«Ο Σιλουανός αυτός,
ο πολίτης της επουράνιας Ιερουσαλήμ, είχε γονείς ευσεβείς που κατάγονταν από
την κώμη Σοβσκ της Ρωσίας, η οποία ανήκε εκκλησιαστικά στη Μητρόπολη Ταμπώβ.
Γεννήθηκε το 1866 και κλήθηκε σε μετάνοια ήδη από τη νεότητά του από την ίδια
την Πανύμνητο Θεοτόκο και Αειπάρθενο Μαρία.
Όταν έγινε εικοσιεπτά ετών,
εγκατέλειψε όλα τα βιοτικά και λαμβάνοντας ως εφόδιο τις ευχές του αγίου Ιωάννη
της Κροστάνδης ανεχώρησε για το Άγιον Όρος, γινόμενος μοχανός στο (Ρωσικό)
Μοναστήρι του Αγίου Μεγαλομάρτυρος και ιαματικού Παντελεήμονος.
Έδωσε λοιπόν τον εαυτό του ολόψυχα
στον Θεό και γι’ αυτό σε λίγο χρόνο όχι μόνο έλαβε τη χάρη της αδιάλειπτης
προσευχής από την Υπεραγία Θεοτόκο, αλλά και αξιώθηκε άρρητης θεοφάνειας στον
σεβάσμιο ναό του αγίου προφήτου Ηλιού που βρισκόταν κοντά στον μύλο της Μονής
του Αγίου Παντελεήμονος. Κατά παραχώρηση Θεού παραδόθηκε σε πολλούς πειρασμούς
του πονηρού διαβόλου για δεκαπέντε χρόνια, ενώ ταυτόχρονα αγωνιζόταν να
επακολουθεί τα ίχνη του Χριστού, προσφέροντας στον Μόνο που μπορεί να τον σώζει
από τον θάνατο δεήσεις και ικεσίες με κραυγή μεγάλη και δάκρυα. Έγινε διδακτός
Θεού και άκουσε από τον νομοδότη Κύριο τη φωνή Του να λέει: «Κράτει τον νου σου
εις τον άδην και μη απελπίζου». Την εντολή αυτή την κράτησε καθαρή ως κανόνα σε
όλη τη ζωή του κι έτσι έτρεξε την οδό του Αντωνίου, του Μακαρίου, του Σισώη,
του Ποιμένα και των άλλων ενδόξων καθηγητών της ερήμου, των οποίων και τα
πνευματικά μέτρα και τα χαρίσματα απέκτησε, αποκαλυπτόμενος εν ζωή αλλά και
μετά θάνατο ως αποστολικός και προφητικός δάσκαλος.
Μας άφησε γραπτά γεμάτα από χάρη και
Πνεύμα Άγιο, τα οποία εξέδωσε ο μαθητής και υποτακτικός του Γέρων (όσιος)
Σωφρόνιος, ο κτίτορας και αρχιμανδρίτης της ιεράς Μονής των ευσεβών ορθοδόξων
στη Βρεττανία (Έσσεξ).
Ήταν δε ο θαυμάσιος Σιλουανός πράος
και ταπεινός στην καρδιά, φλογερός στις παρακλήσεις του προς τον Θεό υπέρ της
σωτηρίας όλων των ανθρώπων και κήρυκας της αγάπης και προς τους εχθρούς, αγάπης
που αποτελεί και το ασφαλέστερο κριτήριο της αληθινής παρουσίας του θείου
Πνεύματος.
Μετέβη από τον θάνατο στη ζωή ο
μακάριος όσιος Σιλουανός, πλήρης ημερών, κατά την εικοστή Τετάρτη του
Σεπτεμβρίου, του έτους 1938».
(Η Εκκλησία
εκτιμώντας τις σπάνιες αρετές του, το βάθος της γνώσεως του Θεού που απέκτησε,
τις εν Πνεύματι Αγίω γραφές του, τα ποικίλα πνευματικά του χαρίσματα και τις
θαυματουργίες του, διεκήρυξε επισήμως την αγιότητά του, κατατάσσοντάς τον στις
δέλτους των αγίων μας, την 26η Νοεμβρίου 1987).
