Δευτέρα 11 Αυγούστου 2025

ΕΚΤΕΝΩΣ… ΕΝ ΜΕΤΑΝΟΙΑ… ΕΚ ΒΑΘΟΥΣ ΨΥΧΗΣ…

«Τῇ Θεοτόκῳ ἐκτενῶς νῦν προσδράμωμεν... ἐν μετανοίᾳ... κράζοντες ἐκ βάθους ψυχῆς...».

Το τροπάριο είναι από τα γνωστότερα θεοτοκία που ψέλνει η Εκκλησία μας, το οποίο  με λιτό, αλλά ανάγλυφο τρόπο, προβάλλει τη στάση του πιστού ανθρώπου έναντι της Παναγίας Θεοτόκου. Δύο είναι τα στοιχεία που συνιστούν τη στάση αυτή: (1) η Παναγία έχει αφενός την εξουσία να βοηθήσει εμάς που ταλανιζόμαστε από τα θλιβερά του βίου και «χανόμαστε» από το πλήθος των πταισμάτων μας, λόγω της παρρησίας της έναντι του Υιού και Θεού της, αφετέρου την αγάπη για να έχει στραμμένο το ενδιαφέρον της σ’ εμάς και να θέλει να μας βοηθήσει. Τυχόν αμφισβήτηση της δύναμης και της αγάπης της θα ακύρωνε και τη θέση της στην Εκκλησία και την ίδια την ύπαρξη βεβαίως των προσευχών μας σε αυτήν. Η Παναγία όμως είναι «των θλιβομένων η χαρά και των χριστιανών η προστάτις», κι ακόμη «ο γλυκασμός των αγγέλων». Όλη η δημιουργία αναπνέει τον αέρα της αγιασμένης παρουσίας της και τρέφεται με το όνομά της, πλην βεβαίως των αγγέλων του σκότους και των συν αυτοίς, για τους οποίους και μόνη η αναφορά της είναι φωτιά που τους κατακαίει.

(2) Εμείς που την προσεγγίζουμε και την επικαλούμαστε, πρέπει να την προσεγγίζουμε και με τον σωστό τρόπο. Και ο υμνογράφος κυρίως σ’ αυτό επικεντρώνει την προσοχή μας.

Δηλαδή, πρώτον: «προσδράμωμεν ἐκτενῶς». Στην Παναγία πηγαίνουμε με σπουδή, τρέχοντας. Όχι ράθυμα, όχι «σέρνοντας», σαν να κάνουμε μία αγγαρεία. Ένας τέτοιος τρόπος φανερώνει την έλλειψη της αγάπης μας προς αυτήν, άρα και προς τον Χριστό, γεγονός που σημαίνει ότι θέτουμε οι ίδιοι εμπόδιο στην παροχή της χάρης που είναι έτοιμη να μας δώσει. Με άλλα λόγια, όπως το μικρό παιδί τρέχει στην αγκαλιά της μάνας του, για να βρει ασφάλεια και καταφύγιο, έτσι και ο πιστός: η προσφυγή στην Παναγία είναι κάτι το φυσικό και ό,τι πιο αγαπητό μπορεί να υπάρξει σ’ αυτόν. Κι «ἐκτενῶς»: όχι μία λέξη και να φύγουμε, αλλά να μείνουμε στην αγκαλιά της, να της πούμε τον πόνο μας, τις ταλαιπωρίες μας. Γιατί το νιώθουμε ως ανάγκη και εκείνη χαίρεται για τα παιδιά της που την αγαπούν.

Και δεύτερον: «ἐν μετανοίᾳ» και «ἐκ βάθους ψυχῆς». Δεν είναι δυνατόν να τρέχω με σπουδή σ’  Εκείνην που δείχνει αδιάκοπα τον Χριστό και να είμαι αμετανόητος. Όπως η μόνη στάση έναντι του Χριστού είναι η μετάνοια, το ίδιο και έναντι της Παναγίας. Διότι η μετάνοια φανερώνει την αληθινή διάθεση του πιστού να συντονιστεί με τη ζωή του Χριστού. Χωρίς μετάνοια είναι γνωστό ότι ο άνθρωπος ζει μόνο τον εγωισμό του και αποτελεί ενεργούμενο των πονηρών δυνάμεων. Παναγία λοιπόν και αμετανοησία από πλευράς μας είναι μείγμα ανύπαρκτο και αδιανόητο. Πώς φαίνεται η γνησιότητα της μετανοίας μας; Από το γεγονός ότι θέλουμε να αλλάξουμε ριζικά: «ἐκ βάθους ψυχῆς». Η επιφανειακότητα στη σχέση μας με την Παναγία κατανοείται ως ένα είδος παιχνιδιού του εγωισμού μας. Αλλά «ο Θεός – όπως και οι άγιοι – οὐ μυκτηρίζεται». Δεν κοροϊδεύουμε τον Θεό και τους αγίους. Μία στροφή μας στην Παναγία, δηλαδή τελικώς στον Χριστό και Θεό μας, όπως έχουμε ξαναπεί, απλώς και μόνο σε κάποια δύσκολη στιγμή μας, για να «γλιτώσουμε», ώστε να επανέλθουμε στον ίδιο αμαρτωλό ρυθμό μας, μάλλον θα μας έκανε να πέσουμε στην «οργή» του Θεού. Και «φοβερόν τό ἐμπεσεῖν εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος».

