Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2020
ΝΕΑ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΝ
ΜΝΗΜΗ ΤΩΝ ΝΗΠΙΩΝ ΤΩΝ ΥΠΟ ΗΡΩΔΟΥ ΑΝΑΙΡΕΘΕΝΤΩΝ
«Όταν ο βασιλιάς των
Ιουδαίων Ηρώδης πρόσταξε τους μάγους να γυρίσουν πίσω και του αναφέρουν τα
σχετικά με τον βασιλιά που γεννήθηκε, τον οποίο φανέρωνε ο αστέρας που
ακολουθούσαν, προκειμένου τάχα μαζί με εκείνους να τον προσκυνήσει και αυτός,
κι αφού ο άγγελος είπε στους μάγους να μη γυρίσουν στον Ηρώδη αλλά από άλλη οδό
να αναχωρήσουν για τη χώρα τους, κάτι που το έκαναν, είδε λοιπόν ο Ηρώδης ότι
εμπαίχθηκε από αυτούς και οργίστηκε πολύ. Κι αφού ερεύνησε ακριβώς για τον
χρόνο του αστέρος που φάνηκε και έστειλε στρατιώτες, φόνευσε όλα τα παιδιά στη
Βηθλεέμ και στα όριά της, από δύο χρονών και κάτω, γιατί σκέφτηκε ότι αν
φονεύσει όλα τα παιδιά, οπωσδήποτε θα πεθάνει και ο μελλοντικός βασιλιάς και
δεν θα καταστεί απειλή γι’ αυτόν. Ματαίως όμως κόπιασε ο παράφρων, διότι δεν
γνώριζε ότι κανείς άνθρωπος δεν μπορεί να εμποδίσει τη βουλή του Θεού. Οπότε
στα μεν παιδιά προξένησε τη βασιλεία των Ουρανών, στον δε εαυτό του την αιώνια
κόλαση».
Το κύριο πρόβλημα που
θέτει η σημερινή ημέρα, της μνήμης των σφαγιασθέντων νηπίων από τον Ηρώδη,
είναι η εξώφθαλμη αδικία που διαπράχθηκε τότε, γεγονός που οδηγεί στο πάντα
επίκαιρο και ουδέποτε αποδεκτό από την ανθρώπινη λογική πρόβλημα της θεοδικίας:
Γιατί βρέφη και νήπια,
πριν καν ξεκινήσουν τη ζωή τους, την έχασαν και μάλιστα με τέτοιο τραγικό
τρόπο; Και πού βρίσκεται η δικαιοσύνη του Θεού; Πώς ανέχτηκε ο δίκαιος Θεός μία
τέτοια αδικία; Δεν φαίνεται έτσι ότι ο Θεός απουσιάζει ή τέλος πάντων είναι
κρυμμένος, ενώ παρουσιάζεται ως κυρίαρχος ο δαίμονας με τα όργανά του, τύπου
Ηρώδη;
Και με βάση τον
προβληματισμό για ό,τι άδικο συνέβη τότε, η ανθρώπινη σκέψη ανοίγεται και σε
όλη τη διαδρομή του ανθρωπίνου γένους, καταγράφοντας παρόμοια και σκληρότερα
ίσως περιστατικά: εξανδραποδισμούς ολόκληρων λαών, πείνες, πολέμους, εξαθλίωση
ανθρώπων, ανέχεια, ανεργία, φτώχεια. Σε όλα αυτά το κυρίαρχο ερώτημα είναι το
γιατί; Και το πώς ο Θεός ανέχεται τέτοιες καταστάσεις;
Δεν είναι εύκολα
ερωτήματα. Δεν μπορεί κανείς χρησιμοποιώντας την ανθρώπινη λογική να δώσει μία
πειστική απάντηση. Πρόκειται για ένα μόνιμο αγκάθι στην ανθρώπινη σκέψη. Γι’
αυτό και το ερώτημα αυτό, το πρόβλημα της θεοδικίας, της δικαιοσύνης του Θεού
μέσα σε έναν κόσμο απανθρωπίας και παραλογισμού, είναι ερώτημα που απασχόλησε
από παλιά τον άνθρωπο και ασφαλώς θα τον απασχολεί πάντοτε. Την πρώτη από
πλευράς θεολογικής αντιμετώπιση του προβλήματος έχουμε ήδη στην Παλαιά Διαθήκη
στο βιβλίο του Ιώβ. Πάσχει ο Ιώβ, ο πιο δίκαιος άνθρωπος της εποχής του, και
μάλιστα με τρόπο που δεν είναι εύκολο να ακούσει κανείς τα πάθια του, χωρίς να κινδυνεύει
να κλονιστεί η ισορροπία του μυαλού του: πεθαίνουν με τρόπο τραγικό όλα τα
παιδιά του, χάνει όλη την περιουσία του, γεμίζει ο ίδιος από παντός είδους
μολυσματικές αρρώστιες και γι’ αυτό δεν μπορεί να σταθεί σε κατοικημένη
περιοχή, η γυναίκα του τον κατηγορεί, οι φίλοι του τον αντιμετωπίζουν με
σκληρότητα… Το «γιατί μου συμβαίνουν όλα αυτά, ενώ είμαι δίκαιος άνθρωπος;»
φτάνει στα χείλη ακόμη και του ίδιου του Ιώβ, ο οποίος σε ό,τι του συνέβαινε
έλεγε: «Ο Κύριος μου τα έδωσε, ο Κύριος μου τα πήρε. Ας είναι ευλογημένο το
όνομά Του».
Η απάντηση έρχεται
τελικά από τον ίδιο τον Θεό, ο Οποίος λέγοντας στον Ιώβ να μην πολυεξετάζει το
γιατί αλλά να έχει εμπιστοσύνη μόνο στην αγάπη Του, τον επιβραβεύει
αποκαθιστώντας τον έτσι, ώστε να βρίσκεται σε καλύτερη θέση από ό,τι
ήταν πριν. Η απάντηση δηλαδή στο πρόβλημα της θεοδικίας δεν υπάρχει στους
ανθρώπινους συλλογισμούς και την ανθρώπινη λογική. Η απάντηση δίνεται στο επίπεδο
της πίστεως στον Θεό: έχε εμπιστοσύνη στην αγάπη μου, έστω κι αν δεν την
καταλαβαίνεις. Αν κανείς δεν αναχθεί σ’ αυτό το επίπεδο, πάντοτε θα
προσκρούει σε αδιέξοδο και στη διαπίστωση του παράλογου της ζωής. Κι αν μεν
στην Παλαιά Διαθήκη η απάντηση δόθηκε στον Ιώβ με αυτόν τον τρόπο,
εκεί που έχουμε την πληρότητα της απαντήσεως είναι στην Καινή με τον ερχομό του
Χριστού. Στο πρόσωπο του Χριστού, του ενσαρκωμένου Θεού, βλέπουμε ότι οι όποιες
δοκιμασίες στη ζωή, οι όποιες θλίψεις, οι όποιες τραγικότητες, συνιστούν δρόμο
ζωής που αν κανείς τα αντιμετωπίσει με πίστη και υπακοή στον Θεό, οδηγούν στη
Βασιλεία του Θεού. Ο ίδιος ο ενανθρωπήσας Θεός είναι η απάντηση: η ζωή Του
απαρχής μέχρι τέλος είναι ένα πάθος. Το πάθος του Χριστού δεν σχετίζεται μόνον
με τον Σταυρό, αλλά με όλη τη ζωή Του. Κι απόδειξη η σημερινή ημέρα: μόλις
γεννάται αντιμετωπίζει τον φονικό θυμό του παράφρονα Ηρώδη. Το ίδιο και στα
μετέπειτα χρόνια Του. Ο Σταυρός Του είναι η αποκορύφωση του Πάθους Του. Και τι
μας δείχνει; Ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος που εκβάλλει στη Βασιλεία του Θεού,
στην Ανάσταση, εκτός από το πάθος της ζωής αυτής.
Κι αυτό γιατί;
Διότι δυστυχώς ο κόσμος αυτός ξέπεσε, λόγω της αμαρτίας του ανθρώπου. Ενώ απαρχής
τα πράγματα ήταν διαφορετικά - ο Θεός
δημιούργησε τον κόσμο και τον άνθρωπο, για να είναι μέτοχος της χαράς Του - ο
άνθρωπος με την επανάσταση που κήρυξε κατά του Δημιουργού με την εμμονή του
στην ανυπακοή του προς Εκείνον, έφερε όλα τα δεινά στον κόσμο. Και ο ερχομός
του Χριστού ήταν ακριβώς γι’ αυτό: να άρει την αμαρτία του κόσμου και τις
συνέπειες της αμαρτίας αυτής, προκειμένου να αποκαταστήσει τον άνθρωπο. Ο
κόσμος όμως αυτός πάντοτε θα είναι και θα παραμένει το πεδίο που θα αναμετράται
η πίστη με την απιστία, με το δεδομένο ότι οι θλίψεις και οι δοκιμασίες της εδώ
ζωής θα έχουν πάντοτε αντίκρισμα στη συνέχειά της, την άλλη ζωή. «Ουκ άξια
τα παθήματα της παρούσης ζωής προς την μέλλουσαν εις ημάς αποκαλυφθήναι δόξαν» που
σημειώνει ο απόστολος Παύλος. Αυτά που υφιστάμεθα στη ζωή αυτή, τις θλίψεις,
τις δοκιμασίες, τους πόνους, δεν ισοφαρίζουν τη δόξα που θα μας αποκαλυφθεί στη
μέλλουσα.
Στη λογική της πίστεως
αυτής, με βάση την ίδια τη ζωή του Κυρίου, στοιχεί και η υμνογραφία της
σημερινής εορτής. Τα νήπια που σφαγιάστηκαν, δεκατέσσερις χιλιάδες ή απλώς
δεκατέσσερα – δεν έχει σημασία ο αριθμός αν είναι πραγματικός ή συμβολικός –
ναι μεν έχασαν τη ζωή τους πριν ακόμη την ξεκινήσουν, όμως την βρήκαν
ολοκληρωμένη με τη χάρη του Θεού στους κόλπους του Αβραάμ. Ο Θεός θέλησε,
κρίμασιν οις οίδεν Εκείνος, αυτά τα παιδάκια να είναι οι πρώτοι μάρτυρές Του
στον κόσμο, η πρώτη προσφορά σ’ Αυτόν, γι’ αυτό και θεωρούνται άγιοι με μεγάλη
δύναμη παρρησίας ενώπιόν Του. Είναι κατ’ ακρίβεια τα πρώτα νεόφυτα στελέχη της
Εκκλησίας, που έθρεψαν με το παρθενικό και αγνό αίμα τους το δέντρο της
Εκκλησίας («Εκ στελεχών νεοφύτων η του Χριστού Εκκλησία σήμερον, ώσπερ
άνθη ευθαλή, δρεψαμένη αίματα τερπνώς, εφηδύνεται αυτοίς και ωραΐζεται»,
δηλαδή: Η Εκκλησία του Χριστού σήμερα, αφού μάζεψε με τερπνό τρόπο τα αίματα
από νεόφυτα στελέχη, όπως κόβει κανείς ολοζώντανα άνθη, χαίρεται γι’ αυτά και
ομορφαίνει)∙ είναι, όπως είπαμε, η πρώτη μυστική θυσία στον ενανθρωπήσαντα
Θεό («Χορός θεόλεκτος βρεφών, εν σαρκί γεννηθέντι, προσηνέχθη τω Κτίστη, ως
θυσία μυστική», δηλαδή: ο θείος χορός των βρεφών προσφέρθηκε
στον Δημιουργό που γεννήθηκε ως άνθρωπος, ως μυστική θυσία)∙ είναι οι καθαυτό νεομάρτυρες του Κυρίου («ως
βότρυες Χριστώ προσήχθησαν, ει και μητρώων μαζών εσπάσθησαν, οι νεομάρτυρες,
τον Ηρώδην πλήξαντες», δηλαδή: σαν σταφύλια προσφέρθηκαν στον Χριστό οι
νεομάρτυρες, αν και αποσπάσθησαν βίαια από τα μητρικά στήθη, και έπληξαν τον
Ηρώδη)∙ είναι τα νήπια εκείνα που με τον σφαγιασμό τους συμβασιλεύουν πια
με τον Χριστό («υπέρ Αυτού γαρ σφαγέντα, συμβασιλεύουσι Τούτω»).
Η ανατροπή των ανθρωπίνων δεδομένων και της συμβατικής λογικής δεν έρχεται μόνον με την ενανθρώπηση του Θεού, αλλά και με ό,τι συνιστά τον περίγυρό της, και τότε, στα ίδια χρόνια με την επί γης παρουσία Του, και μετέπειτα σε όλους τους αιώνες. Η Εκκλησία και οι άγιοί της, με ό,τι υφίσταται στον κόσμο, θα διατρανώνει πάντοτε την άλλη λογική: μέσα από τα παθήματα του κόσμου τούτου θα αποκαλύπτει την οδό που εκβάλλει στην πληρότητα της Βασιλείας του Θεού. «Διά πολλών θλίψεων δει υμάς εισελθείν εις την Βασιλείαν των Ουρανών».
Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2020
Να εμβολιαστώ ή όχι;
«Άμα έρθουν τα εμβόλια κι έρθει η σειρά μου, θα πάω ήσυχα να το κάνω.
Προτιμώ, αν υπάρχει πρόβλημα, να αποθάνω αθώος και ανυποψίαστος με πολλά άλλα
δισεκατομμύρια ανθρώπων που εμπιστεύονται τον ανθρώπινο πολιτισμό, παρά να ζήσω
μέσα στη φρικτή καχυποψία που δηλητηριάζει όλες τις σχέσεις κι όλη τη ζωή.
Έτσι
κι αλλιώς υπόθεση μερικών χρόνων είναι... τι είναι ο κάβουρας, τι είναι το
ζουμί του...
Καλημέρα
σε όσους ποθούν ή έστω νοσταλγούν την απλότητα. Οι άλλοι έτσι κι αλλιώς δεν θα
δουν ποτέ καλή μέρα. Μόνο μιζέρια βλέπουν, σκοτάδι και πονηριά...»
(Γεώργιος Κόρδης, θεολόγος, ζωγράφος, αγιογράφος)
Ο διάσημος ανά τον
κόσμο ζωγράφος και αγιογράφος Γεώργιος Κόρδης, (του οποίου οι αγιογραφίες
κοσμούν πάμπολλα μοναστήρια και ναούς στο Άγιον Όρος αλλά και παντού σχεδόν
στον κόσμο, και του οποίου τα ζωγραφικά έργα έχουν φιλοξενηθεί από πάμπολλες
εκθέσεις έργων τέχνης στην Ελλάδα και το εξωτερικό), ανήρτησε προ ημερών τη
συγκεκριμένη παραπάνω δήλωσή του, παίρνοντας θέση στο θέμα που ταλανίζει ευρέως
πολλούς συμπατριώτες μας αλλά και πολλούς άλλους σε όλον τον
πλανήτη: το θέμα των εμβολίων. Και τι λέει ο γνωστός ζωγράφος και αγιογράφος
αλλά και βαθιά καταρτισμένος στη θεολογία της Εκκλησίας μας, αφού μέχρι
πρότινος ήταν καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, απ’
όπου και παραιτήθηκε για να αφιερωθεί πλήρως στην τέχνη του; Το
αυτονόητο για κάποιον που δεν είναι ειδικός ιατρός λοιμωξιολόγος και
πνευμονολόγος και μικροβιολόγος: θα ακολουθήσει τη γνώμη των ειδικών σε κάτι
που σχετίζεται με την ίδια τη ζωή∙ θα εμβολιαστεί, όταν έρθει η σειρά του, μαζί
με δισεκατομμύρια άλλους συνανθρώπους του.
Πού έγκειται η συμβολή
του κ. Κόρδη; Αποφεύγοντας ευφυώς να πέσει στην «παγίδα» του χωρισμού των
ανθρώπων σε οπαδούς του εμβολίου και σε αρνητές του, κάτι που υποκινεί τους
διαφόρους φανατισμούς, πηγαίνει «πίσω» από την επιφάνεια∙ στο τι υποκρύπτεται
στις διακρίσεις αυτές. Και το επισημαίνει με τρομακτική απλότητα: η επιλογή «θα
κάνω ή όχι το εμβόλιο» δείχνει αν εμπιστεύομαι τον ανθρώπινο πολιτισμό – τα
εμβόλια συνιστούν μέγα κατόρθωμα της επιστήμης της ιατρικής: εκατομμύρια
ανθρώπινες ζωές έχουν σωθεί μέχρι τώρα από τους διαφόρους εμβολιασμούς – ή αν
τον απορρίπτω, γιατί έχω επιλέξει να ζω «μέσα στη φρικτή καχυποψία, που
δηλητηριάζει όλες τις ανθρώπινες σχέσεις κι όλη τη ζωή». Να λοιπόν η συμβολή
του: με διατύπωση «παπαδιαμαντική» και θυμόσοφη, ανθρώπου που
γνωρίζει τα όριά του και δεν προβάλλεται ως «παντογνώστης» (ο λαός μας το λέει
λίγο πιο λαϊκά), περιγράφει τη θλιβερή κατάσταση μέσα στην οποία
αδιάκοπα ζουν οι... καχύποπτοι. «Δηλητήριο» η ατμόσφαιρα που αναπνέουν, «φρίκη»
η ζωή τους και οι σχέσεις τους.
Και δεν αναφέρεται
βεβαίως ο κ. Κόρδης στην αυτονόητη επιφύλαξη που υπάρχει γενικότερα σε κάθε νέο
προϊόν, ειδικά σ’ ένα νέο εμβόλιο – επιφύλαξη που έχουν και οι ειδικοί επί του
θέματος μέχρις ότου από τους ελέγχους διαπιστωθεί η ασφάλεια του προϊόντος –
αλλά στην πάγια και «αυτόματη» εναντίωση κάποιων που είναι θα λέγαμε «εκ
συστήματος» καχύποπτοι, βλέποντας πίσω από όλα συνωμοσίες που σκοπό έχουν την
υποδούλωση των ανθρώπων σε δυνάμεις σκοτεινές που φαίνονται να «υποκαθιστούν»
και αυτήν την Πρόνοια του Θεού.
Και τι επισημαίνει
ακόμη πιο βαθιά και ουσιαστικά; Ότι αυτός που έχει εμπιστοσύνη στον ανθρώπινο
πολιτισμό, εν προκειμένω στην ιατρική - διότι δεν γνωρίζει τα πάντα
αλλά γνωρίζει τα ευεργετικά αποτελέσματα της ιατρικής από τα μέχρι τώρα αγαθά επιτεύγματά
της - πορεύεται με απλότητα στη ζωή αυτή, ζώντας την αθωότητα της «πίστεως»
αλλά και λαμβάνοντας υπόψη εξίσου και πάλι το αυτονόητο: ότι κάπου μπορεί να
υπάρξει ένα πρόβλημα, «άνθρωποι είμαστε!» Επιλέγει λοιπόν την κοινή οδό της
εμπιστοσύνης στην επιστήμη, έστω και με το ρίσκο ενός λάθους που μπορεί κάποια
στιγμή να συμβεί και να στοιχίσει τη ζωή. (Πανεπιστημιακός καθηγητής γνωστός
λοιμωξιολόγος και επιδημιολόγος είπε προ ημερών ότι το ρίσκο είναι παρόμοιο μ'
αυτό που αναλαμβάνει κάποιος να ταξιδέψει με αεροπλάνο: μπορεί η πτήση του να
μη φτάσει ποτέ στο τέρμα!) Αλλά το προτιμά. Γιατί; Διότι είναι
προτιμότερος ένας (πιθανός) θάνατος στην πορεία μιας κοινής και φυσιολογικής
και ταπεινής εκ των πραγμάτων (ίσως έτσι μπορούμε να αποδώσουμε τον όρο «αθώος»)
ζωής, παρά ένας «διαρκής θάνατος» τον οποίο βιώνει εν «ζωή»(!) ένας
φρικτά καχύποπτος άνθρωπος που αναπνέει, όπως είπαμε, το δηλητήριο ως οξυγόνο
της «ζωής» του.
Και το «σαρκαστικό»
αλλά και τόσο ρεαλιστικό «αποτελείωμα» του γνωστού ζωγράφου και αγιογράφου:
έτσι κι αλλιώς θα πεθάνουμε – «τι ’ναι ο κάβουρος και τι ’ναι το ζουμί του;».
Δηλαδή με άλλη (ακραία) διατύπωση: «καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή παρά
σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή»!
Πιο προσγειωμένη τοποθέτηση στο θέμα των εμβολίων δεν έχουμε δει – εννοείται από άνθρωπο μη ειδικό επ’ αυτού! Ευχαριστούμε τον κ. Κόρδη, ποθώντας και νοσταλγώντας κι εμείς την απλότητα κι επιμένοντας στο να βλέπουμε το φως της ημέρας. Έτσι κι αλλιώς «τη μιζέρια, το σκοτάδι και την πονηριά» τα αποστρέφεται και ο ίδιος ο Θεός! «Ο Γέροντας Αμβρόσιος που τιμάται ως άγιος από την εκκλησία της Ρωσίας, έλεγε: "Όπου κανείς είναι απλός, έχει μαζί του τους αγγέλους κατά δεκάδες. Όπου είναι "σοφός", δεν έχει κανέναν. Μένει μόνος"» (όσιος Σωφρόνιος του Έσσεξ).
Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2020
ΜΗΝ ΚΑΝΕΙΣ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ!
Φέτος κοίταξε!
Χριστούγεννα μη κάνεις!
Όχι γιατί ’ναι δύσκολο
μες στον Ναό να μπεις∙
όχι γιατί δεν θα μπορείς
πολλά αγαθά να εύρεις∙
κι ούτε γιατί σε ρεβεγιόν
φίλους σου δεν θα δεις.
Αλλά; Γ ί ν ε Χριστούγεννα!
Κλάψε με του Χριστού
την πεθυμιά ακόρεστη
φάτνη να κάνει την καρδιά σου.
Και δώσ’ Του χώρο εκεί
ζεστά ν’ αναπαυθεί.
Χριστούγεννα γιορτάζουνε
οι ζωντανές οι Παναγιές!
Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2020
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΚΙ ΑΥΤΑ...
Έντονα ζούσε τα Χριστούγεννα
ο υμνογράφος Ιωσήφ, που για μελάνι
βούταγε μες στης καρδιάς το αίμα.
Γιατί το «δόγμα» αφήνοντας, βρέφος
το νεογέννητο το πήρε απ’ τη φάτνη
και το απόθεσε γλυκά στης Μάνας Του
την αγκαλιά π’ από χαρά σκιρτούσε.
Κι η Μάνα και Παρθένος Γιο Θεού
μ’ άφατο πόθο σφίγγοντας μες στο στήθος
Τον γέμισε με δάκρυα κι αμέτρητα φιλιά.
Και μες στο θάμβος η Μοναδική τούτο
μονολογούσε: «Σπλάχνο μου και Πατέρα μου,
σαν όπως πρώτ’ αγνή και μετά Γέννηση,
την άπειρη Σού προσκυνώ Αγάπη και Ισχύ
μες σε μυστήριο αχλής που έδειξες σε μένα».
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
Με τον χρωστήρα του ζωγράφου και με τον κάλαμο του υμνογράφου
Μεγαλειώδης η θεολογία
της βυζαντινής εικόνας της Γεννήσεως του Κυρίου Ιησού Χριστού. Όλα τονίζουν το
βάθος των γεγονότων, όλα μηνύουν το ποιος είναι ο τεχθείς, ποια η θέση της
Υπεραγίας Θεοτόκου ή του αγίου Ιωσήφ του
μνήστορος, ποια η στάση των αγγέλων και των ανθρώπων (των απλών ποιμένων της
Βηθλεέμ αλλά και των αναζητητών της αλήθειας μάγων-αστρονόμων της μακρινής
Περσίας), ποια η μετοχή στο υπερφυές γεγονός της ίδιας της φύσεως. Με κεντρικό
σημείο βεβαίως την Παναγία: να στέκει, ανακλιμένη ή προσκυνούσα, και ν’ απορεί
για το μυστήριο της άπειρης συγκατάβασης του Υιού και Λόγου του Θεού που έγινε
δι’ Αυτής άνθρωπος, αδυνατώντας να αγγίξει τον επί λάρνακας κείμενο Υιό Της. Η
εικόνα μάς διδάσκει ό,τι σαλπίζει ο παιάνας: «Χριστός γεννᾶται, δοξάσατε∙
Χριστός ἐξ Οὐρανῶν, ἀπαντήσατε∙ Χριστός ἐπί γῆς ὑψώθητε..».
Αλλά μεγαλειώδης και η
υμνολογία (διά καλάμου αγίου Ιωσήφ του υμνογράφου) της Εορτής, που ήδη
προεορτίως μας καθοδηγεί στις μυστικές διαστάσεις της Γεννήσεως του Θεού ως
ανθρώπου – κάποιες φορές διαφορετικά απ’ ό,τι ο χρωστήρας του αγιογράφου. Τι
εννοούμε; Λίγο πλάι από το θείο βρέφος η Μάνα Παναγία (στην εικόνα). Μέσα στην
αγκαλιά της Μάνας Παναγίας το θείο βρέφος (στους ύμνους), δεχόμενο τους
κατασπασμούς της μητρικής στοργής. Ακούμε αίφνης στον οίκο του κοντακίου της 21ης
Δεκεμβρίου: «Κρατώντας η Παρθένος μέσα στην αγκαλιά Της τον Υιό του Θεού και
καταφιλώντας Τον με μητρικούς ασπασμούς έλεγε... Γι’ αυτό και χαίρομαι κρατώντας στην αγκαλιά τον
Υιό του Θεού».