Δεν υπάρχει άνθρωπος πιστός στον Θεό, χριστιανός
ορθόδοξος αλλά και ετερόδοξος, που να έχει έλθει σε επαφή με τα εμπνευσμένα από
το Πνεύμα του Θεού κείμενα του αγίου Σιλουανού, (μάλιστα διερμηνευμένα από το
πνευματικό του τέκνο εξίσου όσιο Σωφρόνιο στο έργο του που χαρακτηρίστηκε ως το
σημαντικότερο του 20ού αι. «Ο Γέρων (άγιος) Σιλουανός του ΄Αθω»), και να μην
αναφωνήσει κατανενυγμένος «ως εμεγαλύνθη τα έργα σου, Κύριε» και «θαυμαστός ο
Θεός εν τοις αγίοις Αυτού»! Πολύ περισσότερο ο σοφός και χαρισματούχος
υμνογράφος του οσίου, ιερομόναχος Αθανάσιος, ο οποίος με πραγματική καρδιακή
αίσθηση και βαθιά αγάπη και γνώση του αγίου εκπόνησε την ακολουθία του, τόσο
σημαντική και περιεκτική που και μόνον αυτή αρκεί για να έλθει κανείς σε μέθεξη
του πνεύματος του μεγάλου Σιλουανού.
Είναι των αδυνάτων αδύνατο σε ένα μικρό κείμενο να
αποτυπώσει κανείς όλες τις διαστάσεις που θίγει ο βαθύνους υμνογράφος – τούτο
θα απαιτούσε πολλές σελίδες, ως να έγραφε κανείς μία εκτεταμένη μελέτη για τον
άγιο. Θα αρκεστούμε λοιπόν στον σχολιασμό κάποιων επιμέρους στοιχείων, ικανών
όμως όπως πιστεύουμε να φωτίσουν έστω δι’ ολίγων τη φωτισμένη από τον Θεό
προσωπικότητά του. Και σχεδόν τυχαίως θα επιλέξουμε ως οδηγό το δοξαστικό του
εσπερινού του αγίου, το οποίο θίγει εν σμικρώ πολλά.
«Δέχου καὶ μὴ ἀπόρριπτε
συμπαθέστατε Πάτερ, τὴν αἴνεσιν ταύτην τὴν μικρὰν πλὴν ὅμως φιλοπάτορα. Τίσι γὰρ
λόγοις Ὅσιε, τὸν θαυμαστὸν σου βίον ἐπαινέσωμαι; ὅτι γέγονας τῶν παλαιῶν ἀσκητῶν
ἰσοβάθμιος, καὶ ὁδηγεῖς πρὸς τὴν γνῶσιν τοῦ Θεοῦ πεπλανημένας ψυχὰς ὥσπερ ἀστὴρ
ἑωθινός, ἐν νυκτὶ βαθείᾳ τῆς σκοτώδους ἁμαρτίας. Καὶ τὴν κτῆσιν διδάσκεις τοῦ
Πνεύματος, οὐ λογιστικῶς, ἀλλὰ βιωματικῶς. Ὅθεν σε Σιλουανέ, ὁρῶντες ἐκπληττόμεθα
καὶ μακαρίζομεν τὴν ἐνεγκαμένην σε Χώραν, τὴν δὲ πνευματικήν σου πατρίδα
μεγαλύνομεν, ἐν ᾗ καὶ τῆς ἁγιότητος πλήρης γέγονας. Πρέσβευε δεόμεθα, τῶν Ἀθωνιτῶν
ἡ ἐσχάτη καὶ μεγάλη δόξα, ὑπὲρ ἡμῶν πρὸς Κύριον».