Να παρακαλούμε την Παναγία, ναι. Αλλά με τον τρόπο  που πρέπει. Διότι «αἰτεῖτε, καί οὐ λαμβάνετε, διότι κακῶς αἰτεῖσθε» (άγιος Ιάκωβος).

Παρασκευή 8 Αυγούστου 2025

ΟΛΟΙ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ!

Ο κ. Σπύρος που με πλησίασε, γνωστός ενορίτης και φίλος από παλιά, Κερκυραίος την καταγωγή με ξεχωριστή καύχηση για τον άγιο του νησιού του, του οποίου έφερε και το όνομα, ήταν ελαφρώς αναστατωμένος. Μου έθεσε το θέμα κοφτά από την αρχή: «Πάτερ, ήλθε η κόρη μου με τα παιδιά της να μας δει, εμένα και τη μάνα της, κι έφερε και τα δύο εγγονάκια μας μαζί. Ο μεγαλύτερος, ο Σπυράκος, εννέα χρονών τώρα, με έφερε όμως σε δύσκολη θέση, όταν με ρώτησε αν θα πάνε στην κόλαση οι περισσότεροι άνθρωποι. “Πώς κι έτσι, βρε Σπύρο;” του είπα παραξενεμένος. “Ποιος σου είπε τέτοια πράγματα;” “Ο παπάς της ενορίας μας, παππού. Την προηγουμένη Κυριακή που βγήκε να μιλήσει στη Λειτουργία, μας είπε ότι αν δεν είμαστε άνθρωποι του Θεού, αν συνεχώς δεν προσευχόμαστε και δεν ερχόμαστε στην Εκκλησία, ο Θεός θα μας τιμωρήσει και θα μας πάει στην κόλαση!”»

Κοντοστάθηκα. «Κατάλαβε καλά το παιδί τι είπε ο παπάς;» ρώτησα τον φίλο Σπυρίδωνα. «Είναι σε μία ηλικία που μπορεί να ακούσει κάτι και να μην το κατανοήσει όπως πρέπει. Μήπως λοιπόν παρενόησε;» «Τι να σου πω, παπά μου;» είπε ο κυρ-Σπύρος. «Ό,τι μου είπε το μεταφέρω κι εγώ. Αλλά δεν φαίνεται να μην κατάλαβε το παιδί, γιατί το επανέλαβε, λέει, πολλές φορές ο παπάς στο κήρυγμά του». «Κι εσύ τι του απάντησες; Δεν του εξήγησες πώς έχουν τα πράγματα; Τόσα χρόνια στην Εκκλησία νομίζω πως έχεις τη δυνατότητα να δώσεις στο εγγονάκι σου το ορθό πλαίσιο των λόγων του ιεροκήρυκα. Αν και, το ξαναλέω, βάζω πολλά ερωτηματικά στο αν τελικώς το παιδί άκουσε όλο τον ειρμό των σκέψεων του ιερέα. Γιατί μπορεί να είπε  κάτι τέτοιο, αλλά να το έθεσε μέσα σε ευρύτερο πλαίσιο και να τόνισε τις παραμέτρους που πρέπει. Ή μπορεί, γιατί δεν δέχομαι εύκολα ότι ακριβώς έτσι είπε τα πράγματα ο ιεροκήρυκας, να σημείωσε ότι υπάρχουν εκείνοι που λένε ότι ο Θεός είναι τιμωρός και «χαίρεται» να στέλνει τους ανθρώπους στην κόλαση, ακριβώς για να ακυρώσει μία τέτοια τοποθέτηση». «Δεν ξέρω, πάτερ», κούνησε το κεφάλι του ο Σπυρίδων. «Μπορεί να είναι έτσι. Παρ’ όλα αυτά όμως εγώ προσπάθησα να του εξηγήσω. Είπα στο εγγόνι μου ότι ο Θεός δεν είναι τιμωρός που χαίρεται να στέλνει τους ανθρώπους που δεν προσεύχονται συνέχεια στην κόλαση. Κι αυτό γιατί, όπως όλοι οι χριστιανοί πια γνωρίζουν, ο Θεός είναι Πατέρας γεμάτος αγάπη προς τους ανθρώπους και όλα τα πλάσματά Του. Μα το παιδί συνέχισε να είναι προβληματισμένο, γιατί ακριβώς το είπε ο παπάς. Και θέλω γι’ αυτό τη βοήθειά σου».