Ο χρωστήρας του
ζωγράφου δεν αναιρεί βεβαίως τον κάλαμο του υμνογράφου κι ο κάλαμος του
υμνογράφου δεν αναιρεί τον χρωστήρα του ζωγράφου. Απλά ο ένας συμπληρώνει τον
άλλον. Πόσο όμως μεγαλείο κι αλήθεια κρύβει η «ανθρώπινη» προσέγγιση του αγίου
υμνογράφου (του Ιωσήφ του συναισθηματικού και παρακλητικού, κατά τον αγαπημένο
άγιο Πορφύριο) – η Μάνα Παναγία με τον Χριστό στην αγκαλιά Της, καθώς Τον
«πνίγει» μέσα στα φιλιά της! Ο Κύριος της δόξας δέχτηκε όχι μόνο την πνευματική
αγάπη του αγιότερου πλάσματός Του, της πάναγνης κόρης της Ναζαρέτ, με την
απόλυτη υπακοή Της στο θέλημά Του, αλλά και την ανθρώπινη αγάπη της μάνας
απέναντι στο βλαστάρι της! Το ανθρώπινο του Κυρίου τρέφεται πέρα από το γάλα
της Μάνας και από τη στοργική αγκαλιά Της και τους κατασπασμούς Της.
Και μας συγκινεί ιδίως το δεύτερο, όχι για λόγους συναισθηματικούς πρωτίστως, αλλά για λόγους πνευματικούς. Διότι κατά την υπόσχεση του Κυρίου ο πιστός καλείται να στέκεται απέναντι στον Δημιουργό Του κι απέναντι στην άπειρη αγάπη Του όπως και η Παναγία, καλύτερα: να γίνεται και ο ίδιος μία Παναγία αν θέλει να είναι χριστιανός – να έχουμε τον Χριστό στην αγκαλιά μας και να μπορούμε να Τον κατασπαζόμαστε κάθε ώρα και κάθε στιγμή! Πώς; Τα ίδια τα λόγια του Κυρίου μάς καθοδηγούν: «ὁ τρώγων μου τήν σάρκα καί πίνων μου τό αἷμα ἐν ἐμοί μένει κἀγώ ἐν Αὐτῶ», «ὁ τηρῶν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἐν τῶ Θεῶ μένει καί ὁ Θεός ἐν αὐτῶ», ο ακόμη πιο άμεσος στον παραπάνω προβληματισμό λόγος Του «τίς ἐστιν μήτηρ μου καί ἀδελφός μου καί ἀδελφή μου; Πᾶς ὁ ἀκούων τόν λόγον τοῦ Θεοῦ καί τηρῶν αὐτόν ἐκεῖνος μήτηρ μου καί ἀδελφός μου καί ἀδελφή μού ἐστιν». Την ώρα που σπεύδουμε να τηρήσουμε τις εντολές του Κυρίου, κοινωνώντας διά της αγάπης, πνευματικά και μυστηριακά, Θεό και συνάνθρωπο, εκείνη την ώρα πραγματοποιούμε τη μεγαλειώδη υπόσχεση και προοπτική: σαρκώνουμε τον Κύριο μέσα στην ύπαρξή μας και γινόμαστε και εμείς Παναγίες. Τότε, όπως καταλαβαίνουμε δεν γιορτάζουμε απλώς Χριστούγεννα. Γινόμαστε οι ίδιοι Χριστούγεννα.
Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2020
Ο ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΗΣ ΚΡΟΣΤΑΝΔΗΣ
«Ο άγιος Ιωάννης της
Κροστάνδης γεννήθηκε σ' ένα χωριό της βόρειας Ρωσίας στις 19 Οκτωβρίου 1829. Οι
γονείς του ήταν άνθρωποι θεοσεβείς αλλά πολύ φτωχοί. Παρ' όλο που η υγεία του
ήταν πολύ εύθραυστη, από μικρός είχε την ψυχή και τη διάνοιά του επικεντρωμένη
στην ορθόδοξη πίστη και στην αγάπη προς την Εκκλησία. Το όνειρό του ήταν να
εισέλθει στον Κλήρο, να γίνει ποιμήν ψυχών. Επωφελούμενος μία κρατική
υποτροφία, πήγε να σπουδάσει στη Θεολογική Ακαδημία της Πετρούπολης. Τελείωσε
τις σπουδές του το 1855 και έγινε θεολόγος.
Ο μεγάλος του πόθος να
βοηθήσει τους ξεστρατισμένους χριστιανούς και να συνδράμει τους φτωχούς και
εξαθλιωμένους ανθρώπους της εποχής του, τον οδήγησε στην Κροστάνδη, όπου έγινε
εφημέριος στην εκκλησία του αγίου Ανδρέα. Αλλά δεν περιορίστηκε μόνο σ' αυτό το
έργο. Ανέπτυξε εξαιρετικά μεγάλο κοινωνικό και ανθρωπιστικό έργο που πολύ
γρήγορα εξαπλώθηκε σε όλη τη Ρωσία. Από παντού ζητούσαν να τον συναντήσουν, ν'
ακούσουν τα θεία λόγια του, ν' απολαύσουν τα χαρίσματά του, να δεχτούν τη
βοήθειά του και τα θαύματά του. Η φήμη του ξεπέρασε τα όρια της χώρας.
Ανάμεσα στις
δραστηριότητές του ανήκει και το ογκώδες συγγραφικό έργο που άφησε πίσω του.
Ιδιαιτέρως "Η εν Χριστώ ζωή μου"
- μία σειρά από ιερούς λογισμούς και προσευχές που κατέγραψε στο
πνευματικό του Ημερολόγιο - αγαπήθηκε και μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες (και
στην ελληνική), και μάλιστα η αγγλική μετάφραση του Γουλιάεφ, το 1987,
προκάλεσε ξεχωριστή αίσθηση, ώστε να γραφούν πολλές θετικές κρίσεις στον
αγγλικό, τον αμερικάνικο και τον αυστραλέζικο τύπο.
Την 8η
Ιουνίου 1990 (82 χρόνια μετά την οσιακή κοίμησή του την οποία προέβλεψε: 20
Δεκεμβρίου 1908), η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ρωσίας διεκήρυξε επισήμως
την αγιότητά του, θεωρώντας τη ζωή του προφητική, λόγω της ενάρετης ζωής του με
την οποία ήταν τύπος των πιστών, λόγω της πλήρους ζήλου και θυσιών υπηρεσίας
του στον Θεό και στην Εκκλησία, λόγω της μεγάλης του αγάπης στον πλησίον με την
οποία σαν τον καλό Σαμαρείτη δίδασκε στο ποίμνιό του την ευσπλαχνία προς τους
πτωχούς και τους δυστυχισμένους, λόγω τέλος των θαυμάτων που έκανε, τόσο εν ζωή
όσο και μετά θάνατο μέχρι σήμερα» (Στοιχεία για τη ζωή του από: Ορθόδοξος
Συναξαριστής και από το βιβλίο «Η εν Χριστώ ζωή μου», εκδ. Παπαδημητρίου).
Είναι γνωστό ότι ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, (όπως σημειώνει ο ίδιος στις Γραφές του μέσα στο γνωστό βιβλίο του οσίου Σωφρονίου του Έσσεξ γι’ αυτόν), αναφέρεται στον άγιο Ιωάννη και τονίζει την καταλυτική επίδραση που είχε στη νεανική ζωή του η προσευχή του αγίου, τόσο που ένιωθε για αρκετό καιρό «τις φλόγες της» να τον σκεπάζουν. Εξίσου ο όσιος Σωφρόνιος στις ομιλίες του στο μοναστήρι του Έσσεξ που είχε ιδρύσει, συχνά αναφερόταν στην αγιότητα βίου του στάρετς Ιωάννη, για να τονίσει μάλιστα το μέγεθος της ασκητικής του ζωής, της εγκράτειας και της νηστείας του, την ετοιμότητα της υπακοής του στα κελεύσματα της Εκκλησίας αλλά και της ίδιας της αγίας μητέρας του, καθώς και τη διαρκή κοινωνία διά της προσευχής που είχε με τον Θεό, έστω κι αν περιστοιχιζόταν από πλήθος ανθρώπων καθημερινά.
Μία από τις πάμπολλες
συμβουλές του αγίου Ιωάννη που λειτουργεί ως κατευθυντήρια γραμμή αγιασμού των
ανθρώπων είναι και το παρακάτω απόσπασμα.
«Να περνάς τη ζωή σου εδώ έτσι, ώστε κάθε στιγμή να είσαι έτοιμος να την
αφήσεις. Ποτέ σου να μην επιτρέψεις οι απολαύσεις να σε κάνουν να ξεχάσεις τον
εαυτό σου και τον Θεό. Να θυμάσαι πάντα ότι η ζωή σου και η ευτυχία είναι δώρα
του Θεού, δώρα που δεν σου αξίζουν. Αμαρτία είναι όταν δεν απολαμβάνουμε σωστά
αυτό το δώρο, όπως είναι και αμαρτία να ξεχνάμε ότι όλα όσα έχουμε στη ζωή μας
είναι δώρα του Θεού».
Η ετοιμότητα να αφήσει
κανείς οποιαδήποτε στιγμή τη ζωή αυτή δεν στηρίζεται προφανώς, κατά τον άγιο,
σε μία τυχοδιωκτική αντίληψη της ζωής, σύμφωνα με την οποία κινείται κανείς «στα
κουτουρού» εκμεταλλευόμενος οτιδήποτε προκύψει στη ζωή του – αντίληψη που
φανερώνει ότι έχει διαγράψει κανείς τον Θεό από τη συνείδησή του∙ αλλά και ούτε
σε μία καταθλιπτικού τύπου θεώρηση, όπου η μελαγχολία τείνει να ρουφήξει κάθε
ικμάδα ζωής μη αφήνοντας περιθώριο ελπίδας για οτιδήποτε θετικό – μολονότι ο
άγιος στη νεότητά του πέρασε και από αυτό το στάδιο, το οποίο όμως με τη χάρη
του Θεού και τη δική του προσπάθεια ξεπέρασε. Η ετοιμότητα «φυγής» για την
οποία μιλάει στηρίζεται στη βαθιά πίστη στον Ιησού Χριστό και τον Τριαδικό Θεό,
ο Οποίος προσδιορίζει τα πάντα, τα επίγεια και τα επουράνια ως Κύριος της ζωής
και του θανάτου, συνεπώς αποκαλύπτει (η
ετοιμότητα) ότι το κέντρο βάρους για τον εν επιγνώσει χριστιανό είναι ο Χριστός
και όχι ο κόσμος αυτός μέσα στον οποίο βρισκόμαστε. Διότι αφενός ο χριστιανός
του ύψους αυτού αισθάνεται ως μέλος Χριστού, ενταγμένος μέσα στο άγιο Σώμα Του
και ενδεδυμένος Εκείνον, αφετέρου «βλέπει» με τους οφθαλμούς της ψυχής ότι «παράγει
τό σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου» και ο ίδιος «οὐκ ἔχει μένουσαν πόλιν, ἀλλά τήν
μέλλουσαν ἐπιζητεῖ». Αυτό μας έφερε η αποκάλυψη του Ιησού Χριστού: να μπορούμε
να βλέπουμε τα ουσιώδη της ζωής, τα οποία όμως δεν είναι τα βλεπόμενα υλικά
αλλά τα μη βλεπόμενα, κατά τον απόστολο Παύλο – τα βλεπόμενα είναι πρόσκαιρα,
ενώ τα μη βλεπόμενα, δηλαδή η χάρη του Θεού, είναι αιώνια. Κατά πώς το λέει και
ο άγιος Ιωάννης: ζει διαρκώς τον Θεό και η έγνοια του είναι «μη ξεχάσει κανείς τον εαυτό του και τον Θεό»
- λήθη Θεού ίσον λήθη εαυτού∙ μια βαθιά θεολογική και ανθρωπολογική παρατήρησή
του.
Πρόκειται γι’ αυτό που
ο ίδιος ο Κύριος προέτρεψε: «γίνεσθε ἕτοιμοι ὅτι ᾗ ὥρᾳ οὐ δοκεῖτε ὁ Κύριος ἔρχεται»∙
γι’ αυτό που μας έκανε να δούμε μέσα από την παραβολή των δέκα παρθένων: «ὁ
νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός»∙ όπως επίσης ακριβώς γι’ αυτό που κάνει
τον απόστολο να λέει «ἔχω τήν ἐπιθυμίαν εἰς τό ἀναλῦσαι καί σύν Χριστῷ εἶναι» -
τελικά δηλαδή άγιος είναι ο πιστός που φτάνει στο σημείο «να επιθυμεί κάθε ώρα
τον θάνατο» (άγιος Ιωάννης της Κλίμακος), γιατί ζει την αληθινή ζωή που είναι ο
Χριστός: «ἐμοί τό ζῆν Χριστός καί τό ἀποθανεῖν κέρδος». Οπότε κατανοεί κανείς
τον λόγο του αγίου Ιωάννη ως συνέχεια του ευαγγελικού και αποστολικού και
πατερικού λόγου, ο οποίος όμως εκφράζεται κι απ’ αυτόν μ’ έναν τέτοιο τρόπο που
καταλαβαίνεις ότι συνιστά και δικό του βίωμα. Κι είναι αλήθεια: ο άγιος της
Κροστάνδης αυτό που έλεγε και κήρυσσε το πρόσφερε ως «σάρκα και αίμα» του,
γιατί πρώτα το είχε ζήσει και αγωνιζόταν διαρκώς να το ζει, ώστε ο πιστός λαός
της εποχής του να το αφομοιώνει ως δική του τροφή, ως δύναμη άνωθεν προερχομένη
– «ἐκήρυσσε ὡς ἐξουσίαν ἔχων».
