσει χριστιανό.

«Ἔστησας ἐπὶ πέτραν τοὺς πόδας σου, Σιλουανὲ τῆς μετανοίας, λογιζόμενος ἀνυπερθέτως, ὅτι ἐνταῦθα ἀποθανοῦμαι διὰ τὰς ἁμαρτίας μου» (λιτή) (Έστησες τα πόδια σου, Σιλουανέ, πάνω στην πέτρα της μετάνοιας, με τον λογισμό ότι οπωσδήποτε εδώ, στη Μονή της μετανοίας μου, θα πεθάνω για τις αμαρτίες μου). «Μετανοίας σου, ἡ δύναμις ἀνέκφραστος, Σιλουανὲ θαυμαστέ, οὐκέτι λυπῆσαι γάρ, Θεὸν τὸν φιλάνθρωπον, Πάτερ ἐσπούδασας, ἐργαζόμενος, εἰρήνην συνειδήσεως δι' ἀγάπης φιλοθέου», ωδή ζ΄) (Είναι ανέκφραστη, Σιλουανέ θαυμαστέ, η δύναμη της μετανοίας σου. Διότι αφιέρωσες τη ζωή σου ώστε να μη λυπήσεις καθόλου πια τον φιλάνθρωπο Θεό, πάτερ, έχοντας ως έργο σου την ειρήνη της συνειδήσεως με τη φιλόθεη αγάπη).  

Μέγας ο Σιλουανός ως μάρτυρας της αγάπης προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο, ως ένας από εκείνους που και στον σύγχρονο κόσμο μας φανερώνει ότι «ζη Κύριος ο Θεός»! Και τι πιο άμεσο για τον καθένα μας, εφόσον αποδεχόμαστε την πραγματικότητα αυτή, να έρθουμε σε επαφή με τα κείμενά του, τα γεμάτα χάρη και σοφία Θεού, όπως μαρτυρούν από την εμπειρία τους όλοι όσοι το έκαναν!

Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2024

ΟΧΙ ΔΥΟ ΓΝΩΜΕΣ ΣΤΗΝ ΨΥΧΗ

«Ο μακάριος Μωυσής, θέλοντας με παραδείγματα να δείξει ότι η ψυχή δεν πρέπει να ακολουθεί δυο γνώμες, δηλαδή το καλό και το κακό, αλλά μόνο το καλό, ούτε να καλλιεργεί δύο είδη καρπών, δηλαδή ωφέλιμους και βλαβερούς, αλλά μόνο ωφέλιμους, λέει: “Στο αλώνι σου, δε θα ζέψεις μαζί ζώα διαφορετικού γένους, λ.χ. βόδι με γαϊδούρι, αλλά αφού ζέψεις ζώα του ίδιου γένους, να αλωνίσεις τα σπαρτά σου”, -δηλαδή στο αλώνι της καρδιάς μας να μην αλωνίζουν μαζί αρετή και κακία, αλλά μόνον η αρετή.

“Δεν θα υφάνεις λινό μαζί με μάλλινο ύφασμα, ούτε μαλλί με λινό. Δε θα καλλιεργήσεις στο χωράφι σου δύο είδη καρπών μαζί. Δε θα διασταυρώσεις ζώα διαφορετικού γένους, αλλά θα ενώσεις ζώα ίδιου γένους”.

Με όλα αυτά υπαινίσσεται με μυστικό τρόπο ότι δεν πρέπει να καλλιεργούνται μέσα μας, όπως είπαμε, κακία και αρετή, αλλά να γεννιούνται αποκλειστικά οι γόνοι της αρετής· ούτε να μετέχει η ψυχή σε δύο πνεύματα, στο πνεύμα του Θεού και στο πνεύμα του κόσμου, αλλά μόνο στο πνεύμα του Θεού, και να καρποφορεί μόνο τους καρπούς του Πνεύματος.

Γι’ αυτό λέει ο Ψαλμωδός: “Συμμορφωνόμουν σ’ όλες τις εντολές Σου και μίσησα κάθε τι που οδηγεί στην αδικία”» (Άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος, Φιλοκαλία των ιερών Νηπτικών, 3ος τόμος, Περιβόλι της Παναγίας, μετάφρ. Αντ. Γαλίτη, 1986).

Πρόκειται περί αποσπάσματος από τον λόγο «Περί της πνευματικής τελειότητος» του μεγάλου νηπτικού Πατέρα της Εκκλησίας αγίου Μακαρίου του Αιγυπτίου, ο οποίος έζησε την εποχή του Θεοδοσίου του Μεγάλου (4ος αι.) και «με τους υπερβολικούς κόπους της ασκήσεως έγινε τύπος και παράδειγμα του μοναχικού βίου». Κατά τον σπουδαίο μακαριστό Γέροντα Θεόκλητο Διονυσιάτη «με ένα στόμα και μια καρδιά οι ορθόδοξοι μοναχοί μαρτυρούν ότι ένα από τα εντρυφήματα υψηλής στάθμης και αποφασιστικής διαμορφώσεως μοναχικού ήθους είναι και οι «Πενήντα ομιλίες» του θεοφόρου πατέρα, Μακαρίου του Αιγυπτίου», που σημαίνει ότι και μόνες αυτές «είναι αρκετές να στοιχειώσουν (να διδάξουν) την ψυχή, να την παιδεύσουν και να την ανυψώσουν μέχρι του θρόνου του Θεού, αν ακολουθηθούν πιστά».

Ποια είναι η προϋπόθεση με την οποία εκκινεί τον λόγο του ο άγιος στο παρατιθέμενο κείμενο; Η διαπίστωση ότι ο άνθρωπος μέσα του είναι διχασμένος: συχνά η ψυχή του ακολουθεί δύο γνώμες, το καλό και το κακό, όπως σημειώνει, καλλιεργεί δύο είδη καρπών, ωφέλιμων και βλαβερών, και το χειρότερο˙ μετέχει η ψυχή σε δύο πνεύματα, του Θεού και του (αμαρτωλού) κόσμου! Γι’ αυτό και το αποτέλεσμα βεβαίως είναι η απουσία της χάρης του Θεού στην ύπαρξή του – «δεν καρποφορεί τους καρπούς του Πνεύματος» - που θα πει ότι κυριαρχείται τελικώς από το ακατάστατο δαιμονικό πνεύμα και την κόλαση και τη δυστυχία που αυτό αδιάκοπα ζει και μεταφέρει. Ο αποκαλυπτικός λόγος του Κυρίου διά στόματος αδελφοθέου Ιακώβου σημειώνει ότι «ανήρ δίψυχος, ακατάστατος εν πάσαις ταις οδοίς αυτού», δηλαδή δεν υπάρχει πουθενά ησυχία, ηρεμία και γαλήνη σε όλες τις διαστάσεις της ζωής του ανθρώπου που δεν βρίσκεται αταλάντευτα επί τα ίχνη του Κυρίου και των αγίων Του. Κι αλλού ο ίδιος απόστολος και πάλι θα πει ότι δεν μπορεί μία πηγή πότε να βγάζει νερό καθαρό και πότε βρόμικο, εννοώντας ασφαλώς ότι στην καρδιά του ανθρώπου δεν πρέπει να υπάρχει η διχοστασία και η διχογνωμία, διότι στην ουσία πρόκειται έτσι για μία τρέλα που φανερώνει το ψυχικό έρεβος στο οποίο είναι βυθισμένη αυτή.