«Πολύ καλά είπες στο παιδί, Σπύρο μου. Γιατί εδώ δεν έχουμε κάποια ίσως απόκλιση από τον λόγο του Θεού, αλλά την κατεξοχήν απόκλιση, αυτό που διαγράφει την ίδια την αποκάλυψη του Κυρίου Ιησού Χριστού. Τι μας έφερε ο Χριστός, ο ενανθρωπήσας Θεός μας; Ακριβώς ότι ο Θεός είναι ο Πατέρας μας, ο φίλος μας, ο αδελφός μας, Αυτός που η χαρά Του είναι να βρίσκεται πάντοτε μαζί μας, που η απομάκρυνσή μας από Εκείνον Τον κάνει να «πονάει», που θα πει ότι αντιμετωπίζει και τους αρνητές Του όχι ως αντιπάλους και εχθρούς – άπαγε της βλασφημίας! – αλλ’ ως τα παιδιά Του που τα βλέπει να πληγώνονται με τις επιλογές τους, οπότε η δική τους θλίψη και στενοχώρια από τα τραύματα των αμαρτιών τους γίνεται και δική Του – συμπάσχει μ’ αυτά. Θυμάσαι, Σπύρο μου, τον λόγο του αποστόλου Παύλου ακριβώς πάνω στο θέμα; «Όντων ημών αμαρτωλών Χριστός υπέρ ημών απέθανε». Μας αγάπησε δηλαδή ο Θεός όχι γιατί ήμασταν αξιαγάπητοι – κάτι που κάνει και ένας άνθρωπος της αμαρτίας – αλλά όταν βρισκόμασταν μέσα στον όλεθρο και τον Άδη της αμαρτίας. Μέσα στον βούρκο ευρισκόμενοι δεχτήκαμε την απειρία αγάπης του Θεού μας, που Τον έκανε να σηκώσει τον βούρκο αυτόν και να τον καθαρίσει.  Κι αυτή η αγάπη Του βεβαίως δεν είχε σταματήσει ποτέ – δεν λειτουργεί με διαλείμματα ο Θεός. Απαρχής και πάντοτε μας αγαπούσε, απλώς έκρινε πότε είναι η κατάλληλη εποχή για να έλθει και να αποκαλύψει την αγάπη Του αυτή, που την είχαμε ξεχάσει λόγω των παθών και των αμαρτιών μας, ώστε να μπορέσουμε να τη νιώσουμε και, όσοι θέλουν, να ανταποκριθούν προς αυτήν. «Όταν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, η κατάλληλη εποχή», σημειώνει και πάλι ο απόστολος Παύλος, «απέστειλε ο Θεός τον Υιό Του να γεννηθεί από μία γυναίκα, να γεννηθεί ως Ιουδαίος κάτω από τον Μωσαϊκό Νόμο, ώστε να εξαγοράσει αυτούς που ήταν κάτω από τον Νόμο αυτόν και να γίνουμε και πάλι παιδιά Του αληθινά».

«Ναι, πάτερ», είπε ο κυρ-Σπύρος. «Τα γνωρίζω αυτά, τα έχω πιστέψει και αποδεχτεί, χωρίς την πίστη μου αυτή δεν ξέρω πια στην ηλικία μου αν μπορούσα και να ζήσω. Θα βρισκόμουν πάντα σ’ ένα κενό, χωρίς νόημα θα κυλούσε η ζωή μου. Και σ’ ευγνωμονώ που συχνά πυκνά μας τα υπενθυμίζεις δείχνοντάς μας αδιάκοπα τον προσανατολισμό μας. Αλλά ενώ τα πιστεύω, τα γνωρίζω, θέλω να τα ζω όσο γίνεται, δεν βρίσκω εκείνα τα λόγια που χρειάζονται τη δεδομένη στιγμή για να τα εκφράσω. Καλή ώρα, όπως τώρα με τον εγγονό μου. Μπλόκαρα, θα έλεγα, δεν έβρισκα τις λέξεις για να του πω αυτό που είναι η αλήθεια της πίστης μας. Και με τον τρόπο που μου έθεσε τα ερωτήματα ο μικρός Σπυράκος, απογοητευμένος καθώς φάνηκε ότι ήταν, μπλόκαρα ακόμη περισσότερο. Ήρθα κατά κάποιον τρόπο σε σύγχυση».