(Δέξου και μην
απορρίψεις, συμπαθέστατε Πάτερ, τη μικρή αυτή αίνεση, αλλ’ όμως φτιαγμένη με
αγάπη. Με ποια λόγια λοιπόν, όσιε, θα επαινέσω τον θαυμαστό σου βίο; Διότι
έγινες ισοβάθμιος με τους παλαιούς ασκητές και οδηγείς στη γνώση του Θεού σαν
πρωινό αστέρι ψυχές που έχουν πλανηθεί μέσα στη βαθιά νύκτα της σκοτεινής
αμαρτίας. Και την απόκτηση διδάσκεις του Αγίου Πνεύματος, όχι με λογισμούς και
σκέψεις αλλά βιωματικά. Γι’ αυτό,
Σιλουανέ, βλέποντάς σε εκπληττόμαστε και μακαρίζουμε τη χώρα που σε γέννησε,
αλλά και δοξολογούμε και την πνευματική σου πατρίδα, μέσα στην οποία έγινες πλήρης
και από αγιότητα. Πρέσβευε, παρακαλούμε, συ που είσαι η τελευταία και μεγάλη
δόξα των Αθωνιτών, υπέρ ημών προς τον Κύριο).
«Ισοβάθμιος λοιπόν με τους παλαιούς ασκητές» ο όσιος
Σιλουανός κατά τον υμνογράφο μας. Δηλαδή της περιωπής των μεγίστων οσίων
Αντωνίου του μεγάλου, Ποιμένος, Μακαρίου, Σισώη και των λοιπών ενδόξων αββάδων
των Γεροντικών της Εκκλησίας. Που σημαίνει ακριβώς, όπως λέει, ότι μιλάμε για
αστέρι πρώτου μεγέθους, για πνευματικό ήλιο που δέχτηκε πλούσια τις λαμπηδόνες
του πρώτου Φωτός, της ίδιας της Τρισηλίου θεότητος («Έφθασας εις μέτρα οσίου Αντωνίου», ωδή η΄˙ «Σέ τὸν ἀνέσπερον Ἥλιον βλέποντες φωτιζόμεθα», δοξ. Εσπ.) και γι’
αυτό στο πρόσωπό του ψαύουμε τα σημάδια της παρουσίας του Χριστού μ’ έναν
έντονο και μοναδικό τρόπο – ο άγιος γίνεται ο καθοδηγητής μας για να βλέπουμε
το πρόσωπο του εν σαρκί φανερωθέντος Θεού μας, έστω κι αν πορευόμαστε εν χώρα
και σκιά θανάτου. Από την άποψη αυτή ο άγιος Σιλουανός, μάλλον και ο άγιος
αυτός, με τη βιοτή του και τα κείμενά του γίνεται ένας από τους πιο διαπρύσιους
ιεραποστόλους της εποχής μας, αλλά και κάθε μελλούσης εποχής. «Ο Κύριος σε έκανε διδάσκαλο της οικουμένης
με όσα έμαθες από την πείρα σου, Σιλουανέ, να διδάσκεις δηλαδή πώς το θείο
Πνεύμα έρχεται και κατοικεί στις ψυχές» (ωδή γ΄).