Η αιτία για την τραγική αυτή κατάσταση είναι γνωστή: είναι η αμαρτία στην οποία περιέπεσε ο άνθρωπος ήδη απαρχής της δημιουργίας του, η άρνηση να υπακούσει στον Δημιουργό του, οπότε όλη η θεοείδεια του ανθρώπου χάθηκε, απώλεσε αυτός την ομορφιά του εικονισμού του Χριστού στην ύπαρξή του, θόλωσε ο ορίζοντάς του, κινήθηκε και κινείται έκτοτε σαν τυφλός χωρίς νόημα και σκοπό στη ζωή του. Ενώ ο Πατέρας Δημιουργός δηλαδή έδωσε στον άνθρωπο όλες τις δυνατότητες για να ζει και αυτός ως μικρός θεός με απειρία αναπτύξεώς του, εκείνος δυστυχώς με την άρνησή του διασπάστηκε, ο ηγεμόνας νους του που βασίλευε πάνω στη φύση και τη δική του και τη έξω από αυτόν, υποτάχτηκε στα άτακτα πάθη του, οπότε «παρασυνεβλήθη τοις κτήνεσι τοις ανοήτοις και ωμοιώθη αυτοίς». Ο μονόδρομος της υπακοής στον Θεό που συνιστούσε τη φυσιολογία και τη χαρά του έγινε η πολλαπλότητα αδιέξοδων δρόμων που δημιουργούσαν οι αμαρτωλές διαθέσεις του, δρόμων που τον έκαναν να στριφογυρίζει γύρω πάντοτε από τον εαυτό του – μία περιδίνηση έκτοτε του εγώ του σαν μία ρουφήχτρα που τον τραβάει στα έσχατα βάθη του προσωπικού του άδη. «Ο υιός μου ούτος νεκρός ην και απολωλώς», νεκρός και χαμένος: η αποτίμηση του ίδιου του Δημιουργού για την κατάντια του αγαπημένου Του πλάσματος μακριά από Εκείνον.

Και βεβαίως ο Κύριος ως η πηγή της αγάπης και της ζωής δεν άφησε το δημιούργημά Του στην τραγική αυτήν κατάσταση. «Έκλινεν ουρανούς και κατέβη» εν προσώπω Ιησού Χριστού, προσέλαβε την πεσμένη ανθρώπινη φύση, την καθάρισε, την έσωσε, της έδωσε και πάλι την αρχική της προοπτική κι ακόμη περισσότερο. Με τον απαραίτητο όρο ο άνθρωπος να θελήσει την επέμβασή Του, να αποδεχτεί ελεύθερα τη δωρεά Του, κατά το «όσοι έλαβον Αυτόν έδωκεν αυτοίς εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι» (άγιος Ιωάννης Θεολόγος). Στο πρόσωπο ιδίως της Παναγίας Μητέρας του Κυρίου βλέπουμε την πιο καθαρή μορφή της συνεργασίας αυτής: «ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα Σου» - η συνέργεια που σαρκώνει τον Θεό μέσα στον άνθρωπο και τον κάνει «να βαστάζει τον βαστάζοντα πάντα». Με τα λόγια μάλιστα του αγίου Μακαρίου: «Με τη χάρη και τη θεία δωρεά του Πνεύματος ο καθένας από εμάς κερδίζει τη σωτηρία˙ με πίστη πάλι και αγάπη και με αγώνα της αυτεξούσιας προαιρέσεως μπορεί να φτάσει στο τέλειο μέτρο της αρετής. Και τούτο, για να κληρονομήσει την αιώνια ζωή όχι μόνο με τη χάρη, αλλά και με τη δικαιοσύνη. Και μήτε να αξιώνεται την τέλεια αρετή με μόνη τη θεία δύναμη και χάρη, χωρίς να συνεισφέρει και τους δικούς του κόπους, μήτε πάλι με μόνη τη δική του προθυμία και δύναμη να φτάνει το τέλειο μέτρο της ελευθερίας και της καθαρότητας χωρίς να βοηθήσει από ψηλά το χέρι του Θεού».

Λοιπόν, μετά τον ερχομό του Κυρίου Ιησού η πορεία του χριστιανού ξαναγίνεται μονόδρομος. Είναι ο μονόδρομος της απόλυτης και αταλάντευτης υπακοής στο άγιο θέλημα του Θεού, όπως το υπέδειξε ο Ίδιος με την προσευχή που μας δίδαξε, το «Πάτερ ημών», και όπως διαρκώς το λέμε και εμείς, αλλά συχνά χωρίς επίγνωση: «γενηθήτω το θέλημά Σου, ως εν ουρανώ και επί της γης». Με άλλα λόγια ο χριστιανός δεν πρέπει και δεν μπορεί να έχει δύο θελήματα, δεν μπορεί να αλλοιθωρίζει σε δύο κατευθύνσεις, δεν πρέπει να παρουσιάζει συμπτώματα πνευματικής σχιζοφρένειας. Ο Κύριος με απόλυτο τρόπο το απεκάλυψε πολλές φορές: «Ουδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν». «Όποιος θέλει να είναι φίλος του (αμαρτωλού) κόσμου γίνεται εχθρός του Θεού». «Όποιος δεν είναι μαζί μου είναι εναντίον μου» - λόγια που αν τα συνειδητοποιούσαμε θα βρισκόμασταν εσαεί στην πιο μεγάλη πνευματική ένταση, σαν τον αθλητή που είναι έτοιμος να ακούσει το κέλευσμα για να ξεκινήσει όλος μάτια και αυτιά στο αγώνισμά του.

Και η ετοιμότητα αυτή και η ένταση αυτή έχει ως θεμέλιο όχι μία τυπική συμμόρφωση προς κάποιους κανόνες, αλλά τη θερμή αγάπη προς τον ίδιο τον Δημιουργό, ο Οποίος πρώτος Αυτός μας αγάπησε με απόλυτο τρόπο και μας κάλεσε εξίσου να ανταποκρινόμαστε κι εμείς. Η υπακοή στο θέλημα του Θεού δηλαδή είναι η ανταπόκριση της αγάπης μας στην αγάπη Εκείνου, η καρδιά που γεύεται τον παλμό της αγάπης του Άλλου και τρέχει σαν το παιδί στην αγκαλιά της μάνας του. «Ημείς αγαπώμεν» σημειώνει ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος, «ότι Αυτός πρώτος ηγάπησεν ημάς». Οι θείοι έρωτες των αγίων μας που ένιωσαν την ανάγκη να τους καταγράψουν ήταν ακριβώς το ξέσπασμα της καρδιάς τους που τους ανάγκαζε να πουν στον Κύριο ό,τι τους «έλιωνε» απέναντί Του, σαν τον ερωτευμένο που κινείται εκστατικά και γράφει ποιήματα προς την ερωμένη του. «Τον Θεό δεν Τον φοβάμαι, γιατί Τον αγαπώ» (Μ. Αντώνιος).

Μας το έχει δώσει και ως εντολή ο Θεός μας, μέσα στο πλαίσιο της αγάπης Του: να Τον αγαπάμε χωρίς κρατούμενα και αν. «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της ψυχής, εξ όλης της καρδίας, εξ όλης της διανοίας, εξ όλης της ισχύος». «Γίνου πιστός άχρι θανάτου». Κι ήταν ο Κύριος ο Ίδιος που το έδειξε σε όλη τη διαδρομή της επί γης παρουσίας Του: δεν υπήρχε σ’ Αυτόν «ναι και όχι», κατά τον απόστολο Παύλο, αλλά μόνον «ναι». Η φορά του Κυρίου προς μόνο το θέλημα του Θεού Πατέρα. «Πλην ουχ ως εγώ θέλω, αλλ’ ως Συ». Πρόκειται, να το υπενθυμίσουμε, για τη μόνη προϋπόθεση που πλαταίνει την ανθρώπινη καρδιά και τον κάνει να γεύεται την απειρία του Δημιουργού του, να πορεύεται αδιάκοπα «εκ πίστεως εις πίστιν» και «από δόξης εις δόξαν», εκεί που «γεννιούνται αποκλειστικά οι γόνοι της αρετής» (άγιος Μακάριος). 

Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου 2024

Η ΑΠΟΔΟΣΙΣ ΤΗΣ ΥΨΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΚΑΙ ΖΩΟΠΟΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ

Η 21 Σεπτεμβρίου αποδίδει, επαναφέρει δηλαδή και ολοκληρώνει, την εορτή της Υψώσεως του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού -  κάθε μεγάλη εορτή, Δεσποτική και Θεομητορική, της Εκκλησίας μας δεν κρατάει μία μόνο ημέρα, αλλά αρκετές, ώστε να τυπωθεί η σημασία της στην καρδιά και τον νου των πιστών, γιατί αυτό οδηγεί στη σωτηρία τους, τη ζωντανή σχέση τους με τον Χριστό. Κι αξίζει εδώ παρενθετικά να σημειώσουμε και πάλι τη βαθειά γνώση του ανθρώπου από την Εκκλησία: ο άνθρωπος λόγω της αμαρτητικής ροπής του χρειάζεται μεγάλη υπομονή και επιμονή σ’  αυτό που είναι ο αληθινός προορισμός του: το να ακολουθεί τον Κύριο, να στρέφει δηλαδή με τη δύναμη Εκείνου αδιάκοπα τη βούλησή του προς το φως Του. Αυτή είναι η τραγωδία μας: να αφηνόμαστε στην ευκολία του «ρουφήγματος» του σκότους που θα πει της κόλασής μας και να δυσκολευόμαστε στο να βλέπουμε την Ανατολή του φωτός Του, που είναι και η Ανατολή και η άνοιξη της δικής μας ζωής!

Στην απόδοση λοιπόν της εορτής ένα τροπάριο από την τρίτη ωδή του κανόνος μάς υπενθυμίζει τη σημασία, μεταξύ πολλών άλλων βεβαίως, του Σταυρού του Κυρίου. «Πλευρᾶς ἀχράντου λόγχῃ τρωθείσης, ὕδωρ σύν αἵματι ἐξεβλήθη, ἐγκαινίζον διαθήκην καί ρυπτικόν ἁμαρτίας˙ τῶν πιστῶν γάρ Σταυρός καύχημα, καί Βασιλέων κράτος καί στερέωμα». Δηλαδή: «Τρώθηκε, πληγώθηκε με λόγχη η άχραντη πλευρά του Σωτήρος Χριστού πάνω στον Σταυρό, και βγήκε ύδωρ μαζί με αίμα, εκείνα που έφερναν την πραγματικότητα της νέας διαθήκης μεταξύ Θεού και ανθρώπου, τη Θεία Ευχαριστία και το θείο βάπτισμα που σβήνει τις αμαρτίες. Γι’ αυτό ο Σταυρός είναι το καύχημα των πιστών και η δύναμη και το στερέωμα των Βασιλέων».

Ο άγιος Κοσμάς, ο μεγάλος υμνογράφος της Εκκλησίας, δίνει τη θεολογική εξήγηση της λογχισμένης πλευράς του Εσταυρωμένου Κυρίου: το αίμα και το ύδωρ που εξήλθαν από αυτήν ήταν εκείνα που ίδρυαν τα μυστήρια της Θείας Ευχαριστίας και του αγίου βαπτίσματος – με ό,τι ο άνθρωπος σώζεται: με το βάπτισμα εντάσσεται στο σώμα του Χριστού και γίνεται μέλος Του˙ με το αίμα Του που ενεργοποιεί αυτό που συνέβη στον Μυστικό Δείπνο τρέφεται και αυξάνει, ώστε να φθάσει στο μέτρο Εκείνου, «εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» που λέει ο απόστολος Παύλος. Χωρίς ένταξη στην Εκκλησία και μετοχή εν μετανοία στα μυστήρια αυτής, στα οποία φανερώνεται η ζωή Εκείνου, ο άνθρωπος δεν σώζεται, δεν μπορεί να δει Θεού πρόσωπο. «Ὁ πιστεύσας καί βαπτισθείς σωθήσεται»˙ και «ἐάν μή φάγητε τό σῶμα τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καί πίητε αὐτοῦ τό αἷμα, οὐκ ἔχετε ζωήν ἐν ἑαυτοῖς».

Και τι προσθέτει ο άγιος Κοσμάς; Ο πιστός που είναι μέλος πια Χριστού και Τον ζει στην ύπαρξή του κοινωνώντας Τον στη Θεία Ευχαριστία, τον Σταυρό έχει μοναδικό καύχημα της ζωής του. Δεν είναι βεβαίως τυχαία η αναφορά του υμνογράφου. Παραπέμπει ευθέως στον απόστολο Παύλο και πάλι, ο οποίος διεκήρυσσε: «ἐμοί μή γένοιτο καυχᾶσθαι, εἰ μή ἐν τῷ Σταυρῷ τοῦ Κυρίου, δι’ οὗ ἐμοί κόσμος ἐσταύρωται, κἀγώ τῷ κόσμῳ». Δηλαδή «ποτέ να μη μου συμβεί να καυχηθώ για οτιδήποτε άλλο, πέρα από τον Σταυρό του Κυρίου, διά του Οποίου για μένα ο αμαρτωλός κόσμος έχει νεκρωθεί κι εγώ έχω νεκρωθεί γι’ αυτόν». Σταυρός δηλαδή σημαίνει βεβαίως ένταξη στην Εκκλησία και μετοχή στα μυστήριά της, αλλά με το δεδομένο που συνιστά το διαρκές αγώνισμα του πιστού, ότι αδιάκοπα αγωνίζεται να ζει στην καθημερινότητά του τον Σταυρό ως αποχή από κάθε αμαρτία. Ο χριστιανός είναι κι αυτός εσταυρωμένος μαζί με τον Κύριο, δείχνοντας τα νώτα του σε κάθε τι αμαρτωλό και έχοντας ανοικτή την αγκαλιά του σε κάθε συνάνθρωπο, κοντινό ή μακρινό του. Το ίδιο πρέπει βεβαίως να συμβαίνει και με κάθε άρχοντα, συμπληρώνει ο άγιος υμνογράφος, που λίγο πιστεύει στον Κύριο. Ας φανταστούμε τους άρχοντές μας, όλων των ειδών και των αποχρώσεων, να έχουν τον Σταυρό ως ισχύ και στερέωμά τους: θα ήταν παντοδύναμοι εν Κυρίω, άλλοι Κωνσταντίνοι και Ιουστινιανοί.

Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2024

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ ΜΕΤΑ ΤΗΣ ΣΥΝΟΔΙΑΣ ΑΥΤΟΥ

«Ο άγιος μεγαλομάρτυς Ευστάθιος ήταν στρατηλάτης στην πόλη των Ρωμαίων, επί Τραϊανού βασιλέως. Ονομαζόταν Πλακίδας και η γυναίκα του Τατιανή, ήταν πολύ πλούσιος και μολονότι ειδωλολάτρης, με μεγάλη χαρά έδινε ελεημοσύνες στους πτωχούς. Κάποια φορά που είχε βγει στο κυνήγι, του φανερώθηκε μία έλαφος, την οποία άρχισε να καταδιώκει. Την ώρα που επρόκειτο να τη φτάσει, βλέπει στα κέρατά της τον τίμιο σταυρό του Χριστού, ενώ από τα κέρατα ήλθε φωνή που έλεγε: «Ω, Πλακίδα, γιατί με καταδιώκεις; Εγώ είμαι ο Χριστός». Μετά το συγκλονιστικό αυτό γεγονός, πίστεψε στον Χριστό και βαπτίστηκε, οπότε και άρχισε ο πόλεμος εναντίον του από τον ανθρωποκτόνο διάβολο: έχασε τον πλούτο του, είδε τη γυναίκα του αιχμάλωτη, τα παιδιά του αρπάχτηκαν από θηρία και ο ίδιος βρέθηκε σε μεγάλη φτώχεια. Ο Θεός επέτρεψε όμως να βρει και πάλι τη γυναίκα και τα παιδιά του, όπως και να τον αναζητήσει ο βασιλιάς, ο οποίος τον έβαλε  στο προηγούμενο αξίωμά του. Ύστερα από όλα αυτά, ήλθε η ώρα του μαρτυρίου. Διότι αναγκάστηκε να θυσιάσει στα είδωλα, κάτι βεβαίως που αρνήθηκε αμέσως, γι’ αυτό και ρίχτηκε μέσα σε χάλκινο  πυρακτωμένο από φωτιά βόδι, μαρτύριο με το οποίο και τελειώθηκε».

Η Εκκλησία μας παραλληλίζει καταρχάς τον άγιο Ευστάθιο με τον απόστολο Παύλο: όπως ο Παύλος δέχτηκε κλήση από τον Χριστό, που του παρουσιάστηκε εν οράματι την ώρα που καταδίωκε τους χριστιανούς, και τον κάλεσε να γίνει χριστιανός, κατά τον ίδιο σχεδόν τρόπο και ο Ευστάθιος δέχτηκε κλήση από Εκείνον, μέσω όμως της ελάφου που καταδίωκε, ο Οποίος τον κάλεσε εξίσου να Τον ακολουθήσει. Ο υμνογράφος πολλές φορές κάνει τη σύνδεση αυτή. «Η κλήση σου, πανάριστε, δεν έγινε από ανθρώπους, αλλά ο Χριστός από τον ουρανό σε εκάλεσε, όπως παλαιότερα τον Παύλο». Θυμίζει βεβαίως ακόμη ο συγκεκριμένος τρόπος της κλήσεως και τον άγιο Κωνσταντίνο. Κι εκείνος κλήθηκε να στραφεί προς τον χριστιανισμό μέσω του οράματος του σταυρού που ο Θεός του έδωσε, και μάλιστα με την επιγραφή: «Τούτω νίκα». Δεν πρόκειται για «σκανδαλώδη» εύνοια, θα λέγαμε, του Θεού προς κάποιους ανθρώπους. Διότι μπορεί μεν ο Θεός να μην καλεί όλους τους ανθρώπους με παρόμοιο άμεσο και συγκλονιστικό τρόπο, όμως πράγματι Εκείνος καλεί όλους μέσα στο πλαίσιο της άπειρης αγάπης Του για να στραφούν προς Αυτόν. Ο ίδιος ο Κύριος το βεβαίωσε: «Ουδείς δύναται ελθείν προς με, είπε, εάν μη ο Πατήρ μου ο πέμψας με, ελκύση Αυτόν». Ώστε κανείς δεν γίνεται χριστιανός από μόνος του. Διαφέρει μόνο ο τρόπος με τον οποίο καλείται κάποιος από τον Θεό. Ο Θεός δεν είναι «προσωπολήπτης».

Ο εκκλησιαστικός υμνογράφος όμως δεν παραλληλίζει τον άγιο Ευστάθιο μόνο με τον απόστολο Παύλο. Έκθαμβος μπροστά σ’  αυτά που πέρασε ο άγιος -  απώλεια της συζύγου και των παιδιών του,  απώλεια της περιουσίας του και των αξιωμάτων του – φέρνει στη μνήμη του το παράλληλο από την Παλαιά Διαθήκη, τη ζωή του πολύαθλου Ιώβ. «Συ, οία περ Ιώβ, ανεφάνης Ευστάθιε». Αναφάνηκες, Ευστάθιε, σαν τον Ιώβ. Τον ονοματίζει λοιπόν νέο και δεύτερο Ιώβ – «ο δεύτερος Ιώβ Ευστάθιος» - γιατί  και εκείνος σαν τον πρώτο Ιώβ, σε ό,τι υφίστατο έλεγε εν πίστει: «Ο Κύριος έδωκεν, ο Κύριος αφείλετο. Είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον». Να υφίστασαι τέτοια βάσανα και να δοξολογείς τον Θεό αποτελεί το όριο της αληθινής πίστεως και της αληθινής υπομονής. Σημαίνει ότι έχεις «ακουμπήσει» όλη την ύπαρξή σου και τη ζωή σου στα χέρια του Θεού. Ο υμνογράφος προχωράει ακόμη περισσότερο σε μία θεωρούμενη υπερβολή: Θεωρεί τον άγιο Ευστάθιο και μεγαλύτερο του Ιώβ: «…υπερβάς αληθώς τον Ιώβ, τη αρετή, συν τη συζύγω και τοις τέκνοις». Και δεν έχει άδικο. Διότι ο Ιώβ, πρόσωπο της Παλαιάς Διαθήκης, σε κάποια στιγμή «λυγίζει» και τα «βάζει» με τον Θεό, αδυνατώντας να κατανοήσει αυτά που υφίσταται. Κι έχει από την άλλη τη γυναίκα του που τον ωθεί σε βλασφημία. Με τον άγιο Ευστάθιο τούτο δεν υπάρχει: υπομένει καρτερικά μέχρι τέλους χωρίς να ταλαντεύεται διόλου κατά  την πίστη του – «στήλην καρτερίας» τον χαρακτηρίζει ο υμνογράφος και «ακράδαντον εν πειρασμοίς» - έχοντας συνάθλους μαζί του την αγία γυναίκα του Θεοπίστη και τα άγια τέκνα του, μάρτυρες όλοι αυτοί του Χριστού.

Εκείνο που αποκορυφώνει την αρετή και την υπομονή του αγίου Ευσταθίου, αλλά εμβάλλει εμάς πια σε «πειρασμό», είναι η απάντηση του Κυρίου στα βάσανα που είχε περάσει ο άγιός του: «όθεν επί τέλει των αγώνων ως νίκης βραβείον παρέσχε σοι, την του αίματος πρόσχυσιν»! Γι’  αυτό, σημειώνει ο υμνογράφος, μετά δηλαδή τα όσα τράβηξες στη ζωή σου Ευστάθιε, σαν τελικό στάδιο των αγώνων, σου έδωσε ο Κύριος σαν βραβείο νίκης, να χύσεις το αίμα σου γι’ Αυτόν! Αποτελεί «πειρασμό» για εμάς, είπαμε, αυτό που λέει ο υμνογράφος, παρακολουθώντας τη ζωή του αγίου: Να περνάς τόσα βάσανα, να τα υπομένεις, και να δέχεσαι ως βραβείο για όλα αυτά και το μαρτύριο του αίματος! Αν αυτό δεν συνιστά παραδοξότητα για την ανθρώπινη λογική, τότε δεν ξέρουμε πώς αλλιώς να το χαρακτηρίσουμε. Αλλά παραδοξότητα για την ανθρώπινη λογική. Διότι μέσα στο πλαίσιο της λογικής του Θεού τα πράγματα χαρακτηρίζονται αλλιώς: ο Θεός συνήθως έτσι αμείβει τους γνήσιους δούλους Του. Με το να τους παρέχει τη χάρη του μαρτυρίου. Δηλαδή να τους οδηγεί σε μία επακριβή ακολουθία των ιχνών Εκείνου. Διότι και ο Χριστός μας έτσι «αμείφτηκε» από τον Θεό Πατέρα Του: να ανέβει στον Σταυρό! Και βεβαίως αυτό συνιστά και την ανάσταση των ανθρώπων. Ο μέγας Ευστάθιος είχε τη χάρη να ζήσει ακριβώς σαν τον Χριστό, με τη χάρη βεβαίως Εκείνου. Και απολαμβάνει την παρουσία του Χριστού, μαζί με τους οικείους του, πλούσια στη βασιλεία του Θεού.