«Λοιπόν, Σπύρο μου, φίλε μου», είπα στον ταλαίπωρο παππού, που από ό,τι φάνηκε μάλλον με εκείνον μπορούσε κυρίως να μιλήσει το εγγόνι του, όχι γιατί οι γονείς του ήταν απόμακροι και άσχετοι, αλλά μπλεγμένοι με την καθημερινότητα και τις δουλειές τους δεν «άδειαζαν» για να ασχοληθούν με τις «μεταφυσικές» ανησυχίες του παιδιού τους. «Λοιπόν, Σπύρο μου, να θεωρείς ευτυχή τον εαυτό σου που έχεις ένα εγγόνι που πηγαίνει με τους γονείς του στην Εκκλησία, που έχει ερωτηματικά, που ανοίγεται προπαντός για να τα εκφράσει και δεν τα αφήνει μέσα του να αιωρούνται αναπάντητα. Ίσως μπορείς σε δεδομένη στιγμή, εφόσον το παιδί θελήσει να του μιλήσεις – μην πας να του γίνεις «φόρτωμα» και δυσανασχετήσει -, να του πεις ότι μίλησες και με άλλον παππούλη, ο οποίος σε βεβαίωσε ότι ο Χριστός και Θεός μας είναι ο Πατέρας μας, όπως πολύ καλά ήδη του είπες, κι ότι κόλαση μάλιστα για τον Θεό δεν υπάρχει. Ο Θεός μόνον μας αγαπάει και πονάει μάλιστα περισσότερο με τους ανθρώπους που δεν Τον θέλουν στη ζωή τους. Και κόλαση είναι ακριβώς αυτό: ό,τι ζουν οι άνθρωποι της απιστίας που αδυνατούν, γιατί δεν θέλουν, να δουν την αγάπη του Θεού απέναντι σε όλους και σε όλα. Να σε αγαπάει ο Θεός, να σου προσφέρει τα πάντα και εσύ να τα αρνείσαι – αυτό είναι η κόλαση, η τιμωρία του ανθρώπου.

»Και γι’ αυτό ξεκινάει η κόλαση αυτή από τη ζωή αυτή και επεκτείνεται έπειτα και μετά τον θάνατο στην αιωνιότητα που λέμε. Και όλα τα άσχημα που συμβαίνουν στη ζωή αυτή, όλες οι δυστυχίες και οι θεωρούμενες αναποδιές, όλοι οι πόλεμοι, η πείνα και η φτώχεια πολλών ανθρώπων, δεν οφείλονται στον Θεό που απαρχής επιθυμούσε και επιθυμεί την ευτυχία και τη χαρά του ανθρώπου, αλλά σε εμάς τους ανθρώπους, όταν βγάζουμε τον Θεό από τη ζωή μας. Γιατί όταν βγάλεις τον Θεό από τη ζωή σου τι μένει; Τα πάθη σου, οι αμαρτίες σου, ο εγωισμός σου που κάνει κόλαση τη ζωή και τη δική σου και των άλλων, και πάνω στον εγωισμό αυτόν δουλεύει έπειτα και ο Πονηρός διάβολος. Λοιπόν, αγαπητέ μου φίλε Σπύρο, βρες έναν τρόπο αυτά τα πράγματα να τα πεις στον Σπυράκο, με απλότητα και όσο αντέχει. Γιατί τις περισσότερες φορές τα παιδιά όταν δουν έναν μεγαλύτερό τους που τον εμπιστεύονται και τον αγαπούν να τους δίνει απαντήσεις που τις πιστεύει, συνήθως πείθονται – η καρδούλα τους αναπαύεται. Αργότερα βέβαια στην εφηβεία και στη νεανική τους ηλικία θα θέσουν άλλα ερωτήματα ή ίσως επανέλθουν στα ίδια, αλλά με μεγαλύτερη πια κριτική διάθεση, οπότε από κει και πέρα ο Θεός θα ενεργήσει για να πάρουν τις απαντήσεις που πρέπει ανάλογα με την ειλικρίνειά τους και τη δίψα τους για την αλήθεια».

«Πάτερ», είπε ο Σπύρος συγκινημένος. «Ευχαριστώ πολύ για όσα μου είπες και χόρτασε και η δική μου πάλι η ψυχή. Θα φέρω πολύ σύντομα, μόλις μου δοθεί η ευκαιρία, και τον μικρό Σπυράκο να σε γνωρίσει κι ίσως και να… τα πείτε. Την ευχή σου!»

«Στο καλό, Σπύρο μου» είπα αγκαλιάζοντάς τον. «Ο Θεός να ευλογεί και εσένα και όλη την οικογένειά σου».

Πέμπτη 7 Αυγούστου 2025

ΑΔΙΕΞΟΔΑ ΣΕ ΟΛΑ, ΓΙ’ ΑΥΤΟ ΣΟΥ ΦΩΝΑΖΩ!

«Ἀπορήσας ἐκ πάντων, ὀδυνηρῶς κράζω σοι· πρόφθασον θερμὴ προστασία, καὶ σὴν βοήθειαν, δός μοι τῷ δούλῳ σου, τῷ ταπεινῷ καὶ ἀθλίῳ, τῷ τὴν σὴν ἀντίληψιν ἐπιζητοῦντι θερμῶς» (γ΄ ωδή Μεγ. Παρακλ. Κανόνος).