Μη νομίσει όμως κανείς
ότι ο άγιος έφτανε στο σημείο μηδενισμού των αγαθών της εδώ ζωής. Μπορεί όλος ο
προσανατολισμός του να ήταν στον Χριστό και στο «ἄνω φρονεῖν», μα ακριβώς γι’
αυτό είχε τον φωτισμό να βλέπει την παρουσία του Θεού σε κάθετι από τη
Δημιουργία, συνεπώς να το εκλαμβάνει και να το απολαμβάνει ως δωρεά Εκείνου. «Να θυμάσαι πάντα ότι η ζωή σου και η ευτυχία
είναι δώρα του Θεού». Κι αυτό τι σημαίνει; Ότι τα αγαθά της ζωής αυτής που
τα θεωρούσε δώρα Θεού τον οδηγούσαν αφενός να δοξολογεί τον Δωρεοδότη, αφετέρου
να θέλει να τα αντιπροσφέρει στον κάθε συνάνθρωπό του. Η ίδια η ζωή του, απαρχής
μέχρι τέλους, αποτελεί έναν υπομνηματισμό αυτής της πραγματικότητας: «άπειρα»
χρήματα και δωρεές ανθρώπων περνούσαν από τα χέρια του. Για να γίνουν όμως
καλύμματα αγάπης για κάθε πονεμένο και αναγκεμένο, όπως και δοξολογικές κραυγές
όχι μόνο από τον ίδιο, αλλά και από τους ανθρώπους που δέχονταν τις προσφορές.
Και το ακόμη σημαντικότερο: οι δωρεές αυτές του Θεού τον οδηγούσαν – και σ’αυτό
καλούσε και τους πιστούς – σε βάθος ταπείνωσης, γιατί έβλεπε ότι ο Θεός
προσφέρει χωρίς εμείς να είμαστε άξιοι της προσφοράς Του. «Δώρα που δεν σου αξίζουν». Κι ίσως, ακολουθώντας και την αίσθηση
του αγίου Ιωάννη της Κλίμακος αλλά και άλλων Πατέρων, αυτό να είναι το όριο της
αληθινής ταπείνωσης: να γεύεται κανείς τις δωρεές του Θεού και όχι μόνο να μην
υπερηφανεύεται, αλλά να οδηγείται σε μεγαλύτερη αίσθηση αναξιότητας!
Ο λόγος όμως του αγίου,
ο φαινομενικά τόσο απλός, συνεχίζει να λειτουργεί ως έκπληξη. Γιατί τι λέει στη
συνέχεια; Ότι η μη αποδοχή των δώρων του Θεού – και τι δεν είναι δώρο Θεού σ’
αυτήν τη ζωή; Το μόνο δικό μας είναι... οι αμαρτίες μας και το μηδέν μας! –
ακριβώς με την έννοια του δώρου, συνεπώς ως κάτι που δεν το αξίζουμε και δεν το
απαιτούμε, ταυτίζεται με την ίδια την αμαρτία. Αυτό κι αν είναι ο ορισμός
πράγματι της θεολογικής ορθής σκέψης και του πνευματικού ανθρώπου: αμαρτία δεν
είναι να ξεφεύγω από κάποιους κανόνες ηθικής πνευματικής ζωής – η κατανόηση
μιας επιφανειακής αντίληψης της αμαρτίας – αλλά να μην μπορώ να δω ότι όλη η
ζωή και κάθετι που αυτή μου προσφέρει έχουν πηγή την αγάπη του Θεού: «είναι δώρα Του»∙ και περαιτέρω: να μην
μπορώ να απολαύσω τη ζωή ως δώρο του Πατέρα. Ο Θεός δηλαδή δεν επέτρεψε να
βρεθούμε στον κόσμο για να ταλαιπωρούμαστε – αυτό είναι δικό μας «κατόρθωμα»
λόγω της κακής χρήσεως της ελευθερίας μας που κάνει πέρα τον Θεό μας – αλλά για
να χαιρόμαστε και να απολαμβάνουμε τη ζωή μας. Σωστά όμως! Που θα πει με
ανοικτά τα μάτια για να την βλέπουμε σε σχέση με Εκείνον και εν υπακοή προς
Αυτόν, συνεπώς να λειτουργεί ως δοξολογία και ευχαριστία απέναντί Του. Για τον
άγιο Ιωάννη με άλλα λόγια το «Δόξα Σοι ὁ Θεός» αποτελεί την επωδό για κάθε
διάσταση της ζωής ενός πιστού. Και σε προχωρημένα στάδια∙ και γι’ αυτήν τη
διάσταση του Πάθους και των δοκιμασιών. «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν».
Να ζούμε διαρκώς την
παρουσία του Χριστού σε κάθε βήμα της ζωής μας∙ να είμαστε ευγνώμονες απέναντί
Του για την ύπαρξή μας και για ό,τι συμβαίνει στη ζωή μας∙ να είμαστε
προσανατολισμένοι στην αληθινή πατρίδα, συνεπώς με ετοιμότητα φυγής από το εδώ
προς το εκεί: η συνοπτική προτροπή του αγίου Ιωάννη, ο οποίος επειδή ζούσε,
καθώς είπαμε, αυτά που έλεγε παρουσιαζόταν εν χάριτι με το αληθινό του πρόσωπο:
ως ένας άλλος Χριστό στον κόσμο.
(Και παρενθετικά ας προσθέσουμε κι ένα άλλο απόσπασμά του που έρχεται να ρίξει περισσότερο φως στον σχολιασθέντα λόγο του: «Γιατί να κοιτάζουμε το μέλλον; «Ἀρκετόν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία αὐτῆς» (Ματθ. 6:34). Ας παραδοθούμε σαν παιδιά στον Ουράνιο Πατέρα μας. «Ὁ Θεὸς οὐκ ἐάσει ὑμᾶς πειρασθῆναι ὑπὲρ ὃ δύνασθε» (Α´ Κορ. 10:13). Με τις υποψίες βασανίζεις μόνο τον εαυτό σου και δεν εξυπηρετείς τον σκοπό που έταξες. Βλάπτεις ακόμη και τον εαυτό σου με το να φαντάζεσαι εκ των προτέρων ότι υπάρχει κακό εκεί όπου πιθανόν δεν υπάρχει τίποτε. Εφόσον εμείς δεν κάνουμε κακό σε κανένα, ας μας κάνουν οι άλλοι, αν το επιτρέπει αυτό ο Θεός»).
ΕΝΑΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ
(Κύρια σημεία διαλογικής προσέγγισης των Χριστουγέννων, στην εκπομπή του π. Βασιλείου Τσιμούρη "Μαζί με τους Γονείς", στο ραδιόφωνο "Πειραϊκή Εκκλησία", παραμονές Χριστουγέννων 2019).
1. π. Β.: Πλησιάζουν
τα Χριστούγεννα, η μεγάλη αυτή γιορτή της Χριστιανοσύνης, κι όχι μόνο της
Ορθόδοξης, κι είναι ευκαιρία και πάλι να μιλήσουμε γι’ αυτήν. Κι είναι αυτό με
το οποίο θέλω να ξεκινήσουμε: πρέπει να έλθουν τα Χριστούγεννα για να κάνουμε
λόγο γι’ αυτά; Η χρονική δηλαδή συνάφεια μας «σπρώχνει» να αναφερθούμε στην
εορτή;
Και αυτό βεβαίως.
Πάντοτε μία εορτή είναι μία ευκαιρία να κατανοήσουμε το βάθος της, να
διεισδύσουμε όσο είναι δυνατόν στη θεολογία της, συνεπώς να προκληθούμε για μια
πιο συνειδητή βίωση της πίστης μας. Αλλά για την πίστη και την Εκκλησία μας, τα
Χριστούγεννα είναι γεγονός αενάως βιούμενο από τούς Χριστιανούς, με την έννοια
ότι η Εκκλησία μάς προκαλεί καθημερινά, πρωί και βράδυ, να τα θυμηθούμε και να
τα ζήσουμε, αφού το θεμέλιο της πίστης μας είναι ο ίδιος ο Χριστός, συνεπώς και
ο ερχομός Του μέσα στον κόσμο. Το ίδιο το Σύμβολο της Πίστεως, πέρα από τα
άλλα, μας τοποθετεί ενώπιον του ερχομού του Θεού ως ανθρώπου στον κόσμο. «Τόν
δι’ ἡμᾶς τούς ἀνθρώπους καί διά τήν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα ἐκ τῶν Οὐρανῶν
καί σαρκωθέντα…».
2. π. Β.: Προκαλούμαστε,
όπως είπατε, κάθε φορά που έρχεται η εορτή, προκαλούμαστε ακόμη περισσότερο
καθημερινά, για τη βίωσή της και το βάθεμα της πίστης μας. Γιατί δεν το
βλέπουμε τελικά στη ζωή των χριστιανών; Διότι αυτό που επισημαίνουμε είναι
κυρίως μία κυριαρχία του εμπορικού στοιχείου της εορτής ή το πολύ μία
συναισθηματική προσέγγισή της – να θυμηθούμε τα παλαιά καλά παιδικά χρόνια μας
– για να μην πούμε ότι για ορισμένους, λίγους ή πολλούς, (μιλάμε για «χριστιανούς»),
η εορτή προσπερνάται αδιάφορα, ίσως από κάποιους και εχθρικά. Μήπως τελικά
διαρκώς επιβεβαιώνουμε ότι το κεντρικό πρόβλημα των θεωρουμένων πιστών της
Εκκλησίας είναι η εκκοσμίκευση, δηλαδή ο συσχηματισμός τους με τον αδιάφορο και
άπιστο κόσμο, αντί του ορθού: της προσαρμογής του κόσμου στα της Εκκλησίας;
Πράγματι· φαίνεται ότι
η εκκοσμίκευση όπως λέμε είναι το κεντρικό πρόβλημα. Οι χριστιανοί δηλαδή ζούμε
όπως όλοι οι άλλοι, αδιάφορα, έχοντας στο περιθώριο την πίστη και όχι στο
κέντρο της ζωής μας, γεγονός που εξηγεί και τη μιζέρια των πολλών αυτών
χριστιανών, την αδυναμία δηλαδή να ζήσουν τη χαρά που προσφέρει ο Χριστός στη
ζωή του ανθρώπου. Και θα λέγαμε ότι αυτό συνιστά διαχρονικό πρόβλημα:
παρουσιάζεται ήδη από την αρχή της ιστορικής εμφάνισης του χριστιανισμού, (βλ.
απ. Παύλο: «μή συσχηματίζεσθαι τῷ αιῶνι τούτῳ»), υπάρχει σήμερα και θα υπάρχει,
νομίζω, όσο υπάρχει κόσμος μέχρι τη συντέλεια των αιώνων. Δεν είναι τυχαίο που
ο Χριστός μιλούσε πάντοτε για το «μικρόν ποίμνιον», δεν είναι τυχαίο που ο
ερχομός Του στον κόσμο έγινε «αντιληπτός» από συγκεκριμένους τύπους ανθρώπων,
τους απλούς βοσκούς και τους αναζητητές της αλήθειας «μάγους»-αστρονόμους της
μακρινής Περσίας. Με άλλα λόγια δεν τρέφουμε αυταπάτες για μία ριζική ή
συνταρακτική αλλαγή του κόσμου που μπορεί να θεωρηθεί με έναν εξωτερικό τρόπο.
Οι αλλαγές υπάρχουν και είναι συνταρακτικές, αλλά γίνονται στην καρδιά του
ανθρώπου, εκεί που κερδίζεται η μάχη στην πάλη με τον Θεό.
3. π. Β.: Κρατάμε
τους τύπους ανθρώπων για αργότερα. Να επανέλθουμε στην ίδια την εορτή, η οποία
χαρακτηρίζεται ως «Μητρόπολις τῶν ἑορτῶν» από τον άγιο Ιωάννη Χρυσόστομο. Να
εξηγήσουμε λίγο τον όρο, γιατί φανερώνει ότι η Γέννηση του Χριστού αποτελεί το
κέντρο όλων των εορτών, κάτι που μάς φέρνει σε «αντίθεση» με την επικρατούσα άποψη
ότι η Ανάσταση είναι η μεγαλύτερη όλων.