Η «μεθοδολογία» αυτή του Θεού, την οποία επισημαίνουμε στον Χριστό και τους αγίους Του, ήταν κάτι που είχε αναγγελθεί και από την Παλαιά Διαθήκη. Ήδη ο προφήτης Ησαΐας αναφερόμενος στον Μεσσία και «βλέποντας» την κόπωση και την εξάντλησή Του από τις αμαρτίες των ανθρώπων, βάζει τον Θεό να «απαντά» στο δίκαιο παράπονό Του ότι κουράστηκε,  με την ανάθεση καινούργιας αποστολής, που θα Τον φέρει στο Πάθος. Δεν ξέρουμε πια τι να πούμε. Μπροστά στα μυστήρια των βουλών του Θεού, το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να κλίνουμε το γόνυ της καρδιάς και του σώματος και εν πίστει να αποδεχτούμε την ακατανόητη πολλές φορές για εμάς μέθοδο ενεργείας του Θεού μας. Την πλήρη αγάπης όμως απέναντί μας.

Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου 2024

ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΕΤΣΙ ΠΟΥ ΤΑ ΣΚΕΠΤΟΜΑΣΤΕ;

 

 «Πρέπει πάντοτε νά προσέχουμε καί νά ἔχουμε μία συνεχή ἀμφιβολία γιά τό ἄν τά πράγματα εἶναι ἔτσι πού τά σκεπτόμαστε. Γιατί, ὅταν κανείς συνεχῶς ἀσχολεῖται μέ τούς λογισμούς του καί τούς ἐμπιστεύεται, τά φέρνει ἔτσι ὁ διάβολος, ὥστε νά κάνει τόν ἄνθρωπο πονηρό, ἔστω κι ἄν εἶναι ἀπό τή φύση του ἀγαθός… Πρέπει νά ἔχουμε καλούς λογισμούς. Ἄν δέν ἔχουμε, τότε καί ὁ Μέγας Ἀντώνιος νά εἶναι γέροντάς μας καί νά κάνει συνέχεια θαύματα, δέν θά μπορέσει σέ τίποτα νά μᾶς βοηθήσει!» (Όσιος Παΐσιος Αγιορείτης).

Ο όσιος αγιορείτης μεγάλος Γέροντας της εποχής μας Παΐσιος για πολλοστή φορά επισημαίνει μία μεγάλη αλήθεια: ό,τι σκεφτόμαστε και λογιζόμαστε δεν σημαίνει ότι και πράγματι ισχύει, ότι είναι όντως η αλήθεια. Γιατί; Διότι αφότου ο άνθρωπος ξέπεσε στην αμαρτία διασπάστηκε ο εσωτερικός του κόσμος, δεν ζει κάτω από την ενιαία πνοή του Παρακλήτου Αγίου Πνεύματος, μπορεί άλλα να σκέπτεται και άλλα να είναι τα συναισθήματά του, όπως και οι βουλητικές ενορμήσεις του. Η αμαρτία δυστυχώς προκάλεσε έναν τεράστιο πνευματικό σεισμό στον άνθρωπο, γι’ αυτό και ο νους του, το πνευματικό όμμα του δηλαδή και το κέντρο της ύπαρξής του, θολωμένος πια κινείται με βάση τον εγωισμό του και τα λοιπά ψεκτά πάθη του, με αποτέλεσμα «η πλάνη να συνιστά τον νόμο του νου του» - μία αξιωματική διαπίστωση των νηπτικών ιδίως αγίων της Εκκλησίας μας για τον άνθρωπο της αμαρτίας.

Και εννοείται ότι αυτό ισχύει τόσο για τον μη πιστό στον Χριστό άνθρωπο, όσο και για τον πιστό που τύποις χαρακτηρίζεται χριστιανός όταν δεν ζει με συνέπεια την πίστη του. Η αμαρτία που επιφέρει τη νέκρωση της πνευματικής οντότητάς του κυριαρχεί στην ύπαρξή του, οπότε οι σκέψεις του, τα συναισθήματά του, οι επιθυμίες του είναι αλλοιωμένα, γι’ αυτό και δεν μπορεί κανείς να στηριχτεί στις εκτιμήσεις του και την καθαρότητα των όποιων ενεργειών του. Κατεξοχήν, μας λέει ο όσιος, πρέπει να προσέχουμε για τους παραπάνω λόγους τους λογισμούς μας. Γιατί αν τους εμπιστευόμαστε χωρίς καμία αντίρρηση, δηλαδή είμαστε πάντοτε βέβαιοι για τις εκτιμήσεις μας, σημαίνει ότι δεν λαβαίνουμε υπ’ όψιν τη δύναμη της αμαρτίας στη ζωή μας και τις ενέργειες του Πονηρού ο οποίος «ὡς λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ ζητῶν τίνα καταπίῃ». Πόσες φορές κάτι που σκεφτήκαμε για έναν συνάνθρωπό μας αποδείχτηκε στο τέλος πλανεμένο! Διότι η κρίση μας επηρεάστηκε από μία κακή διάθεση που είχαμε και η διάθεσή μας αυτή προκάλεσε τον πονηρό εναντίον του λογισμό. Κι αυτό θα πει ότι τα πράγματα τελικώς, όπως πολύ περισσότερο τους συνανθρώπους μας, τους βλέπουμε και τους αξιολογούμε με βάση τον εσωτερικό μας κόσμο – μία καλή διάθεσή μας μεταποιεί επ’ αγαθώ τις κρίσεις μας, μία κακή διάθεσή μας τις μεταποιεί προς το πονηρό. Η νεώτερη ψυχολογία έχει διαπιστώσει την πραγματικότητα αυτή με τον όρο «προβολή». Προβάλλουμε στους άλλους αυτό που ισχύει και κυριαρχεί μέσα μας, οπότε τον… εαυτό μας βλέπουμε στους άλλους, νομίζοντας όμως ότι κινούμαστε με απόλυτα αντικειμενικό τρόπο.

Μία ιστορία μάλιστα που καταγράφει ο όσιος αββάς Δωρόθεος έρχεται και με ανάγλυφο τρόπο μας λέει την ίδια αλήθεια: «τρεις διερχόμενοι από έναν δρόμο άνθρωποι το σούρουπο και βλέποντας κάποιον να περιμένει στη γωνία, έκαναν τρεις διαφορετικές σκέψεις γι’ αυτόν: ο ένας σκέφτηκε ότι πρόκειται για κλέφτη, που περιμένει την κατάλληλη στιγμή για να κλέψει τα σπίτια· ο άλλος σκέφτηκε ότι περιμένει τή φίλη του, για να πάνε να πορνέψουν· και ο τρίτος έκανε τη σκέψη ότι περιμένει τον φίλο του, για να πάνε στην αγρυπνία της παρακείμενης Εκκλησίας». Το ίδιο περιστατικό ερμηνευμένο σύμφωνα με το περιεχόμενο της καρδιάς του καθενός.  