Σε όλα βρήκα αδιέξοδο, γι’  αυτό με οδύνη σου φωνάζω: πρόφθασε, (Παναγία), Συ που είσαι η θερμή προστασία, και δώσε τη βοήθειά σου σ’ εμένα το δούλο σου, που είμαι ταπεινός και άθλιος και που επιζητώ με ζήλο τη δική σου ενίσχυση. 

Στους παραπάνω στίχους του βασιλιά ποιητή – και όχι μόνο σ’  αυτούς - ο τόνος  είναι δραματικός, γιατί ο ποιητής, εκπροσωπώντας σύνολο τον πιστό λαό, αποτυπώνει μία μεγάλη αλήθεια: ο άνθρωπος όπου κι αν στραφεί στον κόσμο τούτο, για να βρει τη χαρά και το νόημα της ζωής, χωρίς Χριστό, προσκρούει σε αδιέξοδο. Είτε άνθρωποι είτε χρήματα είτε διασκεδάσεις είτε οτιδήποτε άλλο, στο τέλος όλα αυτά αφήνουν τη στυφή γεύση του ανικανοποίητου της καρδιάς. Ο υμνογράφος λοιπόν γίνεται εκφραστής αυτής της αλγούσας και οδυνωμένης καρδιάς του ανθρώπου, που παντού συναντά το αδιέξοδο. «Απορήσας εκ πάντων οδυνηρώς κράζω σοι…».

Θα τολμούσαμε να παρομοιάσουμε την κατάσταση αυτή με εκείνη που βίωσε ο πρωτόπλαστος Αδάμ, όταν έχασε, λόγω εμμονής στην αμαρτία, τη σχέση με την πηγή της ζωής, τον Θεό. Στράφηκε τότε, μέσα στην εναγώνια αναζήτησή του να βρει τη ζωή, στη γυναίκα του. Και νομίζοντας ότι βρήκε αυτήν τη ζωή στο πρόσωπό της, της δίνει το όνομα: Ζωή, «Εύα». Αντί του Θεού, ο άνθρωπος. Κι αυτό βεβαίως ήταν η απαρχή των αδιεξόδων του.

Ο υμνογράφος όμως είναι πιστός και ζει τη σωτηρία που έφερε ο Χριστός. Ξέρει ότι μόνον Εκείνος γεμίζει την καρδιά του ανθρώπου, γιατί είναι ο Πατέρας και ο Δημιουργός Του. Σαν τον απόστολο Πέτρο κι εκείνος ομολογεί: «Κύριε, προς τίνα απελευσόμεθα; Συ ρήματα ζωής αιωνίου έχεις» - Κύριε, σε ποιον να στραφούμε; Εσύ έχεις τα λόγια της αιώνιας ζωής.  Γι’ αυτό και η τραγικότητα της φωνής του μεταβάλλεται σε κραυγή ανακούφισης, δηλαδή όταν στο αδιέξοδο έχει βρει τη διέξοδο και τη λύση: Επικαλείται Εκείνον που είναι η σωτηρία, αλλά μέσω της Παναγίας Μητέρας Του. Οι αμαρτίες του, που τον κάνουν να νιώθει ταπεινός και άθλιος, του θέτουν εμπόδιο, ώστε να ριχτεί άμεσα στην αγκαλιά του Χριστού. Η λύση γι’  αυτόν είναι η μεσιτεία της Παναγίας. Υπερβολή ίσως και πιθανόν μία έμμεση «υποβάθμιση» της αγάπης του Χριστού στον άνθρωπο - ο Χριστός είναι «ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου» από απειρία αγάπης προς αυτόν. Αλλά είπαμε: ο Κύριος χαίρεται πάντοτε να βλέπει αυτό που «αντανακλά» τον δικό Του τρόπο ζωής και το δικό Του ήθος: την ταπείνωση. Κι αυτό φανερώνει ο υμνογράφος, όταν «διστάζει» να στραφεί άμεσα στον Κύριο και Θεό του, πραγματοποιώντας το όμως με άλλον τρόπο: μέσω της Θεοτόκου!

Παρασκευή 1 Αυγούστου 2025

ΔΕΝ ΘΑ Σ’ ΑΦΗΣΟΥΜΕ ΠΟΤΕ!