Και τι μας διδάσκει συγκεκριμένα από την πείρα του;
Αφενός ότι «σκοπός της πνευματικής ζωής είναι η απόκτηση του Αγίου Πνεύματος»
(Σεραφείμ του Σάρωφ), αφετέρου ότι για να φτάσει κανείς στο σημείο αυτό
απαιτείται να «δώσει αίμα για να λάβει Πνεύμα». Δεν ήταν «αναίμακτη» η κατά
Χριστόν πορεία του μεγάλου αγίου. Δεν πορευόταν απαρχής όπως καθόριζε το θέλημα
του Θεού. Αλλά ήταν καλοπροαίρετος – αυτό που συνιστά την προϋπόθεση για την
ύπαρξη της σχέσεως με τον Θεό. Και γι’ αυτό η ίδια η Παναγία Μητέρα του Κυρίου
μας επενέβη στη ζωή του, καλώντας τον σε μετάνοια. Με τον λόγο του σπουδαίου
υμνογράφου: «Ως σωτήρια προίκα έλαβες τη μετάνοια από τη Θεοτόκο. Διότι όταν
κατάπιες το φίδι (όταν δηλαδή περιέπεσες σε σαρκικά βαριά αμαρτήματα), τότε
ελέγχθηκες από Αυτήν, γιατί δεν της άρεσε η ζωή σου, κι έτσι ο πόθος της
ασκήσεως ανέφλεξε την ψυχή σου, Σιλουανέ παμμακάριστε» (στιχ. εσπ.). Πράγματι,
έκτοτε στράφηκε ολοκληρωτικά προς τον Θεό με κατάληξη το Άγιον Όρος, αφού
ενισχύθηκε ενδιάμεσα και από την προσευχή του μεγάλου Ρώσου αγίου Ιωάννη της
Κροστάνδης, που οι προσευχές του τον διαφύλασσαν και δεν τον άφηναν ούτε στιγμή
σε ησυχία. «Έφυγες από τον κόσμο, πάτερ,
και εισήλθες στην κάμινο του Άδου, με τις ευχές του Ποιμένα του Θεού (αγίου
Ιωάννη της Κροστάνδης)» (λιτή). «Ὁ σοφὸς
ποιμὴν Κροστάνδης, τῇ εὐχῇ σε ἐνεύρωσεν, κόσμου ἀποστῆναι»(ωδή δ΄) (Ο σοφός
ποιμένας της Κροστάνδης με την προσευχή του σε δυνάμωσε ώστε να απομακρυνθείς
από τον αμαρτωλό κόσμο).
Αποδύθηκε σε μεγάλους αγώνες στη Μονή της μετανοίας του,
πέρασε από το καμίνι πολλών και ποικίλων πειρασμών, επέμεινε και υπέμεινε άχρι
τέλους, δέχθηκε πλήθος αποκαλύψεων από τον Κύριο και την Υπεραγία Θεοτόκο.
Συχνά-πυκνά ο υμνογράφος του σημειώνει το πιο γνωστό περιστατικό που περιγράφει
ο βιογράφος του όσιος Σωφρόνιος: τότε που εξαντλημένος και σχεδόν απελπισμένος από
τις δαιμονικές επιθέσεις λόγω των πειρασμών κενοδοξίας και υπερηφάνειας που αντιμετώπιζε,
είδε τον ζώντα Χριστό μέσα από την εικόνα του τέμπλου του ναού. «Ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι τὸν Ζῶντα Χριστὸν ἑωρακώς,
τὸ περισσὸν τῆς ζωῆς εἴληφας, Σιλουανὲ ὁσιώτατε» (δοξ. Εσπ.). «Ποτέ του δεν θα ξεχνούσε το πλήρες αγάπης και
υπερνοητής γαλήνης βλέμμα του Ιησού» έγραψε ο άγιος υποτακτικός του Σωφρόνιος.
Και βεβαίως ο υμνογράφος αναφέρεται και στην απάντηση που έδωσε ο Κύριος στον
σπουδαίο αγωνιστή Του για το πώς να αντιμετωπίζει τις επιθέσεις των λογισμών
κενοδοξίας. «Κράτα τον νου σου στον άδη και μην απελπίζεσαι». «Η ταπείνωση
είναι δοσμένη, σοφέ, ως όρος της καρποφόρας προσευχής, όπως και η κατάβαση του
νου στα βασίλεια του άδη αλλά με σωτήριο απελπισμό είναι η οδός των Πατέρων.
Αυτήν την οδό πορεύτηκες, θεοφόρε, με πίστη και έφτασες σε μέτρα οσίου
Αντωνίου» (ωδή η΄).