Ο όσιος Παΐσιος προχωρεί πιο βαθιά ακόμη τη σκέψη του: και ορθές να είναι οι εκτιμήσεις μας, λέει, αν διαρκώς δείχνουμε εμπιστοσύνη σε ό,τι λογιζόμαστε, τότε η συνήθεια αυτή που είναι άκριτη θα μας κάνει πονηρούς έστω κι αν είμαστε φύσει αγαθοί! Γιατί όπως αναφέραμε, υπάρχει και η παρουσία του Πονηρού που τοξεύει χωρίς σταματημό τον νου του ανθρώπου με σκοπό να τον κάνει ακριβώς να εμπιστεύεται μόνο τον εαυτό του: το θεμέλιο για την ίδια την απιστία και την πονηρία του ανθρώπου. Και επ’ αυτού είναι σπουδαία η συμβολή και του μεγάλου οσίου Νικοδήμου του αγιορείτου, ο οποίος με οξεία διεισδυτική ματιά τονίζει αυτό που και πάλι η σύγχρονη ψυχολογία διαπιστώνει. Τι; Όταν επισημαίνεις για τον συνάνθρωπό σου κάτι που τον χαρακτηρίζει, θετικό, κυρίως όμως αρνητικό, τότε να ξέρεις ότι το ίδιο που βλέπεις στον άλλον το έχεις και… εσύ! Σύμφωνα με τα ίδια τα λόγια του και τον τρόπο της γραφής του: ««Ἤξευρε γάρ πῶς, ὅταν ἀριστερῶς λογιάσῃς κανένα κακόν τοῦ ἀδελφοῦ σου, εἶναι κάποια ρίζα τοῦ αὐτοῦ κακοῦ καί εἰς τήν καρδίαν τήν ἐδικήν σου· ἥτις, κατά τήν διάθεσιν, καί τό πάθος, ὁποῦ ἔχει, ἔτσι ἐμπαθῶς κρίνει καί τά τῶν ἄλλων, ὡς γέγραπται. “Ὁ πονηρός ἄνθρωπος, ἐκ τοῦ πονηροῦ θησαυροῦ τῆς καρδίας ἐκβάλλει τά πονηρά” (Ματθ. ιβ΄ 35). Διατί, κατά ἄλλον τρόπον, ἕνας καθαρός καί ἀπαθής ὀφθαλμός, ἀπαθῶς βλέπει καί τά πράγματα, καί ὄχι πονηρῶς. “Καθαρός ὁ ὀφθαλμός τοῦ μή ὁρᾶν πονηρά” (Ἀββακ. α΄13). Ὅθεν, ὅταν ἔλθῃ εἰς τόν λογισμόν σου νά κρίνῃς ἄλλους διά κανένα ἐλάττωμα, ἀγανάκτησε κατά τοῦ ἑαυτοῦ σου, ὡς πταίστου, καί ἐργάτου τοῦ ἰδίου σφάλματος, καί εἰπέ εἰς τήν καρδίαν σου· “Πῶς ἐγώ ὁ ταλαίπωρος, εὑρισκόμενος εἰς τό ἴδιον σφάλμα, καί εἰς ἄλλα βαρύτερα ἐλαττώματα, θέλω ἀποτολμήσει νά ὑψώσω τήν κεφαλήν, διά νά ἰδῶ, καί νά κρίνω τῶν ἄλλων τά σφάλματα;” Καί οὕτω, τά ἅρματα, ὁποῦ θέλεις νά μεταχειρισθῇς κατά τῶν ἄλλων μεταχειρίσου τα κατά σοῦ διά νά δώσῃς ἰατρείαν εἰς τάς πληγάς σου».

Λοιπόν, τα πράγματα στην πνευματική ζωή είναι όπως λέμε μονόδρομος! Να καλλιεργούμε διαρκώς και αδιάκοπα τους καλούς λεγόμενους λογισμούς. Να επιμένουμε δηλαδή στο βάθος της πραγματικότητας που δεν είναι άλλο από την παρουσία της χάρης του Θεού. Διότι τι υπόκειται πίσω από όλα; Η ενέργεια του Θεού που δημιουργεί, διακρατεί τα σύμπαντα, κατευθύνει τα πάντα στον τελικό τους προορισμό. «Οἱ ὀφθαλμοί μου διά παντός πρός τόν Κύριον» εξαγγέλλει ο ψαλμωδός, και «προωρώμην τόν Κύριον ἐνώπιόν μου διά παντός». Η «κόλλησις» αυτή προς τον Κύριο μεταθέτει τον άνθρωπο ψυχοσωματικά στο επίπεδο της αγάπης προς τον Θεό που μεταποιείται σε αδιάκοπο άνοιγμα αγάπης και προς τον συνάνθρωπο και όλη τη δημιουργία. Διαφορετικά, και ο άγιος Αντώνιος να είναι ο Γέροντάς μας, κατά τον όσιο αγιορείτη, και να κάνει θαύματα για χάρη μας, εμείς τίποτε δεν πρόκειται να ωφεληθούμε από αυτά!

ΑΙ ΑΓΙΑΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΣΟΦΙΑ ΚΑΙ ΑΙ ΤΡΕΙΣ ΘΥΓΑΤΕΡΕΣ ΑΥΤΗΣ ΠΙΣΤΙΣ, ΕΛΠΙΣ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ

«Οι άγιες αυτές έζησαν επί Ανδριανού αυτοκράτορος. Η αγία Σοφία χήρεψε από νωρίς και αναγκάστηκε να μετοικήσει μαζί με τις τρεις κόρες της, την Πίστη, την Ελπίδα και την Αγάπη, στη Ρώμη. Ο αυτοκράτορας πληροφορήθηκε ότι οι τέσσερις αυτές γυναίκες ήταν χριστιανές, γι’  αυτό και έστειλε να τις συλλάβουν. Πρώτη κάλεσε σε απολογία τη μεγαλύτερη αδελφή Πίστη, που ήταν δώδεκα ετών. Προσπάθησε στην αρχή με δελεαστικούς λόγους να τη μεταπείσει, ώστε να αρνηθεί τον Χριστό, πράγμα βεβαίως που δεν κατώρθωσε, οπότε οργισμένος διέταξε τον αποκεφαλισμό της. Την ίδια τύχη είχε ο βασιλιάς και με τις δύο άλλες, τη δεκάχρονη Ελπίδα και την εννιάχρονη Αγάπη. Μπροστά στη σταθερότητα και αυτών, διέταξε και πάλι να τις αποκεφαλίσουν.  Η αγία Σοφία όχι μόνο δεν στενοχωρήθηκε γι’  αυτό που συνέβη, αλλά ένιωσε και ιδιαίτερη υπερηφάνεια για την πίστη των θυγατέρων της, γι’ αυτό και τις ενταφίασε με τιμές, ενώ παρέμεινε τρεις ημέρες στους τάφους τους, παρακαλώντας θερμά τον Κύριο να παραλάβει και εκείνην στη Βασιλεία Του. Ο Θεός εισάκουσε την προσευχή της και έτσι η αγία Σοφία παρέδωσε το πνεύμα της δίπλα στα παιδιά της».