«Οὐκ ἀποστῶμεν, Δέσποινα, ἐκ σοῦ» (θεοτοκίον)

(Δεν θα απομακρυνθούμε, Δέσποινα, από σένα)

 Είναι η ευχή και η υπόσχεση του πιστού χριστιανού που νιώθει ότι χωρίς την Παναγία Μητέρα δεν μπορεί να ζήσει – μαζί Της θέλει να είναι πάντοτε, προσκολλημένος στην παρουσία Της, γιατί έχει ευεργετηθεί από τη δύναμη και την αγάπη Της. Το ομολογεί και το κραυγάζει κατανοώντας ταυτόχρονα και την αναξιότητά του προφανώς λόγω του πλήθους των ανομιών και των αμαρτιών του: δεν μπορώ να σιωπήσω και να μην διαλαλώ τη δύναμη της ευεργεσίας Σου απέναντί μου. Διότι αν δεν ήσουν Εσύ η Πρώτη που μεσίτευες για μένα στον Υιό και Θεό Σου, ποιος θα με είχε σώσει από τόσους μεγάλους κινδύνους; Ποιος μάλιστα θα με είχε διαφυλάξει μέχρι τώρα ελεύθερο από τη δαιμονική τυραννία; Λοιπόν, πράγματι δεν θα σ’ αφήσω ποτέ, γιατί σώζεις εμένα και τους άλλους πιστούς από ένα σωρό δεινά.

Τι υπόκειται ως βάση στην κραυγή αυτή του πιστού απέναντι στη Μάνα Παναγία; Πρώτον, το γεγονός ότι η ικεσία στην Παναγία είναι ικεσία στην πραγματικότητα στον ίδιο τον Κύριο και Θεό μας Ιησού Χριστό. Και δικαιολογημένα: Χριστός και Παναγία, όπως κηρύσσει πάντοτε η Εκκλησία μας, συν-ορώνται, χωρίς να μπορεί κανείς να διασπάσει τον μεταξύ τους άρρηκτο δεσμό. Γιατί Εκείνος είναι η κεφαλή της Εκκλησίας, του ζωντανού σώματός Του, ως ο Υιός του Θεού κι Εκείνη είναι το πρώτο και πιο τιμημένο και εξαίρετο μέλος του σώματος Αυτού. Αν ο οποιοσδήποτε χριστιανός κατανοείται ως ένα με Εκείνον από τη στιγμή που βαπτίστηκε, όταν μάλιστα ενεργοποιεί διά της τηρήσεως των αγίων εντολών Του τη χαρισματική αυτή ταυτότητά του – «ἐν ἐμοί μένει κἀγώ ἐν αὐτῶ» - πόσο απείρως περισσότερο ισχύει τούτο για την υπεραγία Θεοτόκο, η οποία εκλέχτηκε μεταξύ όλων των γυναικών απαρχής του κόσμου και μετέπειτα για να γίνει η Μητέρα του Θεού ως ανθρώπου; Κανείς δεν μπορεί να σταθεί ισοστάσια προς την Παναγία – Εκείνη κατέχει «τα δευτερεία της θεότητος», Εκείνη συνιστά την «μετά Θεόν» καταφυγή των ανθρώπων.

Και δεύτερον, ακριβώς λόγω της ταυτοτικής αυτής σχέσεως της Παναγίας προς τον Υιό και Θεό Της ζει και λειτουργεί κι η Ίδια στον ίδιο ρυθμό αγάπης και προσφοράς με Εκείνον. Η Παναγία είναι Παναγία όχι πρώτιστα γιατί κυοφόρησε και μεγάλωσε ως άνθρωπο τον Ιησού Χριστό, αλλά γιατί ταυτόχρονα ήταν η Πρώτη που υπήκουε απολύτως και μέχρι τέλους έως θανάτου στο άγιο θέλημά Του - την εκλογή Της ως Μητέρα του Θεού την επιβεβαίωνε καθημερινώς και αδιαλείπτως. Το «ἰδού ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά τό ρῆμά Σου» ήταν η καθημερινή επωδός της επί γης πορείας Της, γι’ αυτό και η αγάπη Εκείνου εξακτινωνόταν μέσα από όλη την ύπαρξή Της, το σώμα και την ψυχή Της. Αγάπη ο Θεός και Χριστός, αγάπη και η Παναγία Μητέρα Του. Πώς λοιπόν να μην βρίσκεται εσαεί με βλέμμα ευμενές απέναντι στα τέκνα του Θεού Της και τέκνα κατ’ επέκταση και δικά Της; Η ευεργεσία Της προς αυτά ήταν και είναι η συνέχεια της ευεργεσίας του Θεού απέναντί τους, κάτι που δεν μπορεί ο πιστός, όπως το λέει ο υμνογράφος, να μη το διαλαλήσει.