Η Ανάσταση είναι η
μεγαλύτερη όλων, αφού ο Χριστός ήλθε «ἵνα ζωήν ἔχωμεν οἱ ἄνθρωποι καί περισσόν ἔχωμεν»,
αλλά για να έλθει η Ανάσταση προηγήθηκε η Γέννηση. Είναι Μητρόπολη τα
Χριστούγεννα, γιατί όλα ξεκίνησαν από εκεί. Αλλά κι από την άλλη, αν δεν υπήρχε
η Σταύρωση και η Ανάσταση δεν θα είχε νόημα και η Γέννηση του Χριστού. Όλα
βέβαια είναι ενοποιημένα στον Χριστό, τίποτε δεν θεωρείται αποσπασματικό, γι’
αυτό τελικώς το ένα παραπέμπει στο άλλο. Για παράδειγμα: μιλάμε για τη Γέννηση·
κι έρχεται ήδη η εικόνα της Γεννήσεως να μας μιλήσει και για το πάθος του
Χριστού: στην ορθόδοξη εικόνα η φάτνη είναι μία λάρνακα. Γιατί; Για να μας πει
η Εκκλησία μας ότι ο Χριστός γεννάται με την προοπτική του Πάθους Του και βεβαίως
και της Ανάστασής Του. Είναι αυτό που ήδη είχαν αναγγείλει οι προφήτες, οι
οποίοι, σαν τον Ησαΐα, μιλούσαν για τον δούλο του Θεού τον Μεσσία, που «ἔδει
παθεῖν», προκειμένου να σωθεί ο άνθρωπος.
4. π. Β.: Να
σωθεί ο άνθρωπος. Τι σημαίνει σωτηρία; Γιατί λέμε πως ο Χριστός ήλθε για να μας
σώσει. Ο λόγος των αγγέλων ήδη στους έκπληκτους ποιμένες της Βηθλεέμ αυτό
διαμηνύει: «ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον Σωτήρ».
Είναι το κρισιμότερο
ερώτημα. Να μας σώσει ο Χριστός βεβαίως από τον θάνατο, (το τίμημα της
αμαρτίας), βεβαίως από την ίδια την αμαρτία που σαν κεντρί έφερε τον θάνατο,
βεβαίως από τον διάβολο, αλλά με έναν τρόπο όχι αρνητικό, αλλά πρωτίστως
θετικό. Ο Χριστός δηλαδή μας σώζει από όλα αυτά τα αρνητικά, γιατί μας
ενσωματώνει στον εαυτό Του, μας κάνει ένα με Εκείνον, μας δίνει τη δυνατότητα
να σχετιστούμε και πάλι με τον Θεό, να δούμε κυριολεκτικά «Θεού πρόσωπο». Κι
όχι παραπέμποντας τους ανθρώπους σε κάτι πέρα από Αυτόν, αλλά φέρνοντάς τους
μέσα σ’ Αυτόν για να βρουν τον Θεό Πατέρα. Θυμόμαστε την απάντηση του ίδιου του
Κυρίου στον απόστολο Φίλιππο, ο οποίος του είπε με παράπονο: Κύριε, μας μιλάς
συνεχώς για τον Πατέρα Θεό. Δείξε μας Τον Θεό και μας αρκεί. Κι ο Κύριος επίσης
θα λέγαμε με παράπονο του απάντησε: Τόσο χρόνο είμαι μαζί σας, Φίλιππε, και δεν
με γνώρισες; «Ὁ ἑωρακώς εμέ ἑώρακε τον Πατέρα». Με άλλα λόγια δεν υπάρχει άλλος
τρόπος θέας του Θεού πέρα από τον Κύριο. Αυτός είναι η θύρα, η οποία βγάζει στη
Βασιλεία του Θεού.
5. π. Β.: Οπότε
έτσι αποκαλύπτεται και ποιος είναι τελικώς ο Χριστός. Όχι ένας δάσκαλος ή ένας
σπουδαίος σοφός, έστω ένας ιδιαίτερα χαρισματούχος άνθρωπος, αλλά ο ίδιος ο
Θεός που έγινε άνθρωπος.
Ακριβώς· ο Χριστός
είναι, όπως φανερώνεται, ο «Εμμανουήλ», «ὁ Θεός μεθ’ ἡμῶν». Τέλειος Θεός και
τέλειος άνθρωπος χωρίς αμαρτία. Και πρέπει να τονίζουμε το τελευταίο, το «χωρίς
ἁμαρτίας», διότι η αμαρτία δεν ανήκει στη φυσιολογία του ανθρώπου – δεν
δημιουργήθηκε για να αμαρτάνει ο άνθρωπος. Η αμαρτία ήλθε ως αποτέλεσμα της
κακής χρήσης ελευθερίας του ανθρώπου. Κι αυτή έφερε όλα τα αρνητικά επακόλουθα,
τη φθορά και τον θάνατο, μια ζωή κόλασης θα λέγαμε στη ζωή του ανθρώπου. Ο Θεός
λοιπόν έρχεται στον κόσμο και γίνεται αληθινός άνθρωπος, προκειμένου τον
άνθρωπο να τον πάρει από την κατάσταση, όπως είπαμε, του σκότους και της
αμαρτίας και να τον κάνει κι αυτόν Θεό. Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας επιμένουν
πολύ σ’ αυτήν την αλήθεια, γιατί αποτελεί το κρισιμότερο στοιχείο από τον
ερχομό του Θεού. Λέει για παράδειγμα ο μέγας Αθανάσιος: «Ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος ἐνηνθρώπησεν,
ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν». Κι η ορθόδοξη υμνογραφία μας στοιχώντας ακριβώς πάνω
σ’ αυτό θα το πει με έναν εμμελή τρόπο: «Ἄνθρωπος γίνεται Θεός, ἵνα Θεόν τόν ἄνθρωπον
ἀπεργάσηται».
6. π. Β.: Αυτό
παραπέμπει στον τρόπο δημιουργίας του ανθρώπου. Διαβάζουμε από την Π. Διαθήκη
ήδη ότι ο Θεός δημιουργεί τον άνθρωπο «κατ’εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Αὐτοῦ». Του
δημιουργεί τις βάσεις και του θέτει ως προοπτική την ομοίωσή του με Εκείνον,
αυτό που οι Πατέρες μας το ονομάζουν θέωση.
Πράγματι· πρόκειται για
τη σημαντικότερη, νομίζουμε, ανθρωπολογική αλήθεια που έχει εκφραστεί ποτέ.
Παλεύουν αιώνες οι άνθρωποι, μέσα από τη θρησκεία, μέσα από τη φιλοσοφία, μέσα
από τη θεοσοφία, να δουν ποιος είναι τελικά ο άνθρωπος. Γιατί ανάλογα με το τι
είναι διαμορφώνεται και ο αντίστοιχος τρόπος ζωής του μέσα στον κόσμο. Λοιπόν ο
λόγος του Θεού απαρχής τονίζει ό,τι υψηλότερο έχει ακουστεί για τον άνθρωπο: ο
Θεός δημιουργεί τον άνθρωπο «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Αὐτοῦ». Κι εξηγούν
οι άγιοί μας ότι μιλώντας για την εικόνα αναφερόμαστε στην προίκα που ο Θεός
έδωσε στον άνθρωπο, όλα εκείνα τα χαρίσματα δηλαδή, που καλλιεργώντας τα θα
έφτανε εν υπακοή προς Εκείνον στον σκοπό του που είναι το «καθ’ ὁμοίωσιν». Ο Μ.
Βασίλειος αυτήν τη σύνδεση μεταξύ εικόνας και ομοίωσης μάς τη δίνει με το
παράδειγμα του σπόρου πού φύεται και γίνεται δένδρο. Ο άνθρωπος δηλαδή
δημιουργείται από τον Θεό με μια δυναμική τεράστια, που τον κάνει να φτάσει να
γίνει κι αυτός, όπως είπαμε, ένας δεύτερος Θεός στον κόσμο. Θεός βεβαίως κατά
χάριν όπως λέμε κι όχι βεβαίως κατ’ ουσίαν.
Αλλά θα είναι καλό να
κάνουμε την εξής παρατήρηση επίσης στο «κατ’ εἰκόνα». Ο άνθρωπος δηλώνεται πως
δεν είναι εικόνα του Θεού, αλλά δημιουργημένος κατ’εικόνα. Δεν είναι χωρίς
σημασία τούτο. Γιατί η εικόνα η αληθινή του Θεού, ως Θεός ομοούσιος Αυτώ, είναι
ο ίδιος ο Χριστός, το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος. «Αὐτός ἐστιν ἡ εἰκών
τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου», θά σημειώσει ο απ. Παύλος. Τι σημαίνει αυτό; Ότι ο
άνθρωπος είναι φτιαγμένος σύμφωνα με την εικόνα του Χριστού, συνεπώς είναι
χριστοειδής με προοπτική να γίνει κι αυτός Χριστός. Το καθ’ ομοίωσιν λοιπόν
γίνεται έτσι πιο συγκεκριμένο: όχι γενικά και αόριστα να γίνει Θεός, αλλά να
γίνει Χριστός. Έτσι καταλαβαίνουμε και αυτό που λέει και πάλι για παράδειγμα ο
απ. Παύλος όταν σημειώνει ότι προοπτική μας είναι το «μορφωθῆναι Χριστόν ἐν ἡμῖν»
ή όταν λέει πως πρέπει να φτάσουμε να γίνει ολοκληρωμένοι σαν τον Χριστό, γιατί
Αυτός είναι ο άρτιος άνθρωπος. «Μέχρις οὗ καταντήσωμεν οἱ πάντες εἰς ἄνδρα
τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ».
7. π. Β.: Οι
σκέψεις αυτές θυμίζουν μια «περίεργη» θεολογία ορισμένων Πατέρων, ότι δηλαδή ο
Θεός θα ερχόταν στον κόσμο ανεξάρτητα από την πτώση του ανθρώπου στην αμαρτία.
Να μας πείτε λίγα επ’ αυτού;
Όντως, υπάρχουν ουκ
ολίγοι Πατέρες που αρέσκονται ακριβώς σ’ αυτή τη θεολογία, η οποία δεν είναι
άσχετη προς τη θεολογία της ίδιας της Αγίας Γραφής. Λένε δηλαδή, σαν τον άγιο
Μάξιμο τον ομολογητή για παράδειγμα, ότι ήδη η δημιουργία του ανθρώπου κατ’ εικόνα
Θεού δηλώνει τον ερχομό Του απαρχής, αφού ο Χριστός είναι η εικόνα κι εμείς
δημιουργηθήκαμε σύμφωνα με Εκείνου την εικόνα. Ο Θεός δηλαδή δημιουργεί τον
άνθρωπο με βάση το πρωτότυπο, τον σαρκωμένο Υιό Του, επομένως υπάρχει μια εκ
των προτέρων απόφαση του ερχομού Του στον κόσμο. Ο άγιος Μάξιμος μάλιστα
γίνεται πιο σαφής: μιλάει για δύο φάσεις στο σχέδιο του Θεού για τον άνθρωπο·
την πρώτη της δημιουργίας, η οποία κατ’ αυτόν τελειώνει με τον ερχομό του
Χριστού, της ενανθρώπησης του Θεού ως ανθρώπου· και η δεύτερη, η οποία ξεκινά
με την άνοδο της ανθρωπότητας εν Χριστώ πια για την ένταξή της στη Βασιλεία του
Θεού.
Κι αυτό θα πει
περαιτέρω ότι τελικώς ο σκοπός της ενανθρώπησης αυτής του Θεού καταλήγει στην
κοινωνία από τον πιστό άνθρωπο του σώματος και του αίματος του Χριστού στην
Εκκλησία, γιατί εκεί στη Θεία Λειτουργία με την προσφορά του σώματος και του
αίματος του Χριστού συνεχίζεται η ενσάρκωση του Θεού, με αποτέλεσμα βεβαίως να
κατανοεί κανείς ότι χωρίς ετοιμασία για τη Θεία Κοινωνία, ο άνθρωπος δεν γιορτάζει
Χριστούγεννα κι ούτε βεβαίως κατανοεί τίποτε από τη Μητρόπολη αυτή των εορτών.
8. π. Β.: Όμως
να πούμε ότι η Εκκλησία μας τελικώς πορεύεται με βάση τα γεγονότα. Η θεολογία
της είναι θεολογία γεγονότων και όχι στοχαστικών παρατηρήσεων. Γι’ αυτό και στο
Σύμβολο της Πίστεως ομολογούμε ότι ο Χριστός «κατήλθε δι’ ημάς τούς ανθρώπους
και δια την ημετέραν σωτηρίαν».