Δεν ήταν όμως η εμφάνιση του Κυρίου μέσα από την εικόνα
Του η μοναδική φορά παρουσίας στον αγαπημένο Του δούλο. Σημειώνει ότι του
δόθηκε η μεγάλη αυτή χάρη και σε περίσταση που δεν το περίμενε: όταν διακονούσε
τους συνανθρώπους του στο διακόνημα της τράπεζας. Επειδή τους διακονούσε με όραση Χριστού, έβλεπε δηλαδή
στο πρόσωπό τους Εκείνον, γι’ αυτό και ο Κύριος τον αντάμειψε με το να Τον δει
και πάλι. «Τὴν τοῦ δεσπότου παρουσίαν ἔχων
ἀεὶ πρὸ ὀφθαλμῶν σου, ὡς πιστὸς οἰκονόμος τῆς χάριτος Αὐτοῦ, ἐν τῷ μύλωνι τοὺς ἀδελφούς
σου διηκόνεις, ἔνθα καὶ ἠξίωσαι τῆς τοῦ Χριστοῦ ἀρρήτου ἐμφανείας, τοῦ Ἄρτου τῆς
ζωῆς» (λιτή). (Έχοντας πάντοτε μπροστά στα μάτια σου την παρουσία του
Κυρίου, ως πιστός οικονόμος της χάριτός Του, διακονούσες τους αδελφούς στον
μύλο, όπου και αξιώθηκες της άρρητης εμφάνισης του Χριστού που είναι ο Άρτος
της ζωής).
Οπότε κατανοεί κανείς ότι ο άγιος Σιλουανός ζούσε με
βαθύτητα τη μετάνοια ως αδιάκοπη αναζήτηση του Θεού, την ταπείνωση που τον
έκανε να βλέπει την πραγματικότητα του εαυτού του μέσα στη χάρη Εκείνου, την εν
Χριστώ αγάπη ως θυσιαστική στάση του έναντι όλων των αδελφών του, στοιχεία που
οδηγούσαν σε όλα τα θαυμάσια που ο Θεός έχει υποσχεθεί στους γνήσιους δούλους
Του. Η ποιητική απόδοση των παραπάνω από
τον μεγάλο υμνογράφο είναι καταπληκτική. Επιλέγουμε: «Θέλων ὁ Πανάγαθος Δεσπότης, ῥᾳδίαν ἐργάσασθαι βροτῶν, τὴν σωτηρίαν ἔθηκεν,
ὥσπερ θεὸν ἐπίγειον, δι' οὗπερ ἀναγόμεθα πρὸς Τούτου ἕνωσιν, πλησίον, ὡς γραφαῖς
ἐκδιδάσκει, ὁ φιλαδελφίᾳ, Σιλουανὸς βιώσας» (ωδή η΄). (Θέλοντας ο πανάγαθος
Δεσπότης να γίνει εύκολη η εργασία της σωτηρίας για τους ανθρώπους, έθεσε σαν
επίγειο θεό, μέσω του οποίου ανεβαίνουμε για την ένωση μ’ Αυτόν, τον
συνάνθρωπο, όπως διδάσκει στις γραφές του ο Σιλουανός που βίωσε με αγάπη) – ό,τι
αδιάκοπα τονίζουν τα Γεροντικά ως μοναδική οδό θεώσεως του ανθρώπου: «Είδες τον
αδελφόν σου, είδες Κύριον τον Θεόν σου!». («Τί
εἴπω Πάτερ ὁ ἀναιδέστατος; σοῦ καθορῶν, τοῦ βίου τὸ πανάπαν συμπέρασμα, δι' οὗ
εἴληφας τῆς Χάριτος πλήρωμα, τὴν ταπεινοφροσύνην˙ ὅμοιος γέγονας, τῷ ταπεινωθέντι Ἰησοῦ, Οὗ ἠλλοτρίωμαι»
(ωδή θ΄) (Τι να πω, πατέρα, ο αναιδέστατος εγώ, καθώς βλέπω το τελικό
συμπέρασμα του βίου σου, με το οποίο έλαβες το πλήρωμα της χάριτος, δηλαδή την
ταπεινοφροσύνη. Με αυτήν έγινες όμοιος με τον Ιησού που έζησε ταπεινά, από τον
Οποίο εγώ έχω αποξενωθεί).