Ποιος συνεπώς λογικός άνθρωπος θα απομακρυνόταν από την πηγή της αγάπης και της θεραπείας του; Ό,τι απάντηση έδωσε ο απόστολος Πέτρος στον Ιησού Χριστό, όταν προκάλεσε Εκείνος τους μαθητές Του αν θέλουν να φύγουν από κοντά Του: «Κύριε, πρός τίνα ἀπελευσόμεθα; Σύ ρήματα ζωῆς αἰωνίου ἔχεις», την ίδια τοποθέτηση έχει και ο εν επιγνώσει πιστός απέναντι στην Παναγία και τον Κύριο: «Οὐκ ἀποστῶμεν, Δέσποινα, ἐκ Σοῦ». Μπορεί να αμαρτάνουμε λόγω της αδυναμίας μας, αλλά δεν έχουμε Άλλον, Άλλη να μας σώζει από όλα τα δεινά του βίου μας. Και βεβαίως, σιγά σιγά έτσι μπορούμε να φτάσουμε και στο ανώτερο σημείο της πίστεώς μας: να μένουμε προσκολλημένοι στον Κύριο και την Παναγία μας όχι γιατί είναι οι σωτήρες από τις δυσκολίες μας και οι δότες των διαφόρων αγαθών μας, αλλά γιατί τους έχουμε αγαπήσει αληθινά και βαθιά, γι’ Αυτούς τους Ίδιους, έστω κι αν οι οδύνες ενός σταυρωμένου βίου μάς κατατρύχουν. Τότε, ναι, θα έχουμε φτάσει στο μεγάλο ζητούμενο και αδιάκοπα προσδοκώμενο: την κατάσταση του υιού, την πέραν του μισθωτού και του δούλου.  

ΣΤΗΝ ΚΥΡΑ Τ' ΑΥΤΟΥΣΤΟΥ

 


Άνθη του Αιγαίου μυροβολούν δοξαστικά

στου ξωμονάστηρου τη θύρα, λες

και αντιφωνούν ροδόπνοα λιβανωτά

που καίνε αντικρύ στης Παναγιάς το βλέμμα.

 

Είναι τα μύρα της καρδιάς από τον θρήνο

- μπορεί και τη χαρά - των Παρακλήσεων

τ’ Αυγούστου που μάσει η Μάνα η Κυρά

προς ευφροσύνη Της τις έρημες τις μέρες.

(Στέφανος Δορμπαράκης, 13-8-2022)

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΕΠΤΑ ΠΑΙΔΕΣ ΜΑΚΚΑΒΑΙΟΙ, Ο ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΑΥΤΩΝ ΕΛΕΑΖΑΡΟΣ ΚΑΙ Η ΜΗΤΗΡ ΑΥΤΩΝ ΣΟΛΟΜΟΝΗ

«Αυτοί, όταν ο Αντίοχος, ο υιός του Σελεύκου, υπέταξε και αιχμαλώτισε το έθνος των Εβραίων και τους ανάγκαζε να αρνηθούν την παράδοσή τους και να τρώνε απαγορευμένες από τη θρησκεία τους τροφές, απείθησαν στον τύραννο, κρατώντας τους πατρογονικούς νόμους τους, και ο πρεσβύτης Ελεάζαρ, που ήταν διδάσκαλος και εξηγητής του Μωσαϊκού νόμου, και οι επτά παίδες, οι οποίοι μαθήτευαν σε αυτόν. Και ο μεν πρεσβύτης, αφού με δεμένα τα χέρια τον βασάνισαν με πολλούς τρόπους και τον έριξαν στη φωτιά, στο τέλος, μετά από προσευχή που έκανε, ώστε το αίμα του και ο θάνατός του να θεωρηθούν από τον Θεό αντίλυτρο για το έθνος του, εξέπνευσε. Οι δε γενναιότατοι παίδες, αφού κι αυτοί πέρασαν πολλά βασανιστήρια, με τροχούς, με καταπέλτες, με φωτιά, χωρίς να αρνηθούν την πίστη τους ούτε να προδώσουν τον νομοθέτη Θεό για την πρόσκαιρη ζωή, έλαβαν ως αυτοκράτορες των παθών τους, τα στεφάνια της υπομονής. Μαζί τους και η μητέρα τους Σολομονή, όταν ειδε το τέλος των παιδιών της, χωρίς να περιμένει ανθρώπινο χέρι να τη σύρει, ρίχτηκε στην αναμμένη πυρκαϊά, κι έτσι παρέθεσε το πνεύμα της στον Θεό».

Δεν πρέπει να μας παραξενεύει το γεγονός ότι οι άγιοι που εορτάζουμε σήμερα ανήκουν στο χώρο της Παλαιάς Διαθήκης. Εντάσσονται σ’ αυτούς που χαρακτηρίζονται δίκαιοι και που θεωρούνται ότι αναστήθηκαν μαζί με τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, κατά την ένδοξη Εκείνου Ανάσταση, οπότε απολαμβάνουν κι αυτοί «συν πάσι τοις αγίοις» τον παράδεισο, ευρισκόμενοι μέσα στους κόλπους του προπάτορά τους Αβραάμ. Η ίδια η ακολουθία τους μάλιστα, με το δεδομένο ότι έδωσαν τη ζωή τους για να μείνουν σταθεροί στον Νόμο του Θεού - λόγω του Αντιόχου, που θέλησε, όπως σημειώνει και παραπάνω το συναξάρι, να μεταστρέψει δια της βίας τους υποταγμένους σ’ αυτόν Ιουδαίους - τους τοποθετεί στην ίδια χορεία με τους μάρτυρες του Χριστού και μάλιστα δοξολογουμένους μαζί τους με χαρμόσυνο τρόπο από όλη την Χριστού Εκκλησία: «συνεορτάσατε τοις μάρτυσι Χριστού, ως προ εκείνων αθλήσαντες υπέρ νόμου και μετ’ εκείνων ευφημούμενοι εννόμως, πάση τη Χριστού Εκκλησία φαιδρώς».