Ναι, πράγματι, είναι
αλήθεια αυτό, αλλά το ένα δεν αναιρεί το άλλο. Η Εκκλησία μάς προσγειώνει σ’
αυτό που συνέβη: την πτώση του ανθρώπου στην αμαρτία, αλλά από την άλλη έρχεται
και μας φωτίζει σε κάτι γενικότερο και καθολικότερο, βασισμένη όμως και πάλι
στα δεδομένα της Γραφής. Δεν υπάρχει περίπτωση να πούνε κάτι οι Πατέρες μας
εκτός της Αγίας Γραφής. Κι αν κάποτε ειπώθηκε κάτι από αυτούς εκτός Γραφής,
ήταν γιατί η Εκκλησία δεν είχε καθορίσει ακόμη την πίστη της συγκεκριμένα μέσα
από τις Συνόδους, οπότε διατύπωσαν κάτι που ενδεχομένως θεωρείται θεολογούμενο
ή και εσφαλμένο. Γιατί θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι τους αγίους Πατέρες τους
έχουμε τόσο ψηλά στη συνείδησή μας, αλλά πιστεύουμε ότι εκεί εκφράστηκε από
αυτούς η αλήθεια, όταν συμφωνούν όλοι σε κάτι, αυτό που ονομάζουμε «consensus Patrum», συμφωνία Πατέρων.
Είπαμε όμως ότι η
συγκεκριμένη θεολογία περί του ερχομού του Θεού ως ανθρώπου ανεξάρτητα και από
την πτώση του δεν αναιρεί τα γεγονότα της ανθρώπινης ιστορίας, απλώς τα θέτει
σε έναν ευρύτερο προβληματισμό. Γιατί, για να ξανατονίσουμε, ο Θεός
ενανθρωπίζεται για να πάρει τον άνθρωπο, να τον εντάξει μέσα Του, να τον
θεραπεύσει, να του δώσει και πάλι τη δυνατότητα να ξαναβρεί τον δρόμο του – τη
ζωή μέσα στη Βασιλεία του Θεού – να ζήσει ως ένας Θεός στον κόσμο τούτο. Αυτό
δεν είναι οι άγιοί μας; Κατά χάρη Θεοί, άνθρωποι δηλαδή που πήραν στα σοβαρά
την πίστη τους, την ενεργοποίησαν στη ζωή τους κι άφησαν τον Χριστό να
φανερωθεί μέσα από την καθαρή καρδιά τους – στο πρόσωπό του «διαβάζουμε» την
παρουσία του Χριστού.
9. π. Β.: Πολλά
σημεία μένουν αδιευκρίνιστα. Για παράδειγμα: Ο Θεός έγινε άνθρωπος. Τι
άνθρωπος; Γιατί υπήρξαν φωνές ήδη από την αρχή του χριστιανισμού ότι φάνηκε ως
άνθρωπος, σαν μία οπτασία δηλαδή ανθρώπου, και δεν έγινε πραγματικός και
αληθινός άνθρωπος. Ή ότι ήλθε στον κόσμο σαν μία παρένθεση στη ζωή Του.
Πρόκειται για τον
λεγόμενο δοκητισμό: άνθρωποι με φιλοσοφικές και θεοσοφικές απόψεις ανατολικών
θρησκειών, οι οποίοι αρνούνταν την πραγματικότητα της σάρκωσης, γιατί θεωρούσαν
ότι η ύλη, συνεπώς και το σώμα, είναι κάτι κακό, πώς λοιπόν ο Θεός είναι
δυνατόν να πάρει κάτι κακό; Εδώ η Εκκλησία μας αγωνίστηκε «ἕως θανάτου ὑπέρ τῆς
ἀληθείας», για να κρατήσει καθαρή και ανόθευτη την εικόνα του Χριστού ως του
Θεού που σαρκώθηκε και έγινε πραγματικός και αληθινός άνθρωπος, ακολουθώντας
όλες τις φάσεις της ανθρώπινης ζωής, απλώς μόνον «χωρίς ἁμαρτίας», όπως
αναφέραμε και παραπάνω· κι ακόμη: ότι την ανθρωπότητά Του την κράτησε για πάντα
– η ανάληψή Του έγινε με την ανθρώπινη φύση Του. Κι ήταν τόσο απόλυτη η
Εκκλησία – γιατί μία παρεκτροπή κι αλλοίωση από την αλήθεια θα σήμαινε ότι
διακυβεύεται η σωτηρία του ανθρώπου – ώστε την πραγματικότητα της σάρκωσης τη
θεώρησε ως το μοναδικό θα λέγαμε κριτήριο για το αν κάποιος είναι χριστιανός ή
όχι. Απλώς μόνο να θυμηθούμε τα λόγια του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στην Α΄
Καθολική επιστολή του: «Πᾶς μή ὁμολογῶν Ἰησοῦν Χριστόν ἐν σαρκί ἐληλυθότα ἐκ τοῦ
Θεοῦ οὔκ ἐστιν. Καί πᾶς ὁ ὁμολογῶν Ἰησοῦν Χριστόν ἐν σαρκί ἐληλυθότα ἐκ τοῦ Θεοῦ
ἐστιν». Στα της πίστεως δεν μπορεί να παίζει κανείς – ή δέχεσαι τον Χριστό,
όπως φανερώθηκε, ή τον αρνείσαι, που θα πει ότι γίνεσαι αντίπαλός Του. «Ὁ μή ὤν
μετ’ ἐμοῦ κατ’ ἐμοῦ ἐστι».
Ο Χριστός λοιπόν έγινε
πραγματικός και αληθινός άνθρωπος, ως ένας από εμάς, αλλά με την παρατήρηση ότι
δεν έπαψε ποτέ να είναι και Θεός. Είναι ο «Ἐμμανουήλ», ο Θεός μαζί μας. Θεός
και άνθρωπος. Κι όχι σαν ένα είδος κένταυρου, μισός άνθρωπος μισός άλογο, αλλά
ενωμένη η ανθρώπινη φύση Του καθ’ υπόσταση όπως λέμε με τη θεϊκή Του φύση. Τι
θα πει αυτό; Ο Υιός και Λόγος του Θεού σαρκώνεται και προσλαμβάνει την
ανθρώπινη φύση, σώμα και ψυχή, εντάσσοντάς την μέσα στη θεϊκή Του
προσωπικότητα, ενωμένη επομένως η ανθρώπινη φύση Του «ἀτρέπτως, ἀσυγχύτως, ἀχωρίστως,
ἀδιαιρέτως» με τη θεϊκή Του φύση. Με άλλα λόγια, ο Χριστός ενώ έχει δύο φύσεις,
τη θεία και την ανθρώπινη, δεν έχει δύο προσωπικότητες. Η προσωπικότητά Του
είναι μία κι αυτή είναι η θεϊκή. Κι εμείς οι πιστοί, που Τον πιστεύουμε και Τον
ζούμε μέσα στην Εκκλησία, γιατί βαπτιστήκαμε στο άγιο όνομά Του κι ενταχτήκαμε
μέσα στην ανθρώπινη φύση Του, Τον λατρεύουμε και Τον έχουμε Θεό μας, χωρίς να
γινόμαστε ανθρωπολάτρες, δηλαδή ειδωλολάτρες.
Πρέπει να πούμε ότι
αυτά που λέμε, κι άλλα βεβαίως, μας τα λέει η Εκκλησία μας μέσα από την
υμνολογία της. Δεν πρόκειται για κείμενα δυσπρόσιτα ή αντικείμενα μελέτης
κάποιων θεολόγων που ξεσκονίζουν τις βιβλιοθήκες. Τα ψάλλει η Εκκλησία, τα
τραγουδάει δηλαδή, ώστε και ο πιο απλός άνθρωπος να γίνει μέτοχος των φοβερών
αυτών αληθειών που σχετίζονται με το νόημα της ζωής του και την αιώνια
προοπτική του. Για παράδειγμα ακούμε, όχι μόνο τα Χριστούγεννα, αλλά πάντοτε
όλο τον χρόνο στις ακολουθίες της Εκκλησίας, ότι ο Χριστός είναι «διπλοῦς τήν
φύσιν, ἀλλ’ οὐ τήν ὑπόστασιν». Είναι αυτό που λέμε: είναι διπλός στη φύση Του,
Θεός και άνθρωπος, όχι όμως με διπλή προσωπικότητα. Μία η προσωπικότητα του
Χριστού, η του Θεού Λόγου. Προσπάθησε ένας αιρεσιάρχης, ο Νεστόριος, να πει ότι
ο Χριστός ήταν μεμονωμένα και άνθρωπος με δική του προσωπικότητα, αλλά αλλοίωσε
την πίστη. Είπε δηλαδή ότι ο Χριστός γεννήθηκε από την Παναγία ως άνθρωπος,
(γι’ αυτό και Χριστοτόκο και ανθρωποτόκο την ονόμαζε), και έπειτα ήλθε ο Θεός
Λόγος στον άνθρωπο Χριστό. Και η Εκκλησία είδε αμέσως τον κίνδυνο: αν ο Θεός
Λόγος ήλθε στον άνθρωπο Χριστό, τότε αν σώθηκε κάποιος, αυτός είναι μόνον ο
άνθρωπος Χριστός και όχι η ανθρώπινη φύση γενικά. Το κριτήριο δηλαδή πάντοτε
της Εκκλησίας, που λειτουργούσε και λειτουργεί αενάως μέσα από τις Οικουμενικές
Συνόδους, είναι σωτηριολογικό: αυτό που λέμε τι σημασία έχει για τον άνθρωπο;
Σώζεται ο άνθρωπος ή όχι; Δηλαδή βλέπει Θεού πρόσωπο ή το χάνει μέσα στις
νεφέλες των ανθρώπινων λογισμών;
10. π. Β.: Πρέπει
σιγά σιγά να τελειώνουμε. Καταλαβαίνουμε ότι η θεολογία της Εκκλησίας για τα
Χριστούγεννα είναι τεράστια, δεν μπορούμε να πούμε τα πάντα εδώ – ελπίζουμε να
φωτίζουμε και όχι να συσκοτίζουμε τη θεολογία αυτή – γι’ αυτό να μας σχολιάσετε
δύο πράγματα που αναφέρθηκαν στη συζήτησή μας: Πρώτον· για τη θεία Κοινωνία ως
ενεργοποίηση της ενανθρώπησης του Θεού μας. Δεύτερον· για τους τύπους ανθρώπους
που τελικά δέχονται το υπερφυές αυτό μυστήριο της πίστεως, αφού μιλήσατε για
τους ποιμένες και τους μάγους της Ανατολής.
Η Θεία Κοινωνία είπαμε
ως προσφορά του σώματος και του αίματος του Χριστού, κατά πώς Εκείνος ο Χριστός
μας το καθόρισε, όντως αποτελεί την κατεξοχήν ενεργοποίηση της σάρκωσης του
Θεού στη δική μας ζωή. Αυτό που είναι ο Χριστός θέλησε να το διαιωνίσει μέσα
στο ζωντανό σώμα Του, την Εκκλησία, κι είπε μάλιστα τον φοβερό λόγο ότι αν
κανείς δεν φάει το σώμα Του και δεν πιει το αίμα Του, ζωή μέσα του δεν έχει.
Χριστιανός σημαίνει άνθρωπος που πιστεύει στον Χριστό ως Θεό και άνθρωπο, που
είναι βαπτισμένος και μέλος συνεπώς Χριστού, κλαδί στο δέντρο Εκείνου, που
κρατιέται, τρέφεται και αυξάνει με τη συμμετοχή του σώματος και του αίματός
Του. Χριστιανός δηλαδή που γιορτάζει Χριστούγεννα χωρίς Χριστό καταλαβαίνουμε
ότι δεν υφίσταται, είναι παραλογισμός. Αλλά η συμμετοχή μας αυτή δεν είναι
απροϋπόθετη. Απαιτείται για να λειτουργήσει σωστά η παρεχόμενη από τον Χριστό
χάρη των μυστηρίων Του ο άνθρωπος να είναι έτοιμος για κάτι τέτοιο. Και το
έτοιμος δεν σημαίνει ασφαλώς αναμαρτησία, που ανθρωπίνως δεν υφίσταται, αλλά
έτοιμος πάντοτε για μετάνοια. Και μετάνοια σημαίνει να αναγνωρίζω τις αμαρτίες
μου, να μετανοώ γι’ αυτές, να τις εξομολογούμαι, να προσπαθώ να μην τις
ξανακάνω, στρεφόμενος πάντοτε προς τον Χριστό και το άγιο θέλημά Του. Γιατί
πρέπει να πούμε ότι η υπέρβαση των αμαρτιών μας γίνεται καλύτερα με τον τρόπο
που υπεδείκνυε στα νεώτερα χρόνια ο άγιος Πορφύριος: όχι με τον σκληρό και
αιματηρό τρόπο της πάλης κατά του κακού, αλλά με τον απαλό και αναίμακτο και
εύκολο, της στροφής σε κάθε πρόβλημα προς τον Χριστό – ό,τι συνιστούσε ο
απόστολος Παύλος: «νίκα ἐν τῶ ἀγαθῶ τό κακόν».
Κι από την άλλη στο
δεύτερο ερώτημα: μία τέτοια πίστη και αποδοχή του Χριστού είναι η πίστη που
βλέπουμε στους τύπους ανθρώπων που βρέθηκαν κοντά όταν γεννήθηκε ο Χριστός:
στους απλούς βοσκούς της Βηθλεέμ και στους αναζητητές μάγους-αστρονόμους της
εποχής εκείνης της μακρινής Περσίας. Στα πρόσωπα αυτών πράγματι ψαύουμε το
ποιοι άνθρωποι γεύονται το μυστήριο της Γέννησης του Χριστού: οι άνθρωποι με
την ανοικτή και απονήρευτη καρδιά· οι άνθρωποι οι οποίοι αναζητούν την αλήθεια.