Και η ταπείνωση αυτή του Σιλουανού και η αγάπη του προς τον
Θεό και τον συνάνθρωπο ήταν τα καίρια στοιχεία της αληθινής και γνήσιας
μετανοίας που επέδειξε, όπως είπαμε, απαρχής της στροφής του προς τον Θεό,
ανταποκρινόμενος στη θαυμαστή επέμβαση της Υπεραγίας Θεοτόκου. Αλλά ο καλός
υμνογράφος επισημαίνει το πιο σημαντικό ίσως σημείο της γνησιότητας της μετανοίας.
Διότι πολλοί δείχνουν ότι μετανοούν, αλλά μετά από κάποιο διάστημα, μικρό ή
μεγάλο, επανέρχονται στις δικές τους αμαρτωλές συνήθειες. Ποιο ήταν αυτό; Η
μέχρι θανάτου απόφαση του αγίου να παραμείνει πιστός στη Μονή της μετανοίας του
και στις άγιες εντολές του Κυρίου του. Ο όσιος Σιλουανός κατάλαβε απαρχής ότι
αν η στροφή προς τον Θεό δεν περάσει μέσα από τον θάνατο του εαυτού του, δηλαδή
του εγωιστικού του φρονήματος, προκοπή και πνευματική ζωή δεν υφίσταται. Όταν ο
απόστολος Παύλος έλεγε ότι για να έχει ζωντανή σχέση με τον Χριστό είναι
δεδομένη η συσταύρωση μαζί Του, («Χριστώ συνεσταύρωμαι, ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε
εν εμοί Χριστός»), όταν διαρκώς απεκάλυπτε ότι όλοι οι μαθητές του Χριστού «περιφέρουν
τη νέκρωση του σώματός τους» για να επιτελούν θεάρεστα την αποστολή τους, δεν
ήταν δυνατόν και ο πιστός Σιλουανός να απέχει από αυτήν την πραγματικότητα, όπως
πρέπει να συμβαίνει με κάθε εν επιγνώσει χριστιανό.
«Ἔστησας ἐπὶ πέτραν
τοὺς πόδας σου, Σιλουανὲ τῆς μετανοίας, λογιζόμενος ἀνυπερθέτως, ὅτι ἐνταῦθα ἀποθανοῦμαι
διὰ τὰς ἁμαρτίας μου» (λιτή) (Έστησες τα πόδια σου, Σιλουανέ, πάνω στην
πέτρα της μετάνοιας, με τον λογισμό ότι οπωσδήποτε εδώ, στη Μονή της μετανοίας
μου, θα πεθάνω για τις αμαρτίες μου). «Μετανοίας
σου, ἡ δύναμις ἀνέκφραστος, Σιλουανὲ θαυμαστέ, οὐκέτι λυπῆσαι γάρ, Θεὸν τὸν
φιλάνθρωπον, Πάτερ ἐσπούδασας, ἐργαζόμενος, εἰρήνην συνειδήσεως δι' ἀγάπης
φιλοθέου», ωδή ζ΄) (Είναι ανέκφραστη, Σιλουανέ θαυμαστέ, η δύναμη της μετανοίας
σου. Διότι αφιέρωσες τη ζωή σου ώστε να μη λυπήσεις καθόλου πια τον φιλάνθρωπο
Θεό, πάτερ, έχοντας ως έργο σου την ειρήνη της συνειδήσεως με τη φιλόθεη
αγάπη).
Μέγας ο Σιλουανός ως μάρτυρας της αγάπης προς τον Θεό και
τον συνάνθρωπο, ως ένας από εκείνους που και στον σύγχρονο κόσμο μας φανερώνει
ότι «ζη Κύριος ο Θεός»! Και τι πιο άμεσο για τον καθένα μας, εφόσον
αποδεχόμαστε την πραγματικότητα αυτή, να έρθουμε σε επαφή με τα κείμενά του, τα
γεμάτα χάρη και σοφία Θεού, όπως μαρτυρούν από την εμπειρία τους όλοι όσοι το
έκαναν!