Η επιλογή του Νόμου του Θεού ως προτεραιότητας της ζωής τους αποκαλύπτει το μέγεθος της αγιότητάς τους. Διότι άγιος είναι εκείνος ο οποίος, ως γνωστόν, θέτει υπεράνω όλων το θέλημα του Θεού, άρα φανερώνει την αγάπη την οποία τρέφει προς Εκείνον. Η εντολή του Θεού άλλωστε είναι σαφής και ισχύει και για την Παλαιά και για την Καινή Διαθήκη: «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της ψυχής σου, εξ όλης της καρδίας σου, εξ όλης της διανοίας σου, εξ όλης της ισχύος σου, και τον πλησίον σου ως σεαυτόν». Οι άγιοι λοιπόν σήμερα έδειξαν ότι πράγματι αγαπούν με απόλυτο τρόπο τον Θεό, έχοντας μεταθέσει όλο το νου τους σ’ Εκείνον και αποδεικνύοντας έμπρακτα ότι αληθινή πατρίδα τους είναι η άνω Ιερουσαλήμ, η άφθαρτη και ανώλεθρη, κάτι που αποτελούσε τη μαρτυρία τους και προς τον ίδιο τον Αντίοχο, κατά το δοξαστικό μάλιστα των στιχηρών του εσπερινού: «Ημίν, ω Αντίοχε, εις Βασιλεύς, ο Θεός, παρ’ ου γεγόναμεν, και προς ον επισρέφομεν. Κόσμος μένει άλλος ημίν, του ορωμένου υψηλότερος και μονιμώτερος. Πατρίς δε ημών Ιερουσαλήμ, η κραταιά και ανώλεθρος, πανήγυρις δε, η μετά Αγγέλων διαγωγή».

Μία τέτοια μετάθεση του κέντρου βάρους της ύπαρξής τους στον ίδιο τον Θεό, η οποία τους έδινε και τη δύναμη να υπερβαίνουν τις οδύνες και των μαρτυρίων τους, ήταν βεβαίως χαρισματική κατάσταση, αλλά απαιτούσε και την ανθρώπινη συνέργεια. Εννοούμε ότι συνήργησε για τον αγιασμό και το μαρτύριό τους και ο ανθρώπινος παράγοντας, εκδηλούμενος με το αλειπτικό στοιχείο. Αλείπτες, ως γνωστόν, είναι εκείνοι που προετοιμάζουν και ενισχύουν κάποιον για το μαρτύριο, παίζοντας κατά κάποιο τρόπο το ρόλο του προπονητή τους. Τέτοιους αλείπτες λοιπόν στους αγίους σήμερα έχουμε τριών ειδών: πρώτα, την ίδια τη μάνα των επτά παίδων: από μικρούς τους ανέτρεφε «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου», και την ώρα του μαρτυρίου τους τους ενίσχυε και με τα λόγια της και με την παρουσία της. Έπειτα, τον ιερέα διδάσκαλό τους άγιο Ελεάζαρο: διαρκώς τους νουθετούσε να παραμένουν σταθεροί στον Νόμο του Θεού, έστω και με θυσία της ζωής τους, κάτι που το δίδαξε και με το άγιο παράδειγμά του. Τέλος δε, και το σημαντικότερο ίσως, αλείπτες για τους Μακκαβαίους παίδες υπήρξαν οι ίδιοι, καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής και του μαρτυρίου τους: ο καθένας παρότρυνε τον άλλον να παραμείνει σταθερός και να μη λυγίσει την ώρα την κρίσιμη. Θα έλεγε κανείς ότι το στοιχείο αυτό κυριαρχεί κυριολεκτικά στα τροπάρια του κανόνα της εορτής: «Αλλήλους οτρύνοντες, ούτως εβόων: Νομίμως αθλήσωμεν και προθύμως θάνωμεν υπέρ πατρώων εθών». «Μη τις υστερείτω σήμερον του καλού αγώνος, μη τις θηρευθήτω, υπό του μανιώδους. Σοφός εστιν ο δράκων, αλλήλους παρώτρυναν της Σολομονής οι υιοί, μη τις υμών γένηται βρώμα αυτού».