Διαφορετική προσέγγιση μάλλον εκβάλλει σε λάθος αποτέλεσμα. Μας το λέει και
τόσο όμορφο και πάλι η υμνολογία της Εκκλησίας: «Οὐ φέρει τό μυστήριον ἔρευναν·
πίστει μόνῃ τοῦτο πάντες δοξάζομεν». Αν δηλαδή η λογική μας πάει μπροστά και
τίθεται ως κριτήριο του μυστηρίου, δυστυχώς δεν πρόκειται να νιώσουμε τίποτε –
τα Χριστούγεννα θα λειτουργούν ως κάτι, στην καλύτερη περίπτωση, ενοχλητικό. Αν
όμως τα προσεγγίσουμε με μια παιδική απλότητα ή με την εναγώνια κραυγή
αναζήτησης της αλήθειας, τότε θα αρχίσουν να μας αποκαλύπτονται. Μακάρι να
ανήκουμε σ’ αυτές τις περιπτώσεις και αυτό να αποτελεί την προσευχή μας.
Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2020
Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝ ΑΥΤΩ
«Ο
άγιος Σεβαστιανός, που καταγόταν από την πόλη των Μεδιολάνων, ήταν ένας από τη
βουλή της συγκλήτου επί της βασιλείας του Διοκλητιανού και του Μαξιμιανού και
οδηγούσε πολλούς προς την πίστη του Χριστού. Ο Μαρκελλίνος και ο Μάρκος που
ήταν αδέλφια, αφού υπέμειναν πολυχρόνια φυλάκιση και υποβλήθηκαν σε πολλά
βασανιστήρια, δόθηκε εντολή να αποκοπούν τα κεφάλια τους. Ο πατέρας τους
Τραγκυλίνος, που ήταν ειδωλολάτρης, και η Μαρκία η μητέρα τους, λίγο έλειψε να
τους εμποδίσουν από το να πάθουν υπέρ Χριστού με τους θρήνους και τους οδυρμούς
τους. Κι ίσως να είχε συμβεί αυτό, αν δεν επενέβαινε ο αοίδιμος Σεβαστιανός, ο
οποίος με θάρρος όχι μόνο τους στερέωσε στην πίστη, αλλά και τον πατέρα τους
Τραγκυλίνο τον τράβηξε στην πίστη του Χριστού. Και με τη σειρά του ο Τραγκυλίνος
κατήχησε τον έπαρχο που πίστεψε.
Αμέσως
λοιπόν ο έπαρχος κάλεσε τον ενδοξότατο και μακάριο Σεβαστιανό, όπως και τον
πρεσβύτερο Πολύκαρπο, και αξίωσε να τύχει σωτηρίας και να απαλλαγεί από την
αρρώστια που τον ταλαιπωρούσε. Πράγματι, απαλλάχτηκε από αυτήν, όταν πίστεψε
στον Χριστό ολόψυχα, συνέτριψε τα είδωλα που είχε στο σπίτι του και βαπτίστηκε.
Ο δε μακάριος Γάιος που ήταν επίσκοπος, τον μεν Μαρκελλίνο και τον Μάρκο, τα
αδέλφια, τους συγκατέλεξε στο τάγμα των Διακόνων, τον δε πατέρα τους, στο τάγμα
των πρεσβυτέρων, ενώ τον μακάριο Σεβαστιανό τον κατέστησε νομικό σύμβουλο της
Εκκλησίας. Όταν ξέσπασε διωγμός κατά των χριστιανών, ο Νικόστρατος,
ο Κλαύδιος, ο Κάστωρ, ο Τιβούρτιος, ο Κάστουλος και η Ζωή, συνελήφθησαν μαζί με
αυτούς, κι αφού βασανίστηκαν με διαφόρους τρόπους, δέχτηκαν το τέλος της ζωής.
Ο δε άγιος Σεβαστιανός, που κλήθηκε από τον Διοκλητιανό και ομολόγησε την πίστη
του στον Χριστό μετά από τις ερωτήσεις εκείνου, καταπληγώθηκε, όπως ήταν
φυσικό, από πυκνά βέλη που του έριξαν, συντρίφτηκε το σώμα του με
ρόπαλα, και αφού τον έκοψαν σε κομμάτια, παρέθεσε το πνεύμα του στον Θεό».
Ο άγιος Σεβαστιανός και
οι συν αυτώ μάρτυρες ανήκουν σε εκείνη τη χορεία των αγίων μαρτύρων, που έγραψε
τις χρυσές σελίδες των μαρτυρικών χρόνων της πρώτης Εκκλησίας. Η προσοχή μας εστιάζεται
πρωτίστως όμως στον άγιο Σεβαστιανό,
γιατί, κατά τον υμνογράφο του άγιο Ιωσήφ, αποτελεί «τον πιο λαμπρό
ήλιο ανάμεσα στα άλλα αστέρια», τους μάρτυρες δηλαδή που συνήθλησαν
μαζί του. Τι προβάλλει ιδιαιτέρως ο άγιος υμνογράφος για τον άγιο; Το «αταπείνωτον»
αφενός του χαρακτήρα του και την «αναμόχλευσιν» αφετέρου που προκαλούσε
στους εχθρούς της πίστεως∙ που σημαίνει: την αγιότητα της λαμπρής ζωής του ως αταπείνωτος
(άκαμπτος, ανυποχώρητος) απέναντι στα βάσανα που υπέστη λόγω της σταθερότητας
της πίστης του («Με τη σταθερότητα του νου σου, σεβασμιώτατε, έμεινες άκαμπτος
και όρθιος, όταν σε κτυπούσαν σκληρά με τα ραβδιά και όταν σε κατακεντούσαν με
τα πολλά βέλη»)∙ και έπειτα την ταραχή που προκαλούσε στους
εκπροσώπους της πλάνης, που δεν άντεχαν τα πάνσοφα λόγια του, τα γεμάτα θείο
φωτισμό («Με τις στέρεες αναταράξεις των λόγων σου, που γίνονταν κατά
πάνσοφο τρόπο, ανατάραξες την πλάνη»).
Μορφωμένος ο άγιος
Σεβαστιανός και κάτοχος υψηλής θέσεως ως συγκλητικός, αξιοποίησε κατά τρόπο
θεάρεστο τη θέση και τη μόρφωσή του: μάζεψε γύρω του ανθρώπους, «στρατόν
σεπτόν», κατά τον ύμνο της ακολουθίας του, που τους κατηχούσε και τους
καθοδηγούσε στην ευσέβεια της πίστεως. «Δημιούργησες κοντά σου ιερό στρατό,
μάρτυς αήττητε, που ήταν οχυρωμένος με τα όπλα της θείας πίστεως». Θυμίζει
τον ίδιας περίπου εποχής άγιο μεγαλομάρτυρα Δημήτριο, ο οποίος και εκείνος
εκμεταλλευόμενος τη σπουδαία θέση του στο στράτευμα, γινόταν πόλος έλξης για να
φέρει σε επαφή τους καλοπροαίρετους ανθρώπους με τον Σωτήρα Χριστό. Και γίνεται
και ο Σεβαστιανός διαχρονικό παράδειγμα διδάσκοντας και εμάς ως προς το
συγκεκριμένο σημείο: εκεί που βρισκόμαστε, στο όποιο πόστο που μας έχει τάξει ο
Κύριος, ιδίως όμως μέσα στην οικογένειά μας και στον άμεσο κοινωνικό μας
περίγυρο, να γινόμαστε δείκτες πορείας των συνανθρώπων μας φανερώνοντας τον
Ιησού Χριστό. Πώς; Με τα λόγια μας όταν όμως αυτά αποτελούν απαύγασμα του αγιασμένου βίου
μας. «Έχοντας τον λόγο σου να αστράφτει μαζί με τον άγιο βίο σου, τράβηξες κατά
τρόπο ιερό πλήθος πιστών προς την αληθινή πίστη». Τα λόγια μας δηλαδή όταν
συνδυάζονται με την αγία ζωή μας γίνονται ο μεγαλύτερος μαγνήτης που τραβάει
τους ανθρώπους στον Χριστό. Κι αυτό συνιστά ταυτοχρόνως και τον έλεγχό μας: αν
τόσοι άνθρωποι σήμερα έχουν απομακρυνθεί από την πίστη του Χριστού, στο
μεγαλύτερο ποσοστό η ευθύνη υπάρχει σε εμάς τους θεωρουμένους χριστιανούς. Αν
ήμασταν πιο συνεπείς στην πίστη μας, η ίδια η ζωή μας θα τους έπειθε και θα
τους έκανε να βρίσκουν πιο εύκολα τον δρόμο για τον Θεό μας.
Ο άγιος Σεβαστιανός
βρήκε το «μυστικό» της συνέπειας λόγων και έργων και κατ’ επέκταση της δράσεώς
του ως ιεραποστόλου: να στηρίξει τις βάσεις της καρδιάς του στη νοητή πέτρα,
που είναι ο Χριστός. Να αγαπήσει πάνω από όλα δηλαδή Εκείνον, δείχνοντας ότι ο
Χριστός είναι η προτεραιότητα της ζωής του κατά τον δικό Του λόγο: «ζητείτε
πρώτον την βασιλείαν του Θεού». Το σημειώνει ο άγιος υμνογράφος: «Στήριξες
σε νοητή πέτρα, τον Χριστό δηλαδή, τις βάσεις της καρδιάς σου, με φρόνημα
ευσεβές, μάρτυς πολύαθλε, γι’ αυτό και δεν παρεξέκλινες από ό,τι
μηχανεύτηκε εναντίον σου ο δόλιος δράκων ο διάβολος. Αντίθετα, έγινες με τη
δύναμη του Πνεύματος του Θεού στήριγμα της αληθινής πίστεως για όλους».
Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2020
Ο ΑΓΙΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΑΙΓΙΝΗΣ Ο ΕΚ ΖΑΚΥΝΘΟΥ
Η μνήμη μεγάλων
θαυματουργών αγίων κατά τον μήνα Δεκέμβριο (Νικολάου, Σπυρίδωνος, Διονυσίου
Αιγίνης) βιώνεται από τους πιστούς, μέσω
του χαρίσματος της θαυματουργίας τους, ως μεγάλη παρηγοριά. Διότι λόγω της παρρησίας τους ενώπιον του
Κυρίου μπορούν και επεμβαίνουν στη ζωή μας, δίνοντας λύση στα αδιέξοδά μας και
θεραπεία σε ανίατα πολλές φορές νοσήματά μας. Προς άρσιν βεβαίως παρεξηγήσεως,
όλοι οι άγιοι είναι θαυματουργοί, αφού έχουν δύναμη προσευχής που ενεργοποιεί
τον έτσι κι αλλιώς «θελητήν του ελέους»
Τριαδικό Θεό μας. Κι αν κάποιοι άγιοι δεν έχουν φήμη μεγάλου θαυματουργού
αγίου, σαν κάποιους μεγάλους Δασκάλους της Εκκλησίας, είναι γιατί αυτοί
χαριτώθηκαν από τον Θεό με το χάρισμα της ιάσεως των λογισμών των ανθρώπων και
της διαφυλάξεώς τους από τη λύμη των αιρετικών, κάτι που συνιστά το μέγιστο
ίσως χάρισμα του Θεού - η ορθή πίστη
στον Θεό και η αληθινή εικόνα της Εκκλησίας είναι το μέγιστο δώρο του Θεού στον
άνθρωπο. Ποιο θαύμα, για παράδειγμα, θεραπείας σωματικής αρρώστιας θα μπορούσε
να πραγματοποιηθεί και τι νόημα θα είχε, έξω από την αληθινή Εκκλησία του
Χριστού; Το θαύμα της ορθής πίστεως προϋποτίθεται του θαύματος της
ιάσεως των αρρωστημάτων του σώματος.
Ο άγιος Διονύσιος
λοιπόν (1547-1622) ανήκει στους μεγάλους νεωτέρους θαυματουργούς αγίους της
Εκκλησίας, που «ο Χριστός τον δόξασε πλούσια με θεοσημεία και
θαύματα, και όσο ήταν ζωντανός και όταν μεταστάθηκε», όπως σημειώνει ο άγιος
υμνογράφος του ως στόμα της Εκκλησίας. Ο ίδιος μάλιστα εξηγεί τη δωρεά αυτή του
Κυρίου στον άγιο: ο άγιος «μιμήθηκε όλες τις αρετές των ενδόξων προπατόρων μας.