Η αγία Σοφία δεν ανήκει στους μάρτυρες της Εκκλησίας μας, με τον τρόπο που τους γνωρίζουμε, ως εκείνους δηλαδή που έδωσαν και το αίμα τους από πίστη και αγάπη προς τον Χριστό. Δεν σημαίνει όμως ότι το μαρτύριο που υπέστη ήταν μικρότερο από αυτό των άλλων μαρτύρων. Και τούτο διότι πέραν του γεγονότος ότι ζούσε ως «μάρτυς τη συνειδήσει», αγωνιζόταν δηλαδή να τηρεί τις εντολές του Χριστού και μάλιστα την αγάπη και προς τους εχθρούς, το μαρτύριο να μετέχει ως θεατής στα βάσανα των θυγατέρων της και μάλιστα στον αποκεφαλισμό τους, είναι από τα μεγαλύτερα μαρτύρια που μπορεί να περάσει ένας άνθρωπος, και μάλιστα μία μάνα, στον κόσμο τούτο. Ποιος μπορεί  να αμφισβητήσει ότι και η ίδια η Παναγία μας δεν υπέστη μαρτύριο αίματος, μετέχοντας στο Πάθος του Υιού και Θεού της; Λίγο αν προσέξουμε τους σχετικούς ύμνους  της Εκκλησίας μας πάνω στο Πάθος του Κυρίου, θα διαπιστώσουμε ότι ένα μεγάλο τμήμα αυτών αναφέρεται και στο πάθος της Κυρίας Θεοτόκου. Το ίδιο μάλιστα το Ευαγγέλιο, όταν περιγράφει την Υπαπαντή του Κυρίου, τη συνάντησή Του δηλαδή σε ηλικία σαράντα ημερών με τον γέροντα Συμεών τον Θεοδόχο, στο Ναό των Ιεροσολύμων, σημειώνει την προφητεία του αγίου Συμεών ότι ρομφαία θα διαπεράσει την καρδιά της Παναγίας, ενόψει βεβαίως αυτών που θα υφίστατο ο Κύριος, και μάλιστα επί του Σταυρού.   Και πόσοι γονείς και σήμερα  δεν εύχονται οι ίδιοι να υποστούν τα βάσανα των παιδιών τους, όταν τα βλέπουν να υποφέρουν ποικιλοτρόπως, που σημαίνει ότι ο πόνος τους είναι πολλές φορές μεγαλύτερος και από αυτόν των παιδιών; Ώστε η αγία Σοφία ανήκει και αυτή στους μάρτυρες, με τον τρόπο που είπαμε,  γι’ αυτό και η Εκκλησία μας πολύ σοφά την έχει εντάξει  στην ίδια με αυτούς ομάδα.

Ο υμνογράφος βεβαίως δεν παύει να επαινεί την πίστη και το θάρρος, εκτός της μητέρας, των τριών θυγατέρων της, που ήταν πολύ μικρές μάλιστα στην ηλικία, αλλά με πολιό φρόνημα. Αξιοποιεί στο έπακρο δε τον αριθμό τους και τα ονόματά τους. Εννοούμε ότι συχνότατα συνδέει την τριάδα τους με την αγία Τριάδα και τα ονόματά τους Πίστη, Ελπίδα και Αγάπη, με την τριάδα των αρετών που αναφέρει ο απόστολος Παύλος: «νυνί δε μένει τα τρία ταύτα∙ πίστις, ελπίς, αγάπη. Μείζων δε τούτων η αγάπη». Έτσι για παράδειγμα ακούμε στο εξαποστειλάριο της εορτής: «Τω της Τριάδος Κόραι, πυρούμεναι αι τρεις ζήλω, των αρετών τη τριάδι, Ελπίδι, Πίστει, Αγάπη, προσκείμεναι ομωνύμως, ηλόγησαν των βασάνων». Δηλαδή: Οι τρεις κόρες με θερμή αγάπη για την αγία Τριάδα και ζώντας την ομώνυμη με αυτές τριάδα των αρετών, την ελπίδα, την πίστη, την αγάπη, καταφρόνησαν τα βάσανα. Όπως και αλλού: «Πίστις η πανεύφημος, και η Αγάπη η ένδοξος, και Ελπίς η θεόσοφος, αρετών επώνυμοι, των φαεινοτάτων, αναδεδειγμέναι». Δηλαδή: Η Πίστη η πανεύφημη, και η Αγάπη η ένδοξη, και η Ελπίδα η θεόσοφη, που αναδείχθηκαν επώνυμες των πιο λαμπρών αρετών, (της πίστης, της αγάπης και της ελπίδας).  

Πράγματι: τα τρία αυτά κορίτσια, που άλλα στην ηλικία τους παίζουν ακόμη με τις κούκλες, κατατρόπωσαν τον διάβολο και τα όργανά του και αναδείχθηκαν σε ηρωικά πρότυπα για όλες τις εποχές. Διότι η μητέρα τους Σοφία  είχε εμφυσήσει σ’ αυτές τη δική της πίστη και τη δική της αγάπη -  δείχνοντας επομένως το πόσο καίρια είναι η συμβολή της μάνας ιδίως, στην αγωγή των παιδιών – κάτι που σημαίνει ότι δεν έχει σημασία η ηλικία, αλλά το φρόνημα στον άνθρωπο για να είναι αξιοσέβαστος και τιμημένος από Θεό, από αγγέλους και ανθρώπους. «Παιδαριογερόντισσες» θα ονομάζαμε, με άλλα λόγια, τα τρία αυτά μικρά κορίτσια, τα οποία είχαν κατανοήσει ότι η σχέση με την αγία Τριάδα, τον αληθινό Θεό δηλαδή, ήταν ο βασικός σκοπός της ζωής, και ότι αυτή η σχέση για είναι ζωντανή «περνάει» μέσα από τις αρετές της πίστης, της αγάπης και της ελπίδας.

Σάββατο 14 Σεπτεμβρίου 2024

Η ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΥΨΩΣΙΣ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΚΑΙ ΖΩΟΠΟΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ

Η μεγάλη Δεσποτική εορτή της υψώσεως του τιμίου και ζωοποιού Σταυρού του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού δεν αποτελεί εορτή μίας μόνο ημέρας ή έστω μερικών μόνο ημερών με κέντρο αυτήν αλλά χαρακτηρίζει ολόκληρη τη ζωή της Εκκλησίας. Κι αυτό γιατί ο Σταυρός αποτελεί το κατεξοχήν σύμβολο της χριστιανικής πίστεως, την «καθέδραν της ορθοδόξου θεολογίας» κατά πιο πατερική έκφραση, που σημαίνει πως οτιδήποτε στην Εκκλησία κατανοείται σε σχέση με τη Σταυρική θυσία Εκείνου που απεστάλη από τον Θεό Πατέρα ακριβώς για να υψωθεί στον Σταυρό και να ελκύσει με τον τρόπο αυτόν κοντά Του όλα τα έθνη. «Καγώ εάν υψωθώ από της γης πάντας ελκύσω προς εμαυτόν». Θείος μαγνήτης ο Σταυρός, δηλαδή ο επ’ αυτού ανυψωθείς ως άνθρωπος Υιός και Λόγος του Θεού, από την ελκτική δύναμη του Οποίου δεν μπορεί να αντιδράσει κάθε καλοπροαίρετος άνθρωπος όπου γης.

Τρεις είναι οι κύριες διαστάσεις της μεγάλης αυτής εορτής: η ιστορική, η θεολογική, η πνευματική.

Η ιστορική διάσταση πρώτον, διότι την αφορμή ώστε να καθιερωθεί η συγκεκριμένη εορτή την έδωσε και το όραμα του Μ. Κωνσταντίνου με το «εν τούτω νίκα» πριν από τη μάχη με τον συνάρχοντά του Μαξέντιο, οπότε πιστεύοντας στο όραμα του Σταυρού οπλίστηκε κι αυτός και το στράτευμά του με πολλή δύναμη και νίκησε τον αντίπαλό του∙ και η θαυμαστή εύρεση του τιμίου Σταυρού με τις ανασκαφές της αγίας Ελένης στα Ιεροσόλυμα, γεγονός που οδήγησε στην πρώτη ύψωσή Του (4ος αι.)∙ και η επαναφορά του Σταυρού από τον αυτοκράτορα Ηράκλειο (αρχές 7ου αι.), όταν εξεστράτευσε νικηφόρα κατά των Περσών που Τον είχαν διαρπάσει, γεγονός που οδήγησε στη δεύτερη ύψωσή Του και στα Ιεροσόλυμα και στην Κωνσταντινούπολη.

Η θεολογική διάσταση έπειτα, η οποία κατεξοχήν αυτή μάς εξηγεί γιατί ο Σταυρός συνιστά «την θύραν του Παραδείσου» και «την καθέδραν της ορθοδόξου θεολογίας» όπως είπαμε και παραπάνω. Και τι κηρύσσει η Εκκλησία μας για το θεολογικό βάθος του Σταυρού, χωρίς τον Οποίο  η σωτηρία για τον άνθρωπο ως αποκατάσταση της σχέσεώς του με τον Θεό θα ήταν ανύπαρκτη;

 α. Ότι ο Σταυρός ως η αποκορύφωση των Παθών του Κυρίου δεν μπορεί να κατανοηθεί με τις ανθρώπινες δυνάμεις, είτε τις λογικές είτε τις ψυχολογικές είτε τις συναισθηματικές και τις λοιπές. Προς κατανόησή Του απαιτείται η χαρισματική δύναμη της πίστεως, η δύναμη δηλαδή ενός μέλους της Εκκλησίας που έχει ενσωματωθεί διά του αγίου βαπτίσματος στο μυστικό σώμα του Χριστού, ώστε να μπορεί με πνευματικούς οφθαλμούς να «δει» ό,τι δεν φαίνεται αισθητά και το μυστήριο που περικλείει: την άπειρη αγάπη του Δημιουργού που δεν διστάζει προκειμένου να σώσει το αγαπημένο πλάσμα Του να γίνει άνθρωπος και μάλιστα να υποστεί την πιο εξευτελιστική τιμωρία και τον πιο αποτρόπαιο θάνατο, τον σταυρικό. Με τα λόγια του αγίου Ιωάννου του Ευαγγελιστού «τόσο πολύ αγάπησε ο Θεός τον κόσμο ώστε τον Υιό Του τον μονογενή έδωσε, με σκοπό κάθε ένας που πιστεύει σ’ Αυτόν να μη χαθεί αλλά να έχει ζωή αιώνιο» - αγάπη έτσι σημαίνει παράδοση και θυσία για χάρη του άλλου χωρίς κανένα αντάλλαγμα. Κι ακόμη να «δει» μαζί με την απειρία της αγάπης του Θεού μας και την άβυσσο της ανθρώπινης αμαρτίας, τέτοιας που οδήγησε σε θάνατο την ίδια τη Ζωή! Ο άνθρωπος που επαναστάτησε κατά του Δημιουργού του, (το προπατορικό λεγόμενο αμάρτημα), δεν παρεξέκλινε απλώς από κάποιο μονοπάτι ούτε κι έχασε κάτι δευτερεύον για τη ζωή του∙ έχασε τον Δρόμο της Ζωής κι οδηγήθηκε στο σκότος του θανάτου – η ζωή του μετά την αμαρτία του ήταν μία ζωή εν θανάτω.

β. Με τον Σταυρό του Κυρίου που αποκορυφώνει το Πάθος Του η αμαρτία του ανθρώπου αίρεται, εξαφανίζεται, γιατί τη σηκώνει επάνω Του ο ενανθρωπήσας Θεός. Ο Κύριος είναι «ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου», που θα πει ότι εν Αυτώ το χάσμα που χώριζε Θεό και άνθρωπο δεν υφίσταται πια. Με τον Χριστό που μας προσέλαβε στην ανθρώπινη φύση Του ο άνθρωπος είδε και πάλι Θεού πρόσωπο. Αν μπορούμε να ατενίσουμε τον Θεό μας είναι γιατί ήρθε Εκείνος που έδωσε τα μάτια Του ώστε να γίνουν και δικά μας μάτια – η όραση Εκείνου συνιστά και την όραση του Θεού Πατέρα: «ο εωρακώς εμέ εώρακε τον Πατέρα». Μετά τον Σταυρό επομένως και την Ανάσταση που ακολουθεί δεν υπάρχει αμαρτία ασυγχώρητη. Όποιος επικαλεστεί το πλήθος και το βάρος των αμαρτιών του για να μην προχωρήσει σε σχέση με τον Θεό βλασφημεί κυριολεκτικά τον Κύριο και το Πάθος Του – δεν δέχεται τη διαγραφή του χρέους από Εκείνον στον οποίο αναφέρεται κάθε χρωστούμενη αμαρτία, αρνείται να πιστέψει συνεπώς και στο άπειρο μέγεθος της αγάπης Του. Κι αυτό αποτελεί τη βλασφημία του αγίου Πνεύματος, η οποία δεν βρίσκει συγχώρηση ποτέ, κατά τον λόγο του Κυρίου.

Κι είναι τέλος η πνευματική διάσταση του Σταυρού, χωρίς την οποία πράγματι η όποια θεολογική διακήρυξη παραμένει χωρίς αντίκρυσμα και καταντά ιδεολογική πρόταση. Τι εννοούμε; Αν ο Σταυρός δεν γίνει γεγονός της ζωής του ανθρώπου, αν ο πιστός δεν ζει σταυρικά κατά το πρότυπο του Κυρίου και των αγίων Του αποστόλων και μαθητών, τότε η πίστη δεν είναι χριστιανική. Όταν ο ίδιος ο Κύριος χαρακτηρίζει ως μαθητή Του εκείνον που Τον ακολουθεί απαρνούμενος τον εγωιστικό εαυτό του και αίροντας τον σταυρό της αγάπης, τότε ποιος χωρίς τα χαρακτηριστικά αυτά μπορεί να ονομαστεί μαθητής Του; «Όποιος θέλει να με ακολουθήσει», είπε, «ας απαρνηθεί τον εαυτό του και ας σηκώσει τον σταυρό του και ας με ακολουθεί». Χριστιανός σημαίνει σταυρωμένος άνθρωπος δηλαδή, όπως εξέφρασε το βίωμά του αυτό και ο μέγιστος των αποστόλων Παύλος: «Έχω σταυρωθεί μαζί με τον Χριστό, γι’ αυτό και δεν ζω πια εγώ, ζει μέσα μου ο Χριστός». Κι ας μην ξεχνάμε βεβαίως το αυτονόητο: η κεντρική εντολή του Χριστού από την οποία εξαρτάται η χριστιανική μας ποιότητα και αυτοσυνειδησία μας είναι το «αγαπάτε αλλήλους». Κι αυτήν την αγάπη ο Χριστός μάς την μέτρησε με την αγάπη του Ίδιου: «καθώς εγώ σας αγάπησα». Ο Σταυρός είναι το μέτρο της αγάπης του χριστιανού, γι’ αυτό και μόνον σταυρικά πορεύεται, κάτι που πήρε ως δύναμη εφαρμογής από την ώρα που βαπτίστηκε - το βάπτισμα τι άλλο είναι παρά η μετοχή του ανθρώπου στον θάνατο και την ανάσταση του Χριστού, δηλαδή ο άνθρωπος «δομήθηκε» πάνω στον «άξονα» του Σταυρού!

Ο χριστιανός λοιπόν εορτάζει τον Σταυρό όταν πορεύεται με πνευματικό σταυρικό τρόπο: με πίστη και αληθινή αγάπη. Χωρίς την πορεία αυτή η όποια ιστορική γνώση του ή η όποια θεολογική κατάρτισή του μένει μετέωρη, για να μην πούμε ότι γίνεται και δαιμονική. Διότι «και τα δαιμόνια πιστεύουν και φρίσσουν» μπροστά στον Θεό.