Τη φιλόξενη διάθεση του Αβραάμ, την ακακία του Ιακώβ, την καθαρότητα του Ιώβ,
την απλότητα του Μωυσή, την πραότητα, τη συμπάθεια και φιλοστοργία του βασιλιά
Δαβίδ». Κι αυτό σημαίνει: ο Θεός προσφέρεται θεραπευτικά στον κόσμο, όταν βρει
ανθρώπους συντονισμένους με το άγιο θέλημά Του – μέσω ανθρώπων ενεργεί στους
ανθρώπους ο Θεός. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Θεός γίνεται άνθρωπος για να σώσει τον
άνθρωπο.
Εκεί όμως που ο άγιος
Διονύσιος αποτελεί ορόσημο για όλους
είναι η τεράστια αγάπη του – συνέχεια της αγάπης του Θεού. Η αγάπη προς τον
πλησίον, εκτεινόμενη και προς τον θεωρούμενο εχθρό, ήταν το κύριο γνώρισμά του στον κόσμο – ό,τι ο Κύριος χαρακτήρισε ως
σημείο μαθητείας σ’ Εκείνον. Γι’ αυτό και όλες οι αρετές του είχαν νόημα, διότι
ακριβώς κατέληγαν σ’ αυτήν την αγάπη. Αυτή συνιστά το μέτρο, αυτή δίνει τον
ρυθμό. Χωρίς την αγάπη, η όποια αρετή έχει τη στιφάδα της αυστηρότητας και της
ξεραΐλας. Γίνεται αποκρουστική. Με την αγάπη όλα βρίσκουν τον ρυθμό τους και
αποκτούν γλυκύτητα. Ο άγιος Διονύσιος λοιπόν είχε και έχει αυτήν την γλυκύτητα:
την παρουσία του ίδιου του Χριστού. Τον πλησιάζουμε και η καρδιά μας
παρηγορείται και κατανύσσεται. Προσκυνούμε τον ασκητή με τους
μεγάλους ασκητικούς κόπους και νιώθουμε να μας βάζει στην αγκαλιά του
πλαταίνοντας τη στενότητα της ψυχής μας. Νιώθουμε σαν παιδιά που τα έχει κοντά
του ο αγαπημένος τους παππούς - το μυαλό μας είναι αδιάκοπα καρφωμένο στο πώς
αντιμετώπισε τον φονιά του αδελφού του: τον φυγάδευσε και τον έσωσε από το
απόσπασμα!
Ο υμνογράφος του
φαίνεται να πανηγυρίζει την πλατειά αυτή αγκαλιά του. «Δεν γνώρισε τον Θεό που
είναι αγάπη, όποιος δεν αγαπά τον εχθρό του, που τυχαίνει να είναι ο
πλησίον του» υπενθυμίζει. Και: «Άκουσες, αγιότατε Πατέρα, τον διδάσκαλο Χριστό
να λέει στο Ευαγγέλιο: από αυτό θα γνωρίσουν όλοι ότι είστε μαθητές μου, εάν
έχετε αγάπη μεταξύ σας, οπότε σε κάθε ευκαιρία αναδείχτηκες έμπρακτα δόκιμος
μαθητής Του».
Μακάρι μια τέτοια
καρδιά να θερμάνει τις ψυχραμένες λόγω ανομιών δικές μας καρδιές, ώστε να
νιώσουμε, έστω και ακροθιγώς, αληθινά Χριστούγεννα.
Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 2020
ΝΕΑ ΒΙΒΛΙΟ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΝ"
Οι
εκδόσεις «ἀκολουθεῖν» κυκλοφορούν νέο βιβλίο για τον σπουδαίο βαθύ θεολόγο της
σύγχρονης εποχής και μεγάλο Γέροντα όσιο Σωφρόνιο (Σαχάρωφ), υπό τον τίτλο
«Παρά τούς πόδας ὁσίου Σωφρονίου τοῦ Ἔσσεξ» (Σελ. 170 - σχέδιο εξωφύλλου: Νεκτάριος Σταματέλος). Πληροφορίες για την ταυτότητα του
βιβλίου μάς δίνουν εν συνεχεία ο Πρόλογος και τα
Περιεχόμενά του.
ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ
Η γνωριμία μας με τον
όσιο Σωφρόνιο ξεκίνησε από τα φοιτητικά μας χρόνια, τότε που ήλθε στα χέρια μας
(1973) το σπουδαιότατο βιβλίο του για τον Γέροντα (νυν επισήμως άγιο της
Εκκλησίας) Σιλουανό τον αθωνίτη. Αισθανθήκαμε ότι ο άγιος Σιλουανός αποτελεί
μία παρουσία ιδιαιτέρως αγιοπνευματική, διότι τα κείμενά του (του ίδιου του
αγίου, αλλά και τα ερμηνευτικά των κειμένων του τού Γέροντος Σωφρονίου) μας
κατένυσσαν την καρδιά, κατά παρόμοιο τρόπο θα λέγαμε με τα κείμενα της Αγίας
Γραφής και των Πατέρων της Εκκλησίας. Έκτοτε τα βιβλία του οσίου Σωφρονίου μάς
συνόδευαν στην όλη πορεία της ζωής μας, με αποκορύφωμα, δεν κρύβουμε, το
τρίτομο έργο των ομιλιών του, που εξέδωσε η ιερά Μονή που ίδρυσε, του Τιμίου
Προδρόμου στο Έσσεξ της Αγγλίας, είκοσι χρόνια μετά την κοίμησή του, με τίτλο «Οικοδομώντας τον ναό του Θεού μέσα
μας και στους αδελφούς μας».
Στους τρεις αυτούς
τόμους, στους οποίους συγκεντρώθηκαν ομιλίες του οσίου όταν τις εκφώνησε σε πολύ
μεγάλη ηλικία, μέχρι και λίγους μήνες πριν την εκδημία του, βρήκαμε και
βρίσκουμε όλες εκείνες τις κατευθύνσεις της πνευματικής ζωής, οι οποίες μας
ανοίγουν τα μάτια για τα «μη βλεπόμενα και τα αιώνια» που λέει ο απόστολος
Παύλος, που σημαίνει ότι ο άγιος εν Πνεύματι ευρισκόμενος και μέσα στο κλίμα
της βαθειάς προσευχής μάς παίρνει από το χέρι και μάς φέρνει στην ατμόσφαιρα
του Ευαγγελίου, της πρώτης Εκκλησίας, των νηπτικών Πατέρων αυτής. Είναι πολύ
σημαντική η ομολογία του οσίου για παράδειγμα ως προς το πώς έχει επιδράσει
πάνω στο πνεύμα του – πέραν εννοείται της καταλυτικής επίδρασης του οσίου
Σιλουανού – ο κατεξοχήν αγαπημένος του άγιος Μάξιμος ο ομολογητής, η
«Κλίμαξ» του οσίου Ιωάννη του Σιναῒτη,
τον οποίο μάλιστα χαρακτηρίζει ως μεγαλοφυή, και πιο πίσω για το πώς ο ίδιος
έχει διαποτισθεί κυρίως από τον ευαγγελιστή Ιωάννη και τον απόστολο Παύλο,
καθώς και από τη λειτουργική παράδοση της Εκκλησίας και μάλιστα από τη Θεία
Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου. Από την άποψη αυτή το να εγκύπτει κανείς ιδίως
στις ομιλίες του είναι σα να βρίσκεται και ο ίδιος προσκυνητής και ακροατής
μέσα στον ναό του αγίου Σιλουανού – εκεί που κατεξοχήν κήρυσσε όταν αυξήθηκε η
αδελφότητα – αλλά και σα να εμβαπτίζεται στα πιο καθαρά νάματα της ορθόδοξης
χριστιανικής παράδοσης.
Μία προσκυνηματική
επίσκεψη μάλιστα τη Σαρακοστή του 2019 στο ευλογημένο μοναστήρι του Τιμίου
Προδρόμου μάς εξήψε το ενδιαφέρον και την αγάπη για τον όσιο Σωφρόνιο ακόμη
περισσότερο, για τον «Πατέρα» του μοναστηριού όσιο Σιλουανό, αλλά και για την
ξεχωριστή συνοδεία που απαρτίζει το μοναστήρι υπό την πνευματική καθοδήγηση του
υποτακτικού και μαθητή του οσίου, Γέροντος Ζαχαρίου.
Μελετώντας λοιπόν τα
κείμενα του οσίου Σωφρονίου, θεωρήσαμε καλό ορισμένα αποσπάσματά τους που
προκαλούσαν ιδιαίτερα την προσοχή μας (κάθε λόγος του βεβαίως που συχνά στις
ομιλίες του επαναλαμβάνεται είναι αξιοπρόσεκτος, όπως είχε πει και για τα
κείμενα του οσίου Σιλουανού ο σοφός θεολόγος και ιεράρχης Σεβασμιώτατος
Περγάμου Ιωάννης ότι κάθε λόγος του οσίου παρά τη φαινομενική απλοϊκότητά του
μπορεί να γίνει διδακτορική διατριβή) να τα σχολιάσουμε προς οικοδομή και άλλων
εν Χριστώ αδελφών μας. Το κάναμε και το κάνουμε με μεγάλη συνοχή καρδίας,
έχοντας τη συναίσθηση ότι στεκόμαστε σε έδαφος ιερό και ότι μπορεί να μην
αποδίδουμε και όπως πρέπει το πνεύμα του συντάκτη τους. Κι είναι ακριβώς η
γνώση ότι τα κείμενα από τις ομιλίες του ήταν καρπός όχι μίας ετοιμασίας εκ των
προτέρων, αλλά απαύγασμα της προσευχής του την ώρα που θα τις εκφωνούσε, που
μας κάνει να έχουμε αυτήν τη συστολή. Το τολμούμε παρ’ όλα αυτά! Κι ευχόμαστε ο
λόγος του οσίου πράγματι να δίνει την ώθηση προς τα άνω, κατά το «ἄνω σχῶμεν
τάς καρδίας», εκεί που ζούσε αδιάκοπα ο όσιος, κι εκεί που ζει ασφαλώς τώρα
αγαλλιώμενος με τον πατέρα του όσιο Σιλουανό και τους λοιπούς αγίους και
αγγέλους μέσα στην αγκαλιά του Κυρίου του!
Περιττό να πούμε ότι ο
τίτλος «Παρά τούς πόδας τοῦ ὁσίου Σωφρονίου τοῦ Ἔσσεξ» παραπέμπει καταχρηστικά
στον απόστολο Παύλο που γράφει ότι σπούδασε θεολογία «παρά τούς πόδας
Γαμαλιήλ». Έστω και «από σπόντα» ας θεωρηθούμε κι εμείς μακρινοί μαθητές του
σοφού αυτού οσίου Γέροντος, μέσα από τα βιβλία του και το παράδειγμα της οσίας
βιοτής του, κι ας ευχηθούμε να μην τον προκαλέσουμε με τη θρασύτητά μας.
π. Γ. Δ.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ
1. ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΜΙΑ ΔΙΕΞΟΔΟ
2. ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΙΚΟΙ ΚΑΙΡΟΙ
3. Η... «ΑΜΕΛΕΙΑ» ΤΟΥ
ΘΕΟΥ
4. Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΣΥΝΑΝΑΣΤΡΟΦΗΣ
5. Η ΕΠΙΚΛΗΣΗ ΤΟΥ ΟΝΟΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
6. Η ΧΩΡΙΣ ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΠΙΣΤΗ
7. Η ΧΩΡΙΣ... ΣΗΜΑΣΙΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑ
8. ΣΩΜΑ ΚΑΙ ΑΙΜΑ ΧΡΙΣΤΟΥ
9. ΚΑΛΕΣΜΕΝΟΙ ΝΑ ΖΗΣΟΥΜΕ ΘΕΟ
10. ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΕΝΤΟΛΗΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
11. ΜΕ ΔΥΟ ΛΟΓΙΑ
12. ΠΑΤΕΡ ΗΜΩΝ
13. ΠΛΗΘΩΡΑ ΑΝΟΗΤΩΝ
ΙΔΕΩΝ
14. ΠΟΣΟ ΣΥΓΓΕΝΕΥΟΥΜΕ
ΜΕ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ;
15. ΣΤΗ ΦΥΛΑΚΗ ΑΠ’ ΤΟ
ΠΡΩΙ ΩΣ ΤΟ ΒΡΑΔΥ
16. ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΓΙΑ ΤΗ
ΘΕΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
17. ΤΑ ΔΥΣΚΟΛΑ
ΕΡΧΟΝΤΑΙ!
18. ΤΟ ΔΙΚΙΟ ΜΑΣ ΠΟΣΟ
ΔΙΚΑΙΟ ΕΙΝΑΙ;
19. ΦΩΣ ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΑΣ ΤΟ
ΘΕΛΗΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
20. ΧΡΙΣΤΟΣ: ΤΟ ΜΕΤΡΟ
ΟΛΩΝ
21. ΥΠΑΡΧΟΥΝ
ΧΑΡΙΣΜΑΤΟΥΧΟΙ ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΣΗΜΕΡΑ;
22. Η ΔΙΑΘΗΚΗ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ
ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ
23. ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΠΕΡΙ ΤΗΣ
ΕΝΟΤΗΤΟΣ (ΟΣΙΟΥ ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ)